61996J0022

Απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Μαΐου 1998. - Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. - Απόφαση 95/468/ΕΚ του Συμβουλίου - ΙDA - Τηλεματικά δίκτυα - Νομική βάση. - Υπόθεση C-22/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-03231


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Διευρωπαϋκά δίκτυα - Καθορισμός προσανατολισμών - Αναγκαίες δράσεις για την εξασφάλιση της διαλειτουργικότητας των δικτύων - Ξρηματοδοτική υποστήριξη - Απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την κοινοτική συνδρομή στην τηλεματική ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των δημοσίων διοικήσεων στην Κοινότητα - Νομική βάση - Άρθρο 129 Δ της Συνθήκης - Ακύρωση λόγω προσφυγής στο άρθρο 235 - Διαχρονικά αποτελέσματα

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 129 Β, 129 Γ, 129 Δ, 174 και 235· απόφαση 95/468 του Συμβουλίου)

Περίληψη


Όχι μόνον ο σκοπός της αποφάσεως 95/468, για την κοινοτική συμβολή στην τηλεματική ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των δημοσίων διοικήσεων στην Κοινότητα (IDA), εντάσσεται στους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 129 Β της Συνθήκης, το οποίο αφορά τη δημιουργία και την ανάπτυξη διευρωπαϋκών δικτύων, αλλά και το ίδιο το περιεχόμενό της εντάσσεται στο πλαίσιο της αναπτύξεως τέτοιων δικτύων. Δεδομένου, εξάλλου, ότι τα μέτρα που προβλέπει εμπίπτουν στο άρθρο 129 Γ, παράγραφος 1, πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, που αφορούν, αντιστοίχως, τον καθορισμό προσανατολισμών στον τομέα αυτόν, τη διαλειτουργικότητα των δικτύων και την κοινοτική χρηματοδοτική υποστήριξη, η απόφαση έπρεπε να εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 129 Δ. Εφόσον κακώς εκδόθηκε βάσει του άρθρου 235, η επίκληση του οποίου ως νομικής βάσεως μιας πράξεως δικαιολογείται μόνον όταν καμιά άλλη διάταξη της Συνθήκης δεν απονέμει στα κοινοτικά όργανα την αναγκαία αρμοδιότητα προς έκδοση της πράξεως αυτής, η απόφαση 95/468 πρέπει να ακυρωθεί.

Ωστόσο, προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή των ήδη αναληφθεισών δράσεων και για σοβαρούς λόγους ασφάλειας δικαίου παρεμφερείς προς εκείνους που συντρέχουν σε περίπτωση ακυρώσεως ορισμένων κανονισμών, δικαιολογείται να κάνει το Δικαστήριο χρήση της εξουσίας που του απονέμει ρητώς το άρθρο 174, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης σε περίπτωση ακυρώσεως κανονισμού και να ορίσει ότι διατηρούνται σε ισχύ τα αποτελέσματα των μέτρων εφαρμογής που έχει ήδη λάβει η Επιτροπή βάσει της ακυρουμένης αποφάσεως.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-22/96,

Ευρωπαϋκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον Johann Schoo, προϋστάμενο τμήματος στη Νομική Υπηρεσία, και τον Josι Luis Rufas Quintana, κύριο υπάλληλο διοικήσεως στην ίδια υπηρεσία, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τη Γενική Γραμματεία του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου, Κirchberg,

προσφεύγον,

υποστηριζόμενο από την

Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Claudia Schmidt και τον Pieter van Nuffel, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gσmez de la Cruz, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τους Antonio Sacchettini, διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας, και Amadeu Lopes Sabino, σύμβουλο στην ίδια υπηρεσία, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Alessandro Morbilli, γενικό διευθυντή της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων της Ευρωπαϋκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad Adenauer,

καθού,

"που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως 95/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 1995, για την κοινοτική συμβολή [στην τηλεματική ανταλλαγή] δεδομένων μεταξύ των δημοσίων διοικήσεων στην Κοινότητα (IDA) (ΕΕ L 269, σ. 23),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, C. Gulmann, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini, J. L. Murray, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet, G. Hirsch, P. Jann και L. Sevσn (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. La Pergola

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Σεπτεμβρίου 1997,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Ιανουαρίου 1996, το Ευρωπαϋκό Κοινοβούλιο ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ, την ακύρωση της αποφάσεως 95/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 1995, για την κοινοτική συμβολή [στην τηλεματική ανταλλαγή] δεδομένων μεταξύ των δημοσίων διοικήσεων στην Κοινότητα (IDA) (ΕΕ L 269, σ. 23, στο εξής: επίδικη απόφαση).

2 Το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα απόφαση αποβλέπει στον καθορισμό της κοινοτικής συμβολής σε ορισμένα σχέδια στον τομέα της τηλεματικής ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ δημοσίων διοικήσεων προκειμένου να διευκολυνθεί η συνεργασία τους. Για το σκοπό αυτό, καταρτίζεται για τα έτη 1995, 1996 και 1997 πίνακας σχεδίων, για τα οποία διαπιστώνεται και αναγνωρίζεται ότι υπάρχει ειδική ανάγκη και ότι απαιτείται κοινοτική συμβολή προκειμένου να μπορέσουν να καταστούν λειτουργικά σε κοινοτική κλίμακα.»

3 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της επίδικης αποφάσεως περιλαμβάνει τον κατάλογο των σχεδίων τα οποία αναγνωρίζονται ως σχέδια τηλεματικής ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ δημοσίων διοικήσεων για τα οποία είναι απαραίτητη η υποστήριξη εκ μέρους της Κοινότητας.

4 Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της επίδικης αποφάσεως διευκρινίζει τα εξής:

«Η Κοινότητα μπορεί να στηρίζει, στα πλαίσια της παρούσας απόφασης και ιδίως του άρθρου 4, άλλα σχέδια που αφορούν την κάλυψη των αναγκών στην τηλεματική ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ δημόσιων διοικήσεων σύμφωνα με το άρθρο 1, στο μέτρο που αυτές οι ανάγκες έχουν αναγνωριστεί σε άλλη απόφαση του Συμβουλίου.»

5 Τα άρθρα 3 έως 5 της επίδικης αποφάσεως αναφέρουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να παρασχεθεί η κοινοτική συνδρομή. Το άρθρο 4 καθορίζει, συγκεκριμένα, την ακολουθητέα διαδικασία για την εφαρμογή της επίδικης αποφάσεως. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, μνημονεύει τις μορφές δράσεως που μπορεί να περιλαμβάνει η κοινοτική συνδρομή, ήτοι: παρουσίαση τεχνικών λύσεων για τη διασύνδεση που καθιστούν δυνατή την επικοινωνία μεταξύ των αυτονόμων συστημάτων πληροφορήσεως των δημοσίων διοικήσεων· επεξεργασία και κύρωση κοινών κανόνων για μια αρχιτεκτονική των επικοινωνιών· ανάλυση των ενδεχομένων επιπτώσεων για τους χρήστες· συμβολή στον καθορισμό νομικού πλαισίου, ιδίως με εκπόνηση προτύπων συμφωνιών, και διαβούλευση και συντονισμός με όλους τους ενδιαφερομένους των εθνικών δημοσίων διοικήσεων και των κοινοτικών υπηρεσιών, καθώς και με τους φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων, τους φορείς παροχής υπηρεσιών και τη βιομηχανία. Το άρθρο 5, παράγραφος 2, διευκρινίζει τους όρους-πλαίσια που πρέπει να τηρούνται σε περίπτωση κοινοτικής συνδρομής.

6 Κατά το άρθρο 6, η επίδικη απόφαση ισχύει έως τις 31 Δεκεμβρίου 1997.

7 Οι αιτιολογικές σκέψεις της επίδικης αποφάσεως αναφέρονται μεταξύ άλλων:

- στο ότι η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απαιτεί στενή συνεργασία των αρμοδίων διοικήσεων των κρατών μελών μεταξύ τους, καθώς και των εν λόγω διοικήσεων με τα κοινοτικά όργανα (πρώτη αιτιολογική σκέψη)·

- στην ανάγκη χρησιμοποιήσεως, σε ορισμένες περιπτώσεις, τηλεματικών τεχνικών (δεύτερη αιτιολογική σκέψη)·

- στην ανάγκη να τηρούν τα εσωτερικά τηλεματικά συστήματα των κρατών μελών τους κανόνες αρχιτεκτονικής, διαχειρίσεως, υπευθυνότητας και συντηρήσεως ώστε να διασφαλίζεται η διαλειτουργικότητα μεταξύ των τηλεματικών συστημάτων (τρίτη αιτιολογική σκέψη)·

- στην ανάγκη εξασφαλίσεως, σε ορισμένες περιπτώσεις, της συνδρομής της Κοινότητας (πέμπτη και έβδομη αιτιολογική σκέψη)·

- στον καθορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες η εφαρμογή ορισμένων συγκεκριμένων σχεδίων μπορεί να τύχει κοινοτικής υποστηρίξεως (έκτη αιτιολογική σκέψη)·

- στο γεγονός ότι η Συνθήκη δεν προβλέπει, για την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, της οποίας κύριος στόχος είναι η διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των δημοσίων διοικήσεων, άλλες εξουσίες πλην εκείνων του άρθρου 235 της Συνθήκης ΕΚ (ένατη αιτιολογική σκέψη).

8 Από τη δικογραφία προκύπει ότι, στις 12 Μαρτίου 1993, η Επιτροπή απηύθυνε στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ανακοίνωση [COM(93) 69 τελικό] σχετικά με τα διευρωπαϋκά τηλεματικά δίκτυα μεταξύ των δημοσίων διοικήσεων (ΕΕ C 105, σ. 10 και 12). Η ανακοίνωση αυτή περιείχε δύο προτάσεις αποφάσεως του Συμβουλίου στηριζόμενες στο άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ, διάταξη η οποία προβλέπει απλώς διαβούλευση με το Κοινοβούλιο. Η πρώτη αφορούσε ένα σύνολο προσανατολισμών όσον αφορά τα διευρωπαϋκά τηλεματικά δίκτυα μεταξύ των δημοσίων διοικήσεων (στο εξής: πρόταση σχετικά με τους προσανατολισμούς)· η δεύτερη εγκαθίδρυε μια πολυετή κοινοτική δράση για τη λειτουργία διευρωπαϋκών τηλεματικών δικτύων ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ δημοσίων διοικήσεων (IDA) (στο εξής: πρόταση IDA).

9 Μετά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης για την Ευρωπαϋκή Ένωση, η Επιτροπή μετέβαλε τη νομική βάση των δύο αυτών προτάσεων, αντικαθιστώντας το άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΟΚ με το άρθρο 129 Δ της Συνθήκης ΕΚ (το πρώτο εδάφιο του άρθρου αυτού για την πρόταση σχετικά με τους προσανατολισμούς, το τρίτο εδάφιο για την πρόταση IDA).

10 Το άρθρο 129 Δ, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης προβλέπει ότι οι προσανατολισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 129 Γ, παράγραφος 1, και οι οποίοι καλύπτουν τους στόχους, τις προτεραιότητες και τις γενικές γραμμές των μελετωμένων δράσεων στον τομέα των διευρωπαϋκών δικτύων και προσδιορίζουν τα σχέδια κοινού ενδιαφέροντος, θεσπίζονται από το Συμβούλιο, που αποφασίζει με τη διαδικασία συναποφάσεως του άρθρου 189 Β. Το άρθρο 129 Δ, τρίτο εδάφιο, ορίζει ότι το Συμβούλιο θεσπίζει τα άλλα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 129 Γ, παράγραφος 1, ήτοι τις δράσεις για τη διαλειτουργικότητα των δικτύων και τη χρηματοδοτική υποστήριξη των σχεδίων κοινού ενδιαφέροντος, αποφασίζοντας με τη διαδικασία συνεργασίας του άρθρου 189 Γ. Το άρθρο 129 Δ προβλέπει επίσης διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και με την Επιτροπή των Περιφερειών.

11 Στις 17 Νοεμβρίου 1994, το Κοινοβούλιο ενέκρινε, υπό την επιφύλαξη τροποποιήσεων που δεν αφορούσαν τη νομική βάση, τις δύο προτάσεις αποφάσεως (ΕΕ C 341, σ. 121).

12 Με έγγραφο της 29ης Μαρτίου 1995, το Συμβούλιο ζήτησε τη γνώμη του Κοινοβουλίου προκειμένου να αντικατασταθεί η νομική βάση με το άρθρο 235 της Συνθήκης. Η πράξη την οποία αφορούσε το έγγραφο αυτό ετιτλοφορείτο «Σχέδιο αποφάσεως του Συμβουλίου όσον αφορά την υποστήριξη της τηλεματικής ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ δημοσίων διοικήσεων εντός της Κοινότητας (IDA)». Στο έγγραφό του, το Συμβούλιο ανέφερε ότι «εφόσον επρόκειτο για πράξη αφορώσα ειδικά σχέδια που δεν εμπίπτουν σ' ένα γενικό πλαίσιο αναφοράς, δεν υπήρχαν άλλες εξουσίες πλην εκείνων που προβλέπει το άρθρο 235».

13 Στο πλαίσιο αυτής της νέας διαβουλεύσεως, το Κοινοβούλιο ενέκρινε, στις 21 Σεπτεμβρίου 1995, ψήφισμα με το οποίο αμφισβητούσε την προτεινόμενη από το Συμβούλιο νομική βάση και υποστήριζε ότι η πρόταση της Επιτροπής έπρεπε να στηριχθεί στο άρθρο 129 Δ, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης (ΕΕ C 269, σ. 153).

14 Επειδή, παρά ταύτα, το Συμβούλιο εξέδωσε την επίδικη απόφαση βάσει του άρθρου 235 της Συνθήκης, το Κοινοβούλιο άσκησε την υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως.

15 Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1996, επετράπη στην Επιτροπή να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων του Κοινοβουλίου.

16 Προς στήριξη της προσφυγής του, το Κοινοβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, διατείνεται ότι η επίδικη απόφαση εμπίπτει, παρά τις επενεχθείσες τροποποιήσεις, στο πλαίσιο των δύο αρχικών προτάσεων της Επιτροπής, οι οποίες αφορούσαν τους προσανατολισμούς και το πρόγραμμα IDA. Κατά την άποψη των εν λόγω κοινοτικών οργάνων, η επίδικη απόφαση καθορίζει, τουλάχιστον εμμέσως, τους προσανατολισμούς που προσδιορίζουν τα σχέδια κοινού ενδιαφέροντος υπό την έννοια του άρθρου 129 Γ, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συνθήκης, πράγμα το οποίο δικαιολογεί την επιλογή του άρθρου 129 Δ, πρώτο εδάφιο, ως νομικής βάσεως. Η επίδικη απόφαση περιέχει επίσης πολυάριθμα στοιχεία σχετικά με τη διαλειτουργικότητα υπό την έννοια του άρθρου 129 Γ, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, γεγονός το οποίο καθιστά ενδεδειγμένη τη χρησιμοποίηση του άρθρου 129 Δ, τρίτο εδάφιο, ως νομικής βάσεως. Τέλος, εφόσον η επίδικη απόφαση προσδιορίζει σχέδια κοινού ενδιαφέροντος, η κοινοτική συνδρομή την οποία προβλέπει εντάσσεται στο πλαίσιο του άρθρου 129 Γ, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, και η ορθή νομική βάση είναι το άρθρο 129 Δ, τρίτο εδάφιο.

17 Εξάλλου, το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η επίδικη απόφαση δεν περιέχει προσανατολισμούς υπό την έννοια του άρθρου 129 Γ, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, οι σχετικές με τη διαλειτουργικότητα των δικτύων δράσεις θα δικαιολογούσαν την προσφυγή στο άρθρο 129 Δ, τρίτο εδάφιο. Συναφώς, παραπέμπουν στην απόφαση της 26ης Μαρτίου 1996, C-271/94, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1996, σ. Ι-1689, στο εξής: απόφαση Edicom), η οποία, κατά τα όργανα αυτά, καθιερώνει την αυτοτέλεια του άρθρου 129 Γ, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, σε σχέση προς την πρώτη περίπτωση της παραγράφου αυτής.

18 Εκτός αυτού του λόγου ακυρώσεως που συνίσταται στην εσφαλμένη επιλογή της νομικής βάσεως, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, τουλάχιστον μερικώς, λόγω αναρμοδιότητας και καταχρήσεως εξουσίας όσον αφορά τη θέσπιση του άρθρου 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως. Κατά το Κοινοβούλιο, η έκταση εφαρμογής της διατάξεως αυτής δεν είναι επαρκώς περιορισμένη, οπότε συνιστά επιφύλαξη αρμοδιότητας υπέρ του Συμβουλίου, κατά παραβίαση των δικαιωμάτων παρεμβάσεως του Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας.

19 Η Επιτροπή προσθέτει ότι η επίδικη απόφαση, και αν ακόμα αποδειχθεί ότι δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της κοινοτικής δράσεως όσον αφορά τα διευρωπαϋκά δίκτυα, πρέπει να θεωρηθεί παράνομη λόγω παραβάσεως του άρθρου 189 Α, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, οι τροποποιήσεις που επέφερε το Συμβούλιο δεν θα μπορούσαν πλέον να θεωρηθούν ως τροποποιήσεις της προτάσεως της Επιτροπής υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

20 Αντιθέτως, το Συμβούλιο εκτιμά ότι το άρθρο 129 Δ δεν μπορούσε να αποτελέσει τη βάση της αποφάσεως και ότι, ελλείψει ειδικών εξουσιών, το άρθρο 235 αποτελούσε τη μόνη κατάλληλη νομική βάση. Συναφώς, τονίζει ότι τροποποίησε τις αρχικές προτάσεις της Επιτροπής με σκοπό τη θέσπιση πράξεως περί χορηγήσεως μεμονωμένης χρηματοδοτικής συνδρομής σε ορισμένα σχέδια στον τομέα της τηλεματικής μεταδόσεως δεδομένων μεταξύ δημοσίων διοικήσεων για τα έτη 1995, 1996 και 1997, χωρίς να έχουν εκ των προτέρων καθοριστεί προσανατολισμοί προσδιορίζοντες τα σχέδια κοινού ενδιαφέροντος, υπό την έννοια του άρθρου 129 Γ, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση. Δεδομένου ότι ο καθορισμός των προσανατολισμών αυτών συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση των δράσεων κοινοτικής χρηματοδοτήσεως που προβλέπονται στην τρίτη περίπτωση της παραγράφου αυτής, η επίδικη απόφαση δεν μπορούσε να στηριχθεί στο άρθρο 129 Δ.

21 Κατά το Συμβούλιο, η έλλειψη, επίσης, ενός συνόλου προσανατολισμών είχε καταστήσει αδύνατο τον χαρακτηρισμό της επίδικης αποφάσεως ως δράσεως σχετικής με τη διαλειτουργικότητα των δικτύων υπό την έννοια του άρθρου 129 Γ, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση. Η εξάρτηση μιας τέτοιας δράσεως από την προϋπόθεση του καθορισμού προσανατολισμών δεν αναιρείται, κατά την άποψη του Συμβουλίου, από την απόφαση Edicom, δεδομένου ότι, με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, στη σκέψη 26, το γεγονός ότι αρκετά κοινοτικά μέτρα, θεσπισθέντα πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης για την Ευρωπαϋκή Ένωση, είχαν ήδη καθορίσει τους προσανατολισμούς εντός των οποίων εντασσόταν η απόφαση του Συμβουλίου που ακυρώθηκε με την εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου. Το Συμβούλιο αντικρούει επίσης τον ισχυρισμό του Κοινοβουλίου περί του παρανόμου του άρθρου 2, παράγραφος 2, της επίδικης αποφάσεως. Τέλος, θεωρεί ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε στις προτάσεις της Επιτροπής δεν υπερβαίνουν τα όρια του άρθρου 189 Α, παράγραφος 1.

Επί του βασίμου της προσφυγής

22 Πρέπει, εκ προοιμίου, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η επίκληση του άρθρου 235 της Συνθήκης ως νομικής βάσεως μιας πράξεως δικαιολογείται μόνον εφόσον καμιά άλλη διάταξη της Συνθήκης δεν απονέμει στα κοινοτικά όργανα την αναγκαία αρμοδιότητα προς έκδοσή της (βλ. ιδίως, απόφαση της 26ης Μαρτίου 1987, 45/86, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1493, σκέψη 13· προπαρατεθείσα απόφαση Edicom, σκέψη 13, και απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 1996, C-268/94, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. Ι-6177, σκέψη 21).

23 Επίσης, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο του συστήματος των αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, η επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο. Μεταξύ των στοιχείων αυτών συγκαταλέγονται, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως (βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991, C-300/89, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. Ι-2867, σκέψη 10· προπαρατεθείσα απόφαση Edicom, σκέψη 14, και προπαρατεθείσα απόφαση Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, σκέψη 22).

24 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί μήπως η επίδικη απόφαση έπρεπε να εκδοθεί βάσει του άρθρου 129 Δ, πρώτο ή τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης.

25 Όσον αφορά, καταρχάς, τον σκοπό της επίδικης αποφάσεως, από την πρώτη, δεύτερη και ένατη αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι η απόφαση συμβάλλει στην εξασφάλιση, χάρη στη χρησιμοποίηση τηλεματικών τεχνικών για την ανταλλαγή πληροφοριών, στενής συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων δημοσίων διοικήσεων των κρατών μελών, καθώς και μεταξύ των διοικήσεων αυτών και των κοινοτικών οργάνων. Συναφώς, η τρίτη αιτιολογική σκέψη υπογραμμίζει τη σημασία της διασφαλίσεως της διαλειτουργικότητας των εσωτερικών τηλεματικών συστημάτων των κρατών μελών. Σύμφωνα με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι απαραίτητη η συνδρομή της Κοινότητας. Η έκτη αιτιολογική σκέψη αναφέρει ότι επιβάλλεται ο καθορισμός των προϋποθέσεων υπό τις οποίες η εφαρμογή ορισμένων συγκεκριμένων σχεδίων μπορεί να τύχει κοινοτικής υποστηρίξεως.

26 Συνεπώς, ο σκοπός της επίδικης αποφάσεως εντάσσεται στους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 129 Β. Πράγματι, η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού, απαριθμώντας τους στόχους στους οποίους αποβλέπουν τα κοινοτικά μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 129 Γ, ορίζει ότι «η Κοινότητα συμβάλλει στη δημιουργία και την ανάπτυξη διευρωπαϋκών δικτύων», η δε παράγραφος 2 ότι «η δράση της Κοινότητας αποσκοπεί στην προώθηση της διασύνδεσης και της διαλειτουργικότητας των εθνικών δικτύων, καθώς και της πρόσβασης στα δίκτυα αυτά».

27 Το ίδιο το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως επιβεβαιώνει ότι η απόφαση προορίζεται να συμβάλει στη δημιουργία και την ανάπτυξη διευρωπαϋκών τηλεματικών δικτύων μεταξύ δημοσίων διοικήσεων. Πράγματι, κατά το άρθρο 1, η απόφαση αποβλέπει στον καθορισμό της κοινοτικής συνδρομής σε ορισμένα σχέδια στον τομέα της τηλεματικής ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ δημοσίων διοικήσεων. Ο κατάλογος των σχεδίων που περιέχεται στο άρθρο 2, οι μορφές δράσεως που καθορίζονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, και οι όροι-πλαίσια που προβλέπονται στην παράγραφο 2 της τελευταίας αυτής διατάξεως καταδεικνύουν σαφώς ότι το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως εντάσσεται στο πλαίσιο της αναπτύξεως των διευρωπαϋκών δικτύων.

28 Πρέπει, στη συνέχεια, να εξεταστεί κατά πόσον η κοινοτική δράση που προβλέπει η επίδικη απόφαση συνίσταται σε μέτρα εμπίπτοντα στο άρθρο 129 Γ, παράγραφος 1. Η πρώτη περίπτωση της διατάξεως αυτής προβλέπει τον καθορισμό, εκ μέρους της Κοινότητας, ενός συνόλου προσανατολισμών καλυπτόντων τους στόχους, τις προτεραιότητες και τις γενικές γραμμές των μελετωμένων δράσεων και προσδιοριζόντων σχέδια κοινού ενδιαφέροντος. Η δεύτερη περίπτωση της διατάξεως αφορά την εκ μέρους της Κοινότητας εκτέλεση κάθε δράσεως που αποδεικνύεται αναγκαία για την εξασφάλιση της διαλειτουργικότητας των δικτύων, ιδίως στον τομέα της εναρμονίσεως των τεχνικών προτύπων. Τέλος, η τρίτη περίπτωση περιέχει διάταξη σχετική με τη συμμετοχή της Κοινότητας στις χρηματοδοτικές προσπάθειες των κρατών μελών για σχέδια κοινού ενδιαφέροντος προσδιορισθέντα στο πλαίσιο των προσανατολισμών που αναφέρονται στην πρώτη περίπτωση.

29 Το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί μεν ότι η επίδικη απόφαση προβλέπει κοινοτική χρηματοδοτική συνδρομή όσον αφορά σχέδια σχετικά με τηλεματικά δίκτυα, θεωρεί, όμως, ότι η συνδρομή αυτή δεν μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 129 Γ, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, καθόσον δεν έχουν εκ των προτέρων καθοριστεί σχέδια κοινού ενδιαφέροντος προσδιορισθέντα στο πλαίσιο των προσανατολισμών που αναφέρονται στην πρώτη περίπτωση της ιδίας παραγράφου.

30 Ωστόσο, η εξέταση της επίδικης αποφάσεως δεν επιστηρίζει αυτή την επιχειρηματολογία του Συμβουλίου.

31 Πράγματι, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι οι στόχοι των κοινοτικών δράσεων καθορίζονται, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 7 των προτάσεών του, από τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως. Όσον αφορά τις προτεραιότητες, ιδίως η πέμπτη και η έβδομη αιτιολογική σκέψη είναι εκείνες που καθορίζουν τη θέση της κοινοτικής παρεμβάσεως σε σχέση προς τις εθνικές δράσεις. Ως προς τις γενικές γραμμές των μελετωμένων δράσεων, σ' αυτές αναφέρεται το άρθρο 5 της επίδικης αποφάσεως. Τέλος, τα σχέδια κοινού ενδιαφέροντος προσδιορίζονται στο άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως.

32 Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι αρκετά από τα σχέδια που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της επίδικης αποφάσεως αντιστοιχούν, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 7 των προτάσεών του, στα στοιχεία της προτάσεως σχετικά με τους προσανατολισμούς, η οποία προβλεπόταν να εγκριθεί βάσει του άρθρου 129 Δ, πρώτο εδάφιο.

33 Από την εξέταση αυτή προκύπτει, συνεπώς, ότι η επίδικη απόφαση καθορίζει ένα σύνολο προσανατολισμών υπό την έννοια του άρθρου 129 Γ, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, και προβλέπει, για τα σχέδια κοινού ενδιαφέροντος που προσδιορίζονται στους εν λόγω προσανατολισμούς, χρηματοδοτική συνδρομή υπό την έννοια της τρίτης περιπτώσεως της ιδίας παραγράφου.

34 Συναφώς, είναι άνευ συνεπειών το ότι οι προσανατολισμοί καθορίζονται με την ίδια πράξη με την οποία καθορίζεται και η χρηματοδοτική συνδρομή και όχι με χωριστή πράξη εκδοθείσα εκ των προτέρων. Πράγματι, η επιταγή του προσδιορισμού σχεδίων κοινού ενδιαφέροντος πληρούται και στην περίπτωση αυτή.

35 Πρέπει, εξάλλου, να παρατηρηθεί ότι η επίδικη απόφαση εμφανίζει πτυχές αφορώσες τη διαλειτουργικότητα των δικτύων υπό την έννοια του άρθρου 129 Γ, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση. Αφενός, στην τρίτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως αυτής υπογραμμίζεται πράγματι η ανάγκη διασφαλίσεως της διαλειτουργικότητας των εθνικών τηλεματικών δικτύων. Αφετέρου, το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο αα, της επίδικης αποφάσεως προβλέπει ότι η ειδική διαδικασία που θεσπίζει το άρθρο 4 εφαρμόζεται για «τη θέσπιση κοινών κανόνων και διαδικασιών για την επίτευξη τεχνικής και διοικητικής διαλειτουργικότητας». Επιπλέον, από το άρθρο 5, παράγραφος 1, προκύπτει ότι, μεταξύ των δράσεων στις οποίες μπορεί να συνίσταται η κοινοτική συνδρομή, περιλαμβάνονται ιδίως μέτρα σχετικά με τη διαλειτουργικότητα. Η διαλειτουργικότητα αναφέρεται, εξάλλου, ως ένας από τους όρους-πλαίσια που απαριθμούνται στο άρθρο 5, παράγραφος 2.

36 Καίτοι η δημιουργία και η ανάπτυξη διευρωπαϋκών δικτύων στον τομέα των τηλεπικοινωνιών προϋποθέτουν, από μόνες τους, τη διασύνδεση και τη διαλειτουργικότητα των εθνικών δικτύων καθώς και την πρόσβαση στα δίκτυα αυτά, το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως καταδεικνύει ότι η απόφαση αυτή περιλαμβάνει δράσεις εμπίπτουσες ειδικά στο άρθρο 129 Γ, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση.

37 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση συνίσταται σε μέτρα εμπίπτοντα στο άρθρο 129 Γ, παράγραφος 1, πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, της Συνθήκης, για τη θέσπιση των οποίων η ακολουθητέα διαδικασία καθορίζεται από το άρθρο 129 Δ. Επομένως, το Συμβούλιο δεν μπορούσε να εκδώσει την επίδικη απόφαση βάσει του άρθρου 235.

38 Κατά συνέπεια, η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι λόγοι ακυρώσεως που αντλούνται από τον παράνομο χαρακτήρα του άρθρου 2, παράγραφος 2, και από την παράβαση του άρθρου 189 Α, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

Επί της διατηρήσεως της ισχύος των αποτελεσμάτων της αποφάσεως

39 Με το υπόμνημα αντικρούσεως, το Συμβούλιο ζήτησε από το Δικαστήριο, σε περίπτωση ακυρώσεως της αποφάσεως, να διατηρήσει τα αποτελέσματά της σε ισχύ. Η Επιτροπή συμφώνησε με το αίτημα αυτό, διευκρινίζοντας, ωστόσο, ότι ζητεί τη διατήρηση της ισχύος τουλάχιστον των αποτελεσμάτων των ήδη δημιουργηθεισών βάσει της επίδικης αποφάσεως εννόμων σχέσεων. Προς στήριξη του αιτήματός της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η συνεργασία μεταξύ των δημοσίων διοικήσεων των κρατών μελών καθώς και μεταξύ των διοικήσεων αυτών και των οργάνων της Κοινότητας απαιτεί εντατική ανταλλαγή πληροφοριών, για την οποία είναι αναγκαία η διατήρηση της δυνατότητας χρησιμοποιήσεως των τηλεματικών μέσων. Συνεπώς, δίκτυα όπως αυτό που εξασφαλίζει τον έλεγχο των ενδοκοινοτικών εμπορικών ανταλλαγών, ενόψει των δηλώσεων όσον αφορά τον φόρο προστιθεμένης αξίας, ή όπως αυτό που παρέχει υποστήριξη στους κτηνιατρικούς ελέγχους στον τόπο προορισμού καθώς και στην καταπολέμηση των παρανόμων μεταφορών ζωϋκού κεφαλαίου, δεν θα μπορούσαν να εξακολουθήσουν να υπάρχουν σε περίπτωση μη διατηρήσεως της ισχύος των αποτελεσμάτων της επίδικης αποφάσεως.

40 Με τις παρατηρήσεις του επί του υπομνήματος παρεμβάσεως της Επιτροπής, το Κοινοβούλιο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον το αίτημα της Επιτροπής συμβιβάζεται με το άρθρο 37, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι το ίδιο δεν ζήτησε, με το δικόγραφο της προσφυγής, τη διατήρηση της ισχύος των αποτελεσμάτων της επίδικης αποφάσεως. Προσθέτει ότι, αν αποφασιστεί η διατήρηση της ισχύος των αποτελεσμάτων της επίδικης αποφάσεως, αυτή θα πρέπει να περιοριστεί μόνο στα εκτελεστικά μέτρα που ήδη έχουν ληφθεί βάσει της επίδικης αποφάσεως, σύμφωνα με τη λύση που υιοθετήθηκε με την απόφαση Edicom.

41 Από τις πληροφορίες που παρέσχε η Επιτροπή προκύπτει ότι, προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή των ήδη αναληφθεισών δράσεων και για σοβαρούς λόγους ασφάλειας δικαίου, είναι απαραίτητο να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματα των μέτρων εφαρμογής της επίδικης αποφάσεως τα οποία έχουν ήδη ληφθεί βάσει της ακυρουμένης αποφάσεως. Αντιθέτως, όσον αφορά τα λοιπά αποτελέσματα της ακυρουμένης αποφάσεως, ούτε το Συμβούλιο ούτε η Επιτροπή παρέσχον διευκρινίσεις ως προς τις δυσχέρειες που θα συνεπαγόταν συναφώς η ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. Ελλείψει τέτοιων διευκρινίσεων, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει το περιεχόμενο και την έκταση των δυσχερειών αυτών και να δεχθεί το συναφές αίτημα. Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 6 της επίδικης αποφάσεως, η απόφαση αυτή ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 1997.

42 Ενόψει των ιδιαιτέρων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως και για λόγους ασφάλειας δικαίου παρεμφερείς προς εκείνους που συντρέχουν σε περίπτωση ακυρώσεως ορισμένων κανονισμών, δικαιολογείται να κάνει το Δικαστήριο χρήση της εξουσίας που του απονέμει ρητώς το άρθρο 174, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ σε περίπτωση ακυρώσεως κανονισμού και να καθορίσει τα αποτελέσματα της ακυρουμένης αποφάσεως που πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ. Κατά συνέπεια, πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματα των μέτρων εφαρμογής που έχει ήδη λάβει η Επιτροπή βάσει της επίδικης αποφάσεως.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

43 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Το Κοινοβούλιο ζήτησε να καταδικαστεί το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα. Επειδή το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 69, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

44 Ακυρώνει την απόφαση 95/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 1995, για την κοινοτική συμβολή [στην τηλεματική ανταλλαγή] δεδομένων μεταξύ των δημοσίων διοικήσεων στην Κοινότητα (IDA).

45 Διατηρεί σε ισχύ τα αποτελέσματα των μέτρων εφαρμογής τα οποία έχει ήδη λάβει η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων βάσει της ακυρουμένης αποφάσεως.

46 Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϋκής Ενώσεως στα δικαστικά έξοδα.

4) Η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.