ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 9ης Ιουλίου 1997

Υπόθεση Τ-156/95

Diego Ecliauz Brigaldi κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι — Άρνηση της Επιτροπής να χορηγήσει ειδική εκλογική άδεια και ήμερες ταξιδιού — Παραδεκτό»

Πλήρες κείμενο στην ισπανική γλώσσα   II-509

Αντικείμενο:

Προσφυγές που έχουν ως αντικείμενο, αφενός, την ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής της 2ας Μαΐου 1995, με τις οποίες αυτή αρνήθηκε να χορηγήσει στους προσφεύγοντες ειδική εκλογική άδεια συνοδευόμενη από ημέρες ταξιδιού, για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα στην Ισπανία, όπου διατηρούσαν τη μόνιμη κατοικία τους και όπου μετέβησαν για τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του Ιουνίου 1994, και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να χορηγήσει σε κάθε υπάλληλο τις ημέρες ταξιδιού που χρησιμοποίησε ο καθένας για να μεταβεί να ψηφίσει στην Ισπανία ή να του καταβάλει ποσό ισοδύναμο προς τις ημέρες που χρησιμοποίησε.

Αποτέλεσμα:

Απόρριψη.

Επιτομή της αποφάσεως

Το άρθρο 57 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΚΥΚ) ορίζει ότι στον υπάλληλο μπορεί κατ' εξαίρεση να χορηγηθεί ειδική άδεια κατόπιν αιτήσεως του. Το παράρτημα V του ΚΥΚ ορίζει τη διαδικασία χορηγήσεως των αδειών αυτών. Η απόφαση 201/92 των προϊσταμένων διοικήσεως (απόφαση 201/92), που τέθηκε σε εφαρμογή με την από 24 Ιανουαρίου 1992 εσωτερική οδηγία της Επιτροπής, σχετικά με την ειδική εκλογική άδεια και τις ήμερες ταξιδιού, ορίζει ότι η ειδική άδεια και οι ήμερες ταξιδιού δεν χορηγούνται αν η ψήφος δι' αλληλογραφίας ή η ψήφος στα γραφεία των διπλωματικών ή προξενικών αρχών είναι δυνατή, χωρίς να διακυβεύεται η δυνατότητα για τους μονίμους και λοιπούς υπαλλήλους να ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα επ' ευκαιρία άλλων εκλογών. Το Βασίλειο της Ισπανίας προβλέπει για τους πολίτες του που διαμένουν στην αλλοδαπή τη δυνατότητα να εγγράφονται στο προξενείο τους και εν συνεχεία να ψηφίζουν δι' αλληλογραφίας. Ο εκλογικός κατάλογος που τηρείται προς τούτο στα προξενεία καλείται Censo Electoral de Residentes Ausentes (CERA).

Οι προσφεύγοντες, όλοι υπάλληλοι της Επιτροπής και ισπανικής ιθαγενείας, διατήρησαν πάντοτε, από της προσλήψεως τους, τη μόνιμη κατοικία τους στην Ισπανία. Ζητούν ειδική άδεια μαζί με ημέρες ταξιδιού, προκείμενου να μεταβούν για να ψηφίσουν οτην Ισπανία επ' ευκαιρία των εκλογών προς ανάδειξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 12 Ιουλίου 1994. Αυτή η δυνατότητα τους είχε παρασχεθεί κατά τις προηγούμενες εκλογές στην Ισπανία αφότου είχαν προσληφθεί ως μόνιμοι υπάλληλοι στην Επιτροπή. Στο τέλος Σεπτεμβρίου 1994, οι προσφεύγοντες πληροφορήθηκαν ότι οι ημέρες που αυτοί χρησιμοποίησαν για να μεταβούν να ψηφίσουν στην Ισπανία δεν ελήφθησαν υπόψη ως ειδική εκλογική άδεια ούτε ως ημέρες ταξιδιού.

Ορισμένοι προσφεύγοντες (υπάλληλοι του πίνακα Α) υπέβαλαν αντιστοίχως διοικητικές ενστάσεις βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ μεταξύ 15 και 19 Δεκεμβρίου 1994.

Όλοι έλαβαν γραπτή αρνητική απάντηση, στις 8 Μαΐου 1995, με την οποία πληροφορήθηκαν την απόφαση που έλαβε η Επιτροπή στις 2 Μαΐου ως προς τον καθένα και τους κοινοποιήθηκε στις 10 Μαΐου το ενωρίτερο.

Αλλοι προσφεύγοντες (υπάλληλοι του πίνακα Β) υπέβαλαν τη διοικητική τους ένσταση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ στις 14 ή στις 15 Δεκεμβρίου 1994. Επειδή δεν έλαβαν καμιά απάντηση εκ μέρους της Επιτροπής, με το δικόγραφο της προσφυγής τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 9 Αυγούστου 1995, προβάλλουν ότι οι διοικητικές τους ενστάσεις απορρίφθηκαν σιωπηρώς.

Ωστόσο, με το υπόμνημα τους απαντήσεως, οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι όλοι οι υπάλληλοι του πίνακα Β έλαβαν καθυστερημένα γραπτή αρνητική απάντηση, μετά την άσκηση της παρούσας προσφυγής.

Επί του παραδεκτού

Δεν αμφισβητείται ότι οι υπάλληλοι του πίνακα Β υπέβαλαν αντιστοίχως τις διοικητικές τους ενστάσεις στις 14 ή στις 15 Δεκεμβρίου 1994. Κατά το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, η έλλειψη ρητής απαντήσεως εκ μέρους της Επιτροπής εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από της ημέρας υποβολής της διοικητικής ενστάσεως σημαίνει σιωπηρή απορριπτική απόφαση που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής. Κατά το άρθρο 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, η προσφυγή κατά μιας τέτοιας σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως πρέπει να ασκηθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών από της λήξεως της προθεσμίας απαντήσεως. Ωστόσο, η προσφυγή ασκήθηκε μόλις στις 9 Αυγούστου 1995, δηλαδή εκτός της προθεσμίας που τάσσει ο ΚΥΚ και της παρεκτάσεως λόγω αποστάσεως. Οι προσφεύγοντες επικαλούνται λόγους οικονομίας της διαδικασίας για να δικαιολογήσουν την εκπρόθεσμη κατάθεση της προσφυγής. Όμως, οι προθεσμίες που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ είναι δημοσίας τάξεως και, δεδομένου ότι έχουν θεσπιστεί προκειμένου να διασφαλίζουν τη σαφήνεια και την ασφάλεια των εννόμων καταστάσεων, δεν αποτελούν μέσο που είναι στη διακριτική ευχέρεια των διαδίκων ή του δικαστή (σκέιρη 19).

Παραπομπή: ΔΕΚ, 7 Μαίου 1986, 191/84, Barcelia κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1541, σκέψη 12· ΔΕΚ, 4 Φεβρουαρίου 1987, 302/85, Pressler-Hoeft κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1987, σ. 513, σκέψη 5· ΠΕΚ, 14 Ιουνίου 1993, Τ-55/92, Knijff κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1993, σ. Π-823, σκέψη 27· ΠΕΚ, 22 Σεπτεμβρίου 1994, Τ-495/93, Carrer κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. II-651, σκέψη 20

Το Πρωτοδικείο, επομένως, δεν μπορεί να καταλήξει στο παραδεκτό της προσφυγής καθόσον ασκήθηκε από τους υπαλλήλους του πίνακα Β, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι, όσον αφορά τους υπαλλήλους αυτούς, η προσφυγή ασκήθηκε εκτός της τασσομένης προθεσμίας (σκέψη 20).

Επιπλέον, το γεγονός ότι οι υπάλληλοι του πίνακα Β έλαβαν τη ρητή απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής τους ενστάσεως μετά την άσκηοη της προσφυγής δεν δικαιολογεί καμιά παρέκταση της τασσομένης προς άσκηση της προσφυγής τους προθεσμίας. Από το άρθρο 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ προκύπτει σαφώς ότι η ρητή απορριπτική απόφαση μιας διοικητικής ενστάσεως, η οποία λαμβάνεται μετά τη σιωπηρή απορριπτική απόφαση, έχει ως αποτέλεσμα να αρχίζει εκ νέου η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής μόνον αν η απόφαση ληφθεί εντός της προθεσμίας αυτής. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ρητές απορριπτικές αποφάσεις περιήλθαν στους υπαλλήλους του πίνακα Β μετά τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής και, επομένως, δεν άρχισε νέα προθεσμία ως προς αυτούς (σκέψη 21).

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφυγή, καθόσον ασκήθηκε από τους υπαλλήλους του πίνακα Β, πρέπει να κριθεί απαράδεκτη (σκέψη 22).

Η ρητή απορριπτική απόφαση της διοικητικής ενστάσεως μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει πράξη δυναμένη να προσβληθεί, δεδομένου ότι η προσφυγή υπαλλήλου η οποία τύποις βάλλει κατά της ρητής ή σιωπηρής απορρίψεως της υποβληθείσας βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προηγούμενης διοικητικής ενστάσεως έχει ως αποτέλεσμα να θέτει υπό την κρίση του Πρωτοδικείου τη βλαπτική πράξη κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (σκέψη 23).

Παραπομπή: ΠΕΚ, 16 Οκτωβρίου 1996, Τ-36/94, Capitanio κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. II-1279, σκέψη 33, και τις αποφάσεις που παρατίθενται ο' αυτήν

Το αίτημα των προσφευγόντων με το οποίο ζητείται από το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει την Επιτροπή να τους χορηγήσει τις ημέρες ταξιδιού που χρησιμοποίησαν ή ποσό ισοδύναμο προς τις ημέρες αυτές είναι απαράδεκτο, διότι δεν απόκειται στο Πρωτοδικείο, χωρίς να σφετεριστεί τις εξουσίες των κοινοτικών οργάνων, να απευθύνει στα όργανα αυτά διαταγές ή να τα υποκαταστήσει (σκέτ1)η 24).

Παραπομπή: ΠΕΚ, 20 Μαρτίου 1991, Τ-1/90, Pćrez-Mfnguez Casariego κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II-143, σκέψη 91· ΠΕΚ, 27 Ιουνίου 1991, Τ-156/89, Valverde Mordi κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1991, σ. II-407, σκέψη 150

Μόνο παραδεκτό είναι το αίτημα περί ακυρώσεως των αποφάσεων της Επιτροπής της 2ας Μαΐου 1995, με τις οποίες αυτή αρνήθηκε να χορηγήσει στους υπαλλήλους του πίνακα Α την ειδική εκλογική άδεια συνοδευόμενη από ημέρες ταξιδιού (σκέψη 25).

Επί της ουσίας

Οι προσφεύγοντες επικαλούνται τέσσερις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη των αιτημάτων τους, που αντλούν αντιστοίχως από το πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως των πραγματικών και νομικών περιστατικών, την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, τη μη τήρηση της διαδικασίας «διαβουλεύσεως» για την τροποποίηση του καθεστώτος της ειδικής εκλογικής άδειας και την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (σκέτρη 26).

Επί του πρώτον λόγου ακυρώσεως που αντλείται, από το πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως των πραγματικών και νομικών περιστατικών

Οι προσφεύγοντες επικαλούνται το άρθρο 12, στοιχείο β', του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που προσαρτήθηκε στη Συνθήκη για την ίδρυση Ενιαίου Συμβουλίου και Ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 8ης Απριλίου 1965 (πρωτόκολλο), το οποίο ορίζει ότι, στην επικράτεια κάθε κράτους μέλους και ανεξαρτήτως ιθαγενείας, οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων δεν υπόκεινται, όπως και οι σύζυγοι τους και τα συντηρούμενα από αυτούς μέλη της οικογενείας τους, στους περιορισμούς διακινήσεως και στις διατυπώσεις εγγραφής στα μητρώα αλλοδαπών. Η διάταξη αυτή επιτρέπει στους κοινοτικούς υπαλλήλους να διατηρήσουν τη μόνιμη κατοικία τους στη χώρα καταγωγής τους. Επομένως, οι προσφεύγοντες δεν πρέπει να υποχρεωθούν να εγκαταστήσουν την κατοικία τους στο Βέλγιο προκειμένου να έχουν το δικαίωμα ψήφου δι' αλληλογραφίας (σκέψη 28).

Επειδή οι υπάλληλοι υποχρεούνται, δυνάμει του άρθρου 20 του ΚΥΚ, να διαμένουν στον τόπο υπηρεσίας τους, ή στην κατάλληλη απόσταση, το άρθρο 12, στοιχείο β', του πρωτοκόλλου προβλέπει ότι δεν υπόκεινται στους περιορισμούς διακινήσεως και στις διατυπώσεις εγγραφής στα μητρώα αλλοδαπών, προκειμένου να διευκολύνει την εγκατάσταση τους σε οποιοδήποτε κράτος μέλος. Επομένως, το άρθρο 12, στοιχείο β', αφορά ουσιαστικά τις σχέσεις μεταξύ των υπαλλήλων και του κράτους υπηρεσίας. Αντιθέτως, δεν αφορά τις σχέσεις μεταξύ των υπαλλήλων και του κράτους καταγωγής τους (σκέψη 35).

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

Η δυσμενής διάκριση συνίσταται στην αντιμετώπιση παρόμοιων καταστάσεων κατά τρόπο διαφορετικό εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικά (σκέψη 47).

Παραπομπή: ΔΕΚ, 4 Φεβρουαρίου 1982, 817/79, Buyl κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 245, σκέψη 29· ΔΕΚ, 2 Δεκεμβρίου 1982, 198/81 έως 202/81, Micheli κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 4145, σκέψη 6· ΠΕΚ, 26 Οκτωβρίου 1993, Τ-6/92 και Τ-32/92, Remare κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. Π-1047, σκέψη 103

Μολονότι είναι αληθές ότι ορισμένα κοινοτικά όργανα χορηγούν ειδική εκλογική άδεια, πρόκειται, παρ' όλ' αυτά, για πλεονέκτημα που, ελλείψει οποιασδήποτε νομικής υποχρεώσεως απορρέουσας από τον ΚΥΚ, παρέχεται χαριστικώς. Επομένως, στην προκειμένη τουλάχιστον περίπτωση, η Επιτροπή δεν έχει καμιά υποχρέωση να εξασφαλίσει στους μονίμους και λοιπούς υπαλλήλους της την ίδια μεταχείριση με εκείνη που εξασφαλίζει στους υπαλλήλους του το Συμβούλιο και η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Συνεπώς, το γεγονός ότι υπάλληλοι άλλων κοινοτικών οργάνων έλαβαν τις εν λόγω ημέρες αδείας δεν αποτελεί παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων (σκέψη 48).

Παραπομπή: ΔΕΚ, 18 Ιανουαρίου 1990, C-193/87 και C-194/87, Maurissen και Union syndicale κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1990, σ. I-95, σκέψεις 26 και 27

Η Επιτροπή δεν αντιμετώπισε παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό χωρίς αντικειμενική δικαιολογία. Οι προσφεύγοντες δεν στήριξαν τον ισχυρισμό τους ότι η απόφαση της Επιτροπής αποτελεί δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγενείας, καθόσον η άρνηση που τους αντιτάχθηκε δεν οφείλεται στην ιθαγένεια τους αλλά στο γεγονός ότι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις που απαιτεί η απόφαση 201/92 για να λάβουν ειδική εκλογική άδεια συνοδευόμενη από ημέρες ταξιδιού (σκέψη 49).

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από τη μη τήρηση της διαδικασίας «διαβουλεύσεως) για την τροποποίηση του καθεστώτος της ειδικής εκλογικής αδείας

Η φράση «γενικές διατάξεις προς εκτέλεση του παρόντος κανονισμού» που περιλαμβάνει το άρθρο 110 του ΚΥΚ αφορά πρωτίστως τα μέτρα εφαρμογής που προβλέπουν ρητά ορισμένες ειδικές διατάξεις του ΚΥΚ. Ελλείψει ρητής διατάξεως, η υποχρέωση θεσπίσεως εκτελεστικών μέτρων υποκείμενων στις τυπικές προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου δεν μπορεί να γίνει δεκτή παρά μόνον κατ' εξαίρεση, δηλαδή όταν οι διατάξεις του ΚΥΚ δεν έχουν σαφήνεια και ακρίβεια σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν προσφέρονται προς εκτέλεση που να στερείται αυθαιρεσίας. Το άρθρο 57 του ΚΥΚ και το άρθρο 6 του παραρτήματος V αυτού δεν αποτελούν τέτοιες ειδικές διατάξεις (σκέψη 53).

Παραπομπή: ΔΕΚ, 8 Ιουλίου 1965, 110/63, Willame κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 147

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Ένας υπάλληλος δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης παρά μόνον όταν η διοίκηση του δημιούργησε βάσιμες ελπίδες. Το γεγονός ότι στο παρελθόν χορηγήθηκαν στους προσφεύγοντες ειδική άδεια και ημέρες ταξιδιού δεν αποτελεί συμπεριφορά της διοικήσεως ικανή να δημιουργήσει τέτοιες ελπίδες (σκέψη 57).

Παραπομπή: ΠΕΚ, 17 Δεκεμβρίου 1992, Τ-20/91, Holtbecker κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-2599, σκέψη 53· ΠΕΚ, 18 Φεβρουαρίου 1993, Τ-45/91, McAvoy κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II-83, σκέψη 56

Διατακτικό:

Το Πρωτοδικείο απορρίπτει την προσφυγή.