61996J0337

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 3ης Δεκεμβρίου 1998. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Industrial Refuse & Coal Energy Ltd. - Ρήτρα διαιτησίας - Μη εκτέλεση συμβάσεως. - Υπόθεση C-337/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-07943


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Διαδικασία - Προσφυγή στο Δικαστήριο βάσει ρήτρας διαιτησίας - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου - Περιεχόμενο και όρια

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 181)

Περίληψη


Η στηριζόμενη σε ρήτρα διαιτησίας αρμοδιότητα του Δικαστηρίου αποτελεί παρέκκλιση από τους κανόνες του κοινού δικαίου και πρέπει, ως εκ τούτου, να ερμηνεύεται στενώς. Το Δικαστήριο μπορεί να εκδικάζει μόνον αγωγές που πηγάζουν από συναφθείσα από την Κοινότητα σύμβαση περιέχουσα ρήτρα διαιτησίας ή που έχουν άμεση σχέση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή.

Προκειμένου περί μιας συμβάσεως για της οποίας τη σύναψη η Κοινότητα έχει εκπροσωπηθεί από την Επιτροπή και η οποία αφορά την υλοποίηση συγκεκριμένου σχεδίου, δεν είναι σύμφωνος προς την εν λόγω προϋπόθεση και, επομένως, πρέπει να θεωρείται ως απαράδεκτος, ο ισχυρισμός που αντλείται από προβαλλόμενη δυσφημιστική σε βάρος του αντισυμβαλλομένου συμπεριφορά υπαλλήλων της Επιτροπής στο πλαίσιο επαφών μεταξύ της Επιτροπής και τρίτων που ουδεμία έχουν σχέση με την εν λόγω σύμβαση, αλλά αφορούν αίτηση επιδοτήσεως για ξεχωριστό σχέδιο.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-337/96,

Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Thomas F. Cusack, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τον Fergus Randolph, barrister, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gσmez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

ενάγουσα,

κατά

Industrial Refuse & Coal Εnergy Ltd, εταιρίας αγγλικού δικαίου με έδρα το Oxted (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπουμένης, αρχικώς, από τους Kanaar & Co., solicitors,

εναγομένης,

που έχει ως αντικείμενο, αφενός, την επιστροφή του χρηματικού ποσού που προκαταβλήθηκε από την Επιτροπή στην εναγομένη, στο πλαίσιο σχεδίου επιδείξεως σκοπούντος στη μετατροπή υφισταμένου σταθμού μεταφορτώσεως απορριμμάτων σε μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από την επεξεργασία ακατέργαστων αστικών αποβλήτων, και, αφετέρου, ανταγωγή με την οποία ζητείται η καταβολή του υπολοίπου του προβλεπομένου από τη σύμβαση συνολικού ποσού ενισχύσεως καθώς και η επιδίκαση αποζημιώσεως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, D. A. O. Edward και M. Wathelet, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. Saggio

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Οκτωβρίου 1996, η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 181 της Συνθήκης ΕΚ, αγωγή με την οποία ζητεί να υποχρεωθεί η Industrial Refuse & Coal Energy Ltd (στο εξής: Iraco) να της καταβάλει το ποσό των 242 234 ECU, προσαυξημένο με τόκους υπηρημερίας προς 8,15 % ετησίως, υπολογιζομένους από τις 20 Οκτωβρίου 1993.

2 Με υπόμνημα αντικρούσεως, η Iraco ζήτησε, ανταγωγικώς, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει το ποσό των 445 174 ECU, προσαυξημένο με τόκους υπερημερίας προς 8,15 % ετησίως, υπολογιζομένους από τις 23 Αυγούστου 1989, καθώς και αποζημίωση ενός εκατομμυρίου ECU.

Η επίμαχη σύμβαση

3 Στις 9 Ιουλίου 1987 η Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, συνήψε με την Iraco σύμβαση για την πραγματοποίηση σχεδίου επιδείξεως με σκοπό τη μετατροπή υφισταμένου σταθμού μεταφορτώσεως απορριμμάτων σε μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από την επεξεργασία ακατεργάστων αστικών αποβλήτων. Στο πλαίσιο της συμβάσεως αυτής, η Iraco ανέλαβε τη δέσμευση να εκτελέσει τις εργασίες που ήσαν αναγκαίες ώστε το σχέδιο να έχει περατωθεί τον Αύγουστο του 1989.

4 Δυνάμει του άρθρου 3 της συμβάσεως, η Επιτροπή παρέσχε χρηματοδοτική ενίσχυση στην Iraco, αντιπροσωπεύουσα το 26,2 % του πραγματικού κόστους του σχεδίου, πλην ΦΠΑ· η χρηματοδοτική αυτή ενίσχυση δεν μπορούσε να υπερβεί ένα ανώτατο όριο, ίσο προς 636 612 ECU. Σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ, παράγραφος 1, στοιχείο aο, της συμβάσεως, εντός εξήντα ημερών από την υπογραφή της συμβάσεως θα κατετίθετο προκαταβολή ύψους 190 984 ECU σε τοκοφόρο τραπεζικό λογαριασμό που θα ανοιγόταν για τον σκοπό αυτό επ' ονόματι του αντισυμβαλλομένου. Η προκαταβολή και οι τόκοι έπρεπε να χρησιμοποιηθούν μόνο για τους σκοπούς του σχεδίου, οι δε τόκοι επί της προκαταβολής θα αφαιρούνταν από το υπόλοιπο της χρηματοδοτικής ενισχύσεως. Από το παράρτημα ΙΙ, παράγραφος 1, στοιχείο c, της συμβάσεως προκύπτει ότι τα ποσά που θα καταβάλλονταν ως χρηματοδοτική ενίσχυση θα περιέρχονταν οριστικώς στην κυριότητα του αντισυμβαλλομένου μόνον ύστερα από την έγκριση της τελικής εκθέσεως και της καταστάσεως των δαπανών.

5 Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της συμβάσεως, η Iraco ανέλαβε την πλήρη ευθύνη για κάθε είδους ζημίες που θα μπορούσε να υποστεί κατά την εκτέλεση της συμβάσεως ή σε σχέση με αυτήν.

6 Σύμφωνα με το άρθρο 7, κάθε αλλαγή ή συμπλήρωση των διατάξεων της συμβάσεως υπέκειτο σε έγγραφη συμφωνία των συμβαλλομένων.

7 Σύμφωνα με το άρθρο 9, αν η συνέχιση του καθορισθέντος προγράμματος εργασίας καθίστατο ασύμφορη, εκάτερος των συμβαλλομένων μπορούσε να υπαναχωρήσει της συμβάσεως τηρώντας προθεσμία προειδοποιήσεως δύο μηνών. Αν από έλεγχο των καταβληθέντων από την Επιτροπή ποσών προέκυπτε ότι ο αντισυμβαλλόμενος είχε λάβει περισσότερα του δέοντος, ο τελευταίος όφειλε να επιστρέψει αμέσως στην Επιτροπή το υπερβάλλον, προσαυξημένο με τόκους, υπολογιζομένους από την ημερομηνία αποπερατώσεως ή διακοπής των εργασιών. Ισχύον επιτόκιο ήταν αυτό που εφάρμοζε η Ευρωπαϋκή Τράπεζα Επενδύσεων κατά την ημερομηνία λήψεως της αποφάσεως της Επιτροπής να χορηγήσει χρηματοδοτική ενίσχυση για το σχέδιο.

8 Σύμφωνα με το άρθρο 11 της συμβάσεως, ορισμένα από τα στοιχεία σχετικά με το σχέδιο που ο αντισυμβαλλόμενος όφειλε να προσκομίσει στην Επιτροπή ήσαν απόρρητα.

9 Σύμφωνα με το άρθρο 13, οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν ότι αρμόδιο για την επίλυση κάθε ενδεχόμενης διαφοράς σχετικά με το κύρος, την ερμηνεία ή την εκτέλεση της συμβάσεως θα ήταν το Δικαστήριο.

10 Το άρθρο 14 όριζε ότι η σύμβαση διεπόταν από το αγγλικό δίκαιο.

Πραγματικά περιστατικά

11 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη σε δύο καταβολές προς την Iraco, και συγκεκριμένα στις 18 Αυγούστου 1987 κατέβαλε ποσό 190 984 ECU και την 1η Ιανουαρίου 1988 ποσό 11 005 ECU.

12 Με έγγραφο της 20ής Νοεμβρίου 1987, η Iraco πληροφόρησε την Επιτροπή ότι η αρχικώς προβλεφθείσα για την εκτέλεση του σχεδίου τοποθεσία είχε εγκαταλειφθεί, πράγμα που μπορούσε να έχει ως συνέπεια την κατά μερικούς μήνες καθυστέρηση της πραγματοποιήσεως του εν λόγω σχεδίου.

13 Με έγγραφο της 29ης Νοεμβρίου 1988, η Επιτροπή αποδέχθηκε τη μετάθεση της ημερομηνίας αποπερατώσεως του σχεδίου από τον Αύγουστο 1989 στον Σεπτέμβριο 1990. Ωστόσο, η Επιτροπή επέβαλε στην Iraco την υποχρέωση να εξεύρει, εντός έξι μηνών από της λήψεως του εγγράφου, την κατάλληλη τοποθεσία, που θα εγκρινόταν από τις αρμόδιες αρχές τοπικής αυτοδιοικήσεως.

14 Με έγγραφο της 23ης Αυγούστου 1989, η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε ότι δεν είχε εισέτι εξευρεθεί η κατάλληλη τοποθεσία, γνωστοποίησε στην Iraco ότι υπαναχωρούσε της συμβάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 9 αυτής. Η Επιτροπή κάλεσε την Iraco να προσκομίσει έκθεση όπου, αφενός, θα περιλαμβάνονταν όλες οι δαπάνες που είχαν διενεργηθεί στο πλαίσιο του σχεδίου μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου 1988 και, αφετέρου, θα αναφερόταν το ποσό των τόκων που είχαν κατατεθεί στον λογαριασμό στον οποίο είχε κατατεθεί η προκαταβολή. Η έκθεση έπρεπε να αποσταλεί στην Επιτροπή πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 1989.

15 Με έγγραφο της 18ης Οκτωβρίου 1989, η Επιτροπή διασαφήνισε ότι η υπαναχώρηση αυτή δεν οφειλόταν στην έκδοση της οδηγίας 89/369/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την πρόληψη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις νέες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων (ΕΕ L 163, σ. 32, στο εξής: οδηγία), που δεν είχε εισέτι τεθεί σε εφαρμογή εντός των κρατών μελών.

16 Ύστερα από την αποστολή των εγγράφων αυτών, η Iraco απηύθυνε στην Επιτροπή στις 23 Νοεμβρίου 1990 έγγραφο στο οποίο είχαν επισυναφθεί διάφορα δικαιολογητικά για τις δαπάνες της και για τη χρησιμοποίηση των σχετικών ποσών σύμφωνα με τους όρους της χορηγήσεως της χρηματοδοτικής ενισχύσεως.

17 Εκτιμώντας ότι δεν μπορούσε να αποδεχθεί τα προσκομισθέντα από την Iraco αριθμητικά στοιχεία, η Επιτροπή αποφάσισε να προβεί σε επιτόπιο διαχειριστικό έλεγχο. Σύμφωνα με τον έλεγχο αυτό, του οποίου το αποτέλεσμα γνωστοποιήθηκε στην Iraco με έγγραφο της Επιτροπής της 4ης Αυγούστου 1993, η Iraco όφειλε να επιστρέψει στην Επιτροπή το ποσό των 242 234 ECU. Σύμφωνα με το ίδιο αυτό έγγραφο, η επιστροφή έπρεπε να γίνει εντός δύο μηνών από την ημερομηνία λήψεως του εγγράφου αυτού.

18 Με έγγραφο της 18ης Αυγούστου 1993, η Iraco αξίωσε από την Επιτροπή την καταβολή ποσού 636 612 ECU, που αντιστοιχούσε στην αξία των συμπληρωματικών εργασιών, στο διαφυγόν κέρδος και στη ζημία της.

19 Στις 20 Οκτωβρίου 1993 η Iraco επιβεβαίωσε τη λήψη του χρεωστικού σημειώματος που είχε αποσταλεί από τη λογιστική υπηρεσία της Επιτροπής.

20 Δεδομένου ότι η Iraco δεν κατέβαλε το ποσό που ζητούσε η Επιτροπή, η τελευταία άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

21 Το δικόγραφο της αγωγής της Επιτροπής πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Οκτωβρίου 1996.

22 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Δεκεμβρίου 1996, η Iraco ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 76 του Κανονισμού Διαδικασίας, την παροχή του ευεργετήματος πενίας.

23 Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με διάταξη του Δικαστηρίου της 3ης Φεβρουαρίου 1997.

24 Στις 10 Μαρτίου 1997 η Iraco κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου έγγραφο με τίτλο «υπόμνημα αντικρούσεως και ανταγωγή».

25 Με αίτηση που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Μαου 1997, η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο, δυνάμει των άρθρων 91, παράγραφος 1, και 94, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, να κηρύξει το έγγραφο αυτό απαράδεκτο και να εκδώσει επί της αγωγής της Επιτροπής ερήμην απόφαση επιδικάζοντάς της τα αιτήματά της.

26 Με διάταξη της 23ης Σεπτεμβρίου 1997, το Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις αυτές.

Επί της ουσίας

27 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι υπαναχώρησε της συμβάσεως σύμφωνα με το άρθρο 9 αυτής, ότι η Iraco αναγνώρισε ότι η σύμβαση είχε λυθεί κατ' εφαρμογήν της διατάξεως αυτής, ότι από διαχειριστικό έλεγχο που διενεργήθηκε από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες κατεφάνη ότι η Iraco της οφείλει ποσό 242 234 ECU και ότι η Επιτροπή ρητώς ζήτησε την επιστροφή του ποσού αυτού. Από τα ανωτέρω η Επιτροπή συνάγει ότι δικαιούται, δυνάμει της συμβάσεως, να της καταβληθεί το εν λόγω ποσό.

28 Το ποσό αυτό σύγκειται, σύμφωνα με την Επιτροπή, από 191 438 ECU, προσαυξημένο με τόκους, προς 8,15 %, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 9 της συμβάσεως, το ύψος των οποίων φθάνει τα 50 796 ECU. Η Επιτροπή αξιώνει επίσης την καταβολή τόκων υπερημερίας από τις 20 Οκτωβρίου 1993, ημερομηνία κατά την οποία λογίζεται ότι η Iraco έλαβε το χρεωστικό σημείωμα.

29 Η Iraco ισχυρίζεται, προς άμυνά της και ανταγωγικώς, ότι η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για το ανίσχυρο της συμβάσεως, διότι άρχισε συζητήσεις με τις αρμόδιες βρετανικές αρχές με σκοπό την έκδοση αυστηρότερης οδηγίας για την προστασία του περιβάλλοντος, όσον αφορά την καύση τόσο των στερεών αστικών αποβλήτων όσο και των καυσίμων που παράγονται από απόβλητα.

30 Κατά την Iraco, η οδηγία, που αποτελεί καρπό των διαπραγματεύσεων αυτών, θεσπίζει, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, προδιαγραφές τις οποίες δεν πληρούσε το σχέδιο, υπό τη μορφή που προβλεπόταν από τη σύμβαση. Η Iraco φρονεί ότι η Επιτροπή κατέστησε, συνεπώς, τη σύμβαση «τεχνικώς παράνομη» και παρέβη την υποχρέωσή της να κρατεί τον αντισυμβαλλόμενό της ενήμερο σχετικά με τις διαβουλεύσεις που είχε με τις βρετανικές αρχές και οι οποίες εμπόδισαν την αποπεράτωση του έργου.

31 Η Iraco διευκρινίζει ότι, λόγω των τροποποιήσεων των ισχυουσών διατάξεων, υποχρεώθηκε να καταβάλει προσπάθειες που απαιτούσαν χρόνο και σημαντικές επενδύσεις, προκειμένου να καταστήσει το σχέδιο σύμφωνο με τις νέες προδιαγραφές.

32 Εξάλλου, η Iraco υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη τις συμβατικές της υποχρεώσεις, καθόσον, αφενός, ενημέρωσε την KTI Energy Inc., που δεν μετείχε στη σύμβαση, σχετικά με τα μέτρα που θα ελάμβανε, παραβαίνοντας έτσι την υποχρέωσή της τηρήσεως του απορρήτου, και, αφετέρου, συνάπτοντας ζημιογόνο για την Iraco σχέση με την Costain Ventures και τη Midland Electricity Board σχετικά με ενδεχόμενη επιδότηση, άσχετη με το αντικείμενο της συμβάσεως. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια συναντήσεως με τις εταιρίες αυτές, υπάλληλος της Επιτροπής δυσφήμισε τον πρόεδρο της Iraco.

33 Κατά συνέπεια, η Iraco ζητεί από την Επιτροπή, ανταγωγικώς, την καταβολή αποζημιώσεως, δυνάμει του άρθρου 7 της συμβάσεως. Θεωρεί ότι το ποσό που απαιτείται για την αποκατάσταση της ζημίας της από τις εκ μέρους της Επιτροπής παραβάσεις της συμβάσεως είναι εύλογο να καθοριστεί στο ύψος του υπολοίπου της ενισχύσεως, δηλαδή σε 445 174 ECU. Το ποσό που η Iraco ζητεί ως αποζημίωση για τη ζημία που η Επιτροπή προκάλεσε τόσο σ' αυτήν όσο και στην KTI Energy Ltd, της οποίας το κεφάλαιο ανήκει κατά το ένα τρίτο στην Iraco και κατά τα δύο τρίτα στην KTI Energy Inc., ανέρχεται στο ποσό του ενός εκατομμυρίου ECU.

34 Η Επιτροπή απαντά, πρώτον, ότι η οδηγία, την οποία επικαλείται η Iraco, δεν εφαρμόζεται επί της συμβάσεως.

35 Όσον αφορά, στη συνέχεια, τις επαφές της με την ΚΤΙ Energy Inc., η Επιτροπή υποστηρίζει ότι στο έγγραφο με το οποίο απάντησε σε αίτηση της ΚΤΙ Energy Inc. αναφερόταν απλώς ότι η τελευταία δεν μπορούσε να συμμετάσχει στο σχέδιο, εφόσον δεν είχε εξευρεθεί καμία κατάλληλη τοποθεσία, με αποτέλεσμα τη λύση της συμβάσεως. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι, μολονότι η κατ' αυτής αιτίαση στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως σεβασμού του απορρήτου, το άρθρο 11 της εν λόγω συμβάσεως ορίζει ότι η υποχρέωση αυτή ισχύει μόνο για ορισμένα από τα παρασχεθέντα από την εναγομένη στην Επιτροπή στοιχεία. Επομένως, η Επιτροπή φρονεί ότι δεν υπήρξε παράβαση του άρθρου 11.

36 Τέλος, αναφορικά με τις επαφές της με την Costain Ventures και τη Midland Electricity Board, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, όπως έχει αναγνωρίσει η ίδια η Iraco, η ζημία που η εναγομένη ισχυρίζεται ότι υπέστη απορρέει από ένα σχέδιο που δεν έχει καμία σχέση με την επίδικη σύμβαση. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή φρονεί ότι τα ζητήματα αυτά δεν μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 13 της συμβάσεως, να αποτελέσουν αντικείμενο της παρούσας διαφοράς.

37 Δεδομένου ότι η Iraco επικαλείται τους ίδιους ισχυρισμούς και τα ίδια επιχειρήματα, τόσο προς άμυνά της όσο και ανταγωγικώς, η αγωγή της Επιτροπής και η ανταγωγή της Iraco πρέπει να συνεξεταστούν.

38 Διαπιστώνεται ότι, δεδομένου ότι η συνέχιση του σχεδίου είχε καταστεί ασύμφορη, η Επιτροπή δικαιούνταν, δυνάμει του άρθρου 9 της συμβάσεως, να υπαναχωρήσει τηρώντας προθεσμία προειδοποιήσεως δύο μηνών.

39 Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, δύο έτη μετά τη σύναψη της συμβάσεως και ενώ το σχέδιο θα έπρεπε να έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, η Iraco δεν είχε ακόμη βρει την κατάλληλη τοποθεσία. Η Επιτροπή δέχθηκε τη μετάθεση της ημερομηνίας αποπερατώσεως του σχεδίου, υπό τον ρητό όρο ότι η Iraco θα έβρισκε την κατάλληλη τοποθεσία εντός έξι μηνών, όρο που η Iraco δεν τήρησε.

40 Η Iraco δεν αμφισβητεί ότι η Επιτροπή δικαιούνταν, σύμφωνα με το άρθρο 9 της συμβάσεως, να υπαναχωρήσει.

41 Η υπαναχώρηση αυτή, που γνωστοποιήθηκε με έγγραφο της Επιτροπής της 23ης Αυγούστου 1989 και άρχισε να παράγει αποτελέσματα στις 23 Οκτωβρίου 1989, συνεπάγεται την υποχρέωση του αντισυμβαλλομένου να αποδώσει αμέσως στην Επιτροπή το καθ' υπέρβαση εισπραχθέν ποσό, με τόκους υπολογιζόμενους από την ημερομηνία αποπερατώσεως ή διακοπής των εργασιών.

42 Σ' αυτήν την υποχρέωση επιστροφής η Iraco δεν μπορεί να αντιτείνει την εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση των συμβατικών της υποχρεώσεων.

43 Πράγματι, προκειμένου περί του σχετικού με την οδηγία ισχυρισμού, διαπιστώνεται ότι η Iraco δεν είχε κανένα λόγο να υποθέσει ότι η οδηγία αυτή επρόκειτο να επηρεάσει την εκτέλεση του σχεδίου.

44 Συναφώς, επισημαίνεται, κατ' αρχάς, ότι η Iraco υποχρεούνταν να εξεύρει την κατάλληλη για το σχέδιο τοποθεσία πριν καν από την έκδοση της εν λόγω οδηγίας.

45 Περαιτέρω, η οδηγία, σύμφωνα με το άρθρο της 2, εφαρμόζεται μόνον επί των «νέων εγκαταστάσεων καύσεως». Ως τέτοιες εγκαταστάσεις νοούνται, κατά το άρθρο 1, σημείο 5 της οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 12, οι εγκαταστάσεις των οποίων η άδεια εκμεταλλεύσεως εκδόθηκε μετά από την 1η Δεκεμβρίου 1990. Δεδομένου ότι το αποτελούν το αντικείμενο της επίμαχης συμβάσεως σχέδιο έπρεπε να έχει πραγματοποιηθεί το αργότερο τον Σεπτέμβριο του 1990, το εν λόγω σχέδιο ουδόλως υπέκειτο στο προβλεπόμενο από την οδηγία καθεστώς.

46 Τέλος, στο μέτρο που η Iraco φρονεί ότι η οδηγία συνιστά τροποποίηση της συμβάσεως και αναφέρεται, συναφώς, στο άρθρο 7 αυτής, αρκεί η διαπίστωση ότι η οδηγία, ως γενικής ισχύος νομική πράξη του Συμβουλίου, δεν μπορεί να συνιστά τροποποίηση της συμβάσεως, η οποία αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων. Ούτε άλλωστε από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν να επιφέρουν τέτοια τροποποίηση εν όψει της οδηγίας.

47 Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβάσεως της υποχρεώσεως τηρήσεως του απορρήτου λόγω της ανταλλαγής στοιχείων μεταξύ της Επιτροπής και της KTI Energy Inc., διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή απλώς δήλωσε στην εταιρία αυτή ότι δεν μπορούσε να συμμετάσχει στο σχέδιο, δεδομένου ότι, ελλείψει κατάλληλης τοποθεσίας, τούτο δεν θα πραγματοποιούνταν. Η δήλωση αυτή, που έγινε εξάλλου προς επιχείρηση η οποία επιθυμούσε να συμμετάσχει στο εν λόγω σχέδιο και για την οποία η Επιτροπή μπορούσε ευλόγως να υποθέσει ότι ήταν ενημερωμένη σχετικά με τη φάση στην οποία βρισκόταν η πραγματοποίηση του σχεδίου, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως παράβαση της υποχρεώσεως τηρήσεως του απορρήτου, έστω και αν υποτεθεί ότι η πληροφορία αναφορικά με τις συγκεκριμένες δυσχέρειες που εμπόδιζαν την Iraco να εξεύρει κατάλληλη τοποθεσία καλυπτόταν από την υποχρέωση αυτή.

48 Όσον αφορά τον ισχυρισμό της Iraco περί δυσφημιστικής συμπεριφοράς ενός υπαλλήλου της Επιτροπής, διαπιστώνεται, όπως ακριβώς διαπίστωσε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 24 των προτάσεών του, ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι απαράδεκτος.

49 Η στηριζόμενη σε ρήτρα διαιτησίας αρμοδιότητα του Δικαστηρίου αποτελεί παρέκκλιση από τους κανόνες του κοινού δικαίου και πρέπει, ως εκ τούτου, να ερμηνεύεται στενώς. Το Δικαστήριο μπορεί να εκδικάζει μόνον αγωγές που πηγάζουν από συναφθείσα από την Κοινότητα σύμβαση περιέχουσα ρήτρα διαιτησίας ή που έχουν άμεση σχέση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1986, 426/85, Επιτροπή κατά Zoubek, Συλλογή 1986, σ. 4057, σκέψη 11).

50 Από δηλώσεις της ίδιας της εναγομένης προκύπτει όμως ότι οι μνημονευθείσες μεταξύ Επιτροπής και τρίτων επαφές δεν είχαν καμιά σχέση με τη σύμβαση, αλλά αφορούσαν αίτηση χορηγήσεως επιδοτήσεως για άλλο σχέδιο.

51 Εξ αυτού έπεται ότι η αγωγή της Επιτροπής είναι βάσιμη, ενώ η ανταγωγή της Iraco είναι εν μέρει αβάσιμη και εν μέρει απαράδεκτη.

52 Προκειμένου περί του ποσού που η εναγομένη οφείλει στην Επιτροπή, διαπιστώνεται ότι η Iraco δεν αμφισβητεί την ακρίβεια του αποτελέσματος του διενεργηθέντος διαχειριστικού ελέγχου. Επομένως, πρέπει να επιδικαστεί στην Επιτροπή το ποσό των 191 438 ECU, το οποίο αφορά το κύριο αίτημά της.

53 Όσον αφορά το αίτημα καταβολής τόκων ύψους 50 796 ECU, ο αναλυτικός υπολογισμός των οποίων έχει επισυναφθεί στο έγγραφο της Επιτροπής της 4ης Αυγούστου 1993, διαπιστώνεται ότι το σχετικό ποσό καλύπτει την περίοδο από τις 18 Αυγούστου 1987, ημέρα της προκαταβολής, μέχρι τις 23 Νοεμβρίου 1990, ημέρα αποστολής της χρηματοοικονομικής εκθέσεως από την Iraco. Το ετήσιο επιτόκιο του 8,15 % καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 9 της συμβάσεως και αντιστοιχεί στο επιτόκιο της Ευρωπαϋκής Τράπεζας Επενδύσεων που ίσχυε κατά την ημερομηνία λήψεως της αποφάσεως της Επιτροπής να παράσχει τη χρηματοδοτική ενίσχυση.

54 Όμως, το άρθρο αυτό προβλέπει την καταβολή τόκων μόνο μετά από την ημερομηνία αποπερατώσεως ή διακοπής των εργασιών, ημερομηνία που η Επιτροπή δεν έχει προσδιορίσει.

55 Από το παράρτημα ΙΙ της συμβάσεως προκύπτει πάντως ότι οι τόκοι επί του ποσού της προκαταβολής πρέπει να χρησιμοποιηθούν μόνο για το σχέδιο και ότι θα αφαιρεθούν από το υπόλοιπο της χρηματοδοτικής ενισχύσεως. Εξ αυτού έπεται ότι οι συμβαλλόμενοι είχαν συμφωνήσει ότι οι τόκοι από το μη χρησιμοποιηθέν ποσό δεν θα ανήκαν στον αντισυμβαλλόμενο, αλλά θα επιστρέφονταν στην Επιτροπή.

56 Κατά συνέπεια, το αίτημα καταβολής τόκων για την περίοδο από 18 Αυγούστου 1987 μέχρι 23 Νοεμβρίου 1990 είναι βάσιμο. Δεδομένου ότι η εναγομένη δεν αμφισβητεί το επιτόκιο που αξιώνει η Επιτροπή, είναι εύλογο να εφαρμοστεί το ετήσιο επιτόκιο του 8,15 %, που προβλέπεται από το άρθρο 9 της συμβάσεως, και επί των τόκων που θεμελιώνονται στο παράρτημα ΙΙ της συμβάσεως. Εξ αυτού έπεται ότι πρέπει να επιδικαστούν στην Επιτροπή τόκοι ύψους 50 796 ECU.

57 Εξάλλου, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της Επιτροπής να υποχρεωθεί η εναγομένη στην καταβολή τόκων υπερημερίας, προς ετήσιο επιτόκιο 8,15 %, από τις 20 Οκτωβρίου 1993, ημερομηνία κατά την οποία η Iraco έλαβε το χρεωστικό σημείωμα.

58 Δεδομένου ότι ούτε οι διατάξεις της συμβάσεως ούτε το αγγλικό δίκαιο, το οποίο διέπει τη σύμβαση δυνάμει του άρθρου της 14, προβλέπουν την κεφαλαιοποίηση των δεδουλευμένων τόκων υπό τις προκείμενες περιστάσεις, οι τόκοι αυτοί οφείλονται επί του ποσού των 191 438 ECU, που αντιστοιχεί στην κύρια οφειλή.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

59 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η Iraco ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Υποχρεώνει την Industrial Refuse & Coal Energy Ltd να επιστρέψει στην Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων το ποσό των 191 438 ECU, προσαυξημένο με το ποσό των 50 796 ECU, που αντιστοιχεί σε τόκους για την περίοδο από τις 18 Αυγούστου 1987 μέχρι τις 23 Νοεμβρίου 1990, καθώς και να καταβάλει επί του ποσού των 191 483 ECU τόκους προς 8,15 % ετησίως από τις 20 Οκτωβρίου 1993.

2) Απορρίπτει την ανταγωγή της Industrial Refuse & Coal Energy Ltd.

3) Καταδικάζει την Industrial Refuse & Coal Energy Ltd στα δικαστικά έξοδα.