61996B0122

Διάταξη του Πρωτοδικείου (πέμπτο τμήμα) της 30ης Σεπτεμβρίου 1997. - Federazione nazionale del commercio oleario (Federolio) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Ελαιόλαδο - Ενίσχυση στην κατανάλωση - Κανονισμός (ΕΚ) 887/96 - Προσφυγή ακυρώσεως - Ένωση επιχειρηματιών - Απαράδεκτο. - Υπόθεση T-122/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα II-01559


Περίληψη

Λέξεις κλειδιά


Προσφυγή ακυρώσεως - Φυσικά ή νομικά πρόσωπα - Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά - Κανονισμός ο οποίος, στο πλαίσιο του συστήματος ενισχύσεως στην κατανάλωση ελαιολάδου, προβλέπει ένα σύστημα κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς την κοινοτική ρύθμιση - Προσφυγή μιας ενώσεως εγκεκριμένων επιχειρήσεων που έχει αναγνωριστεί ως επαγγελματικός οργανισμός για την εφαρμογή του συστήματος των ενισχύσεων - Απαράδεκτο

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 173, εδ. 4, και 189· κανονισμός 887/96 του Συμβουλίου, άρθρο 1)

Περίληψη


Είναι απαράδεκτη η προσφυγή ακυρώσεως που ασκείται από ένωση επιχειρηματιών την οποία έχει αναγνωρίσει ένα κράτος μέλος ως επαγγελματικό οργανισμό για την εφαρμογή του συστήματος ενισχύσεως στην κατανάλωση ελαιολάδου και στρέφεται κατά του κανονισμού 887/96, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του συστήματος αυτού, καθότι με το άρθρο 1 εισήγαγε ένα σύστημα κυρώσεων κατά των εγκεκριμένων επιχειρήσεων συσκευασίας, οσάκις το έλαιο για το οποίο χορηγήθηκε η ενίσχυση δεν ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές που προβλέπει η κοινοτική ρύθμιση για τη χορήγηση της ενισχύσεως.

Πράγματι, αφενός ο εν λόγω κανονισμός έχει, λόγω της φύσεως και του περιεχομένου του, κανονιστικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 189 της Συνθήκης, διότι ανεξαρτήτως του μικροτέρου ή μεγαλυτέρου αριθμού επιχειρήσεων συσκευασίας που λαμβάνουν την ενίσχυση στην κατανάλωση κατά τον χρόνο της εκδόσεώς του, προβλέπει την εφαρμογή κυρώσεων βάσει μιας αντικειμενικής καταστάσεως, δηλαδή το ότι δεν υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ της ποιότητας και/ή του τύπου του ελαίου που δηλώνονται και της ποιότητας και/ή του τύπου που προβλέπει η εφαρμοστέα ρύθμιση, κατάσταση η οποία προσδιορίζεται σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός, που είναι η πρόληψη και η καταστολή της απάτης αναλόγως της σοβαρότητας της παραβάσεως και επάγεται έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων θεωρουμένων κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο.

Αφετέρου, η εν λόγω ένωση δεν θίγεται από τον προσβαλλόμενο κανονισμό λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών ή λόγω πραγματικής καταστάσεως που τη διακρίνει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι ο κανονισμός την αφορά και ατομικά κατά την έννοια του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης. Πρώτον, καμιά από τις κανονιστικές διατάξεις που αφορούν τη χορήγηση ενισχύσεων στην κατανάλωση ελαιολάδου δεν αναγνωρίζει το παραμικρό δικονομικό δικαίωμα υπέρ των επαγγελματικών οργανισμών όπως είναι η προσφεύγουσα, οι οποίες μάλιστα δεν μπορούν να επικαλεστούν συναφώς την αποστολή ή τις ειδικές λειτουργίες που τους αναγνωρίζει η εθνική έννομη τάξη. Δεύτερον, παρά τον περιορισμένο αριθμό τους, οι επιχειρήσεις συσκευασίας που είναι μέλη της ενώσεως και επηρεάζονται από τον κανονισμό βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση με αυτή κάθε άλλης επιχειρήσεως η οποία θα μπορούσε να εισέλθει στην αγορά συσκευασμένου ελαιολάδου και να ζητήσει ενισχύσεις στην κατανάλωση. Τρίτον, ο εν λόγω κανονισμός δεν επηρεάζει τα ίδια συμφέροντα της προσφεύγουσας ως ενώσεως την οποία εξάλλου δεν εξατομικεύουν ούτε ο θεσμικός της ρόλος ούτε η ιδιότητά της του οργανισμού στον οποίο έχει ανατεθεί η καταβολή των ενισχύσεων στα μέλη του.

Εξάλλου, το γεγονός ότι το παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως μιας ενώσεως που εκπροσωπεί τα συμφέροντα ορισμένων επιχειρήσεων είναι δυνατό να εξαρτάται από το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο - λόγω του ότι η ένωση μπορεί να εξατομικεύεται με τη συμμετοχή της στη διοικητική διαδικασία που προηγείται της εκδόσεως της εν λόγω πράξεως, ενώ σε ένα διαφορετικό πλαίσιο δεν μπορεί να εξατομικευτεί ελλείψει νομοθετικής διατάξεως προβλέπουσας μια τέτοια συμμετοχή - δεν μπορεί να συνιστά παραβίαση της αρχής της ισότητας εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι, με τον τρόπο αυτό, ο κοινοτικός νομοθέτης παραβίασε γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, όπως το δικαίωμα ακροάσεως. Από την ίδια τη φύση τους, όμως, ούτε η διαδικασία επεξεργασίας των κανονιστικών πράξεων ούτε οι ίδιες οι κανονιστικές πράξεις, ως μέτρα γενικής ισχύος, απαιτούν, δυνάμει των αρχών αυτών, τη συμμετοχή των θιγομένων προσώπων και/ή ενώσεων, τα συμφέροντα των οποίων θεωρείται ότι εκπροσωπούνται από τους πολιτικούς θεσμούς που καλούνται, δυνάμει της Συνθήκης, να εκδώσουν τις πράξεις αυτές.