61996B0201

Διάταξη του Πρωτοδικείου (δεύτερο τμήμα) της 3ης Ιουλίου 1997. - Smanor SA, Hubert Ségaud και Monique Ségaud κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Παράλειψη κινήσεως της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως - Προσφυγή κατά παραλείψεως - Αγωγή αποζημιώσεως - Απαράδεκτο. - Υπόθεση T-201/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα II-01081


Περίληψη

Λέξεις κλειδιά


1 Προσφυγή κατά παραλείψεως - Φυσικά ή νομικά πρόσωπα - Παραλείψεις δεκτικές προσφυγής - Παράλειψη κινήσεως διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως - Απαράδεκτο

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 169, 173, εδ. 4, και 175)

2 Εξωσυμβατική ευθύνη - Προϋποθέσεις - Παράνομη συμπεριφορά - Παράλειψη της Επιτροπής να κινήσει διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως - Πραγματικό γεγονός που δεν συνιστά παράνομη συμπεριφορά - Αίτημα αποζημιώσεως - Απαράδεκτο

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 169 και 215, εδ. 2)

Περίληψη


3 Είναι απαράδεκτη προσφυγή κατά παραλείψεως ασκουμένη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο με την οποία ζητείται να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή, μη κινώντας κατά κράτους μέλους διαδικασία προς διαπίστωση παραβάσεως, απέσχε να αποφανθεί κατά παραβίαση της Συνθήκης και τούτο ανεξαρτήτως της φύσεως της παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου που φέρεται ότι διέπραξε το οικείο κράτος μέλος.

Πράγματι, από την οικονομία του άρθρου 169 προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να κινήσει διαδικασία κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αλλά ότι διαθέτει συναφώς διακριτική ευχέρεια που αποκλείει το δικαίωμα των ιδιωτών να απαιτήσουν από το όργανο αυτό να λάβει συγκεκριμένη θέση. ηΑλλωστε, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ζητεί από την Επιτροπή να κινήσει διαδικασία κατ' εφαρμογή του άρθρου 169 ζητεί στην πραγματικότητα τη θέσπιση πράξεων που δεν θα το αφορούσαν άμεσα και ατομικά υπό την έννοια του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, και τις οποίες, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε να προσβάλει με προσφυγή ακυρώσεως.

4 Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να κινήσει διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης, η απόφασή της να μη κινήσει τη διαδικασία αυτή δεν συνιστά, εν πάση περιπτώσει, παράνομη συμπεριφορά, οπότε δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, και η μόνη συμπεριφορά που θα μπορούσε ενδεχομένως να προβληθεί ως αιτία της ζημίας είναι η συμπεριφορά του οικείου κράτους μέλους. Επομένως, είναι απαράδεκτο το αίτημα αποζημιώσεως με το οποίο επιδιώκεται στην πραγματικότητα ο ψόγος έναντι της παραλείψεως της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως κατά κράτους μέλους.