61996O0239

Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1996. - Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων - Κοινωνική πολιτική - Κοινοτικές δράσεις υπέρ των ηλικιωμένων - Κοινοτικές δράσεις για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-239/96 R και C-240/96 R.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-04475


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Ασφαλιστικά μέτρα * Προϋποθέσεις παραδεκτού * Παραδεκτό της κύριας προσφυγής * Δεν ασκεί επιρροή * Όρια

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 185 και 186 Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 83 PAR 1)

2. Ασφαλιστικά μέτρα * Αναστολή εκτελέσεως * Προσωρινά μέτρα * Προϋποθέσεις χορηγήσεως * Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία * Ζημία που μπορεί να επικαλεστεί ένα κράτος μέλος * Ζημία προκύπτουσα από την πραγματοποίηση δαπανών κατά παράβαση των διατάξεων περί κατανομής των εξουσιών μεταξύ των διαφόρων κοινοτικών οργάνων

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 185 και 186 Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 83 PAR 2)

3. Ασφαλιστικά μέτρα * Προσωρινά μέτρα * Προϋοθέσεις χορηγήσεως * Στάθμιση του συνόλου των εμπλεκομένων συμφερόντων * Συμφέροντα που πρέπει να ληφθούν υπόψη

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 186 Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 83 PAR 2)

Περίληψη


1. Το πρόβλημα του παραδεκτού της κύριας προσφυγής δεν πρέπει, καταρχήν, να εξετάζεται στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, διότι άλλως προδικάζεται η εκδίκαση της υποθέσεως επί της ουσίας. Οσάκις όμως προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη, το Δικαστήριο, δικάζον κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, οφείλει να κρίνει αν υπάρχουν εκ πρώτης όψεως ορισμένα στοιχεία βάσει των οποίων να μπορεί να πιθανολογεί το παραδεκτό της προσφυγής.

2. Η εκ μέρους της Επιτροπής χρησιμοποίηση κοινοτικών κονδυλίων για δράσεις που στερούνται νομίμου βάσεως διότι δεν έχουν εγκριθεί από το Συμβούλιο και λαμβανομένης υπόψη τόσον της ουσιώδους σχέσεως που κατέχουν στην κοινοτική έννομη τάξη οι κανόνες θεσμικού χαρακτήρα που διέπουν την κατανομή εξουσιών μεταξύ των διαφόρων οργάνων της Κοινότητας όσον και του ρόλου που διαδραματίζουν τα κράτη μέλη εντός της Κοινότητας, συμμετέχοντας στην άσκηση των εξουσιών, κανονιστικών και δημοσιονομικών και συνεισφέροντας στον κοινοτικό προϋπολογισμό, είναι ικανή να προκαλέσει στο κράτος μέλος σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία, δικαιολογούσα την παρέμβαση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων.

3. Οσάκις, στο πλαίσιο αιτήσεως προσωρινών μέτρων, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων σταθμίζει, αφενός, το συμφέρον του αιτούντος να αποτραπεί η συνέχιση των διαδικασιών που έχουν κινηθεί με τις αποφάσεις, των οποίων ζητεί την ακύρωση, και, αφετέρου, το συμφέρον της καθής να προχωρήσουν το ταχύτερο οι διαδικασίες αυτές, οφείλει να εξετάζει αν η ενδεχομένη ακύρωση των επιδίκων αποφάσεων από τον δικαστή της ουσίας θα καθιστούσε δυνατή την ανατροπή της καταστάσεως και, αντιστρόφως, κατά πόσο έκαστο των διαφόρων προσωρινών μέτρων που θα μπορούσαν να χορηγηθούν θα ήταν ικανό να ματαιώσει την επίτευξη των στόχων που επιδιώκουν οι επίδικες αποφάσεις, σε περίπτωση απορρίψεως της κυρίας προσφυγής.

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-239/96 R και C-240/96 R,

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τους John Collins, του Treasury Solicitor' s Department, και Derrick Wyatt, QC, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου, 14, boulevard Roosevelt,

αιτούν,

υποστηριζόμενο από την

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπουμένη από τους Ernst Roeder, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, και Bernd Kloke, Oberregierungsrat στο ίδιο υπουργείο, D-53107, Βόνη,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον Peter Oliver και τη Μαρία Πατακιά, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως των αποφάσεων που περιέχονται ή μνημονεύονται

* στην από 2 Μαΐου 1996 εγκύκλιο της Επιτροπής, περί προσκλήσεως προς υποβολή αιτήσεων χρηματοδοτήσεως από την Επιτροπή δράσεων υπέρ των ηλικιωμένων,

* στην εγκύκλιο της Επιτροπής που περιήλθε στις βρετανικές αρχές στις 15 Μαΐου 1996, περί προσκλήσεως προς υποβολή αιτήσεων χρηματοδοτήσεως από την Επιτροπή δράσεων για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού,

ή τη λήψη προσωρινών μέτρων,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δύο δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Ιουλίου 1996, το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε, βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ, την ακύρωση των αποφάσεων που περιέχονται ή μνημονεύονται αφενός στην από 2 Μαΐου 1996 εγκύκλιο της Επιτροπής, περί προσκλήσεως προς υποβολή αιτήσεων χρηματοδοτήσεως από την Επιτροπή δράσεων υπέρ των ηλικιωμένων, και αφετέρου στην εγκύκλιο της Επιτροπής που περιήλθε στις βρετανικές αρχές στις 15 Μαΐου 1996, περί προσκλήσεως προς υποβολή αιτήσεων χρηματοδοτήσεως από την Επιτροπή δράσεων για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

2 Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυθημερόν, το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε από το Δικαστήριο, βάσει των άρθρων 185 και 186 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας, να αναστείλει την εκτέλεση των προαναφερθεισών αποφάσεων και να υποχρεώσει την Επιτροπή να ανακαλέσει τις προσκλήσεις που περιέχονται στις επίδικες εγκυκλίους και να ενημερώσει αμελλητί τους τρίτους ενδιαφερομένους, ή να επιτρέψει μεν στην Επιτροπή να περατώσει την εξέταση των αιτήσεων χρηματοδοτήσεως και να αναλάβει δεσμεύσεις έναντι των τρίτων, πλην όμως υπό τον όρον ότι θα διευκρινίσει σαφώς ότι η καταβολή των ενισχύσεων θα εξαρτηθεί από την εκ μέρους του Δικαστηρίου και στο πλαίσιο της κύριας δίκης επιβεβαίωση του κύρους των πληρωμών αυτών, ή να διατάξει κάθε άλλο συμπληρωματικό ή χωριστό, αναγκαίο κατά την κρίση του προσωρινό μέτρο.

3 Απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή επιβεβαίωσε με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 17 Ιουλίου 1996 ότι δεν θα αναλάβει καμιά δέσμευση ούτε θα καταβάλει κανένα πρόσθετο ποσό στο πλαίσιο των επιδίκων διαδικασιών πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 1996.

4 Η Επιτροπή κατέθεσε τις γραπτές παρατηρήσεις της επί των αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων στις 5 Αυγούστου 1996.

5 Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 Αυγούστου 1996, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζήτησε να παρέμβει στις διαδικασίες περί ακυρώσεως και περί ασφαλιστικών μέτρων, προς στήριξη των αιτημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου. Κατ' εφαρμογή του άρθρου 37, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου και του άρθρου 93, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του, η αίτηση παρεμβάσεως στις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να γίνει δεκτή.

6 Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατέθεσε υπομνήματα παρεμβάσεως στις 28 Αυγούστου 1996.

7 Οι διάδικοι ανέπτυξαν τις προφορικές παρατηρήσεις τους στις 9 Σεπτεμβρίου 1996.

8 Λόγω της συνάφειας που παρουσιάζουν, οι δύο υποθέσεις πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 43 του Κανονισμού Διαδικασίας, να συνεκδικασθούν προς έκδοση κοινής διατάξεως.

Πραγματικά περιστατικά

9 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Επιτροπή προώθησε και στήριξε οικονομικά, κατά το παρελθόν, σχέδια δράσεως υπέρ των ηλικιωμένων και σχέδια δράσεως για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας, βάσει πολυετών προγραμμάτων που θεσπίστηκαν με αποφάσεις του Συμβουλίου, στηριχθείσες στο άρθρο 235 της Συνθήκης.

10 Η χρηματοδότηση σχεδίων δράσεως υπέρ των ηλικιωμένων άρχισε το 1991.

11 Συγκεκριμένα, με την απόφαση 91/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 1990, σχετικά με κοινοτικές δράσεις υπέρ των ηλικιωμένων (ΕΕ L 28, σ. 29), θεσπίστηκε ένα τριετές πρόγραμμα. Το πρόγραμμα αυτό κάλυψε τα έτη 1991 έως 1993 και είχε σκοπό να ενθαρρύνει τη μεταξύ των κρατών μελών διαβίβαση γνώσεων, ιδεών και εμπειριών σχετικά με τους ηλικιωμένους.

12 Εξάλλου, η απόφαση 92/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1992, περί της οργάνωσης του ευρωπαϊκού έτους των ηλικιωμένων και της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών (1993) (ΕΕ L 245, σ. 43), προέβλεπε μεταξύ άλλων την κοινοτική χρηματοδότηση ενός δικτύου πειραματικών σχεδίων δημόσιων ή ιδιωτικών οργανισμών που θα ενθαρρύνουν νέες προσεγγίσεις, αφενός όσον αφορά τη χρησιμοποίηση του δυναμικού των ηλικιωμένων και αφετέρου όσον αφορά την προώθηση της συμβολής του και την ανάληψη της ευθύνης των εξαρτημένων ηλικιωμένων (άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ', περίπτωση iv).

13 Στις 3 Μαρτίου 1995, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση αποφάσεως του Συμβουλίου περί κοινοτικής υποστήριξης δράσεων υπέρ των ηλικιωμένων, προκειμένου να παραταθούν οι δραστηριότητες αυτές (ΕΕ C 115, σ. 14). Η πρόταση αυτή, που στηρίζεται επίσης στο άρθρο 235 της Συνθήκης, σκοπούσε στην κατάρτιση ενός προγράμματος για την περίοδο από 1ης Σεπτεμβρίου 1995 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1999. Το πρόγραμμα αυτό προέβλεπε τη χρηματοδότηση τριών ειδών μέτρων και συγκεκριμένα ειδικών σχεδίων, συγκριτικών μελετών και διακρατικών μέτρων ανταλλαγής πληροφοριών καθώς και ένα ευρωπαϊκό "παρατηρητήριο" (άρθρο 3). Οι σχετικές δραστηριότητες έπρεπε να είναι καινοτόμοι ή πειραματικές, να έχουν ως στόχο την προώθηση της καλύτερης πρακτικής, να εκτελούνται από οργανώσεις και άτομα καταξιωμένα ως κορυφαία στον εν λόγω τομέα, να περιλαμβάνουν ρυθμίσεις για ενημέρωση των μη συμμετεχόντων ενδιαφερομένων σχετικά με τα αποτελέσματά τους και να είναι διακρατικές (παράρτημα, τμήμα ΙΙΙ). Η πρόταση δεν διευκρίνιζε τη χρονική διάρκεια των δράσεων αυτών. Μέχρι σήμερα δεν έχει ψηφισθεί από το Συμβούλιο.

14 Εξάλλου, η κοινοτική δράση για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού ανατρέχει στο 1975.

15 Στις 22 Ιουλίου 1975 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 75/458/ΕΟΚ, περί του προγράμματος σχεδίων και μελετών-οδηγών για την καταπολέμηση της πενίας (JO L 199, σ. 34), που στηρίχθηκε στο άρθρο 235 της Συνθήκης και τροποποιήθηκε τελευταία με την απόφαση 80/1270/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1980 (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/004, σ. 48). Το πρόγραμμα αυτό κάλυπτε την περίοδο από τον Δεκέμβριο 1975 μέχρι τον Νοέμβριο 1981.

16 Εν συνεχεία το Συμβούλιο εξέδωσε, στις 19 Δεκεμβρίου 1984, την απόφαση 85/8/ΕΟΚ, για ειδική κοινοτική δράση καταπολέμησης της φτώχειας (ΕΕ 1985, L 2, σ. 24). Η απόφαση αυτή στηρίχθηκε επίσης στο άρθρο 235 της Συνθήκης και κάλυψε την περίοδο από τον Ιανουάριο 1985 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1988.

17 Τέλος, ένα τρίτο πρόγραμμα καταρτίστηκε με την απόφαση 89/457/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 1989, για την καθιέρωση μεσοπροθέσμου προγράμματος κοινοτικής δράσης για την οικονομική και κοινωνική ένταξη των λιγότερο ευνοημένων κοινωνικών ομάδων (ΕΕ L 224, σ. 10), για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1989 μέχρι 30ής Ιουνίου 1994 (στο εξής: πρόγραμμα "Φτώχεια 3").

18 Για τη συνέχιση της δράσης αυτής, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση αποφάσεως του Συμβουλίου για την καθιέρωση μεσοπροθέσμου προγράμματος δράσης για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και την προώθηση της αλληλεγγύης: νέο πρόγραμμα στηρίξως και τονώσεως των καινοτομιών 1994-1999 [CΟΜ(93) 435 τελικό, της 22ας Σεπτεμβρίου 1993, μη δημοσιευθείσα στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο εξής: πρόταση "Φτώχεια 4"]. Η πρόταση αυτή στηρίζεται στο άρθρο 235 της Συνθήκης και προβλέπει την εφαρμογή ενός προγράμματος από 1ης Ιουλίου 1994 μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 1999. Στόχος του προγράμματος αυτού ήταν να συμβάλει στην αποτελεσματική συμμετοχή των λιγότερο ευνοημένων κοινωνικών ομάδων στην οικονομική και κοινωνική ζωή (άρθρο 1). Τα προταθέντα μέτρα περιελάμβαναν τη συνέχιση προτύπων δράσεων στο τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, σε συνεργασία με τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, καθώς και τη συνδρομή για τη δημιουργία και την ανάπτυξη διακρατικών δικτύων προγραμμάτων (άρθρο 4). Οι χρηματοδοτούμενες πρότυπες δράσεις έπρεπε να είναι μεταξύ άλλων πολυδιάστατες, να βελτιώνουν τη συμμετοχή του πληθυσμού και να είναι καινοτόμοι και πειραματικές (παράρτημα 1). Η πρόταση αυτή δεν υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο.

19 Οι κοινοτικές δράσεις που προέβλεπαν οι προαναφερθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου έληξαν, δηλαδή, την 1η Ιανουαρίου 1994, όσον αφορά τα μέτρα υπέρ των ηλικιωμένων, και την 1η Ιουλίου 1994, όσον αφορά την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

20 Μετά τις ημερομηνίες αυτές η Επιτροπή πραγματοποίησε δαπάνες με δική της πρωτοβουλία, βάσει των κονδυλίων του προϋπολογισμού Β3-4103 (Ενέργειες για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού) και Β3-4104 (Ενέργειες υπέρ των ηλικιωμένων ατόμων).

21 Η Επιτροπή εκθέτει ότι, κατά τον τρόπο αυτόν, χρηματοδοτήθηκαν μέτρα υπέρ των ηλικιωμένων καθόλη τη διάρκεια των ετών 1994 και 1995.

22 Ομοίως, το 1995 η Επιτροπή πραγματοποίησε δαπάνες για την εκτέλεση 86 σχεδίων καταπολέμησης της φτώχειας. Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως που άσκησε το Ηνωμένο Βασίλειο (υπόθεση C-106/96).

23 Τον Μάιο του 1996, η Επιτροπή κατάρτισε και διένειμε, εντός ιδίως των κρατών μελών, τις δύο επίδικες εγκυκλίους με τις οποίες καλούσε τους ενδιαφερόμενους οργανισμούς να ζητήσουν χρηματική ενίσχυση είτε για δράσεις υπέρ των ηλικιωμένων είτε για δράσεις καταπολέμησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

24 Όσον αφορά τα μέτρα υπέρ των ηλικιωμένων, η εγκύκλιος της 2ας Μαΐου 1996 προβλέπει τη χρηματοδότηση δράσεων που θα έχουν ως αντικείμενο την προώθηση καλύτερων πρακτικών, προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση των ηλικιωμένων κατά τρόπο που θα αποτελεί καινοτομία οι δράσεις αυτές πρέπει να αναπτύσσονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να είναι διακρατικές, να προβλέπουν μέτρα ενημερώσεως των μη συμμετεχόντων τρίτων και να κατευθύνονται, στο μέτρο του δυνατού, από τους ίδιους τους ηλικιωμένους.

25 Εξάλλου η εγκύκλιος η σχετική με τα μέτρα καταπολεμήσεως της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού προβλέπει τη χρηματοδότηση σχεδίων που παρουσιάζουν σαφώς ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία, είναι πολυδιάστατα και επιδιώκουν κατά τρόπο νεωτεριστικό να βελτιώσουν την κατάσταση των κοινωνικώς αποκλεισμένων ατόμων με την εφαρμογή μεθοδολογιών ικανών να αποτελέσουν νεωτεριστικά πρότυπα ιδιαιτέρως αποτελεσματικής πρακτικής στον συγκεκριμένο τομέα.

26 Η πίστωση περί αναλήψεως υποχρεώσεων που εγκρίθηκε για το 1996 υπό τις θέσεις του προϋπολογισμού Β3-4103 (Ενέργειες για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού) και Β3-4104 (Ενέργειες υπέρ των ηλικιωμένων ατόμων) ανέρχεται σε 9 εκατομμύρια και σε 6,5 εκατομμύρια ECU αντιστοίχως (ΕΕ 1996, L 22, σ. 968).

27 Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε η Επιτροπή, μέχρι σήμερα δεν έχει πραγματοποιηθεί καμιά δαπάνη στο πλαίσιο των διαδικασιών που εγκαινιάστηκαν με τις εγκυκλίους αυτές.

Εκτίμηση

28 Το Ηνωμένο Βασίλειο ζητεί την αναστολή εκτελέσεως των προσβαλλομένων μέτρων ή τη λήψη προσωρινών μέτρων μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του Δικαστηρίου επί των κυρίων προσφυγών.

29 Κατά τα άρθρα 185 και 186 της Συνθήκης, το Δικαστήριο μπορεί, αν κρίνει ότι επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή τα αναγκαία προσωρινά μέτρα στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιόν του.

30 Το άρθρο 83, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται.

31 Κατά πάγια νομολογία, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να χορηγήσει αναστολή εκτελέσεως και τα άλλα προσωρινά μέτρα αν αποδεικνύεται ότι η χορήγησή τους δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως πραγματικώς και νομικώς (fumus boni juris) και ότι είναι επείγοντα υπό την έννοια ότι είναι αναγκαία προς αποφυγήν σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας των συμφερόντων του αιτούντος, πρέπει δε τα μέτρα αυτά να διατάσσονται και να παράγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως στην κύρια υπόθεση. Εξάλλου, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει, ενδεχομένως, σε στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων.

Επί του παραδεκτού

32 Η Επιτροπή υποστηρίζει προκαταρκτικώς ότι οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθούν διότι οι προσφυγές ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτες.

33 Κατά την Επιτροπή, οι εγκύκλιοι των οποίων ζητείται η ακύρωση με τις προσφυγές αποτελούν πράξεις καθαρά προκαταρκτικές ή προπαρασκευαστικές που εκδόθηκαν στο πλαίσιο μιας διοικητικής διαδικασίας και επομένως δεν μπορούν να προσβληθούν με προσφυγή ακυρώσεως βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης.

34 Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού η Επιτροπή διατείνεται ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο στις επίδικες εγκυκλίους που να την υποχρεώνει να χορηγήσει χρηματοδοτήσεις και επομένως δεν πρόκειται για αμετάκλητες αποφάσεις αναλήψεως δαπανών. Μόνον οι τελικές αποφάσεις μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. Η Επιτροπή παραπέμπει ιδίως στην απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, ΙΒΜ κατά Επιτροπής (Συλλογή 1981, σ. 2639), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη προσφυγή που είχε ασκηθεί βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης κατά της αποφάσεως περί κινήσεως διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού και κατά της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

35 Το Ηνωμένο Βασίλειο φρονεί, αντιθέτως, ότι οι επίδικες εγκύκλιοι, που περιέχουν προσκλήσεις για υποβολή προτάσεων καθώς και οδηγίες για την υποβολή των προτάσεων αυτών, έχουν έννομες συνέπειες όπως ακριβώς και οι αποφάσεις του Συμβουλίου βάσει των οποίων η Επιτροπή χορήγησε χρηματοδοτήσεις κατά το παρελθόν. Το Ηνωμένο Βασίλειο επικαλείται συναφώς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 1979, 92/78, Simmenthal κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 407, ιδίως σκέψεις 38 και 40, σχετικά με μια προκήρυξη διαγωνισμού), και της 23ης Απριλίου 1986, 294/83, Les Verts κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1986, σ. 1339, ιδίως σκέψεις 28 και 36, σχετικά με μια απόφαση κατανομής πιστώσεων).

36 Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστήριξε επίσης ότι οι προσφυγές είναι παραδεκτές, υπενθυμίζοντας την ευρεία ερμηνεία της έννοιας της πράξεως δεκτικής προσφυγής, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου και ιδιαίτερα από την απόφαση της 16ης Ιουνίου 1966, 54/65, Compagnie des forges de Chatillon, Commentry et Neuves-Maisons κατά Ανωτάτης Αρχής (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 291).

37 Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά πάγια νομολογία το πρόβλημα του παραδεκτού της κύριας προσφυγής δεν μπορεί, καταρχήν, να εξετάζεται στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, διότι άλλως προδικάζεται η εκδίκαση της υποθέσεως επί της ουσίας. Οσάκις όμως προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη, το Δικαστήριο, δικάζον κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, οφείλει να κρίνει αν υπάρχουν εκ πρώτης όψεως ορισμένα στοιχεία βάσει των οποίων να μπορεί να πιθανολογεί το παραδεκτό της προσφυγής (βλ., μεταξύ άλλων, διατάξεις της 13ης Ιουλίου 1988, 160/88 R, Fedesa κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 4121, σκέψη 22, και της 27ης Ιουνίου 1991, C-117/91 R, Bosman κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-3353, σ. 7).

38 Εν προκειμένω δεν προκύπτει σ' αυτό το στάδιο ότι οι προσφυγές ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτες, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή. Αρκεί να σημειωθεί συναφώς ότι με τις γραπτές παρατηρήσεις της η Επιτροπή αναγνώρισε, η ίδια, ότι οι επίδικες εγκύκλιοι, που ισοδυναμούν με πρόσκληση για υποβολή αιτήσεων και προσδιορίζουν το πλαίσιο ολόκληρης της διαδικασίας επιλογής, έχουν για τον λόγο αυτόν έννομες συνέπειες.

39 Επομένως, η αίτηση προσωρινών μέτρων δεν μπορεί να απορριφθεί γι' αυτό τον λόγο.

40 Κατόπιν αυτού, πρέπει να εξεταστεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως προσωρινών μέτρων.

Επί του fumus boni juris

41 Όσον αφορά το fumus boni juris, πρέπει να σημειωθεί ότι οι διάδικοι συμφωνούν ότι, κατά το άρθρο 22 του δημοσιονομικού κανονισμού της 21ης Δεκεμβρίου 1977 που εφαρμόζεται επί του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/002, σ. 77, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 2335/95 του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 1995 (ΕΕ L 240, σ. 12), δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τον κοινοτικό προϋπολογισμό νέες σημαντικές δράσεις αν δεν υπάρχει πράξη του παραγώγου δικαίου προβλέπουσα καταρχήν τη δαπάνη και καθορίζουσα τον τρόπο κατά τον οποίο αυτή πραγματοποιείται (βασική πράξη).

42 Αντιθέτως, οι απόψεις των διαδίκων διίστανται όσον αφορά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής στις δράσεις που καλύπτουν οι δύο επίδικες εγκύκλιοι.

43 Το Ηνωμένο Βασίλειο φρονεί ότι, ελλείψει αποφάσεως του Συμβουλίου, η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να εκδώσει τις επίδικες αποφάσεις.

44 Συναφώς, το Ηνωμένο Βασίλειο παρατηρεί, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αναλάβει νέες σημαντικές δράσεις βάσει της αρμοδιότητάς της για την εκτέλεση του κοινοτικού προϋπολογισμού, αλλ' απαιτείται βασική πράξη σύμφωνα με την κατανομή των εξουσιών που προκύπτει από τις διάφορες διατάξεις της Συνθήκης καθώς και σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού και το τμήμα IV, παράγραφος 3, στοιχείο γ', της κοινής δηλώσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 1982, όσον αφορά διάφορα μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί καλύτερη λειτουργία της διαδικασίας του προϋπολογισμού (ΕΕ C 194, σ. 1).

45 Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει όμως ότι τα σχέδια για τα οποία γίνεται λόγος στις δύο επίδικες εγκυκλίους συνιστούν σημαντικές νέες δράσεις. Ο χαρακτηρισμός αυτός συνάγεται ιδίως από το στοιχείο της ομοιότητας που υπάρχει μεταξύ των δράσεων που καλύπτουν οι αμφισβητούμενες προσκλήσεις για υποβολή προτάσεων και αυτών που χρηματοδοτήθηκαν κατ' εφαρμογή των παλαιοτέρων αποφάσεων του Συμβουλίου, που μνημονεύονται στις σκέψεις 11, 12 και 15 έως 17 ανωτέρω ή αυτών που προέβλεπαν οι προτάσεις αποφάσεων του Συμβουλίου του Σεπτεμβρίου 1993 και του Μαρτίου 1995, που μνημονεύονται στις σκέψεις 18 και 13 ανωτέρω και οι οποίες επρόκειτο να εφαρμοσθούν το 1996.

46 Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει εν συνεχεία ότι οι δύο αποφάσεις δεν αιτιολογούνται επαρκώς, ιδίως καθότι η Επιτροπή, κατά παράβαση της παραγράφου ΙΙ, Α, 1, α', της ανακοινώσεως της Επιτροπής προς την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή, σχετικά με τις νομικές βάσεις και τα ανώτατα όρια ποσών [SEC(94) 1106 τελικό, που δεν δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο εξής ανακοίνωση της 6ης Ιουλίου 1994], δεν απέδειξε με σαφήνεια ότι τα μελετώμενα μέτρα αποτελούσαν πειραματικά σχέδια ή προπαρασκευαστικές ενέργειες και όχι σημαντικές δράσεις.

47 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα μελετώμενα σχέδια αποτελούν προπαρασκευαστικές ενέργειες κατά την έννοια της ανακοινώσεως της 6ης Ιουλίου 1994. Πρόκειται πράγματι για καινοτόμους δραστηριότητες ανωτάτης διάρκειας ενός έτους που προορίζονται να παραγάγουν πολλαπλά αποτελέσματα.

48 Κατά την Επιτροπή, τα σχέδια υπέρ των ηλικιωμένων για τα οποία κάνει λόγο η εγκύκλιος της 2ας Μαΐου 1996 εντάσσονται στο πλαίσιο της προετοιμασίας του προγράμματος που καλύπτεται από την πρόταση αποφάσεως του Συμβουλίου την οποία κατέθεσε η Επιτροπή τον Μάρτιο 1995. Επιπλέον, εμπίπτουν στη διετή περίοδο κατά την οποία η Επιτροπή φρονεί ότι έχει την εξουσία να προβαίνει σε προπαρασκευαστικές ενέργειες, ελλείψει βασικής πράξεως, οσάκις η βασική πράξη αποτελεί το αντικείμενο προτάσεώς της πριν από το τέλος του δευτέρου έτους μετά την ανάληψη της προπαρασκευαστικής ενεργείας (παράγραφος ΙΙ, Α, Ι, β', της ανακοινώσεως της 6ης Ιουλίου 1994).

49 Εξάλλου, τα σχέδια καταπολεμήσεως της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού αποτελούν, και αυτά, προπαρασκευαστικές ενέργειες οι οποίες, αν ευδοκιμούσαν, θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν στο μέλλον με άλλα κοινοτικά κονδύλια.

50 Κατά την Επιτροπή, τα σχέδια αυτά διακρίνονται τόσο από τα χρηματοδοτούμενα στο πλαίσιο του προγράμματος "Φτώχεια 3" όσο και από τα σχέδια για τα οποία γίνεται λόγος στην πρόταση "Φτώχεια 4" του Σεπτεμβρίου 1993. Πράγματι, η επίδικη εγκύκλιος αναφέρεται σε βραχείας διαρκείας σχέδια χωρίς ιδιαίτερο συντονισμό, εκτός από κάποια εποπτεία της Επιτροπής, και χαμηλού κόστους, ενώ τα σχέδια της προτάσεως "Φτώχεια 4" είναι πολυετή, στηριζόμενα σε περίπλοκη υποδομή συντονισμού και οικονομικώς σημαντικότερα.

51 Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του fumus boni juris των αιτήσεων, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί να αποφανθεί οριστικά ούτε επί της ερμηνείας του άρθρου 22 του δημοσιονομικού κανονισμού ούτε επί της φύσεως των σχεδίων που προβλέπει εκάστη των επιδίκων εγκυκλίων.

52 Με την επιφύλαξη αυτή, επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι εμφανίζονται ως σοβαρά τα επιχειρήματα που ανέπτυξε το Ηνωμένο Βασίλειο για να στηρίξει τον ισχυρισμό του ότι, ελλείψει αποφάσεως του Συμβουλίου, η Επιτροπή δεν μπορούσε να κινήσει τις διαδικασίες που κίνησε με την έκδοση των δύο επιδίκων εγκυκλίων.

53 Οι παρατηρήσεις της Επιτροπής δεν μπόρεσαν στο παρόν στάδιο να διασκεδάσουν τις αμφιβολίες που γεννά συναφώς το περιεχόμενο των δύο αυτών εγκυκλίων, οι οποίες ενισχύονται από το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκαν.

54 Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις δράσεις υπέρ των ηλικιωμένων, υπάρχουν αναμφισβήτητες ομοιότητες μεταξύ των σχεδίων που περιγράφει η εγκύκλιος της 2ας Μαΐου 1996 και εκείνων τα οποία αφενός χρηματοδοτήθηκαν βάσει της αποφάσεως 91/49 και αφετέρου προβλέπονταν στην πρόταση αποφάσεως που υπέβαλε η Επιτροπή στις 3 Μαρτίου 1995. Ειδικότερα, όπως παρατήρησε το Ηνωμένο Βασίλειο, οι επιδιωκόμενοι στόχοι και οι λαμβάνοντες τη χρηματοδότηση φαίνονται να προσομοιάζουν.

55 Εξάλλου, η εγκύκλιος της 2ας Μαΐου 1996 δεν κάνει λόγο για προπαρασκευστικό χαρακτήρα των μέτρων, αλλ' αναγγέλλει απλώς ότι η Επιτροπή θα "συνεχίσει" να προάγει δράσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπέρ των ηλικιωμένων και υπέρ της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών.

56 Η ίδια κατάσταση παρουσιάζεται σε μεγάλο βαθμό με την εγκύκλιο που αφορά τα μέτρα καταπολεμήσεως της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Συγκεκριμένα, στο σημείο 1, η εγκύκλιος αυτή ορίζει ότι τα σχέδια πρέπει να εμφανίζουν τρία βασικά χαρακτηριστικά (πρέπει να είναι πολυδιάστατα να έχουν νεωτεριστικό χαρακτήρα και να προβλέπουν τη συνεργασία και άλλων ενδιαφερομένων τέλος πρέπει να εφαρμόζουν μεθοδολογίες ικανές να αποτελέσουν νεωτεριστικά πρότυπα ιδιαιτέρως αποτελεσματικής πρακτικής), χαρακτηριστικά τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη αντιστοιχία με το πρόγραμμα "Φτώχεια 3" όπως το περιέγραψε η Επιτροπή στην πρότασή της "Φτώχεια 4" (σ. 9), καθώς και με τις τρεις "βασικές αρχές" της ίδιας της προτάσεως "Φτώχεια 4" (σ. 11 και 12).

57 Εξάλλου, ούτε η επίδικη εγκύκλιος αναφέρει ότι τα μέτρα έχουν προπαρασκευαστικό χαρακτήρα, αλλ' αναγγέλλει απλώς ότι, όπως και το προηγούμενο έτος, υπάρχουν διαθέσιμα κονδύλια για τη συγχρηματοδότηση πειραματικών σχεδίων δράσεως κατά του κοινωνικού αποκλεισμού και υπέρ της αλληλεγγύης.

58 Στο παρόν στάδιο, τα επιχειρήματα της Επιτροπής, ότι δηλαδή τα σχέδια που καλύπτονται από τις επίδικες εγκυκλίους διακρίνονται από τη βραχεία διάρκειά τους καθώς και από τον νεωτεριστικό και υποδειγματικό χαρακτήρα τους, δεν παρίστανται τελείως πειστικά.

59 Πράγματι, ο νεωτεριστικός και υποδειγματικός χαρακτήρας αποτελούν χαρακτηριστικά που εμφανίζονται και στα προγράμματα τα οποία υιοθετήθηκαν ή προτάθηκαν παλαιότερα.

60 Δεν είναι εξάλλου πρόδηλον ότι τα σχέδια στα οποία αναφέρονται οι δύο επίδικες εγκύκλιοι είναι πράγματι, ως εκ της φύσεώς τους, βραχείας διαρκείας. Αντιθέτως, η εγκύκλιος που αφορά τα σχέδια δράσεως κατά της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού προβλέπει ότι θα προτιμηθούν τα σχέδια που θα έχουν πιθανότητες μακροπρόθεσμης διάρκειας (σημείο 3, στοιχείο β'). Βεβαίως, η ίδια εγκύκλιος αναφέρει ότι η Επιτροπή μπορεί να χρηματοδοτήσει τις δραστηριότητες μόνο για περίοδο δώδεκα μηνών περίπου, αυτό όμως φαίνεται σε πρώτη ανάλυση να προκύπτει μάλλον από το γεγονός ότι η εγκύκλιος στηρίζεται αποκλειστικά στον προϋπολογισμό παρά από τη φύση των εν λόγω σχεδίων.

61 Το συμπέρασμα που προκύπτει από τα στοιχεία αυτά είναι ότι, στο παρόν στάδιο, δεν είναι δυνατόν να απορριφθεί ο ισχυρισμός του αιτούντος, ότι δηλαδή οι επίδικες εγκύκλιοι δεν είχαν ως στόχο τη χρηματοδότηση προπαρασκευαστικών ενεργειών ενόψει μεταγενέστερης εγκαινιάσεως πλέον φιλόδοξων προγραμμάτων, αλλά μάλλον να καλύψουν τη μη έγκριση από το Συμβούλιο των προτάσεων αποφάσεων που του είχε υποβάλει η Επιτροπή, ώστε να συνεχισθούν κατ' αυτόν τον τρόπο οι δραστηριότητες που αναλήφθηκαν κατ' εφαρμογή των παλαιοτέρων αποφάσεων του Συμβουλίου.

Επί του επείγοντος και της σταθμίσεως των συμφερόντων

62 Προκειμένου να εκτιμηθεί το επείγον των ζητουμένων μέτρων πρέπει να εξετασθεί αν τα μέτρα αυτά είναι αναγκαία για την αποφυγή σοβαρής ζημίας η οποία δεν θα μπορούσε να αποκατασταθεί ακόμη και σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της κυρίας προσφυγής.

63 Όπως προκύπτει συναφώς, η συνέχιση και ολοκλήρωση των επιδίκων διαδικασιών επιλογής θα δημιουργούσε μια πραγματική κατάσταση μη ανατρέψιμη λόγω της χορηγήσεως και ενδεχομένως της χρησιμοποιήσεως των σχετικών κονδυλίων από τους δικαιούχους, κατάσταση την οποία η απόφαση επί των κυρίων προσφυγών δεν θα μπορούσε πλέον να θεραπεύσει.

64 Το Ηνωμένο Βασίλειο παρατηρεί ότι μια τέτοια παράνομη δαπάνη θα συνιστούσε ανεπανόρθωτη παραβίαση των κανόνων που διέπουν την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των κοινοτικών οργάνων και θα προκαλούσε ανεπανόρθωτη βλάβη στην Κοινότητα και στα κράτη μέλη τόσο στο οικονομικό όσο και στο θεσμικό επίπεδο.

65 Κατά την Επιτροπή, το αιτούν δεν μπορεί να ενεργήσει ως θεματοφύλακας του δημοσίου συμφέροντος, ενώ κατά τα λοιπά δεν απέδειξε επαρκώς ότι υφίσταται σοβαρή ζημία.

66 Σημειωτέον όμως ότι, λόγω της θέσεώς του εντός της Κοινότητας ως κράτους μέλους, η οποία συνεπάγεται τη συμμετοχή στην άσκηση των εξουσιών, τόσο κανονιστικών όσο και δημοσιονομικών, καθώς και συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί να στερηθεί της δυνατότητας να επικαλεστεί τη ζημία που θα προέκυπτε από την πραγματοποίηση δαπανών κατά παράβαση των διατάξεων που διέπουν τις αρμοδιότητες της Κοινότητας και των οργάνων της.

67 Για να εκτιμηθεί αν το αιτούν απέδειξε την αναγκαιότητα των ζητουμένων μέτρων, πρέπει να αναλυθεί η προβαλλομένη ζημία υπό το φως όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων (διάταξη της 29ης Ιουνίου 1993, C-280/93 R, Γερμανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1993, σ. Ι-3667, σκέψη 29).

68 Επ' αυτού πρέπει να σημειωθεί πρώτον, όσον αφορά τη συμπεριφορά του αιτούντος, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ενήργησε δραστικά για να προλάβει την επέλευση της προβαλλομένης ζημίας. Συγκεκριμένα, όπως εξέθεσε η ίδια η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το γεγονός ότι δεν εγκρίθηκε η πρόταση "Φτώχεια 4" οφείλεται στη φανερή αντίθεση, στο πλαίσιο του Συμβουλίου, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο άσκησε επίσης προσφυγή κατά των οικονομικών δεσμεύσεων που ανέλαβε η Επιτροπή το 1995 για δράσεις καταπολεμήσεως της φτώχειας. Τέλος, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση δήλωσε ότι, ήδη από τον Ιανουάριο του 1996, είχε διατυπώσει αντιρρήσεις κατά των δαπανών που πραγματοποιεί η Επιτροπή για δράσεις υπέρ των ηλικιωμένων.

69 Εν συνεχεία, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι οι κανόνες θεσμικού χαρακτήρα που διέπουν την κατανομή εξουσιών μεταξύ των διαφόρων οργάνων της Κοινότητας κατέχουν ουσιώδη θέση στην κοινοτική έννομη τάξη (βλ. απόφαση της 22ας Μαΐου 1990, C-70/88, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1990, σ. Ι-2041) και ότι η κατάφωρη παραβίαση των ουσιωδών αυτών κανόνων μπορεί αφ' εαυτής να αποτελέσει λόγο εφαρμογής του άρθρου 186 της Συνθήκης [διάταξη της 21ης Μαΐου 1977, 31/77 R και 53/77 R, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Rec. 1977, σ. 921, σκέψεις 17 και 20 (στις ξενόγλωσσες μόνο εκδόσεις)].

70 Βεβαίως, στο παρόν στάδιο της δίκης, δεν αποδείχθηκε τέτοια προφανής παραβίαση ωστόσο, δεν μπορεί να αγνοηθεί η ισχύς των επιχειρημάτων που προέβαλε το αιτούν σε συνδυασμό με τη σημασία των κανόνων που φέρονται παραβιασθέντες.

71 Συνεπώς, το Ηνωμένο Βασίλειο απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι υπάρχει κίνδυνος επελεύσεως ανεπανόρθωτης ζημίας αν δεν ληφθούν προσωρινά μέτρα.

72 Για να κριθεί αν πρέπει να χορηγηθούν τέτοια μέτρα και για να προσδιορισθεί ενδεχομένως η φύση των μέτρων αυτών, είναι ανάγκη να σταθμισθούν αφενός το συμφέρον του αιτούντος να αποτραπεί η συνέχιση των επιδίκων διαδικασιών μέχρις ενός σταδίου όπου δεν θα επιδέχονται πλέον αντιστροφή και αφετέρου το συμφέρον της καθής να προχωρήσουν το ταχύτερο οι διαδικασίες αυτές. Κατά την εξέταση αυτή, πρέπει να ερευνηθεί αν η ενδεχόμενη ακύρωση των επιδίκων αποφάσεων από τον δικαστή της ουσίας θα καθιστούσε δυνατή την ανατροπή της καταστάσεως και, αντιστρόφως, κατά πόσο έκαστο των διαφόρων προσωρινών μέτρων που θα μπορούσαν να χορηγηθούν θα μπορούσε να ματαιώσει την επίτευξη των στόχων που επιδιώκουν οι επίδικες αποφάσεις σε περίπτωση που απορριφθεί η κύρια προσφυγή [διατάξεις της 19ης Ιουλίου 1995, C-149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-2165, σκέψη 50, και της 12ης Ιουλίου 1996, C-180/96 R, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 89].

73 Εν προκειμένω, η παράκαμψη, εκ μέρους της Επιτροπής, της βουλήσεως του κοινοτικού νομοθέτη θα συνιστούσε μεν σοβαρή προσβολή της κοινοτικής νομιμότητας, την οποία η απόφαση επί της κυρίας προσφυγής δεν θα μπορούσε να θεραπεύσει, πλην όμως η κατηγορηματική και ανεπιφύλακτη αναστολή των επιδίκων διαδικασιών θα δημιουργούσε μη αναστρέψιμη κατάσταση δυναμένη να προκαλέσει σοβαρές συνέπειες εφόσον τα εγγεγραμμένα στον προϋπολογισμό ποσά δεν θα μπορούσαν πλέον να χρησιμοποιηθούν υπέρ των κοινωνικού χαρακτήρα στόχων για τους οποίους διατέθηκαν, ακόμη και σε περίπτωση απορρίψεως των κυρίων προσφυγών.

74 Επομένως, το στοιχείο του επείγοντος που επικαλείται το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί να δικαιολογήσει ένα τέτοιο μέτρο, το οποίο εξάλλου δεν είναι αναγκαίο για την αποτροπή της προβαλλομένης ζημίας.

75 Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των στοιχείων, πρέπει να επιτραπεί μεν στην Επιτροπή να αναλάβει τις δαπάνες που προβλέπονται στο πλαίσιο των επιδίκων διαδικασιών, πλην όμως να υποχρεωθεί το εν λόγω όργανο να δηλώσει σαφώς ότι οι δεσμεύσεις αυτές εξαρτώνται από την έκβαση της κύριας δίκης και να μη προβεί σε καμιά πληρωμή πριν από την ημερομηνία εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

διατάσσει:

1) Αν η Επιτροπή αναλάβει δέσμευση για δαπάνες στο πλαίσιο της εφαρμογής της από 2 Μαΐου 1996 εγκυκλίου της, περί προσκλήσεως προς υποβολή αιτήσεων χρηματοδοτήσεως από την Επιτροπή δράσεων υπέρ των ηλικιωμένων, και της εγκυκλίου της που περιήλθε στις βρετανικές αρχές στις 15 Μαΐου 1996, περί προσκλήσεως για την υποβολή αιτήσεων χρηματοδοτήσεως από την Επιτροπή δράσεων καταπολεμήσεως της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, οφείλει να δηλώσει σαφώς ότι οι σχετικές δεσμεύσεις εξαρτώνται από την απόφαση του Δικαστηρίου στην κύρια δίκη και δεν θα προβεί σε καμιά πληρωμή πριν από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής.

2) Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 24 Σεπτεμβρίου 1996.