61996C0415

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 19ης Μαρτίου 1998. - Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Κρατικές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις του κλωστοϋφαντουργικού τομέα - Συνέπειες ακυρωτικής αποφάσεως όσον αφορά τις προπαρασκευαστικές πράξεις της ακυρωθείσας πράξεως. - Υπόθεση C-415/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-06993


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1 Η παρούσα υπόθεση αφορά τις συνέπειες αποφάσεως του Δικαστηρίου η οποία ακυρώνει, σύμφωνα με το άρθρο 174 της Συνθήκης ΕΚ, ορισμένες διατάξεις αποφάσεως της Επιτροπής περί κρατικής ενισχύσεως, εκδοθείσας βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Ειδικότερα, όταν η ακύρωση στηρίζεται σε ανεπάρκεια της αιτιολογίας της συγκεκριμένης διαπιστώσεως ότι η κρατική ενίσχυση είναι παράνομη, μπορεί συνακολούθως η Επιτροπή να τροποποιεί την απόφαση αντικαθιστώντας τις ακυρωθείσες διατάξεις με νέες διατάξεις ιδίου περιεχομένου, επαρκώς αιτιολογημένες, χωρίς να κινεί εκ νέου τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, και, συνεπώς, χωρίς να παρέχει στον άλλο διάδικο νέα ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του;

2 Το ιστορικό της υποθέσεως συνοψίζεται ως εξής.

3 Τον Αύγουστο του 1990, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, ως προς μια κρατική ενίσχυση που εφέρετο ότι έλαβε η Hilaturas y Tejidos Andaluces SA (στο εξής: Hytasa), εταιρία του κλωστοϋφαντουργικού τομέα. Από την έρευνα της Επιτροπής προκύπτει ότι μεταξύ του 1986, έτους προσχωρήσεως της Ισπανίας στην Κοινότητα, και του 1989, το Δημόσιο μέσω του Patrimonio del Estado (Υπηρεσίας Δημοσίων Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών) χορήγησε 7 100 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες (PTA) στην Hytasa με αυξήσεις του κεφαλαίου προς κάλυψη των εμπορικών ζημιών. Το Ιούλιο του 1990, η Hytasa ιδιωτικοποιήθηκε: οι όροι της πωλήσεως προέβλεπαν περαιτέρω εισφορά κεφαλαίου ύψους 4 300 εκατομμυρίων PTA από το Patrimonio del Estado, κατά τον χρόνο πωλήσεως, για να βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως αυτής, να γίνουν επενδύσεις και να χρηματοδοτηθούν οι απολύσεις, καθώς και τιμή πωλήσεως του συνόλου των μετοχών της εταιρίας ύψους 100 εκατομμυρίων PTA. Η σύμβαση πωλήσεως περιελάμβανε την ανάληψη υποχρεώσεως εκ μέρους του αγοραστή να μην πωλήσει την εταιρία για τα επόμενα τρία έτη.

4 Με απόφαση εκδοθείσα το 1992 (1) (στο εξής: αρχική απόφαση), η Επιτροπή έκρινε ότι η χορηγηθείσα μεταξύ 1986 και 1989 ενίσχυση είναι παράνομη λόγω του ότι χορηγήθηκε κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων που θεσπίζονται στο άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, σύμφωνα με τους οποίους τα σχέδια για τη χορήγηση ενισχύσεως πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή σε εύθετο χρόνο για να μπορεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Η Επιτροπή έκρινε πάντως ότι η ενίσχυση πληρούσε τις προϋποθέσεις για την εξαίρεση του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γγ, της Συνθήκης, που αφορά τις ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που να αντίκειται προς το κοινό συμφέρον, και επομένως, συμβιβάζεται με την κοινή αγορά (άρθρο 1 της αποφάσεως). Πάντως, όσον αφορά τις αυξήσεις του κεφαλαίου υπέρ της εταιρίας κατά τον χρόνο της ιδιωτικοποιήσεώς της (πλην του ποσού της τιμής πωλήσεως), η Επιτροπή αποφάσισε ότι όχι μόνον η ενίσχυση χορηγήθηκε κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 93, παράγραφος 3, αλλά και δεν πληρούσε καμία από τις προϋποθέσεις των εξαιρέσεων του άρθρου 92, παράγραφοι 2 και 3, και, συνεπώς, δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά (άρθρο 2 της αποφάσεως). Η απόφαση της Επιτροπής επέβαλε την επιστροφή της ενισχύσεως αυτής σύμφωνα με τις διαδικασίες και διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας (άρθρο 3 της αποφάσεως). Σύμφωνα με το άρθρο 4 της αποφάσεως, οποιαδήποτε συμφωνία προβλέπει την αποζημίωση των αγοραστών από το κράτος ή από το Patrimonio del Estado για την υποχρέωσή τους να επιστρέψουν την ενίσχυση δεν έχει εφαρμογή. Τέλος, το άρθρο 5 της αποφάσεως επιβάλλει στην Ισπανική Κυβέρνηση να ενημερώσει την Επιτροπή σχετικά με τα ληφθέντα μέτρα.

5 Το Βασίλειο της Ισπανίας έκρινε ότι η αρχική απόφαση, καθώς και οι δύο άλλες αποφάσεις που εκδόθηκαν την ίδια ημέρα ως προς άλλες επιχειρήσεις (2), εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης και άσκησε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου με αίτημα την ακύρωση, μεταξύ άλλων, των άρθρων 2, 3, 4 και 5 της αρχικής αποφάσεως (3) (στο εξής: πρώτη προσφυγή). Με την προσφυγή αυτή, το Βασίλειο της Ισπανίας προέβαλε πλείονες διαφορετικούς λόγους προς στήριξη του αιτήματός του. Το Δικαστήριο απέρριψε τους λόγους ακυρώσεως που αφορούσαν την παραβίαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, το ότι οι εισφορές κεφαλαίου δεν αποτελούν ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, και το ότι η παράλειψη της Επιτροπής να αιτιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση των εισφορών κεφαλαίου πριν από την πώληση και τις εισφορές που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της ιδιωτικοποιήσεως συνιστά παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης (4). Πάντως, το Δικαστήριο έκανε δεκτό τον ισχυρισμό της Ισπανίας ότι η εισφορά κεφαλαίου κατά την ιδιωτικοποίηση πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να κριθεί ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο αα, της Συνθήκης, το οποίο ορίζει ότι οι ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών, στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι συνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί υποαπασχόληση μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Εφόσον η απόφαση του Δικαστηρίου όσον αφορά το ζήτημα αυτό οδήγησε στην παρούσα προσφυγή, θα εκθέσω λεπτομερέστερα το αντίστοιχο μέρος της αποφάσεως.

6 Η Επιτροπή, μολονότι δέχεται ότι η περιοχή της Σεβίλλης, στην οποία είναι εγκατεστημένη η Hytasa, καλύπτεται από το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο αα, έκρινε εντούτοις ότι η διάταξη αυτή δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής. Από την απόφαση προκύπτει ότι αυτή η άποψη της Επιτροπής στηρίζεται σε δύο λόγους.

7 Πρώτον, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η εν λόγω ενίσχυση δεν χορηγήθηκε στο πλαίσιο της συναφούς περιφερειακής ενισχύσεως, αλλά βάσει ad hoc αποφάσεων της Ισπανικής Κυβερνήσεως υπό μορφή αυθαιρέτων εισφορών κεφαλαίου, άρα η ενίσχυση αυτή δεν πρέπει να θεωρηθεί ως περιφερειακή. Το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Επιτροπής ως προς αυτό το σημείο· δεν ασκεί δε επιρροή στην παρούσα διαδικασία.

8 Δεύτερον, η Επιτροπή παρατήρησε ότι:

«Ακόμα και εάν εθεωρείτο ότι η εν λόγω ενίσχυση έχει περιφερειακό χαρακτήρα θα εξακολουθούσε ωστόσο να μην πληροί τα κριτήρια συμβατότητας που προβλέπονται στο άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο αα, της Συνθήκης ΕΟΚ, εφόσον οι ενισχύσεις που χορηγούνται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού πρέπει να συμβάλλουν στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της περιοχής - στην εξεταζόμενη περίπτωση αυτό συνεπάγεται ότι η ενίσχυση πρέπει τουλάχιστον να επιτρέπει την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της εταιρίας, η οποία όσον αφορά την Hytasa δεν έχει επιτευχθεί σύμφωνα με τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν μέχρι τώρα στην Επιτροπή (το θέμα αυτό εξετάστηκε ήδη στο μέρος IV ανωτέρω) - χωρίς να έχουν αρνητικές συνέπειες για τους όρους του ανταγωνισμού στην Κοινότητα» (5).

9 Τα στοιχεία στα οποία αναφέρεται η Επιτροπή αφορούν ουσιαστικά το πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως της Hytasa που υπέβαλε η Ισπανία στην Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2. Συγκεκριμένα, η Ισπανία αμφισβήτησε τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι το σχέδιο αναδιαρθρώσεως δεν ήταν κατάλληλο για να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα της εταιρίας.

10 Το Δικαστήριο υπενθύμισε τη νομολογία του κατά με την οποία, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης, η Επιτροπή έχει ευρεία διακριτική εξουσία, η άσκηση της οποίας περιλαμβάνει τη διατύπωση εκτιμήσεων οικονομικής και κοινωνικής φύσεως που πρέπει να γίνονται μέσα σε κοινοτικό πλαίσιο (6). Πάντως, αυτή η διακριτική εξουσία περιορίζεται από το ότι πρέπει η ακολουθούμενη από την Επιτροπή συλλογιστική να έχει συνοχή. Η ίδια η Επιτροπή έχει δηλώσει ότι η προϋπόθεση του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο αα, ότι, για να είναι συμβατή, η ενίσχυση πρέπει να συμβάλλει στη μακρόχρονη οικονομική ανάπτυξη περιοχών, στην παρούσα υπόθεση έχει την έννοια ότι η ενίσχυση πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της εταιρίας. Όπως ανέφερα στις προτάσεις μου, το ζήτημα-κλειδί ήταν συνεπώς αν το σχέδιο αναδιαρθρώσεως που αποδέχθηκαν οι αγοραστές της Hytasa μπορούσε να επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Δυστυχώς, η συλλογιστική της προσβαλλομένης αποφάσεως στο σημείο αυτό είναι άκρως πενιχρή (7). Το Δικαστήριο συμφώνησε, επισημαίνοντας τα ακόλουθα.

11 Πρώτον, το Δικαστήριο εξέτασε το μέρος IV της αποφάσεως, στο οποίο παραπέμπει η Επιτροπή στην προπαρατεθείσα αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως. Η Επιτροπή επισήμανε ότι το μέρος IV αφορά διαφορετικό ζήτημα και δεν αναφέρεται στο ζήτημα αποκαταστάσεως της βιωσιμότητας της Hytasa. Όπως παρατήρησα στις προτάσεις μου, το μέρος IV αναφέρθηκε προφανώς εκ λάθους, εφόσον η αποτελεσματικότητα του σχεδίου αναδιαρθρώσεως εξετάζεται στο μέρος III (8).

12 Κατόπιν, το Δικαστήριο εξέτασε το μέρος III της αποφάσεως, όπου η Επιτροπή, αφού συνόψισε το περιεχόμενο των δύο σχεδίων αναδιαρθρώσεως, διερωτήθηκε για το κύρος των προβληθέντων από τις ισπανικές αρχές ισχυρισμών και προβλέψεων και διαπίστωσε ότι οι διάφορες αντιφάσεις των δύο σχεδίων δεν της επιτρέπουν να συμμεριστεί τις αισιόδοξες προβλέψεις στις οποίες καταλήγει το αναθεωρημένο σχέδιο (9). Πάντως, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα ως προς το ότι το νέο σχέδιο αναδιαρθρώσεως δεν μπορούσε να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα της Hytasa (10). Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ζήτημα της αποκαταστάσεως της βιωσιμότητας της Hytasa δεν αναφέρεται ούτε στο μέρος III.

13 Τέλος, το Δικαστήριο εξέτασε το μέρος VI, όπου η Επιτροπή σημειώνει ότι το ζήτημα αν τα σχέδια επενδύσεων συνάδουν με το συμφέρον της Κοινότητας και αν συμβάλλουν στην υγιή αναδιάρθρωση της επιχειρήσεως θα «αναλυθεί κατωτέρω» (11). Πράγματι, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η Επιτροπή ανέλυσε κατωτέρω τα επιζήμια αποτελέσματα της ενισχύσεως επί των συνθηκών του ανταγωνισμού χωρίς να αναλύσει τις επιπτώσεις του αναθεωρημένου σχεδίου στην αποκατάσταση της αποδοτικότητας της Hytasa. Το Δικαστήριο έκρινε όμως ότι η ανάλυση αυτή ήταν αναγκαία στην παρούσα υπόθεση, ιδιαίτερα επειδή το σχέδιο προέβλεπε ουσιώδη αναπροσανατολισμό της παραγωγής προς την παραγωγή ενδυμάτων.

14 Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάλυση της Επιτροπής περί της συμβατότητας της εν λόγω ενισχύσεως με το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο αα, της Συνθήκης, δεν πληροί τα κριτήρια που η ίδια έχει θεσπίσει. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο ακύρωσε το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 2 και τα άρθρα 3, 4 και 5 της αρχικής αποφάσεως.

15 Τον Οκτώβριο του 1995, η Επιτροπή απηύθυνε έγγραφο στην Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ισπανίας στην Ευρωπαϋκή Ένωση επισημαίνοντας ότι, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, προετοίμαζε νέο σχέδιο τελικής αποφάσεως στο πλαίσιο της κινηθείσας σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 2, διαδικασίας. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1996, η Επιτροπή εξέδωσε νέα απόφαση (12) (στο εξής: τροποποιητική απόφαση) που τροποποιεί την αρχική.

16 Το μέρος Ι της τροποποιητικής αποφάσεως εκθέτει το ιστορικό της αρχικής αποφάσεως, παραθέτει τη διαδικασία εκδόσεώς της και συνοψίζει τα πορίσματά της.

17 Το μέρος II συνοψίζει την απόφαση του Δικαστηρίου επί της πρώτης προσφυγής. Το μέρος ΙΙ καταλήγει με τις εξής αιτιολογικές σκέψεις:

«Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς τον ισχυρισμό της ότι το νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν θα εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα της Hytasa. Η Επιτροπή δεν ανέλυσε τις επιπτώσεις του αναθεωρημένου σχεδίου όσον αφορά την αποκατάσταση της αποδοτικότητας της Hytasa και το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάλυση αυτή είναι απαραίτητη στην προκειμένη περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη ότι το νέο σχέδιο αναδιαρθρώσεως αλλάζει σημαντικά τον προσανατολισμό της παραγωγής προς την κατεύθυνση των τελικών προϋόντων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάλυση της Επιτροπής όσον αφορά το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης με το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο αα, δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια που έχει θεσπίσει η ίδια.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο ακύρωσε τα άρθρα 2, δεύτερο εδάφιο, 3, 4 και 5 της αποφάσεως 92/317/ΕΟΚ. Κατά συνέπεια, η διαδικασία που κινήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ παραμένει εκκρεμής και, λαμβάνοντας υπόψη τη μερική ακύρωση της αποφάσεως 92/317/ΕΟΚ, η Επιτροπή πρέπει να εκδώσει απόφαση που να τροποποιεί την εν λόγω απόφαση και να περατώνει τη διαδικασία.»

18 Η πρώτη αιτιολογική σκέψη του μέρους III της τροποποιητικής αποφάσεως αναφέρει: «Προκειμένου να λάβει δεόντως υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή πρέπει να επανεκτιμήσει σε ποιο βαθμό η βοήθεια που χορήγησε το Patrimonio del Estado στη Hytasa στο πλαίσιο της ιδιωτικοποιήσεώς της συμβιβάζεται με την κοινή αγορά». Ακολουθεί νέα ανάλυση υπό το φως της οποίας η Επιτροπή κατέληξε ότι το σχέδιο αναδιαρθρώσεως δεν διασφαλίζει τη μακρόχρονη βιωσιμότητα της Hytasa και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά βάσει είτε του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο αα, είτε του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γγ.

19 Το μέρος IV της τροποποιητικής αποφάσεως αναφέρεται στην επιστροφή της ενισχύσεως.

20 Επειδή η ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή σε εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου επιβεβαίωσε την κρίση της στην αρχική απόφαση, η τροποποιητική απόφαση αντικατέστησε το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 2 και τα άρθρα 3 και 4 της αρχικής αποφάσεως με νέες διατάξεις παρεμφερούς περιεχομένου (13).

21 Τον Δεκέμβριο του 1996, το Βασίλειο της Ισπανίας άσκησε την παρούσα προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της τροποποιητικής αποφάσεως, κατ' ουσίαν για τον λόγο ότι, εκδίδοντας την τροποποιητική απόφαση, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της τις συνέπειες της αποφάσεως επί της πρώτης προσφυγής, κατά παράβαση του άρθρου 174 της Συνθήκης, και επιπλέον δεν τήρησε τις διαδικαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 93 καθόσον παραβίασε τα δικαιώματα άμυνας του Βασιλείου της Ισπανίας.

Οι συνέπειες της αποφάσεως επί της πρώτης προσφυγής

22 Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 174 της Συνθήκης ορίζει ότι, αν η ασκηθείσα βάσει του άρθρου 173 προσφυγή είναι βάσιμη, το Δικαστήριο κηρύσσει την προσβαλλομένη πράξη άκυρη.

23 Το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζεται ότι δύο αρχές διέπουν τις συνέπειες αποφάσεως που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 174.

24 Πρώτον, η Ισπανία επικαλείται την αρχή του δεδικασμένου δυνάμει του οποίου, κατά την άποψή της, είναι αμφίβολο αν η Επιτροπή μπορούσε να εκδώσει νέα απόφαση σχετικά με ενίσχυση υπέρ της Hytasa.

25 Κατά την άποψή μου, ο ισχυρισμός αυτός συγχέει δύο διαφορετικά ζητήματα. Η αρχή του δεδικασμένου έχει ως συνέπεια να μη μπορεί η Ισπανία να ασκήσει νέα προσφυγή αμφισβητώντας το κύρος της αρχικής αποφάσεως, εφόσον το ζήτημα αυτό έχει ήδη κριθεί από το Δικαστήριο. Πάντως, η αρχή αυτή δεν συνεπάγεται ότι ένα θεσμικό όργανο δεν μπορεί να εκδώσει νέα πράξη με το ίδιο κατ' ουσίαν αποτέλεσμα με ακυρωθείσα για τυπικό ή διαδικαστικό ελάττωμα πράξη: στο πλαίσιο αυτό, η αρχή αυτή ουδόλως ασκεί επιρροή.

26 Η νομιμότητα αντικαταστάσεως ούτως ακυρωθείσας πράξεως με παρεμφερή μεν πράξη, αλλά νομότυπη, επιβεβαιώνεται από τις υποθέσεις της Ισογλυκόζης, που αφορούσαν κανονισμό ο οποίος ακυρώθηκε λόγω παραλείψεως της διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο. Με τις αποφάσεις Roquette Frθres κατά Συμβουλίου (14) και Maizena κατά Συμβουλίου (15), το Δικαστήριο ακύρωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1293/79 (16) λόγω παραβάσεως ουσιώδους διαδικαστικής προϋποθέσεως, συγκεκριμένα λόγω παραλείψεως της διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο. Υπό το φως των αποφάσεων αυτών, το Συμβούλιο, κατόπιν διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο, εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 387/81 (17), παρεμφερούς περιεχομένου. Στη συνέχεια, ζητήθηκε (18) από το Δικαστήριο να ακυρώσει την αντίστοιχη διάταξη του κανονισμού 387/81 για τον λόγο ότι είχε αναδρομική ισχύ καθόσον θέσπιζε απλώς εκ νέου το καθεστώς ποσοστώσεων και εισφορών που είχε προηγουμένως κριθεί παράνομο, όταν επρόκειτο να θεσπιστεί με τον κανονισμό 1293/79. Το Δικαστήριο, αφού επιβεβαίωσε ότι οι αμφισβητούμενες διατάξεις του κανονισμού 387/81 δεν περιλαμβάνουν νέα μέτρα και ότι απλώς επαναλαμβάνουν τις διατάξεις του κανονισμού 1293/79, που είχαν προηγουμένως ακυρωθεί από το Δικαστήριο (19), απέρριψε τις προσφυγές.

27 Δεύτερον, η Ισπανία ισχυρίζεται ότι το αποτέλεσμα της ακυρώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 174 της Συνθήκης, είναι πλήρες, απόλυτο και ουσιαστικό. Μολονότι δέχεται ότι είναι δυνατόν μια απόφαση να ακυρώνει εν μέρει μια πράξη, ακυρώνοντας ορισμένες διατάξεις και διατηρώντας άλλες άθικτες, θεωρεί προφανώς ότι, όταν η απόφαση αφορά, όπως εν προκειμένω, ειδική και όχι γενικού χαρακτήρα πράξη, το γεγονός ότι ορισμένες διατάξεις της ακυρώνονται δεν σημαίνει ότι πρόκειται για μερική ακύρωση. Μολονότι η απόφαση επί της πρώτης προσφυγής ακύρωσε μόνο το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 2 και τα άρθρα 3, 4 και 5, αφήνοντας άθικτα το άρθρο 1 και το πρώτο εδάφιο του άρθρου 2, κατά την άποψη της Ισπανίας δεν πρόκειται για μερική ακύρωση της αποφάσεως αλλά για πλήρη ακύρωση μέρους της αποφάσεως.

28 Περαιτέρω, η Ισπανία ισχυρίζεται ότι το αποτέλεσμα της ακυρώσεως σύμφωνα με το άρθρο 174 της Συνθήκης εκτείνεται σε όλες τις προπαρασκευαστικές πράξεις, και επομένως, στην παρούσα υπόθεση, σε όλες τις προκαταρκτικές πράξεις της Επιτροπής πριν από την έκδοση της αρχικής αποφάσεως. Η Ισπανία ισχυρίζεται ότι το αποτέλεσμα της αποφάσεως του Δικαστηρίου ήταν συνεπώς να περατώσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, στο πλαίσιο της οποίας ελήφθη η αρχική απόφαση, και να στερήσει κάθε αποτελέσματος και κύρους όλες τις προηγούμενες της αρχικής αποφάσεως πράξεις· καταλήγει δε ότι ο ορθός τρόπος ενέργειας για την Επιτροπή θα ήταν να κινήσει νέα διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 2. Κατά την άποψη της Ισπανίας, η Επιτροπή δεν μπορεί να επανορθώνει εκ των υστέρων άκυρες πράξεις. Αν είχε τη δυνατότητα αυτή, θα διέθετε ένα απαράδεκτο πλεονέκτημα: δεν θα είχε κανένα κίνητρο να διενεργεί εξ αρχής ορθώς μια διαδικασία και οι τρίτοι δεν θα είχαν κανένα κίνητρο να προσβάλλουν μια παράνομη πράξη αν, μετά την ακύρωση της πράξεως, η Επιτροπή μπορούσε απλώς να εκδίδει υποκατάστατη πράξη χωρίς να κινεί εκ νέου τη σχετική διαδικασία.

29 Η Επιτροπή, αναλύοντας τις συνέπειες αποφάσεως εκδοθείσας επί προσφυγής ακυρώσεως, δεν εστιάζει τις παρατηρήσεις της στο άρθρο 174 της Συνθήκης, αλλά στο άρθρο 176. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, από το πρώτο εδάφιο του άρθρου 174, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η ακυρότητα της ακυρωθείσας πράξεως εκτείνεται στις προκαταρκτικές πράξεις. Ισχυρίζεται ότι το άρθρο 174 δεν είναι, επομένως, κρίσιμο για τον καθορισμό των συνεπειών αποφάσεως εκδοθείσας επί προσφυγής ακυρώσεως ως προς τις προκαταρκτικές πράξεις: εφαρμοστέος κανόνας είναι ο θεσπιζόμενος στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 176.

30 Η διάταξη αυτή ορίζει ότι το όργανο του οποίου η πράξη κηρύχθηκε άκυρη «οφείλει να λαμβάνει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου». Επ' αυτού, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι το Δικαστήριο τόνισε ότι εναπόκειται στο όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη να καθορίσει τα μέτρα που απαιτούνται για την εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως (20). Στην υπόθεση Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής (21), το Δικαστήριο εξήγησε περαιτέρω το άρθρο 176 ως εξής:

«Προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση και να την εκτελέσει πλήρως, το κοινοτικό όργανο υποχρεούται να σεβαστεί όχι μόνο το διατακτικό της απόφασης, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και που συνιστά το αναγκαίο του στήριγμα υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια αυτού που κρίθηκε με το διατακτικό. Πράγματι, με το σκεπτικό αυτό, αφενός, εντοπίζεται η ακριβής διάταξη που θεωρείται ως παράνομη και, αφετέρου, σ' αυτό εμφαίνονται οι ακριβείς λόγοι της παρανομίας που διαπιστώνεται με το διατακτικό και που το οικείο κοινοτικό όργανο πρέπει να λάβει υπόψη κατά την αντικατάσταση της πράξεως που ακυρώθηκε.»

31 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, όταν η ακυρότητα προκύπτει από τον κατ' ουσία παράνομο χαρακτήρα της πράξεως, το άρθρο 176 εμποδίζει το εν λόγω όργανο να αντικαταστήσει απλώς την ακυρωθείσα πράξη με άλλη παρόμοια. Θα προσέθετα ότι, ακόμα και σε περίπτωση που διαπιστώνεται παρανομία επί της ουσίας, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το εν λόγω όργανο μπορεί νομίμως να εκδίδει πράξη σε αντικατάσταση των ακυρωθεισών διατάξεων, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι έχει απαλειφθεί από τη νέα πράξη ο παράνομος χαρακτήρας.

32 Αντιθέτως, όταν η ακυρότητα προκύπτει από τυπικό ή διαδικαστικό ελάττωμα, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το όργανο μπορεί, και ορισμένες φορές υποχρεούται, να αντικαταστήσει την ακυρωθείσα πράξη, διασφαλίζοντας την τήρηση των τυπικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 176 δεν επιβάλλει κατ' ανάγκη στο εν λόγω όργανο να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία εκδόσεως της ακυρωθείσας πράξεως και να την επαναλάβει εξ ολοκλήρου πριν εκδώσει την πράξη αντικαταστάσεως. Τέτοια υποχρέωση είναι κατά κανόνα αντίθετη στις πλέον θεμελιώδεις προϋποθέσεις της αρχής της οικονομίας της διαδικασίας. Κατά πάγια νομολογία, όταν η ακύρωση μέτρου στηρίζεται σε τυπικό ή διαδικαστικό ελάττωμα, το εν λόγω όργανο μπορεί να επαναλάβει τη διαδικασία από το σημείο όπου ανέκυψε το ελάττωμα (22). Στην παρούσα υπόθεση, η αρχική απόφαση ακυρώθηκε επειδή η Επιτροπή δεν είχε επαρκώς εξηγήσει τους λόγους στους οποίους στήριξε την κρίση της ότι το σχέδιο αναδιαρθρώσεως δεν διασφαλίζει την αποκατάσταση της αποδοτικότητας της εταιρίας. Η μοναδική υποχρέωση της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 176, ήταν να εκδώσει νέα απόφαση με επαρκή αιτιολογία. Η τροποποιητική απόφαση πληροί την υποχρέωση αυτή.

33 Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Ισπανία επιχειρεί να αντικρούσει το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η αρχική απόφαση ακυρώθηκε λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, παραδεχόμενη ότι αυτό μπορεί να συνιστά τυπικό ή διαδικαστικό ελάττωμα, ισχυρίζεται όμως ότι η αρχική απόφαση ακυρώθηκε επειδή η Επιτροπή δεν πραγματοποίησε τις απαραίτητες αναλύσεις. Εξ αυτού μπορεί να συναχθεί ότι η Ισπανία θεωρεί ότι ο λόγος αυτός συνιστά λόγο ακυρώσεως επί της ουσίας.

34 Κατά την άποψή μου, είναι σαφές από την εκτεθείσα συνοπτικώς απόφαση επί της πρώτης προσφυγής ότι το Δικαστήριο ακύρωσε την αρχική απόφαση επειδή η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την άποψή της - η οποία ήταν αποφασιστική για τη διαπίστωση ότι η ενίσχυση δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο αα - ότι το σχέδιο αναδιαρθρώσεως δεν διασφαλίζει τη βιωσιμότητα της Hytasa. Ας σημειωθεί ότι η υποστηριζόμενη από την Ισπανία ερμηνεία είναι προφανώς αντίθετη προς την επιχειρηματολογία που προέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου προς στήριξη της απόψεώς της κατά την πρώτη προσφυγή, η οποία, κρινόμενη τουλάχιστον βάσει της αναφερθείσας αποφάσεως Intermills κατά Επιτροπής (23), συνίσταται στο ότι η αρχική απόφαση ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένη επί του σημείου αυτού.

35 Όπως αναφέρει η Επιτροπή, κατά πάγια νομολογία, όταν το Δικαστήριο ακυρώνει κοινοτικές πράξεις, ανεξαρτήτως αν είναι γενικές ή ειδικές, βάσει τυπικού ή διαδικαστικού ελαττώματος (όπως έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας ή διαβουλεύσεως με τα αρμόδια όργανα ή ακροάσεως των ενδιαφερομένων μερών), η εκτέλεση της αποφάσεως δεν συνεπάγεται συνήθως για το εν λόγω όργανο την υποχρέωση να κινήσει όλη τη νομοθετική διαδικασία εκ νέου.

36 Έτσι, για παράδειγμα, στην υπόθεση Fedesa κ.λπ. (24), μια οδηγία ακυρώθηκε λόγω διαδικαστικού ελαττώματος αφορώντος τον τρόπο με τον οποίο είχε τελικά εκδοθεί και αντικαταστάθηκε με παρεμφερή οδηγία εκδοθείσα νομοτύπως. Το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα ότι το Συμβούλιο έπρεπε να είχε κινήσει όλη τη διαδικασία εκ νέου ζητώντας νέα πρόταση από την Επιτροπή και νέα γνώμη από το Κοινοβούλιο, και έκρινε συγκεκριμένα ότι η ακύρωση της οδηγίας δεν θίγει τις προπαρασκευαστικές πράξεις (25).

37 Είναι σαφές ότι η αρχή ότι δεν είναι αναγκαίο να κινηθεί εκ νέου όλη η διαδικασία που οδήγησε στην ακυρωθείσα πράξη λόγω διαδικαστικής παρατυπίας βαίνει πέραν των γενικών νομοθετικών μέτρων. Παραδείγματος χάριν, η αρχή αυτή εφαρμόστηκε από το Δικαστήριο σε διαδικασία με την οποία εζητείτο η ακύρωση δηλώσεως του Προέδρου του Κοινοβουλίου στο πλαίσιο εγκρίσεως του κοινοτικού προϋπολογισμού (26). Το Δικαστήριο έκρινε ρητώς ότι «στο Συμβούλιο και στο Κοινοβούλιο εναπόκειται να λάβουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως και να επαναλάβουν τη διαδικασία του προϋπολογισμού από το συγκεκριμένο σημείο κατά το οποίο» επήλθε το διαδικαστικό ελάττωμα (27). Ο γενικός εισαγγελέας Mancini πρότεινε εξάλλου:

«Κατά το άρθρο 176, εναπόκειται στο Κοινοβούλιο, το όργανο από το οποίο προέρχεται η πράξη, να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως (...). Ως προς το θέμα αυτό, και αντίθετα απ' ό,τι υποστήριξαν οι συνήγοροι του Κοινοβουλίου, είμαι πεπεισμένος ότι δεν είναι καθόλου αναγκαία η επανάληψη της όλης διαδικασίας. Από νομικής απόψεως, τουλάχιστον, τίποτα δεν εμποδίζει να επαναληφθεί από το σημείο - τη δεύτερη ανάγνωση της Συνελεύσεως - στο οποίο, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι διεκόπη» (28).

38 Επί πλειόνων υποθέσεων, το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο έχουν κρίνει ότι, όταν απόφαση εκδοθείσα από κοινοτικό όργανο ακυρώνεται βάσει της διαδικασίας του άρθρου 173 για τυπικούς ή διαδικαστικούς λόγους, η ορθή αντίδραση του εν λόγω οργάνου είναι να επαναλάβει μάλλον παρά να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία (βλ., π.χ., τις αποφάσεις Van Eick κατά Επιτροπής (29), Alvarez κατά Κοινοβουλίου (30), Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής (31) και De Compte κατά Κοινοβουλίου (32)).

39 Εξάλλου, από την απόφαση Transocean Marine Paint κατά Επιτροπής (33) προκύπτει ότι, όταν το Δικαστήριο ακυρώνει συγκεκριμένη διάταξη αποφάσεως, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με την προαναφερθείσα γενική αρχή, να επαναλάβει τη διαδικασία από το σημείο στο οποίο επήλθε το επίδικο διαδικαστικό ελάττωμα αντί να κινήσει εκ νέου όλη τη διαδικασία. Το αν μια απόφαση ακυρώθηκε πλήρως ή εν μέρει δεν είναι λυσιτελές για να καθοριστεί το αν η Επιτροπή πρέπει κατά συνέπεια να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία που προηγήθηκε της αποφάσεως. Στο πλαίσιο αυτό, σημασία έχει ο λόγος της ακυρώσεως: αν πρόκειται για απλώς τυπικό ή διαδικαστικό ελάττωμα, η Επιτροπή μπορεί νομοτύπως να εξαλείψει το ελάττωμα χωρίς να επαναλάβει όλη τη διαδικασία, εκδίδοντας νέα απόφαση που να αντικαθιστά πλήρως ή εν μέρει την αρχική απόφαση, στο μέτρο που είναι απαραίτητο.

40 Δεν είμαι πεπεισμένος από το επιχείρημα της Ισπανίας ότι η προαναφερθείσα αρχή συνεπάγεται την παραχώρηση απαραδέκτου πλεονεκτήματος στην Επιτροπή. Ας σημειωθεί ότι το ζήτημα προέκυψε σε δύο από τις υποθέσεις της Ισογλυκόζης (34), όπου υποστηρίχθηκε ότι, όταν το Δικαστήριο ακυρώνει μια πράξη χωρίς να κρίνει (σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 174) ότι ορισμένα αποτελέσματά της παραμένουν σε ισχύ, δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί η κατάσταση σαν να μην είχε εκδοθεί η ακυρωτική απόφαση, εφόσον οι διάδικοι θα μπορούσαν να αποτραπούν από την άσκηση προσφυγών και ο νομοθέτης θα ενθαρρύνονταν στο να αγνοεί τις διαδικαστικές προϋποθέσεις. Μολονότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα αυτό, ο γενικός εισαγγελέας Reischl απέρριψε ρητώς το επιχείρημα (35).

41 Ως συμπέρασμα, εφόσον το Δικαστήριο, επί της πρώτης προσφυγής, ακύρωσε την αρχική απόφαση επειδή η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την άποψή της ότι το σχέδιο αναδιαρθρώσεως δεν διασφαλίζει τη βιωσιμότητα της Hytasa, οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου του άρθρου 176 πληρούνται με την έκδοση εκ μέρους της Επιτροπής νέας αποφάσεως δεόντως αιτιολογημένης. Επισημαίνεται ότι η Ισπανία δεν αμφισβήτησε την επαρκή αιτιολογία που εξέθεσε η Επιτροπή στην τροποποιητική απόφαση.

Τα δικαιώματα άμυνας

42 Η Ισπανία προβάλλει έναν άλλο λόγο ακυρώσεως αντλούμενο εκ του ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας (les droits de la dιfense). Ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται στο ότι η Επιτροπή υποχρεούται να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2. Όπως ανέφερα, δεν θεωρώ ότι η Επιτροπή είχε τέτοια υποχρέωση. Ούτε παραβιάστηκαν τα δικαιώματα άμυνας της Ισπανίας. Κατά την άποψή μου, η Επιτροπή ορθώς επανέλαβε τη διαδικασία από σημείο κατά το οποίο η Ισπανία είχε ήδη υποβάλει παρατηρήσεις. Προκύπτει (και δεν έχει αντικρουσθεί, εκτός από ένα σημείο στο οποίο θα αναφερθώ κατωτέρω) ότι η Επιτροπή στήριξε την ανάλυσή της σε στοιχεία που είχαν προβληθεί ή προσκομιστεί από την Ισπανία στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, η οποία κατέληξε στην αρχική απόφαση, και στο πλαίσιο της οποίας δεν προβλήθηκε καμία παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας. Επομένως, δεν υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας δυνάμενη να προβληθεί από την Ισπανία στην παρούσα υπόθεση.

43 Η Ισπανία υποστηρίζει ότι δεν έχει σημασία το ότι είχε υποβάλει παρατηρήσεις στο πλαίσιο της αρχικής διαδικασίας, τονίζοντας την πρόδηλη κατά τη γνώμη της διαφορά μεταξύ των παρατηρήσεων που διατύπωσε επί της αποδοτικότητας μιας επιχειρήσεως σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή (1990 έως 1991) και αρκετά χρόνια μετά. Περαιτέρω, η Ισπανία αναφέρεται στις δύο τελικές αιτιολογικές σκέψεις του μέρους ΙΙΙ της τροποποιητικής αποφάσεως, οι οποίες έχουν ως εξής:

«Η άποψη της Επιτροπής ότι το προαναφερθέν σχέδιο αναδιαρθρώσεως δεν καθιστά την εταιρία βιώσιμη επιβεβαιώνεται από τις χρηματοδοτικές παρεμβάσεις των ισπανικών αρχών μετά το 1992. Το σχέδιο αναδιαρθρώσεως δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Μετά την πτώχευση ενός από τους ιδιοκτήτες, της Hilaturas Gossypium, η Improasa, η εκτελεστική εταιρία της Patrimonio del Estado, απέκτησε το 30 % των μετοχών της MTT το 1992. Διάφορες ιδιοκτησίες της MTT υποθηκεύθηκαν υπέρ της Improasa για 726 εκατομμύρια PTA. Η Improasa εξαγόρασε επίσης γραμμάτια που εξέδωσε η MTT για 4 660 εκατομμύρια PTA.

Το 1992, το Instituto de Fomento de Andalucνa (IFA) [το IFA είναι κρατικός φορέας ανήκων στην αυτόνομη Κοινότητα της Ανδαλουσίας] χορήγησε στην εταιρία δύο πιστώσεις ύψους 300 εκατομμυρίων PTA, στο πλαίσιο καθεστώτος ενίσχυσης που ενέκρινε η Επιτροπή [κρατική ενίσχυση αριθ. 624/92]. Η MTT βρίσκεται σε δύσκολη χρηματοοικονομική κατάσταση με υποχρεώσεις ύψους περίπου 10 000 PTA, με αποτέλεσμα οι αρμόδιες ισπανικές αρχές να αποφασίσουν την επ' αόριστο αναστολή των πληρωμών της εταιρίας, με σκοπό την εκκαθάρισή της και στη συνέχεια την πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της για να εξοφληθούν τα χρέη της.»

44 Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το συμβατό ενισχύσεως με την κοινή αγορά πρέπει πάντοτε να εξετάζεται σε σχέση με την υφιστάμενη κατά τον χρόνο χορηγήσεως της ενισχύσεως κατάσταση (36). Η τροποποιητική απόφαση εξετάζει δεόντως το συμβατό της ενισχύσεως, και συγκεκριμένα τη βιωσιμότητα του σχεδίου αναδιαρθρώσεως, εκ των προτέρων, και επομένως βάσει της ιδίας καταστάσεως όπως και η αρχική απόφαση, ως προς την οποία η Ισπανία είχε ήδη διατυπώσει παρατηρήσεις. Οι δύο τελευταίες αιτιολογικές σκέψεις είναι κατά την άποψή της απλώς επιβεβαιωτικές. Περαιτέρω, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, αν είχε προβεί σε μια εκ των υστέρων εξέταση, οι αιτιολογικές αυτές σκέψεις θα επαρκούσαν καθαυτές, εφόσον επιβεβαιώνουν τις προηγούμενες αμφιβολίες που είχε ως προς τις πιθανότητες του σχεδίου για αποκατάσταση της αποδοτικότητας της Hytasa.

45 Είναι σαφές από τη διατύπωσή τους ότι οι δύο τελευταίες αιτιολογικές σκέψεις πράγματι σκοπούν απλώς να επιβεβαιώσουν την άποψη της Επιτροπής ότι το σχέδιο δεν καθιστούσε την εταιρία βιώσιμη. Η άποψη αυτή αναλύθηκε λεπτομερέστερα στην έβδομη έως εικοστή έκτη αιτιολογική σκέψη του μέρους III της τροποποιητικής αποφάσεως. Ουδείς ισχυρίζεται ότι η ανάλυση που περιλαμβάνεται στις αιτιολογικές αυτές σκέψεις στηρίζεται σε άλλα στοιχεία πλην αυτών που προσκόμισε η Ισπανία στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της προηγούμενης διαδικασίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν βλέπω πώς μπόρεσαν να παραβιαστούν τα δικαιώματα άμυνας της Ισπανίας.

46 Το Δικαστήριο κατέληξε σε παρόμοια κρίση στην υπόθεση Bayer κατά Επιτροπής (37), στο πλαίσιο ανάλογης διαδικασίας βάσει του κανονισμού 17 (38). Το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή συνέχισε την έρευνά της μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν παραβιάζει τα δικαιώματα άμυνας της υπό έρευνα ευρισκόμενης επιχειρήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι το αποτέλεσμα της έρευνας αυτής δεν οδηγεί την Επιτροπή στο να λάβει υπόψη νέα στοιχεία κατά της επιχειρήσεως ή να μεταβάλει ουσιωδώς τα αποδεικτικά στοιχεία των διαπιστωθεισών παραβάσεων. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η απόφαση που αποπερατώνει τη διοικητική διαδικασία περιελάμβανε πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία για τα γεγονότα που ελήφθησαν υπόψη στην ανακοίνωση αιτιάσεων ουδαμώς συνιστούν παραβίαση του δικαιώματος άμυνας (39).

47 Τέλος, η Ισπανία προβάλλει στα υπομνήματά της παραβιάσεις της αρχής ασφαλείας δικαίου και της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Εντούτοις, εφόσον δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα που να αποδεικνύει τις προβαλλόμενες αυτές παραβιάσεις, δεν θεωρώ ότι είναι απαραίτητο να εξεταστούν περαιτέρω.

Πρόταση

48 Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο:

1) να απορρίψει την προσφυγή·

2) να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

(1) - Απόφαση 92/317/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 25ης Μαρτίου 1992, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε η Ισπανία υπέρ της Hilaturas y Tejidos Andaluces SA, η οποία φέρει σήμερα την επωνυμία Mediterrαneo Tιcnica Textil SA, και του αγοραστή της (ΕΕ L 171, σ. 54).

(2) - Απόφαση 92/318/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 25ης Μαρτίου 1992, σχετικά με τις ενισχύσεις που έχουν χορηγηθεί από την Ισπανική Κυβέρνηση στις Industrias Mediterrαneas de la Piel SA (Imepiel) (ΕΕ L 172, σ. 76), και απόφαση 92/321/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 25ης Μαρτίου 1992, σχετικά με ενίσχυση που χορήγησε η Ισπανία προς την Intelhorce SA (πρώην Industrias Textiles de Guadalhorce SA), που σήμερα φέρει την επωνυμία GTE, General Textil Espaρa SA, κρατική επιχείρηση παραγωγής βαμβακερών υφαντουργικών προϋόντων (ΕΕ L 176, σ. 57).

(3) - Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/92, C-279/92 και C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I-4103).

(4) - Σκέψεις 12 έως 43 και 70 έως 72 της αποφάσεως.

(5) - Όγδοη αιτιολογική σκέψη του μέρους VI της αρχικής αποφάσεως.

(6) - Απόφαση της 21ης Μαρτίου 1991, C-303/88, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. I-1433, σκέψη 34).

(7) - Σημείο 48.

(8) - Σημείο 50 των προτάσεων.

(9) - Δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη.

(10) - [υποσημείωση άνευ αντικειμένου για την ελληνική μετάφραση].

(11) - Ένατη αιτιολογική σκέψη.

(12) - Απόφαση 97/242/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, που τροποποιεί την απόφαση 92/317 (ΕΕ 1997, L 96, σ. 30).

(13) - Άρθρο 1 της τροποποιητικής αποφάσεως.

(14) - Απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1980, 138/79 (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 313).

(15) - Απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1980, 139/79 (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 359).

(16) - Κανονισμός του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1979, περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΟΚ) 1111/77 του Συμβουλίου, της 17ης Μαου 1977, περί θεσπίσεως κοινών διατάξεων για την ισογλυκόζη (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/025, σ. 176).

(17) - Κανονισμός του Συμβουλίου της 10ης Φεβρουαρίου 1981, περί τροποποιήσεως του κανονισμού 1111/77 (ΕΕ L 44, σ. 1).

(18) - Αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 1982, 108/81, Amylum κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1982, σ. 3107)· 110/81, Roquette Frθres κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1982, σ. 3159), και 114/81, Tunnel Refineries κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1982, σ. 3189).

(19) - Σκέψη 10 των αποφάσεων Amylum κατά Συμβουλίου και Roquette Frθres κατά Συμβουλίου, και σκέψη 9 της αποφάσεως Tunnel Refineries κατά Συμβουλίου.

(20) - Βλ., π.χ., την απόφαση της 5ης Μαρτίου 1980, 76/79, Kφnecke κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 349, σκέψεις 13 έως 15), και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Reischl (σ. 356).

(21) - Απόφαση της 26ης Απριλίου 1988, 97/86, 193/86, 99/86 και 215/86 (Συλλογή 1988, σ. 2181, σκέψη 27).

(22) - Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-331/88, Fedesa κ.λπ. (Συλλογή 1990, σ. I-4023), και απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Οκτωβρίου 1991, T-26/89, De Compte κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1991, σ. II-781, σκέψη 70).

(23) - Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1984, 323/82 (Συλλογή 1984, σ. 3809)· βλ. το σημείο 42 των προτάσεών μου επί της πρώτης προσφυγής.

(24) - Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 22.

(25) - Βλ. τις σκέψεις 33 και 34 της αποφάσεως καθώς και τα σημεία 56 και 57 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Mischo.

(26) - Απόφαση της 3ης Ιουλίου 1986, 34/86, Συμβούλιο κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1986, σ. 2155).

(27) - Σκέψη 47 της αποφάσεως.

(28) - Σημείο 18.

(29) - Απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1970, 13/69 (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 239).

(30) - Απόφαση της 5ης Απριλίου 1984, 347/82 (Συλλογή 1984, σ. 1847, σκέψεις 11 έως 13, καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Verloren van Themaat, σ. 1859).

(31) - Απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 1992, T-10/92, T-11/92, T-12/92 και T-15/92 (Συλλογή 1992, σ. II-2667, σκέψη 47).

(32) - Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 22, σκέψη 70.

(33) - Απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1974, 17/74 (Συλλογή τόμος 1974, σ. 441, σκέψη 20, καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Warner, σ. 1090 έως 1092 στην αγγλική γλώσσα).

(34) - Amylum κατά Συμβουλίου και Tunnel Refineries κατά Συμβουλίου, αμφότερες προαναφερθείσες στην υποσημείωση 18.

(35) - Συλλογή 1982, σ. 3151 και 3152.

(36) - Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 1991, C-261/89, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. I-4437, σκέψη 21).

(37) - Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1972, 51/69 (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 185).

(38) - Κανονισμός του Συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25).

(39) - Σκέψη 11 της αποφάσεως.