61996J0197

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 13ης Μαρτίου 1997. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών - Απαγόρευση νυχτερινής εργασίας. - Υπόθεση C-197/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-01489


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Κράτη μέλη - Υποχρεώσεις - Παράβαση - Διατήρηση σε ισχύ εθνικής διατάξεως ασυμβίβαστης με το κοινοτικό δίκαιο - Δικαιολόγηση αντλούμενη από την ύπαρξη διοικητικής πρακτικής διασφαλίζουσας την εφαρμογή της Συνθήκης - Δεν επιτρέπεται

2 Πράξεις των οργάνων - Οδηγίες - Εκτέλεση από τα κράτη μέλη - Οδηγία σκοπούσα στη γένεση δικαιωμάτων για τους ιδιώτες - Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο χωρίς νομοθετική πράξη - Δεν επιτρέπεται

Περίληψη


3 Tο ασυμβίβαστο μιας εθνικής νομοθεσίας με τις διατάξεις της Συνθήκης, ακόμα και με αυτές που εφαρμόζονται απευθείας, δεν μπορεί να αρθεί οριστικά παρά μόνο με εσωτερικές διατάξεις δεσμευτικού χαρακτήρα έχουσες την ίδια τυπική ισχύ με αυτές που πρέπει να τροποποιηθούν. Απλή διοικητική πρακτική, που από τη φύση της μπορεί να μεταβάλλεται κατά βούληση από τη διοίκηση και που στερείται της προσήκουσας δημοσιότητας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά έγκυρη εκτέλεση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τη Συνθήκη.

4 Oι διατάξεις μιας οδηγίας πρέπει να εφαρμόζονται μέσω κανόνων αναμφισβήτητης δεσμευτικότητας, με την απαιτούμενη ακρίβεια και σαφήνεια, ώστε να πληρούται η απαίτηση της ασφάλειας δικαίου η οποία επιβάλλει, στην περίπτωση όπου μια οδηγία σκοπεί στη γένεση δικαιωμάτων για τους ιδιώτες, να μπορούν οι δικαιούχοι να έχουν πλήρη γνώση των δικαιωμάτων τους.

Tούτο δεν συμβαίνει όταν, λόγω της διατηρήσεως σε ισχύ εντός κράτους μέλους μιας νομοθετικής διατάξεως ασυμβίβαστης με διάταξη οδηγίας, οι φορείς του σχετικού δικαιώματος βρίσκονται σε αβεβαιότητα ως προς την έννομη κατάστασή τους και είναι εκτεθειμένοι σε αδικαιολόγητες ποινικές διώξεις. Πράγματι, ούτε η υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της σχετικής διατάξεως της οδηγίας, αφήνοντας ανεφάρμοστη οποιαδήποτε αντίθετη εθνική διάταξη, ούτε μια υπουργική απάντηση, σε ερώτηση βουλευτή, υπενθυμίζουσα την υποχρέωση αυτή δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την τροποποίηση νομοθετικού κειμένου.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-197/96,

Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Marie Wolfcarius, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gσmez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από την Catherine de Salins, υποδιευθύντρια στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Claude Chavance, γραμματέα στην ίδια διεύθυνση, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Γαλλίας, 9, boulevard du Prince Henri,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, διατηρώντας στο άρθρο L 213-1 του κώδικα εργασίας την απαγόρευση νυχτερινής εργασίας γυναικών στη βιομηχανία μολονότι παρόμοια απαγόρευση δεν ισχύει για τους άνδρες, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. C. Moitinho de Almeida, πρόεδρο τμήματος, L. Sevσn, D. A. O. Edward (εισηγητή), J.-P. Puissochet και P. Jann, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιανουαρίου 1997,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Ιουνίου 1996, η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία, διατηρώντας στο άρθρο L 213-1 του κώδικα εργασίας την απαγόρευση νυχτερινής εργασίας γυναικών στη βιομηχανία μολονότι παρόμοια απαγόρευση δεν ισχύει για τους άνδρες, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70, στο εξής: οδηγία).

2 Σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας, η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τους όρους εργασίας συνεπάγεται την εξασφάλιση σε άνδρες και γυναίκες των αυτών όρων, χωρίς διάκριση βασιζόμενη στο φύλο (παράγραφος 1). Προς τούτο, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που είναι αναγκαία ώστε οι διατάξεις που είναι αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως να καταργηθούν (παράγραφος 2, στοιχείο αα) ή να αναθεωρηθούν, όταν δεν υφίσταται πλέον η μέριμνα προστασίας που τις δικαιολογούσε (παράγραφος 2, στοιχείο γγ). Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, η οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα.

3 Δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας, τα κράτη μέλη υποχρεούνταν να θέσουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ήσαν αναγκαίες για τη συμμόρφωσή τους προς την οδηγία αυτή εντός προθεσμίας τριάντα μηνών από της κοινοποιήσεώς της και, όσον αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γγ, εντός προθεσμίας τεσσάρων ετών, δηλαδή πριν από τις 14 Φεβρουαρίου 1980.

4 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, με την απόφασή του της 25ης Ιουλίου 1991, C-345/89, Stoeckel (Συλλογή 1991, σ. Ι-4047), ότι το άρθρο 5 της οδηγίας είναι αρκούντως σαφές ώστε να επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μην καθιερώνουν νομοθετικώς την απαγόρευση της νυχτερινής εργασίας των γυναικών, έστω και αν από την υποχρέωση αυτή δεν λείπουν οι εξαιρέσεις, ενώ ουδεμία υφίσταται απαγόρευση όσον αφορά τη νυχτερινή εργασία ανδρών. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι η διάταξη αυτή είναι αρκούντως ακριβής και ανεπιφύλακτη ώστε μπορεί να γίνεται επίκλησή της από ιδιώτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων προκειμένου να αποφεύγεται η εφαρμογή κάθε διατάξεως εθνικού δικαίου που δεν είναι σύμφωνη προς το εν λόγω άρθρο 5, παράγραφος 1, το οποίο θέτει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τους όρους εργασίας (προπαρατεθείσα απόφαση Stoeckel, σκέψη 12, καθώς και απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, 152/84, Marshall, Συλλογή 1986, σ. 723, σκέψη 55).

5 Το άρθρο L 213-1 του γαλλικού κώδικα εργασίας ορίζει ότι δεν μπορούν να απασχολούνται οι γυναίκες σε καμία νυχτερινή εργασία, ιδίως σε εργοστάσια, βιοτεχνίες και εργαστήρια οποιασδήποτε φύσεως. Ωστόσο, το ίδιο άρθρο προβλέπει ορισμένες εξαιρέσεις αναφορικά π.χ., με τις διευθυντικές θέσεις ή τις θέσεις τεχνικού χαρακτήρα που συνεπάγονται ορισμένη ευθύνη καθώς και με τις καταστάσεις όπου, λόγω ιδιαζόντως σοβαρών περιστάσεων, το εθνικό συμφέρον υπαγορεύει τη δυνατότητα αναστολής, όσον αφορά τις γυναίκες που παρέχουν έμμισθη εργασία κατά βάρδιες, της απαγορεύσεως της νυχτερινής εργασίας υπό τις προϋποθέσεις και σύμφωνα με τη διαδικασία που ο κώδικας αυτός προβλέπει. Οι παραβάσεις των διατάξεων αυτών τιμωρούνται με πρόστιμο.

6 Οι διατάξεις αυτές θεσπίστηκαν προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή η Σύμβαση αριθ. 89 της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας (στο εξής: ΔΟΕ), της 9ης Ιουλίου 1948, σχετικά με τη νυχτερινή εργασία γυναικών στη βιομηχανία, που έχει κυρωθεί από τη Γαλλία με τον νόμο 53-603 της 7ης Ιουλίου 1953. Η κύρωση αυτή πρωτοκολλήθηκε από τον γενικό διευθυντή του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας στις 21 Σεπτεμβρίου 1953.

7 Ύστερα από την έκδοση της προπαρατεθείσας αποφάσεως Stoeckel η Γαλλική Δημοκρατία κατήγγειλε, στις 26 Φεβρουαρίου 1992, τη Σύμβαση αριθ. 89 της ΔΟΕ· η καταγγελία αυτή άρχισε να ισχύει από τις 26 Φεβρουαρίου 1993.

8 Η Επιτροπή, ενόψει της προπαρατεθείσας αποφάσεως Stoeckel και της καταγγελίας της Συμβάσεως αριθ. 89 της ΔΟΕ από τη Γαλλική Δημοκρατία, θεώρησε ότι η γαλλική νομοθεσία ήταν ασυμβίβαστη προς το άρθρο 5 της οδηγίας και ότι η Γαλλική Δημοκρατία όφειλε να άρει το ασυμβίβαστο αυτό. Κατά συνέπεια, κάλεσε, με έγγραφο οχλήσεως της 2ας Μαρτίου 1994, τη Γαλλική Κυβέρνηση να υποβάλει, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 169, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, τις παρατηρήσεις της εντός προθεσμίας δύο μηνών.

9 Η Επιτροπή, δεδομένου ότι δεν ικανοποιήθηκε από την απάντηση που έδωσε, στις 10 Μαου 1994, η Γαλλική Κυβέρνηση, της απηύθυνε, στις 8 Νοεμβρίου 1994, αιτιολογημένη γνώμη καλώντας την να λάβει, εντός προθεσμίας δύο μηνών, τα μέτρα που είναι αναγκαία προκειμένου να καταστεί η νομοθεσία της συμβατή με το άρθρο 5 της οδηγίας.

10 Δεδομένου ότι η Γαλλική Κυβέρνηση δεν συμμορφώθηκε προς τη γνώμη αυτή εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

11 Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, προς άμυνά της, ότι σήμερα δεν υφίσταται καμιά διάκριση πλέον στη Γαλλία, ούτε από νομικής ούτε από πραγματικής απόψεως, όσον αφορά τη νυχτερινή εργασία ανδρών και γυναικών. Πράγματι, ύστερα από την καταγγελία της Συμβάσεως αριθ. 89 της ΔΟΕ, το άρθρο L 213-1 του κώδικα εργασίας δεν τυγχάνει πλέον εφαρμογής στη Γαλλία, εφόσον το άρθρο 5 της οδηγίας έχει άμεσο αποτέλεσμα και, κατά συνέπεια, οι ιδιώτες μπορούν να το επικαλούνται ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών προκειμένου να αποφεύγεται η εφαρμογή της επίδικης διατάξεως.

12 Συναφώς, η Γαλλική Κυβέρνηση αναφέρεται, αφενός, στη δοθείσα σε ερώτηση βουλευτή υπουργική απάντηση, η οποία δημοσιεύθηκε στη Journal officiel de la Rιpublique franηaise της 13ης Δεκεμβρίου 1993 (σ. 4517 και 4518), και με την οποία διευκρινίστηκε σαφώς η έννοια της κοινοτικής νομολογίας σχετικά με το άρθρο L 213-1 του κώδικα εργασίας καθώς και η υποχρέωση που φέρουν οι εθνικοί δικαστές να μην εφαρμόζουν τη διάταξη αυτή σε περίπτωση ένδικης διαφοράς και, αφετέρου, στην ύπαρξη συμφωνιών σχετικά με την οργάνωση της νυχτερινής εργασίας γυναικών στους τομείς όπου η εργασία αυτή υφίσταται σε μεγάλη κλίμακα. Οι συμφωνίες αυτές έχουν συναφθεί από διάφορες επαγγελματικές ενώσεις οι οποίες κλήθηκαν από τη Γαλλική Κυβέρνηση να διαπραγματευθούν οι ίδιες τη θέσπιση εγγυήσεων και ανταλλαγμάτων. Εξάλλου, η ακολουθούμενη εν προκειμένω πρακτική επιβεβαιώνει ότι το άρθρο L 213-1 του γαλλικού κώδικα εργασίας δεν τυγχάνει πλέον εφαρμογής στην πράξη.

13 Είναι βέβαιο ότι, κατόπιν της καταγγελίας της Συμβάσεως αριθ. 89 της ΔΟΕ από τη Γαλλική Δημοκρατία, η γαλλική νομοθεσία είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 5 της οδηγίας.

14 Όμως, κατά πάγια νομολογία, το ασυμβίβαστο μιας εθνικής νομοθεσίας με τις διατάξεις της Συνθήκης, ακόμα και με αυτές που εφαρμόζονται απευθείας, δεν μπορεί να αρθεί οριστικά παρά μόνο με εσωτερικές διατάξεις δεσμευτικού χαρακτήρα που έχουν την ίδια τυπική ισχύ με αυτές που πρέπει να τροποποιηθούν. Απλή διοικητική πρακτική, που από τη φύση της μπορεί να μεταβάλλεται κατά βούληση από τη διοίκηση και που στερείται της προσήκουσας δημοσιότητας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά έγκυρη εκτέλεση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τη Συνθήκη (βλ. απόφαση της 7ης Μαρτίου 1996, C-334/94, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1996, σ. Ι-1307, σκέψη 30).

15 Έτσι, οι διατάξεις μιας οδηγίας πρέπει να εφαρμόζονται μέσω κανόνων αναμφισβήτητης δεσμευτικότητας, με την απαιτούμενη ακρίβεια και σαφήνεια, ώστε να πληρούται η απαίτηση της ασφάλειας δικαίου η οποία επιβάλλει, στην περίπτωση όπου μια οδηγία σκοπεί στη γένεση δικαιωμάτων για τους ιδιώτες, να μπορούν οι δικαιούχοι να έχουν πλήρη γνώση των δικαιωμάτων τους (απόφαση της 30ής Μαου 1991, C-361/88, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1991, σ. Ι-2567, σκέψεις 15 και 24).

16 Εν προκειμένω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, λόγω της διατηρήσεως σε ισχύ του άρθρου L 213-1 του κώδικα εργασίας, οι φορείς του δικαιώματος αυτού βρίσκονται σε αβεβαιότητα ως προς την έννομη κατάστασή τους και είναι εκτεθειμένοι σε αδικαιολόγητες ποινικές διώξεις. Πράγματι, ούτε η υπουργική απάντηση στην ερώτηση ενός βουλευτή ούτε η υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου 5 της οδηγίας, αφήνοντας ανεφάρμοστη οποιαδήποτε αντίθετη εθνική διάταξη, μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την τροποποίηση ενός νομοθετικού κειμένου.

17 Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η Γαλλική Δημοκρατία, διατηρώντας στο άρθρο L 213-1 του κώδικα εργασίας την απαγόρευση νυχτερινής εργασίας των γυναικών στη βιομηχανία, μολονότι παρόμοια απαγόρευση δεν ισχύει για τους άνδρες, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

18 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η Γαλλική Δημοκρατία ηττήθηκε πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Η Γαλλική Δημοκρατία, διατηρώντας στο άρθρο L 213-1 του κώδικα εργασίας την απαγόρευση νυχτερινής εργασίας των γυναικών στη βιομηχανία, μολονότι παρόμοια απαγόρευση δεν ισχύει για τους άνδρες, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας.

2) Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.