61996J0036

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 30ής Σεπτεμβρίου 1997. - Faik Günaydin, Hatice Günaydin, Günes Günaydin και Seda Günaydin κατά Freistaat Bayern. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesverwaltungsgericht - Γερμανία. - Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας - Απόφαση του Συμβουλίου Συνδέσεως - Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Έννοιες του ανήκοντος στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους και της νόμιμης απασχολήσεως - Προσωρινές και υπό επιφύλαξη άδειες εργασίας και παραμονής - Αίτηση παρατάσεως της ισχύος αδείας παραμονής - Κατάχρηση δικαιώματος. - Υπόθεση C-36/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-05143


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Διεθνείς συμφωνίες - Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας - Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Εργαζόμενοι - Πρόσβαση των Τούρκων υπηκόων σε μισθωτή δραστηριότητα της επιλογής τους εντός κράτους μέλους και συνακόλουθο δικαίωμα παραμονής - Προϋποθέσεις - Προηγούμενη νόμιμη απασχόληση - Έννοια

(Απόφαση 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, άρθρο 6 § 1)

2 Διεθνείς συμφωνίες - Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας - Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Εργαζόμενοι - Πρόσβαση των Τούρκων υπηκόων σε μισθωτή δραστηριότητα της επιλογής τους εντός κράτους μέλους και συνακόλουθο δικαίωμα παραμονής - Παράταση του δικαιώματος παραμονής - Κατάχρηση - Προϋποθέσεις

(Απόφαση 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, άρθρο 6 § 1)

Περίληψη


3 Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας έχει την έννοια ότι ένας Τούρκος εργαζόμενος, ο οποίος άσκησε νομίμως, εντός κράτους μέλους κατά τη διάρκεια περιόδου άνω των τριών ετών χωρίς διακοπή, πραγματική και ουσιαστική οικονομική δραστηριότητα στην υπηρεσία ενός και του αυτού εργοδότη και ο οποίος βρίσκεται σε επαγγελματική κατάσταση που δεν διαφέρει αντικειμενικά από εκείνη των άλλων μισθωτών τους οποίους απασχολεί ο ίδιος εργοδότης ή οι οποίοι εργάζονται στον οικείο τομέα και ασκούν τα ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, ανήκει στη νόμιμη αγορά εργασίας του κράτους αυτού και εργάζεται εκεί νομίμως, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Ο εν λόγω Τούρκος εργαζόμενος μπορεί έτσι να ζητήσει την ανανέωση της ισχύος της αδείας παραμονής του εντός του κράτους μέλους υποδοχής, έστω και αν του είχε επιτραπεί να αναλάβει εκεί μισθωτή δραστηριότητα μόνο προσωρινά στην υπηρεσία κατονομαζόμενου εργοδότη, με σκοπό την εξοικείωσή του με την εργασία του και την προετοιμασία του για την απασχόλησή του σε μία από τις θυγατρικές του εργοδότη του στην Τουρκία και έστω και αν είχε λάβει μόνο προς τούτο άδεια εργασίας και παραμονής.

4 Το γεγονός ότι ένας Τούρκος εργαζόμενος επιθυμεί να παρατείνει την παραμονή του στο κράτος μέλος υποδοχής, ενώ είχε δεχθεί ρητά τον περιορισμό της, δεν αποτελεί κατάχρηση. Το ότι ο εν λόγω εργαζόμενος εξέφρασε την πρόθεσή του να επιστρέψει στην Τουρκία μετά την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας εντός του οικείου κράτους με σκοπό την τελειοποίηση των επαγγελματικών του ικανοτήτων δεν είναι ικανό να στερήσει τον ενδιαφερόμενο από δικαιώματα απορρέοντα από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, παρά μόνον αν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι η αυτός προέβη στη δήλωση αυτή με μοναδικό σκοπό να λάβει, παρά τις ισχύουσες διατάξεις, άδειες εργασίας και παραμονής εντός του κράτους μέλους υποδοχής.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-36/96,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Faik Gόnaydin,

Hatice Gόnaydin,

Gόnes Gόnaydin,

Seda Gόnaydin

και

Freistaat Bayern,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, για την προώθηση της συνδέσεως, την οποία έλαβε το Συμβούλιο Συνδέσεως που συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητος και της Τουρκίας,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, J. L. Murray, P. J. G. Kapteyn, H. Ragnemalm και R. Schintgen (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. B. Elmer

γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- το ζεύγος Gόnaydin, εκπροσωπούμενο από τον F. Auer, δικηγόρο Regensburg,

- το Freistaat Bayern, εκπροσωπούμενο από τον W. Rzepka, Generallandesanwalt bei der Landesanwaltschaft Bayern,

- η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον E. Rφder, Ministerialrat στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας,

- η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Αικ. Σαμώνη-Ράντου, βοηθό ειδικό νομικό σύμβουλο στην ειδική νομική υπηρεσία Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενη από την Λ. Πνευματικού, ειδική επιστημονική συνεργάτιδα στην ίδια υπηρεσία,

- η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. de Salins και τον A. Bourgoing, αντιστοίχως υποδιευθύντρια και chargι de mission στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον J. Sack, νομικό σύμβουλο,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του ζεύγους Gόnaydin, της Γερμανικής, της Ελληνικής και της Γαλλικής Κυβερνήσεως, καθώς και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου 1997,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Απριλίου 1997,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1995, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Φεβρουαρίου 1996, το Bundesverwaltungsgericht υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, για την προώθηση της συνδέσεως (στο εξής: απόφαση 1/80). Το Συμβούλιο Συνδέσεως συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα από τη Δημοκρατία της Τουρκίας, αφενός, και από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, αφετέρου, και η οποία συνήφθη, εγκρίθηκε και έγινε δεκτή εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Gόnaydin, της συζύγου του και των δύο ανηλίκων τέκνων τους, όλων Τούρκων υπηκόων, και του Freistaat Bayern (ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας) σχετικά με την άρνηση παρατάσεως της ισχύος της αδείας παραμονής του Gόnaydin στη Γερμανία.

3 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο Gόnaydin έλαβε άδεια να εισέλθει στη Γερμανία τον Απρίλιο του 1976.

4 Εντός του κράτους μέλους αυτού παρακολούθησε καταρχάς μαθήματα γερμανικής γλώσσας, στη συνέχεια δε πραγματοποίησε σπουδές, μετά τις οποίες έλαβε, το 1986, τον τίτλο του διπλωματούχου μηχανικού.

5 Κατά τη διάρκεια των σπουδών του έλαβε άδειες παραμονής περιορισμένης διαρκείας και για ορισμένες περιοχές, χωρίς να δικαιούται να ασκεί αμειβόμενη δραστηριότητα.

6 Το 1982 ο Gόnaydin νυμφεύθηκε Τουρκίδα υπήκοο. Το ζεύγος απέκτησε δύο τέκνα, που γεννήθηκαν το 1984 και το 1988, αντίστοιχα.

7 Τον Νοέμβριο του 1986 ο Gόnaydin προσελήφθη από την εταιρία Siemens για να παρακολουθήσει ένα πολυετές εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο εργοστάσιο του Amberg (Γερμανία), μετά το πέρας του οποίου επρόκειτο να μετατεθεί στην Τουρκία για να διευθύνει εκεί μια θυγατρική της εν λόγω εταιρίας. Ο σκοπός αυτός προκύπτει από την αλληλογραφία της Siemens με τις γερμανικές αρχές, καθώς και από δύο δηλώσεις του Gόnaydin. Έτσι, ο τελευταίος πληροφορήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1987 ότι οι άδειες εργασίας και παραμονής στη Γερμανία του είχαν χορηγηθεί μόνο για να προετοιμαστεί στη χώρα αυτή για την άσκηση σχετικής δραστηριότητας σε θυγατρική της Siemens στην Τουρκία. Επιπλέον, στις 9 Αυγούστου 1989 ο Gόnaydin υπογράμμισε ότι είχε την πρόθεση να επιστρέψει με την οικογένειά του στη χώρα αυτή το δεύτερο εξάμηνο του 1990.

8 Στις 12 Ιανουαρίου 1987 οι γερμανικές αρχές χορήγησαν στον Gόnaydin προσωρινή άδεια παραμονής, η ισχύς της οποίας παρατάθηκε επανειλημμένα, την τελευταία φορά δε μέχρι τις 5 Ιουλίου 1990. Στην εν λόγω άδεια αναφερόταν ότι η ισχύς της θα έληγε σε περίπτωση παύσεως της απασχολήσεώς του στην εταιρία Siemens στο Amberg και ότι η άδεια αυτή χορηγήθηκε αποκλειστικά και μόνο για να εξοικειωθεί ο κάτοχός της με τις εμπορικές μεθόδους και τον τρόπο εργασίας της εν λόγω εταιρίας.

9 Παράλληλα, χορηγήθηκαν διαδοχικά στον Gόnaydin προσωρινές άδειες εργασίας, περιοριζόμενες σε απασχόληση στην εταιρία Siemens, στο εργοστάσιο του Amberg. Η ισχύς της τελευταίας από τις άδειες αυτές έληξε στις 30 Ιουνίου 1990.

10 Στις 15 Φεβρουαρίου 1990 ο Gόnaydin ζήτησε άδεια μόνιμης παραμονής με την αιτιολογία ότι, λόγω των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του στη Γερμανία, η χώρα αυτή κατέστη ο κύριος τόπος διαβιώσεώς του, ότι θα ένοιωθε πλέον ξένος στην Τουρκία και ότι τα δύο ανήλικα τέκνα του, που γεννήθηκαν στη Γερμανία και φοιτούν σε γερμανικά σχολεία, θα αντιμετώπιζαν πολύ μεγάλες δυσχέρειες εντάξεως στη χώρα καταγωγής του.

11 Παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε η Siemens για να μπορέσει να λάβει την άδεια να παρατείνει την απασχόληση του Gόnaydin, ο οποίος, κατά την εταιρία αυτή, ήταν ένας ιδιαίτερα πολύτιμος συνεργάτης, η αντικατάσταση του οποίου από άλλον εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα ήταν αδύνατη και του οποίου ο ρόλος ήταν σημαντικός στις σχέσεις του εργοστασίου του Amberg με την τουρκική θυγατρική της εταιρίας, η αίτηση παρατάσεως της ισχύος της αδείας παραμονής απορρίφθηκε, οπότε ο Gόnaydin υποχρεώθηκε να διακόψει την απασχόλησή του στη Siemens στις 30 Ιουνίου 1990. Η απόφαση αυτή δεν τροποποιήθηκε στη συνέχεια, παρά το γεγονός ότι η τουρκική θυγατρική της Siemens πληροφόρησε την τελευταία εταιρία τον Ιανουάριο του 1991 ότι η κατάσταση στην Τουρκία δεν επέτρεπε την πρόσληψη του Gόnaydin και ότι οι γερμανικές υπηρεσίες απασχολήσεως είχαν ήδη εκφράσει τη συμφωνία τους για την παράταση της ισχύος της αδείας εργασίας του Gόnaydin.

12 Ως αιτιολογία για την άρνηση της αρμόδιας αρχής να παρατείνει την ισχύ της αδείας παραμονής του Gόnaydin προβλήθηκε το γεγονός ότι, λόγω του περιορισμένου σκοπού της επιτραπείσας παραμονής του στη Γερμανία, ο Gόnaydin δεν μπορούσε να επικαλεστεί ούτε δικαίωμα προς λήψη αδείας απεριόριστης παραμονής ούτε την αρχή περί προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Εξάλλου, η παράταση της ισχύος της αδείας παραμονής θα ερχόταν σε αντίθεση προς τη γερμανική πολιτική αναπτυξιακής βοήθειας, που έχει ως σκοπό να παρακινεί τους αλλοδαπούς οι οποίοι εκπαιδεύονται στο κράτος μέλος αυτό να εργασθούν στη χώρα καταγωγής τους.

13 Η προσφυγή την οποία άσκησε ο Gόnaydin, η σύζυγός του και τα δύο ανήλικα τέκνα τους κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο βαθμό, με την αιτιολογία ότι, λόγω του περιορισμού της δραστηριότητάς του στη συμμετοχή σε πρόγραμμα επιμορφώσεως σε συγκεκριμένη επιχείρηση με σκοπό την ανάληψη καθηκόντων σε θυγατρική της επιχειρήσεως αυτής στην Τουρκία, ο Gόnaydin δεν ανήκε στη γενική αγορά εργασίας της Γερμανίας και, επομένως, στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80. Το δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό προσέθεσε ότι, ενόψει αυτών των πραγματικών στοιχείων, ο Gόnaydin είχε μόνο μια προσωρινή θέση στη γερμανική αγορά εργασίας.

14 Επιληφθέν αιτήσεως «Revision», το Bundesverwaltungsgericht έκρινε ότι η απόφαση είναι σύμφωνη προς το γερμανικό δίκαιο. Διερωτήθηκε ωστόσο μήπως από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 μπορεί να απορρέει ευνοϋκότερη για τον Gόnaydin λύση.

15 Η διάταξη αυτή, η οποία ανήκει στο κεφάλαιο ΙΙ (Κοινωνικές διατάξεις), τμήμα 1 (Ζητήματα αφορώντα την απασχόληση και την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων), της αποφάσεως 1/80, έχει ως εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7, περί ελεύθερης προσβάσεως στην απασχόληση των μελών της οικογενείας του, Τούρκος εργαζόμενος που απασχολείται νομίμως στην αγορά εργασίας κράτους μέλους:

- έχει, εντός του κράτους αυτού, μετά από ένα έτος νόμιμης εργασίας, δικαίωμα ανανεώσεως της αδείας εργασίας στον ίδιο εργοδότη, εφόσον ήδη εργάζεται·

- έχει, εντός του κράτους αυτού, μετά από τρία έτη νόμιμης απασχολήσεως και υπό την επιφύλαξη της προτεραιότητας που πρέπει να παρέχεται στους εργαζομένους των κρατών μελών της Κοινότητας, το δικαίωμα να ανταποκρίνεται σε πρόταση απασχολήσεως, στον ίδιο επαγγελματικό κλάδο και σε εργοδότη της επιλογής του, νομίμως διατυπούμενη και καταχωρούμενη στις υπηρεσίες απασχολήσεως του εν λόγω κράτους μέλους·

- έχει, εντός του κράτους αυτού, μετά από τέσσερα έτη νόμιμης απασχολήσεως, ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε μισθωτή δραστηριότητα της επιλογής του.»

16 Μολονότι δέχθηκε ότι ο Gόnaydin εργάστηκε νομίμως στη Γερμανία για διάστημα άνω των τριάμισι ετών, το Bundesverwaltungsgericht εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το αν ο ενδιαφερόμενος ανήκει στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, διότι είχε άδεια να ασκεί μισθωτή δραστηριότητα εντός αυτού του κράτους μέλους μόνο προσωρινά.

17 Το δικαστήριο αυτό διερωτάται επίσης για το αν μπορεί να προσαφθεί στον προσφεύγοντα κατάχρηση δικαιώματος, λόγω του ότι είχε δεχθεί αυτόν τον περιορισμό της παραμονής του στη Γερμανία και είχε εκδηλώσει την πρόθεσή του να επιστρέψει στην Τουρκία το φθινόπωρο του 1990.

18 Εκτιμώντας ότι η λύση της διαφοράς απαιτεί ερμηνεία της ως άνω διατάξεως, το Bundesverwaltungsgericht ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα δύο προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Ανήκει ένας Τούρκος εργαζόμενος στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, περί της προωθήσεως της συνδέσεως, και απασχολείται νομίμως στην αγορά αυτή, όταν η άσκηση μισθωτής δραστηριότητας σε εργοδότη στο κράτος μέλος αυτό επιτράπηκε μόνον προσωρινά και μόνον προκειμένου να προετοιμαστεί για την άσκηση δραστηριότητας σε θυγατρική εταιρία του εργοδότη του στην Τουρκία;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Μπορεί να αντιταχθεί σε αίτηση βασιζόμενη στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 η ένσταση της καταχρήσεως δικαιώματος όταν ο Τούρκος εργαζόμενος έχει εκφράσει ρητώς την πρόθεσή του να επιστρέψει στην Τουρκία μετά την προετοιμασία για την άσκηση της δραστηριότητας στη χώρα αυτή και η αρμόδια για τους αλλοδαπούς αρχή επέτρεψε την προσωρινή παραμονή του στην ημεδαπή μόνον βάσει της δηλώσεως αυτής;»

Επί του πρώτου ερωτήματος

19 Με το πρώτο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 έχει την έννοια ότι ένας Τούρκος εργαζόμενος ανήκει στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους και απασχολείται νομίμως, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οπότε μπορεί να ζητήσει την ανανέωση της ισχύος της αδείας παραμονής του εντός του κράτους μέλους υποδοχής, ενώ είχε λάβει άδεια να εργαστεί σ' αυτό ως μισθωτός μόνο προσωρινά σε συγκεκριμένο εργοδότη, με σκοπό να εξοικειωθεί με την εργασία του και να προετοιμαστεί για την απασχόλησή του σε μία από τις θυγατρικές του εργοδότη του στην Τουρκία, οι δε άδειες εργασίας και παραμονής που έλαβε του είχαν χορηγηθεί προς τον σκοπό αυτό.

20 Πρέπει να υπογραμμιστεί, εκ προοιμίου, ότι η απόφαση 1/80 αποσκοπεί, βάσει της τρίτης αιτιολογικής της σκέψεως, στη βελτίωση, στον κοινωνικό τομέα, του καθεστώτος που προβλέπεται για τους εργαζομένους και τα μέλη της οικογενείας τους σε σχέση με το καθεστώς που θεσπίστηκε με την απόφαση 2/76, την οποία έλαβε στις 20 Δεκεμβρίου 1976 το Συμβούλιο Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας.

21 Οι διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙ, μέρος 1, της αποφάσεως 1/80, του οποίου μέρος αποτελεί το άρθρο 6, αποτελούν έτσι ένα επιπλέον βήμα προς την πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων κατά το πνεύμα των άρθρων 48, 49 και 50 της Συνθήκης ΕΚ. Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε απαραίτητο να εφαρμόσει, στο μέτρο του δυνατού, υπέρ των Τούρκων εργαζομένων που απολαύουν των δικαιωμάτων τα οποία αναγνωρίζει η απόφαση 1/80, τις αρχές που γίνονται δεκτές στο πλαίσιο των άρθρων αυτών της Συνθήκης (βλ. τις αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 1995, C-434/93, Bozkurt, Συλλογή 1995, σ. Ι-1475, σκέψεις 14, 19 και 20, και της 23ης Ιανουαρίου 1997, C-171/95, Tetik, Συλλογή 1997, σ. Ι-329, σκέψη 20).

22 Εντούτοις, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου, οι Τούρκοι υπήκοοι δεν έχουν το δικαίωμα να κυκλοφορούν ελεύθερα στο εσωτερικό της Κοινότητας, αλλά έχουν μόνον ορισμένα δικαιώματα στο κράτος μέλος υποδοχής, στο έδαφος του οποίου εισήλθαν και εργάστηκαν νομίμως κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου (προαναφερθείσα απόφαση Tetik, σκέψη 29).

23 Ομοίως, από πάγια νομολογία (βλ. ιδίως την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1992, C-237/91, Kus, Συλλογή 1992, σ. Ι-6781, σκέψη 25) προκύπτει ότι η απόφαση 1/80 δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να ρυθμίζουν τόσο την είσοδο στην επικράτειά τους των Τούρκων υπηκόων όσο και τις προϋποθέσεις της πρώτης τους απασχολήσεως, αλλά ρυθμίζει απλώς, στο άρθρο 6, την κατάσταση των Τούρκων εργαζομένων που έχουν ήδη ενταχθεί νομίμως στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής.

24 Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί, πρώτον, ότι, από της εκδόσεως της αποφάσεως της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, C-192/89, Sevince (Συλλογή 1990, σ. Ι-3461), το Δικαστήριο δέχεται παγίως ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 έχει άμεσο αποτέλεσμα εντός των κρατών μελών, οπότε οι Τούρκοι υπήκοοι που πληρούν τις προϋποθέσεις του μπορούν να επικαλούνται ευθέως τα δικαιώματα που τους παρέχουν οι διάφορες περιπτώσεις της διατάξεως αυτής (απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-355/93, Eroglu, Συλλογή 1994, σ. Ι-5113, σκέψη 11).

25 Όπως προκύπτει από τις τρεις περιπτώσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, τα δικαιώματα αυτά διαφέρουν μεταξύ τους και εξαρτώνται από προϋποθέσεις που διαφέρουν σε συνάρτηση με τη διάρκεια ασκήσεως νόμιμης εργασίας στο οικείο κράτος μέλος (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Eroglu, σκέψη 12).

26 Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί επίσης η πάγια νομολογία κατά την οποία τα δικαιώματα τα οποία οι τρεις περιπτώσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, παρέχουν στον Τούρκο εργαζόμενο, όσον αφορά την απασχόληση, σημαίνουν κατ' ανάγκη την ύπαρξη δικαιώματος παραμονής στην ημεδαπή του ενδιαφερομένου, άλλως το δικαίωμα προσβάσεως στην αγορά εργασίας και ασκήσεως κάποιου επαγγέλματος θα εστερείτο κάθε αποτελέσματος (προαναφερθείσες αποφάσεις Sevince, σκέψη 29, Kus, σκέψεις 29 και 30, και Bozkurt, σκέψη 28).

27 Το πρώτο ερώτημα του Bundesverwaltungsgericht πρέπει να εξετασθεί ενόψει των αρχών αυτών.

28 Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί εξαρχής ότι ένας Τούρκος διακινούμενος εργαζόμενος όπως ο Gόnaydin έγινε δεκτός να εισέλθει στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους και εργάστηκε εκεί ως μισθωτός, διαθέτοντας τις απαιτούμενες εθνικές άδειες και χωρίς διακοπή για τρία και πλέον έτη, εν προκειμένω ως διπλωματούχος μηχανικός, στην υπηρεσία του ίδιου εργοδότη.

29 Προκειμένου να κριθεί αν ένας τέτοιος Τούρκος εργαζόμενος μπορεί να θεωρηθεί ως ανήκων στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, κατά πάγια νομολογία (προαναφερθείσα απόφαση Bozkurt, σκέψεις 22 και 23), πρέπει να εξεταστεί καταρχάς αν η έννομη εργασιακή σχέση του ενδιαφερομένου αναπτύσσει τα αποτελέσματά της στο έδαφος κράτους μέλους ή αν συνδέεται αρκετά στενά με το εν λόγω έδαφος, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη τον τόπο προσλήψεως του Τούρκου εργαζομένου, το έδαφος επί του οποίου ή από το οποίο ασκείται η μισθωτή δραστηριότητα και την εθνική νομοθεσία που εφαρμόζεται στους τομείς του εργατικού δικαίου και του δικαίου της κοινωνικής ασφαλίσεως.

30 Όμως, σε μια τέτοια κατάσταση όπως αυτή του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, η προϋπόθεση αυτή πληρούται αδιαμφισβήτητα.

31 Στη συνέχεια πρέπει να καθοριστεί αν ο εργαζόμενος έχει συνάψει δεσμούς σχέσεως εργασίας που συνεπάγεται την άσκηση πραγματικής και ουσιαστικής οικονομικής δραστηριότητας, προς όφελος άλλου ατόμου και υπό την καθοδήγησή του, έναντι της οποίας λαμβάνει αμοιβή (απόφαση της ίδιας ημερομηνίας με την παρούσα, C-98/96, Ertanir, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 43).

32 Πράγματι, τίποτα δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος να επιτρέπει την είσοδο και την παραμονή στο έδαφός του Τούρκου εργαζομένου για να του παράσχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει εκεί πρόγραμμα ειδικής επαγγελματικής επιμορφώσεως, ιδίως στον τομέα συμβάσεως μαθητείας.

33 Ωστόσο, σε μια τέτοια περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, ο Τούρκος εργαζόμενος ο οποίος, μετά το πέρας της επαγγελματικής του εκπαιδεύσεως, εργάζεται ως μισθωτός με μοναδικό σκοπό την εξοικείωσή του και την προετοιμασία του για την ανάληψη διευθυντικών καθηκόντων σε θυγατρική της εταιρίας που τον απασχολεί πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει συνάψει συνήθεις δεσμούς εργασιακής σχέσεως, καθόσον αυτός, ασκώντας πραγματικά και ουσιαστικά τις οικονομικές δραστηριότητες προς όφελος και υπό την καθοδήγηση του εργοδότη του, διέπεται από τους ίδιους όρους εργασίας και αμοιβής όπως και οι εργαζόμενοι που ασκούν εντός της εν λόγω επιχειρήσεως τις ίδιες ή παρόμοιες οικονομικές δραστηριότητες και, επομένως, η κατάστασή του δεν διακρίνεται αντικειμενικά από εκείνη των τελευταίων αυτών εργαζομένων.

34 Συναφώς, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, ειδικότερα δε αν ο εργαζόμενος προσελήφθη βάσει εθνικής ρυθμίσεως, προβλέπουσας εξαίρεση από το κοινό δίκαιο και αφορώσας ειδικώς την ένταξή του στον επαγγελματικό βίο, και αν λαμβάνει για τις υπηρεσίες του αμοιβή, το ύψος της οποίας ανέρχεται στο επίπεδο της συνήθως καταβαλλομένης, από τον οικείο εργοδότη ή στο πλαίσιο του οικείου κλάδου, στα άτομα που ασκούν την ίδια ή παρόμοια οικονομική δραστηριότητα και η οποία δεν χρηματοδοτείται κατά κύριο λόγο από δημόσιους πόρους στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος εντάξεως του ενδιαφερομένου στον επαγγελματικό βίο.

35 Η ανωτέρω ερμηνεία δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι, σε μια κατάσταση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, ο εργαζόμενος έλαβε εντός του κράτους μέλους υποδοχής μόνον άδειες παραμονής ή/και εργασίας περιοριζόμενες στην προσωρινή άσκηση μισθωτής δραστηριότητας σε συγκεκριμένο εργοδότη, με παράλληλη απαγόρευση αλλαγής εργοδότη εντός του οικείου κράτους μέλους.

36 Ασφαλώς, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου, η απόφαση 1/80 ουδόλως θίγει την εξουσία των κρατών μελών να αρνούνται σε Τούρκο υπήκοο το δικαίωμα να εισέλθει στο έδαφός τους και να εργαστεί εκεί για πρώτη φορά ως μισθωτός, όπως δεν εμποδίζει, καταρχήν, και τον εκ μέρους των κρατών μελών καθορισμό των προϋποθέσεων απασχολήσεώς του μέχρις ότου παρέλθει το διάστημα ενός έτους που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως αυτής.

37 Ωστόσο, το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεν μπορεί να ερμηνευθεί έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα σε κράτος μέλος να τροποποιεί μονομερώς το περιεχόμενο του συστήματος της βαθμιαίας ενσωματώσεως των Τούρκων εργαζομένων στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής, στερώντας τον εργαζόμενο, στον οποίο έχει επιτραπεί η είσοδος στο έδαφός του και ο οποίος άσκησε εκεί πραγματική και ουσιαστική οικονομική δραστηριότητα για διάστημα άνω των τριάμισι ετών, από δικαιώματα που του παρέχουν σταδιακά οι τρεις περιπτώσεις της διατάξεως αυτής, σε συνάρτηση με τη διάρκεια της μισθωτής δραστηριότητας.

38 Μια τέτοια ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί της ουσίας της η απόφαση 1/80 και να αναιρεθεί πλήρως η πρακτική αποτελεσματικότητά της.

39 Έτσι, τα κράτη μέλη δεν έχουν την ευχέρεια να εξαρτούν από όρους ή να περιορίζουν την άσκηση συγκεκριμένων και ανεπιφυλάκτων δικαιωμάτων που οι Τούρκοι εργαζόμενοι, οι οποίοι πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις, αντλούν από την απόφαση 1/80 (προαναφερθείσες αποφάσεις Sevince, σκέψη 22, και Kus, σκέψη 31).

40 Κατά τα λοιπά, η διατύπωση του άρθρου 6, παράγραφος 1, είναι γενική και ανεπιφύλακτη, καθόσον δεν προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να περιορίζουν τα δικαιώματα τα οποία η διάταξη αυτή παρέχει απευθείας στους Τούρκους εργαζομένους.

41 Όσον αφορά το αν ένας εργαζόμενος όπως ο προσφεύγων της κύριας δίκης εργάστηκε νομίμως εντός του κράτους μέλους υποδοχής, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, πρέπει να υπενθυμιστεί η πάγια νομολογία (προαναφερθείσες αποφάσεις Sevince, σκέψη 30, Kus, σκέψεις 12 και 22, και Bozkurt, σκέψη 26), κατά την οποία ο νόμιμος χαρακτήρας της απασχολήσεως προϋποθέτει μια σταθερή και όχι πρόσκαιρη κατάσταση στην αγορά εργασίας ενός κράτους μέλους και ότι υπάρχει προς τούτο μη αμφισβητούμενο δικαίωμα παραμονής.

42 Με την προαναφερθείσα απόφαση Sevince, σκέψη 31, το Δικαστήριο έκρινε ότι ένας Τούρκος εργαζόμενος δεν βρισκόταν σε κατάσταση σταθερή και όχι πρόσκαιρη στην αγορά εργασίας ενός κράτους μέλους την περίοδο κατά την οποία ίσχυε υπέρ αυτού το ανασταλτικό αποτέλεσμα που συνεπάγεται η προσφυγή που είχε ασκήσει κατά της αποφάσεως με την οποία οι αρχές αρνήθηκαν να του χορηγήσουν άδεια παραμονής και του επετράπη προσωρινώς, μέχρι πέρατος της σχετικής δίκης, να διαμένει στο εν λόγω κράτος μέλος και να εργάζεται.

43 Ομοίως, με την προαναφερθείσα απόφαση Kus, τo Δικαστήριο έκρινε ότι δεν πληροί την προϋπόθεση αυτή ο Τούρκος εργαζόμενος στον οποίο αναγνωρίστηκε μεν δικαίωμα παραμονής, πλην όμως μόνο βάσει εθνικής ρυθμίσεως που επιτρέπει την παραμονή στη χώρα υποδοχής κατά τη διάρκεια της διαδικασίας χορηγήσεως της άδειας παραμονής, με το σκεπτικό ότι είχε απλώς χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο το δικαίωμα να διαμένει και να εργάζεται στη χώρα αυτή προσωρινώς, εν αναμονή οριστικής αποφάσεως επί του ενδεχομένου δικαιώματός του παραμονής (σκέψη 13).

44 Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν νόμιμες, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, οι περίοδοι εργασίας που συμπλήρωσε ο ενδιαφερόμενος εφόσον δεν είχε αποδειχθεί οριστικά ότι, κατά την περίοδο αυτή, είχε νομίμως το δικαίωμα παραμονής, ειδάλλως, η δικαστική απόφαση που του αρνείται οριστικά το δικαίωμα αυτό θα καθίστατο κενή περιεχομένου και θα μπορούσε ο ενδιαφερόμενος να αποκτήσει τα δικαιώματα που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, κατά τη διάρκεια περιόδου κατά την οποία δεν πληρούσε τις σχετικές προϋποθέσεις (προπαρατεθείσα απόφαση Kus, σκέψη 16).

45 Τέλος, με την απόφαση της 5ης Ιουνίου 1997, C-285/95, Kol (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 27), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι περίοδοι εργασίας που συμπλήρωσε ο Τούρκος υπήκοος υπό την κάλυψη άδειας παραμονής την οποία έλαβε μόνον αφού ο ενδιαφερόμενος μετήλθε απάτη, για την οποία και καταδικάστηκε, δεν στηρίζονται σε σταθερή κατάσταση, αλλά πρέπει να θεωρηθεί ότι εμφανίζουν το στοιχείο του προσκαίρου λόγω του ότι, κατά τις περιόδους αυτές, ο ενδιαφερόμενος δεν είχε νομίμως δικαίωμα παραμονής.

46 Αντιθέτως, σε μια περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το δικαίωμα παραμονής του Τούρκου εργαζομένου στο κράτος μέλος υποδοχής ουδόλως αμφισβητήθηκε και ότι ο ενδιαφερόμενος δεν βρισκόταν σε πρόσκαιρη κατάσταση, που να μπορεί να θιγεί ανά πάσα στιγμή, καθόσον, τον Νοέμβριο του 1986, είχε λάβει άδεια να ασκήσει αδιαλείπτως μέχρι τις 30 Ιουνίου 1990 πραγματική και ουσιαστική μισθωτή δραστηριότητα στο κράτος αυτό, οπότε η νομική του κατάσταση ήταν εξασφαλισμένη καθ' όλη την περίοδο αυτή.

47 Κατά συνέπεια, ο εργαζόμενος υπό τέτοιες συνθήκες εντός κράτους μέλους πρέπει να θεωρείται ότι εργάστηκε εκεί νομίμως κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, οπότε, εφόσον πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις, μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματα που του παρέχουν οι διάφορες περιπτώσεις της διατάξεως αυτής.

48 Συναφώς, δεν μπορεί να αντιταχθεί ότι ο οικείος εργαζόμενος είχε λάβει εντός του κράτους μέλους υποδοχής μόνο προσωρινές και υπό όρους άδειες παραμονής ή/και εργασίας.

49 Πράγματι, αφενός, κατά πάγια νομολογία, τα παρεχόμενα από το άρθρο 6, παράγραφος 1, στους Τούρκους εργαζομένους δικαιώματα αναγνωρίζονται από την εν λόγω διάταξη υπέρ των δικαιούχων ανεξαρτήτως της εκ μέρους των αρμοδίων αρχών χορηγήσεως ειδικού διοικητικού εγγράφου, όπως είναι η άδεια εργασίας ή η άδεια παραμονής (βλ. επ' αυτού την προαναφερθείσα απόφαση Bozkurt, σκέψεις 29 και 30).

50 Αφετέρου, αν το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος εξαρτά την παραμονή ή/και την εργασία του Τούρκου υπηκόου από ορισμένες προϋποθέσεις ή ορισμένους περιορισμούς αρκούσε για να παύσει να έχει νόμιμο χαρακτήρα η εργασία που εκτελεί ο ενδιαφερόμενος χωρίς να υποπίπτει σε κάποια παράβαση, τα κράτη μέλη θα είχαν τη δυνατότητα να στερούν αδίκως τους Τούρκους εργαζομένους, στους οποίους τα κράτη αυτά επέτρεψαν την είσοδο στο έδαφός τους και οι οποίοι άσκησαν εκεί νομίμως οικονομική δραστηριότητα χωρίς διακοπή κατά τη διάρκεια περιόδου πλέον των τριών ετών, από δικαιώματα τα οποία αυτοί αντλούν απευθείας από το άρθρο 6, παράγραφος 1 (βλ. σκέψεις 37 έως 40 της παρούσας αποφάσεως).

51 Επιπλέον, το γεγονός ότι, σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, οι άδειες εργασίας και παραμονής χορηγήθηκαν στον εργαζόμενο μόνο για συγκεκριμένο σκοπό, ώστε να του παρασχεθεί η δυνατότητα να εμβαθύνει τις επαγγελματικές γνώσεις του σε επιχείρηση εγκατεστημένη εντός κράτους μέλους, με σκοπό να αναλάβει αργότερα καθήκοντα σε θυγατρική της στην Τουρκία, δεν είναι τέτοιας φύσεως ώστε να επηρεάζει την ως άνω ερμηνεία.

52 Πράγματι, το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεν εξαρτά την αναγνώριση των δικαιωμάτων που χορηγεί στους Τούρκους εργαζομένους από καμία προϋπόθεση αναγόμενη στους λόγους για τους οποίους είχε αρχικώς χορηγηθεί άδεια εισόδου, εργασίας και παραμονής (προαναφερθείσες αποφάσεις Kus, σκέψεις 21 έως 23, και, κατ' αναλογία, Eroglu, σκέψη 22).

53 Επομένως, το γεγονός ότι οι άδειες αυτές χορηγήθηκαν στον ενδιαφερόμενο για συγκεκριμένο μόνο σκοπό, στον οποίο απέβλεπε η άσκηση της εν λόγω πραγματικής και ουσιαστικής μισθωτής δραστηριότητας, δεν μπορεί να στερήσει τον εργαζόμενο που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, από τα δικαιώματα τα οποία του χορηγούνται σταδιακά δυνάμει της διατάξεως αυτής.

54 Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορούν να αμφισβητηθούν τα δικαιώματα τα οποία ο εργαζόμενος αντλεί από την απόφαση 1/80, επειδή αυτός δήλωσε ότι ήθελε να συνεχίσει την επαγγελματική του σταδιοδρομία στη χώρα καταγωγής του μετά από εργασία μερικών ετών στο κράτος μέλος υποδοχής, με σκοπό να τελειοποιήσει τις επαγγελματικές του ικανότητες, καθώς και επειδή δέχθηκε σε ένα πρώτο στάδιο τον περιορισμό της εντός του κράτους αυτού αδείας του παραμονής.

55 Ενόψει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 έχει την έννοια ότι ένας Τούρκος υπήκοος, ο οποίος άσκησε νομίμως, εντός κράτους μέλους κατά τη διάρκεια περιόδου άνω των τριών ετών χωρίς διακοπή, πραγματική και ουσιαστική οικονομική δραστηριότητα στην υπηρεσία ενός και του ιδίου εργοδότη και ο οποίος βρίσκεται σε επαγγελματική κατάσταση που δεν διαφέρει αντικειμενικά από εκείνη των άλλων μισθωτών τους οποίους απασχολεί ο ίδιος εργοδότης ή οι οποίοι εργάζονται στον οικείο τομέα και ασκούν τα ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, ανήκει στη νόμιμη αγορά εργασίας του κράτους αυτού και εργάζεται εκεί νομίμως, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Ο εν λόγω Τούρκος υπήκοος μπορεί έτσι να ζητήσει την ανανέωση της ισχύος της αδείας του παραμονής εντός του κράτους μέλους υποδοχής, έστω και αν του είχε επιτραπεί να αναλάβει εκεί μισθωτή δραστηριότητα μόνο προσωρινά στην υπηρεσία συγκεκριμένου εργοδότη, με σκοπό την εξοικείωσή του με την εργασία του και την προετοιμασία του για την απασχόλησή του σε μία από τις θυγατρικές του εργοδότη του στην Τουρκία και έστω και αν είχε λάβει μόνο προς τούτο άδεια εργασίας και παραμονής.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

56 Από το σκεπτικό της αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι, με το ερώτημα αυτό, το Bundesverwaltungsgericht ερωτά στην ουσία αν το γεγονός ότι ένας Τούρκος εργαζόμενος επιθυμεί να παρατείνει την παραμονή του στο κράτος μέλος υποδοχής, ενώ είχε ρητά δεχθεί τον περιορισμό της και είχε εκφράσει την πρόθεσή του να επιστρέψει στην Τουρκία μετά την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας εντός του οικείου κράτους μέλους με σκοπό να τελειοποιήσει τις επαγγελματικές του ικανότητες, είναι ικανό να στερήσει τον ενδιαφερόμενο από δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80.

57 Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι ένας Τούρκος εργαζόμενος όπως ο Gόnaydin δεν μπορεί να στερηθεί τα δικαιώματα που του παρέχονται βάσει της αποφάσεως 1/80 με μόνη αιτιολογία ότι επικαλείται εντός του κράτους μέλους υποδοχής τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως αυτής, ενώ είχε δεχθεί αρχικά τον περιορισμό της αδείας παραμονής του εντός του κράτους μέλους αυτού (βλ. τη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως και την προαναφερθείσα απόφαση Ertanir, σκέψεις 58 έως 61).

58 Δεύτερον, αίτημα στηριζόμενο στο εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 1, δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί καταχρηστικό για τον λόγο ότι ο εργαζόμενος είχε εκδηλώσει στο παρελθόν την πρόθεσή του να εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής μετά το πέρας της προετοιμασίας του για την εκτέλεση της εργασίας την οποία δήλωσε ότι θα αναλάβει στη χώρα καταγωγής του.

59 Όπως παρατήρησε η Επιτροπή, είναι κάλλιστα δυνατό ο Gόnaydin να είχε μεν αρχικά τη σοβαρή πρόθεση να επιστρέψει στην Τουρκία μετά την άσκηση επί ορισμένα έτη μισθωτής δραστηριότητας στη Γερμανία, πλην όμως όψιμοι αποχρώντες λόγοι τον ώθησαν στη συνέχεια να αλλάξει γνώμη. Συναφώς, ο Gόnaydin υπογράμμισε, αφενός, ότι η θυγατρική του εργοδότη του στην Τουρκία πληροφόρησε τον Ιανουάριο του 1991 τη μητρική εταιρία ότι η υφιστάμενη την περίοδο εκείνη κατάσταση στη χώρα αυτή δεν επέτρεπε την πρόσληψή του και, αφετέρου, ότι το εργοστάσιο της Siemens στο Amberg επιθυμούσε έντονα να τον κρατήσει ως ιδιαίτερα πολύτιμο συνεργάτη, καθόσον μάλιστα οι αρμόδιες γερμανικές αρχές είχαν ήδη εκφράσει τη συμφωνία τους για την παράταση της ισχύος της αδείας του εργασίας.

60 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να στερηθεί από δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 μόνο σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι ο Τούρκος εργαζόμενος δήλωσε ότι επιθυμούσε να εγκαταλείψει το κράτος μέλος υποδοχής μετά από μια συγκεκριμένη περίοδο με μοναδικό σκοπό να επιτύχει την εκ μέρους των αρμόδιων αρχών χορήγηση παρά τις ισχύουσες διατάξεις της απαιτούμενης αδείας.

61 Ενόψει των προηγουμένων σκέψεων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το γεγονός ότι ένας Τούρκος εργαζόμενος επιθυμεί να παρατείνει την παραμονή του στο κράτος μέλος υποδοχής, ενώ είχε δεχθεί ρητά τον περιορισμό της, δεν αποτελεί κατάχρηση. Το ότι ο εν λόγω εργαζόμενος εξέφρασε την πρόθεσή του να επιστρέψει στην Τουρκία μετά την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας εντός του οικείου κράτους με σκοπό την τελειοποίηση των επαγγελματικών του ικανοτήτων δεν είναι ικανό να στερήσει τον ενδιαφερόμενο από δικαιώματα απορρέοντα από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, παρά μόνον αν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι αυτός προέβη στη δήλωση αυτή με μοναδικό σκοπό να λάβει, παρά τις ισχύουσες διατάξεις, άδειες εργασίας και παραμονής εντός του κράτους μέλους υποδοχής.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

62 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική, η Ελληνική και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1995 το Bundesverwaltungsgericht, αποφαίνεται:

1) Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, για την προώθηση της συνδέσεως, την οποία έλαβε το Συμβούλιο Συνδέσεως που συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητος και της Τουρκίας, έχει την έννοια ότι ένας Τούρκος υπήκοος, ο οποίος άσκησε νομίμως, εντός κράτους μέλους κατά τη διάρκεια περιόδου άνω των τριών ετών χωρίς διακοπή, πραγματική και ουσιαστική οικονομική δραστηριότητα στην υπηρεσία ενός και του ιδίου εργοδότη και ο οποίος βρίσκεται σε επαγγελματική κατάσταση που δεν διαφέρει αντικειμενικά από εκείνη των άλλων μισθωτών τους οποίους απασχολεί ο ίδιος εργοδότης ή οι οποίοι εργάζονται στον οικείο τομέα και ασκούν τα ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, ανήκει στη νόμιμη αγορά εργασίας του κράτους αυτού και εργάζεται εκεί νομίμως, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Ο εν λόγω Τούρκος υπήκοος μπορεί έτσι να ζητήσει την ανανέωση της ισχύος της αδείας του παραμονής εντός του κράτους μέλους υποδοχής, έστω και αν του είχε επιτραπεί να αναλάβει εκεί μισθωτή δραστηριότητα μόνο προσωρινά στην υπηρεσία συγκεκριμένου εργοδότη, με σκοπό την εξοικείωσή του με την εργασία του και την προετοιμασία του για την απασχόλησή του σε μία από τις θυγατρικές του εργοδότη του στην Τουρκία και έστω και αν είχε λάβει μόνο προς τούτο άδεια εργασίας και παραμονής.

2) Το γεγονός ότι ένας Τούρκος εργαζόμενος επιθυμεί να παρατείνει την παραμονή του στο κράτος μέλος υποδοχής, ενώ είχε δεχθεί ρητά τον περιορισμό της, δεν αποτελεί κατάχρηση. Το ότι ο εν λόγω εργαζόμενος εξέφρασε την πρόθεσή του να επιστρέψει στην Τουρκία μετά την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας εντός του οικείου κράτους με σκοπό την τελειοποίηση των επαγγελματικών του ικανοτήτων δεν είναι ικανό να στερήσει τον ενδιαφερόμενο από δικαιώματα απορρέοντα από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, παρά μόνον αν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι αυτός προέβη στη δήλωση αυτή με μοναδικό σκοπό να λάβει, παρά τις ισχύουσες διατάξεις, άδειες εργασίας και παραμονής εντός του κράτους μέλους υποδοχής.