61996J0394

Απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 1998. - Mary Brown κατά Rentokil Ltd. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: House of Lords - Ηνωμένο Βασίλειο. - Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών - Απόλυση εγκύου γυναίκας - Απουσίες λόγω ασθενείας οφειλομένης στην εγκυμοσύνη. - Υπόθεση C-394/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-04185


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Πρόσβαση σε απασχόληση και συνθήκες εργασίας - Ίση μεταχείριση - Απόλυση μισθωτής εργαζομένης κατά της διάρκεια της εγκυμοσύνης της λόγω απουσιών οφειλομένων σε ανικανότητα προς εργασία προκληθείσα από την εγκυμοσύνη - Δεν επιτρέπεται - Συνεκτίμηση, για τον υπολογισμό των συνολικών απουσιών που επιτρέπουν την απόλυση δυνάμει συμβατικής ρήτρας, των απουσιών λόγω ασθενείας συνδεομένης με την εγκυμοσύνη και της απουσίας σε άδεια μητρότητας - Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία 76/207 του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 1 και 5 § 1)

Περίληψη


Τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, δεν επιτρέπουν την απόλυση εργαζομένης, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, λόγω απουσιών οφειλομένων σε ανικανότητα εργασίας προκληθείσα από ασθένεια οφειλομένη στην εγκυμοσύνη.

Συναφώς, το γεγονός ότι η εργαζομένη απολύθηκε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της βάσει συμβατικής ρήτρας παρέχουσας στον εργοδότη το δικαίωμα να απολύει τους εργαζομένους, ανεξαρτήτως φύλου, μετά από ορισμένες εβδομάδες συνεχούς απουσίας δεν ασκεί επιρροή.

Η απόλυση εργαζομένης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της λόγω απουσιών οφειλομένων σε ανικανότητα προς εργασία προκληθείσα από την εγκυμοσύνη συνδέεται με την επέλευση κινδύνων εγγενών στην εγκυμοσύνη και, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρείται ως στηριζόμενη κατ' ουσίαν στο γεγονός της εγκυμοσύνης. Η απόλυση αυτή μπορεί να αφορά μόνον τις γυναίκες και, συνεπώς, αποτελεί ευθεία διάκριση βασιζόμενη στο φύλο. Αντιθέτως, καθόσον οι παθολογικές καταστάσεις που οφείλονται στην εγκυμοσύνη ή στον τοκετό επέρχονται μετά τη λήξη της αδείας μητρότητας, εμπίπτουν στο γενικό σύστημα που εφαρμόζεται στην περίπτωση ασθενείας. Επομένως, σε περίπτωση που η ασθένεια αυτή εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και παρατάθηκε κατά την άδεια μητρότητας και μετά από αυτήν, η απουσία όχι μόνον κατά την άδεια μητρότητας, αλλά και κατά το χρονικό διάστημα από την αρχή της εγκυμοσύνης μέχρι την αρχή της αδείας μητρότητας, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του χρόνου που δικαιολογεί την απόλυση κατά το εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την απουσία της εργαζομένης μετά την άδεια μητρότητας, μπορεί να ληφθεί υπόψη υπό τους ίδιους όρους με την απουσία ενός άνδρα λόγω ανικανότητας εργασίας της ίδιας διαρκείας.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-394/96,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του House of Lords (Ηνωμένο Βασίλειο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Mary Brown

και

Rentokil Initial UK Ltd (πρώην Rentokil Ltd),

">η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους C. Gulmann, πρόεδρο του τρίτου και του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα, H. Ragnemalm, M. Wathelet και R. Schintgen, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, P. J. G. Kapteyn (εισηγητή), J. L. Murray, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet, P. Jann και L. Sevσn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η M. Brown, εκπροσωπούμενη από τους Colin McEachran, QC, και Ian Truscott, advocate, εντολοδόχους του Simon Mackay, solicitor,

- η Rentokil Initial UK Ltd, εκπροσωπούμενη από τους John Hand, QC, και Gerard F. McDermott, barrister, εντολοδόχους του Gareth T. Brown, solicitor,

- η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τη Stephanie Ridley, του Treasury Solicitor's Department, επικουρούμενη από τη Dinah Rose, barrister,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Pieter Jan Kuyper, νομικό σύμβουλο, και τη Marie Wolfcarius, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της M. Brown, της Rentokil Initial UK Ltd, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 16ης Δεκεμβρίου 1997,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Φεβρουαρίου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 28ης Νοεμβρίου 1996, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Δεκεμβρίου 1996, το House of Lords υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της M. Brown και της Rentokil Initial UK Ltd (στο εξής: Rentokil), σχετικά με την απόλυση της πρώτης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της.

3 Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η M. Brown εργαζόταν στη Rentokil ως οδηγός. Η εργασία της συνίστατο κυρίως στη μεταφορά και αλλαγή των μονάδων «Sanitact» σε καταστήματα και άλλα κέντρα. Κατά την ενδιαφερομένη, επρόκειτο περί βαριάς εργασίας.

4 Τον Αύγουστο του 1990 η M. Brown πληροφόρησε τη Rentokil ότι ήταν έγκυος. Στη συνέχεια, αντιμετώπισε προβλήματα συνδεόμενα με την εγκυμοσύνη της. Από τις 16 Αυγούστου 1990 υπέβαλε σειρά πιστοποιητικών τα οποία κάλυπταν τέσσερις εβδομάδες και ανέφεραν διάφορα προβλήματα οφειλόμενα στην εγκυμοσύνη. Η M. Brown δεν εργάστηκε πλέον μετά τα μέσα Αυγούστου 1990.

5 Η Rentokil είχε περιλάβει μια ρήτρα στις συμβάσεις εργασίας του προσωπικού της κατά την οποία, σε περίπτωση διαρκούς απουσίας λόγω ασθενείας άνω των 26 εβδομάδων, ο εργαζόμενος, είτε άνδρας είτε γυναίκα, θα απολυόταν.

6 Στις 9 Νοεμβρίου 1990 οι εκπρόσωποι της Rentokil επισήμαναν στη M. Brown ότι είχε παρέλθει το ήμισυ του χρονικού διαστήματος των 26 εβδομάδων και της υπενθύμισαν ότι η σύμβαση εργασίας της θα λυόταν στις 8 Φεβρουαρίου αν δεν επανερχόταν στην εργασία της πριν από την ημερομηνία αυτή, αφού θα είχε εξεταστεί από ανεξάρτητο ιατρό. Τούτο της επιβεβαιώθηκε με έγγραφο της ίδιας ημερομηνίας.

7 Η M. Brown δεν επανήλθε στην εργασία της κατόπιν του εγγράφου αυτού. Δεν αμφισβητείται ότι ουδόλως αναμενόταν ότι θα μπορούσε να επανέλθει πριν από την πάροδο του χρονικού διαστήματος των 26 εβδομάδων. Κατά συνέπεια, με έγγραφο της 30ής Ιανουαρίου 1991, το οποίο άρχισε να παράγει αποτελέσματα στις 8 Φεβρουαρίου 1991, απολύθηκε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της. Το τέκνο της γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου 1991.

8 Κατά τον χρόνο απολύσεως της M. Brown, το άρθρο 33 του Employment Protection (Consolidation) Act (κωδικοποιημένου νόμου για την προστασία των εργαζομένων) του 1978 όριζε ότι η εργαζομένη που απουσίασε από την εργασία της για λόγους οφειλομένους εν όλω ή εν μέρει σε εγκυμοσύνη ή τοκετό είχε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το δικαίωμα να επανέλθει στην εργασία της. Η εργαζομένη έπρεπε, ιδίως, να είχε απασχοληθεί μέχρι και την προτεραία της εναρκτήριας ημέρας της ενδέκατης εβδομάδας που προηγήθηκε της εικαζομένης εβδομάδας του τοκετού και να είχε συμπληρώσει δύο τουλάχιστον έτη συνεχούς απασχολήσεως μέχρι την εναρκτήρια ημέρα της ενδέκατης αυτής εβδομάδας.

9 Σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής, αν η ημερομηνία γεννήσεως του τέκνου της M. Brown ήταν και η αναμενόμενη ημερομηνία του τοκετού, η M. Brown, δεδομένου ότι δεν είχε συμπληρώσει δύο έτη απασχολήσεως μέχρι τις 30 Δεκεμβρίου 1990, δεν είχε δικαίωμα να απουσιάσει από την εργασία της από την αρχή της ενδέκατης εβδομάδας πριν από τον τοκετό, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 33 του Employment Protection (Consolidation) Act, και να επανέλθει στην εργασία της ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια των 29 εβδομάδων μετά τον τοκετό. Ωστόσο, είχε δικαίωμα να λαμβάνει Statutory Maternity Pay (επίδομα εκ του νόμου λόγω μητρότρητας) δυνάμει των άρθρων 46 έως 48 του Social Security Act (νόμου περί κοινωνικών ασφαλίσεων) του 1986.

10 Με απόφαση που πρωτοκολλήθηκε στις 5 Αυγούστου 1991, το Industrial Tribunal απέρριψε την αγωγή που άσκησε η M. Brown βάσει του Sex Discriminatiοn Act (νόμου περί των δυσμενών διακρίσεων λόγω φύλου) του 1975, με την οποία έβαλλε κατά της απολύσεώς της. Κατά το δικαστήριο αυτό, οσάκις η απόλυση επέρχεται μετά από απουσία οφειλομένη σε ασθένεια η οποία συνδέεται προς την εγκυμοσύνη, αλλά η οποία άρχισε πολύ πριν από τον χρόνο από τον οποίο αρχίζουν να έχουν εφαρμογή οι περί μητρότητας νομοθετικές διατάξεις και συνεχίστηκε έκτοτε αδιαλείπτως, η απόλυση αυτή δεν εμπίπτει στην κατηγορία των απολύσεων που πρέπει αυτομάτως να θεωρούνται ως συνιστώσες δυσμενή διάκριση λόγω του ότι πραγματοποιήθηκαν λόγω της εγκυμοσύνης.

11 Με απόφαση της 23ης Μαρτίου 1992, το Employment Appeal Tribunal απέρριψε την έφεση της M. Brown.

12 Με απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 1995, το Court of Session, Extra Division, αποφάνθηκε προκριματικώς ότι, στην παρούσα υπόθεση, δεν συνέτρεχε δυσμενής διάκριση υπό την έννοια του Sex Discriminatiοn Act του 1975. Κατά το δικαστήριο αυτό, εφόσον το Δικαστήριο έχει διακρίνει σαφώς μεταξύ εγκυμοσύνης και ασθενείας που οφείλεται στην εγκυμοσύνη (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1990, C-179/88, Handels- og Kontorfunktionaerernes Forbund, αποκαλούμενη απόφαση Hertz, Συλλογή 1990, σ. Ι-3979), δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει η έφεση της Μ. Brown, της οποίας η απουσία οφειλόταν σε ασθένεια και η οποία απολύθηκε λόγω της ασθενείας αυτής.

13 Η M. Brown άσκησε αναίρεση ενώπιον του House of Lords, το οποίο υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) α) Αντιβαίνει στα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (στο εξής: οδηγία περί ίσης μεταχειρίσεως) η απόλυση εργαζομένης, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, διότι απουσίασε λόγω ασθενείας οφειλομένης στην εγκυμοσύνη αυτή;

β) Ασκεί επιρροή στην απάντηση στο ερώτημα 1, στοιχείο αα, το γεγονός ότι η εν λόγω εργαζομένη απολύθηκε δυνάμει συμβατικής ρήτρας παρέχουσας στον εργοδότη το δικαίωμα να απολύει τους εργαζομένους, ανεξαρτήτως φύλου, εφόσον έχουν απουσιάσει συνεχώς επί ορισμένες εβδομάδες;

2) α) Αντιβαίνει στα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ίσης μεταχειρίσεως η απόλυση εργαζομένης, διότι απουσίασε λόγω ασθενείας οφειλομένης σε εγκυμοσύνη, εφόσον η εργαζομένη αυτή δεν πληροί τις προϋποθέσεις προκειμένου να δικαιούται να απουσιάσει από την εργασία της λόγω εγκυμοσύνης ή μητρότητας για το οριζόμενο από το εθνικό δίκαιο χρονικό διάστημα, λόγω του ότι δεν έχει συμπληρώσει τον απαιτούμενο από το εθνικό δίκαιο χρόνο απασχολήσεως, και εφόσον η απόλυση πραγματοποιήθηκε εντός του ως άνω χρονικού διαστήματος;

β) Ασκεί επιρροή στην απάντηση στο ερώτημα 2, στοιχείο αα, το γεγονός ότι η εργαζομένη απολύθηκε δυνάμει συμβατικής ρήτρας παρέχουσας στον εργοδότη το δικαίωμα να απολύει τους εργαζομένους, ανεξαρτήτως φύλου, εφόσον έχουν απουσιάσει συνεχώς επί ορισμένες εβδομάδες;»

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

14 Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, η οδηγία 76/207 αποσκοπεί στην εφαρμογή, εντός των κρατών μελών, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας.

15 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας διευκρινίζει ότι «η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό, ιδίως, με την οικογενειακή κατάσταση». Δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, «η εφαρμογή της αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως, συνεπάγεται την εξασφάλιση σε άνδρες και γυναίκες των αυτών όρων, χωρίς διάκριση βασιζόμενη στο φύλο».

16 Κατά παγία νομολογία του Δικαστηρίου, η απόλυση εργαζομένης λόγω της εγκυμοσύνης της ή για λόγους που ανάγονται κατ' ουσίαν στην κατάσταση αυτή μπορεί να αφορά μόνο τις γυναίκες και, συνεπώς, συνιστά δυσμενή διάκριση βασιζόμενη στο φύλο (βλ. αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 1990, C-177/88, Dekker, Συλλογή 1990, σ. Ι-3941, σκέψη 12· Hertz, προπαρατεθείσα, σκέψη 13· της 5ης Μαου 1994, C-421/92, Habermann-Beltermann, Συλλογή 1994, σ. Ι-1657, σκέψη 15, και της 14ης Ιουλίου 1994, C-32/93, Webb, Συλλογή 1994, σ. Ι-3567, σκέψη 19).

17 Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στη σκέψη 20 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Webb, το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 76/207, επιφυλάσσοντας υπέρ των κρατών μελών το δικαίωμα διατηρήσεως σε ισχύ ή θεσπίσεως διατάξεων με σκοπό την προστασία της γυναίκας όσον αφορά «την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα», αναγνωρίζει τη νομιμότητα, από πλευράς της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των φύλων, της προστασίας, αφενός, της βιολογικής καταστάσεως της γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μετά από αυτήν και, αφετέρου, των ειδικών σχέσεων μεταξύ της γυναίκας και του τέκνου της κατά τη διάρκεια του μετά την εγκυμοσύνη και τον τοκετό χρόνου.

18 Λαμβάνοντας υπόψη το ενδεχόμενο να επηρεάσει η απόλυση δυσμενώς τη σωματική και ψυχική κατάσταση των γυναικών εργαζομένων που εγκυμονούν, έχουν γεννήσει ή γαλουχούν, περιλαμβανομένου του ιδιαίτερα σοβαρού κινδύνου να παρακινηθεί εξ αυτού η έγκυος εργαζομένη να διακόψει την κύησή της, ο κοινοτικός νομοθέτης προέβλεψε στη συνέχεια, με το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατης ειδικής οδηγίας κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ L 348, σ. 1), η οποία έπρεπε να μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών το αργότερο δύο έτη μετά την έκδοσή της, ειδική προστασία για τη γυναίκα, θεσπίζοντας απαγόρευση απολύσεως κατά το χρονικό διάστημα από την έναρξη της εγκυμοσύνης μέχρι το τέλος της αδείας μητρότητας. Το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 δεν προέβλεψε μάλιστα καμία εξαίρεση ή παρέκκλιση από την απαγόρευση απολύσεως της εγκύου γυναίκας κατά τη διάρκεια του εν λόγω διαστήματος, εκτός από τις εξαιρέσεις που δεν συνδέονται με την κατάσταση της ενδιαφερομένης (βλ., συναφώς, απόφαση Webb, προπαρατεθείσα, σκέψεις 21 και 22).

19 Η απάντηση στο πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορά την οδηγία 76/207, πρέπει να δοθεί λαμβανομένου υπόψη του γενικού αυτού πλαισίου.

20 Καταρχάς, από τη δικογραφία προκύπτει ότι το ερώτημα αυτό αφορά την απόλυση εργαζομένης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της λόγω απουσιών οφειλομένων σε ανικανότητα προς εργασία προκληθείσα από την κατάσταση αυτή. Όπως παρατήρησε η Rentokil, η αιτία της απολύσεως της M. Brown έγκειται στο γεγονός ότι ήταν ασθενής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της σε βαθμό ώστε να μην είναι ικανή να εργασθεί επί 26 εβδομάδες. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι η ασθένεια αυτή οφειλόταν στην εγκυμοσύνη.

21 Η απόλυση όμως μιας γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της δεν μπορεί να βασίζεται στην αδυναμία εκπληρώσεως της υποχρεώσεως παροχής εργασίας που ανέλαβε έναντι του εργοδότη της. Αν γινόταν δεκτή η ερμηνεία αυτή, το ευεργέτημα της προστασίας την οποία εξασφαλίζει το κοινοτικό δίκαιο στη γυναίκα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της θα επιφυλασσόταν μόνο στις εγκύους εργαζόμενες που είναι σε θέση να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους από τη σύμβαση εργασίας τους και, ως εκ τούτου, οι διατάξεις της οδηγίας 76/207 δεν θα είχαν πρακτική αποτελεσματικότητα (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Webb, σκέψη 26).

22 Πράγματι, μολονότι η εγκυμοσύνη ουδόλως μπορεί να εξομοιωθεί με παθολογική κατάσταση (προπαρατεθείσα απόφαση Webb, σκέψη 25), γεγονός παραμένει ότι, όπως υπογράμμισε ο γενικος εισαγγελέας στο σημείο 56 των προτάσεών του, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορούν να εμφανισθούν προβλήματα και επιπλοκές ικανά να υποχρεώσουν τη γυναίκα να υποβληθεί σε αυστηρή ιατρική παρακολούθηση και, ενδεχομένως, να τηρήσει πλήρη ανάπαυση καθ' όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή μέρους αυτής. Αυτά τα προβλήματα και οι επιπλοκές, που μπορούν να προκαλέσουν ανικανότητα προς εργασία, αποτελούν κινδύνους εγγενείς στην κατάσταση της εγκυμοσύνης και, συνεπώς, αποτελούν στοιχεία της ιδιάζουσας αυτής καταστάσεως.

23 Εξάλλου, στη σκέψη 15 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Hertz το Δικαστήριο, στηριζόμενο στο άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 76/207, υπενθύμισε ότι η οδηγία αυτή επιτρέπει τις εθνικές διατάξεις που εγγυώνται στις γυναίκες ειδικά δικαιώματα λόγω της εγκυμοσύνης και της μητρότητας. Το Δικαστήριο κατέληξε εντεύθεν ότι, κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας, της οποίας τυγχάνει κατ' εφαρμογήν του εθνικού δικαίου, η γυναίκα προστατεύεται από απολύσεις λόγω της απουσίας της.

24 Αν, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 76/207, πρέπει να αναγνωρισθεί μια τέτοια προστασία από την απόλυση στη γυναίκα κατά τη διάρκεια της αδείας μητρότητας (προπαρατεθείσα απόφαση Hertz, σκέψη 15), η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιτάσσει την παροχή παρόμοιας προστασίας καθ' όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, η απόλυση εργαζομένης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της λόγω απουσιών οφειλομένων σε ανικανότητα προς εργασία προκληθείσα από την εγκυμοσύνη συνδέεται με την επέλευση κινδύνων εγγενών στην εγκυμοσύνη και, συνεπώς, πρέπει να θεωρείται ως στηριζόμενη κατ' ουσίαν στο γεγονός της εγκυμοσύνης. Η απόλυση αυτή μπορεί να αφορά μόνον τις γυναίκες και, συνεπώς, αποτελεί ευθεία διάκριση βασιζόμενη στο φύλο.

25 Συνεπώς, τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 δεν επιτρέπουν την απόλυση εργαζομένης, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, λόγω απουσιών οφειλομένων σε ανικανότητα προς εργασία προκληθείσα από ασθένεια οφειλομένη στην εγκυμοσύνη.

26 Αντιθέτως, καθόσον οι παθολογικές καταστάσεις που οφείλονται στην εγκυμοσύνη ή στον τοκετό επέρχονται μετά τη λήξη της αδείας μητρότητας, εμπίπτουν στο γενικό σύστημα που εφαρμόζεται στην περίπτωση ασθενείας (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Hertz, σκέψεις 16 και 17). Στην περίπτωση αυτή, τίθεται μόνον το ζήτημα αν οι απουσίες της εργαζομένης μετά την άδεια μητρότητας, λόγω ανικανότητας προς εργασία που συνεπάγονται τα προβλήματα αυτά, αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο με τις απουσίες ενός άνδρα εργαζομένου λόγω ανικανότητας προς εργασία της ίδιας διαρκείας· εάν τούτο συμβαίνει, δεν συντρέχει δυσμενής διάκριση βασιζόμενη στο φύλο.

27 Απ' όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει επίσης ότι, αντιθέτως προς την κρίση του Δικαστηρίου στην απόφαση της 29ης Μαου 1997, C-400/95, Larsson, Συλλογή 1997, σ. Ι-2757, σκέψη 23), οσάκις μια εργαζομένη απουσιάζει λόγω ασθενείας οφειλομένης στην εγκυμοσύνη ή στον τοκετό, σε περίπτωση που η ασθένεια αυτή εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και παρατάθηκε κατά την άδεια μητρότητας και μετά από αυτήν, η απουσία όχι μόνον κατά την άδεια μητρότητας, αλλά και κατά το χρονικό διάστημα από την αρχή της εγκυμοσύνης μέχρι την αρχή της αδείας μητρότητας, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του χρόνου που δικαιολογεί την απόλυσή της κατά το εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την απουσία της εργαζομένης μετά την άδεια μητρότητας, μπορεί να ληφθεί υπόψη υπό τους ίδιους όρους με την απουσία ενός άνδρα λόγω ανικανότητας εργασίας της ίδιας διαρκείας.

28 Συνεπώς, στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 δεν επιτρέπουν την απόλυση εργαζομένης, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, λόγω απουσιών οφειλομένων σε ανικανότητα εργασίας προκληθείσα από ασθένεια οφειλομένη στην εγκυμοσύνη.

Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

29 Το δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος αφορά συμβατική ρήτρα παρέχουσα στον εργοδότη το δικαίωμα να απολύει τους εργαζομένους, ανεξαρτήτως φύλου, μετά από ορισμένες εβδομάδες συνεχούς απουσίας.

30 Κατά παγία νομολογία, η δυσμενής διάκριση συνίσταται στην εφαρμογή διαφορετικών κανόνων σε παρεμφερείς καταστάσεις ή στην εφαρμογή του ίδιου κανόνα σε διαφορετικές καταστάσεις (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1996, C-342/93, Gillespie κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-475, σκέψη 16).

31 Κατά το μέτρο που η ρήτρα εφαρμόζεται για την απόλυση εγκύου εργαζομένης λόγω απουσιών που οφείλονται στην ανικανότητα προς εργασία που προκλήθηκε από την εγκυμοσύνη της, ο κανόνας τον οποίο περιλαμβάνει η ρήτρα αυτή και ο οποίος ισχύει ομοίως για τους άνδρες και για τις γυναίκες εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο σε διαφορετικές καταστάσεις, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη δοθείσα στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος απάντηση, η κατάσταση μιας εγκύου εργαζομένης που βρίσκεται σε ανικανότητα προς εργασία, προκληθείσα από προβλήματα που συνδέονται προς την κατάσταση εγκυμοσύνης της, δεν μπορεί να εξομοιωθεί προς την κατάσταση ενός ασθενούς άνδρα εργαζομένου που απουσιάζει λόγω ανικανότητας προς εργασία για χρονικό διάστημα της ίδιας διαρκείας.

32 Κατά συνέπεια, η εν λόγω συμβατική ρήτρα, οσάκις εφαρμόζεται σε περίπτωση όπως η προκειμένη, συνιστά ευθεία δυσμενή διάκριση βασιζόμενη στο φύλο.

33 Συνεπώς, στο δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το γεγονός ότι η εργαζομένη απολύθηκε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της βάσει συμβατικής ρήτρας παρέχουσας στον εργοδότη το δικαίωμα να απολύει τους εργαζομένους, ανεξαρτήτως φύλου, μετά από ορισμένες εβδομάδες συνεχούς απουσίας δεν μεταβάλλει την απάντηση στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

34 Ενόψει της δοθείσας στο πρώτο ερώτημα απαντήσεως, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

35 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το House of Lords με διάταξη της 28ης Νοεμβρίου 1996, αποφαίνεται:

Τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, δεν επιτρέπουν την απόλυση εργαζομένης, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, λόγω απουσιών οφειλομένων σε ανικανότητα εργασίας προκληθείσα από ασθένεια οφειλομένη στην εγκυμοσύνη.

Συναφώς, το γεγονός ότι η εργαζομένη απολύθηκε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της βάσει συμβατικής ρήτρας παρέχουσας στον εργοδότη το δικαίωμα να απολύει τους εργαζομένους, ανεξαρτήτως φύλου, μετά από ορισμένες εβδομάδες συνεχούς απουσίας δεν ασκεί επιρροή.