ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 15ης Ιουλίου 1997

Υπόθεση Τ-187/95

R

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι — Καθεοτώς ασφαλίσεως ασθενείας — Επαγγελματική ασθένεια — Έννοια του κινδύνου — Πλημμελής γνωμοδότηση της υγειονομικής επιτροπής»

Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα   II-729

Αντικείμενο:

Προσφυγή-αγωγή που έχει ως αντικείμενο, πρώτον, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 14ης Δεκεμβρίου 1994 περί απορρίψεως της αιτήσεως αναγνωρίσεως της επαγγελματικής προελεύσεως της ασθενείας από την οποία απεβίωσε ο σύζυγος της προσψεύγουσας-ενάγουσας, δεύτερον, την επιδίκαση τόκων υπερημερίας και, τρίτον, αγωγή αποζημιώσεως.

Αποτέλεσμα:

Ακύρωση.

Επιτομή της αποφάσεως

Ο σύζυγος της προσφεύγουσας-ενάγουσας (στο εξής: προσφεύγουσα) (R) εργάστηκε ως χημικός στα κοινοτικά όργανα από το 1958 έως το 1986, έτος του θανάτου του. Είχε τοποθετηθεί σε διάφορα κέντρα πυρηνικών μελετών.

Το 1979, οι γιατροί ανακάλυψαν στον R δείγματα μολύνσεως από τον ιό της ηπατίτιδας Β. Μολονότι ο R υποβλήθηκε σε θεραπεία, η πάθηση έγινε χρόνια από το 1981. Η κατάσταση της υγείας του R συνέχισε να επιδεινώνεται μέχρι του θανάτου του στις 21 Ιουνίου 1986.

Με έγγραφο της 8ης Οκτωβρίου 1986, η προσφεύγουσα ζήτησε από την καθής να αναγνωρίσει την επαγγελματική προέλευση της ασθενείας του συζύγου της και ζήτησε να τύχει του ευεργετήματος του άρθρου 73, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΚΥΚ), που είναι εφαρμοστέος σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου λόγω επαγγελματικής ασθενείας.

Η καθής, στηριζόμενη σε ιατρική έκθεση του ιατρού της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (ΑΔΑ), και σε μία συμπληρωματική έρευνα ενός ακτινολόγου του Καθολικού Πανεπιστημίου της Louvain (Βέλγιο), πληροφόρησε την προσφεύγουσα, με έγγραφο της 19ης Μαρτίου 1990, ότι φρονεί ότι δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ακτινοβολιών στις οποίες δυνατόν να εξετέθη ο R κατά τις επαγγελματικές του δραστηριότητες και της ασθενείας που προκάλεσε τον θάνατο του.

Με επιστολή της 28ης Οκτωβρίου 1991, η προσφεύγουσα ζήτησε να αποφανθεί η υγειονομική επιτροπή βάσει του άρθρου 23 της κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθενείας των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: κανονιστική ρύθμιση).

Η εντολή που ανέθεσε η ΑΔΑ στην υγειονομική επιτροπή, όπως τελικώς διατυπώθηκε, σκοπούσε να προσδιοριστεί:

αν η ασθένεια από την οποία απεβίωσε ο R συγκαταλέγεται στον ευρωπαϊκό κατάλογο επαγγελματικών ασθενειών

αν η άσκηση των καθηκόντων του απετέλεσε την ουσιώδη ή κατ' εξοχήν αιτία της ασθενείας από την οποία απεβίωσε ή δυνατόν να συνέβαλε στην επιδείνωση προϋφιστάμενης ασθενείας.

Στις 8 Δεκεμβρίου 1993, η υγειονομική επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του επαγγέλματος του R και της προσβολής από την ηπατίτιδα Β.

Επειδή τα πορίσματα αυτά δεν διευκρινίζουν σαφώς αν η ασθένεια από την οποία απεβίωσε ο R περιλαμβάνεται στον ευρωπαϊκό κατάλογο επαγγελματικών ασθενειών, αφενός, και δεν καλύπτει την περίοδο δραστηριότητας του R στην Μπολώνια, αφετέρου, η καθής ζήτησε από την υγειονομική επιτροπή να συντάξει συμπληρωματική έκθεση αποφαινόμενη σαφώς επί των δύο αυτών σημείων.

Με τη συμπληρωματική της έκθεση, που φέρει ημερομηνία 2 Μαΐου 1994 και έχει υπογραφεί από δύο εκ των τριών μελών της, η υγειονομική επιτροπή κατέληξε στο ότι «δεν προκύπτει για το σύνολο της σταδιοδρομίας του [R] υπερβολική επαγγελματική έκθεση σε ιονίζουσες ακτινοβολίες».

Στις 14 Δεκεμβρίου 1994, η καθής πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι συντάσσεται με τη γνωμοδότητηση της υγειονομικής επιτροπής και ότι, συνεπώς, δεν μπορεί να κάνει δεκτή την αίτηση περί αναγνωρίσεως της επαγγελματικής προελεύσεως της ασθενείας του R.

Επί των ακυρωτικών αιτημάτων

Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από διαδικαστικές πλημμέλειες

Η προσφεύγουσα προσάπτει στην καθής ότι διέπραξε τέσσερις διαδικαστικές πλημμέλειες. Πρώτον, η καθής καταστρατήγησε τη διαδικασία μη διατυπώνοντας σωστά την ανατεθείσα στην υγειονομική επιτροπή εντολή και προσανατολίζοντας εσφαλμένα την εξέταση των ιατρικής φύσεως ζητημάτων. Δεύτερον, δεν διαβίβασε στην υγειονομική επιτροπή το σύνολο των ουσιωδών στοιχείων. Τρίτον, η διάρκεια της διαδικασίας ήταν υπερβολικά μακρά. Τέταρτον, η ΑΔΑ κακώς παρέλειψε να απευθύνει ρητώς στην υγειονομική επιτροπή δεύτερη εντολή κατόπιν της παραδόσεως της πρώτης ιατρικής εκθέσεως.

Επί του φερομένου εσφαλμένου προσανατολισμού της διαδικασίας

Οι κατά κυριολεξίαν εκτιμήσεις ιατρικής φύσεως της υγειονομικής επιτροπής πρέπει να θεωρούνται οριστικές όταν έχουν εκδοθεί υπό κανονικές συνθήκες. Ο δικαστικός έλεγχος μπορεί να ασκείται μόνον ως προς τη νομιμότητα της συνθέσεως και λειτουργίας της επιτροπής αυτής καθώς και ως προς το νομότυπο των γνωμοδοτήσεων τις οποίες αυτή εκδίδει (σκέψη 35).

Παραπομπή: ΠΕΚ, 23 Νοεμβρίου 1995, Τ-64/94, Μπενέκος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, ο. II-769, σ. 42· ΠΕΚ, 21 Μαρτίου 1996, Τ-376/94, Otten κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, ο. II-401, σκέψη 47· ΠΕΚ, 21 Μαρτίου 1996, Τ-10/95, Chehab κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. II-419, σκΕψη 41

Για να μπορεί μια υγειονομική επιτροπή να εκδίδει νομίμως ιατρική γνωμοδότηση, πρέπει μεταξύ άλλων η εντολή που της έχει ανατεθεί να καλύπτει το σύνολο των ζητημάτων που πρέπει να εξετάσει προς τον σκοπό εφαρμογής των σχετικών διατάξεων της κανονιστικής ρυθμίσεως (σκέψη 36).

Για να εκτιμηθεί αν η ανατεθείσα στην υγειονομική επιτροπή εντολή διατυπώθηκε εν προκειμένω ορθώς, πρέπει κατ' αρχάς να προσδιοριστούν τα ιατρικής φύσεως ζητήματα που έπρεπε να εξεταστούν προς τον σκοπό εφαρμογής των σχετικών διατάξεων (σκέψη 37).

Εν προκειμένω, η σχετική διάταξη είναι το άρθρο 3 της κανονιστικής ρυθμίσεως. Το σύστημα που θεσπίζεται με το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της κανονιστικής ρυθμίσεως διαρθρώνεται γύρω από ένα βασικό κριτήριο: η συγκεκριμένη ασθένεια να περιλαμβάνεται στον ευρωπαϊκό κατάλογο επαγγελματικών ασθενειών. Αν η ασθένεια περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυτόν, ενέχει επαγγελματικό χαρακτήρα, εφόσον αποδεικνύεται ότι ο υπάλληλος εξετέθη, κατά την επαγγελματική του δραστηριότητα, στον κίνδυνο να προσβληθεί από την ασθένεια αυτή (παράγραφος 1). Αν η ασθένεια δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυτό, ο επαγγελματικός χαρακτήρας της μπορεί να αναγνωρισθεί μόνον αν αποδεικνύεται επαρκώς ότι η αιτία της ασθενείας αυτής ανάγεται στην άσκηση ή στο πλαίσιο της ασκήσεως των καθηκόντων στην υπηρεσία των Κοινοτήτων (παράγραφος 2) (σκέψη 38).

Η διαφορά του εφαρμοστέου οτις δυο αυτές καταστάσεις συστήματος εξηγείται από τη μέριμνα του κοινοτικού νομοθέτη να ενισχύσει την προστασία των εργαζομένων, η επαγγελματική δραστηριότητα των οποίων ευνοεί την εμφάνιση ορισμένων ασθενειών, περιορίζοντας τις προϋποθέσεις αποδείξεως της επαγγελματικής τους προελεύσεως (σκέψη 39).

Η έκθεση του ενδιαφερομένου, κατά την επαγγελματική του δραστηριότητα, στον κίνδυνο προσβολής από την ασθένεια προϋποθέτει την ύπαρξη σχέσεως, έστω και δυνητικής, μεταξύ της ασθενείας και του επαγγέλματος. Στην περίπτωση κατά την οποία η ασθένεια από την οποία απεβίωσε ο υπάλληλος περιλαμβάνεται στον ευρωπαϊκό κατάλογο επαγγελματικών ασθενειών, οι δικαιούχοι δεν οφείλουν να αποδείξουν ότι η επαγγελματική δραστηριότητα ήταν πράγματι η αιτία της ασθένειας, αλλ' ότι είναι πιθανόν η ασθένεια να μεταδόθηκε στον υπάλληλο με την ευκαιρία της ασκήσεως της επαγγελματικής του δραστηριότητας, δηλαδή ότι είναι δυνατόν η αιτία της ασθένειας να ανάγεται στην επαγγελματική δραστηριότητα (σκέψη 40).

Επομένως, για να καθοριστεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, της κανονιστικής ρυθμίσεως, η ΑΔΑ πρέπει να ζητήσει από την υγειονομική επιτροπή να εξετάσει αν ο ενδιαφερόμενος εξετέθη, κατά την επαγγελματική του δραστηριότητα στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, στον κίνδυνο προσβολής από μια εκ των ασθενειών που περιλαμβάνονται στον ευρωπαϊκό κατάλογο επαγγελματικών ασθενειών (σκέψη 41).

Εν προκειμένω, παρά το ότι η εντολή που της ανατέθηκε είχε κενά, η υγειονομική επιτροπή εξέτασε όλα τα ιατρικής φύσεως ζητήματα που έπρεπε να εξεταστούν προς τον σκοπό εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, της κανονιστικής ρυθμίσεως (σκέψη 44).

Επί του ελλιπούς αριθμού των εγγράφων που διαβιβάστηκαν στην υγειονομική επιτροπή

Για να μπορεί μια υγειονομική επιτροπή να εκδίδει νομίμως ιατρική γνωμοδότηση, πρέπει να δύναται να λάβει γνώση του συνόλου των εγγράφων που μπορούν να είναι χρήσιμα για τις εκτιμήσεις της (σκέψη 49).

Εν προκειμένω, από τις γραπτές απαντήσεις της καθής στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου της 7ης Μαρτίου 1997 και από τον ιατρικό φάκελο του R προκύπτει ότι η υγειονομική επιτροπή δεν διέθετε το σύνολο των εγγράφων του φακέλου αυτού (σκέψη 50).

Εφόσον δεν διέθετε τον πλήρη ιατρικό φάκελο, η επιτροπή αυτή ενήργησε παρατύπως, οπότε η έκθεση της είναι ελαττωματική.

Λαμβανομένης υπόψη της επίδικης ασθενείας, τα αποτελέσματα των αναλύσεων, μεταξύ άλλων ούρων ή αίματος του R όπου περιλαμβάνονταν τριάντα περίπου μετρήσεις της περιεκτικότητας σε ραδιονουκλε'ίδια, που δεν διαβιβάστηκαν στην υγειονομική επιτροπή, μπορούν, κατά την κρίση του Πρωτοδικείου, από τη φύση τους να είναι ουσιώδη για την εκτίμηση της υγειονομικής επιτροπής. Επομένως, δεν αποκλείεται, αν η επιτροπή αυτή είχε πρόσβαση στα στοιχεία αυτά, τα πορίσματα της εκθέσεως της να ήταν διαφορετικά.

Εφόσον η ιατρική αυτή έκθεση συνιστά το μοναδικό έρεισμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, η απόφαση αυτή είναι επίσης ελαττωματική.

Επί των αιτημάτων αποζημιώσεως

Όσον αφορά το αίτημα να υποχρεωθεί η καθής να καταβάλει στην προσφεύγουσα συμβολικός ένα ECU για την ηθική βλάβη που υπέστη, η ακύρωση πράξεως προσβληθείσας από υπάλληλο μπορεί αυτή καθαυτή να συνιστά πρόσφορη και συνήθως επαρκή αποκατάσταση της ζημίας που ο υπάλληλος μπορεί να υπέστη (σκέψη 61).

Παραπομπή: ΠΕΚ, 12 Φεβρουαρίου 1992, Τ-52/90, Volger κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II-121, σκέψη 46· Otten κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 55

Επί του αιτήματος επιδικάσεως τόκων υπερημερίας

Οι τόκοι υπερημερίας μπορούν ενδεχομένως να επιδικαστούν μόνο σε περίπτωση όπου η κυρία απαίτηση είναι βεβαία ως προς το ποσόν της ή μπορεί τουλάχιστον να καθοριστεί βάσει αποδεδειγμένων αντικειμενικών στοιχείων και εφόσον η καταβολή της αποζημιώσεως, στη συνέχεια, καθυστέρησε αδικαιολογήτως από τη διοίκηση (σκέψη 66).

Παραπομπή: ΠΕΚ, 12 Μαρτίου 1996, Τ-361/94, Weir κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ. Υπ. 1996, σ. II-381, σκέψη 52, και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία

Δεδομένου ότι τα ακυρωτικά αιτήματα έγιναν δεκτά λόγω του ότι οι εργασίες της υγειονομικής επιτροπής πάσχουν τυπικό ελάττωμα, δεν εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της ουσίας, κατά μείζονα δε λόγο ούτε επί του ποσοΰ ενδεχόμενης απαιτήσεως της προσφεύγουσας έναντι της καθής δυνάμει του άρθρου 73 του ΚΥΚ. Συνεπώς, τα στοιχεία αυτά πρέπει να θεωρηθούν, στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, ως αναπόδεικτα (σκέψη 67).

Διατακτικό:

Το Πρωτοδικείο ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής της 14ης Δεκεμβρίου 1994, περί απορρίψεως της αιτήσεως περί αναγνωρίσεως της επαγγελματικής προελεύσεως της ασθενείας του αποβιώσαντος συζύγου της προσφεύγουσας.

Απορρίπτει το αίτημα αποζημιώσεως.

Παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί του αιτήματος επιδικάσεως τόκων υπερημερίας.