61996C0215

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 15ης Ιανουαρίου 1998. - Carlo Bagnasco κ.λπ. κατά Banca Popolare di Novara soc. coop. arl. (BNP) (C-215/96) και Cassa di Risparmio di Genova e Imperia SpA (Carige) (C-216/96). - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale civile e penale di Genova - Ιταλία. - Ανταγωνισμός - Άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης ΕΚ - Ενοποιημένοι τραπεζικοί όροι για το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό και για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-215/96 και C-216/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-00135


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


1 Η παρούσα υπόθεση άπτεται δύο εκκρεμών ενώπιον του Tribunale di Genova διαφορών, στα πλαίσια των οποίων ανέκυψε το ζήτημα του συμβιβαστού προς τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης ΕΚ ορισμένων γενικών όρων, αποκαλουμένων ενοποιημένων τραπεζικών όρων (στο εξής: ΕΤΟ), που επιβάλλει στα μέλη της η Associazione Bancaria Italiana (ένωση ιταλικών τραπεζών, στο εξής: ΕΙΤ) οσάκις συνάπτουν με την πελατεία τους συμβάσεις για το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό και για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως (fideiusione omnibus), με τις οποίες σκοπείται η παροχή εγγυήσεως για το άνοιγμα πίστεως.

Οι διαφορές των κυρίων δικών

2 Οι ανακόπτοντες των κυρίων δικών, ήτοι ο Carlo Bagnasco ως πρωτοφειλέτης και οι εγγυητές του ως αλληλέγγυοι οφειλέτες, άσκησαν ενώπιον του Tribunale di Genova ανακοπή κατά δύο προσωρινώς εκτελεστών διαταγών πληρωμής που είχε εκδώσει εις βάρος τους ο πρόεδρος του εν λόγω δικαστηρίου στις 18 Ιουνίου 1992.

3 Στο πλαίσιο της διαφοράς που οδήγησε στην υπόθεση C-215/96, ο πρόεδρος του αιτούντος δικαστηρίου διέτασσε τον C. Bagnasco και τους εγγυητές του να καταβάλουν στη Banca Popolare di Novara (στο εξής: BPN) το ποσό των 222 440 332 ιταλικών λιρών (LIT), ήτοι αναλυτικώς:

- ποσό ύψους 170 440 332 LIT ως χρεωστικό υπόλοιπο του αλληλοχρέου λογαριασμού υπ' αριθ. 1360/320/30 ανοιγέντος επ' ονόματι του C. Bagnasco, δυνάμει συμβάσεως συναφθείσας στις 8 Οκτωβρίου 1991, εντόκως από 1ης Απριλίου 1992 με επιτόκιο 17 %,

- ποσό ύψους 9 400 000 LIT ως χρεωστικό υπόλοιπο του αλληλοχρέου λογαριασμού υπ' αριθ. 14336/33Ε/30 ανοιγέντος επ' ονόματι του C. Bagnasco, δυνάμει συμβάσεως συναφθείσας στις 27 Δεκεμβρίου 1991, εντόκως από 1ης Απριλίου 1992 με επιτόκιο 17,5 %,

- ποσό ύψους 21 600 000 LIT αντιστοιχούν σε τέσσερις προεξοφληθείσες από την τράπεζα συναλλαγματικές εις διαταγήν που είχε εκδώσει η προσωπική εταιρία Fidaurum του C. Bagnasco, με την τριτεγγύηση των λοιπών ανακοπτόντων, η οποία παρεσχέθη στις 22 Ιανουαρίου 1992 για ποσό 5 400 000 LIT ενός εκάστου κεχωρισμένως, εντόκως από 22 Μαου 1992 με επιτόκιο 10 %, και

- ποσό ύψους 21 000 000 LIT εκ τίτλων πληρωτέων από τη Sbardella, προεξοφληθέντων και πιστωθέντων στον αλληλόχρεο λογαριασμό «υπό την επιφύλαξη της εξοφλήσεως από τον κύριο οφειλέτη», καθώς και εκ συστάσεως ενεχύρου επί τίτλων, πληρωτέων πάντοτε από τη Sbardella, προεξοφληθέντων από τον C. Bagnasco, εντόκως από την ημερομηνία εκδόσεως της διαταγής πληρωμής με επιτόκιο 15 %.

4 Όσον αφορά τη διαφορά που οδήγησε στην υπόθεση C-216/96, ο πρόεδρος του αιτούντος δικαστηρίου διέτασσε τον C. Bagnasco και τους εγγυητές του να καταβάλουν στην Cassa di Risparmio di Genova e Imperia (Carige) Spa (στο εξής: Carige) το ποσό των 124 119 497 LIT, ήτοι αναλυτικώς:

- ποσό ύψους 48 798 664 LIT ως χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού υπ' αριθ. 14445/20/106 ανοιγέντος επ' ονόματι του C. Bagnasco, δυνάμει συμβάσεως συναφθείσας στις 28 Αυγούστου 1989, εντόκως από 11ης Ιουνίου 1992 με επιτόκιο 17,5 %,

- ποσό ύψους 75 320 833 LIT, εντόκως από 11ης Ιουνίου 1992 με επιτόκιο 15 %, αντιστοιχούν σε «τραπεζική χρηματοδότηση» ύψους 95 000 000 LIT, στα πλαίσια της οποίας ο C. Bagnasco είχε εκδώσει δεκαεννέα συναλλαγματικές εις διαταγήν.

5 Οι διαταγές πληρωμής στρέφονταν επίσης κατά των εγγυητών του C. Bagnasco υπό την ιδιότητά τους ως αλληλεγγύων οφειλετών, λόγω της οπισθογραφήσεως εκ μέρους τους των ανεξοφλήτων συναλλαγματικών εις διαταγήν και δυνάμει της γενικής ρήτρας εγγυήσεως που είχαν αποδεχθεί στις 7 Φεβρουαρίου 1990 μέχρις ύψους 300 000 000 LIT (υπόθεση C-215/96) και στις 28 Νοεμβρίου 1989 μέχρις ύψους 195 000 000 LIT (υπόθεση C-216/96).

6 Ο C. Bagnasco και οι εγγυητές του άσκησαν ανακοπή κατά των διαταγών πληρωμής και κάλεσαν το αιτούν δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι οι εφαρμοζόμενοι από τις ιταλικές τράπεζες ΕΤΟ επί των συμβάσεων για το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό και για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως είναι ασυμβίβαστοι με τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης.

7 Το Tribunale di Genova έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να υποβάλει στο Δικαστήριο ερώτημα ως προς το άμεσο αποτέλεσμα των άρθρων 85 και 86, ούτε ως προς το αν οι ΕΤΟ συνιστούν απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85. Πράγματι, είναι προφανές ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις η απάντηση είναι καταφατική. Όμως, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί επιφυλάξεις ως προς το συμβιβαστό με τα άρθρα 85 και 86 ορισμένων ρητρών των ΕΤΟ που εφαρμόζονται επί των συμβάσεων για το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό και για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως.

8 Όσον αφορά τις συμβάσεις για το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό, το Tribunale di Genova εκτιμά ότι εκείνο που έχει αποκλειστικά σημασία είναι ο μηχανισμός καθορισμού του επιτοκίου το οποίο αντανακλά την τιμή της παρεχόμενης υπηρεσίας. Ο C. Bagnasco εκτιμά ότι η αξία της πίστεως (ήτοι η πρόσβαση στα ταμιακά διαθέσιμα της τράπεζας) εκφεύγει οποιουδήποτε βαθμού εύλογης και δυναμένης να αποτιμηθεί προβλεπτικότητας εκ μέρους του ιδίου του πελάτη.

Το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι το άρθρο 2 των συμβάσεων που είχε συνάψει ο C. Bagnasco με την BPN προβλέπει ετήσιο επιτόκιο 17 % και 17,5 % αντιστοίχως, προσαυξημένο με προμήθεια 1/8 % επί του ανωτάτου χρεωστικού υπολοίπου για κάθε διαρρεύσαν ημερολογιακό τρίμηνο ή κλάσμα τριμήνου. Εξάλλου, η συναφθείσα με την Carige σύμβαση προβλέπει ετήσιο επιτόκιο 14 %, προσαυξημένο με προμήθεια 1/8 % επί του ανωτάτου χρεωστικού υπολοίπου για κάθε διαρρεύσαν ημερολογιακό τρίμηνο. Οι συμβάσεις με αμφότερες τις τράπεζες προέβλεπαν ότι τα επιτόκια μπορούσαν να αυξηθούν ή να μειωθούν με γνώμονα τις σημειούμενες διακυμάνσεις στην αγορά χρήματος. Το άρθρο 12 της συμβάσεως με τη BPN ορίζει επιπλέον ότι «εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των τραπεζών να τροποποιήσουν οποτεδήποτε το επιτόκιο (...) μέσω γνωστοποιήσεως που αφισοκολλάται στα καταστήματά τους ή καθ' οποιονδήποτε άλλον τρόπο που κρίνουν προσφορότερο».

Κατά το ιταλικό δικαστήριο, μεταξύ των προαναφερθέντων στοιχείων, μόνον ο αρχικός καθορισμός του επιτοκίου δανεισμού και της οφειλομένης επί του ανωτάτου χρεωστικού υπολοίπου προμηθείας είναι προϋόν ευθείας διαπραγματεύσεως μεταξύ των συμβαλλομένων. Το αναγνωριζόμενο με τους ΕΤΟ δικαίωμα της τράπεζας να αυξάνει τους τόκους (σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή μέσω γνωστοποιήσεως η οποία αφισοκολλάται στα γραφεία της «ή κατά τρόπο που αυτή κρίνει προσφορότερο») μειώνει τη σημασία του στοιχείου αυτού της συμβάσεως «λόγω διακυμάνσεων στην αγορά χρήματος», ήτοι σε σχέση με μεταβλητούς δείκτες που δεν μπορούν να προβλεφθούν ή εν πάση περιπτώσει μπορούν να προβλεφθούν με δυσκολία από τον μέσο πελάτη της τράπεζας. Το άρθρο 1284 του ιταλικού αστικού κώδικα (στο εξής: ΑΚ) ορίζει σε 10 % ετησίως το νόμιμο επιτόκιο, ενώ οι τόκοι που υπερβαίνουν το ποσοστό αυτό «πρέπει να συμφωνούνται γραπτώς», άλλως οφείλονται μόνον οι νόμιμοι τόκοι. Έτσι, λοιπόν, μόνον ο έγγραφος τύπος εγγυάται, έστω και αν όχι κατ' ανάγκη με την ευθεία αναγωγή σε συγκεκριμένο αριθμό ως συμφωνημένο τόκο, αλλά μέσω ενός αυτομάτου υπολογισμού με βάση αντικειμενικά και προσβάσιμα στοιχεία, τον προσδιορισμό και το ύψος του επιτοκίου. Πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση επαφίενται στην αόριστη αναφορά των «επελθουσών διακυμάνσεων στην αγορά χρήματος» και σε μηχανισμό που εξαρτά από τη βούληση της τράπεζας την επιλογή του χρόνου των διακυμάνσεων και των λεπτομερειών γνωστοποιήσεώς τους στον πελάτη.

9 Ως προς τις συμβάσεις για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως που οφείλουν να υπογράφουν οι πελάτες αν επιθυμούν το άνοιγμα πίστεως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι συναφείς ρήτρες των ΕΤΟ και των συμβάσεων που αποτελούν αντικείμενο των υπό κρίση υποθέσεων αφορούν:

- την αναζήτηση της εγγυήσεως «με το ίδιο επιτόκιο που προβλέπεται για την εγγυώμενη πράξη, εν πάση δε περιπτώσει όχι κατώτερο του ισχύοντος τραπεζικού επιτοκίου», «για την εκπλήρωση οποιασδήποτε υποχρεώσεως έναντι της τράπεζας, λόγω τραπεζικών πράξεων οποιασδήποτε φύσεως, η διενέργεια των οποίων εκ μέρους του προαναφερθέντος προσώπου (ή του αντικαταστάτη του) είχε ήδη επιτραπεί ή επετράπη στη συνέχεια», όπως αυτές απαριθμούνται σε κατάλογο που παρατίθεται στη συνέχεια· η ρήτρα εγγυήσεως διασφαλίζει επίσης «οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση που υπέχει ο κύριος οφειλέτης έναντι της τράπεζας ανά πάσα στιγμή σε σχέση με εγγυήσεις που έχει ήδη παράσχει ή επρόκειτο να παράσχει ο ίδιος οφειλέτης στην τράπεζα για λογαριασμό τρίτων» (οπότε ο μηχανισμός της ρήτρας «εγγύηση επί εγγυήσεως» μπορεί να επεκταθεί υποκειμενικώς, ώστε να καθίσταται στην πράξη απεριόριστος και ανεξέλεγκτος),

- την υποχρέωση του εγγυητή να τηρείται ενήμερος της περιουσιακής καταστάσεως του οφειλέτη, ειδικότερα δε να ενημερώνεται από τον ίδιο για την πορεία των σχέσεών του με την τράπεζα, η οποία απαλλάσσεται από την υποχρέωση να απαιτεί από τον εγγυητή την προβλεπόμενη στο άρθρο 1956 του ΑΚ ειδική έγκριση (1),

- την παραίτηση του εγγυητή από το δικαίωμά του να υποχρεώσει την τράπεζα να ενεργήσει εντός των προβλεπομένων στο άρθρο 1957 του ΑΚ προθεσμιών (2), υπό την έννοια ότι εξακολουθεί να ευθύνεται, κατά παρέκκλιση των εν λόγω διατάξεων «ακόμη και αν η τράπεζα δεν κίνησε τη διαδικασία ικανοποιήσεως της απαιτήσεώς της σε βάρος του οφειλέτη και των ενδεχομένων συνοφειλετών και δεν συνέχισε αμελλητί τη διαδικασία», εξακολουθώντας, με τον τρόπο αυτό, να ευθύνεται αλληλεγγύως «μέχρι πλήρους ικανοποιήσεως της οφειλής, χωρίς προθεσμίες ή προϋποθέσεις»,

- την υποχρέωση που ανέλαβε ο εγγυητής να «καταβάλει πάραυτα στην τράπεζα, κατόπιν απλής έγγραφης αιτήσεως, ακόμη και σε περίπτωση ασκήσεως ανακοπής εκ μέρους του οφειλέτη, ποσά οφειλόμενα υπό μορφή κεφαλαίων, τόκων, εξόδων, επιβαρύνσεων, τελών και άλλων παρεπομένων δαπανών»,

- τη δήλωση ότι «για τον καθορισμό της οφειλής εξ εγγυήσεως εις βάρος του εγγυητή, των κληρονόμων, διαδόχων και των ελκόντων εξ αυτού δικαιώματα, αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία τα λογιστικά έγγραφα της τράπεζας, η οποία, εξάλλου, δεν οφείλει να κοινοποιήσει, με δική της πρωτοβουλία, στον εγγυητή οποιοδήποτε έγγραφο σχετικό με την κατάσταση των λογαριασμών και των εν γένει σχέσεών της με τον οφειλέτη»,

- την παρέκκλιση από το άρθρο 1939 του ΑΚ (3), με συνέπεια «η υποχρέωση να διατηρεί όλες τις έννομες συνέπειές της, έστω και αν η κυρία οφειλή είναι, για οποιοδήποτε λόγο, άκυρη, υπό την έννοια ότι ο εγγυητής υπέχει, σε περίπτωση ακυρώσεως της κυρίας οφειλής, την υποχρέωση που θα τον βάρυνε αν ήταν ο ίδιος πρωτοφειλέτης».

10 Προκειμένου να επιλύσει τις διαφορές μεταξύ των C. Bagnasco και των εγγυητών του, αφενός, και των BPN και Carige, αφετέρου, το Tribunale di Genova έκρινε σκόπιμο να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

Ερωτάται

«1) αν οι ενοποιημένοι τραπεζικοί όροι (ΕΤΟ) που επέβαλε η ΕΙΤ στα μέλη της σχετικά με τη σύναψη των συμβάσεων, αντικείμενο των οποίων είναι το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό, συμβιβάζονται, ως θεσπισθέντες και εφαρμοζόμενοι ομοιομόρφως και υποχρεωτικώς από τις τράπεζες που είναι μέλη της ΕΙΤ και κατά το μέτρο που εξαρτούν το άνοιγμα πίστεως από σύστημα προσδιορισμού των επιτοκίων, το οποίο δεν έχει οριστεί προηγουμένως, ούτε δύναται να προσδιοριστεί από τον πελάτη, με τη διάταξη του άρθρου 85 της Συνθήκης, ως εκ του ότι είναι σε θέση να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και έχουν ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς·

2) ποια αποτελέσματα μπορεί να συνεπάγεται η ενδεχόμενη αναγνώριση του υπό το πρώτο ερώτημα ασυμβιβάστου επί των αντιστοίχων ρητρών των συμβάσεων με αντικείμενο το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό, συμβάσεων που συνάπτουν παρεπομένως οι τράπεζες, μέλη της ΕΙΤ, με ιδιώτες, δεδομένου ότι το σύνολο των τραπεζών, μελών της ΕΙΤ, μπορούν να θεωρηθούν, κατά την έννοια και για τους σκοπούς του άρθρου 86 της Συνθήκης, ως κατέχουσες συλλογική δεσπόζουσα θέση επί της εθνικής αγοράς πίστεως, εντός της οποίας η εφαρμογή στην πράξη των εν λόγω κανόνων (σχετικά με τον καθορισμό του επιτοκίου δανεισμού σε περίπτωση υπερβάσεως του πιστωτικού ορίου) εμφαίνεται ως καταχρηστική·

3) αν οι ΕΤΟ που επέβαλε η ΕΙΤ στα μέλη της αναφορικά με τη σύμβαση η οποία περιλαμβάνει τη "γενική ρήτρα εγγυήσεως", προς παροχή εγγυήσεως για το άνοιγμα πίστεως - κατά το μέτρο που θεσπίζονται και ισχύουν ομοιομόρφως και υποχρεωτικώς εκ μέρους των τραπεζών, μελών της ΕΙΤ - συμβιβάζονται, σε σχέση με τις επί μέρους ρήτρες οι οποίες προαναφέρθηκαν στο σκεπτικό της παρούσας διατάξεως και στο σύνολό τους, προς τη διάταξη του άρθρου 85 της Συνθήκης, ως εκ του ότι είναι σε θέση να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και έχουν ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς·

4) ποια αποτελέσματα μπορεί να συνεπάγεται η ενδεχόμενη αναγνώριση του υπό του τρίτου ερωτήματος ασυμβιβάστου επί των αντιστοίχων ρητρών των συμβάσεων που περιλαμβάνουν τη "γενική ρήτρα εγγυήσεως" και επί των ιδίων συμβάσεων που συνάπτουν παρεπομένως οι τράπεζες κεχωρισμένως, δεδομένου ότι το σύνολο των τραπεζών, μελών της ΕΙΤ, μπορούν να θεωρηθούν, κατά την έννοια και για τους σκοπούς του άρθρου 86 της Συνθήκης, ως κατέχουσες συλλογική δεσπόζουσα θέση επί της εθνικής αγοράς πίστεως, επί της οποίας η εφαρμογή στην πράξη της εν λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως εμφαίνεται ως καταχρηστική.»

11 Πριν έλθω στην προτεινόμενη απάντηση επί των εν λόγω ερωτημάτων, θεωρώ αναγκαίο να αναφερθώ στα νομικά ζητήματα που θέτουν οι ETO της ΕΙΤ στην ιταλική έννομη τάξη και να αναλύσω την εκ μέρους των κοινοτικών θεσμικών οργάνων εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα.

Οι ΕΤΟ υπό το φως του ιταλικού εσωτερικού δικαίου

12 Μετά τα πραγματικά περιστατικά που έδωσαν λαβή για τις δύο ενώπιον του Tribunale di Genova εκκρεμείς διαφορές, επήλθαν στην Ιταλία νομοθετικές τροποποιήσεις και διοικητικές αναπροσαρμογές με αντίκτυπο στους εφαρμοζόμενους από τις τράπεζες γενικούς όρους επί των συμβάσεων για το άνοιγμα πίστεως και για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως.

13 Ο νόμος 154/92 (4), περί της τραπεζικής διαφανείας, τροποποίησε το καθεστώς της γενικής ρήτρας εγγυήσεως, επιβάλλοντας στις τράπεζες την υποχρέωση να καθορίζουν εκ των προτέρων το ανώτατο εγγυημένο ποσό.

14 Με το από 22 Φεβρουαρίου 1993 έγγραφό της, η ΕΙΤ γνωστοποίησε στην Επιτροπή τους ΕΤΟ προκειμένου να επιτύχει αρνητική πιστοποίηση ή ατομική παρέκκλιση, δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3. Το ίδιο έγγραφο κοινοποιήθηκε και στην Banca d'Italia ως αρμόδια εθνική αρχή για την εφαρμογή της κανονιστικής ρυθμίσεως σε θέματα προστασίας του ανταγωνισμού και της αγοράς πίστεως στον τραπεζικό τομέα, σύμφωνα με τον νόμο 287/90 (5).

15 Με έγγραφο της 7ης Ιουλίου 1993, η Επιτροπή ενημέρωσε την Banca d'Italia σχετικά με την απόφασή της να εξετάσει αποκλειστικά τρεις από τις είκοσι έξι γνωστοποιηθείσες από την ΕΙΤ συμφωνίες, και συγκεκριμένα τις συμφωνίες σχετικά με τους προβλεπόμενους σε περίπτωση αλληλοχρέων λογαριασμών σε συνάλλαγμα όρους, καθώς και τους όρους που αφορούν τις υπηρεσίες εισπράξεως και αποδοχής τίτλων, εγγράφων ή πιστωτικών τίτλων πληρωτέων στην Ιταλία και στο εξωτερικό, τέλος δε τους όρους σχετικά με τη χρηματοδότηση σε συνάλλαγμα. Ως προς τις είκοσι τρεις υπόλοιπες συμφωνίες που της είχαν κοινοποιηθεί, μεταξύ των οποίων καταλέγονται οι αφορώσες το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό και τη γενική ρήτρα εγγυήσεως, η Επιτροπή, χωρίς να λάβει θέση επί των ενδεχομένων περιοριστικών αποτελεσμάτων επί του ανταγωνισμού, θεώρησε ότι δεν έθιγαν αισθητά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και ότι, συνακόλουθα, δεν συνέτρεχε λόγος εφαρμογής στην περίπτωσή τους του άρθρου 85 της Συνθήκης. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι οι ανωτέρω τραπεζικές υπηρεσίες περιορίζονταν στο εθνικό έδαφος και αφορούσαν οικονομικές δραστηριότητες οι οποίες, ως εκ της φύσεώς τους ή λόγω συμβατικών διατάξεων, ασκούνται κατ' ουσίαν στο ιταλικό έδαφος ή έχουν εξαιρετικά περιορισμένη επίδραση στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, ενώ η συμμετοχή των θυγατρικών ή παραρτημάτων μη ιταλικών χρηματοδοτικών ιδρυμάτων στην ανωτέρω μορφή παροχής υπηρεσίας ήταν επιπλέον περιορισμένη.

16 Η Banca d'Italia κίνησε στις 23 Νοεμβρίου 1993 διαδικασία προκειμένου να ελεγχθεί κατά πόσον οι είκοσι τρείς συμφωνίες που δεν είχε εξετάσει η Επιτροπή συμβιβάζονταν με τον νόμο 287/90. Με το πέρας της ανωτέρω διαδικασίας, εξέδωσε την απόφαση 12, της 3ης Δεκεμβρίου 1994 (6), σύμφωνα με την οποία ορισμένοι ΕΤΟ, ιδίως εξ αυτών που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας δίκης, έθιγαν τον ανταγωνισμό και ήσαν ασυμβίβαστοι με το άρθρο 2 του νόμου 287/90, το οποίο απαγορεύει, με διατύπωση παρεμφερή προς εκείνη του άρθρου 85 της Συνθήκης, τις περιοριστικές του ανταγωνισμού συμφωνίες. Με την ανωτέρω απόφαση, η Banca d'Italia κάλεσε την ΕΙΤ να τροποποιήσει τους ΕΤΟ σε διάφορα σημεία και να κοινοποιήσει τις ανωτέρω τροποποιήσεις στα μέλη της, διευκρινίζοντας περαιτέρω ότι πρόκειται για όρους που έχουν αμιγώς χαρακτήρα προσανατολισμού. Συμμορφούμενη προς την απόφαση της Banca d'Italia, η ΕΙΤ τροποποίησε τους ΕΤΟ, πλην όμως οι ανωτέρω τροποποιήσεις στερούνται αναδρομικού αποτελέσματος και δεν ασκούν ως εκ τούτου επιρροή επί των εκκρεμών ενώπιον του Tribunale di Genova διαφορών.

Η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα

17 Αρχικά, επλανώντο αμφιβολίες ως προς την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα, δεδομένου ότι οι τραπεζικές δραστηριότητες αφορούσαν την οικονομική και νομισματική πολιτική των κρατών μελών. Το γεγονός αυτό επέτρεπε την επίκληση του άρθρου 90, παράγραφος 2, και του άρθρου 104 της Συνθήκης προκειμένου να αποφευχθεί η υπαγωγή των τραπεζικών δραστηριοτήτων στα άρθρα 85 και 86.

18 Με την απόφαση Zόchner που εξέδωσε το 1981 (7), το Δικαστήριο διέλυσε πλήρως κάθε αμφιβολία επί του ζητήματος, αναγνωρίζοντας ότι ο τραπεζικός τομέας διέπεται από τους κανόνες περί ανταγωνισμού, πλην των τραπεζικών δραστηριοτήτων που ασκούνται δυνάμει πράξεως της δημόσιας αρχής, επί των οποίων εφαρμόζεται το άρθρο 90, παράγραφος 2.

19 Από τη στιγμή αυτή η Επιτροπή εγκατέλειψε τις αρχικές αμφιβολίες της και άρχισε να εξετάζει τις διατραπεζικές συμφωνίες που της κοινοποιούνταν (8). Η πρώτη απόφαση της Επιτροπής επί του τραπεζικού τομέα χρονολογείται από το 1984 (9). Ακολούθως, εξέδωσε περιορισμένο αριθμό αποφάσεων, με τις οποίες υπογράμμισε ότι οι τράπεζες και τα λοιπά πιστωτικά ιδρύματα είναι επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 85, εφόσον πρόκειται για οντότητες που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες. Πάντως, η στάση της Επιτροπής έναντι των διατραπεζικών συμφωνιών υπήρξε αρκούντως «ανεκτική», δεδομένου ότι επέβαλε πρόστιμο σε τραπεζική επιχείρηση σε μία μόνο περίπτωση. Πρόκειται για την απόφαση Ευρωεπιταγή: συμφωνία του Ελσίνκι (10), αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου, το οποίο, με την απόφαση CB και Europay κατά Επιτροπής (11), ακύρωσε μερικώς την ανωτέρω απόφαση και μείωσε το πρόστιμο.

20 Για να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα στα πλαίσια των υπό κρίση υποθέσεων προδικαστικά ερωτήματα έχει σημασία να ληφθούν υπόψη ορισμένοι από τους κανόνες τους οποίους επικαλέστηκε η Επιτροπή με τις ανωτέρω αποφάσεις όταν κλήθηκε να αναλύσει το συμβιβαστό των διατραπεζικών συμφωνιών με το άρθρο 85 (12). Προς τον σκοπό αυτό, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των συμφωνιών σχετικά με τις υπηρεσίες μεταξύ των τραπεζών, τις συμφωνίες σχετικά με τις υπηρεσίες των τραπεζών προς τους πελάτες τους, τις συμφωνίες περί του προσδιορισμού των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων και, τέλος, των λοιπών μορφών διατραπεζικών συμφωνιών.

21 Η Επιτροπή έκρινε ότι αντίκεινται στο άρθρο 85, παράγραφος 1, οι πολυμερείς διατραπεζικές συμφωνίες μεταξύ τραπεζών του ιδίου του κράτους, καθώς και οι αποφάσεις εθνικών ενώσεων τραπεζών σχετικά με την καταβολή ενιαίων προμηθειών για την παροχή ορισμένων υπηρεσιών μεταξύ τραπεζών. Πάντως, τους χορήγησε ατομικές εξαιρέσεις δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3. Η ίδια λύση χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα σε διμερή συμφωνία γενικής συνεργασίας μεταξύ δύο τραπεζών ανηκουσών σε δύο διαφορετικά κράτη μέλη (13). Πρόκειται για συμφωνίες που αφορούν την τιμή των παρεχομένων μεταξύ τραπεζών υπηρεσιών και που έχουν ως αποτέλεσμα την κατάργηση του ανταγωνισμού ως εκ του ότι έχουν επιτευχθεί πολυμερώς, καθώς και για τις συμφωνίες στις οποίες η Επιτροπή χορηγεί εξαίρεση επειδή διευκολύνουν την εξομάλυνση και την ανάπτυξη των τραπεζικών δραστηριοτήτων και αποτρέπουν πληθώρα διμερών τραπεζικών διαπραγματεύσεων που θα καθιστούσαν βραδύτερη την παρεχόμενη υπηρεσία ενώ θα αύξαναν το κόστος της (14). Μεταξύ των διατραπεζικών συμφωνιών του τύπου αυτού στις οποίες η Επιτροπή χορήγησε εξαίρεση καταλέγονται οι ακόλουθες:

- Η συμφωνία του συστήματος Ευρωεπιταγή, σύμφωνα με την οποία η εισπραττόμενη προμήθεια για κάθε ευρωεπιταγή εκδιδόμενη στην αλλοδαπή σε τοπικό νόμισμα δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1,25 % του συνολικού ποσού της επιταγής· η προμήθεια βαρύνει την τράπεζα εκδόσεως και την τράπεζα εισπράξεως της επιταγής και δεν μπορεί να μετακυλίεται στον πελάτη (απόφαση Ενιαίες ευρωεπιταγές).

- Η συμφωνία με την οποία οι βελγικές τράπεζες καθόρισαν το ανώτατο ύψος της προμηθείας που μπορεί να εισπράττεται μεταξύ τραπεζών για κάθε συναλλαγή διεθνούς πληρωμής σε συνάλλαγμα προερχόμενη από την αλλοδαπή (απόφαση Βελγική ένωση τραπεζών) (15).

- Οι συμφωνίες περί των καταβλητέων προμηθειών από την είσπραξη ή/και αποδοχή χρεωγράφων και εγγράφων τραπεζικών εργασιών, τραπεζικών επιταγών και άλλων πιστωτικών τίτλων πληρωτέων στην Ιταλία (απόφαση ΑΒΙ) (16).

22 Η Επιτροπή τήρησε περισσότερο αυστηρή στάση, ειδικότερα μετά την απόφαση Zόchner, έναντι των διατραπεζικών συμφωνιών καθορισμού των προμηθειών που μπορούν να ζητούνται από τους πελάτες για συγκεκριμένες τραπεζικές υπηρεσίες. Η Επιτροπή θεώρησε ότι οι εν λόγω συμφωνίες εμποδίζουν τις τράπεζες να καθορίζουν με απόλυτη ελευθερία την τιμή των παρεχομένων στην πελατεία τους υπηρεσιών και συνιστούν τόσο σοβαρή παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, ώστε να μην μπορούν να τύχουν εξαιρέσεων. Με την απόφαση Eurochθque: συμφωνία του Ελσίνκι, η Επιτροπή τάχθηκε κατά της συμφωνίας με την οποία οι γαλλικές τράπεζες, μέλη του ομίλου των τραπεζικών καρτών «CB», αποφάσισαν να επιβαρύνουν τους κατόχους της κάρτας εμπόρους με προμήθεια οσάκις εξαργύρωναν ευρωεπιταγές ξένης τράπεζας, προμήθεια η οποία ερχόταν να προστεθεί σε εκείνη που εισέπρατταν οι γαλλικές τράπεζες από τις αλλοδαπές μέσω του συστήματος της ευρωεπιταγής (17).

23 Όσον αφορά τις διατραπεζικές συμφωνίες σχετικά με τον προσδιορισμό των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων, η Επιτροπή δεν συνήγαγε τα επιβαλλόμενα από την απόφαση Zόchner συμπεράσματα και δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αυτού ούτε με την απόφαση ΑΒΙ ούτε με την απόφαση Βελγική ένωση τραπεζών. Πάντως, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε με την απόφαση Van Eycke (18) ότι οι κοινοτικοί κανόνες περί ανταγωνισμού τυγχάνουν εφαρμογής επί των εν λόγω διατραπεζικών συμφωνιών σχετικά με τα επιτόκια χορηγήσεων και καταθέσεων. Όπως προκύπτει από την ανωτέρω απόφαση, εθνική κανονιστική ρύθμιση, δυνάμει της οποίας το πλεονέκτημα της φορολογικής απαλλαγής επιφυλάσσεται, στα πλαίσια της επιβολής φόρου εισοδήματος, μόνο για εκείνες τις καταθέσεις ταμιευτηρίου για τις οποίες ισχύουν τα καθορισθέντα διά της κανονιστικής οδού επιτόκια και ανώτατα όρια πριμοδοτήσεων, αντίκειται στο άρθρο 3, στοιχείο σττ, καθώς και στα άρθρα 5 και 85 της Συνθήκης οσάκις η κανονιστική αυτή ρύθμιση επισφραγίζει προϋφιστάμενη διατραπεζική συμφωνία. Στηριζόμενη στην εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή προχώρησε στην εξέταση των συμφωνιών σχετικά με τον καθορισμό των επιτοκίων που της είχαν κοινοποιηθεί, περάτωσε, όμως, την έρευνά της χωρίς να εκδώσει οποιαδήποτε καταδικαστική απόφαση.

24 Τέλος, η Επιτροπή θεώρησε ότι ορισμένες διατραπεζικές συμφωνίες που της είχαν κοινοποιηθεί δεν παραβίαζαν το άρθρο 85, παράγραφος 1, εφόσον δεν περιόριζαν αισθητά τον ανταγωνισμό (19) ή επειδή δεν επηρέαζαν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

25 Όσον αφορά την προϋπόθεση να μη θίγεται το ενδοκοινοτικό εμπόριο, τα προβληθέντα από την Επιτροπή επιχειρήματα ως προς το αν συντρέχει παρόμοια περίπτωση δεν νομίζω ότι είναι υπερβολικά συνεκτικά (20).

Αφενός, το γεγονός ότι το πεδίο εφαρμογής των συμφωνιών περιορίζεται στο έδαφος ενός και μόνον κράτους μέλους δεν εμπόδιζε την Επιτροπή να διαπιστώσει ότι οι εν λόγω συμφωνίες έθιγαν το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τη συμμετοχή παραρτημάτων και θυγατρικών τραπεζών άλλων κρατών μελών, καθώς και αλλοδαπών θυγατρικών εθνικών τραπεζών στις τραπεζικές ενώσεις που είχαν καταρτίσει τις συμφωνίες (21), εκτιμώντας ότι, «δεδομένου ότι οι εθνικές συμφωνίες επί των τιμών επεκτείνονται στο σύνολο του εδάφους ενός κράτους μέλους, μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα να ενισχύσουν τη στεγανοποίησε εθνικού χαρακτήρα, εμποδίζοντας έτσι την οικονομική αλληλοδιείσδυση που επιδιώκει η Συνθήκη» (22).

Αφετέρου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη φύση της αποτελούσας αντικείμενο της συμφωνίας τραπεζικής υπηρεσίας προκειμένου να προσδιορίσει αν η παροχή της υπηρεσίας αυτής ήταν γενεσιουργός ή όχι «διασυνοριακών» τραπεζικών συναλλαγών. Η Επιτροπή θεώρησε ότι αν επρόκειτο περί αυτού (διεθνείς πληρωμές, εξαργύρωση ή αποδοχή αλλοδαπών πιστωτικών τίτλων, πράξεις σε συνάλλαγμα και λοιπά), θιγόταν το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Οσάκις η τραπεζική υπηρεσία είχε «εσωτερικό» χαρακτήρα λόγω των συμβατικών διατάξεων ή για τεχνικούς λόγους, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν θιγόταν αισθητά το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Με την απόφαση ΑΒΙ, θεώρησε ως «εσωτερικού» χαρακτήρα τις τραπεζικές υπηρεσίες της διατραπεζικής συμφωνίας Bancomat σχετικά με τις αυτόματες μηχανές διανομής, την υπηρεσία εκμισθώσεως θυρίδων (23), την υπηρεσία φυλάξεως αξιών και την υπηρεσία πληρωμής των τιμολογίων ύδατος, αερίου και τηλεφώνου.

26 Νομίζω ότι τα κριτήρια που εφάρμοσε η Επιτροπή με τις αποφάσεις της σχετικά με τις διατραπεζικές συμφωνίες προκειμένου να προσδιορίσει αν οι συμφωνίες αυτές έθιγαν το ενδοκοινοτικό εμπόριο πρέπει να αναθεωρηθούν σε βάθος ώστε να ενισχυθεί η εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 στον τραπεζικό τομέα. Πράγματι, η διάκριση μεταξύ των τραπεζικών υπηρεσιών διασυνοριακού χαρακτήρα και των αμιγώς εσωτερικών ή εθνικών τραπεζικών υπηρεσιών δεν μπορεί να εξακολουθεί να υφίσταται σήμερα για σειρά λόγων στους οποίους προτίθεμαι να αναφερθώ.

Πρώτον, η τεχνολογική ανάπτυξη αποτελεί επαναστατική τομή για τις τραπεζικές δραστηριότητες και επιτρέπει την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών εντός άλλων κρατών μελών πλην του κράτους καταγωγής της τράπεζας. Όπως αναγνώρισε η ίδια η Επιτροπή, οι εφαρμοζόμενες στις τραπεζικές δραστηριότητες νέες τεχνολογίες (ηλεκτρονικές συσκευές, τηλέφωνο και ηλεκτρονικός υπολογιστής, ό,τι συνηθίζεται να αποκαλείται «home banking») θα διευκολύνουν περαιτέρω την παροχή των τραπεζικών υπηρεσιών εκτός της εθνικής αγοράς (24).

Δεύτερον, η ελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίου εντός της Κοινότητας και σε ολόκληρο τον κόσμο διευκολύνουν τη διεθνοποίηση όλων των τραπεζικών δραστηριοτήτων. Η παγκοσμιοποίηση της διεθνούς οικονομίας θα δώσει περαιτέρω ώθηση στο φαινόμενο αυτό.

Τέλος, η οδηγία 89/646/ΕΟΚ (25), η οποία επρόκειτο να μεταφερθεί στην εσωτερική τάξη των κρατών μελών την 1η Ιανουαρίου 1993, κατέστησε ευκολότερη την πρόσβαση των ευρωπαϋκών τραπεζών στις τραπεζικές αγορές των κρατών μελών, πλην του κράτους καταγωγής, χάρη στην εισαγωγή της ενιαίας τραπεζικής εγκρίσεως (26). Η δεύτερη αυτή οδηγία τραπεζικής εναρμονίσεως περιλαμβάνει τα τρία θεμέλια επί των οποίων οικοδομείται η τραπεζική ενιαία αγορά της Κοινότητας. Τα εν λόγω τρία θεμέλια είναι η ελάχιστη εναρμόνιση των όρων ασκήσεως της τραπεζικής δραστηριότητας, η αμοιβαία αναγνώριση των εγκρίσεων ασκήσεως της τραπεζικής δραστηριότητας που παρέχουν τα κράτη μέλη στα πιστωτικά ιδρύματα και, τέλος, ο έλεγχος αυτών αποκλειστικά από το κράτος μέλος καταγωγής (home country control). Η σταθεροποίηση της ενιαίας αυτής τραπεζικής αγοράς θα διευκολυνθεί από τη θέσπιση του ενιαίου νομίσματος, οπότε αρχίζει η τρίτη φάση της οικονομικής και νομισματικής ενώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 109 Ι, παράγραφος 4, της Συνθήκης. Η ενθάρρυνση του ελεύθερου ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών των κρατών μελών αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την εύρυθμη λειτουργία της ενιαίας τραπεζικής αγοράς. Ο ελεύθερος ανταγωνισμός πρέπει να επεκτείνεται σε όλες τις υπηρεσίες που παρέχουν οι τράπεζες, ενώ είναι προφανώς ανεπίτρεπτο να θεωρείται ότι ορισμένες από τις εν λόγω υπηρεσίες πρέπει να εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο εμπορίας στο πλαίσιο των περιορισμένων στο έδαφος καθενός από τα κράτη μέλη εθνικών αγορών.

27 Ο γενικός αυτός προβληματισμός θα αποτελέσει και τον οδηγό μου για τις απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα των υπό κρίση υποθέσεων που προτείνω ευθύς αμέσως.

Τα προδικαστικά ερωτήματα

28 Με τα τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε, το Tribunale di Genova ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του συμβιβαστού με το άρθρο 85 (πρώτο και τρίτο ερώτημα) και με το άρθρο 86 (δεύτερο και τέταρτο ερώτημα) ορισμένων ρητρών των ΕΤΟ της ΕΙΤ που εφαρμόζονται επί των συμβάσεων για το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό και για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως, ρητρών τις οποίες καλούνται να προσυπογράψουν οι πελάτες που επιθυμούν να τους δοθεί πίστη. Το εθνικό δικαστήριο ζητεί περαιτέρω από το Δικαστήριο να προσδιορίσει τις συνέπειες από την αναγνώριση του ασυμβιβάστου των εν λόγω ΕΤΟ επί των ατομικών συμβάσεων που συνήψαν οι τράπεζες με τους πελάτες τους (δεύτερο και τέταρτο προδικαστικό ερώτημα).

Επί της εφαρμογής του άρθρου 85

29 Το άρθρο 85, παράγραφος 1, έχει εφαρμογή όταν αποδεικνύεται η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων, αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένης πρακτικής που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

30 Στις υπό κρίση υποθέσεις το Tribunale di Genova εκτιμά ότι οι γενικοί όροι που εφαρμόζονται επί των συμβάσεων για το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό και για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως, δυνάμει των ΕΤΟ της ΕΙΤ, αποτελούν αναμφισβήτητα απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του συγκεκριμένου σημείου. Συμμερίζομαι την εκτίμηση του ιταλικού δικαστηρίου, εκτίμηση που ενισχύει η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ύπαρξη αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων (27), εφαρμογή της οποίας αποτελεί η απόφαση ABI καθώς και η απόφαση 12/94 της Banca d'Italia.

31 Οι επιφυλάξεις που διατυπώνει το Tribunale di Genova με το πρώτο και τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν τη συνδρομή, στα πλαίσια των υπό κρίση υποθέσεων, των δύο άλλων αναγκαίων προϋποθέσεων για την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, ήτοι του περιορισμού του ανταγωνισμού και της επιδράσεως επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου.

Ο περιορισμός του ανταγωνισμού

32 Για να αντίκειται στο άρθρο 85, παράγραφος 1, μια απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων είναι αναγκαίο να έχει «ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (...)». Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, συντρέχει περιορισμός του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, όταν οι επιχειρηματίες παύουν να καθορίζουν αυτοτελώς την εμπορική στρατηγική τους. Πάντως, η απαιτούμενη αυτή αυτοτέλεια δεν τους εμποδίζει να προσαρμόζονται ευφυώς στη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, η οποία, αντίθετα, είναι ασυμβίβαστη με οποιαδήποτε μορφή άμεσης ή έμμεσης επαφής μεταξύ των επιχειρηματιών, έχουσα ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την αλλαγή των συνήθων όρων ανταγωνισμού της σχετικής αγοράς, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των προϋόντων ή των παρεχομένων υπηρεσιών, της σημασίας και του αριθμού των επιχειρήσεων και του όγκου της αγοράς (28).

33 Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (29), πρέπει καταρχάς να εξακριβώνεται αν το αντικείμενο της αποφάσεως περί ενώσεως επιχειρήσεων συνιστά αφ' εαυτού περιορισμό του ανταγωνισμού. Αν συμβαίνει αυτό, τότε πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 85, παράγραφος 1, και δεν απαιτείται η ανάλυση των αποτελεσμάτων της αποφάσεως. Αντίθετα, αν δεν έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, επιβάλλεται η ανάλυση των αποτελεσμάτων της προκειμένου να προσδιοριστεί αν περιορίζεται ή όχι ο ανταγωνισμός (30).

Τα αποτελέσματα μιας αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων πρέπει να κρίνονται με γνώμονα τον ανταγωνισμό που θα υπήρχε στη σχετική αγορά αν δεν υφίστατο η εν λόγω απόφαση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο έκρινε ότι, για την εξέταση των περιοριστικών αυτών του ανταγωνισμού πρακτικών, η Επιτροπή «(...) οφείλει να προβεί σε εκτίμηση στο σύνολό τους (...)», εξέταση που απαιτεί αφ' εαυτής να λαμβάνονται υπόψη τόσο τα πραγματικά όσο και τα δυνητικά αποτελέσματα που έχουν ή ενδέχεται να έχουν επί του ανταγωνισμού οι ανωτέρω αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων (31), καθώς και το οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου θα ασκούνταν ο ανταγωνισμός εν απουσία παρομοίων αποφάσεων (32). Επιπλέον, η απόφαση απαιτείται να έχει αισθητό αποτέλεσμα επί του ανταγωνισμού (33).

34 Στις υπό εξέταση υποθέσεις, οι αμφισβητούμενες ρήτρες των ΕΤΟ της ΕΙΤ σχετικά με τις συμβάσεις για το άνοιγμα αλληλόχρεου λογαριασμού και για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως που τις συνοδεύει δεν έχουν μεν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, αλλά, αντίθετα, κατά την άποψή μου, συνεπάγονται σαφές περιοριστικό αποτέλεσμα επί του ανταγωνισμού.

35 Οι ρήτρες των ΕΤΟ που τυγχάνουν εφαρμογής επί του καθορισμού του επιτοκίου για το άνοιγμα πίστεως περιορίζουν την αυτοτέλεια των τραπεζών, μελών της ΕΙΤ, και την ελευθερία τους να χαράσσουν την εμπορική στρατηγική τους στον τομέα αυτής της μορφής παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Πράγματι, οι ΕΤΟ τις υποχρεώνουν να περιλαμβάνουν στις συμβάσεις για το άνοιγμα πίστεως ρήτρες που τους παρέχουν την εξουσία να αυξάνουν το επιτόκιο με γνώμονα τις διακυμάνσεις της νομισματικής αγοράς, χωρίς να φέρουν την υποχρέωση να προειδοποιούν τους πελάτες, των οποίων η συναίνεση δεν είναι απαραίτητη, εφόσον αρκεί η αφισοκόλληση της γνωστοποιήσεως στα καταστήματα της τράπεζας, με τον πλέον πρόσφορο, κατά την άποψη της τράπεζας, τρόπο. Μολονότι δεν καθορίζεται ευθέως το επιτόκιο που εισπράττει η τράπεζα για την παρεχόμενη υπηρεσία, επιτόκιο που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεων με τον πελάτη, οι εν λόγω ρήτρες των ΕΤΟ εμποδίζουν την τράπεζα να προτείνει ευνοϋκότερους όρους στην πελατεία της για τις υπηρεσίες ανοίγματος πίστεως, όπως για παράδειγμα σταθερά ή μεταβαλλόμενα επιτόκια, με την υποχρέωση της εκ των προτέρων γνωστοποιήσεως των τροποποιήσεων στον πελάτη.

36 Οι ρήτρες των ΕΤΟ της ΕΙΤ που εφαρμόζονται επί των συμβάσεων γενικής ρήτρας εγγυήσεως συνεπάγονται επίσης περιοριστικό αποτέλεσμα του ανταγωνισμού όταν πρόκειται για την παρεχόμενη χρηματοοικονομική υπηρεσία που συνίσταται στο άνοιγμα πίστεως. Οι ανωτέρω ρήτρες αποκλίνουν από τη ρύθμιση του ιταλικού ΑΚ και εισάγουν πολύ ευνοϋκές και προστατευτικές προϋποθέσεις για τις τράπεζες, όσον αφορά τη σύναψη των συμβάσεων για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως (34). Οι εν λόγω ΕΤΟ δεν παρέχουν στις τράπεζες τη δυνατότητα να προσφέρουν στους πελάτες τους που ζητούν το άνοιγμα πίστεως ευνοϋκότερους όρους για την παρεπόμενη σύμβαση σχετικά με τη γενική ρήτρα εγγυήσεως. Ο πελάτης ανευρίσκει ευκολότερα εγγυητές όσο λιγότερο περιοριστικές είναι οι προϋποθέσεις της γενικής ρήτρας εγγυήσεως που συνιστούν έτσι στοιχείο αποφασιστικής σημασίας για τη σύναψη συμβάσεως σχετικά με το άνοιγμα τραπεζικής πίστεως.

37 Οι γενικοί όροι που περιέχουν οι ΕΤΟ επηρεάζουν, συνεπώς, τις δυνατότητες των τραπεζών, μελών της ΕΙΤ, να αποφασίσουν επί των προϋποθέσεων που επιθυμούν να επιφυλάξουν στους πελάτες τους με γνώμονα το εσωτερικό επίπεδο αποδοτικότητάς τους, την εξειδίκευσή τους και την εμπορική πολιτική τους. Δεδομένου ότι οι ιταλικές τράπεζες είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος τους μέλη της ΕΙΤ, οι δυνατότητες επιλογής εκ μέρους των πελατών μειώνονται σημαντικά οσάκις οι τελευταίοι καλούνται να συνάψουν σύμβαση για το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό και για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως, εφόσον οι ΕΤΟ περιορίζουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των τραπεζών και οι πελάτες δεν μπορούν να ελπίζουν στην άντληση πλεονεκτημάτων απευθυνόμενοι στη μία ή στην άλλη τράπεζα προκειμένου να επιτύχουν την παροχή υπηρεσίας συνισταμένης στο άνοιγμα πίστεως. Οι ΕΤΟ που αφορούν τον καθορισμό του επιτοκίου αποτελούν συνιστώσα της τελικής τιμής που καλείται να καταβάλει στην τράπεζα ο πελάτης για τη συνισταμένη στο άνοιγμα πίστεως υπηρεσία, οπότε αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο του ανταγωνισμού που θίγει ευθέως τις σχέσεις μεταξύ των τραπεζικών ιδρυμάτων και της πελατείας τους. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τους όρους της συμβάσεως για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως που επηρεάζουν τη σχέση μεταξύ της τράπεζας και του πελάτη της, μολονότι δεν συνδέονται ευθέως με την τιμή της συνισταμένης στο άνοιγμα πίστεως υπηρεσίας.

38 Κατά τα λοιπά, οι ΕΤΟ σχετικά με το άνοιγμα πίστεως και τη γενική ρήτρα εγγυήσεως συνεπάγονται αισθητό περιορισμό του ανταγωνισμού, εφόσον τα περιθώρια ελιγμών των τραπεζών, οσάκις διαπραγματεύονται αρχικά το επιτόκιο και τους λοιπούς όρους για το άνοιγμα πίστεως με τον πελάτη, μειώνονται από τη στιγμή κατά την οποία το επιτόκιο αυτό προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το επίπεδο των ισχυόντων στην αγορά κεφαλαίων επιτοκίων.

Η επίπτωση επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου

39 Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «για να είναι μια απόφαση, μια συμφωνία ή μια σύμπραξη ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, πρέπει, βάσει νομικών ή πραγματικών στοιχείων, να επιτρέπουν να θεωρηθεί με επαρκή βαθμό πιθανότητας ότι μπορούν να ασκήσουν επιρροή, άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική, στα εμπορικά ρεύματα μεταξύ κρατών μελών, δικαιολογώντας τον φόβο ότι μπορούν να εμποδίσουν την πραγματοποίηση μιας ενιαίας αγοράς μεταξύ των κρατών μελών» (35). Ομοίως, η επίπτωση των περιοριστικών του ανταγωνισμού πρακτικών επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου πρέπει να είναι αισθητή για να επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1 (36).

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, «απαγορεύοντας τις συμφωνίες που έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού και μπορούν να επηρεάσουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν επιβάλλει να αποδεικνύεται ότι τέτοιες συμφωνίες έχουν πράγματι επηρεάσει αισθητά το εμπόριο, απόδειξη που στις περισσότερες των περιπτώσεων θα ήταν δύσκολο να προσκομιστεί με την αρτιότητα που απαιτεί ο νόμος, αλλ' επιβάλλει απλώς και μόνο να αποδεικνύεται ότι οι συμφωνίες αυτές μπορούν να έχουν παρόμοιο αποτέλεσμα» (37). Επομένως, δεν απαιτείται να αποδεικνύεται ότι οι οικείες συμφωνίες επηρεάζουν όντως το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Αρκεί να αποδεικνύεται σε επαρκή βαθμό το ενδεχόμενο η εν λόγω συμφωνία να επιδρά όντως ή δυνάμει επί του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών (38).

40 Οι περιοριστικές του ανταγωνισμού πρακτικές που επεκτείνονται στο σύνολο της επικρατείας ενός κράτους μέλους λογίζονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι επηρεάζουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο, επειδή, ως εκ της ιδίας της φύσεώς τους, παρόμοιες πρακτικές έχουν ως αποτέλεσμα να παγιώνουν τις στεγανοποιήσεις εθνικής φύσεως, παρεμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό την επιδιωκόμενη από τη Συνθήκη οικονομική αλληλοδιείσδυση και προστατεύοντας την εθνική παραγωγή (39). Με άλλες αποφάσεις, το Δικαστήριο σχετικοποίησε τον αυτοματισμό της δυσμενούς επιδράσεως που οι περιοριστικές του ανταγωνισμού και επεκτεινόμενες στο σύνολο της επικράτειας κράτους μέλους πρακτικές ενδέχεται να έχουν επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου. Στις εν λόγω αποφάσεις, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα μέσα που διέθεταν τα συμβαλλόμενα στην επίδικη συμφωνία μέρη προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η πελατεία τους θα παραμείνει πιστή, τη σχετική σημασία της συμφωνίας επί της σχετικής αγοράς και την οικονομική συγκυρία εντός της οποίας έπρεπε να εφαρμοστεί η συμφωνία (40). Έτσι, τεκμαίρεται σε μεγάλο βαθμό ότι η ισχύουσα στο σύνολο της επικρατείας κράτους μέλους περιοριστική του ανταγωνισμού πρακτική επηρεάζει το ενδοκοινοτικό εμπόριο, τεκμήριο που καταρρίπτεται μόνον αν η ανάλυση των χαρακτηριστικών στοιχείων της συμφωνίας και της οικονομικής συγκυρίας εντός της οποίας εντάσσεται αποδεικνύει το αντίθετο.

41 Με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε στις επίδικες υποθέσεις, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι εφαρμοζόμενοι στις συμβάσεις για το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό και για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως ΕΤΟ δεν θίγουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο και ότι, συνακόλουθα, το άρθρο 85 δεν ετύγχανε εφαρμογής, υπό την επιφύλαξη της ενδεχόμενης εφαρμογής του ιταλικού δικαίου του ανταγωνισμού. Η Επιτροπή θεμελιώνει το συμπέρασμά της σε δύο λόγους, ήτοι ότι οι επίδικες συμβάσεις αφορούν τραπεζικές υπηρεσίες που δεν έχουν κατ' ουσία διασυνοριακό χαρακτήρα, ενώ η παροχή της εν λόγω υπηρεσίας δεν αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την είσοδο στην ιταλική χρηματοοικονομική αγορά τραπεζών άλλων κρατών μελών.

42 Κατά την άποψή μου, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής δεν συνάδει με τη νομολογία του Δικαστηρίου, εφόσον οι ΕΤΟ που αφορούν τις συμβάσεις για το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό και για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως θίγουν αισθητά το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Διάφοροι λόγοι δικαιολογούν το συμπέρασμα αυτό.

Πρώτον, το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό είναι χρηματοοικονομική υπηρεσία, της οποίας οι λεπτομέρειες παροχής είναι γνωστές στο κοινοτικό δίκαιο και για τον λόγο αυτό μπορούν να έχουν διασυνοριακό χαρακτήρα. Η παγκοσμιοποίηση των τραπεζικών δραστηριοτήτων, η χρησιμοποίηση των νέων τεχνολογιών κατά την παροχή των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και η εγκαθίδρυση της ενιαίας τραπεζικής αγοράς διευκολύνουν τη διενέργεια τραπεζικών πράξεων μεταξύ κρατών μελών σχετικά με το άνοιγμα πίστεως και τη γενική ρήτρα εγγυήσεως. Έτσι, μπορεί κάλλιστα ένας Ιταλός να στραφεί σε τράπεζα εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να συνάψει σύμβαση για το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό αν οι όροι που παρέχει η εν λόγω τράπεζα είναι ευνοϋκότεροι από εκείνους των εγκατεστημένων στην Ιταλία τραπεζών. Ομοίως, τράπεζα άλλου κράτους μέλους μπορεί να ενδιαφέρεται για τη διενέργεια πράξεων σχετικών με το άνοιγμα πίστεως σε τρέχοντα λογαριασμό στην Ιταλία είτε από το κράτος προελεύσεώς της είτε μέσω θυγατρικών ή υποκαταστημάτων της στην Ιταλία. Η πλήρης εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς ευνοεί την «κοινοτικοποίηση» όλων των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, οπότε θεωρώ ως αλυσιτελή τη διάκριση που αποπειράται η Επιτροπή με τις αποφάσεις της μεταξύ των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών εθνικού χαρακτήρα και εκείνων που έχουν διασυνοριακή διάσταση.

Δεύτερον, οι ΕΤΟ που ισχύουν για όλα τα μέλη της ΕΙΤ, ήτοι για το σύνολο σχεδόν των υφισταμένων στην Ιταλία τραπεζών, συνεπάγονται στεγανοποίηση της ιταλικής αγοράς των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που αφορούν το άνοιγμα πίστεως, παρεμποδίζοντας την εγκαθίδρυση ενιαίας αγοράς για τις μορφές αυτές υπηρεσιών σε όλα τα κράτη μέλη και για την επιδιωκόμενη από τη Συνθήκη ΕΚ οικονομική αλληλοδιείσδυση.

Τρίτον, υφίσταται σημαντικός αριθμός ιταλικών τραπεζικών ιδρυμάτων, θυγατρικών ή παραρτημάτων τραπεζών άλλων κρατών μελών, τα οποία «εξαναγκάζονται» να εφαρμόσουν τους ΕΤΟ σχετικά με την υπηρεσία ανοίγματος πίστεως λόγω των πλεονεκτημάτων που συνεπάγεται η ιδιότητα του μέλους της ΕΙΤ.

Τέταρτον, οι ΕΤΟ συνιστούν απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ισχύουσα σε όλη την επικράτεια κράτους μέλους και επηρεάζουσα το σύνολο σχεδόν των τραπεζικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων του ανοίγματος πίστεως και της γενικής ρήτρας εγγυήσεως. Κατά την άποψή μου, η οικονομική συγκυρία εντός της οποίας εντάσσονται οι ΕΤΟ δεν παρέχει κανένα στοιχείο ικανό να καταρρίψει το τεκμήριο ότι περιοριστική πρακτική της μορφής αυτής, ασκούμενη σε ολόκληρη την Ιταλία, επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

Τέλος, το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό συνιστά την πλέον σημαντική τραπεζική σύμβαση, μέσω της οποίας παρέχεται χρηματοοικονομική υπηρεσία μεγάλης σημασίας για τους επιχειρηματίες (41). Αν θεωρηθεί ότι η σχετική στις υπό κρίση υποθέσεις αγορά συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών, αφορωσών το άνοιγμα πίστεως και τις δεσμευτικές συναφώς γενικές ρήτρες εγγυήσεως, δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι ΕΤΟ της ΕΙΤ περιορίζουν κατά τον πλέον αισθητό τρόπο το ενδοκοινοτικό εμπόριο, εφόσον ισχύουν επί όλων σχεδόν των εγκατεστημένων στην Ιταλία τραπεζών και μειώνουν δραστικά τον ανταγωνισμό στα πλαίσια της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών. Ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι η σχετική αγορά περιλαμβάνει το σύνολο των προσφερομένων στην Ιταλία τραπεζικών υπηρεσιών, η σημασία της υπηρεσίας που έγκειται στο άνοιγμα πίστεως και στην παρεπόμενης φύσεως γενική ρήτρα εγγυήσεως συνεπάγεται ότι οι εφαρμοζόμενοι επί των εν λόγω πράξεων ΕΤΟ της ΕΙΤ επηρεάζουν αισθητά και σημαντικά το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

43 Οι εκτεθέντες λόγοι αποδεικνύουν επαρκώς το ενδεχόμενο οι ΕΤΟ να επηρεάζουν αισθητά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον.

44 Επομένως, φρονώ ότι οι γενικοί όροι που εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ΕΤΟ της ΕΙΤ που εφαρμόζονται επί των συμβάσεων για το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό και για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως είναι ασυμβίβαστοι προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

Επί της εφαρμογής του άρθρου 86

45 Το άρθρο 86 απαγορεύει, «κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, την καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσεώς τους εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της».

46 Το Tribunale di Genova ζητεί από το Δικαστήριο να κρίνει αν οι τράπεζες, ως μέλη της ΕΙΤ, κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν η εφαρμογή των ΕΤΟ επί των συμβάσεων για το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό και για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως που οι ανωτέρω τράπεζες συνάπτουν με τους πελάτες τους συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας αυτής θέσεως, ασυμβίβαστη με το άρθρο 86.

47 Με τις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το γεγονός απλώς και μόνον ότι η ΕΙΤ περιλαμβάνει ως μέλη της το σύνολο σχεδόν των ιταλικών τραπεζών δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα μέλη της κατέχουν από κοινού συλλογική δεσπόζουσα θέση στην ιταλική τραπεζική αγορά. Συμμερίζομαι απόλυτα την άποψη της Επιτροπής, η οποία, άλλωστε, ενισχύεται σαφώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

48 Η κοινοτική νομολογία δέχεται την εφαρμογή του άρθρου 86 στην αποκαλούμενη συλλογική δεσπόζουσα θέση, υπογραμμίζοντας ότι δεν μπορεί να αποκλείεται δύο ή περισσότερες ανεξάρτητες οικονομικές οντότητες να συνδέονται με τέτοιους οικονομικούς δεσμούς, εντός συγκεκριμένης αγοράς, ώστε λόγω του γεγονότος αυτού να κατέχουν από κοινού δεσπόζουσα θέση έναντι των λοιπών επιχειρηματιών της ιδίας αγοράς (42). Κατά το Δικαστήριο, «για να στοιχειοθετηθεί, πάντως, συλλογική δεσπόζουσα θέση, πρέπει οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να είναι επαρκώς συνδεδεμένες μεταξύ τους ώστε να ακολουθούν ενιαία γραμμή δράσεως στην αγορά» (43).

Κατά το Πρωτοδικείο, για να αποδειχθεί η ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως, «δεν αρκεί η "ανακύκλωση" των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν παράβαση του άρθρου 85 και η στηριζόμενη σε αυτά διαπίστωση ότι τα μέρη μιας συμφωνίας ή μιας αθέμιτης πρακτικής κατέχουν από κοινού σημαντικό μερίδιο της αγοράς, ότι και μόνον από το γεγονός αυτό κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση και ότι η αθέμιτη συμπεριφορά τους αποτελεί κατάχρηση της θέσεως αυτής» (44).

49 Κατά την άποψή μου, οι αποτελούσες μέλη της ΕΙΤ τράπεζες δεν κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση στην ιταλική τραπεζική αγορά διότι η συμμετοχή τους στην εν λόγω ένωση δεν δημιουργεί μεταξύ των διαφόρων τραπεζικών ιδρυμάτων τόσο στενούς οικονομικούς δεσμούς ώστε να τις οδηγήσει στην υιοθέτηση της ιδίας εμπορικής στρατηγικής.

50 Η ιδιότητά τους ως μελών της ΕΙΤ δεν εμποδίζει τις τράπεζες της εν λόγω ενώσεως να συμπεριφέρονται ατομικώς στην αγορά. Τα μέλη της ΕΙΤ εμφανίζονται στην αγορά ως επιχειρήσεις διαθέτουσες αυτοτελείς οικονομικές στρατηγικές, οι οποίες συμπίπτουν μόνο για εκείνες τις υπηρεσίες για τις οποίες η ΕΙΤ έλαβε περιοριστική του ανταγωνισμού απόφαση, την οποία ακολουθούν όλα τα μέλη και η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85.

51 Αν θεωρούνταν ότι τα μέλη της ΕΙΤ κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση, θα ίσχυε το ίδιο και για όλες τις επαγγελματικές ενώσεις που εκπροσωπούν την πλειονότητα των επιχειρήσεων ενός συγκεκριμένου οικονομικού τομέα, ενώ οι αποφάσεις των εν λόγω ενώσεων θα μπορούσαν να υπόκεινται σε κάθε περίπτωση σε έλεγχο από πλευράς του άρθρου 86. Θα καταλήγαμε έτσι συστηματικά σε «ανακύκλωση» των στοιχείων που συνιστούν παράβαση του άρθρου 85, με αποτέλεσμα την ενδεχόμενη εφαρμογή του άρθρου 86 μέσω της εννοίας της συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως.

Θεωρώ συναφώς ότι υφίσταται σαφής διαφορά μεταξύ του βαθμού ενσωματώσεως των αποτελουσών μέλη μιας επαγγελματικής ενώσεως όπως η ΕΙΤ επιχειρήσεων και εκείνου μεταξύ των επιχειρήσεων μιας ναυτιλιακής διασκέψεως. Όπως δέχεται η κοινοτική νομολογία (45), οι επιχειρήσεις που είναι μέλη μιας ναυτιλιακής διασκέψεως μπορούν να κατέχουν δεσπόζουσα θέση αφ' ης στιγμής εμφανίζονται έναντι των πελατών στην αγορά ως ενιαία ενότητα. Αντίθετα, οι αποτελούσες μέλη επαγγελματικής ενώσεως επιχειρήσεις δεν συμπεριφέρονται στην αγορά ως ενιαίο σύνολο.

52 Επομένως, φρονώ ότι οι επιχειρήσεις που αποτελούν μέλη μιας επαγγελματικής ενώσεως, εμφανίζουσας τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ΕΙΤ, δεν κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση στην αγορά, ώστε να μπορεί να δικαιολογείται η εφαρμογή του άρθρου 86 επί των ομοιομόρφων εμπορικών πρακτικών τους.

Επί των συνεπειών της αναγνωρίσεως του ασυμβιβάστου των ΕΤΟ προς τα άρθρα 85 και 86 επί των συμβάσεων που συνάπτουν οι τράπεζες με τους πελάτες τους

53 Με το δεύτερο και τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το Tribunale di Genova επιδιώκει να διευκρινιστούν οι συνέπειες από την αναγνώριση του ασυμβιβάστου προς τα άρθρα 85 ή 86 των ΕΤΟ που εφαρμόζονται επί των συμβάσεων για το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό και για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως επί των περιεχουσών τους προβλεπομένους από τους ΕΤΟ γενικούς όρους ατομικών συμβάσεων που συνάπτουν οι τράπεζες με τους πελάτες τους.

54 Κατά το άρθρο 85, παράγραφος 2, οι συμφωνίες ή αποφάσεις που παραβιάζουν την παράγραφο 1 της ανωτέρω διατάξεως είναι αυτοδικαίως άκυρες. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η εν λόγω συμφωνία ή απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ακυρώνεται στο σύνολό της οσάκις τα στοιχεία που στοιχειοθετούν συγκεκριμένα παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, δεν μπορούν να διαχωριστούν από το σύνολο της συμφωνίας ή της αποφάσεως. Επιπλέον, τα εθνικά δικαστήρια είναι αρμόδια, λόγω του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 85, να διαπιστώνουν την προβλεπόμενη από το άρθρο 85, παράγραφος 2, ακυρότητα (46).

Όσον αφορά τις συνέπειες από την αναγνώριση της αυτοδίκαιης ακυρότητας, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «οι συνέπειες της αυτοδικαίως επερχομένης ακυρότητας των συμβατικών ρητρών που είναι ασυμβίβαστες προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, δεν ρυθμίζονται από το κοινοτικό δίκαιο, όσον αφορά όλα τα άλλα στοιχεία της συμφωνίας ή τις άλλες υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή. Εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να κρίνει, δυνάμει του εφαρμοζομένου εθνικού δικαίου, τη σημασία και τις συνέπειες για το σύνολο των συμβατικών σχέσεων ενδεχόμενης ακυρότητας ορισμένων συμβατικών ρητρών δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 2. Δυνάμει του εθνικού δικαίου, πρέπει ιδίως να εκτιμηθεί αν η περίπτωση αυτή ασυμβιβάστου μπορεί να έχει ως συνέπεια την υποχρέωση των αντισυμβαλλομένων να προσαρμόσουν το περιεχόμενο της συμβάσεώς τους προκειμένου να μην καταστεί αυτή άκυρη (...)» (47).

55 Σύμφωνα με την ανωτέρω νομολογία, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εφαρμόσει το εσωτερικό δίκαιό του για να προσδιορίσει τις συνέπειες που ενδέχεται να έχει η εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 2, όταν πρόκειται για γενικούς όρους, όπως είναι οι ΕΤΟ της ΕΙΤ που εφαρμόζονται επί συμβάσεων για το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό και για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως, επί του συνόλου μιας αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων οσάκις οι εν λόγω γενικοί όροι είναι ασυμβίβαστοι προς το άρθρο 85, παράγραφος 1.

Πάντως, το υποβληθέν από το Tribunale di Genova ερώτημα είναι διαφορετικό. Συγκεκριμένα, το εν λόγω δικαστήριο προβληματίζεται ως προς τις συνέπειες που ενδέχεται να έχει η ακυρότητα των ΕΤΟ της ΕΙΤ επί των συμβάσεων για το άνοιγμα πίστεως και για τη γενική ρήτρα που συνήψαν οι τράπεζες με τους πελάτες τους και που εφαρμόζουν τους γενικούς όρους που είναι ασυμβίβαστοι προς το άρθρο 85, παράγραφος 1.

56 Μολονότι το ζήτημα διαφέρει, η νομολογία του Δικαστηρίου στην οποία μόλις αναφέρθηκα επιτρέπει να δοθεί, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της, ταυτόσημη κατ' ουσίαν απάντηση.

Αν οι συνέπειες που η ακυρότητα ορισμένων ρητρών μιας αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων ενδέχεται να έχει επί των λοιπών στοιχείων της αποφάσεως ρυθμίζονται από τους κανόνες του εθνικού δικαίου, κατά μείζονα λόγο οι συνέπειες της εν λόγω ακυρότητας επί των συμβάσεων που συνήφθησαν κατ' εφαρμογήν της οικείας αποφάσεως πρέπει να προσδιορίζονται υπό το φως των κανόνων του εφαρμοστέου επί ακυρότητας των συμβάσεων εσωτερικού δικαίου. Συναφώς, οι πλέον λυσιτελείς εθνικοί κανόνες είναι οι αφορώντες τα ελαττώματα της βουλήσεως και τη νομιμότητα του αντικειμένου ή της αιτίας των συμβάσεων.

Το εθνικό δικαστήριο δεν οφείλει να συναγάγει αυτομάτως από την ακυρότητα των στοιχείων της αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων που ακυρώνονται αυτοδικαίως, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 85, παράγραφος 2, ότι οι ατομικές συμβάσεις που συνήφθησαν κατ' εφαρμογήν της οικείας αποφάσεως είναι επίσης άκυρες. Μπορεί να επιβάλει άλλες κυρώσεις που προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο σε θέματα συμβάσεων, όπως η δυνατότητα ακυρώσεως, το μη αντιτάξιμο ορισμένων ρητρών, η αποκατάσταση της ζημίας ή η επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος, εφόσον κρίνει ότι οι κυρώσεις αυτές είναι προσφορότερες για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί.

57 Η ελευθερία αυτή του εθνικού δικαστηρίου να εφαρμόσει το εσωτερικό δίκαιό του για να προσδιορίσει τις συνέπειες επί των ατομικών συμβάσεων που συνάπτονται με βάση στοιχεία μιας αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων, κατά παράβαση του άρθρου 85, γνωρίζει ένα σημαντικό περιορισμό που εκπορεύεται από την εν γένει νομολογία του Δικαστηρίου σε σχέση με την αποτελεσματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που απονέμουν στους ιδιώτες οι κοινοτικοί κανόνες (48). Η σχετική νομολογία απαιτεί τόσο σε δικονομικό όσο και σε επίπεδο ουσίας ισοτιμία μεταξύ της προστασίας των δικαιωμάτων των ιδιωτών που βλάπτονται από την παράβαση κανόνα του κοινοτικού δικαίου και της προστασίας από προσβολή δικαιωμάτων των ιδιωτών που οφείλεται σε παράβαση παρεμφερούς κανόνα του εσωτερικού δικαίου.

Στις υπό κρίση υποθέσεις, το ιταλικό δίκαιο περιέχει σχεδόν ταυτόσημο κανόνα με το άρθρο 85. Για τον λόγο αυτό, οι συνέπειες επί των ατομικών συμβάσεων μεταξύ των τραπεζών και των πελατών τους από την ακυρότητα συγκεκριμένων γενικών όρων των ΕΤΟ της ΕΙΤ, κατά παράβαση του άρθρου 85, πρέπει να είναι παρεμφερείς με τις συνέπειες που απορρέουν από την παράβαση της αντίστοιχης προς το εν λόγω άρθρο διατάξεως του νόμου 287/90.

58 Κατά την άποψή μου, οι τράπεζες, μέλη της ΕΙΤ, δεν κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση και, συνακόλουθα, οι ΕΤΟ δεν παραβιάζουν το άρθρο 86. Πάντως, αν το Δικαστήριο κατέληγε ότι συντρέχει παράβαση, οι συνέπειές της επί των ατομικών συμβάσεων που συνάπτουν οι τράπεζες με τους πελάτες τους κατ' εφαρμογή των ΕΤΟ πρέπει να προσδιοριστούν μέσω των κανόνων του εσωτερικού δικαίου (49). Η λύση αυτή επιβάλλεται ακόμη επιτακτικότερα όταν πρόκειται για παράβαση του άρθρου 86, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή δεν περιλαμβάνει παρεμφερή προς εκείνη του άρθρου 85, παράγραφος 2, διάταξη.

59 Επομένως, τα ενδεχόμενα αποτελέσματα του ασυμβιβάστου προς το άρθρο 85 γενικών όρων, όπως είναι οι όροι που περιλαμβάνουν οι ΕΤΟ της ΕΙΤ που εφαρμόζονται επί των συμβάσεων για το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό και για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως, επί των συναπτομένων από τις τράπεζες με τους πελάτες τους ατομικών συμβάσεων πρέπει να καθορίζονται από τα εθνικά δικαστήρια σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες του εσωτερικού δικαίου τους.

Συμπέρασμα

60 Εν όψει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα υποβληθέντα από το Tribunale di Genova προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Αντίκεινται στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης γενικοί όροι που εμφανίζουν χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ρητρών των ΕΤΟ της ΕΙΤ που εφαρμόζονται επί συμβάσεων για το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό και για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως.

2) Οι επιχειρήσεις που αποτελούν μέλη επαγγελματικής ενώσεως εμφανίζουσας τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ΕΙΤ δεν κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση στην αγορά, ικανή να δικαιολογήσει την εφαρμογή του άρθρου 86 επί των ομοιομόρφων εμπορικών πρακτικών τους.

3) Τα ενδεχόμενα αποτελέσματα από το ασυμβίβαστο προς το άρθρο 85 γενικών ρητρών, όπως είναι αυτές που περιλαμβάνονται στους ΕΤΟ της ΕΙΤ που εφαρμόζονται επί των συμβάσεων για το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό και για τη γενική ρήτρα εγγυήσεως, για τις συναπτόμενες από τις τράπεζες με τους πελάτες τους ατομικές συμβάσεις πρέπει να καθορίζονται από τα εθνικά δικαστήρια σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες του εσωτερικού δικαίου τους.»

(1) - Το άρθρο 1956 έχει ως εξής: «Ο εγγυητής μέλλουσας υποχρεώσεως απαλλάσσεται, εφόσον ο δανειστής, χωρίς ειδική έγκριση εκ μέρους του εγγυητή, χορήγησε πίστωση σε τρίτο, μολονότι γνώριζε ότι η περιουσιακή κατάσταση του τελευταίου είχε καταστεί τοιαύτη ώστε να αποδεικνύεται σημαντικά δυσχερέστερη η ικανοποίηση του δανείου». Ο νόμος 154/92 της 17ης Φεβρουαρίου 1992 (GURI αριθ. 45 της 24ης Φεβρουαρίου 1992) περί της «τραπεζικής διαφανείας» προσέθεσε δεύτερη παράγραφο, σύμφωνα με την οποία κηρύσσεται άκυρη «η εκ των προτέρων παραίτηση από τη χρήση του δικαιώματος απαλλαγής».

(2) - Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, «ο εγγυητής εξακολουθεί να ευθύνεται και μετά το ληξιπρόθεσμο της κυρίας οφειλής, εφόσον ο δανειστής κίνησε εντός έξι μηνών τη διαδικασία ικανοποιήσεως της απαιτήσεώς του έναντι του οφειλέτη, συνεχίζοντας αμελλητί τη διαδικασία».

(3) - Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, «Η εγγύηση προϋποθέτει έγκυρη κύρια οφειλή, υπό την επιφύλαξη της αναλήψεως υποχρεώσεως από ανίκανο».

(4) - Προαναφερθείς στην υποσημείωση 1.

(5) - Νόμος 287/90 της 10ης Οκτωβρίου 1990 (GURI αριθ. 240 της 13ης Οκτωβρίου 1990).

(6) - Δημοσιευθείσα στο Bolletino dell'Autoritΰ Garante della Concorrenza e del Mercato, της 19ης Δεκεμβρίου 1994, έτος IV, αριθ. 48, σ. 75.

(7) - Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1981 στην υπόθεση 172/80 (Συλλογή 1981, σ. 221, σκέψεις 7 και 8).

(8) - Για την ανάλυση της πρακτικής που ακολούθησε η Επιτροπή επί του θέματος, βλ. Bellis, J. F.: «La banque et le droit communautaire de la concurrence», Mιlanges Jean Pardon, Bruylant, Βρυξέλλες, 1996, σ. 1· Biancarelli, J.: «L'application du droit communautaire de la concurrence au secteur financier (banque et assurance)», Gazette du Palais, 1991, σ. 247· Ehlermann, C. D.: «L'huile et le sel: le secteur bancaire et le droit europιen de la concurrence», Revue trimestrielle de droit europιen, 1993, σ. 457· Greaves, R.: EC Competition Law: Banking and Insurances Services, Chancery Law Publishing, Λονδίνο, 1992· Gyselen, L.: «EU Antitrust Law in the Area of Financial Services - Capita Selecta for the Cautious Shaping of a Policy», Annual Proceedings of the Fordham Corporate Law Institute, 1996, σ. 329 επ.· Sousi-Roubi, B.: Droit bancaire europιen, Dalloz, Παρίσι, 1995, σ. 333 έως 378.

(9) - Απόφαση 85/77/EΟΚ της Επιτροπής, της 10ης Δεκεμβρίου 1984, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/30.717 - Ενιαίες ευρωεπιταγές) (ΕΕ 1985, L 35, σ. 43).

(10) - Απόφαση 92/212/EΟΚ της Επιτροπής, της 25ης Μαρτίου 1992, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/30.717-A - Eurochθque: συμφωνία του Ελσίνκι) (ΕΕ 1992, L 95, σ. 50).

(11) - Απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Φεβρουαρίου 1994 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-39/92 και T-40/92 (Συλλογή 1994, σ. II-49).

(12) - Βλ. Sousi-Roubi, B.: op. cit., σ. 346 επ.· Dassesse M., Isaacs S. και Penn G.: EC Banking Law, Lloyd's of London Press Ltd, Λονδίνο, 1994, σ. 273 επ.· Waelbroeck M. και Frignani A.: Concurrence. Commentaire J. Mιgret. Le droit de la CE, τόμος 4, Εκδόσεις του Πανεπιστημίου των Βρυξελλών, Βρυξέλλες, 1997, σ. 74 έως 79.

(13) - Απόφαση 96/454/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 1996, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΞ (IV/34.607 - Banque nationale de Paris - Dresdner Bank) (ΕΕ 1996, L 188, σ. 37).

(14) - Σύμφωνα με τον Sousi-Roubi, η Επιτροπή δεν προσήγγισε το ζήτημα με τον καταλληλότερο τρόπο. Κατά την άποψή του, όταν πρόκειται για αυτόν τον τύπο διατραπεζικών συμφωνιών δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αγορά, εφόσον οι τράπεζες των χρεωστών και πιστωτών πελατών έρχονται σε επαφή έμμεσα και ακούσια χάρη στις συναλλαγές των πελατών τους. Εφόσον δεν υφίσταται αγορά υπό στενή έννοια, δεν νοείται περιορισμός του ανταγωνισμού (Sousi-Roubi, B.: op. cit., σ. 355 έως 357). Η ίδια άποψη υποστηρίζεται από τον Pombo, F.: «EU Antitrust Law in the Area of Financial Services», Annual Proceedings of the Fordham Corporate Law Institute, 1996, σ. 397 και 398. Η Επιτροπή άρχισε να αντιλαμβάνεται το επιχείρημα αυτό, όπως καταδεικνύει η ανακοίνωσή της 95/C 251/03 σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Ευρωπαϋκής Κοινότητας στα διασυνοριακά συστήματα εμβασμάτων (ΕΕ 1995, C 251, σ. 3).

(15) - Απόφαση 87/13/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 1986, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/261-A - Βελγική ένωση τραπεζών) (ΕΕ 1987, L 7, σ. 27).

(16) - Απόφαση 87/103/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 1986, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/31.356 - ABI) (ΕΕ 1987, L 43, σ. 51).

(17) - Το σημείο αυτό της αποφάσεως επικύρωσε το Πρωτοδικείο με την προαναφερθείσα απόφαση CB και Europay κατά Επιτροπής.

(18) - Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1988 στην υπόθεση 267/86 (Συλλογή 1988, σ. 4769).

(19) - Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έκρινε ότι οι συναφθείσες μεταξύ των τραπεζών του ιδίου κράτους μέλους συμφωνίες σχετικά με τα ωράρια λειτουργίας των γραφείων τους, με το σύστημα τραπεζικού συμψηφισμού, με το κοινό σύστημα συμψηφισμού που παρείχε στις τράπεζες το δικαίωμα να προβαίνουν σε άμεση χρέωση του τραπεζικού λογαριασμού των πελατών τους για τα οφειλόμενα σε αυτές ποσά, δεν περιόριζαν τον ανταγωνισμό [απόφαση 86/507/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 1986, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/31.362 - Irish Banks' Standing Committee) (ΕΕ L 295, σ. 28)], όπως και οι συμφωνίες που οι τράπεζες ενός και του αυτού κράτους μέλους συνάπτουν μεταξύ τους σχετικά με την αποκλειστική παραγωγή ευρωεπιταγών από εγκεκριμένες εκ μέρους των συμμετεχόντων στο σύστημα Ευρωεπιταγή επιχειρήσεων (απόφαση Ενιαίες ευρωεπιταγές) ή η συμφωνία περί των συναλλαγών σε ξένο συνάλλαγμα ή ιταλικές λίρες σε αλλοδαπούς λογαριασμούς (απόφαση ΑΒΙ).

(20) - Βλ. επίσης τις επικρίσεις των Dassesse M., Isaacs S. και Penn G.: op. cit., σ. 273 έως 277.

(21) - Προαναφερθείσα απόφαση ΑΒΙ, σημείο 46, επ' ευκαιρία των συμφωνιών που η ΑΒΙ είχε καταρτίσει για ένα νέο ενιαίο τύπο τουριστικής επιταγής σε ιταλικές λίρες και για την υπηρεσία εξαργυρώσεως ή αποδοχής χρεωγράφων, τραπεζικών εγγράφων, τραπεζικών επιταγών ή άλλων πιστωτικών τίτλων πληρωτέων στην Ιταλία.

(22) - Προαναφερθείσα απόφαση Βελγική ένωση τραπεζών, σημείο 39.

(23) - Στο σημείο 58 της αποφάσεως 89/512/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 1989, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/31.499 - Nederlandse Banken) η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι οι υπηρεσίες εκμισθώσεως θυρίδων ήσαν «εσωτερικής φύσεως» και δεν έθιγαν τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές κατά τρόπον αισθητό.

(24) - Προαναφερθείσα απόφαση BNP - Dresdner Bank, σημείο 15.

(25) - Δεύτερη οδηγία του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και άσκηση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και για την τροποποίηση της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ (ΕΕ 1989, L 386, σ. 1).

(26) - Κατά τον Bertolotti A.: «Le norme bancarie uniformi (NBU) e le regole antitrust: una questione ancora aperta», Giurisprudenza Italiana, 1997, αριθ. 3, Μάρτιος, σ. 170.

(27) - Βλ., ιδίως, την απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1980 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 209/78 έως 215/78 και 218/78, Van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 207), καθώς και την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 1987 στην υπόθεση 45/85, Verband der Sachversicherer κατά Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 405).

(28) - Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1975 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73, 55/73, 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1975, σ. 507, σκέψεις 173 και 174), και προαναφερθείσα απόφαση Zόchner, σκέψεις 13 και 14.

(29) - Βλ., ειδικότερα, τις αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966 στην υπόθεση 56/65, Sociιtι technique miniθre (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 313, και ειδικότερα σ. 321), και της 13ης Ιουλίου 1966 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 56/64 και 58/64, Consten και Grundig κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 366), της 11ης Δεκεμβρίου 1980 στην υπόθεση 31/80, L'Orιal (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 471, σκέψη 19), της 11ης Ιουλίου 1985 στην υπόθεση 42/84, Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 2545, σκέψη 18), την προαναφερθείσα απόφαση Verband der Sachversicherer κατά Επιτροπής, σκέψη 39, τέλος δε την απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1987 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 142/84 και 156/84, BAT και Reynolds κατά Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 4487).

(30) - Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro στην υπόθεση C-250/92, DLG (Συλλογή 1994, σ. Ι-5641, σημεία 15 και 16), επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1994.

(31) - Προαναφερθείσα απόφαση BAT και Reynolds κατά Επιτροπής, σκέψεις 54 και 61, καθώς και απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 1992 στην υπόθεση Τ-19/91, Vichy κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-415, σκέψη 59).

(32) - Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1995 στην υπόθεση C-399/93, Oude Luttikhuis κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. Ι-4515, σκέψη 10).

(33) - Απόφαση της 9ης Ιουλίου 1969 στην υπόθεση 5/69, Vφlk (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 91).

(34) - Βλ. ανωτέρω, σημείο 9.

(35) - Απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997 στην υπόθεση C-219/95 P, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. I-4411, σκέψη 20)· προαναφερθείσα απόφαση Van Landewyck κατά Επιτροπής, σκέψη 170, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Societι technique miniθre. Βλ., επίσης, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Οκτωβρίου 1997 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-213/95 και T-18/96, SCK και FNK κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-1739, σκέψη 175).

(36) - Απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1971 στην υπόθεση 22/71, Bιguelin Import (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 1001, σκέψη 16), και απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 1978 στην υπόθεση 19/77, Miller κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1978, σ. 47, σκέψη 15).

(37) - Προαναφερθείσα απόφαση Ferriere Nord κατά Επιτροπής, σκέψη 19, και προαναφερθείσα απόφαση Miller κατά Επιτροπής, σκέψη 15.

(38) - Βλ. Waelbroeck M. και Frignani A., op. cit., σ. 206 και 207.

(39) - Απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 1972 στην υπόθεση 8/72, Vereeniging van Cementhandelaren κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 223, σκέψη 29), καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 22. Βλ., επίσης, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Φεβρουαρίου 1995 στην υπόθεση Τ-29/92, SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-289, σκέψη 229), καθώς και την προαναφερθείσα απόφαση SCK και FNK κατά Επιτροπής, σκέψη 179.

(40) - Απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1975 στην υπόθεση 73/74, Groupement des fabricants de papiers peints de Belgique κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1975, σ. 457, σκέψη 27).

(41) - Sαnchez Miguel M. A.: «Prιstamos, anticipos bancarios. Apertura de crιdito», στο συλλογικό έργο Contratos Bancarios (επιμέλεια: Garcνa Villaverde R.), εκδοτικός οίκος Civitas, Μαδρίτη, 1992, σ. 160, όπου αναφέρεται ότι το άνοιγμα πίστεως είναι το πρωτότυπο των ενεργών τραπεζικών συναλλαγών και πρόκειται για «(...) el contrato con mayor utilizaciσn por los empresarios, que a su vez reporta grandes beneficios econσmicos a los bancos, al ser objeto de cargas econσmicas de gran volumen (...) [σύμβαση στην οποία προσφεύγουν περισσότερο οι επιχειρηματίες και από την οποία προσπορίζονται μεγάλα οικονομικά κέρδη οι τράπεζες, δεδομένου ότι η παροχή της εν λόγω υπηρεσίας συνεπάγεται επαχθή οικονομική επιβάρυνση (...)]».

(42) - Απόφαση της 27ης Απριλίου 1994 στην υπόθεση C-393/92, Almelo κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. Ι-1477, σκέψη 42)· απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1995 στην υπόθεση C-96/94, Centro Servizi Spediporto (Συλλογή 1995, σ. Ι-2883, σκέψεις 32 και 33), καθώς και απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 1995 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-140/94, C-141/94 και C-142/94, DIP κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. Ι-3257, σκέψεις 25 και 26). Βλ. επίσης τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1992 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-68/89, Τ-77/89 και Τ-78/89, SIV κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-1403, σκέψη 358), και της 8ης Οκτωβρίου 1996 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-24/93, T-25/93, T-26/93 και T-28/93, Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-1201, σκέψη 60).

(43) - Προαναφερθείσες αποφάσεις DIP κ.λπ., σκέψη 26, και Almelo κ.λπ., σκέψη 42.

(44) - Προαναφερθείσες αποφάσεις του Πρωτοδικείου SIV κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 360, και Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 67.

(45) - Προαναφερθείσες αποφάσεις του Πρωτοδικείου SIV κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 359, και Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 65.

(46) - Απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 1973 στην υπόθεση 48/72, Brasserie de Haecht (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 355, σκέψη 4).

(47) - Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1986 στην υπόθεση 10/86, VAG France (Συλλογή 1986, σ. 4071, σκέψεις 14 και 15)· απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1983 στην υπόθεση 319/82, Sociιtι de vente de ciments et bιtons de l'Est (Συλλογή 1983, σ. 4173, σκέψεις 11 και 12), και προαναφερθείσα απόφαση Sociιtι technique miniθre (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 313).

(48) - Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 1997 στην υπόθεση C-90/94, Haar Petroleum κ.λπ. (Συλλογή 1997, σ. Ι-4085, σκέψη 46), της 17ης Ιουλίου 1997 στην υπόθεση C-242/95, GT-Link (Συλλογή 1997, σ. Ι-4449, σκέψη 27), της 27ης Φεβρουαρίου 1997 στην υπόθεση C-177/95, Ebony Maritime και Loten Navigation (Συλλογή 1997, σ. Ι-1111, σκέψη 35), της 5ης Μαρτίου 1996 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93, Brasserie du pκcheur και Factortame (Συλλογή 1996, σ. Ι-1029, σκέψη 90), και της 14ης Δεκεμβρίου 1995 στην υπόθεση C-312/93, Peterbroeck (Συλλογή 1995, σ. Ι-4599, σκέψη 12).

(49) - Απόφαση της 11ης Απριλίου 1989 στην υπόθεση 66/86, Ahmed Saeed Flugreisen και Silver Line Reisebόro (Συλλογή 1989, σ. 803, σκέψη 45).