61996J0062

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 27ης Νοεμβρίου 1997. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Εγγραφή πλοίων στα νηολόγια - Προϋπόθεση της ιθαγενείας του πλοιοκτήτη. - Υπόθεση C-62/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-06725


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Εγγραφή πλοίων στα νηολόγια κράτους μέλους - Προϋπόθεση περί ιθαγενείας των πλοιοκτητών - Δεν επιτρέπεται - Διατήρηση σε ισχύ εθνικής διατάξεως ασυμβίβαστης με το κοινοτικό δίκαιο - Παράβαση κράτους μέλους

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 6, 48, 52, 58 και 221· κανονισμός 1251/70 της Επιτροπής, άρθρο 7· οδηγία 75/34 του Συμβουλίου, άρθρο 7)

Περίληψη


Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο το κράτος μέλος που διατηρεί σε ισχύ νομοθετικές διατάξεις που περιορίζουν το δικαίωμα εγγραφής στα εθνικά νηολόγια μόνο στα αλιευτικά και εμπορικά πλοία και στα σκάφη αναψυχής που ανήκουν:

- κατά ποσοστό που υπερβαίνει το 50 % σε φυσικά πρόσωπα που έχουν την ιθαγένεια του κράτους αυτού,

- σε νομικά πρόσωπα του εθνικού δικαίου, των οποίων τα κεφάλαια ανήκουν κατά ποσοστό που υπερβαίνει το 50 % σε υπηκόους του κράτους αυτού.

Το ασυμβίβαστο της νομοθεσίας αυτής προς το κοινοτικό δίκαιο δεν αναιρείται ούτε από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου της θάλασσας ούτε από την ύπαρξη κοινοτικού καθεστώτος αλιείας, έστω και αν αυτό περιλαμβάνει ένα σύστημα εθνικών ποσοστώσεων και προσβάσεως στα ύδατα, ή την ύπαρξη ζωνών προοριζομένων μόνο για τους ημεδαπούς αλιείς ούτε από το γεγονός ότι έχει προβλεφθεί για το εν λόγω κράτος μέλος ρύθμιση για την προσωρινή εξαίρεσή του από την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, όσον αφορά ορισμένες υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών, ούτε έστω από λόγους οργανώσεως της στρατιωτικής άμυνας, αφού κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να επιτάσσει τα πλοία που φέρουν τη σημαία του.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-62/96,

Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Frank Benyon, νομικό σύμβουλο, και τη Μαρία Κοντού-Durande, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gσmez de la Cruz, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από την Αικατερίνη Σαμώνη-Ράντου, βοηθό ειδικό νομικό σύμβουλο στην ειδική νομική υπηρεσία Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενη από την Εύη Σκανδάλου, νομική συνεργάτιδα ΑΑ, και τη Σταματίνα Βώδινα, ειδική επιστημονική συνεργάτιδα στην ίδια υπηρεσία, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ελλάδος, 117, Val Sainte-Croix,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, διατηρώντας σε ισχύ νομοθετικές διατάξεις που περιορίζουν το δικαίωμα εγγραφής στα ελληνικά νηολόγια μόνο στα πλοία που ανήκουν κατά ποσοστό που υπερβαίνει το 50 % σε εΕλληνες υπηκόους ή ελληνικά νομικά πρόσωπα, των οποίων τα κεφάλαια ανήκουν σε εΕλληνες υπηκόους κατά το ίδιο ποσοστό, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 6, 48, 52, 58 και 221 της Συνθήκης ΕΚ, καθώς και από το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1251/70 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970, περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 64), και από το άρθρο 7 της οδηγίας 75/34/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1974, περί του δικαιώματος των υπηκόων ενός κράτους μέλους να παραμένουν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους μετά την άσκηση σε αυτό μη μισθωτής δραστηριότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 191),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Wathelet, πρόεδρο του πρώτου τμήματος και προεδρεύοντα του πέμπτου, J. C. Moitinho de Almeida, D. A. O. Edward, P. Jann (εισηγητή) και L. Sevσn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 1ης Ιουλίου 1997,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Σεπτεμβρίου 1997,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Μαρτίου 1996, η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, διατηρώντας σε ισχύ νομοθετικές διατάξεις που περιορίζουν το δικαίωμα εγγραφής στα ελληνικά νηολόγια μόνο στα πλοία που ανήκουν κατά ποσοστό που υπερβαίνει το 50 % σε εΕλληνες υπηκόους ή ελληνικά νομικά πρόσωπα, των οποίων τα κεφάλαια ανήκουν σε εΕλληνες υπηκόους κατά το ίδιο ποσοστό, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 6, 48, 52, 58 και 221 της Συνθήκης ΕΚ, καθώς και από το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1251/70 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970, περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 64), και από το άρθρο 7 της οδηγίας 75/34/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1974, περί του δικαιώματος των υπηκόων ενός κράτους μέλους να παραμένουν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους μετά την άσκηση σε αυτό μη μισθωτής δραστηριότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 191).

2 Στις 13 Ιουνίου 1990 η Επιτροπή απέστειλε στην Ελληνική Δημοκρατία έγγραφο οχλήσεως με το οποίο ισχυρίστηκε, πρώτον, ότι το άρθρο 5 του νομοθετικού διατάγματος 187 περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ΦΕΚ 261 της 8ης Οκτωβρίου 1973, στο εξής: άρθρο 5 του ΚΔΝΔ) αντιβαίνει, όσον αφορά τη χορήγηση της ελληνικής σημαίας στα σκάφη αλιείας, στα άρθρα 7, 52 και 221 της Συνθήκης ΕΟΚ (το εν λόγω άρθρο 7 έχει πλέον καταστεί άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΚ). Δεύτερον, υποστήριξε ότι το άρθρο 11 του βασιλικού διατάγματος 666/66, το οποίο προβλέπει ότι η έκδοση επαγγελματικής άδειας σπογγαλιείας εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο κύριος του σκάφους έχει συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία ως μέλος πληρώματος σπογγαλιευτικού που διαθέτει άδεια σπογγαλιείας, αντιβαίνει στα άρθρα 7 και 52 της Συνθήκης. Τέλος, η Επιτροπή θεώρησε ότι ο κανόνας ότι ορισμένο ποσοστό των μελών του πληρώματος των αλιευτικών πλοίων πρέπει να είναι ιΕλληνες υπήκοοι παρακωλύει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.

3 Στις 29 Ιανουαρίου 1991 η Ελληνική Δημοκρατία αντέκρουσε, με την απάντησή της, τις ανωτέρω αιτιάσεις.

4 Στις 9 Ιουλίου 1990 η Επιτροπή απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία δεύτερο έγγραφο οχλήσεως, με το οποίο ισχυρίστηκε ότι οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 5 του ΚΔΝΔ, όσον αφορά την εγγραφή των σκαφών αναψυχής στα ελληνικά νηολόγια, αντιβαίνουν επίσης στα άρθρα 7, 48, 52 και 221 της Συνθήκης ΕΟΚ.

5 Σ' αυτό το έγγραφο οχλήσεως η Ελληνική Κυβέρνηση απάντησε στις 28 Ιανουαρίου 1991.

6 Στις 5 Ιουνίου 1992 η Επιτροπή απέστειλε τρίτο έγγραφο οχλήσεως, με το οποίο ισχυρίστηκε ότι οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 5 του ΚΔΝΔ, όσον αφορά την εγγραφή των εμπορικών σκαφών στα ελληνικά νηολόγια, αντιβαίνουν προς τα άρθρα 7, 52 επ. και 221 της Συνθήκης ΕΟΚ.

7 Η Επιτροπή, δεδομένου ότι δεν έλαβε απάντηση στο τελευταίο αυτό έγγραφο οχλήσεως και επειδή θεώρησε μη ικανοποιητικές τις απαντήσεις που είχαν δοθεί στα άλλα έγγραφα οχλήσεως, εξέδωσε στις 27 Ιουλίου 1993 αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με τις προϋποθέσεις εγγραφής των παντός είδους σκαφών στα ελληνικά νηολόγια, τους περιορισμούς που ισχύουν για την πρόσληψη ναυτικών υπηκόων άλλων κρατών μελών ως μελών πληρώματος ελληνικού αλιευτικού σκάφους, καθώς και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως άδειας σπογγαλιείας.

8 Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε στην αιτιολογημένη αυτή γνώμη. Η Επιτροπή, κρίνοντας μη ικανοποιητική την απάντηση σχετικά με τις προϋποθέσεις εγγραφής των παντός είδους σκαφών στα ελληνικά νηολόγια, άσκησε την παρούσα προσφυγή.

9 Το άρθρο 5 του ΚΔΝΔ, το οποίο επιγράφεται «Εθνικότης του πλοίου», ορίζει τα εξής:

«ςΟροι αναγνωρίσεως πλοίων ως ελληνικών

1. Επιφυλασσομένης της ισχύος ειδικών νόμων, αναγνωρίζονται ως ελληνικά τα πλοία τα ανήκοντα κατά ποσοστόν υπερβαίνον τα πεντήκοντα εκατοστά εις ςΕλληνας υπηκόους ή ελληνικά νομικά πρόσωπα, των οποίων τα κεφάλαια ανήκουν εις ςΕλληνας υπηκόους κατά το αυτό ποσοστόν, κατόπιν αιτήσεως των πλοιοκτητών τούτων συνοδευομένης υπό του σχετικού τίτλου κτήσεως κυριότητας.

2. Εάν το μεταβιβαστικόν της κυριότητος του πλοίου έγγραφον κατηρτίσθη εν τη αλλοδαπή, διά την καταχώρησιν εις το νηολόγιον απαιτείται και θεώρησις της Προξενικής Αρχής.

3. Διά Π. Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού, μετά γνώμην του Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού, καθορίζονται τα της αναγνωρίσεως ελληνικών πλοίων ως επιβατηγών.»

10 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της ελληνικής εθνικότητας στα αλιευτικά και στα εμπορικά σκάφη, τις οποίες προβλέπει η εν λόγω διάταξη, αντιβαίνουν προς το κοινοτικό δίκαιο, και ειδικότερα προς τα άρθρα 6, 48, 52, 58 και 221 της Συνθήκης ΕΚ. ΚΟσον αφορά τα σκάφη αναψυχής που δεν αποτελούν μέσο ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας, η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 5 του ΚΔΝΔ αντιβαίνει προς τα άρθρα 6, 48 και 52 της Συνθήκης, καθώς και προς το άρθρο 7 του κανονισμού 1251/70 και το άρθρο 7 της οδηγίας 75/34.

11 Η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί, πρώτον, ότι, σύμφωνα με την απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991, C-221/89, Factortame κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. Ι-3905, σκέψη 17), νομιμοποιείται να εφαρμόζει το άρθρο 5 της Συμβάσεως της Γενεύης του 1958 για την ανοιχτή θάλασσα, καθώς και τα άρθρα 91 επ. της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών του 1982 για το δίκαιο της θάλασσας, που προβλέπουν ότι κάθε κράτος καθορίζει τους όρους για τη χορήγηση της εθνικότητάς του στα πλοία, για την εγγραφή τους στα νηολόγιά του και για το δικαίωμα να φέρουν τη σημαία του, ώστε να υφίσταται γνήσιος δεσμός μεταξύ του κράτους και του πλοίου. Ο λόγος για τον οποίο απαιτείται η ύπαρξη τέτοιου δεσμού είναι ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν διάφορες υποχρεώσεις σχετικά με τα πλοία που φέρουν τη σημαία τους. Το κυριότερο κριτήριο για τη χορήγηση σ' ένα πλοίο του δικαιώματος να πλέει υπό ορισμένη σημαία είναι η ιθαγένεια του πλοιοκτήτη. Συναφώς, η Ελληνική Κυβέρνηση επικαλείται επίσης τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1986 για τους κανόνες νηολογήσεως των πλοίων, της οποίας τα άρθρα 7 έως 10 ορίζουν σαφέστατα, κατά την κυβέρνηση αυτή, τα στοιχεία που συνιστούν τον γνήσιο δεσμό. Η εν λόγω κυβέρνηση τονίζει ότι η ελληνική νομοθεσία είναι σύμφωνη προς το άρθρο 8, στο οποίο προβλέπονται τα στοιχεία προσδιορισμού της εθνικότητας των πλοίων.

12 Στη συνέχεια, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η ελληνική νομοθεσία δεν εμποδίζει τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών να αγοράζουν και να χρησιμοποιούν στην Ελλάδα πλοία φέροντα τη σημαία άλλου κράτους.

13 Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι ορισμένες δραστηριότητες έχουν επιφυλαχθεί αποκλειστικά υπέρ των πλοίων με ελληνική σημαία, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 3760/92 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1992, για τη θέσπιση κοινοτικού συστήματος για την αλιεία και την υδατοκαλλιέργεια (ΕΕ L 389, σ. 1), και τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3577/92 του Συμβουλίου, της 7ης Δεκεμβρίου 1992, για την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών στις θαλάσσιες μεταφορές στο εσωτερικό των κρατών μελών (θαλάσσιες ενδομεταφορές-καμποτάζ) (ΕΕ L 364, σ. 7). Ο τελευταίος αυτός κανονισμός, καίτοι αφορά την παροχή υπηρεσιών, έχει επίσης αποτελέσματα επί της ελευθερίας εγκαταστάσεως, ειδάλλως θα έχανε την πρακτική του αποτελεσματικότητα. Πράγματι, η έννοια της εγκαταστάσεως εμπεριέχει την έννοια της παροχής υπηρεσιών. Η ελευθέρωση της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών θα πραγματοποιηθεί βαθμιαία. Εξάλλου, το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 3577/92 προβλέπει ένα ιδιαίτερο καθεστώς υπέρ της Ελληνικής Δημοκρατίας, για λόγους κοινωνικoοικονομικής συνοχής.

14 Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ως δικαιολογητικό λόγο της υπάρξεως της ελληνικής ρυθμίσεως περί νηολογήσεως τις αναγόμενες στην οργάνωση της εθνικής άμυνάς της ανάγκες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από ένα ιδιόμορφο ιστορικό και γεωπολιτικό περιβάλλον. Το κράτος πρέπει δηλαδή να είναι σε θέση να επιτάσσει τα πλοία σε περίπτωση ανάγκης.

15 Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία της Ελληνικής Κυβερνήσεως και στηρίζεται συναφώς στη νομολογία του Δικαστηρίου. Κατά την Επιτροπή, με την προπαρατεθείσα απόφαση Factortame κ.λπ., το Δικαστήριο δεν δέχθηκε μια συλλογιστική που ήταν ανάλογη προς την προβαλλόμενη εν προκειμένω από την Ελληνική Δημοκρατία. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή φρονεί ότι οι διατάξεις του κανονισμού 3577/92, οι οποίες προβλέπουν, κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, ότι τη σχετική επαγγελματική δραστηριότητα μπορούν να ασκούν μόνο τα σκάφη που πλέουν υπό ελληνική σημαία, αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών επί των θαλάσσιων μεταφορών εντός των κρατών μελών, αλλ' όχι το δικαίωμα των φυσικών και νομικών προσώπων που απορρέει από τα άρθρα 52 και 221 της Συνθήκης. Ομοίως, το άρθρο 5 του ΚΔΝΔ δεν αφορά τον τομέα που διέπεται από τον κανονισμό 3760/92, ο οποίος εξάλλου δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν μονομερώς μέτρα αντίθετα προς τη Συνθήκη.

16 Η Επιτροπή αμφισβητεί επίσης τη δυνατότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας να διατηρεί σε ισχύ νομοθεσία αποκλίνουσα από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας για τον λόγο ότι το κράτος αυτό θεωρεί ότι πρέπει να είναι σε θέση να επιτάσσει τα πλοία για λόγους αναγόμενους στην εθνική άμυνά του. Κατά την Επιτροπή, όλοι οι πλοιοκτήτες σκαφών φερόντων ελληνική σημαία μπορούν να υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις όπως οι ιΕλληνες υπήκοοι. Συναφώς, δεν είναι αναγκαίος κανείς περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας.

17 Στο σημείο αυτό επιβάλλεται κατ' αρχάς η διαπίστωση ότι υπάρχει πάγια νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά εθνικές διατάξεις ανάλογες προς την επίμαχη ελληνική ρύθμιση (βλ. πρωτίστως την προπαρατεθείσα απόφαση Factortame κ.λπ., καθώς και τις αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 1991, C-93/89, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 1991, σ. Ι-4569, και C-246/89, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1991, σ. Ι-4585· της 7ης Μαρτίου 1996, C-334/94, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1994, σ. Ι-1307, και της 12ης Ιουνίου 1997, C-151/96, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 1997, σ. Ι-3327).

18 Από την ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι, όσον αφορά τα πλοία που χρησιμοποιούνται για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, κάθε κράτος μέλος υποχρεούται, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του σχετικά με τον καθορισμό των προϋποθέσεων χορηγήσεως της «εθνικότητάς» του σε πλοίο, να συμμορφώνεται προς την απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων σε βάρος των υπηκόων των κρατών μελών λόγω της ιθαγενείας τους και ότι αντίκειται προς το άρθρο 52 της Συνθήκης η προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη συγκεκριμένης ιθαγενείας όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα που είναι πλοιοκτήτες, κύριοι ή ναυλωτές πλοίου ή, στην περίπτωση εταιρίας, μέτοχοι και διευθύνοντες σύμβουλοί της. Η προϋπόθεση αυτή είναι αντίθετη προς τα άρθρα 52 και 58 της Συνθήκης, όταν επιβάλλεται για τη νηολόγηση ή την εκμετάλλευση πλοίου από δευτερεύουσα εγκατάσταση, π.χ. από πρακτορείο, υποκατάστημα ή θυγατρική εταιρία (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση της 12ης Ιουνίου 1997, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 12).

19 Όσον αφορά τα πλοία που δεν χρησιμοποιούνται για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, με την προπαρατεθείσα απόφαση της 12ης Ιουνίου 1997, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 13, ότι το κοινοτικό δίκαιο διασφαλίζει σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους τόσο την ελευθερία μεταβάσεώς του σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να ασκήσει εκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα όσο και την ελευθερία εγκαταστάσεως σε άλλο κράτος μέλος μετά την άσκηση τέτοιας δραστηριότητας. Η πρόσβαση σε δραστηριότητες αναψυχής που προσφέρονται εντός του κράτους αυτού αποτελεί απόρροια της ελευθερίας κυκλοφορίας.

20 Στη σκέψη 14 της ανωτέρω αποφάσεως το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η νηολόγηση, από τον εν λόγω υπήκοο, πλοίου για σκοπούς αναψυχής εντός του κράτους μέλους υποδοχής εμπίπτει στις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων.

21 Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας πρέπει να εκτιμηθούν με γνώμονα τη νομολογία αυτή.

22 Συναφώς, επιβάλλεται κατ' αρχάς η διαπίστωση ότι το επιχείρημα της Ελληνικής Κυβερνήσεως το οποίο στηρίζεται στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας δεν βρίσκει έρεισμα στη σκέψη 17 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Factortame κ.λπ. Πράγματι, με τη σκέψη αυτή το Δικαστήριο τόνισε ρητά ότι τα κράτη μέλη, όταν ασκούν την αρμοδιότητά τους να καθορίζουν τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την εγγραφή των σκαφών στα νηολόγιά τους και για την παροχή στα σκάφη αυτά του δικαιώματος να φέρουν τη σημαία τους, οφείλουν να τηρούν τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου. Μολονότι η διαπίστωση αυτή έγινε στο πλαίσιο μόνο του άρθρου 5 της Συμβάσεως της Γενεύης του 1958, η ορθότητά της δεν αίρεται από τις δύο συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών του 1982 και του 1986, οι οποίες υπογράφηκαν μετά την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στις Ευρωπαϋκές Κοινότητες.

23 Στη συνέχεια, επιβάλλεται να τονιστεί ότι το γεγονός ότι η ελληνική νομοθεσία δεν εμποδίζει, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Ελληνικής Κυβενήσεως, τις δραστηριότητες των υπηκόων άλλων κρατών μελών δεν ασκεί επιρροή από την άποψη του άρθρου 52, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης. ςΟπως έχει δεχθεί ήδη το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Factortame κ.λπ., σκέψη 25, η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει, για τους υπηκόους των κρατών μελών, «την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων (...) σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους (...)».

24 ςΟσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας που στηρίζεται στον κανονισμό 3760/92, αρκεί η διαπίστωση ότι μια εθνική ρύθμιση περί νηολογήσεως των πλοίων, όπως η επίμαχη εν προκειμένω, δεν αποσκοπεί στον καθορισμό του τρόπου εκμεταλλεύσεως των ποσοστώσεων ή της προσβάσεως στα ύδατα που έχουν τεθεί στη διάθεση των αλιέων ενός κράτους μέλους. Επιπλέον, ως δικαιολογητικός λόγος της υπάρξεως εθνικής ρυθμίσεως που αφορά τη νηολόγηση όλων των πλοίων δεν μπορεί να προβληθεί η ύπαρξη κοινοτικού καθεστώτος αλιείας που επιτρέπει τη δημιουργία ζωνών προοριζομένων μόνο για τους ημεδαπούς αλιείς.

25 ςΟσον αφορά τον κανονισμό 3577/92, του οποίου το άρθρο 6, παράγραφος 3, προβλέπει προσωρινή εξαίρεση υπέρ της Ελληνικής Δημοκρατίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εξαίρεση αυτή δεν μπορεί να επιτρέπει την επιβολή προϋποθέσεων νηολογήσεως των σκαφών που να δημιουργούν διακρίσεις. Μολονότι ο κανονισμός αυτός μεταθέτει για την 1η Ιανουαρίου 2004 την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, όσον αφορά ορισμένες υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών, δεν μπορεί εν τούτοις να χρησιμεύσει ως έρεισμα για την επιβολή πρόσθετων περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως.

26 Τέλος, όσον αφορά την οργάνωση της εθνικής άμυνας της Ελληνικής Δημοκρατίας, αρκεί η διαπίστωση ότι οι ελληνικές αρχές έχουν τη δυνατότητα να αποφασίσουν την επίταξη οποιουδήποτε πλοίου φέρει ελληνική σημαία, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του κυρίου του.

27 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, διατηρώντας σε ισχύ νομοθετικές διατάξεις που περιορίζουν το δικαίωμα εγγραφής στα ελληνικά νηολόγια μόνο στα πλοία που ανήκουν κατά ποσοστό που υπερβαίνει το 50 % σε εΕλληνες υπηκόους ή ελληνικά νομικά πρόσωπα, των οποίων τα κεφάλαια ανήκουν σε εΕλληνες υπηκόους κατά το ίδιο ποσοστό, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 6, 48, 52, 58 και 221 της Συνθήκης ΕΚ, καθώς και από το άρθρο 7 του κανονισμού 1251/70 και από το άρθρο 7 της οδηγίας 75/34.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

28 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, αν υπήρχε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι αμυντικοί ισχυρισμοί της Ελληνικής Δημοκρατίας απορρίφθηκαν, το κράτος αυτό πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Η Ελληνική Δημοκρατία, διατηρώντας σε ισχύ νομοθετικές διατάξεις που περιορίζουν το δικαίωμα εγγραφής στα ελληνικά νηολόγια μόνο στα πλοία που ανήκουν κατά ποσοστό που υπερβαίνει το 50 % σε εΕλληνες υπηκόους ή ελληνικά νομικά πρόσωπα, των οποίων τα κεφάλαια ανήκουν σε εΕλληνες υπηκόους κατά το ίδιο ποσοστό, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 6, 48, 52, 58 και 221 της Συνθήκης ΕΚ, καθώς και από το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1251/70 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970, περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας, και από το άρθρο 7 της οδηγίας 75/34/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1974, περί του δικαιώματος των υπηκόων ενός κράτους μέλους να παραμένουν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους μετά την άσκηση σε αυτό μη μισθωτής δραστηριότητας.

2) Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.