61996J0173

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 10ης Δεκεμßρίου 1998. - Francisca Sánchez Hidalgo κ.λπ. κατά Asociación de Servicios Aser και Sociedad Cooperativa Minerva (C-173/96), και Horst Ziemann κατά Ziemann Sicherheit GmbH και Horst Bohn Sicherheitsdienst (C-247/96). - Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La Mancha - Ισπανία και Arbeitsgericht Lörrach - Γερμανία. - Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταßιßάσεως επιχειρήσεων. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-173/96 και C-247/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-08237


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Κοινωνική πολιτική - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Μεταβίβαση επιχειρήσεων - Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων - Οδηγία 77/187 - Πεδίο εφαρμογής - Δημόσιος οργανισμός ο οποίος παραχωρεί υπηρεσία ή αναθέτει την εκτέλεση έργου, μέχρι τότε ανέθετε σε μια επιχείρηση, σε άλλη επιχείρηση - Περιλαμβάνεται - Προϋποθέσεις

(Οδηγία 77/187 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 1)

Περίληψη


Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, έχει την έννοια ότι η οδηγία έχει εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία ένας δημόσιος οργανισμός, ο οποίος είχε αναθέσει την υπηρεσία του για την κατ' οίκον αρωγή σε πρόσωπα τελούντα σε κατάσταση ανάγκης ή κατακυρώσει τη σύμβαση φυλάξεως και επιτηρήσεως ορισμένων εγκαταστάσεών του σε μια επιχείρηση, αποφασίζει, με τη λήξη ή κατόπιν καταγγελίας της συμβάσεως που τον συνέδεε με την επιχείρηση αυτή, να αναθέσει την υπηρεσία αυτή ή να κατακυρώσει τη σύμβαση αυτή σε άλλη επιχείρηση, εφόσον η πράξη συνοδεύεται από μεταβίβαση μιας οικονομικής μονάδας μεταξύ των δύο επιχειρήσεων. Η έννοια της οικονομικής μονάδας αναφέρεται σε οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστά δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και επιδιώκει ίδιο σκοπό. Το γεγονός και μόνον ότι οι υπηρεσίες του παλαιού και του νέου αναδόχου ή του παλαιού και του νέου αναλαβόντος το έργο είναι ομοειδείς δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει μεταβίβαση μιας τέτοιας μονάδας.

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-173/96 και C-247/96,

που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις του Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La Mancha (Ισπανία) (C-173/96) και του Arbeitsgericht Lφrrach (Γερμανία) (C-247/96) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον των αιτούντων δικαστηρίων μεταξύ

Francisca Sαnchez Hidalgo κ.λπ.

και

Asociaciσn de Servicios Aser,

Sociedad Cooperativa Minerva (C-173/96)

και μεταξύ

Horst Ziemann

και

Ziemann Sicherheit GmbH,

Horst Bohn Sicherheitsdienst (C-247/96),

"η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-P. Puissochet (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, P. Jann, J. C. Moitinho de Almeida, C. Gulmann και D. A. O. Edward, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Γ. Κοσμάς

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Asociaciσn de Servicios Aser, εκπροσωπούμενη από τον Aquilino Conde Barbero, δικηγόρο Μαδρίτης,

- η εταιρία Ziemann Sicherheit GmbH, εκπροσωπούμενη από τον Detlef Heyder, δικηγόρο Freiburg,

- η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ernst Rφder, Ministerialrat στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, και τη Sabine Maass, Regierungsrδtin zur Anstellung στο ίδιο υπουργείο (C-247/96),

- η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Jean-Franηois Dobelle, αναπληρωτή διευθυντή στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και την Anne de Bourgoing, chargι de mission στην ίδια διεύθυνση (C-173/96),

- η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τους John E. Collins, του Treasury Solicitor's Department, και Clive Lewis, barrister (C-173/96),

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις Μαρία Πατακιά και Isabel Martνnez del Peral, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας (C-173/96), και τη Μαρία Πατακιά και τον Peter Hillenkamp, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενους από τους Gerrit Schohe και Mark Hoenike, δικηγόρους Βρυξελλών (C-247/96),

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Horst Ziemann, εκπροσωπούμενου από τον Rudolf Buschmann, μέλος της ομοσπονδιακής νομικής υπηρεσίας του Deutscher Gewerkschaftsbund, της Ισπανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τη Rosario Silva de Lapuerta, abogado del Estado, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον Jean-Franηois Dobelle και την Anne de Bourgoing, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Peter Hillenkamp και Manuel Desantes, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους που τέθηκε στη διάθεση της Νομικής Υπηρεσίας, κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουνίου 1998,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διατάξεις της 25ης Απριλίου 1996 (C-173/96) και της 28ης Νοεμβρίου 1995 (C-247/96), που περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 20 Μαου 1996 και 19 Ιουλίου 1996, το Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La Mancha και το Arbeitsgericht Lφrrach υπέβαλαν, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφορών, πρώτον, μεταξύ αφενός της Sαnchez Hidalgo κ.λπ. και αφετέρου της Asociaciσn de Servicios Aser (στο εξής: Aser) και της Sociedad Cooperativa Minerva (στο εξής: Minerva) και, δεύτερον, μεταξύ αφενός του Ziemann και αφετέρου της εταιρίας Ziemann Sicherheit GmbH (στο εξής: Ziemann GmbH) και της Horst Bohn Sicherheitsdienst (στο εξής: Horst Bohn).

3 Μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως της 11ης Μαρτίου 1997 στην υπόθεση C-13/95, Sόzen (Συλλογή 1997, σ. Ι-1259), η διαδικασία στις παρούσες υποθέσεις ανεστάλη με τις από 18 Μαρτίου 1997 αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου και το Δικαστήριο κάλεσε τα εθνικά δικαστήρια να του αναφέρουν αν εμμένουν στα ερωτήματά τους ενόψει της αποφάσεως αυτής και της αποφάσεως της 14ης Απριλίου 1994 στην υπόθεση C-392/92, Schmidt (Συλλογή 1994, σ. Ι-1311). Με έγγραφα της 20ής Μαου 1997 (C-173/96) και της 5ης Ιουνίου 1997 (C-247/96), τα δικαστήρια αυτά πληροφόρησαν το Δικαστήριο ότι εμμένουν στα ερωτήματά τους. Με αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 2ας Ιουνίου 1997 (C-173/96) και της 18ης Ιουνίου 1997 (C-247/96), η διαδικασία επαναλήφθηκε στις παρούσες υποθέσεις.

4 Με την από 27 Μαρτίου 1998 διάταξη του Προέδρου του πέμπτου τμήματος, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των δύο υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως.

Η υπόθεση C-173/96

5 Ο Δήμος της Guadalajara ανέθεσε με σύμβαση παραχωρήσεως την υπηρεσία του για την κατ' οίκον αρωγή σε πρόσωπα τελούντα σε κατάσταση ανάγκης στη Minerva, η οποία απασχολούσε γι' αυτόν τον σκοπό, επί πολλά έτη, ως βοηθητικό προσωπικό κατ' οίκον αρωγής την Sαnchez Hidalgo καθώς και τέσσερις άλλες εργαζόμενες.

6 Με τη λήξη της συμβάσεως παραχωρήσεως, ο Δήμος της Guadalajara ανέθεσε, από 1ης Σεπτεμβρίου 1994, την εν λόγω υπηρεσία στην Aser. Η τελευταία προσέλαβε τότε την Sαnchez Hidalgo και τις τέσσερις συναδέλφους της με μειωμένο ωράριο, χωρίς όμως να τους αναγνωρίσει την αρχαιότητα που είχαν αποκτήσει στην προηγούμενη επιχείρησή τους.

7 Θεωρώντας ότι το γεγονός ότι δεν λήφθηκε υπόψη η αρχαιότητά τους συνιστούσε παράβαση του άρθρου 44 του Estatuto de los Trabajadores, που θέτει σε εφαρμογή στο ισπανικό δίκαιο τις διατάξεις της οδηγίας 77/187, οι πέντε εργαζόμενες άσκησαν αγωγή ενώπιον του Juzgado de lo Social de Guadalajara, ζητώντας να αναγνωρισθεί η ύπαρξη υποκαταστάσεως επιχειρήσεως μεταξύ Minerva και Aser.

8 Το δικαστήριο αυτό, εκτιμώντας ότι οι προϋποθέσεις μεταβιβάσεως επιχειρήσεως κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας δεν συνέτρεχαν, απέρριψε την αγωγή με απόφαση της 6ης Ιουλίου 1995.

9 Η Sαnchez Hidalgo και οι τέσσερις συνάδελφοί της άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La Mancha.

10 Στη διάταξή του περί παραπομπής, το δικαστήριο αυτό παρατηρεί ότι, δυνάμει της νομολογίας του Tribunal Supremo, η προστασία που παρέχει στους εργαζομένους το άρθρο 44 του Estatuto de los Trabajadores έχει εφαρμογή μόνο σε περίπτωση μεταβιβάσεως περιουσιακών στοιχείων μεταξύ των δύο διαδοχικών επιχειρήσεων ή αν η συλλογική σύμβαση του τομέα ή η συγγραφή υποχρεώσεων που διέπει τη σύμβαση παραχωρήσεως προβλέπουν τούτο. Η παρούσα όμως υπόθεση δεν εμπίπτει σε καμιά από τις περιπτώσεις αυτές. Ωστόσο, το παραπέμπον δικαστήριο παρατηρεί ότι η οικεία εθνική διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με την οδηγία 77/187, την οποία η εθνική διάταξη είχε ως σκοπό να μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο. Όμως, το Δικαστήριο φαίνεται να δέχεται την εφαρμογή της οδηγίας αυτής σε περίπτωση απλής διαδοχής στην άσκηση μιας δραστηριότητας, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού (βλ., ειδικότερα, αποφάσεις της 19ης Μαου 1992, C-29/91, Redmond Stichting, Συλλογή 1992, σ. Ι-3189, και Schmidt, προπαρατεθείσα).

11 Εκτιμώντας, υπό τις συνθήκες αυτές, ότι η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία της οδηγίας 77/187, το Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La Mancha αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Θεωρείται ως εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, η περίπτωση επιχειρήσεως η οποία έπαυσε να παρέχει υπηρεσίες κατ' οίκον αρωγής σε συγκεκριμένα πρόσωπα που τελούν σε κατάσταση ανάγκης, για λογαριασμό ενός δήμου ο οποίος είχε αναθέσει την υπηρεσία αυτή στην επιχείρηση κατόπιν διαγωνισμού, αφού ο δήμος με νέο διαγωνισμό ανέθεσε την υπηρεσία αυτή σε άλλη επιχείρηση, χωρίς να υπάρχει μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και χωρίς η συλλογική σύμβαση ή η συγγραφή υποχρεώσεων να αναφέρουν τίποτε σχετικά με την υποχρέωση υποκαταστάσεως στην εργασιακή σχέση με τους εργαζόμενους της προηγούμενης αναδόχου επιχειρήσεως από τη νέα επιχείρηση στην οποία ανατέθηκε κατόπιν διαγωνισμού η υπηρεσία;»

Η υπόθεση C-247/96

12 Από το 1979 έως το 1995 ο Ziemann εργάστηκε χωρίς διακοπή, ως φύλακας, σε αποθήκη υγειονομικού υλικού της Bundeswehr (των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων) στο Efringen-Kirchen. Κατά την περίοδο αυτή απασχολήθηκε κατά σειρά από τις πέντε εταιρίες οι οποίες είχαν αναλάβει διαδοχικά τη φύλαξη και την επιτήρηση της αποθήκης αυτής και, τελευταία, από το 1990 έως το 1995, από την Ziemann GmbH.

13 Στις 30 Σεπτεμβρίου 1995, η Bundeswehr κατήγγειλε τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών ασφαλείας που συνήψε με την τελευταία αυτή εταιρία και, με νέα πρόσκληση υποβολής προσφορών, η εν λόγω σύμβαση ανατέθηκε στη Horst Bohn. Η τελευταία επαναπροσέλαβε τους φύλακες της Ziemann GmbH που υπηρετούσαν στην αποθήκη, με εξαίρεση τρεις από αυτούς, μεταξύ των οποίων και ο Ziemann. Η Ziemann GmbH η οποία απασχολεί περίπου 160 μισθωτούς σε πολλές άλλες τοποθεσίες, ορισμένες από τις οποίες είναι ωστόσο απομακρυσμένες από το Efringen-Kirchen, κατήγγειλε, με ισχύ από 30 Σεπτεμβρίου 1995, τη σύμβαση εργασίας του Ziemann.

14 Στις 9 Οκτωβρίου 1995, ο Ziemann άσκησε αγωγή ενώπιν του Arbeitsgericht Lφrrach ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι η απόλυσή του ήταν παράνομη. Προέβαλε ότι η μη ανανέωση της συμβάσεως για τη φύλαξη και επιτήρηση της αποθήκης του Efringen-Kirchen από τη Ziemann GmbH και η ανάθεση της συμβάσεως αυτής στην Horst Bohn αντιστοιχούσαν σε μεταβίβαση τμήματος εγκαταστάσεως κατά την έννοια της οδηγίας 77/187 και του άρθρου 613 a του Bόrgerliches Gesetzbuch (γερμανικού Αστικού Κώδικα) που μεταφέρει την οδηγία αυτή στο γερμανικό δίκαιο. Επομένως, η Ziemann GmbH προέβη στην απόλυσή του για λόγους που συνδέονται με τη μεταβίβαση αυτή κατά παράβαση της γερμανικής νομοθεσίας.

15 Οι εταιρίες Ziemann GmbH και Horst Bohn υποστήριξαν ότι δεν είναι δυνατό να υφίσταται στην προκειμένη περίπτωση μεταβίβαση εγκαταστάσεως, ελλείψει εννόμων σχέσεων μεταξύ τους.

16 Κατά το παραπέμπον δικαστήριο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ειδικότερα την προπαρατεθείσα απόφαση Schmidt, προκύπτει ότι η οδηγία 77/187 έχει εφαρμογή οσάκις μια επιχείρηση συνεχίζει ή αναλαμβάνει, όπως εν προκειμένω, τη δραστηριότητα που ως τότε ασκούσε άλλη επιχείρηση. Το δικαστήριο αυτό υπογραμμίζει, συναφώς, την απόλυτη ταυτότητα της δραστηριότητας που ασκούσαν οι διάφορες εταιρίες οι οποίες ανέλαβαν διαδοχικά τη φύλαξη της αποθήκης υγειονομικού υλικού του Efringen-Kirchen. Πράγματι, η οργάνωση και η εκτέλεση της δραστηριότητας φυλάξεως και επιτηρήσεως καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από την Bundeswehr, η οποία παρεμβαίνει στην επιλογή των φυλάκων και καθορίζει λεπτομερώς τις υποχρεώσεις τους, τη φύση των καθηκόντων τους, την προς επιτήρηση έκταση, τον αριθμό τους, τα προσόντα τους, την εκπαίδευσή τους στη χρήση των όπλων ή ακόμη τον εξοπλισμό τους.

17 Εξάλλου, τα καθήκοντα φυλάξεως και επιτηρήσεως πρέπει να διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Gesetz όber die Anwendung unmittelbaren Zwanges und die Ausόbung besonderer Befugnisse durch Soldaten der Bundeswehr und zivile Wachpersonen (νόμου περί ιδιαιτέρων καθηκόντων των στρατιωτών και του πολιτικού προσωπικού ασφαλείας). Τέλος, οι συμβάσεις εργασίας που συνάπτουν οι διάφορες εταιρίες παροχής υπηρεσιών ασφαλείας με τους υπαλλήλους τους είναι στην πράξη ταυτόσημες, στον βαθμό που ουσιαστικά διέπονται από την τομεακή συλλογική σύμβαση.

18 Εκτιμώντας ότι η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία της οδηγίας 77/187, το Arbeitsgericht Lφrrach αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 1, άρα και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171), εφαρμογή ακόμη και στη μεταβίβαση τμήματος εγκαταστάσεως το οποίο συνίσταται στη φύλαξη και επιτήρηση μιας στρατιωτικής εγκαταστάσεως, αν δεν υφίσταται άμεση συμβατική μεταβίβαση μεταξύ των διαδοχικά αναλαμβανουσών το έργο αυτό επιχειρήσεων (επιχειρήσεων ασφαλείας);

2) Έχουν τα ανωτέρω άρθρα εφαρμογή τουλάχιστον στην περίπτωση κατά την οποία το τμήμα εγκαταστάσεως επαναμεταβιβάζεται στον αποδέκτη των υπηρεσιών μετά τη λήξη της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών και στη συνέχεια συνάπτεται αμέσως με άλλον αντισυμβαλλόμενο νέα σύμβαση παροχής υπηρεσιών, οι όροι της οποίας έχουν ουσιαστικά το ίδιο περιεχόμενο;

3) Υφίσταται τουλάχιστον μεταβίβαση εγκαταστάσεως, υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όταν ουσιαστικά οι ίδιοι πάντοτε εργαζόμενοι εκτελούν τα ίδια καθήκοντα φυλάξεως και επιτηρήσεως υπό τις ίδιες ουσιαστικά προϋποθέσεις, τις οποίες έχει καθορίσει σε μεγάλο βαθμό ο αναθέσας τη φύλαξη;»

Τα προδικαστικά ερωτήματα

19 Με τα ερωτήματά τους, που πρέπει να συνεξετασθούν, τα εθνικά δικαστήρια ζητούν να πληφορορηθούν αν, και υπό ποιες προϋποθέσεις, η οδηγία 77/187 έχει εφαρμογή σε περίπτωση στην οποία ένας δημόσιος οργανισμός, ο οποίος έχει αναθέσει την υπηρεσία του για την παροχή κατ' οίκον αρωγής σε πρόσωπα τελούντα σε κατάσταση ανάγκης ή κατακυρώσει τη σύμβαση φυλάξεως και επιτηρήσεως ορισμένων εγκαταστάσεών του σε μια επιχείρηση, αποφασίζει, με τη λήξη ή κατόπιν καταγγελίας της συμβάσεως που τον συνέδεε με την επιχείρηση αυτή, να αναθέσει την υπηρεσία αυτή ή να κατακυρώσει τη σύμβαση αυτή σε άλλη επιχείρηση.

20 Η οδηγία 77/187, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, έχει εφαρμογή στις μεταβιβάσεις επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σε άλλο επιχειρηματία, οι οποίες προκύπτουν από συμβατική εκχώρηση ή συγχώνευση.

21 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οδηγία 77/187 αποσκοπεί στην εξασφάλιση της συνεχείας των υφισταμένων στο πλαίσιο μιας οικονομικής μονάδας εργασιακών σχέσεων, ανεξαρτήτως της αλλαγής του ιδιοκτήτη. Το αποφασιστικό κριτήριο για την ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας αυτής είναι το αν η εν λόγω μονάδα διατηρεί την ταυτότητά της, πράγμα που προκύπτει ιδίως από την πραγματική συνέχιση της εκμεταλλεύσεως ή την επανάληψή της (απόφαση της 18ης Μαρτίου 1986, 24/85, Spijkers, Συλλογή 1986, σ. 1119, σκέψεις 11 και 12, και, ως τελευταίως εκδοθείσα, προπαρατεθείσα απόφαση Sόzen, σκέψη 10).

22 Η έλλειψη συμβατικού δεσμού μεταξύ του εκχωρούντος και του προς ον η εκχώρηση ή, όπως στις υποθέσεις των κύριων δικών, μεταξύ των δύο επιχειρήσεων στις οποίες παραχωρήθηκε διαδοχικά η υπηρεσία κατ' οίκον αρωγής ή ανατέθηκε το καθήκον φυλάξεως και επιτηρήσεως της αποθήκης υγειονομικού υλικού, μολονότι μπορεί να συνιστά ένδειξη ότι δεν πραγματοποιήθηκε καμιά μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας 77/187, δεν μπορεί να έχει συναφώς καθοριστική σημασία (προπαρατεθείσα απόφαση Sόzen, σκέψη 11).

23 Πράγματι, η οδηγία 77/187 έχει εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις μεταβολής, στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων, του υπευθύνου για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο αναλαμβάνει συμβατικώς τις υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι των εργαζομένων της επιχειρήσεως. Επομένως, για να έχει εφαρμογή η οδηγία 77/187, δεν είναι αναγκαίο να υπάρχουν απευθείας συμβατικές σχέσεις μεταξύ του εκχωρούντος και του προς ον η εκχώρηση, δοθέντος ότι η εκχώρηση μπορεί επίσης να πραγματοποιείται σε δύο στάδια με την παρεμβολή τρίτου, όπως του κυρίου ή του εκμισθωτή (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 7ης Μαρτίου 1996, C-171/94 και C-172/94, Merckx και Neuhuys, Συλλογή 1996, σ. Ι-1253, σκέψεις 28 έως 30, και προπαρατεθείσα απόφαση Sόzen, σκέψη 12).

24 Ομοίως, το γεγονός ότι η υπηρεσία ή η σύμβαση για την οποία πρόκειται παραχωρήθηκε ή κατακυρώθηκε από οργανισμό δημοσίου δικαίου δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή της οδηγίας 77/187 στο μέτρο που ούτε η δραστηριότητα της κατ' οίκον αρωγής σε πρόσωπα τελούντα σε κατάσταση ανάγκης ούτε η δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ασφαλείας εμπίπτουν στην άσκηση της δημοσίας εξουσίας (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1996, C-298/94, Henke, Συλλογή 1996, σ. Ι-4989). Εξάλλου, η οδηγία 77/187 αφορά κάθε άτομο το οποίο προστατεύεται ως εργαζόμενος βάσει της εθνικής νομοθεσίας στον τομέα του εργατικού δικαίου (βλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1985, 105/84, Danmols Inventar, Συλλογή 1985, σ. 2639, σκέψη 27, και Redmond Stichting, προπαρατεθείσα, σκέψη 18) και δεν αμφισβητείται ότι αυτό συμβαίνει στην περίπτωση των εργαζομένων τους οποίους αφορούν οι παρούσες υποθέσεις.

25 Ωστόσο, για να έχει εφαρμογή η οδηγία 77/187, η μεταβίβαση πρέπει να αφορά οικονομική μονάδα οργανωμένη κατά τρόπο σταθερό, της οποίας η δραστηριότητα δεν περιορίζεται στην εκτέλεση συγκεκριμένου έργου (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1995, C-48/94, Rygaard, Συλλογή 1995, σ. Ι-2745, σκέψη 20). Η έννοια της μονάδας αναφέρεται επομένως σε οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστά δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και επιδιώκει ίδιο σκοπό (προπαρατεθείσα απόφαση Sόzen, σκέψη 13).

26 Μια τέτοια μονάδα, μολονότι πρέπει να είναι επαρκώς οργανωμένη και αυτοτελής, δεν περιλαμβάνει κατ' ανάγκη σημαντικά ενσώματα ή άυλα στοιχεία ενεργητικού. Συγκεκριμένα, σε ορισμένους οικονομικούς τομείς, όπως στους τομείς καθαρισμού και φυλάξεως, συχνά τα στοιχεία αυτά είναι μειωμένα στο ελάχιστο και η δραστηριότητα στηρίζεται ουσιαστικά στο εργατικό δυναμικό. Έτσι, ένα οργανωμένο σύνολο εργαζομένων οι οποίοι έχουν ταχθεί ειδικά και σταθερά σε μια κοινή δραστηριότητα μπορεί, ελλείψει άλλων συντελεστών παραγωγής, να αντιστοιχεί σε μια οικονομική μονάδα.

27 Η παρουσία μιας επαρκώς οργανωμένης και αυτοτελούς μονάδας εντός της επιχειρήσεως της αναλαμβάνουσας το έργο δεν επηρεάζεται καταρχήν από το γεγονός, συχνό άλλωστε, ότι η επιχείρηση αυτή υπόκειται στην τήρηση συγκεκριμένων υποχρεώσεων που της επιβάλλει ο αναθέτων οργανισμός. Πράγματι, μολονότι είναι δυνατό η επίδραση που ασκεί ο τελευταίος στην υπηρεσία που του παρέχει ο αντισυμβαλλόμενος να είναι μεγάλη, ωστόσο ο παρέχων την υπηρεσία διατηρεί κανονικά ορισμένη ελευθερία, έστω και μειωμένη, για να οργανώσει και να εκτελέσει την εν λόγω υπηρεσία, χωρίς το έργο του να μπορεί να ερμηνευθεί ως απλή διάθεση του προσωπικού του στον αναθέτοντα οργανισμό.

28 Στα αιτούντα δικαστήρια εναπόκειται να καθορίσουν, ενόψει των προεκτεθέντων ερμηνευτικών στοιχείων, αν η υπηρεσία κατ' οίκον αρωγής σε πρόσωπα τελούντα σε κατάσταση ανάγκης του Δήμου της Guadalajara και η φύλαξη και επιτήρηση της αποθήκης υγειονομικού υλικού της Bundeswehr στο Efringen-Kirchen ήσαν οργανωμένες υπό μορφή οικονομικής μονάδας εντός της πρώτης αναδόχου ή αναλαμβάνουσας το έργο επιχειρήσεως.

29 Εν συνεχεία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της μεταβιβάσεως μονάδας, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την επίμαχη πράξη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ιδίως το είδος της επιχειρήσεως ή της εγκαταστάσεως περί της οποίας πρόκειται, η μεταβίβαση ή όχι ενσωμάτων στοιχείων, όπως τα κτίρια και τα κινητά, η αξία των άυλων στοιχείων κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, η αναπρόσληψη ή όχι του μεγαλύτερου μέρους του προσωπικού από τον νέο επικεφαλής της επιχειρήσεως, η μεταβίβαση ή όχι της πελατείας καθώς και ο βαθμός ομοιότητας των ασκουμένων δραστηριοτήτων πριν και μετά τη μεταβίβαση και η διάρκεια πιθανής αναστολής των δραστηριοτήτων αυτών. Εντούτοις, τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν παρά επιμέρους πτυχές της συνολικής αξιολογήσεως που επιβάλλεται και, επομένως, δεν μπορούν να εκτιμώνται μεμονωμένα (βλ. ιδίως τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Spijkers και Sόzen, σκέψεις 13 και 14, αντιστοίχως).

30 Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι οι υπηρεσίες του παλαιού και του νέου αναδόχου ή του παλαιού και του νέου αναλαβόντος το έργο είναι ομοειδείς δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει μεταβίβαση οικονομικής μονάδας μεταξύ των διαδοχικών επιχειρήσεων. Πράγματι, μια τέτοια μονάδα δεν μπορεί να ταυτίζεται αποκλειστικά με τη δραστηριότητα την οποία επιτελεί. Η ταυτότητά της προκύπτει επίσης από άλλα στοιχεία όπως το προσωπικό της, η στελέχωσή της, η οργάνωση των εργασιών της, οι μέθοδοι λειτουργίας της ή και, ενδεχομένως, τα μέσα λειτουργίας της (προπαρατεθείσα απόφαση Sόzen, σκέψη 15).

31 Όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, το εθνικό δικαστήριο, κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την εν λόγω πράξη, πρέπει ιδίως να λαμβάνει υπόψη του το είδος της επιχειρήσεως ή της εγκαταστάσεως περί της οποίας πρόκειται. Επομένως, η σημασία που πρέπει να δοθεί αντιστοίχως στα διάφορα κριτήρια για την ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας 77/187 ποικίλλει κατ' ανάγκη ανάλογα με την ασκούμενη δραστηριότητα, και μάλιστα ανάλογα με τις μεθόδους παραγωγής ή εκμεταλλεύσεως που χρησιμοποιούνται στην εν λόγω επιχείρηση, εγκατάσταση ή τμήμα εγκαταστάσεως. Ειδικότερα, εφόσον μια οικονομική μονάδα μπορεί, σε ορισμένους τομείς, να λειτουργεί χωρίς σημαντικά ενσώματα ή άυλα περιουσιακά στοιχεία, η διατήρηση της ταυτότητας μιας τέτοιας μονάδας πέρα από τα όρια των εργασιών που αποτελούν το αντικείμενο των δραστηριοτήτων της δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να εξαρτάται από την εκχώρηση τέτοιων στοιχείων (προπαρετεθείσα απόφαση Sόzen, σκέψη 18).

32 Καθόσον όμως, σε ορισμένους τομείς στους οποίους η δραστηριότητα στηρίζεται κυρίως στο εργατικό δυναμικό, ένα σύνολο εργαζομένων τους οποίους ενώνει σταθερά μια κοινή δραστηριότητα μπορεί να αντιστοιχεί σε οικονομική μονάδα, μια τέτοια μονάδα μπορεί να διατηρεί την ταυτότητά της και πέραν της μεταβιβάσεώς της, όταν ο νέος επικεφαλής της επιχειρήσεως δεν αρκείται στη συνέχιση της εν λόγω δραστηριότητας, αλλά αναπροσλαμβάνει επίσης σημαντικό τμήμα, από άποψη αριθμού και ικανοτήτων, του προσωπικού στο οποίο ο προκάτοχός του ανέθετε ειδικά το έργο αυτό. Στην περίπτωση αυτή, ο νέος επικεφαλής της επιχειρήσεως αποκτά συγκεκριμένα το οργανωμένο σύνολο στοιχείων το οποίο θα του παράσχει τη δυνατότητα να συνεχίσει κατά τρόπο σταθερό τις δραστηριότητες ή ορισμένες δραστηριότητες της εκχωρούσας επιχειρήσεως (προπαρετεθείσα απόφαση Sόzen, σκέψη 21).

33 Στα αιτούντα δικαστήρια εναπόκειται να καθορίσουν, ενόψει του συνόλου των προεκτεθέντων ερμηνευτικών στοιχείων, αν στις υποθέσεις των κύριων δικών πραγματοποιήθηκε μεταβίβαση.

34 Επομένως, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187 έχει την έννοια ότι η οδηγία έχει εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία ένας δημόσιος οργανισμός, ο οποίος είχε αναθέσει την υπηρεσία του για την κατ' οίκον αρωγή σε πρόσωπα τελούντα σε κατάσταση ανάγκης ή κατακυρώσει τη σύμβαση φυλάξεως και επιτηρήσεως ορισμένων εγκαταστάσεών του σε μια επιχείρηση, αποφασίζει, με τη λήξη ή κατόπιν καταγγελίας της συμβάσεως που τον συνέδεε με την επιχείρηση αυτή, να αναθέσει την υπηρεσία αυτή ή να κατακυρώσει τη σύμβαση αυτή σε άλλη επιχείρηση, εφόσον η πράξη συνοδεύεται από μεταβίβαση μιας οικονομικής μονάδας μεταξύ των δύο επιχειρήσεων. Η έννοια της οικονομικής μονάδας αναφέρεται σε οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστά δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και επιδιώκει ίδιο σκοπό. Το γεγονός και μόνον ότι οι υπηρεσίες του παλαιού και του νέου αναδόχου ή του παλαιού και του νέου αναλαβόντος το έργο είναι ομοειδείς δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει μεταβίβαση μιας τέτοιας μονάδας.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

35 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική, η Ισπανική, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλαν με διατάξεις της 25ης Απριλίου 1996 και της 28ης Νοεμβρίου 1995 το Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La Mancha και το Arbeitsgericht Lφrrach, αποφαίνεται:

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, έχει την έννοια ότι η οδηγία έχει εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία ένας δημόσιος οργανισμός, ο οποίος είχε αναθέσει την υπηρεσία του για την κατ' οίκον αρωγή σε πρόσωπα τελούντα σε κατάσταση ανάγκης ή κατακυρώσει τη σύμβαση φυλάξεως και επιτηρήσεως ορισμένων εγκαταστάσεών του σε μια επιχείρηση, αποφασίζει, με τη λήξη ή κατόπιν καταγγελίας της συμβάσεως που τον συνέδεε με την επιχείρηση αυτή, να αναθέσει την υπηρεσία αυτή ή να κατακυρώσει τη σύμβαση αυτή σε άλλη επιχείρηση, εφόσον η πράξη συνοδεύεται από μεταβίβαση μιας οικονομικής μονάδας μεταξύ των δύο επιχειρήσεων. Η έννοια της οικονομικής μονάδας αναφέρεται σε οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστά δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και επιδιώκει ίδιο σκοπό. Το γεγονός και μόνον ότι οι υπηρεσίες του παλαιού και του νέου αναδόχου ή του παλαιού και του νέου αναλαβόντος το έργο είναι ομοειδείς δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει μεταβίβαση μιας τέτοιας μονάδας.