Διάταξη του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 8ης Ιουλίου 1999. - Area Cova SA κ.λπ. κατά Συμßουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αλιεία - Διατήρηση των θαλασσίων πόρων - Σύμßαση για τη μελλοντική πολυμερή συνεργασία στην αλιεία του Βορειοδυτικού Ατλαντικού - Ιππόγλωσσα (χάλιμπατ) Γροιλανδίας - Ποσόστωση αλιευμάτων για τον κοινοτικό στόλο - Προσφυγή ακυρώσεως - Απαράδεκτο. - Υπόθεση T-12/96.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα II-02301
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
1 Προσφυγή ακυρώσεως - Φυσικά ή νομικά πρόσωπα - Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά - Κανονισμός 2565/95 για την παύση της αλιείας της ιππόγλωσσας Γροιλανδίας από σκάφη που αλιεύουν υπό σημαία κράτους μέλους - Προσφυγή εφοπλιστών και ενώσεων που εκπροσωπούν τα συλλογικά συμφέροντα των εφοπλιστών - Απαράδεκτη
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 173, εδ. 4 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)· κανονισμός 2565/95 της Επιτροπής]
2 Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας - Παρεμπίπτων χαρακτήρας - Κύρια προσφυγή απαράδεκτη - Απαράδεκτο της ενστάσεως
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 184 (νυν άρθρο 241 ΕΚ)]
1 Είναι απαράδεκτη προσφυγή ακυρώσεως που ασκούν εφοπλιστές εγκατεστημένοι εντός κράτους μέλους κατά του κανονισμού 2565/95, για την παύση της αλιείας της ιππόγλωσσας Γροιλανδίας από σκάφη που αλιεύουν υπό σημαία κράτους μέλους, με τον οποίο η Επιτροπή διαπίστωσε την εξάντληση της καθορισθείσας για το 1995 κοινοτικής ποσοστώσεως και ανακοίνωσε την παύση της αλιείας της ιππόγλωσσας Γροιλανδίας στις ζώνες 2 και 3 της Οργανώσεως Αλιείας του Βορειοδυτικού Ατλαντικού (NAFO).
Πράγματι, ο γενικής ισχύος προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά τους προσφεύγοντες λόγω ορισμένων ειδικών χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που να τους εξατομικεύει, έναντι του εν λόγω κανονισμού, σε σχέση με οποιουσδήποτε άλλους επιχειρηματίες στους οποίους σκοπείται να έχει εφαρμογή.
Ειδικότερα, τη στιγμή της θεσπίσεως της επίδικης πράξεως, οι κοινοτικές αρχές δεν είχαν την υποχρέωση να λάβουν υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση των προσφευγόντων. Το γεγονός ότι το κοινοτικό όργανο που εκδίδει μια πράξη γνωρίζει τα πρόσωπα τα οποία αυτή ενδέχεται να αφορά δεν μπορεί να αποτελεί, αυτό καθαυτό, στοιχείο εξατομικεύσεως του ενδιαφερομένου ανεξάρτητα από την παράλληλη ύπαρξη μιας τέτοιας υποχρεώσεως. Ομοίως, το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες μετέσχαν με την ιδιότητα του συμβούλου της Επιτροπής στις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της εκ μέρους της επιτροπής αλιείας της NAFO θεσπίσεως ενός συνόλου επιτρεπομένων αλιευμάτων για την ιππόγλωσσα Γροιλανδίας δεν είναι ικανό να τους εξατομικεύσει, διότι, πριν η Επιτροπή διαπιστώσει την εξάντληση της κοινοτικής ποσοστώσεως και ανακοινώσει την παύση της αλιείας, καμία διάταξη της εφαρμοστέας κοινοτικής ρυθμίσεως δεν επέβαλλε στην Επιτροπή να ακολουθήσει διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας πρόσωπα της κατηγορίας στην οποία υπάγονται οι προσφεύγοντες θα είχαν το δικαίωμα να διεκδικούν ενδεχόμενα δικαιώματα ή ακόμα να ζητούν να εκφράσουν την άποψή τους, όσον αφορά τον καθορισμό του διαθέσιμου για την Κοινότητα συνόλου επιτρεπομένων αλιευμάτων για ορισμένα συγκεκριμένα είδη ιχθύων στο πλαίσιο της συμβάσεως NAFO.
Επιπλέον, οι οικονομικού χαρακτήρα επιπτώσεις σε βάρος των συμφερόντων τους που επικαλούνται οι προσφεύγοντες δεν τους εξατομικεύουν αισθητά σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο επιχειρηματία τον οποίο αφορά ο προσβαλλόμενος κανονισμός, καθόσον αυτός, τελικά, δεν έθιξε ειδικά δικαιώματά τους.
Είναι επίσης απαράδεκτη προσφυγή ακυρώσεως κατά του ίδιου κανονισμού την οποία ασκούν τρεις ενώσεις εκπροσωπούσες τα συλλογικά συμφέροντα των εφοπλιστών. Πράγματι, μια πράξη η οποία θίγει τα γενικά συμφέροντα μιας κατηγορίας πολιτών δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ), ένωση συσταθείσα για να προωθεί τα συλλογικά συμφέροντα της κατηγορίας αυτής, οπότε η ένωση αυτή δεν νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως στο όνομα των μελών της όταν τα μέλη αυτά δεν νομιμοποιούνται ατομικώς προς τούτο.
Ναι μεν η ύπαρξη ιδιαιτέρων περιστάσεων, όπως ο ρόλος μιας ενώσεως στο πλαίσιο διαδικασίας που οδήγησε σε έκδοση πράξεως υπό την έννοια του ως άνω άρθρου, μπορεί να δικαιολογεί το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας από ένωση της οποίας τα μέλη δεν αφορά άμεσα και ατομικά η πράξη αυτή, ιδίως όταν η εν λόγω πράξη επηρέασε τη διαπραγματευτική θέση της ενώσεως, όμως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει όταν η προσφεύγουσα ένωση δεν ενήργησε με την ιδιότητα του διαπραγματευτή, ιδιότητα την οποία είχαν μόνον τα συμβαλλόμενα μέρη, και η σχετική ρύθμιση δεν αναγνωρίζει υπέρ αυτής κανένα διαδικαστικής φύσεως δικαίωμα.
2 Η παρεχόμενη από το άρθρο 184 της Συνθήκης (νυν άρθρο 241 ΕΚ) δυνατότητα του ενδιαφερομένου να επικαλεστεί το ανίσχυρο κανονισμού ή πράξεως γενικής ισχύος που αποτελεί τη νομική βάση της προσβαλλομένης πράξεως εφαρμογής δεν συνιστά αυτοτελές μέσο έννομης προστασίας και μπορεί να ασκείται μόνο παρεμπιπτόντως. Αν δεν υπάρχει δικαίωμα ασκήσεως κυρίας προσφυγής δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου αυτού.
Στην υπόθεση T-12/96,
Areacova SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Vigo (Ισπανία),
Armadora José Pereira SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Vigo,
Armadores Pesqueros de Aldán SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Vigo,
Centropesca SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Vigo,
Chymar SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Vigo,
Eloymar SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα την Estribela (Ισπανία),
Exfaumar SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Bueu (Ισπανία),
Farpespan, SL, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα τη Moaña (Ισπανία),
Freiremar SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Vigo,
Hermanos Gandón SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Cangas (Ισπανία),
Heroya SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Vigo,
Hiopesca SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Vigo,
José Pereira e Hijos SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Vigo,
Juana Oya Pérez, κάτοικος Vigo,
Manuel Nores González, κάτοικος Marín (Ισπανία),
Moradiña SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Cangas,
Navales Cerdeiras, SL, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Camariñas (Ισπανία),
Nugago Pesca SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Bueu,
Pesquera Austral SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Vigo,
Pescaberbés SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Vigo,
Pesquerías Bígaro Narval SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Vigo,
Pesquera Cíes SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Vigo,
Pesca Herculina SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Vigo,
Pesquera Inter SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Cangas,
Pesquerías Marinenses SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Marín,
Pesquerías Tara SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Cangas,
Pesquera Vaqueiro SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Vigo,
Sotelo Dios SA, εταιρία ισπανικού δικαίου, με έδρα το Vigo,
Asociación Nacional de Armadores de Buques Congeladores de Pesca de Merluza (Anamer), ένωση ισπανικού δικαίου, με έδρα το Vigo,
Asociación Nacional de Armadores de Buques Congeladores de Pesquerías Varias (Anavar), ένωση ισπανικού δικαίου, με έδρα το Vigo,
Asociación de Sociedades Pesqueras Españolas (ASPE), ένωση ισπανικού δικαίου, με έδρα το Vigo,
εκπροσωπούμενοι από τους Antonio Creus Carreras, δικηγόρο Βαρκελώνης, Eva Contreras Ynzenga, δικηγόρο Μαδρίτης, και Marta Ventura Arasanz, δικηγόρο Βαρκελώνης, του δικηγορικού γραφείου Cuatrecasas, 78, avenue d'Auderghem, Βρυξέλλες,
προσφεύγοντες,
κατά
Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τους John Carbery, νομικό σύμβουλο, και Germán-Luis Ramos Ruano, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενους από τον Ramón Torrent, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Alessandro Morbilli, γενικό διευθυντή της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, Kirchberg,
και
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους Thomas Van Rijn, νομικό σύμβουλο, και Juan Guerra Fernández, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,
καθών,
που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 2565/95 της Επιτροπής, της 30ής Οκτωβρίου 1995, για την παύση της αλιείας της ιππόγλωσσας Γροιλανδίας από σκάφη που αλιεύουν υπό σημαία κράτους μέλους (EE L 262, σ. 27),
ΤΟ ΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ
(τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους Μ. Jaeger, ρόεδρο, K. Lenaerts και J. Azizi, δικαστές,
γραμματέας: H. Jung
εκδίδει την ακόλουθη
Διάταξη
Ιστορικό της διαφοράς
1 Η σύμβαση για τη μελλοντική πολυμερή συνεργασία στον τομέα της αλιείας του Βορειοδυτικού Ατλαντικού (στο εξής η σύμβαση αυτή θα αναφέρεται με τα αγγλικά αρχικά της ως σύμβαση NAFO), που εγκρίθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3179/78 του Συμβουλίου, της 28ης Δεκεμβρίου 1978, περί συνάψεως από την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα της συμβάσεως περί της μελλοντικής πολυμερούς συνεργασίας στον τομέα της αλιείας του Βορειοδυτικού Ατλαντικού (ΕΕ ειδ. έκδ. 04/001, σ. 122), έχει ιδίως ως σκοπό να προαγάγει τη διατήρηση, την άριστη χρησιμοποίηση και την ορθολογική διαχείριση των αλιευτικών πόρων της περιοχής του Βορειοδυτικού Ατλαντικού, όπως αυτή προσδιορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1.
2 Ειδικότερα, τα συμβαλλόμενα μέρη της συμβάσεως NAFO, μεταξύ των οποίων η Κοινότητα, μπορούν να προβαίνουν σε περιορισμό της δυνατότητας αλιεύσεως ορισμένων ειδών σε ορισμένα μέρη της περιοχής την οποία αφορά η σχετική ρύθμιση. ρος τούτο, τα συμβαλλόμενα μέρη καθορίζουν ένα σύνολο των επιτρεπομένων αλιευμάτων (στο εξής: ΣΕΑ) και προσδιορίζουν, στη συνέχεια, το ποσοστό που είναι διαθέσιμο για κάθε μέρος, μεταξύ των οποίων η Κοινότητα. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3760/92 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1992, για τη θέσπιση κοινοτικού συστήματος για την αλιεία και την υδατοκαλλιέργεια (ΕΕ 1992, L 389, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 3760/92), το Συμβούλιο κατανέμει τις αλιευτικές δυνατότητες μεταξύ κρατών μελών στο πλαίσιο της κοινοτικής ποσοστώσεως.
3 Τον Σεπτέμβριο του 1994 η επιτροπή αλιείας της Οργανώσεως Αλιείας του Βορειοδυτικού Ατλαντικού (στο εξής: NAFO) καθόρισε για πρώτη φορά ένα ΣΕΑ ιππόγλωσσας Γροιλανδίας (χάλιμπατ Γροιλανδίας). Τούτο αφορούσε ποσότητα 27 000 τόνων και ίσχυσε το 1995 στις ζώνες 2 και 3 της NAFO.
4 Ο κανονισμός (ΕΚ) 3366/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τον καθορισμό για το 1995 ορισμένων μέτρων διατήρησης και διαχείρισης των αλιευτικών πόρων της ζώνης διακανονισμού, όπως ορίζεται στη σύμβαση για τη μελλοντική πολυμερή συνεργασία στην αλιεία του Βορειοδυτικού Ατλαντικού (EE 1994, L 363, σ. 60, στο εξής: κανονισμός 3366/94), ανέφερε, στην έβδομη αιτιολογική σκέψη, ότι το μέγιστο επίπεδο αλίευσης, για το 1995, για την ιππόγλωσσα Γροιλανδίας στις ζώνες 2 και 3 της NAFO δεν είχε ακόμη κατανεμηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων μερών της συμβάσεως NAFO, ότι η επιτροπή αλιείας της NAFO θα συγκαλούσε σύσκεψη για να αποφασισθεί η εν λόγω κατανομή και ότι θα επιτρεπόταν η αλίευση της ιππόγλωσσας Γροιλανδίας κατά το 1995 και θα καταλογιζόταν στις ποσοστώσεις που είχαν αποφασιστεί για τα κράτη μέλη.
5 Στο πλαίσιο ειδικής συσκέψεως της 30ής Ιανουαρίου και της 1ης Φεβρουαρίου 1995, η επιτροπή αλιείας της NAFO αποφάσισε να χορηγήσει στην Κοινότητα όσον αφορά το ΣΕΑ ιππόγλωσσας Γροιλανδίας για το 1995 μια διαθέσιμη ποσόστωση 3 400 τόνων.
6 Κατά της χορηγήσεως της ποσοστώσεως αυτής, που κρίθηκε ανεπαρκής για την Κοινότητα, η τελευταία, εκπροσωπούμενη από το Συμβούλιο, προέβαλε στις 3 Μαρτίου 1995 ένσταση, βάσει του άρθρου ΧΙΙ, παράγραφος 1, της συμβάσεως NAFO.
7 Την ίδια ημέρα, και προφανώς αντιδρώντας στην εκ μέρους του Συμβουλίου υποβολή της ως άνω ενστάσεως, ο Καναδάς προσάρμοσε τη νομοθεσία του ώστε να μπορεί να συλλαμβάνει σκάφη εκτός της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης του, βάσει δε αυτής της νέας νομοθεσίας οι καναδικές αρχές συνέλαβαν στις 9 Μαρτίου 1995 το σκάφος Estai, ανήκον σε έναν από τους προσφεύγοντες διαδίκους, την εταιρία José Pereira e Hijos SA, το οποίο αλίευε στην περιοχή που αφορά η σύμβαση NAFO.
8 Με τον κανονισμό (ΕΚ) 850/95 του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 1995, για την τροποποίηση του κανονισμού 3366/94 (ΕΕ L 86, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 850/95), το Συμβούλιο καθόρισε μια αυτόνομη κοινοτική ποσόστωση περιορίζουσα σε 18 630 τόνους τα κοινοτικά αλιεύματα ιππόγλωσσας Γροιλανδίας στις ζώνες 2 και 3 της NAFO για το 1995, με τη διευκρίνιση ότι «η αυτόνομη αυτή ποσόστωση θα πρέπει να τηρεί το μέτρο διατήρησης που θεσπίστηκε για τον πόρο αυτό, ήτοι το ΣΕΑ των 27 000 τόνων (...) [και ότι] είναι αναγκαίο να υπάρξει πρόβλεψη για τη δυνατότητα διακοπής της αλιείας μόλις συμπληρωθεί η αλιεία του ΣΕΑ, ακόμη και πριν την εξάντληση της αυτόνομης ποσόστωσης.»
9 Η Κοινότητα και η Καναδική Κυβέρνηση, αποσκοπώντας στη λήξη της διπλωματικής συγκρούσεως μεταξύ τους κατόπιν των περιστατικών που περιγράφονται ανωτέρω στις σκέψεις 6 και 7, υπέγραψαν στις 20 Aπριλίου 1995 συμφωνία για την αλιεία στο πλαίσιο της συμβάσεως NAFO με τη μορφή συμφωνηθέντων πρακτικών και των παραρτημάτων τους, ανταλλαγής επιστολών και ανταλλαγής διακοινώσεων, που εγκρίθηκε με την απόφαση 95/586/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995 (ΕΕ 1995, L 327, σ. 35, στο εξής: διμερής συμφωνία περί αλιείας).
10 Δυνάμει της ως άνω διμερούς συμφωνίας περί αλιείας το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1761/95 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1995, που τροποποιεί, για δεύτερη φορά, τον κανονισμό 3366/94 (ΕΕ L 171, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1761/95), ο οποίος καθόρισε για το 1995, από τις 16 Απριλίου 1995, κοινοτική ποσόστωση αλιευμάτων ιππόγλωσσας Γροιλανδίας 5 013 τόνων στις ζώνες 2 και 3 της NAFO.
11 Με τον κανονισμό (ΕΚ) 2565/95 της Επιτροπής, της 30ής Οκτωβρίου 1995, για την παύση της αλιείας της ιππόγλωσσας Γροιλανδίας από σκάφη που αλιεύουν υπό σημαία κράτους μέλους (EE L 262, σ. 27, στο εξής: κανονισμός 2565/95 ή προσβαλλόμενος κανονισμός), η Επιτροπή διαπίστωσε την εξάντληση της καθορισθείσας για το 1995 βάσει του κανονισμού 1761/95 κοινοτικής ποσοστώσεως και, επομένως, ανακοίνωσε την παύση της αλιείας της ιππόγλωσσας Γροιλανδίας στις ζώνες 2 και 3, σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2847/93 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1993, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής (ΕΕ L 261, σ. 1).
Διαδικασία
12 Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού 2565/95, με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 25 Ιανουαρίου 1996, στο πλαίσιο της οποίας προέβαλαν ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 1761/95 και της διμερούς συμφωνίας περί αλιείας που συνήφθη μεταξύ της Κοινότητας και της Καναδικής Κυβερνήσεως.
13 Με χωριστά δικόγραφα, που κατέθεσαν στη Γραμματεία του ρωτοδικείου την 26η Φεβρουαρίου και την 1η Μαρτίου 1996, το Συμβούλιο και η Επιτροπή προέβαλαν ένσταση απαραδέκτου, κατά το άρθρο 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου.
14 Με διάταξη του ρωτοδικείου της 29ης Μα_ου 1997 αποφασίσθηκε η συνεκδίκαση των ενστάσεων απαραδέκτου που προέβαλαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή με την ουσία της υποθέσεως.
15 Κατά την έγγραφη διαδικασία, με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία στις 27 Οκτωβρίου 1997 οι προσφεύγοντες πρότειναν τη λήψη 27 μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, περιλαμβανόντων δεκατρείς ερωτήσεις προς υποβολή στην Επιτροπή, εννέα στο Συμβούλιο και μία στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, την κατάθεση ενός μάρτυρα και τρεις πραγματογνωμοσύνες.
16 Με απόφαση του ρωτοδικείου της 21ης Σεπτεμβρίου 1998, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τρίτο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπόθεση.
17 Με έγγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 18 Δεκεμβρίου 1998, οι προσφεύγοντες παραιτήθηκαν από 19 από τα προταθέντα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας.
Αιτήματα των διαδίκων
18 Οι προσφεύγοντες ζητούν από το ρωτοδικείο:
- να ακυρώσει τον κανονισμό 2565/95·
- να κηρύξει ανίσχυρο τον κανονισμό 1761/95, καθόσον καθόρισε για το 1995 την κοινοτική ποσόστωση αλιευμάτων ιππόγλωσσας Γροιλανδίας στις ζώνες 2 και 3 της NAFO σε 5 013 τόνους, τροποποιώντας έτσι την αυτόνομη κοινοτική ποσόστωση αλιευμάτων ιππόγλωσσας Γροιλανδίας των 18 630 τόνων που είχε οριστεί με τον κανονισμό 850/95·
- να κηρύξει ανίσχυρη τη διμερή συμφωνία περί αλιείας μεταξύ της Κοινότητας και της Κυβερνήσεως του Καναδά, καθόσον αυτή αφορά την πρόβλεψη κοινοτικής ποσοστώσεως αλιευμάτων ιππόγλωσσας Γροιλανδίας ύψους 5 013 τόνων από τις 16 Απριλίου 1995, ήτοι μικρότερης από την αυτόνομη κοινοτική ποσόστωση αλιευμάτων ιππόγλωσσας Γροιλανδίας ύψους 18 630 τόνων την οποία προέβλεπε ο κανονισμός 850/95·
- να λάβει τα προτεινόμενα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας·
- να καταδικάσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
19 Το Συμβούλιο ζητεί από το ρωτοδικείο:
- να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη·
- επικουρικά, να την απορρίψει·
- να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.
20 Η Επιτροπή ζητεί από το ρωτοδικείο:
- να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη·
- επικουρικά, να την απορρίψει·
- να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.
Επί του παραδεκτού
21 Κατά το άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το ρωτοδικείο, αποφαινόμενο υπό τους όρους του άρθρου 114, παράγραφοι 3 και 4, του ίδιου κανονισμού, μπορεί να εξετάσει οποτεδήποτε, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, το παραδεκτό για λόγους δημοσίας τάξεως, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, κατά πάγια νομολογία, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού μιας προσφυγής τις οποίες θέτει το άρθρο 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ) (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1993, C-313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. Ι-1125, σκέψη 23· απόφαση του ρωτοδικείου της 24ης Οκτωβρίου 1997, Τ-239/94, EISA κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-1839, σκέψη 26· διατάξεις του ρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, Τ-100/94, Μιχαηλίδης κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-3115, σκέψη 49, και της 26ης Μαρτίου 1999, Τ-114/96, Biscuiterie-confiserie LOR και Confiserie du Tech κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή σκέψη 24).
22 Εν προκειμένω, το ρωτοδικείο κρίνει ότι έχει επαρκώς διαφωτισθεί από τα προσκομιθέντα έγγραφα και από τις διευκρινίσεις των διαδίκων κατά την έγγραφη διαδικασία. Δεδομένου ότι στη δικογραφία περιλαμβάνονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία προς έκδοση αποφάσεως, το ρωτοδικείο αποφασίζει, κατά συνέπεια, ότι δεν υπάρχει λόγος να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία ούτε να διατάξει τα ζητούμενα αποδεικτικά μέτρα, τα οποία εξάλλου αφορούν ουσιαστικά την ουσία της διαφοράς.
23 Η παρούσα προσφυγή ασκήθηκε από 28 εφοπλιστές και από τρεις ενώσεις εκπροσωπούσες τα συλλογικά συμφέροντα των εφοπλιστών. Το ρωτοδικείο θα εξετάσει διαδοχικά το παραδεκτό της προσφυγής όσον αφορά κάθε μία από τις δύο αυτές ομάδες προφευγόντων.
Επί του παραδεκτού της προσφυγής καθόσον ασκείται από τους 28 εφοπλιστές
24 Το άρθρο 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης παρέχει στους ιδιώτες το δικαίωμα να προσβάλουν, μεταξύ άλλων, κάθε απόφαση η οποία, αν και έχει εκδοθεί υπό τη μορφή κανονισμού, τους αφορά άμεσα και ατομικά. Ο σκοπός της διατάξεως αυτής είναι, ιδίως, να εμποδίζει τα κοινοτικά όργανα να αποκλείουν, με την απλή επιλογή της μορφής του κανονισμού, τη δυνατότητα των ιδιωτών να ασκούν προσφυγή κατ' αποφάσεως που τους αφορά άμεσα και ατομικά και να διασαφηνίσει έτσι ότι η επιλογή της μορφής δεν μπορεί να μεταβάλει τη φύση μιας πράξεως (βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1980, 789/79 και 790/79, Calpak και Società Emiliana Lavorazione Frutta κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 311, σκέψη 7, και την απόφαση του ρωτοδικείου της 7ης Νοεμβρίου 1996, Τ-298/94, Roquette Frères κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-1531, σκέψη 35).
25 Το κριτήριο της διακρίσεως μεταξύ κανονισμού και αποφάσεως πρέπει να αναζητείται στη γενική ή μη γενική ισχύ της οικείας πράξεως, εκτιμώντας τη φύση της προσβαλλομένης πράξεως και, ειδικότερα, τα έννομα αποτελέσματα που αποσκοπεί να παραγάγει ή που πράγματι παράγει (βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Φεβρουαρίου 1987, 26/86, Deutz und Geldermann κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 941, σκέψη 7, και τις διατάξεις του Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 1995, C-10/95 P, Asocarne κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. Ι-4149, σκέψη 28, και της 24ης Απριλίου 1996, C-87/95 P, CNPAAP κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. Ι-2003, σκέψη 33).
26 Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός συνιστά δέσμη ατομικών αποφάσεων με αποδέκτες τους ίδιους ως μέλη ενός κλειστού και περιορισμένου κύκλου ενδιαφερόμενων επιχειρηματιών.
27 Το ρωτοδικείο σημειώνει ότι, εν προκειμένω, ο προσβαλλόμενος κανονισμός διαπιστώνει την εξάντληση της διαθέσιμης για τα κράτη μέλη κοινοτικής ποσοστώσεως που περιορίζει την αλίευση ιππόγλωσσας Γροιλανδίας στις ζώνες 2 και 3 της NAFO για το 1995. Επομένως, έχει εφαρμογή χωρίς διάκριση σε κάθε σκάφος με σημαία κράτους μέλους ή καταχωρηθέν εντός κράτους μέλους το οποίο επιδίδεται, πραγματικά ή δυνάμει, στην αλιεία ιππόγλωσσας Γροιλανδίας στις ως άνω ζώνες.
28 Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι ήταν σχεδόν αδύνατο να προστεθούν το 1995 στην κατηγορία τους και άλλοι εφοπλιστές οι οποίοι επιδίδονταν πριν από την έναρξη της ισχύος του προσβαλλόμενου κανονισμού στην αλιεία ιππόγλωσσας Γροιλανδίας στις εν λόγω ζώνες. Αφενός, η ως άνω αλιευτική δραστηριότητα προϋποθέτει ειδικά διασκευασμένα σκάφη. Αφετέρου, πριν μπορέσουν να αρχίσουν αυτό το είδος αλιείας, οι εφοπλιστές πρέπει να διεκπεραιώσουν ορισμένες διοικητικές διατυπώσεις και να λάβουν τις σχετικές άδειες.
29 Εντούτοις, το ρωτοδικείο σημειώνει ότι τα πραγματικά στοιχεία που επικαλούνται οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως παράγοντες που περιορίζουν κατά τρόπο απόλυτο και οριστικό την εφαρμογή του προσβαλλόμενου κανονισμού μόνο στους εφοπλιστές που επιδίδονταν ήδη στο εν λόγω είδος αλιείας στις ως άνω ζώνες πριν από την έναρξη της ισχύος του. Η ύπαρξη τεχνικής φύσεως προαπαιτούμενων στοιχείων και διοικητικών διατυπώσεων δεν αρκεί για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ορισμένοι εφοπλιστές, οι οποίοι δεν είχαν ακόμη ασκήσει τη δραστηριότητα αυτή, να είχαν την πρόθεση να την ασκήσουν κατά τη διάρκεια της περιόδου αλιείας 1995, οπότε ο προσβαλλόμενος κανονισμός θα μπορούσε να αφορά και τους εφοπλιστές αυτούς.
30 ρέπει να διευκρινιστεί επίσης ότι οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να επικαλούνται λυσιτελώς το γεγονός ότι ανακάλυψαν στα μέσα της δεκαετίας του '90 μια περιοχή συγκεντρώσεως ιππόγλωσσας Γροιλανδίας στις ζώνες αυτές και ότι αποτελούν έκτοτε τον μοναδικό κοινοτικό στόλο που ασκεί εκεί τη δραστηριότητά του για να αποδείξουν ότι ανήκουν στον κλειστό κύκλο των αποδεκτών του προσβαλλόμενου κανονισμού. ράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, πλέον των προσφευγόντων, ένας ακαθόριστος αριθμός εφοπλιστών πορτογαλικής ιθαγενείας μετέσχε επίσης στην ως άνω αλιεία κατά τη διάρκεια της περιόδου αλιείας 1995, έστω και σε μικρότερο βαθμό.
31 Τέλος, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η παρεμβαίνουσα, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να είναι ακόμη ευρύτερος ο κύκλος των προσώπων τα οποία αφορά ο προσβαλλόμενος κανονισμός. ράγματι, κατά τον χρόνο εκδόσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, το δυνητικό ενδιαφέρον άλλων εφοπλιστών, πέραν των συνδεόμενων με τον ισπανικό και τον πορτογαλικό αλιευτικό στόλο σχετικά με την αλιεία ιππόγλωσσας Γροιλανδίας στην περιοχή την οποία αφορά η σύμβαση NAFO, πιστοποιείται από το γεγονός ότι, λίγο μετά την έκδοση του κανονισμού αυτού, ο κανονισμός (ΕΚ) 3090/95 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για τον καθορισμό, για το 1996, ορισμένων μέτρων διατήρησης και διαχείρισης των αλιευτικών πόρων της ζώνης διακανονισμού όπως ορίζεται στη σύμβαση περί της μελλοντικής πολυμερούς συνεργασίας στον τομέα της αλιείας του Βορειοδυτικού Ατλαντικού (EE 1995, L 330, σ. 108), προέβλεψε για το 1996 μια ποσόστωση αλιευμάτων ιππόγλωσσας Γροιλανδίας στη ζώνη που αφορούσε η σύμβαση NAFO όχι μόνο για τον ισπανικό και τον πορτογαλικό στόλο αλλά και για τον γερμανικό.
32 Εν πάση περιπτώσει, η γενική ισχύς και, κατά συνέπεια, ο κανονιστικός χαρακτήρας μιας πράξεως δεν μπορεί να τίθεται υπό αμφισβήτηση λόγω της δυνατότητας προσδιορισμού, με περισσότερη ή λιγότερη ακρίβεια, του αριθμού ή ακόμη και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου στα οποία έχει εφαρμογή η πράξη αυτή σε δεδομένη στιγμή, όταν είναι βέβαιο ότι η εφαρμογή αυτή πραγματοποιείται βάσει μιας αντικειμενικής νομικής ή πραγματικής καταστάσεως την οποία καθορίζει η οικεία πράξη (βλ., για παράδειγμα, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 1993, C-264/91, Abertal κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1993, σ. Ι-3265, σκέψη 16, και της 15ης Φεβρουαρίου 1996, C-209/94 P, Buralux κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. Ι-615, σκέψη 24)
33 Όμως, εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες θίγονται από τις διατάξεις του προσβαλλόμενου κανονισμού βάσει μιας καταστάσεως την οποία ο κανονισμός αυτός καθορίζει αντικειμενικά, ήτοι λόγω της ιδιότητάς τους ως εκμεταλλευομένων σκάφος με σημαία κράτους μέλους που μπορεί να επιδοθεί στην αλιεία ιππόγλωσσας Γροιλανδίας στις ζώνες 2 και 3 της NAFO.
34 Το συμπέρασμα αυτό δεν αποδυναμώνεται από την ένσταση των προσφευγόντων, η οποία στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός υπαγορεύθηκε από λόγους εμπορικής πολιτικής και διπλωματίας και όχι από την ανάγκη να εξασφαλιστεί η διατήρηση και η ορθολογική διαχείριση των αλιευτικών πόρων. ράγματι, ο κανονιστικός χαρακτήρας μιας πράξεως καθορίζεται όχι από την επιστημονική ή την πολιτική φύση των λόγων που οδήγησαν στη θέσπισή της, αλλά από το γεγονός ότι ο τομέας εφαρμογής της προσδιορίζεται, όπως εν προκειμένω, γενικά και αφηρημένα και, συνεπώς, αντικειμενικά.
35 Επομένως, ο προσβαλλόμενος κανονισμός έχει γενική ισχύ και αποτελεί κανονισμό υπό την ένοια του άρθρου 189 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 249 ΕΚ).
36 Ωστόσο, η νομολογία έχει διευκρινίσει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, μια διάταξη γενικής ισχύος μπορεί να αφορά ατομικά ορισμένους από τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Μα_ου 1991, C-358/89, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. Ι-2501, σκέψη 13, και της 18ης Μα_ου 1994, C-309/89, Codorniu κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-1853, σκέψη 19). Σε μια τέτοια περίπτωση, μια κοινοτική πράξη μπορεί να έχει κανονιστικό χαρακτήρα και, ως προς ορισμένους από τους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες, χαρακτήρα αποφάσεως (απόφαση του ρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 1995, T-481/93, T-484/93, Exporteurs in Levende Varkens κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2941, σκέψη 50). Τούτο συμβαίνει όταν η οικεία διάταξη θίγει κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο λόγω ορισμένων ειδικών χαρακτηριστικών του ή μιας πραγματικής καταστάσεως που το εξατομικεύει σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Codorniu κατά Συμβουλίου, σκέψη 20).
37 Ενόψει της νομολογίας αυτής, πρέπει να εξακριβωθεί αν στην προκειμένη περίπτωση ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά τους προσφεύγοντες λόγω ορισμένων ειδικών χαρακτηριστικών τους ή αν υπάρχει μια πραγματική κατάσταση που τους εξατομικεύει, έναντι του εν λόγω κανονισμού, σε σχέση με οποιουσδήποτε άλλους επιχειρηματίες στους οποίους σκοπείται να έχει εφαρμογή.
38 Συναφώς, οι προσφεύγοντες προβάλλουν στην ουσία έξι επιχειρήματα.
39 ρώτον, ισχυρίζονται ότι, τη στιγμή της θεσπίσεως της επίδικης πράξεως, οι κοινοτικές αρχές είχαν την υποχρέωση να λάβουν υπόψη την ιδιαίτερη κατάστασή τους.
40 Είναι ακριβές ότι το Δικαστήριο και το ρωτοδικείο έχουν κρίνει παραδεκτές προσφυγές ακυρώσεως ασκηθείσες κατά πράξεων κανονιστικού χαρακτήρα, εφόσον υφίστατο ιεραρχικά ανώτερη διάταξη δικαίου επιβάλλουσα στον νομοθέτη να λάβει υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση του προσφεύγοντος διαδίκου (βλ. τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1985, 11/82, ειραϊκή-ατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 207, σκέψεις 11 έως 32, και της 26ης Ιουνίου 1990, C-152/88, Sofrimport κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-2477, σκέψεις 11 έως 13, και τις αποφάσεις του ρωτοδικείου της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, T-480/93 και T-483/93, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2305, σκέψεις 67 έως 78, και της 17ης Ιουνίου 1998, T-135/96, UEAPME κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-2335, σκέψη 90).
41 Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν, καταρχάς, ότι η υποχρέωση αυτή απορρέει όχι μόνον από το άρθρο 39 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 33 ΕΚ), αλλά και από τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 11 του κανονισμού 3760/92.
42 Το άρθρο 39 της Συνθήκης καθορίζει τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η κοινή γεωργική πολιτική. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 3760/92 απαριθμεί τους γενικούς σκοπούς της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Η διάταξη αυτή αναφέρει ότι είναι αναγκαίο να λαμβάνονται υπόψη, επιπλέον των αναγκών των καταναλωτών, και εκείνες των παραγωγών. Το άρθρο 11 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τη διαδικασία βάσει της οποίας το Συμβούλιο καθορίζει τους σκοπούς και τις σχετικές πρακτικές λεπτομέρειες όσον αφορά την αναδιάρθρωση του κοινοτικού αλιευτικού τομέα, προκειμένου να επιτευχθεί σταθερή ισορροπία μεταξύ των πόρων και της εκμεταλλεύσεώς τους. Η διάταξη αυτή ορίζει επίσης ότι για την αναδιάρθρωση αυτή θα λαμβάνονται επίσης υπόψη, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, οι ενδεχόμενες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες και οι ιδιαιτερότητες των διαφόρων περιοχών αλιείας.
43 Το ρωτοδικείο διαπιστώνει, καταρχάς, ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν έχει σημασία εν προκειμένω, καθόσον ο κανονισμός δεν αφορά τον εκ μέρους του Συμβουλίου καθορισμό, για πολλά έτη, σκοπών και σχετικών πρακτικών λεπτομερειών όσον αφορά την αναδιάρθρωση του κοινοτικού αλιευτικού τομέα, αλλά προβλέπει την παύση της αλιείας ιππόγλωσσας Γροιλανδίας για το 1995 στις ζώνες 2 και 3 της NAFO κατόπιν της εξαντλήσεως του όγκου των διαθέσιμων για την Κοινότητα αλιευμάτων.
44 Επιπλέον, λόγω του γενικού τους χαρακτήρα, οι τρεις διατάξεις που παραθέτουν οι προσφεύγοντες δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη συγκεκριμένης υποχρεώσεως του συντάκτη του προσβαλλόμενου κανονισμού να λάβει υπόψη ειδικώς την κατάστασή τους, σε αντίθεση με αυτήν κάθε άλλου προσώπου το οποίο μπορεί να αφορά η πράξη αυτή.
45 Δεύτερον, οι προσφεύγοντες επικαλούνται την ύπαρξη παραδοσιακών αλιευτικών δικαιωμάτων και την αρχή της σχετικής σταθερότητας, που υποχρεώνουν τις κοινοτικές αρχές να λαμβάνουν υπόψη την ιδιαίτερη κατάστασή τους.
46 Αφενός, επικαλούνται την ύπαρξη παραδοσιακών αλιευτικών δικαιωμάτων εθιμικού χαρακτήρα, που δημιουργήθηκαν από την εκ μέρους των ισπανών εφοπλιστών ανάπτυξη της αλιείας ιππόγλωσσας Γροιλανδίας στην περιοχή την οποία αφορά η σύμβαση NAFO από την αρχή της δεκαετίας του '90. Επικαλούνται ειδικότερα το άρθρο ΧΙ, παράγραφος 4, της συμβάσεως NAFO, που ορίζει τα εξής:
«Οι προτάσεις που υιοθετήθηκαν από την επιτροπή [αλιείας της NAFO] και αφορούν την κατανομή αλιεύματος εντός της ζώνης διακανονισμού πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα των μελών της επιτροπής των οποίων τα πλοία αλιεύουν εκ παραδόσεως στη ζώνη αυτή· όσον αφορά την κατανομή του αλιεύματος στους ιχθυοτόπους Grand Banks και Flemish Caps, τα μέλη της επιτροπής πρέπει να καταβάλλουν ιδιαίτερη προσοχή έναντι του συμβαλλομένου μέρους, του οποίου οι παράκτιες κοινότητες εξαρτώνται κυρίως από την εκμετάλλευση των αποθεμάτων που συνδέονται με τους ιχθυοτόπους αυτούς και το οποίο κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες για να εξασφαλίσει τη διατήρηση των αποθεμάτων αυτών με διεθνή μέτρα (...).»
47 Ανεξάρτητα, αφενός, από το αν μια πάγια πρακτική μερικών μόνον ετών μπορεί να οδηγήσει στη γένεση παραδοσιακών δικαιωμάτων αλιείας και, αφετέρου, από το αν τα δικαιώματα αυτά μπορούν να καλύπτουν ειδικά την αλιεία συγκεκριμένου είδους, αλλά και ανεξάρτητα από το αν η οδηγούσα στη δημιουργία των ως άνω δικαιωμάτων πρακτική ακολουθήθηκε από καθέναν από τους προσφεύγοντες χωριστά, αρκεί να σημειωθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, μόνον κράτη μέλη απέκτησαν ενδεχομένως τα δικαιώματα αυτά ή, όσον αφορά το άρθρο ΧΙ, παράγραφος 4, της συμβάσεως NAFO, μόνον η Κοινότητα, αποκλειομένων των κατ' ιδίαν εφοπλιστών. Ακόμη, η αναφορά στα «μέλη της επιτροπής [αλιείας της NAFO] των οποίων τα πλοία αλιεύουν εκ παραδόσεως» στην περιοχή την οποία αφορά η σύμβαση NAFO που περιλαμβάνει η σύμβαση αυτή δεν συνιστά αναγνώριση παραδοσιακών δικαιωμάτων αλιείας υπέρ των μελών της εν λόγω επιτροπής, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Κοινότητα, αλλά κριτήριο που πρέπει να ακολουθείται για την κατανομή των αλιευμάτων.
48 Αφετέρου, οι προσφεύγοντες επικαλούνται υπέρ αυτών την αρχή της σχετικής σταθερότητας.
49 Συναφώς, το ρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι σκοπός της αρχής αυτής, που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 3760/92, είναι να εξασφαλίζεται σε κάθε κράτος μέλος ένα μέρος των κοινοτικών ΣΕΑ, το οποίο προσδιορίζεται κυρίως σε συνάρτηση με τα αλιεύματα τα οποία απέφεραν οι παραδοσιακές αλιευτικές δραστηριότητες και καρπώνονταν οι τοπικοί πληθυσμοί που εξαρτώνται από την αλιεία και οι σχετικές βιομηχανίες του κράτους μέλους πριν από τη θέσπιση του συστήματος των ποσοστώσεων (βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Φεβρουαρίου 1998, C-4/96, NIFPO, Συλλογή 1998, σ. Ι-681, σκέψη 47).
50 Επομένως, οι εφοπλιστές ατομικά δεν μπορούν να επικαλούνται την ύπαρξη δικαιώματος απορρέοντος από την εφαρμογή της ως άνω αρχής. Εξάλλου, η αρχή αυτή αφορά μόνον την κατανομή μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών του όγκου των διαθέσιμων για την Κοινότητα αλιευμάτων για κάθε εξεταζόμενο απόθεμα ιχθύων (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1993, C-405/92, Mondiet, Συλλογή 1993, σ. Ι-6133, σκέψη 50). Όμως, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά τη μεταξύ των κρατών μελών κατανομή του όγκου των διαθέσιμων για την Κοινότητα αλιευμάτων αλλά την παύση της αλιείας κατόπιν της εξαντλήσεως του όγκου αυτού.
51 Επομένως, το πρώτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.
52 Δεύτερον, οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός τους αφορά ατομικά διότι, κατά τον χρόνο της εκδόσεώς του, οι κοινοτικές αρχές γνώριζαν βεβαίως την ιδιαίτερη κατάστασή τους.
53 Το επιχείρημα αυτό δεν είναι λυσιτελές. ράγματι, το γεγονός ότι το κοινοτικό όργανο που εκδίδει μια πράξη γνωρίζει τα πρόσωπα τα οποία αυτή ενδέχεται να αφορά μπορεί, ασφαλώς, να είναι αποτέλεσμα της υποχρεώσεώς του να λάβει υπόψη την ιδιαίτερη κατάστασή τους, δεν αποτελεί όμως, αυτό καθαυτό, την πηγή της υποχρεώσεως αυτής. Συνεπώς, δεν μπορεί να αποτελεί, αυτό καθαυτό, στοιχείο εξατομικεύσεως του ενδιαφερομένου ανεξάρτητα από την παράλληλη ύπαρξη μιας τέτοιας υποχρεώσεως. Όμως, διαπιστώθηκε ανωτέρω ότι οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν να επικαλεστούν εν προκειμένω καμία υποχρέωση του συντάκτη του προσβαλλόμενου κανονισμού να λάβει υπόψη την ιδιαίτερη κατάστασή τους.
54 Επομένως, το δεύτερο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.
55 Τρίτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αποτελεί προϊόν διπλωματικής συγκρούσεως μεταξύ του Καναδά και της Κοινότητας, της οποίας έμμεση και απομακρυσμένη αιτία είναι η εκ μέρους των προσφευγουσών αλιευτική δραστηριότητα ιππόγλωσσας Γροιλανδίας στην περιοχή την οποία αφορά η σύμβαση NAFO, ενώ η άμεση αιτία είναι η σύλληψη του σκάφους Estai, ανήκοντος σε έναν από τους προσφεύγοντες διαδίκους, και η παρενόχληση άλλων σκαφών των προσφευγόντων από τις καναδικές αρχές.
56 Το ρωτοδικείο σημειώνει ότι αυτά τα γεγονότα του παρελθόντος, τα οποία εξάλλου επηρεάζουν μόνον ορισμένους από τους προσφεύγοντες, δεν είναι τέτοιας φύσεως ώστε να διακρίνουν την κατάστασή τους, όσον αφορά τα αποτελέσματα του προσβαλλόμενου κανονισμού, έναντι κάθε άλλου προσώπου το οποίο αφορά ο κανονισμός αυτός.
57 Συνεπώς, το τρίτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.
58 Τέταρτον, οι προσφεύγοντες επικαλούνται το γεγονός ότι το 1994 μετέσχαν με την ιδιότητα του συμβούλου της Επιτροπής στις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της εκ μέρους της επιτροπής αλιείας της NAFO θεσπίσεως ενός ΣΕΑ για την ιππόγλωσσα Γροιλανδίας.
59 Από τη νομολογία προκύπτει ότι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο παρεμβαίνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη διαδικασία που οδηγεί στην έκδοση κοινοτικής πράξεως δεν είναι ικανό να το εξατομικεύσει σε σχέση με την εν λόγω πράξη παρά μόνον αν η εφαρμοστέα κοινοτική ρύθμιση του χορηγεί ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις (διάταξη του ρωτοδικείου της 9ης Αυγούστου 1995, Τ-585/93, Greenpeace κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2205, σκέψεις 56 και 63· αποφάσεις του ρωτοδικείου Exporteurs in Levende Varkens κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 55, και της 5ης Ιουνίου 1996, T-398/94, Kahn Scheepvaart κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-477, σκέψεις 48 και 49, και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
60 ρέπει να σημειωθεί ότι καμία από τις διατάξεις της εφαρμοστέας κοινοτικής ρυθμίσεως δεν επιβάλλει στην Επιτροπή, πριν αυτή διαπιστώσει την εξάντληση της ποσοστώσεως και ανακοινώσει την παύση της αλιείας βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 3, του προαναφερθέντος κανονισμού 2847/93, της 12ης Οκτωβρίου 1993, να ακολουθήσει διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας πρόσωπα της κατηγορίας στην οποία υπάγονται οι προσφεύγοντες έχουν το δικαίωμα να διεκδικούν ενδεχόμενα δικαιώματα ή ακόμα να ζητούν να εκφράσουν την άποψή τους.
61 Επομένως, το τέταρτο αυτό επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.
62 έμπτον, επικαλούμενοι την προαναφερθείσα απόφαση Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, οι προσφεύγοντες προβάλλουν τις οικονομικές συνέπειες του προσβαλλόμενου κανονισμού για τα συμφέροντά τους, ιδίως δε την ύπαρξη σοβαρών οικονομικών ζημιών και την υπερβολική ακινητοποίηση στους λιμένες τους αλιευτικού τους στόλου.
63 Το ρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, στη υπόθεση που οδήγησε στην προαναφερθείσα απόφαση Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, ο θεσπίσας δασμούς αντιντάμπινγκ προσβληθείς κανονισμός θεωρήθηκε ότι αφορούσε την προσφεύγουσα επειδή αυτή ήταν ο κύριος εισαγωγέας του προϊόντος που αποτελούσε το αντικείμενο του σχετικού μέτρου, ο κύριος χρήστης του και ο κύριος ανταγωνιστής του κοινοτικού παραγωγού όσον αφορά το μεταποιημένο προϊόν.
64 Όμως, οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι βρίσκονταν σε πραγματική κατάσταση ανάλογη προς την εξαιρετικά ιδιαίτερη κατάσταση της επιχειρήσεως Extramet Industrie. Οι οικονομικού χαρακτήρα επιπτώσεις που επικαλούνται, ήτοι η ύπαρξη χρηματικής ζημίας και η ακινητοποίηση του αλιευτικού τους στόλου, δεν τους εξατομικεύει αισθητά σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο επιχειρηματία τον οποίο αφορά ο προσβαλλόμενος κανονισμός.
65 Επομένως, το πέμπτο αυτό επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.
66 Έκτον, επικαλούμενοι την προαναφερθείσα απόφαση Codorniu κατά Συμβουλίου, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός προσβάλλει δικαιώματα τα οποία πρέπει να προστατεύει το κοινοτικό δίκαιο. Ειδικότερα, επικαλούνται εκ νέου την ύπαρξη παραδοσιακών δικαιωμάτων αλιείας και την κοινοτική αρχή της σχετικής σταθερότητας.
67 Όμως, το ρωτοδικείο δέχθηκε ανωτέρω (βλ. τις σκέψεις 47 έως 52) ότι οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να επικαλεστούν στην προκειμένη υπόθεση ούτε τα δικαιώματα αυτά ούτε την αρχή αυτή.
68 Επομένως, η παρούσα κατάσταση διακρίνεται από εκείνη της υποθέσεως που οδήγησε στην προαναφερθείσα απόφαση Codorniu κατά Συμβουλίου, στην οποία μια επιχείρηση που εμποδίστηκε λόγω της επίμαχης διατάξεως να χρησιμοποιήσει εμπορικό σήμα το οποίο χρησιμοποιούσε επί πολύ χρόνο βρισκόταν, για τον λόγο αυτό, σε ιδιαίτερη θέση έναντι όλων των άλλων επιχειρηματιών. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι προσφεύγοντες δεν βρίσκονται σε μια τέτοια κατάσταση έναντι του προσβαλλόμενου κανονισμού, καθόσον αυτός δεν έθιξε ειδικά δικαιώματά τους (διατάξεις του Δικαστηρίου Asocarne κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 43, της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C-409/96, Sveriges Betodlares και Henrikson κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι-7531, σκέψη 41, και του ρωτοδικείου της 10ης Δεκεμβρίου 1996, T-18/95, Atlanta και Internationale Fruchtimport Gesellschaft Weichert κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-1669, σκέψη 49).
69 Επομένως, και το έκτο αυτό επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.
70 Από το σύνολο των σκέψεων αυτών προκύπτει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά ατομικά τους 28 προσφεύγοντες εφοπλιστές.
Επί του παραδεκτού της προσφυγής καθόσον ασκείται από τις τρεις ενώσεις εφοπλιστών
71 Κατά πάγια νομολογία, μια πράξη η οποία θίγει τα γενικά συμφέροντα μιας κατηγορίας πολιτών δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης, ένωση συσταθείσα για να προωθεί τα συλλογικά συμφέροντα μιας κατηγορίας πολιτών, οπότε η ένωση αυτή δεν νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως στο όνομα των μελών της όταν τα μέλη αυτά δεν νομιμοποιούνται ατομικώς προς τούτο (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1962, 19/62 έως 22/62, Fédération nationale de la boucherie en gros et du commerce en gros des viandes κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 845, και της 2ας Απριλίου 1998, C-321/95 P, Greenpeace Council κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-1651, σκέψεις 14 και 29). Κατά συνέπεια, ο προσβαλλόμενος κανονισμός, εφόσον, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες εφοπλιστές, δεν μπορεί να αφορά ατομικά ούτε τις ενώσεις που ενεργούν με την ιδιότητα του εκπροσώπου των συλλογικών συμφερόντων τους.
72 Ωστόσο, από τη δικογραφία προκύπτει ότι δύο από τις τρεις προσφεύγουσες ενώσεις, ήτοι η Anamer και η Anavar, μετείχαν με την ιδιότητα του συμβούλου της Επιτροπής στη σύσκεψη της επιτροπής αλιείας της NAFO που πραγματοποιήθηκε στο Χάλιφαξ του Καναδά τον Σεπτέμβριο του 1994, κατά τη διάρκεια της οποίας αποφασίστηκε η πρόβλεψη ενός ΣΕΑ για την ιππόγλωσσα Γροιλανδίας.
73 Όμως, η ύπαρξη ιδιαιτέρων περιστάσεων, όπως ο ρόλος μιας ενώσεως στο πλαίσιο διαδικασίας που οδήγησε σε έκδοση πράξεως υπό την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης, μπορεί να δικαιολογεί το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας από ένωση της οποίας τα μέλη δεν αφορά άμεσα και ατομικά η πράξη αυτή, ιδίως όταν η εν λόγω πράξη επηρέασε τη διαπραγματευτική θέση της ενώσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 67/85, 68/85 και 70/85, Van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 219, σκέψεις 19 και 25, και CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψεις 29 και 30). Εντούτοις, έστω και αν οι ενώσεις αυτές συμβούλευσαν την Επιτροπή, μαζί με ενώσεις εκπροσωπούσες τα συμφέροντα των εφοπλιστών άλλων κρατών μελών, στο πλαίσιο της συσκέψεως της επιτροπής αλιείας της NAFO που προέβλεψε ένα ΣΕΑ για την ιππόγλωσσα Γροιλανδίας στη σχετική περιοχή, οι ως άνω ενώσεις δεν ενήργησαν ως διαπραγματευτές, ιδιότητα την οποία είχαν μόνον τα συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση NAFO. Επιπλέον, η σχετική ρύθμιση δεν αναγνωρίζει υπέρ αυτών κανένα διαδικαστικής φύσεως δικαίωμα. Τέλος και κυριότερον, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι παρενέβησαν με οποιαδήποτε ιδιότητα ούτε ότι έπρεπε να παρέμβουν με την ευκαιρία της εκδόσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, ο οποίος διαπιστώνει την εξάντληση των διαθέσιμων για την Κοινότητα αλιευμάτων στο πλαίσιο του ΣΑΕ που ισχύει για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη της συμβάσεως NAFO.
74 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αφορά ατομικά τις προσφεύγουσες ενώσεις.
75 Κατά συνέπεια, κανείς από τους προσφεύγοντες δεν πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης.
76 Οι προσφεύγοντες ζητούν επίσης από το ρωτοδικείο να κηρύξει ανίσχυρους τον κανονισμό 1761/95 και τη διμερή συμφωνία περί αλιείας μεταξύ της Κοινότητας και της Κυβερνήσεως του Καναδά, σύμφωνα με το άρθρο 184 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 241 ΕΚ).
77 Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η παρεχόμενη από το άρθρο 184 της Συνθήκης δυνατότητα του ενδιαφερομένου να επικαλεστεί το ανίσχυρο κανονισμού ή πράξεως γενικής ισχύος που αποτελεί τη νομική βάση της προσβαλλομένης πράξεως εφαρμογής δεν συνιστά αυτοτελές μέσο έννομης προστασίας και μπορεί να ασκείται μόνο παρεμπιπτόντως. Αν δεν υπάρχει δικαίωμα ασκήσεως κυρίας προσφυγής δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 184 της Συνθήκης (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 1981, 33/80, Αlbini κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2141, σκέψη 17, και της 11ης Ιουλίου 1985, 87/77, 130/77, 22/83, 9/84 και 10/84, Salerno κ.λπ. κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, Συλλογή 1985, σ. 2523, σκέψη 36, και του ρωτοδικείου της 22ας Οκτωβρίου 1996, T-154/94, CSF και CSME κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-1377, σκέψη 16).
78 Όμως, στην υπό κρίση υπόθεση, και αν ακόμη υποτεθεί ότι ο κανονισμός 1761/95 και η διμερής συμφωνία περί αλιείας αποτελούν τη νομική βάση του προσβαλλόμενου κανονισμού, η προσφυγή ακυρώσεως κατά του κανονισμού αυτού είναι απαράδεκτη, οπότε και η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας είναι επίσης απαράδεκτη.
79 Τέλος, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι το απαράδεκτο της προσφυγής θίγει το θεμελιώδες δικαίωμα της προσβάσεως στη δικαιοσύνη, που προβλέπει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών. Υπογραμμίζουν σχετικά ότι δεν διαθέτουν κανένα μέσο έννομης προστασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων για να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεδομένου ότι αυτός δεν προβλέπει την εκ μέρους των κρατών μελών λήψη οποιουδήποτε μέτρου εκτελέσεως. Εφόσον λοιπόν οι προσφεύγοντες αδυνατούν να προσφύγουν ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου στην Ισπανία, το γεγονός ότι θεωρείται ότι δεν νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον του ρωτοδικείου τους στερεί από κάθε μέσο άμυνας έναντι του κανονισμού αυτού.
80 Καταρχάς, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η άσκηση αλιευτικής δραστηριότητας από σκάφη με ισπανική σημαία στις περιοχές ανοικτής θαλάσσης που δεν υπόκεινται στη δικαιοδοσία του Βασιλείου της Ισπανίας, ανεξάρτητα από το αν διέπεται ή όχι από ρυθμίσεις θεσπισθείσες από διεθνείς οργανισμούς αλιείας, εξαρτάται από την προηγούμενη χηρήγηση προσωρινής άδειας αλιείας. Η άδεια αυτή ισχύει μόνο για αλιεία στην περιοχή ή στις περιοχές τις οποίες αυτή αναφέρει και κατά τη διάρκεια της αναγραφομένης περιόδου. Στη συνέχεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγοντες κατέθεσαν στη δικογραφία αντίγραφο προσωρινής αδείας αλιείας για την περίοδο 1995, χορηγηθείσας στις 21 Απριλίου 1995 στην προσφεύγουσα εταιρία José Pereira e Hijos, που εκμεταλλεύεται το σκάφος Estai. Η άδεια αυτή επέτρεπε την αλιεία ιππόγλωσσας Γροιλανδίας στην καλυπτόμενη από τη συνθήκη NAFO περιοχή μέχρις εξαντλήσεως της σχετικής ποσοστώσεως.
81 Επομένως, η ως άνω άδεια απώλεσε την ισχύ της από της ενάρξεως της ισχύος του προσβαλλόμενου κανονισμού, με τον οποίο διαπιστώθηκε η εξάντληση της κοινοτικής ποσοστώσεως που καθόριζε ο κανονισμός 1761/95 και ανακοινώθηκε κατά συνέπεια, η παύση της αλιείας της ιππόγλωσσας Γροιλανδίας.
82 Ακόμα και αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζουν οι λοιποί προσφεύγοντες, ότι αυτοί είχαν προσωρινές άδειες αλιείας ισχύουσες όχι μέχρις εξαντλήσεως της ποσοστώσεως αλλά καθ' όλη τη διάρκεια του οικείου έτους, εντούτοις, αν όχι κατ' εφαρμογή της ισπανικής νομοθεσίας, πάντως, βάσει της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, οι εν λόγω άδειες έπαυσαν οπωσδήποτε να ισχύουν από της ενάρξεως της ισχύος του προσβαλλόμενου κανονισμού περί παύσεως της αλιείας της ιππόγλωσσας.
83 Από τη δικογραφία επίσης προκύπτει ότι οι προσωρινές άδειες αλιείας χορηγούνται μόνον κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων και ότι κατά της αρνήσεως των αρχών να χορηγήσουν τέτοια άδεια μπορεί να ασκηθεί προσφυγή βάσει του ισπανικού διοικητικού δικαίου.
84 Επομένως, αφότου οι άδειές τους έπαυσαν να ισχύουν, οι προσφεύγοντες είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν από τις ισπανικές αρχές τη χορήγηση νέων αδειών ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν την αλιεία της ιπόγλωσσας Γροιλανδίας το 1995 στις σχετικές περιοχές, παρά την εξάντληση της ποσοστώσεως, και να προσφύγουν, ενδεχομένως, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων αμφισβητώντας το κύρος των απορριπτικών αποφάσεων που ενδεχομένως θα εκδίδονταν επί των εν λόγω αιτήσεων και να ζητήσουν αναστολή της εκτελέσεώς τους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Φεβρουαρίου 1991, C-143/88 και C-92/89, Zuckerfabrik Süderdithmarschen και Zuckerfabrik Soest, Συλογή 1991, σ. Ι-415, σκέψεις 16 έως 21, και της 9ης Νοεμβρίου 1995, C-465/93, Atlanta Fruchthandelsgesellschaft κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-3761). Στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών, τίποτα δεν θα τις εμπόδιζε να αμφισβητήσουν το κύρος της κοινοτικής ρυθμίσεως βάσει της οποίας θα εκδίδονταν αυτές οι ενδεχόμενες απορριπτικές αποφάσεις και να υποχρεώσουν με τον τρόπο αυτό το εθνικό δικαστήριο να αποφανθεί επί του συνόλου των συναφών αιτιάσεών τους, πράγμα το οποίο θα είχε ενδεχομένως ως αποτέλεσμα την υποβολή στο Δικαστήριο προδικαστικού ερωτήματος ως προς το κύρος της επίμαχης ρυθμίσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου Greenpeace Council κ.λπ. κατά Επιτροπή, προαναφερθείσα, σκέψεις 32 και 33, και της 21ης Ιανουαρίου 1999, C-73/97 P, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 40).
85 Επομένως, η παρούσα προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Επί των δικαστικών εξόδων
86 Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν και το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζήτησαν την καταδίκη τους στα δικαστικά έξοδα, πρέπει να καταδικαστούν στα δικά τους δικαστικά έξοδα, καθώς και σ' εκείνα του Συμβουλίου και της Επιτροπής.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)
διατάσσει:
1) Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.
2) Οι προσφεύγοντες φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, καθώς και εκείνα του Συμβουλίου και της Επιτροπής.