61996C0287

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 19ης Μαρτίου 1998. - Kyritzer Stärke GmbH κατά Hauptzollamt Potsdam. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesfinanzhof - Γερμανία. - Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Επιστροφές στην παραγωγή - Καθεστώς εγγυήσεων - Προθεσμίες - Πρωτογενής απαίτηση - Τριτογενής απαίτηση. - Υπόθεση C-287/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-04729


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1 Ο επιχειρηματίας ο οποίος χρησιμοποιεί το φυσικό άμυλο για να παραγάγει ορισμένα προϋόντα λαμβάνει, ως εκ τούτου, επιστροφές στην παραγωγή. Η χορήγηση των επιστροφών εξαρτάται από τη μεταποίηση του αμύλου σε «εγκεκριμένα προϋόντα» (1). Ο παρασκευαστής οφείλει, επιπλέον, να συστήσει εγγύηση προς διασφάλιση του αισίου πέρατος της μεταποιήσεως.

2 Στην περίπτωση κατά την οποία το άμυλο πρέπει να μεταποιηθεί σε εστεροποιημένο ή αιθεροποιημένο άμυλο (2), ο επιχειρηματίας υποχρεούται, επιπλέον, να προβεί σε συγκεκριμένη χρησιμοποίηση των μεταποιημένων προϋόντων (στο εξής: κατάλληλη χρησιμοποίηση) είτε εξάγοντάς τα προς τρίτες χώρες είτε χρησιμοποιώντας τα στο εσωτερικό του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας, για την παρασκευή προϋόντων διαφορετικών από τα βασικά προϋόντα ή ορισμένα από τα παράγωγά τους, από τα οποία προέρχονται.

3 Το ειδικό αυτό καθεστώς δικαιολογείται από την ιδιαίτερη φύση του εστεροποιημένου ή αιθεροποιημένου αμύλου, το οποίο μπορεί να μεταποιηθεί εκ νέου σε βασικό προϋόν και να παράσχει έτσι στον παρασκευαστή τη δυνατότητα να σωρεύσει αχρεωστήτως επιστροφές στην παραγωγή. Επομένως, ο κοινοτικός νομοθέτης προέβλεψε ότι το εστεροποιημένο ή αιθεροποιημένο άμυλο, εφόσον παρασκευαστεί, πρέπει να εγκαταλείψει το κοινοτικό έδαφος ή δεν μπορεί πλέον να μεταποιηθεί στο έδαφος αυτό παρά για συγκεκριμένους σκοπούς, άλλως δεν αποδεσμεύεται η εγγύηση.

4 Ζητείται από το Δικαστήριό σας να διευκρινίσει τη φύση της εν λόγω υποχρεώσεως περί κατάλληλης χρησιμοποιήσεως του μεταποιημένου αμύλου. Ειδικότερα, πρόκειται για το αν η υποχρέωση αυτή αποτελεί πρωτογενή απαίτηση, η τήρηση της οποίας πρέπει να αποδειχθεί εντός συγκεκριμένης προθεσμίας επί ποινή καταπτώσεως της εγγυήσεως.

Ι - Η σχετική κοινοτική νομοθεσία

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2220/85

5 Ο κανονισμός 2220/85 της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 1985, για τον καθορισμό των κοινών λεπτομερειών εφαρμογής του καθεστώτος εγγυήσεων για τα γεωργικά προϋόντα (3), ορίζει, βάσει της σημασίας τους, τις διάφορες κατηγορίες απαιτήσεων που μπορεί να επιβάλλει η κοινοτική νομοθεσία στον τομέα της γεωργίας.

6 Έτσι, το άρθρο 20 του κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1. Μία υποχρέωση μπορεί να ενέχει πρωτογενείς, δευτερογενείς ή τριτογενείς απαιτήσεις.

2. Η πρωτογενής απαίτηση είναι η απαίτηση, που αποτελεί βασικό στόχο του κανονισμού που την επιβάλλει, να πραγματοποιηθεί ή να μην πραγματοποιηθεί ενέργεια.

3. Η δευτερογενής απαίτηση είναι η απαίτηση για τήρηση προθεσμίας προς εκτέλεση της πρωτογενούς απαίτησης.

4. Η τριτογενής απαίτηση είναι κάθε άλλη απαίτηση που επιβάλλεται από κανονισμό.

5. Ο παρών τίτλος δεν εφαρμόζεται όταν η ειδική κοινοτική νομοθεσία δεν έχει καθορίσει την ή τις πρωτογενείς απαιτήσεις.»

7 Επίσης, ο κανονισμός του 1985 καθορίζει τις συνέπειες που έχει για την εγγύηση η μη τήρηση μιας πρωτογενούς απαιτήσεως και, εφόσον δεν προβλέπονται στην εφαρμοστέα ρύθμιση, τις προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να προσκομιστεί η απόδειξη περί τηρήσεως των επιβληθεισών απαιτήσεων.

8 Το άρθρο 22, παράγραφοι 1 και 2, ορίζει τα εξής:

«1. Η εγγύηση καταπίπτει στο σύνολό της όσον αφορά την ποσότητα για την οποία δεν έχει τηρηθεί μια από τις πρωτογενείς απαιτήσεις.

2. Η πρωτογενής απαίτηση θεωρείται ότι δεν έχει τηρηθεί εκ των προτέρων, εφόσον δεν έχουν προσκομισθεί οι σχετικές αποδείξεις μέσα στην προθεσμία που έχει καθορισθεί για την προσκόμισή τους, εκτός από περιπτώσεις ανωτέρας βίας».

9 Το άρθρο 28 ορίζει τα εξής:

«1. Όταν δεν έχει ορισθεί συγκεκριμένη προθεσμία για την προσκόμιση των απαραίτητων αποδείξεων για την αποδέσμευση της εγγύησης, η προθεσμία είναι:

α) δώδεκα μήνες από τη λήξη της προθεσμίας που ορίζεται για την τήρηση όλων των πρωτογενών απαιτήσεων, ή

β) σε περιπτώσεις που δεν έχει ορισθεί συγκεκριμένη προθεσμία, δώδεκα μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία έχουν τηρηθεί όλες οι πρωτογενείς απαιτήσεις.

2. Η προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 1 δεν υπερβαίνει τα τρία έτη από την ημερομηνία κατά την οποία έχει συσταθεί εγγύηση για την εν λόγω υποχρέωση εκτός από περιπτώσεις ανωτέρας βίας.»

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2169/86

10 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2169/86 της Επιτροπής, της 10ης Ιουλίου 1986, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής όσον αφορά τον έλεγχο και την καταβολή των επιστροφών στην παραγωγή των σιτηρών και της ορύζης (4), ορίζει ότι: «Στην περίπτωση που ο παρασκευαστής επιθυμεί να ζητήσει επιστροφή στην παραγωγή, υποβάλλει γραπτή αίτηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου πρόκειται να μεταποιηθεί το άμυλο, για ένα πιστοποιητικό επιστροφής».

11 Απαιτείται η προηγούμενη σύσταση εγγυήσεως, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2169/86, όπως συμπληρώθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3642/87 (5), ο οποίος προβλέπει ότι:

«η έκδοση πιστοποιητικού υπόκειται στη σύσταση εγγύησης από τον παρασκευαστή ενώπιον της αρμόδιας αρχής, ίσης προς 25 ECU ανά τόνο βασικού αμύλου, πολλαπλασιαζομένης επί τον συντελεστή ενδεχομένως που αντιστοιχεί στον τύπο αμύλου που χρησιμοποιείται, όπως αναφέρεται στο παράρτημα.

Ωστόσο, όταν το προϋόν που αναφέρεται στο πιστοποιητικό υπάγεται στη διάκριση 39.06 Β Ι του Κοινού Δασμολογίου (ΣΟ 3505 10 50), η εγγύηση πρέπει να ισούται με το 105 % της επιστροφής στην παραγωγή που χορηγείται για την παρασκευή του εν λόγω προϋόντος.»

12 Το άρθρο 7, παράγραφος 2, προβλέπει τα εξής:

«Η κύρια απαίτηση κατά την έννοια του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2220/85, είναι η [μεταποίηση] της ποσότητας αμύλου που αναφέρεται στην αίτηση στα αναφερόμενα εγκεκριμένα προϋόντα, εντός της περιόδου ισχύος του πιστοποιητικού.»

13 Το άρθρο 7, παράγραφος 4, εξαρτά την αποδέσμευση της εγγυήσεως από ειδικές προϋποθέσεις όταν το οικείο προϋόν υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 3505 10 50. Όπως ισχύει δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 165/89 (6), το κείμενο αυτό ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η εγγύηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, αποδεσμεύεται εάν η αρμόδια αρχή λαμβάνει την απόδειξη που πιστοποιεί ότι το προϋόν που υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 3505 10 50:

α) έχει χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή προϋόντων άλλων από εκείνα που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι ή

β) έχει εξαχθεί προς τρίτες χώρες.»

Ο κανονισμός (EOK) 1722/93

14 Όπως εκτίθεται στη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του, στον κανονισμό (EOK) 1722/93 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 1993 (7), «(...) περιλαμβάνονται, προσαρμοσμένες στην τρέχουσα κατάσταση της αγοράς, οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 2169/86 (...)» και, κατά συνέπεια, καταργείται ο τελευταίος αυτός κανονισμός.

15 Ο ως άνω κανονισμός επιβάλλει, τη φορά αυτή, τη σύσταση δύο χωριστών εγγυήσεων.

16 Η πρώτη από τις εγγυήσεις αυτές προβλέπεται στο άρθρο 8, το οποίο ορίζει τα εξής:

«1. Προϋπόθεση για τη χορήγηση πιστοποιητικού αποτελεί η σύσταση, εκ μέρους του παρασκευαστή, ενώπιον της αρμόδιας αρχής, εγγύησης ίσης με 15 ECU ανά τόνο βασικού αμύλου κάθε είδους, πολλαπλασιαζόμενης, κατά περίπτωση, με τον συντελεστή που αντιστοιχεί στον τύπο του αμύλου κάθε είδους που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί, όπως εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ.

2. Η αποδέσμευση της εγγύησης αυτής γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 2220/85. Η πρωτογενής απαίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 20 του εν λόγω κανονισμού, συνίσταται στη μεταποίηση της ποσότητας αμύλου κάθε είδους που αναφέρεται στην αίτηση, σε προσδιορισμένα εγκεκριμένα προϋόντα εντός της περιόδου ισχύος του πιστοποιητικού. Ωστόσο, εάν ο παρασκευαστής έχει μεταποιήσει τουλάχιστον το 90 % της ποσότητας αμύλου κάθε είδους η οποία αναφέρεται στην αίτηση, θεωρείται ότι έχει ικανοποιήσει την εν λόγω πρωτογενή απαίτηση.»

17 Η σύσταση της δεύτερης εγγυήσεως προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, όταν τα οικεία προϋόντα υπάγονται στον κωδικό ΣΟ 3505 10 50.

18 Κατά τη διάταξη αυτή, «όταν το αναφερόμενο στο πιστοποιητικό προϋόν υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 3505 10 50, η κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 συνοδεύεται από τη σύσταση εγγυήσεως, ίσης με την πληρωτέα για την παρασκευή του εν λόγω προϋόντος επιστροφή».

19 Οι προϋποθέσεις αποδεσμεύσεως της εγγυήσεως του άρθρου 9 διατυπώνονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, το οποίο ορίζει τα εξής:

«1. Η εγγύηση που αναφέρεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, αποδεσμεύεται μόνον εάν η αρμόδια αρχή παραλάβει απόδειξη με την οποία βεβαιώνεται ότι το προϋόν που υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 3505 10 50:

α) έχει χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή προϋόντων άλλων από εκείνα τα οποία απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ,

ή

β) έχει εξαχθεί σε τρίτες χώρες. Σε περίπτωση απευθείας εξαγωγής σε τρίτες χώρες, η εγγύηση αποδεσμεύεται μόνον εφόσον η αρμόδια αρχή παραλάβει την απόδειξη ότι το εν λόγω προϋόν εγκατέλειψε το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.»

20 Μεταβατικές διατάξεις προβλέπονται στο άρθρο 14, δεύτερο εδάφιο, το οποίο ορίζει τα εξής:

«Εν όψει της αποδεσμεύσεως της εγγυήσεως βάσει των διατάξεων του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2169/86, οι διατάξεις του άρθρου 10 εφαρμόζονται επίσης στις υποθέσεις που παραμένουν ακόμη κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.»

ΙΙ - Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου

21 Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, η Kyritzer Stδrke GmbH (στο εξής: Kyritzer ή προσφεύγουσα της κύριας δίκης), μεταποιεί φυσικό άμυλο σε εγκεκριμένα προϋόντα και, μεταξύ άλλων, σε εστεροποιημένο άμυλο. Για τον λόγο αυτό λαμβάνει επιστροφές στην παραγωγή.

22 Τον Δεκέμβριο του 1991 και τον Ιανουάριο του 1992, 1 000 και 700 τόνοι αμύλου από γεώμηλα τέθηκαν υπό τον έλεγχο της αρχής. Οι επιστροφές στην παραγωγή για την παρασκευή των προϋόντων που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ 3505 10 50 καθορίστηκαν με πιστοποιητικό επιστροφής της 9ης Δεκεμβρίου 1991, τροποποιηθέν με πιστοποιητικό επιστροφής της 16ης Μαρτίου 1992, και με πιστοποιητικό της 22ας Ιανουαρίου 1992, τροποποιηθέν με πιστοποιητικό της 24ης Μαρτίου 1992.

23 Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2169/86, το Hauptzollamt Potsdam ζήτησε από την Kyritzer εγγυήσεις ανερχόμενες σε 288 555,62 γερμανικά μάρκα (DM) και σε 216 877,42 DM.

24 Με τις από 10 Ιανουαρίου και 21 Φεβρουαρίου 1992 ανακοινώσεις περί ολοκληρώσεως της μεταποιήσεως, η Kyritzer δήλωσε την παρασκευή αιθεροποιημένου ή εστεροποιημένου αμύλου (στο εξής: μεταποιημένα προϋόντα), για ποσότητες που ανέρχονται, αντιστοίχως, σε 950,94 τόνους και 631,58 τόνους.

25 Οι αποδείξεις για την κατάλληλη χρησιμοποίηση του μεταποιημένου αυτού αμύλου προσκομίστηκαν στις 24 Φεβρουαρίου 1995 μόνο για ποσότητες που ανέρχονται, αντιστοίχως, σε 706,870 τόνους και σε 587,061 τόνους. Κατά συνέπεια, το Hauptzollamt, με απόφαση της 9ης Μαου 1995, δήλωσε ότι κατέπεσαν οι εγγυήσεις ύψους 74 060,58 DM, από τις 17 Μαρτίου 1995, και ύψους 33 869,95 DM από τις 25 Μαρτίου 1995, ημερομηνίες εκπνοής της προβλεπόμενης στο άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού του 1985 προθεσμίας.

26 Οι ενστάσεις που υποβλήθηκαν κατά της αποφάσεως του Hauptzollamt απορρίφθηκαν, όπως και η προσφυγή επί της ουσίας που ασκήθηκε ενώπιον του Finanzgericht.

27 Με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε ενώπιον του Bundesfinanzhof η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η απόδειξη για την κατάλληλη χρησιμοποίηση των μεταποιημένων προϋόντων δεν συνιστά πρωτογενή απαίτηση κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού του 1985, οπότε ούτε το άρθρο 22, παράγραφος 1, ούτε οι διατάξεις του άρθρου 22, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 28, παράγραφος 2, του νομοθετήματος αυτού δικαιολογούν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Δεν πρόκειται επίσης ούτε για δευτερογενή απαίτηση, αλλά για τριτογενή. Η απαίτηση αυτή δεν μπορεί εντούτοις να έχει ως συνέπεια την κατάπτωση τμήματος της εγγυήσεως υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 24 του κανονισμού του 1985, στο μέτρο που ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στην κύρωση της μη εκπληρώσεως μιας υποχρεώσεως και όχι των καθυστερήσεων κατά την εκπλήρωσή της.

ΙΙΙ - Τα προδικαστικά ερωτήματα

28 Επειδή έκρινε ότι ορισμένα στοιχεία επιρρωννύουν την άποψη ότι η κατάλληλη χρησιμοποίηση των μεταποιημένων προϋόντων συνιστά πρωτογενή απαίτηση, ενώ άλλα στοιχεία συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου, το Bundesfinanzhof υπέβαλε στο Δικαστήριό σας τα ακόλουθα ερωτήματα:

«1) Συνιστά η προβλεπόμενη στο άρθρο 10, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 14, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1722/93 χρησιμοποίηση για τα μεταποιημένα προϋόντα του κωδικού ΣΟ 3505 10 50 πρωτογενή απαίτηση υπό την έννοια του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2220/85, η τήρηση της οποίας πρέπει να αποδεικνύεται το αργότερο εντός της τασσομένης από το άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού 2220/85 προθεσμίας, με τη συνέπεια ότι, διαφορετικά, η συσταθείσα εγγύηση καταπίπτει, κατ' εφαρμογή του άρθρου 22, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού;

2) Αν η απάντηση στο ερώτημα 1 είναι αρνητική: Μπορεί, άλλως, να συναχθεί από τις κρίσιμες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να αποδειχθεί η σύμφωνη με το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1722/93 χρησιμοποίηση των προϋόντων που προέκυψαν από τη μεταποίηση, με τη συνέπεια ότι η εγγύηση καταπίπτει εν όλω ή εν μέρει (σε ποιο ύψος;), όταν η απόδειξη αυτή προσκομίζεται εκπροθέσμως;»

IV - Επί του πρώτου ερωτήματος

29 Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί την ακριβή φύση της κατάλληλης χρησιμοποιήσεως των μεταποιημένων προϋόντων, από την οποία εξαρτάται η τύχη των συσταθεισών εγγυήσεων.

30 Για να δοθεί απάντηση στο δικαστήριο αυτό, πρέπει να ερμηνευθούν οι κανονισμοί του 1986 και του 1993, στους οποίους στηρίζεται η απαίτηση της κατάλληλης χρησιμοποιήσεως, και ο κανονισμός του 1985, ο οποίος ρυθμίζει το νομικό καθεστώς.

Α - Ο καθορισμός της εφαρμοστέας ρυθμίσεως

31 Αναφέρω, πρώτον, ότι ο κανονισμός του 1985 έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση. Πράγματι, από το άρθρο 1 αυτού προκύπτει ότι «(...) καθορίζει τους κανόνες που διέπουν τις εγγυήσεις που παρέχονται είτε δυνάμει των κανονισμών [που απαριθμεί], είτε δυνάμει κανονισμών εφαρμογής, εκτός αν οι κανονισμοί αυτοί περιλαμβάνουν αντίθετες διατάξεις (...)».

32 Συναφώς, το προπαρατεθέν άρθρο 1 μνημονεύει, συγχρόνως, τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1418/76 (8), τις λεπτομέρειες εφαρμογής του οποίου αποσκοπεί ακριβώς να ρυθμίσει ο κανονισμός του 1993, και τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2727/75 (9), τον οποίο διαδέχθηκε ο προπαρατεθείς κανονισμός 1766/92, ο οποίος συνιστά τον άλλο βασικό κανονισμό σε σχέση με τον κανονισμό του 1993. Κατά συνέπεια, δεν αμφισβητείται ότι το καθεστώς των εγγυήσεων που έχει εφαρμογή είναι το καθεστώς που καθιέρωσε ο κανονισμός του 1985.

33 Άλλωστε, καίτοι η διαφορά της κύριας δίκης γεννήθηκε κατόπιν αιτήσεως επιστροφών στην παραγωγή που υποβλήθηκε το 1991 και θα έπρεπε, κατά συνέπεια, να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού του 1993, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1993 (10), υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 10 του κανονισμού του 1993, σύμφωνα με το άρθρο 14.

34 Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη διάταξη αυτή, για την αποδέσμευση της εγγυήσεως βάσει των διατάξεων του άρθρου 7 του κανονισμού του 1986, οι διατάξεις του άρθρου 10 εφαρμόζονται επίσης στους φακέλους που παραμένουν εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του κανονισμού του 1993.

35 Εκτός από τις προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται η αποδέσμευση της εγγυήσεως που συστάθηκε για να διασφαλίσει την κατάλληλη χρησιμοποίηση των μεταποιημένων προϋόντων, το άρθρο 10 περιέχει τις λεπτομέρειες συστάσεως, προσκομίσεως και ελέγχου της αποδείξεως για τη χρήση αυτή.

36 Φαίνεται εντούτοις ότι η ομοιότητες που υφίστανται μεταξύ των κανονισμών του 1986 και του 1993 δικαιολογούν την από κοινού ερμηνεία τους, προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα του εθνικού δικαστηρίου.

37 Από το γράμμα της δέκατης τρίτης αιτιολογικής σκέψεως του κανονισμού του 1993 προκύπτει πράγματι ότι οι σκοποί και των δύο νομοθετημάτων ταυτίζονται και ότι το περιεχόμενό τους είναι παρεμφερές, εφόσον διακρίνονται μόνο βάσει ορισμένων προσαρμογών που δικαιολογούνται από την τρέχουσα κατάσταση της αγοράς.

Β - Η φύση της κατάλληλης χρησιμοποιήσεως

38 Προκειμένου να καθοριστεί αν η κατάλληλη χρησιμοποίηση πρέπει να χαρακτηριστεί ως πρωτογενής υποχρέωση, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γράμμα των εφαρμοστέων κανονισμών, ο σκοπός που επιδιώκει ο κοινοτικός νομοθέτης και η γενική οικονομία του συστήματος που καθιερώνουν τα νομοθετήματα αυτά, σύμφωνα με την πάγια νομολογία σας (11).

Το περιεχόμενο των κανονισμών

39 Πρέπει, καταρχάς, να τονιστεί ότι η μόνη πρωτογενής απαίτηση που μνημονεύεται ρητώς στους δύο κανονισμούς είναι η μεταποίηση του αμύλου σε εγκεκριμένα προϋόντα (12).

40 Δίδεται, επομένως, έμφαση στη σημασία της μεταποιήσεως των εν λόγω ακατέργαστων προϋόντων σε συγκεκριμένα προϋόντα, από την οποία εξαρτάται η καταβολή των επιστροφών στην παραγωγή (13).

41 Η απαίτηση της κατάλληλης χρησιμοποιήσεως των μεταποιημένων προϋόντων δεν χαρακτηρίζεται ως πρωτογενής απαίτηση.

42 Η καθιέρωση ειδικού καθεστώτος για τα προϋόντα που υπάγονται στη δασμολογική κλάση ΣΟ 3505 10 50 προέκυψε από τις τροποποιήσεις του κανονισμού του 1986, οι οποίες επήλθαν το 1987 και το 1989, με τις οποίες προστέθηκαν το δεύτερο προπαρατεθέν εδάφιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, και η προπαρατεθείσα παράγραφος 4 του άρθρου 7.

43 Επομένως, το αρχικό νομικό πλαίσιο συμπληρώθηκε με τον καθορισμό ποσού της εγγυήσεως ειδικά για την παρασκευή των προϋόντων αυτών και με την υποχρέωση της κατάλληλης χρησιμοποιήσεώς τους, η απόδειξη της οποίας παρέχει τη δυνατότητα αποδεσμεύσεως της εν λόγω εγγυήσεως.

44 Οι τροποποιήσεις αυτές δεν διεύρυναν εντούτοις τον χαρακτηρισμό της πρωτογενούς απαιτήσεως ώστε να περιλάβει και την κατάλληλη χρησιμοποίηση.

45 Ούτε οι τροποποιήσεις που επήλθαν μετά την έκδοση του κανονισμού του 1993, οι οποίες συνίστανται κυρίως στην υποχρέωση συστάσεως δεύτερης εγγυήσεως, κατάλληλης να διασφαλίσει την ενδεδειγμένη χρησιμοποίηση των προϋόντων, τη χαρακτηρίζουν ως πρωτογενή απαίτηση.

46 Επιβάλλεται, επομένως να εξεταστεί αν ο περιορισμένος αυτός χαρακτηρισμός είναι σκόπιμος και πρέπει, κατά συνέπεια, να ερμηνευθεί κατά λέξη ή αν προκύπτει από παράλειψη, πράγμα το οποίο θα δικαιολογούσε λιγότερο στενή ερμηνεία.

47 Το ζήτημα δεν είναι άνευ σημασίας διότι, ανάλογα με την περίπτωση, η εγγύηση που συστήνει ένας επιχειρηματίας, ο οποίος παρέβη την υποχρέωσή του περί κατάλληλης χρησιμοποιήσεως, θα καταπέσει στο σύνολό της ή εν μέρει μόνον, εφόσον ο κανονισμός του 1985 επιβάλλει την κατάπτωση της εγγυήσεως στο σύνολό της μόνο στην περίπτωση της μη τηρήσεως πρωτογενούς απαιτήσεως.

48 Άλλωστε, ένα νομοθέτημα το οποίο υποβάλλει δύο διαφορετικές υποχρεώσεις στο ίδιο καθεστώς - κατάπτωση του συνόλου της εγγυήσεως σε περίπτωση μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του οφειλέτη - ενώ ο χαρακτηρισμός από τον οποίο εξαρτάται η εφαρμογή του καθεστώτος αυτού αφορά μία μόνον από τις υποχρεώσεις αυτές δημιουργεί το πρόβλημα της κατανοήσεώς του από τους επιχειρηματίες στους οποίους πρέπει να εφαρμοστεί.

49 Για να διευκρινιστεί η έννοια των επιδίκων κειμένων πρέπει να εξεταστούν οι σκοποί που επιδιώκονται με τους δύο επιμάχους κανονισμούς.

Οι επιδιωκόμενοι σκοποί

50 Όπως εκτίθεται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού του 1993, η ιδιαίτερη κατάσταση της αγοράς των αμύλων κάθε είδους, και κυρίως η ανάγκη διατηρήσεως ανταγωνιστικών τιμών σε σχέση με τα άμυλα κάθε είδους που παράγονται σε τρίτες χώρες και εισάγονται υπό μορφή προϋόντων για τα οποία το καθεστώς εισαγωγής δεν εξασφαλίζει επαρκή προστασία στα κοινοτικά προϋόντα δικαιολογούν τη χορήγηση επιστροφής στην παραγωγή για να μπορέσουν οι ενδιαφερόμενες βιομηχανίες που χρησιμοποιούν άμυλα κάθε είδους καθώς και ορισμένα παράγωγα προϋόντα να προμηθεύονται αυτά σε τιμή κατώτερη από εκείνη η οποία προκύπτει από την εφαρμογή των κανόνων για την κοινή οργάνωση της αγοράς των εν λόγω προϋόντων.

51 Οι εφαρμοστέοι κανονισμοί αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στη θέσπιση των λεπτομερών μεθόδων ελέγχου και πληρωμής των επιστροφών στην παραγωγή στους τομείς των σιτηρών και του ρυζιού κατά τρόπον ώστε οι κανόνες εφαρμογής να είναι οι ίδιοι σε όλα τα κράτη μέλη (14).

52 Προβλέπεται ότι οι επιστροφές στην παραγωγή πρέπει να καταβάλλονται για τη χρήση αμύλων κάθε είδους και ορισμένων παραγώγων προϋόντων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ορισμένων εμπορευμάτων (15) και ότι η καταβολή τους δεν πρέπει να διενεργείται μέχρις ότου λάβει χώρα η μεταποίηση (16).

53 Ο κοινοτικός νομοθέτης ορίζει, τέλος, ότι πρέπει να καθοριστούν οι βασικοί όροι των υποχρεώσεων οι οποίες βαρύνουν τους παραγωγούς και καλύπτονται από την εγγυοδοσία (17).

54 Ο σκοπός της κοινοτικής νομοθεσίας έγκειται, επομένως, στην προστασία των κοινοτικών προϋόντων που παρασκευάζονται με βάση τα κάθε είδους άμυλα χάρη σ' ένα μηχανισμό επιστροφών στην παραγωγή, ο οποίος προορίζεται να αντισταθμίσει τη διαφορά μεταξύ των κοινοτικών τιμών των εν λόγω πρώτων υλών και των τιμών που ισχύουν στις τρίτες χώρες.

55 Κατά συνέπεια, η μεταποίησή τους σε εγκεκριμένα προϋόντα συνιστά τη βασική πράξη που επιδιώκει ο νομοθέτης, η οποία είναι η μόνη που μπορεί να δικαιολογήσει τη χορήγηση επιστροφών στην παραγωγή από της ολοκληρώσεώς της.

56 Εντούτοις, οι τροποποιήσεις που επήλθαν το 1987 και το 1989 στον κανονισμό του 1986 και περιελήφθησαν, κατ' ουσίαν, στον κανονισμό του 1993 αποσκοπούν στη συναγωγή των συνεπειών της ειδικής φύσεως του εστεροποιημένου ή αιθεροποιημένου αμύλου, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ορισμένες κερδοσκοπικές μεταποιήσεις προκειμένου να αποκτηθεί δικαίωμα επιστροφής στην παραγωγή περισσότερες φορές (18).

57 Ο κοινοτικός νομοθέτης έκρινε ότι ενδείκνυται, προς αποφυγή της κερδοσκοπίας αυτής, να προβλεφθούν μέτρα ώστε να διασφαλίζεται ότι το εστεροποιημένο ή το αιθεροποιημένο άμυλο δεν υφίστανται πλέον νέα μεταποίηση σε πρώτη ύλη, η χρήση της οποίας μπορεί να παράσχει δικαίωμα υποβολής αιτήσεως για επιστροφή (19).

58 Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού του 1985 ορίζει την πρωτογενή απαίτηση ως την απαίτηση που αποτελεί τον βασικό σκοπό του κανονισμού που την επιβάλλει.

59 Δεν αμφισβητείται ότι η καταπολέμηση της απάτης στον τομέα της μεταποιήσεως κάθε είδους αμύλου σε εστεροποιημένο ή αιθεροποιημένο άμυλο αποτελεί, από το 1987, έναν από τους σκοπούς που επιδιώκει ο κοινοτικός νομοθέτης με τους εφαρμοστέους κανονισμούς. Επιπλέον, η κατάλληλη χρησιμοποίηση των μεταποιημένων προϋόντων είναι το μέσο που επελέγη για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

60 Νομίζω, κατά συνέπεια, ότι η εφαρμοστέα νομοθεσία επιδιώκει σκοπό ικανό να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό της κατάλληλης χρησιμοποιήσεως ως πρωτογενούς απαιτήσεως.

Η γενική οικονομία των κανονισμών

61 Έχει σημασία να ενταχθεί η απαίτηση κατάλληλης χρησιμοποιήσεως στην εφαρμοστέα νομοθεσία.

62 Όπως είδαμε, οι κανονισμοί του 1986 και του 1993 καθιερώνουν σύστημα κοινοτικής επιχορηγήσεως υπέρ ορισμένων προϋόντων που έχουν παρασκευαστεί από κάθε είδους άμυλο, προκειμένου να αντισταθμίσουν τις διαφορές της τιμής που υφίστανται μεταξύ της παραγωγής των κρατών μελών και της παραγωγής των τρίτων χωρών.

63 Οι επιστροφές στην παραγωγή αποτελούν τον πυρήνα των διατάξεων που θεσπίστηκαν και συνιστούν αυτό τούτο το αντικείμενο της εφαρμοστέας νομοθεσίας, καθώς και το βασικό εργαλείο της εφαρμογής της. Πράγματι, ακριβώς οι επιστροφές αυτές παρέχουν τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως των οικονομικών πράξεων που πρέπει να προστατευθούν.

64 Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι δυνατό να προκαλέσει κατάπληξη η διαπίστωση ότι η χορήγηση επιστροφών δεν εξαρτάται επίσης από την κατάλληλη χρησιμοποίηση των μεταποιημένων προϋόντων.

65 Υφίσταται εντούτοις μία λογική στην εν λόγω διαφορά των νομικών καθεστώτων. Η μεταποίηση των γεωργικών προϋόντων συνιστά τη βασική πράξη που δικαιολογεί τις επιστροφές στην παραγωγή, των οποίων η λειτουργία έγκειται στην αντιστάθμιση των διαφορών τιμής, ενώ η υποχρέωση της κατάλληλης χρησιμοποιήσεως των προϋόντων, που αφορά ορισμένα από αυτά, αποσκοπεί στην πρόληψη καταχρήσεως του συστήματος καταβολής των επιστροφών. Η διαφορά στη φύση των δύο ειδών πράξεων δικαιολογεί, επομένως, το γεγονός ότι επελέγη μόνο σύστημα εγγυήσεων για τη διασφάλιση του συνήθους προορισμού των προϋόντων, χωρίς η επιλογή αυτή να μειώνει τη σημασία της θέσεως που κατέχει το στάδιο αυτό στο σύνολο των νομικών κανόνων.

66 Επισημαίνω, επίσης, ότι η εγγύηση, ενιαία αρχικώς, διασπάστηκε στη συνέχεια για να διασφαλίσει ειδικώς τη χρησιμοποίηση αυτή, δηλώνοντας έτσι τη μέριμνα του νομοθέτη να προσδίδει την ίδια σημασία τόσο σε θέματα απάτης όσο και στην πραγματοποίηση των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής.

67 Άλλωστε, εάν η κατάλληλη χρησιμοποίηση των μεταποιημένων προϋόντων δεν αποτελούσε πρωτογενή απαίτηση, δεν θα μπορούσε να είναι, κατ' εμέ, παρά τριτογενής απαίτηση. Πράγματι, με τον όρο δευτερογενής απαίτηση, το άρθρο 20, παράγραφος 3, του κανονισμού του 1985 ορίζει την τήρηση προθεσμίας προς εκτέλεση της πρωτογενούς απαιτήσεως, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να συμβαίνει στην περίπτωση της κατάλληλης χρησιμοποιήσεως που προβλέπεται στα άρθρα 7, παράγραφος 4, του κανονισμού του 1986 και 10, παράγραφος 1, του κανονισμού του 1993, τα οποία επιβάλλουν υποχρέωση εκτελέσεως πράξεως χωρίς να μνημονεύουν προθεσμία.

68 Η κύρωση όμως της μη εκπληρώσεως τριτογενούς υποχρεώσεως, η οποία, κατά το άρθρο 24 του κανονισμού του 1985, «(...) οδηγεί σε κατάπτωση του 15 % του σχετικού μέρους του υπό εγγύηση ποσού», δεν συμβιβάζεται ούτε με την πρόβλεψη, στον κανονισμό του 1993, εγγυήσεως αφορώσας αποκλειστικά την κατάλληλη χρησιμοποίηση ούτε με τον σκοπό των εγγυήσεων στον γεωργικό τομέα, όπως χρησιμοποιούνται στο κοινοτικό δίκαιο.

69 Πράγματι, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης προέβλεψε τη σύσταση πρόσθετης εγγυήσεως και καθόρισε το ύψος της θεωρώντας ότι η μη περαίωση της υπό εγγύηση πράξεως θα συνεπαγόταν απλώς την απώλεια ενός περιορισμένου στο σημείο αυτό τμήματος του εν λόγω ποσού.

70 Η ύπαρξη ενός κινδύνου που κατ' ανώτατον όριο ισοδυναμεί προς την απώλεια του 15 % της εγγυήσεως στερεί προφανώς την εφαρμοστέα νομοθεσία από κάθε αποτρεπτικό αποτέλεσμα και από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα, εφόσον ο μετερχόμενος απάτη επιχειρηματίας θα μπορούσε να αναμένει την είσπραξη νέας επιστροφής στην παραγωγή, το ύψος της οποίας θα ισοδυναμούσε με το σύνολο της εγγυήσεως (20).

71 Επιπλέον, από το άρθρο 3 του κανονισμού του 1985 προκύπτει ότι η εγγύηση είναι ένα ποσό το οποίο θα καταβληθεί ή θα καταπέσει αν δεν εκπληρωθεί συγκεκριμένη υποχρέωση, οπότε ουδέποτε μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ολικής καταπτώσεως της εγγυήσεως.

72 Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι η καταπολέμηση της απάτης, προκειμένου περί των προϋόντων που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ 3505 10 50, κατέχει σημαντική θέση στο πλαίσιο του συστήματος που καθιερώνει η κοινοτική νομοθεσία. Ο οικονομικός κίνδυνος που διατρέχει το σύστημα λόγω της παράνομης εισπράξεως περισσοτέρων επιστροφών για το ίδιο προϋόν δικαιολογεί την ένταξη της κατάλληλης χρησιμοποιήσεως στις πρωτογενείς απαιτήσεις, έστω και αν είναι λυπηρό το γεγονός ότι ο νομοθέτης δεν προέβη σε ρητό χαρακτηρισμό υπό την έννοια αυτή, με κίνδυνο να προκαλέσει διαφορετικές ερμηνείες.

73 Υπενθυμίζω, εντούτοις, ότι η αξιολόγηση της κοινοτικής νομοθεσίας στην οποία προβαίνετε από πλευράς της αρχής της ασφαλείας δικαίου λαμβάνει υπόψη την ιδιότητα του επαγγελματία του ενδιαφερομένου προσώπου, το οποίο είναι σε θέση περισσότερο από τον απλό ιδιώτη να αντιληφθεί το ακριβές περιεχόμενο ενός διφορούμενου κειμένου σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία πέραν της διατυπώσεώς του (21).

74 Κατά τα λοιπά, η συζήτηση ως προς τον χαρακτηρισμό της επίδικης απαιτήσεως παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο για τον καθορισμό της εφαρμοστέας κυρώσεως, σε περίπτωση μη τηρήσεώς της. Νομίζω, πράγματι, ότι η τήρηση της τασσομένης προθεσμίας δυνάμει του άρθρου 28 του κανονισμού του 1985 επιβαλλόταν στην Kyritzer, ανεξαρτήτως του είδους της απαιτήσεως στο οποίο ανήκει η κατάλληλη χρησιμοποίηση, καθόσον η διάταξη δεν περιορίζει την προθεσμία αυτή στην απόδειξη των πρωτογενών απαιτήσεων ούτε διακυβεύεται κάτι το ιδιαίτερο που να δικαιολογεί μία τέτοια ερμηνεία (22). Επομένως, η υποχρέωση που βαρύνει την προσφεύγουσα της κύριας δίκης να αποδείξει την κατάλληλη χρησιμοποίηση εντός ορισμένης προθεσμίας ουδόλως είχε διφορούμενο χαρακτήρα και δεν επηρεαζόταν από την αβεβαιότητα που μπορούσε να προκαλέσει η πρώτη ανάγνωση της διατάξεως που θεσπίζει τη χρησιμοποίηση αυτή.

75 Καταλήγω, επομένως, ότι η κατάλληλη χρησιμοποίηση που επιβάλλεται για τα μεταποιημένα προϋόντα που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ 3505 10 50 από το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού του 1993 συνιστά πρωτογενή απαίτηση.

Γ - Η προθεσμία προσκομίσεως των αποδείξεων και η κατάπτωση της εγγυήσεως

76 Από το άρθρο 21 του κανονισμού του 1985 προκύπτει ότι η εγγύηση αποδεσμεύεται αμέσως μόλις παρασχεθεί η απόδειξη ότι έχουν τηρηθεί οι πρωτογενείς, δευτερογενείς και τριτογενείς απαιτήσεις.

77 Το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού του 1986 και το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού του 1993 επιβεβαιώνουν ότι η εκπλήρωση της υποχρεώσεως περί κατάλληλης χρησιμοποιήσεως αποτελεί απαραίτηση προϋπόθεση της αποδεσμεύσεως της εγγυήσεως.

78 Το άρθρο 28 του κανονισμού του 1985 ρυθμίζει την περίπτωση, όπως αυτή της κύριας δίκης, κατά την οποία δεν προβλέπεται καμία προθεσμία για την προσκόμιση των απαραίτητων αποδείξεων για την αποδέσμευση της εγγυήσεως. Η προθεσμία ανέρχεται τότε σε δώδεκα μήνες, με διαφορετικό σημείο αφετηρίας, ανάλογα με το αν έχει οριστεί συγκεκριμένη προθεσμία ή όχι για την τήρηση της πρωτογενούς απαιτήσεως.

79 Όπως η Επιτροπή, φρονώ ότι πρέπει να αναφερθώ στον κανονισμό του 1986 για να ελέγξω την ύπαρξη μιας τέτοιας προθεσμίας, εφόσον η δέσμευση περί μεταποιήσεως και περί κατάλληλης χρησιμοποιήσεως των μεταποιημένων προϋόντων αναλήφθηκε βάσει του νομοθετήματος αυτού. Κυρίως το άρθρο 10 του κανονισμού του 1993 δεν έχει εφαρμογή στις εκκρεμείς υποθέσεις παρά μόνον προκειμένου να αποδεσμευθεί η εγγύηση. Επομένως, αναδρομικής εφαρμογής πρέπει να τύχουν οι συνθήκες που χαρακτηρίζουν την κατάλληλη χρησιμοποίηση και τις λεπτομέρειες ελέγχου της πραγματοποιήσεώς τους, όπως αυτές διατυπώνονται με τον κανονισμό του 1993 και όχι το ζήτημα της προθεσμίας τηρήσεως μιας από τις νόμιμες απαιτήσεις.

80 Εντούτοις, σε αντίθεση προς την Επιτροπή, δεν νομίζω ότι η απαίτηση περί της κατάλληλης χρησιμοποιήσεως πρέπει να υπαχθεί στο ίδιο καθεστώς προθεσμίας με την απαίτηση περί μεταποιήσεως, παρά το γεγονός ότι αμφότερες πρέπει να χαρακτηριστούν ως πρωτογενείς απαιτήσεις.

81 Πράγματι, το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού του 1986 δεν εξαρτά την κατάλληλη χρησιμοποίηση από καμία προϋπόθεση προθεσμίας, ενώ το άρθρο 7, παράγραφος 2, ορίζει ότι η μεταποίηση πρέπει να λάβει χώρα εντός της περιόδου ισχύος του πιστοποιητικού επιστροφής.

82 Το ότι η προθεσμία που ισχύει για τη μεταποίηση του αμύλου επεκτάθηκε στην κατάλληλη χρησιμοποίηση οφείλεται σε διασταλτική ερμηνεία της διατάξεως, η οποία δεν μπορεί να γίνει δεκτή, εν όψει των διαφορών που επηρεάζουν τα δύο στάδια της παρασκευής των βασικών προϋόντων αμύλου κάθε είδους. Η μεταποίηση είναι, πράγματι, το στάδιο της βιομηχανικής διαδικασίας το οποίο θέλησε να υποστηρίξει ο κοινοτικός νομοθέτης, ενώ η κατάλληλη χρησιμοποίηση ανήχθη σε πρωτογενή απαίτηση με μοναδικό σκοπό την καταπολέμηση της απάτης. Ξωρίς την απαίτηση αυτή, η ύπαρξή της θα αποτελούσε απλώς τη συνέπεια βιομηχανικών ή εμπορικών επιλογών και δεν θα είχε φυσικό ή συστηματικό χαρακτήρα.

83 Δεν είναι επομένως δυνατό να υποστηριχθεί, όπως φρονούν η Επιτροπή και το αιτούν δικαστήριο, ότι η κατάλληλη χρησιμοποίηση συνιστά την αναγκαία επέκταση της μεταποιήσεως, οπότε πρέπει να υποβληθεί στο καθεστώς του άρθρου 7, παράγραφος 2.

84 Κατά συνέπεια, οι παρασκευαστές δεν υπόκεινται σε καμία προθεσμία για την κατάλληλη χρησιμοποίηση των μεταποιημένων προϋόντων. Το άρθρο 28, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, του κανονισμού του 1985 έχει, επομένως, εφαρμογή.

85 Η απόδειξη της κατάλληλης χρησιμοποιήσεως πρέπει συνεπώς να προσκομιστεί, όπως τονίζει το Bundesfinanzhof, εντός ανώτατης προθεσμίας δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε.

86 Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 28, παράγραφος 2, του κανονισμού του 1985, η προθεσμία αυτή «(...) δεν υπερβαίνει τα τρία έτη από την ημερομηνία κατά την οποία έχει συσταθεί εγγύηση για την εν λόγω υποχρέωση, εκτός από τις περιπτώσεις ανωτέρας βίας».

87 Εάν γίνει δεκτό, όπως προτείνουν η Kyritzer και η Επιτροπή, ότι η μία από τις εγγυήσεις συστάθηκε τον Δεκέμβριο του 1991 και η έτερη τον Ιανουάριο του 1992, η κατάλληλη χρησιμοποίηση έπρεπε να αποδειχθεί, το αργότερο, τον Δεκέμβριο του 1994 και τον Ιανουάριο του 1995. Δεν αμφισβητείται ότι η κατάλληλη αυτή χρησιμοποίηση πραγματοποιήθηκε μεταξύ Απριλίου και Σεπτεμβρίου του 1995, οπότε σημειώθηκε υπέρβαση της προθεσμίας του άρθρου 28, παράγραφος 2, του κανονισμού του 1985.

88 Κατά συνέπεια, η εγγύηση πρέπει να θεωρηθεί ότι κατέπεσε στο σύνολό της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού του 1985.

89 Το επιχείρημα της Kyritzer ότι, αν η κοινοτική νομοθεσία ερμηνευόταν ως προβλέπουσα την κατάπτωση της εγγυήσεως σε περίπτωση υπερβάσεως της προθεσμίας προσκομίσεως της αποδείξεως, ο παρασκευαστής προϋόντος υπαγομένου στον κωδικό ΣΟ 3505 10 50 θα καθίστατο θύμα αδικαιολόγητης δυσμενούς διακρίσεως σε σχέση με τους άλλους παρασκευαστές εγκεκριμένων προϋόντων δεν μου φαίνεται βάσιμο.

90 Όπως επισήμανε η ίδια η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, η αρχή της διαφοροποιημένης μεταχειρίσεως μεταξύ παραγωγού εστεροποιημένου ή αιθεροποιημένου αμύλου και παραγωγού άλλου εγκεκριμένου προϋόντος δικαιολογείται από τον κίνδυνο απάτης που εγκυμονεί η δραστηριότητα του πρώτου. Επειδή οι καταστάσεις αυτές διαφέρουν, η μη αντιμετώπισή τους κατά τον ίδιο τρόπο και η εφαρμογή ειδικού καθεστώτος στη διαδικασία παραγωγής της εν λόγω κατηγορίας αμύλου συνάδουν προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων (23).

91 Προκειμένου περί της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας που προβάλλει η Kyritzer, η οποία απορρέει από την προτεινόμενη ερμηνεία, πρέπει να ελεγχθεί, σύμφωνα με πάγια νομολογία σας, αν τα χρησιμοποιούμενα μέσα είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου και αν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξή τους (24).

92 Η απώλεια της εγγυήσεως στο σύνολό της στην περίπτωση κατά την οποία δεν προσκομίστηκε εντός ορισμένης προθεσμίας η απόδειξη περί της κατάλληλης χρησιμοποιήσεως είναι, αναμφιβόλως, ικανή να επιτύχει τον σκοπό καταπολεμήσεως της απάτης που επιδιώκει ο νομοθέτης.

93 Όσον αφορά την αναγκαιότητα των χρησιμοποιουμένων μέσων, δεν είμαι πεπεισμένος ότι αρκεί, όπως υποστηρίζει η Kyritzer, προκειμένου να παρακινηθεί ο παρασκευαστής να τηρήσει την απαίτηση περί κατάλληλης χρησιμοποιήσεως, η παράταση της εγγυήσεως, καθόν χρόνο η απόδειξη περί της κατάλληλης χρησιμοποιήσεως δεν έχει προσκομιστεί.

94 Ένα καθεστώς που εξαρτά την αποδέσμευση της εγγυήσεως από την απόδειξη περί της κατάλληλης χρησιμοποιήσεως, χωρίς συγκεκριμένη προθεσμία, θα προκαλούσε σοβαρά προβλήματα, διότι θα δημιουργούσε κατάσταση αβεβαιότητας όσον αφορά το ακριβές καθεστώς της εγγυήσεως. Πράγματι, εάν, για διαφόρους λόγους, δεν έχει πραγματοποιηθεί η κατάλληλη χρησιμοποίηση, η αδυναμία να κηρυχθεί η κατάπτωση της εγγυήσεως, λόγω της ευχέρειας, έστω θεωρητικής, να προσκομιστεί απόδειξη περί της τηρήσεως της απαιτήσεως χωρίς προϋπόθεση προθεσμίας, θα πάγωνε οριστικά την εγγύηση σε βάρος τόσο του επιχειρηματία, ως de facto μεν οφειλέτη, όχι όμως και κατά νόμον, όσο και της αρμόδιας αρχής, η οποία δεν θα είχε εξουσία διαθέσεως της εγγυήσεως.

95 Επιπλέον, η κατάσταση αυτή θα ήταν αντίθετη προς την ίδια τη λειτουργία της εγγυήσεως, η οποία ορίζεται στο άρθρο 3, στοιχείο αα, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού του 1985 ως «(...) η εξασφάλιση ότι θα καταβληθεί ή θα καταπέσει ποσό χρημάτων στην αρμόδια αρχή αν δεν τηρηθεί συγκεκριμένη υποχρέωση» (25). Δεν συνάδει, επομένως, προς τη φύση της το να εξαρτάται η εγγύηση από την απόδειξη της εκπληρώσεως μιας υποχρεώσεως που κατέστη αδύνατη. Πρέπει να αποδεσμεύεται ή να καταπίπτει, ανάλογα με το αν ο επιχειρηματίας εκπλήρωσε ή όχι την υποχρέωσή του. Ο μοναδικός όμως τρόπος για να καταστεί γνωστό αν ο επιχειρηματίας εκπλήρωσε την υποχρέωσή του, όταν δεν έχει προσκομίσει ο ίδιος τη σχετική απόδειξη, έγκειται στο να οριστεί μια προθεσμία πέραν της οποίας η σιωπή του ισοδυναμεί με μη εκπλήρωση. Αυτή είναι η επιλογή στην οποία προέβη ο κοινοτικός νομοθέτης.

96 Η κατάλληλη χρησιμοποίηση των μεταποιημένων προϋόντων πρέπει, επομένως, να αποδειχθεί εντός της προθεσμίας του άρθρου 28, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, του κανονισμού του 1985 ή εντός της προθεσμίας του άρθρου 28, παράγραφος 2, εφόσον η πρώτη από τις προθεσμίες υπερβαίνει τη δεύτερη. Η μη τήρηση της ισχύουσας προθεσμίας συνεπάγεται την κατάπτωση της εγγυήσεως.

97 Επειδή στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα δόθηκε καταφατική απάντηση, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο.

Πρόταση

98 Εν όψει των σκέψεων αυτών, προτείνω να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Bundesfinanzhof:

«Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1722/93 της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής των κανονισμών (ΕΟΚ) 1766/92 και (ΕΟΚ) 1418/76 του Συμβουλίου όσον αφορά τις επιστροφές στην παραγωγή στους τομείς των σιτηρών και του ρυζιού, αντιστοίχως, έχει την έννοια ότι η επιβαλλόμενη από τη διάταξη αυτή χρησιμοποίηση ενός προϋόντος υπαγομένου στον κωδικό ΣΟ 3505 10 50 ή η εξαγωγή του προϋόντος αυτού προς τρίτες χώρες συνιστά πρωτογενή απαίτηση, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2220/85 της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 1985, για τον καθορισμό των κοινών λεπτομερειών εφαρμογής του καθεστώτος εγγυήσεως για τα γεωργικά προϋόντα, η τήρηση της οποίας πρέπει να αποδεικνύεται εντός των προθεσμιών που θέτει το άρθρο 28 του εν λόγω κανονισμού, επί ποινή καταπτώσεως της εγγυήσεως στο σύνολό της, κατ' εφαρμογή του άρθρου 22, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού.»

(1) - Τα «εγκεκριμένα προϋόντα» είναι προϋόντα που απαριθμούνται σε διάφορους πίνακες, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι προσαρτημένοι στους κανονισμούς περί επιστροφών στην παραγωγή στον τομέα των σιτηρών και της ορύζης. Η ονομασία «εγκεκριμένα προϋόντα» υποδηλώνει, μεταξύ άλλων, διάφορα είδη χαρτιού (δημοσιογραφικό χαρτί, χαρτί kraft, χαρτί καρμπόν, κ.λπ.) ή υφάσματος. Στα προϋόντα αυτά περιλαμβάνονται επίσης τα εστεροποιημένα ή αιθεροποιημένα άμυλα, που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως.

(2) - Προϋόν κατονομαζόμενο με τον κωδικό ΣΟ 3505 10 50.

(3) - Άλλως ονομαζόμενος «κανονισμός του 1985». ΕΕ L 205, σ. 5.

(4) - Άλλως ονομαζόμενος ο «κανονισμός του 1986». ΕΕ L 189, σ. 12.

(5) - Κανονισμός της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 1987, για την τροποποίηση του κανονισμού 2169/86 (ΕΕ L 342, σ. 10).

(6) - Κανονισμός της Επιτροπής, της 24ης Ιανουαρίου 1989, για την τροποποίηση του κανονισμού 2169/86 (ΕΕ L 20, σ. 14).

(7) - Κανονισμός περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής των κανονισμών (ΕΟΚ) 1766/92 και (ΕΟΚ) 1418/76 του Συμβουλίου όσον αφορά τις σχετικές με τα καθεστώτα επιστροφές στην παραγωγή στους τομείς των σιτηρών και του ρυζιού, αντιστοίχως (ΕΕ L 159, σ. 112). Άλλως ονομαζόμενος «κανονισμός του 1993».

(8) - Κανονισμός του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1976, περί κοινής οργανώσεως αγοράς της ορύζης (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/015, σ. 127).

(9) - Κανονισμός του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως των αγορών στον τομέα των σιτηρών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 158). Ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε με το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1766/92 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1992, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών (ΕΕ L 181, σ. 21), ο οποίος διευκρινίζει επιπλέον ότι: «(...) οι παραπομπές στον κανονισμό που καταργείται με βάση την παράγραφο 1 θα πρέπει να νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό (...)».

(10) - Άρθρο 14, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού του 1993.

(11) - Βλ., για παράδειγμα, τις αποφάσεις της 5ης Μαου 1988, 91/87, Gutshof-Ei (Συλλογή 1988, σ. 2541, σκέψεις 9 επ.)· της 7ης Νοεμβρίου 1991, C-22/90, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. Ι-5285, σκέψεις 14 επ.), και της 29ης Ιανουαρίου 1998, C-315/96, Lopex Export (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 18).

(12) - Άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού του 1986 και άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού του 1993.

(13) - Τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού του 1986.

(14) - Πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού του 1986 και δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού του 1993.

(15) - Τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού του 1986 και έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού του 1993.

(16) - Πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού του 1986 και δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού του 1993.

(17) - Έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού του 1986 και δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού του 1993.

(18) - Πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3642/87, για την τροποποίηση του κανονισμού του 1986, και ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού του 1993.

(19) - Όπ.π.

(20) - Επί των ποσών των επιστροφών στην παραγωγή και των εγγυήσεων, αντιστοίχως, βλ. τα σημεία 11 και 18 των προτάσεων αυτών.

(21) - Βλ. υπό την έννοια αυτή, την απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, C-354/95, National Farmers' Union κ.λπ. (Συλλογή 1997, σ. Ι-4559, σκέψη 58).

(22) - Από την τήρηση της προθεσμίας του άρθρου 28 εξαρτάται η αποδέσμευση της εγγυήσεως. Κατά το άρθρο 21 όμως, η εγγύηση αποδεσμεύεται εφόσον παρασχεθεί η απόδειξη ότι τηρήθηκαν όλες οι απαιτήσεις.

(23) - Βλ., για παράδειγμα, την προπαρατεθείσα απόφαση National Farmers' Union κ.λπ., σκέψη 61.

(24) - Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 13ης Μαου 1997, C-233/94, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Συλλογή 1997, σ. Ι-2405, σκέψη 54), και της 29ης Ιανουαρίου 1998, C-161/96, Sόdzucker (Συλλογή 1998, σ. Ι-281, σκέψη 31).

(25) - Η υπογράμμιση δική μου.