ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 8ης Ιουλίου 1998

Υπόθεση Τ-130/96

Gaetano Aquilino

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Υπάλληλοι — Αναρρωτική άδεια — Άρθρο 59 του ΚΥΚ — Ιατρικά πιστοποιητικά — Άρνηση αποδοχής — Ιατρικοί έλεγχοι που διοργανιόνει το κοινοτικό όργανο — Άρθρο 60 του ΚΥΚ — Παράτυπες απουσίες — Παρακράτηση επί του μισθού του υπαλλήλου»

Πλήρες κείμενο οτη γαλλική γλώσοα   II-1017

Αντικείμενο:

Προσφυγή με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως του Συμβουλίου, κοινοποιηθείσας στον προσφεύγοντα με το από 25 Οκτωβρίου 1995 υπηρεσιακό σημείωμα, περί παρακρατήσεως επί του μισθού του προσφεύγοντος 91 εργασίμων ημερών για μη δικαιολογημένες απουσίες μεταξύ της 9ης Μαρτίου 1994 και της 15ης Φεβρουαρίου 1995.

Αποτέλεσμα:

Μερική ακύρωση. Το Συμβούλιο υποχρεούται να αποδώσει στον προσφεύγοντα τα αχρεωστήπος παρακρατηθέντα από τον μισθό του ποσά, αντιστοιχούντα σε 58 εργάσιμες ημέρες. Απόρριψη της προσφυγής κατά τα λοιπά.

Επιτομή της αποφάσεως

Ο προσφεύγων είναι υπάλληλος του Συμβουλίου, βαθμού D 1, και ασκεί τα καθήκοντα κλητήρα ορόφου. Από πάρα πολύ καιρό υποφέρει από ασθένειες οι οποίες επιβάλλουν πολύμορφη θεραπευτική αγωγή και συχνές αναρρωτικές άδειες.

Στις 20 Απριλίου 1993, κατόπιν σειράς απουσιών λόγω ασθενείας, ο προσφεύγων εξετάστηκε από τον δρ. Simon, ιατρό-ελεγκτή του Συμβουλίου, ο οποίος εξέφρασε σοβαρές αμφιβολίες ως προς την ιατρική δικαιολόγηση των απουσιών του προσφεύγοντος.

Ο προσφεύγων κλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις ελέγχου οτις 28 Απριλίου, 8 Ιουνίου και 6 Ιουλίου 1993 στις οποίες δεν παρουσιάστηκε επικαλούμενος το γεγονός ότι βρισκόταν σε γύψο και ότι μεγάλες μετακινήσεις με αυτοκίνητο, στην προκειμένη περίπτωση από την περιοχή του Mons, όπου κατοικεί, έως τις Βρυξέλλες, δεν ενδείκνυνται κατά τον ιατρό του. Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο κάλεσε τον προσφεύγοντα να παρουσιαστεί στις 14 Ιουλίου 1993 στο ιατρείο του δρ. Goreux, ιατρού-επιδιαιτητή, εγκατεστημένου πλησίον της κατοικίας του προσφεύγοντος. Ο ιατρός αυτός προειδοποίησε τον προσφεύγοντα ότι όφειλε να επανέλθει στην εργασία του στις 26 Ιουλίου 1993. Ο προσφεύγων επανήλθε στην εργασία του κατά την προβλεφθείσα ημερομηνία.

Από τις 20 Σεπτεμβρίου 1993 ο προσφεύγων απουσίασε εκ νέου για ιατρικούς λόγους. Κλήθηκε να παρουσιαστεί στο ιατρείο του δρ. Simon στις 12, 20 και 27 Οκτωβρίου 1993 για εξετάσεις ελέγχου, στις οποίες δεν παρουσιάστηκε, μολονότι τα τελευταία ιατρικά πιστοποιητικά που του είχαν χορηγηθεί έφεραν την ένδειξη «επιτρέπεται η έξοδος».

Κατόπιν ιατρικής εξετάσεως έλεγχου στις 17 Νοεμβρίου 1993 στο ιατρείο του δρ. Simon, ο δρ. Boussart, ιατρός-σύμβουλος του κοινοτικού οργάνου, απέστειλε αυθημερόν υπηρεσιακό σημείωμα στους ιεραρχικώς ανωτέρους του προσφεύγοντος, επισημαίνοντας τους ότι ο τελευταίος θα επανερχόταν στην εργασία του στις 22 Νοεμβρίου 1993 και ότι ήταν «ικανός να ασκεί τα καθήκοντα κλητήρα, αλλά σε θέση με ελαφρά εργασία, χωρίς μεταφορά βάρους ούτε παρατεταμένο περπάτημα ή όρθια στάση». Ο προσφεύγων επανήλθε στην υπηρεσία του μετά τις 26 Νοεμβρίου 1993.

Με υπηρεσιακό σημείωμα της 9ης Δεκεμβρίου 1993, η διοίκηση ζήτησε από τον προϊστάμενο του προσφεύγοντος κ. Anglaret να ρυθμίσει την εργασία του προσφεύγοντος σύμφωνα με τις υποδείξεις του δρ. Boussart.

Με το από 16 Μαρτίου 1994 έγγραφο, η διοίκηση πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι, δεδομένου ότι ο δρ. Simon δεν είχε στην κατοχή του κανένα νέο στοιχείο που να δικαιολογεί ιατρικώς την απουσία του προσφεύγοντος, το τελευταίο πιστοποιητικό περί ανικανότητας προς εργασία το οποίο κάλυπτε την περίοδο από 21 Φεβρουαρίου έως 20 Μαρτίου 1994 έπρεπε να θεωρηθεί απαράδεκτο. Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων κλήθηκε να επανέλθει αμέσως στην εργασία του.

Σε απάντηση του εγγράφου αυτού, ο δρ. Simon έλαβε ιατρική έκθεση σχετικά με την κατάσταση της υγείας του προσφεύγοντος, καταρτισθείσα στις 8 Μαρτίου 1994 από τον δρ. Thys. Στο συνοδευτικό έγγραφο με ημερομηνία 21 Μαρτίου 1994, ο δρ. Slockhem, θεράπων ιατρός του προσφεύγοντος, παρατηρεί: «Η παρούσα παράταση της ανικανότητας προς εργασία του G. Aquilino δικαιολογείται από τη γνωμάτευση του δρ. Thys, νευροχειρουργού στην κλινική Reine Fabiola, ο οποίος θεωρεί ότι οι συνθήκες εργασίας που περιγράφει επί του παρόντος o G. Aquilino, με καθημερινή αλλαγή τοποθετήσεως και ορόφου, δεν ανταποκρίνονται στην κλινική του κατάσταση.»

Κατόπιν αιτήσεως της διοικήσεως στις 13 Απριλίου 1994, ο ιεραρχικώς προϊστάμενος του προσφεύγοντος συντάσσει υπηρεσιακό σημείωμα με περιγραφή των κανονικών καθηκόντων ενός κλητήρα ορόφου. Αφού εξέτασε μαζί με τον δρ. Simon το υπηρεσιακό σημείωμα του κ. Anglaret της 20ής Απριλίου 1994, η διοίκηση κατέληξε στο ότι τα καθήκοντα αυτά δεν παρεκκλίνουν από τα προτεινόμενα από τον ιατρό και πληροφόρησε σχετικώς τον προσφεύγοντα. Κατά συνέπεια, οι απουσίες του από 21 Μαρτίου έως 8 Απριλίου 1994 και από 11 έως 30 Απριλίου 1994 εξακολουθούσαν να είναι αδικαιολόγητες και ο προσφεύγων όφειλε να επανέλθει αμέσως στην εργασία του.

Στις 13 Ιουλίου 1994, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ). Ζήτησε από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) να δώσει γραπτές οδηγίες στους ιεραρχικώς ανωτέρους του προκειμένου να του αναθέσουν καθήκοντα τα οποία συμβιβάζονται προς την κατάσταση της υγείας του και να θεωρήσουν ως έγκυρα όλα τα ιατρικά πιστοποιητικά για την περίοδο από 6 Δεκεμβρίου 1993 έως 25 Ιουνίου 1994.

Με την από 27 Οκτωβρίου 1994 απάντηση της, η διοίκηση πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι ο δρ. Simon θεώρησε όλες τις απουσίες που περιλαμβάνονται στην περίοδο αυτή ως αδικαιολόγητες και ότι δεν ήταν δυνατό να βρεθεί για τον προσφεύγοντα λιγότερο κοπιαστική εργασία.

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1994, ο προσφεύγων παρουσιάστηκε για ιατρικό έλεγχο στο ιατρείο του δρ. Simon, ο οποίος διαπίστωσε ότι η περίοδος απουσίας από 31 Αυγούστου έως 11 Σεπτεμβρίου 1994 ήταν δικαιολογημένη. Ωστόσο, αρκετές προηγούμενες περίοδοι απουσίας εξακολουθούσαν να θεωρούνται αδικαιολόγητες από τον ιατρό-ελεγκτή του Συμβουλίου.

Εν συνεχεία, ο προσφεύγων κλήθηκε για ιατρικές εξετάσεις ελέγχου στις 25 Οκτωβρίου, 13 Δεκεμβρίου και 21 Δεκεμβρίου 1994, καθώς και στις 5 Ιανουαρίου και 14 Φεβρουαρίου 1995. Δεν παρουσιάστηκε σε κανέναν από τους ελέγχους αυτούς, επικαλούμενος συναφώς διάφορους λόγους.

Με υπηρεσιακό σημείωμα της 8ης Φεβρουαρίου 1995, ο προσφεύγων κλήθηκε επίσης να παρουσιαστεί στις 20 Φεβρουαρίου 1995 στο γραφείο του κ. Tailing, διευθυντή προσωπικού, προκειμένου να εξεταστεί η κατάσταση του προσφεύγοντος. Ο τελευταίος δεν παρουσιάστηκε στη συζήτηση αυτή, πράγμα για το οποίο ο κ. Tarling εξέφρασε τη λύπη του με το από 22 Μαρτίου 1995 υπηρεσιακό σημείωμα που απηύθυνε στον προσφεύγοντα, με το οποίο του υπενθύμιζε ότι έχει συσσωρεύσει 90ημέρες αδικαιολόγητης απουσίας.

Στις 25 Οκτωβρίου 1995, το Συμβούλιο κοινοποίησε στον προσφεύγοντα την απόφαση του, ληφθείσα κατ' εφαρμογήν του άρθρου 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, να προβεί στην παρακράτηση επί του μισθού του προσφεύγοντος, λαμβάνοντας υπόψη το υπόλοιπο της άδειας στις 10 Οκτωβρίου 1995, το ισότιμο των 91 εργασίμων ημερών λόγω αδικαιολόγητων απουσιών κατά την περίοδο μεταξύ 9 Μαρτίου 1994 και 15 Φεβρουαρίου 1995. Ωστόσο, η εν λόγω απόφαση έλαβε υπόψη την ιδιαίτερη οικονομική κατάσταση του προσφεύγοντος κατανέμοντας την παρακράτηση σε περίοδο 36 μηνών από τον Δεκέμβριο του 1995.

Με την από 22 Νοεμβρίου 1995 επιστολή που απέστειλε στη διοίκηση, ο προσφεύγων ζήτησε την ακύρωση της αποφάσεως αυτής προβάλλοντας ότι οι απουσίες του ήσαν δικαιολογημένες με ιατρικά πιστοποιητικά εκδοθέντα κανονικά. Με την από 17 Ιανουαρίου 1996 απάντηση του, ο κ. Tarling θεώρησε ότι ο προσφεύγων δεν προσκόμισε νέα στοιχεία και ενέμεινε στη θέση που υιοθέτησε στις 25 Οκτωβρίου 1995.

Στις 24 Ιανουαρίου 1996, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της αποφάσεως που κοινοποιήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1995 και κατά των συναφών αποφάσεων. Η διοικητική αυτή ένσταση απορρίφθηκε ρητά με το από 21 Μαΐου 1996 υπηρεσιακό σημείωμα.

Επί του παραδεκτού της προσφυγής

Μια καθαρώς επιβεβαιωτική πράξη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως βλαπτική. Ως εκ τούτου πράξη η οποία δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με προηγούμενη βλαπτική πράξη δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την υπέρ του αποδέκτη της πράξεως αυτής έναρξη νέας προθεσμίας προς άσκηση προσφυγής (σκέψη 34).

Παραπομπή: ΔΕΚ, 10 Δεκεμβρίου 1980, 23/80, Grasselli κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, α 451, σκέψη 18· ΠΕΚ, 3 Μαρτίου 1994, Τ-82/92, Cortes Jimenez κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. II-237, σκέψη 14

Ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση της αποφάσεως της 25ης Οκτωβρίου 1995, εκδοθείσας κατ' εφαρμογήν του άρθρου 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ και διατάσσουσας την παρακράτηση επί του μισθού του προσφεύγοντος του ισοτίμου του αριθμού των εργασίμων ημερών λόγω αδικαιολόγητων απουσιών κατά την περίοδο μεταξύ 9 Μαρτίου 1994 και 15 Φεβρουαρίου 1995, η οποία προδήλως περιλαμβάνει νέα στοιχεία σε σχέση με την από 16 Μαρτίου 1994 απόφαση η οποία, αφενός, περιορίζεται στο να πληροφορήσει τον προσφεύγοντα ότι η διοίκηση αρνείται να δεχθεί το ιατρικό πιστοποιητικό που εκδόθηκε για την προγενέστερη της προαναφερθείσας περίοδο και, αφετέρου, τον καλεί να επανέλθει αμέσως στην εργασία του (σκέψη 35).

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο λόγος απαραδέκτου της προσφυγής που το Συμβούλιο αντλεί από τη φερόμενη εκπρόθεσμη υποβολή της διοικητικής ενστάσεως και την άσκηση της προσφυγής δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί (σκέψη 36).

Επί του παραδεκτού των αιτημάτων με τα οποία ζητείται η απόδοση των ποσών τα οποία παρακρατήθηκαν από τον μισθό του προσφεύγοντος και η επιστροφή των ημερών αδείας για το έτος 1995

Στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως ο κοινοτικός δικαστής μπορεί, χωρίς να σφετεριστεί τις εξουσίες της διοικητικής αρχής, να υποχρεώσει το κοινοτικό όργανο να λάβει μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση μιας δικαστικής αποφάσεως με την οποία ακυρώθηκε διοικητική απόφαση. Ωστόσο, σε ένδικες διαδικασίες χρηματικών διαφορών, το Πρωτοδικείο έχει αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 1, δεύτερη φράση, του ΚΥΚ, που του επιτρέπει να υποχρεώσει το καθού κοινοτικό όργανο να καταβάλει ορισμένα ποσά επιπλέον, ενδεχομένως, τόκων υπερημερίας (σκέψη 39).

Παραπομπή: ΠΕΚ, 8 Νοεμβρίου 1990, Τ-73/89, Barili κατά Επιτροπής. Συλλογή 1990, ο. II-619, σκέψη 38- ΠΕΚ, 30 Νοεμβρίου 1993, Τ-15/93, Vienne κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II-1327, σκέψεις 41 και 42

Εν προκειμένω, ο προσφεύγων διατυπώνει αιτήματα αποβλέποντα στο να υποχρεωθεί το Συμβούλιο να του αποδώσει τα ποσά τα οποία αφαιρέθηκαν από τον μισθό του και τα ποσά αυτά να προσαυξηθούν κατά τους τόκους από της ημέρας παρακρατήσεως των ποσών αυτιόν. Εφόσον πρόκειται για αιτήματα χρηματικού χαρακτήρα, πρέπει να κριθούν παραδεκτά ιπο πλαίσιο προσφυγής η οποία βασίζεται στο άρθρο 91 του ΚΥΚ (σκέψη 40).

Αντιθέτως, τα αιτήματα μη χρηματικού χαρακτήρα δεν εμπίπτουν οτην αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας του Πρωτοδικείου. Κατά συνέπεια, πρέπει να κριθούν απαράδεκτα τα αιτήματα του προσφεύγοντος που αποβλέπουν στην επιιπροφή των ημερών αδείας που κακώς του αφαιρέθηκαν από το Συμβούλιο (σκέτμη 41).

Επί της ουσίας

Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 25, δεύτερο εδάφια του ΚΥΚ

Η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών αποφάσεων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 25 του ΚΥΚ, έχει στόχο να επιτρέπει στον κοινοτικό δικαστή να ασκεί τον έλεγχο νομιμότητας της αποφάσεως και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι θεμελιωμένη ή αν πάσχει ελάττωμα που επιτρέπει να αμφισβητηθεί η νομιμότητα της. Για να κριθεί αν τηρήθηκε η υποχρέωση αιτιολογίας που προβλέπει ο ΚΥΚ, πρέπει να ληφθούν υπόψη όχι μόνον τα έγγραφα με τα οποία ανακοινώθηκε η απόφαση, αλλά και οι συνθήκες υπό τις οποίες ελήφθη και γνωστοποιήθηκε στον ενδιαφερόμενο. Προς τούτο, πρέπει να ερευνηθεί ιδίως αν ο προσφεύγων γνώριζε τα στοιχεία επί των οποίων το κοινοτικό όργανο στήριξε την απόφαση του (σκέψη 45).

Παραπομπή: ΔΒΚ, 23 Μαρτίου 1988, 19/87, Hecq κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, α 1681, σκέψη 16· ΠΕΚ, 16 Δεκεμβρίου 1993, Τ-80/82, Turner κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II-1465, σκέψη 62

Στην προκειμένη περίπτωση, το ίδιο το κείμενο της επίδικης αποφάσεως κάνει μνεία των υπηρεσιακών σημειωμάτων της 8ης Φεβρουαρίου, της 22ας Μαρτίου και της 29ης Μαΐου 1995, με τα οποία η διοίκηση είχε ήδη επιστήσει την προσοχή του προσφεύγοντος επί του μεγάλου αριθμού των αδικαιολόγητων απουσιών που είχε συσσωρεύσει. Εξάλλου, η απόφαση επικαλείται το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, το οποίο ορίζει ότι κάθε παράτυπη απουσία που έχει δεόντως διαπιστωθεί καταλογίζεται στη διάρκεια της ετήσιας άδειας του ενδιαφερομένου και, σε περίπτωση εξαντλήσεως της άδειας αυτής, ο υπάλληλος στερείται του δικαιώματος επί των αποδοχών του για την αντίστοιχη περίοδο. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη το σύνολο της ανταλλαγείσας μεταξύ της διοικήσεως και του προσφεύγοντος αλληλογραφίας σχετικά με την άρνηση αποδοχής των ιατρικών πιστοποιητικών, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι ο προσφεύγων μπορούσε κάλλιστα να κατανοήσει τους λόγους που καθόρισαν την έναντι αυτού ληφθείσα απόφαση η οποία, επομένως, είναι επαρκώς αιτιολογημένη (σκέψη 46).

Ως εκ τούτου, ο λόγος ακυρώσειος που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί (σκέψη 47).

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την αδικαιολόγητη άρνηση, ενόψει των άρθρων 59 και 60 του ΚΥΚ, των ιατρικών πιστοποιητικών που προσκόμισε ο προσφεύγων

Κατά το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, οι απουσίες ενός υπαλλήλου δεν μπορούν να καταλογίζονται στη διάρκεια της ετήσιας άδειας του και, σε περίπτωση εξαντλήσεως της άδειας αυτής, να συνεπάγονται τη στέρηση του δικαιώματος επί των αποδοχών του για την αντίστοιχη περίοδο μόνον αν το κοινοτικό όργανο διαπιστώσει δεόντως τον παράτυπο χαρακτήρα των εν λόγω απουσιών. Συναφώς, η προσκόμιση ιατρικού πιστοποιητικού δημιουργεί τεκμήριο ότι η απουσία είναι κανονική. Επομένως, η διοίκηση δεν μπορεί να αρνηθεί το κύρος ενός τέτοιου ιατρικού πιστοποιητικού και να καταλήξει στο ότι η απουσία του ενδιαφερομένου υπαλλήλου ήταν παράτυπη παρά μόνον αν η διοίκηση είχε προηγουμένως υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 59, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, σε ιατρικό έλεγχο του οποίου τα πορίσματα αναπτύσσουν τα αποτελέσματα τους μόνον από την ημέρα του ελέγχου αυτού. Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο ιατρός-ελεγκτής σε ημερομηνία προγενέστερη εκείνης κατά την οποία ο υπάλληλος θεωρήθηκε, για πρώτη φορά, ότι τελεί σε κατάσταση παράτυπης απουσίας δεν έχουν ως αποτέλεσμα να αποκλείσουν το ότι ο υπάλληλος είναι ανίκανος προς εργασία σε συγκεκριμένο μεταγενέστερο χρόνο, εν προκειμένω μερικούς μήνες μετά τον τελευταίο έλεγχο που οργάνωσε το κοινοτικό όργανο (σκέψεις 71, 73 και 77).

Παραπομπή: ΔΕΚ, 27 Απριλίου 1989, 271/87, Fedeli κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 993, συνοπτική δημοσίευση- ΠΗΚ, 26 Ιανουαρίου 1995, Τ-527/93,0 κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ. Υπ. 1995, σ. II-29, σκέψη 37· ΠΕΚ, 6 Μαΐου 1997, Τ-169/95, Quijano κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. II-273, σκέψεις 38 και 39, και παρατιΟέμενη εκεί νομολογία· ΠΕΚ, 10 Ιουλίου 1997, Τ-36/96, Gaspari κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, ο. II-595. σκέψη 26

Στην προκειμένη περίπτωση, η διοίκηση άρχισε να θεωρεί παράτυπες τις απουσίες του προσφεύγοντος από 9 Μαρτίου 1994, κατόπιν της αμφισβητήσεως του κύρους του ιατρικού πιστοποιητικού που προσκόμισε ο προσφεύγων για την περίοδο 21 Φεβρουαρίου έως 20 Μαρτίου 1994 (σκέψη 74).

Ωστόσο, η απουσία του προσφεύγοντος που δικαιολογείται με ιατρικό πιστοποιητικό δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως παράτυπη παρά μόνον από την ημέρα του έλεγχου που οργάνωσε το κοινοτικό όργανο. Όμως, γίνεται δεκτό από τους διαδίκους ότι, κατά την επίδικη περίοδο, δηλαδή από 9 Μαρτίου 1994 έως 15 Φεβρουαρίου 1995, ο προσφεύγων κλήθηκε για πρώτη φορά για επίσκεψη ελέγχου στις 20 Σεπτεμβρίου 1994 (σκέψη 76).

Υπό τις συνθήκες αυτές, οι παράτυπες απουσίες που προσάπτονται στον προσφεύγοντα για την περίοδο από 9 Μαρτίου έως 20 Σεπτεμβρίου 1994 δεν διαπιστώθηκαν δεόντως από το καθού κοινοτικό όργανο. Κατά συνέπεια, οι απουσίες αυτές, που ανέρχονται συνολικά σε 58 εργάσιμες ημέρες, δεν μπορούσαν να καταλογιστούν στη διάρκεια της ετήσιας άδειας του προσφεύγοντος ούτε να έχουν ως συνέπεια τη στέρηση του δικαιώματος επί των αποδοχών για την αντίστοιχη περίοδο (σκέψη 78).

Όσον αφορά το υπόλοιπο των επίδικων απουσιών, δηλαδή τις καταχωρισμένες κατά την περίοδο που περιλαμβάνεται μεταξύ 29 Σεπτεμβρίου 1994 και 15 Φεβρουαρίου 1995, το Πρωτοδικείο θεωρεί, αντιθέτως, ότι το Συμβούλιο νομιμοποιείται να τις θεωρήσει ως παράτυπες (σκέψη 79).

Η υποχρέωση των κοινοτικών οργάνων να προβαίνουν σε ιατρικούς ελέγχους έχει κατ' ανάγκην ως επακόλουθο την υποχρέωση των ενδιαφερομένων υπαλλήλων να υποβάλλονται στους ελέγχους αυτούς ή να προσκομίζουν πιστοποιητικά από τα οποία να συνάγεται σαφώς και κατηγορηματικώς η αδυναμία τους να μετακινηθούν, άλλως οι διατάξεις των άρθρων 59 και 60 του ΚΥΚ θα στερούνταν αποτελέσματος (σκέψη 83).

Παραπομπή: ΠΕΚ, 20 Νοεμβρίου 1996, Τ-135/95, Ζ κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, α Π-1413, σκέψη 34

Στην προκειμένη περίπτωση, ο προσφεύγων προδήλως δεν συμμορφώθηκε προς την αυστηρή τήρηση της υποχρεώσεως που του επιβάλλει το άρθρο 59, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ (σκέψη 84).

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφυγή του προσφεύγοντος είναι εν μέρει βάσιμη και, επόμενους, η απόφαση του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 1995 πρέπει εν μέρει να ακυρωθεί. Πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει μόνο στο μέτρο που διατάσσει την ανάκτηση επί του μισθού του προσφεύγοντος του ισοδυνάμου 33 εργασίμων ημερών λόγο) αδικαιολόγητοι απουσιο')ν μεταξύ 29 Σεπτεμβρίου 1994 και 15 Φεβρουαρίου 1995 (σκέψη 86).

Από τις προηγούμενες εκτιμήσεις προκύπτει επίσης ότι η εξέταση των δύο άλλο^ν αιτιάσεων που προέβαλε ο προσφεύγουν στο πλαίσιο του παρόντος λόγου ακυρώσεο1ς είναι περιττή. Αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτίαση που αντλείται από την αδικαιολόγητη αναδρομικότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεο^ς συμπίπτει, ουσιαστικά, με τα επιχειρήματα τα οποία εξετάστηκαν στο πλαίσιο του προπου σκέλους του λόγου ακυρώσεως. Αφετέρου, όσον αφορά τη φερόμενη παράβαση εκ μέρους της διοικήσεως του καθήκοντος αρωγής έναντι του προσφεύγοντος, αρκεί η υπόμνηση ότι η προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των υπαλλήλων θα πρέπει πάντα να έχει ως όριο την τήρηση των ισχυόντων κανόνων.

Παραπομπή: ΠΕΚ, 27 Μαρτίου 1990, Τ-123/89, Cliomcl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, ο. II-131, ακέψη 32· ΠΕΚ, 16 Μαρτίου 1993, Τ-33/89καιΤ-74/89. Blackman κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II-249, οκίψη 96

Ενόψει της μερικής ακυρώσεως που αποφάσισε το Πρωτοδικείο, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτά τα οικονομικά αιτήματα του προσφεύγοντος και να υποχρεωθεί το Συμβούλιο να του αποδώσει τα ποσά τα οποία παράτυπος παρακρατήθηκαν επί του μισθού του προσφεύγοντος, αντιστοιχούντα σε 58 εργάσιμες ημέρες. Τα ποσά αυτά προσαυξάνονται κατά τους τόκους υπερημερίας που υπολογίζονται από την ημέρα παρακρατήσεως τους με επιτόκιο 5 % ετησίως, καθοριζόμενο ελεύθερα από το Πρωτοδικείο (σκέψη 88).

Διατακτικό:

Το Πρωτοδικείο: Ακυρώνει εν μέρει την από 25 Οκτωβρίου 1995 απόφαση του Συμβουλίου, περί παρακρατήσεως επί του μισθού του προσφεύγοντος 91 εργασίμων ημερών για μη δικαιολογημένες απουσίες μεταξύ της 9ης Μαρτίου 1994 και της 15ης Φεβρουαρίου 1995, καθόσον η απόφαση αυτή αφορά 58 ήμερες οι οποίες φέρονται καταχωρισμένες ως παράτυπες απουσίες κατά την περίοδο μεταξύ 9ης Μαρτίου και 20ής Σεπτεμβρίου 1994.

Υποχρεώνει το Συμβούλιο να αποδώσει στον προσφεύγοντα τα παρατύπως αφαιρεθέντα από τον μισθό του ποσά, αντιστοιχούντα σε 58 εργάσιμες ήμερες. Τα ποσά αυτά προσαυξάνονται κατά τους τόκους υπερημερίας με επιτόκιο 5 % ετησίως, υπολογιζόμενο από την ημερομηνία παρακρατήσεως των ποσών αυτών.

Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.