61996J0151

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 12ης Ιουνίου 1997. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Νηολόγηση μη αλιευτικών πλοίων - Προϋπόθεση της ιθαγενείας του πλοιοκτήτη. - Υπόθεση C-151/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-03327


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Νηολόγηση μη αλιευτικού πλοίου σε κράτος μέλος - Προϋπόθεση έχουσα σχέση με την ιθαγένεια των πλοιοκτητών - Ανεπίτρεπτο

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 6, 48, 52 και 58· κανονισμός 1251/70 της Επιτροπής, άρθρο 7· οδηγία 75/34 του Συμβουλίου, άρθρο 7)

Περίληψη


Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο το κράτος μέλος που διατηρεί σε ισχύ νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις περιορίζουσες το δικαίωμα εγγραφής μη αλιευτικών πλοίων στο εθνικό νηολόγιο μόνο στα πλοία που ανήκουν, εν όλω ή εν μέρει, στην κυβέρνηση, σε υπουργό, σε υπήκοο αυτού του κράτους μέλους ή σε νομικό πρόσωπο εθνικού δικαίου.

Ειδικότερα, προκειμένου περί πλοίων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας, τέτοια νομοθεσία είναι αντίθετη προς το άρθρο 52 της Συνθήκης κατά το μέτρο που εξαρτά τη νηολόγησή τους από την προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη συγκεκριμένης ιθαγενείας για τα φυσικά πρόσωπα, που είναι κύριοι ή ναυλωτές πλοίου, και, στην περίπτωση εταιρίας, μέτοχοι και διευθύνοντες σύμβουλοί της. Εξάλλου, στο μέτρο όπου μια τέτοια νομοθεσία απαιτεί τα νομικά πρόσωπα που είναι πλοιοκτήτες να έχουν συσταθεί σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, να υπόκεινται στη νομοθεσία αυτή και να έχουν το κέντρο των δραστηριοτήτων τους σ' αυτό το κράτος μέλος, αποκλειομένης, κατά συνέπεια, της νηολογήσεως ή της διαχειρίσεως πλοίου στην περίπτωση που πρόκειται για δευτερεύουσα εγκατάσταση, όπως πρακτορείο, υποκατάστημα ή θυγατρική εταιρία, η εν λόγω νομοθεσία είναι αντίθετη προς τα άρθρα 52 και 58 της Συνθήκης.

Όσον αφορά τα πλοία που δεν χρησιμοποιούνται για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, η νηολόγησή τους στο κράτος μέλος υποδοχής από υπήκοο άλλου κράτους μέλους εμπίπτει στις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και μια τέτοια νομοθεσία, κατά το μέτρο που επιφυλάσσει μόνο στους ημεδαπούς το δικαίωμα νηολογήσεως πλοίου αναψυχής του οποίου είναι κύριοι, είναι αντίθετη προς τα άρθρα 6, 48 και 52 της Συνθήκης καθώς και προς το άρθρο 7 του κανονισμού 1251/70, περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας, καθώς και προς το άρθρο 7 της οδηγίας 75/34 περί του δικαιώματος των υπηκόων ενός κράτους μέλους να παραμένουν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό μη μισθωτής δραστηριότητας.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-151/96,

Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Frank Benyon, νομικό σύμβουλο, και Xavier Lewis, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gσmez de la Cruz, μέλος της ιδίας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενης από τον Michael A. Buckley, Chief State Solicitor, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ιρλανδίας, 28, route d'Arlon,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ιρλανδία, διατηρώντας σε ισχύ νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που περιορίζουν το δικαίωμα εγγραφής μη αλιευτικών πλοίων στο ιρλανδικό νηολόγιο μόνο στα πλοία που ανήκουν, εν όλω ή εν μέρει, στην κυβέρνηση, σε υπουργό, σε Ιρλανδό υπήκοο ή σε νομικό πρόσωπο ιρλανδικού δικαίου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 6, 48, 52 και 58 της Συνθήκης ΕΚ, καθώς και από το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1251/70 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970, περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 64), και από το άρθρο 7 της οδηγίας 75/34/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1974, περί του δικαιώματος των υπηκόων ενός κράτους μέλους να παραμένουν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό μη μισθωτής δραστηριότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 191),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. C. Moitinho de Almeida, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, J.-P. Puissochet, P. Jann (εισηγητή) και M. Wathelet, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C. O. Lenz

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Απριλίου 1997,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Μαου 1996, η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Ιρλανδία, διατηρώντας σε ισχύ νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που περιορίζουν το δικαίωμα εγγραφής μη αλιευτικών πλοίων στο ιρλανδικό νηολόγιο μόνο στα πλοία που ανήκουν, εν όλω ή εν μέρει, στην κυβέρνηση, σε υπουργό, σε Ιρλανδό υπήκοο ή σε νομικό πρόσωπο ιρλανδικού δικαίου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 6, 48, 52 και 58 της Συνθήκης ΕΚ, καθώς και από το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1251/70 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970, περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 64), και από το άρθρο 7 της οδηγίας 75/34/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1974, περί του δικαιώματος των υπηκόων ενός κράτους μέλους να παραμένουν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό μη μισθωτής δραστηριότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 191).

2 Το άρθρο 2 του Irish Mercantile Marine Act 1955 (νόμου περί εμπορικής ναυτιλίας του 1955) ορίζει μεταξύ άλλων:

«(1) Σύμφωνα με τον παρόντα νόμο:

(...)

"νομικό πρόσωπο ιρλανδικού δικαίου" νοείται νομικό πρόσωπο το οποίο έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού, υπόκειται σ' αυτήν και έχει το κέντρο των δραστηριοτήτων του εντός αυτού του κράτους (...).»

3 Το άρθρο 9 του νόμου περί εμπορικής ναυτιλίας προβλέπει:

«Αναγνωρίζονται ως ιρλανδικά πλοία δυνάμενα, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 18, παράγραφος 3, του παρόντος νόμου, να φέρουν την εθνική σημαία και να θεωρούνται ως εγχώρια:

(a) τα πλοία που ανήκουν στο κράτος·

(b) τα πλοία που ανήκουν εξ ολοκλήρου σε πρόσωπα έχοντα την ιρλανδική ιθαγένεια (στο εξής αναφερόμενα ως: Ιρλανδοί υπήκοοι) ή σε νομικά πρόσωπα ιρλανδικού δικαίου και μη έχοντα νηολογηθεί βάσει της νομοθεσίας άλλης χώρας·

(c) τα λοιπά πλοία που έχουν νηολογηθεί ή θεωρούνται ως νηολογηθέντα βάσει του παρόντος νόμου.»

4 Το άρθρο 16 του νόμου περί εμπορικής ναυτιλίας ορίζει:

«Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 19 του παρόντος νόμου αναφορικά με τα κράτη όπου ισχύει η αρχή της αμοιβαιότητας, δύνανται να έχουν την κυριότητα νηολογηθέντος πλοίου ή ποσοστού επί τέτοιου πλοίου:

(a) η κυβέρνηση·

(b) οι υπουργοί·

(c) οι Ιρλανδοί υπήκοοι·

(d) τα νομικά πρόσωπα ιρλανδικού δικαίου.»

5 Κατά τη διατύπωση των αιτιάσεών της, η Επιτροπή προέβη σε διάκριση μεταξύ της περιπτώσεως όπου τα πλοία αποτελούν το μέσον για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και αυτής όπου δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

6 Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα άρθρα 9 και 16 του νόμου περί εμπορικής ναυτιλίας, κατά το μέτρο που προβλέπουν ότι μπορούν να εγγράφονται στο ιρλανδικό νηολόγιο και να φέρουν την ιρλανδική σημαία μόνον τα πλοία που ανήκουν, εν όλω ή εν μέρει, στην κυβέρνηση, σε υπουργό, σε Ιρλανδό υπήκοο ή σε νομικό πρόσωπο ιρλανδικού δικαίου, συνεπάγονται δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγενείας, πράγμα αντίθετο προς το άρθρο 52 της Συνθήκης. Το ίδιο ισχύει, κατά την Επιτροπή, και όσον αφορά την προϋπόθεση που επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 2 και 9 του ίδιου νόμου, κατά την οποία οι πλοιοκτήτριες εταιρίες νηολογηθέντων στην Ιρλανδία πλοίων πρέπει να έχουν συσταθεί κατά το ιρλανδικό δίκαιο, να υπόκεινται στην ιρλανδική νομοθεσία και να έχουν το κέντρο των δραστηριοτήτων τους στη χώρα αυτή. Συναφώς, η Επιτροπή αναφέρεται στις αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 1991, C-221/89, Factortame κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. Ι-3905), της 4ης Οκτωβρίου 1991, C-93/89, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή 1991, σ. Ι-4569), και C-246/89, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 1991, σ. Ι-4585), καθώς και στην απόφαση της 7ης Μαρτίου 1996, C-334/94, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1996, σ. Ι-1307).

7 Εξάλλου, η Επιτροπή φρονεί ότι η προϋπόθεση που προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 2 και 9 του νόμου περί εμπορικής ναυτιλίας συνιστά εμπόδιο στην ελευθερία εγκαταστάσεως των εταιριών που πληρούν τους όρους του άρθρου 58 της Συνθήκης. Το εν λόγω κοινοτικό όργανο προσθέτει ότι το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η νηολόγηση δεν είναι αναγκαία για την άσκηση του δικαιώματος εγκαταστάσεως έχει ρητώς απορριφθεί με την προπαρατεθείσα απόφαση Factortame κ.λπ., σκέψη 25.

8 Όσον αφορά τα πλοία που δεν χρησιμοποιούνται για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, η Επιτροπή εκτιμά ότι, μολονότι η νηολόγηση ενός σκάφους αναψυχής δεν αφορά τις προϋποθέσεις χρήσεως υπό στενή έννοια, η δυνατότητα που έχουν οι υπήκοοι των κρατών μελών να επιδίδονται, εντός του κράτους μέλους υποδοχής, σε δραστηριότητες αναψυχής αποτελεί απόρροια του δικαιώματος περί ελεύθερης κυκλοφορίας που τους απονέμουν τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης, τα οποία απαγορεύουν οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγενείας. Το ίδιο ισχύει, σύμφωνα με τα άρθρα 7 του κανονισμού 1251/70 και της οδηγίας 75/34, και όσον αφορά τα πρόσωπα που έχουν δικαίωμα διαμονής στο έδαφος κράτους μέλους όταν έχουν ασκήσει εκεί επαγγελματική δραστηριότητα. Συναφώς, η Επιτροπή παραπέμπει στην προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψεις 20 έως 23.

9 Η Ιρλανδία παραδέχεται ότι οφείλει να επιτρέπει τη νηολόγηση εμπορικών πλοίων καθώς και σκαφών αναψυχής που ανήκουν σε υπηκόους άλλων κρατών μελών ή σε νομικά πρόσωπα που έχουν συσταθεί κατά τη νομοθεσία άλλων κρατών μελών, που υπόκεινται στη νομοθεσία αυτή και που έχουν το κέντρο των δραστηριοτήτων τους εντός κράτους μέλους. Παρ' όλ' αυτά, η Ιρλανδία ισχυρίζεται ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του ιρλανδικού δικαίου, ένας υπήκοος κράτους μέλους μπορεί να εγκατασταθεί στην Ιρλανδία και να εκμεταλλεύεται, με βάση το κράτος αυτό, πλοίο νηολογηθέν εντός άλλου κράτους μέλους καθώς και να έχει το ίδιο δικαίωμα προσβάσεως στους ιρλανδικούς λιμένες όπως και κάθε Ιρλανδός υπήκοος που είναι κύριος νηολογηθέντος στην Ιρλανδία πλοίου. Εν πάση περιπτώσει, η Ιρλανδία υπογραμμίζει ότι εκκρεμούν οι εργασίες για την τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας.

10 Προκειμένου περί του παραδεκτού της προσφυγής, το οποίο, κατά τα λοιπά, δεν αμφισβητείται από την Ιρλανδία, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε την αιτίαση ότι οι ιρλανδικές διατάξεις είναι αντίθετες προς τα άρθρα 7 του κανονισμού 1251/70 και της οδηγίας 75/34 παρά μόνο στις αιτιολογημένες γνώμες της. Παρ' όλ' αυτά, όπως διαπιστώνει και ο γενικός εισαγγελέας στην παράγραφο 4 των προτάσεών του, τα έγγραφα οχλήσεως προσδιόρισαν αρκούντως την προσαπτομένη στην Ιρλανδία παράβαση η οποία συνίστατο στη διατήρηση σε ισχύ ορισμένων διατάξεων του νόμου περί εμπορικής ναυτιλίας που δεν ήσαν συμβατές με τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Επομένως, τα έγγραφα αυτά επέτρεψαν στην Ιρλανδική Κυβέρνηση να αντιληφθεί τη φύση των προσαπτομένων σ' αυτήν αιτιάσεων παρέχοντάς της τη δυνατότητα να αμυνθεί (βλ., υπό αυτήν την έννοια, την απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1996, C-289/94, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1996, σ. Ι-4405, σκέψη 17). Εξ αυτού έπεται ότι η υπό κρίση προσφυγή, κατά το μέτρο που αφορά την παράβαση των άρθρων 7 του κανονισμού 1251/70 και της οδηγίας 75/34, είναι παραδεκτή.

11 Ως προς την ουσία, διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο έχει ήδη, με την προπαρατεθείσα απόφασή του Επιτροπή κατά Γαλλίας, εξετάσει το συμβατό με το κοινοτικό δίκαιο νομοθεσίας ανάλογης προς την επίδικη ιρλανδική.

12 Όσον αφορά τα πλοία που χρησιμοποιούνται για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι κάθε κράτος μέλος υποχρεούται, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του σχετικά με τον καθορισμό των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη χορήγηση «εθνικότητας» σε πλοίο, να συμμορφώνεται προς την απαγόρευση δυσμενών διακρίσεων σε βάρος των υπηκόων των κρατών μελών λόγω της ιθαγενείας τους και ότι αντίκειται προς το άρθρο 52 της Συνθήκης η προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη συγκεκριμένης ιθαγενείας όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα που είναι κύριοι ή ναυλωτές πλοίου καθώς και, για την περίπτωση εταιρίας, μέτοχοι και διευθύνοντες σύμβουλοί της (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 14, η οποία παραπέμπει στην προπαρατεθείσα απόφαση Factortame κ.λπ., σκέψεις 29 και 30). Εξάλλου, στο μέτρο που η ιρλανδική νομοθεσία ορίζει ότι τα νομικά πρόσωπα που είναι πλοιοκτήτες πρέπει να έχουν συσταθεί κατά την ιρλανδική νομοθεσία, να υπόκεινται στη νομοθεσία αυτή και να έχουν το κέντρο των δραστηριοτήτων τους στην Ιρλανδία και στο μέτρο που αποκλείει, ως εκ τούτου, τη νηολόγηση ή τη διαχείριση ενός πλοίου όταν πρόκειται για δευτερεύουσα εγκατάσταση, όπως πρακτορείο, υποκατάστημα ή θυγατρική εταιρία, η εν λόγω νομοθεσία αντιβαίνει προς τα άρθρα 52 και 58 της Συνθήκης (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 19).

13 Όσον αφορά τα πλοία που δεν χρησιμοποιούνται για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει, στην προπαρατεθείσα απόφασή του Επιτροπή κατά Γαλλίας, ότι το κοινοτικό δίκαιο διασφαλίζει σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους τόσο την ελευθερία μεταβάσεώς του σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να ασκήσει εκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα όσο και την ελευθερία εγκαταστάσεως σε άλλο κράτος μέλος μετά την άσκηση τέτοιας δραστηριότητας. Η πρόσβαση σε δραστηριότητες αναψυχής που προσφέρονται εντός του κράτους αυτού αποτελεί απόρροια της ελευθερίας κυκλοφορίας (σκέψη 21).

14 Επομένως, η νηολόγηση, από τον εν λόγω υπήκοο, πλοίου για σκοπούς αναψυχής εντός του κράτους μέλους υποδοχής εμπίπτει στις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 22).

15 Κατά συνέπεια, η ιρλανδική νομοθεσία, η οποία επιφυλάσσει μόνο στους Ιρλανδούς υπηκόους το δικαίωμα νηολογήσεως στην Ιρλανδία του πλοίου αναψυχής του οποίου είναι κύριοι, αντιβαίνει προς τα άρθρα 6, 48 και 52 της Συνθήκης καθώς και προς τα άρθρα 7 του κανονισμού 1251/70 και της οδηγίας 75/34 (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 23).

16 Ενόψει των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η Ιρλανδία, διατηρώντας σε ισχύ νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που περιορίζουν το δικαίωμα εγγραφής μη αλιευτικών πλοίων στο ιρλανδικό νηολόγιο μόνο στα πλοία που ανήκουν, εν όλω ή εν μέρει, στην κυβέρνηση, σε υπουργό, σε Ιρλανδό υπήκοο ή σε νομικό πρόσωπο ιρλανδικού δικαίου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 6, 48, 52 και 58 της Συνθήκης καθώς και από τα άρθρα 7 του κανονισμού 1251/70 και της οδηγίας 75/34.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

17 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η Ιρλανδία ηττήθηκε πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Η Ιρλανδία, διατηρώντας σε ισχύ νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που περιορίζουν το δικαίωμα εγγραφής μη αλιευτικών πλοίων στο ιρλανδικό νηολόγιο μόνο στα πλοία που ανήκουν, εν όλω ή εν μέρει, στην κυβέρνηση, σε υπουργό, σε Ιρλανδό υπήκοο ή σε νομικό πρόσωπο ιρλανδικού δικαίου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 6, 48, 52 και 58 της Συνθήκης ΕΚ, καθώς και από το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1251/70 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970, περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας, καθώς και από το άρθρο 7 της οδηγίας 75/34/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1974, περί του δικαιώματος των υπηκόων ενός κράτους μέλους να παραμένουν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό μη μισθωτής δραστηριότητας.

2) Καταδικάζει την Ιρλανδία στα δικαστικά έξοδα.