ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 1ης Φεβρουαρίου 1996

Υπόθεση Τ-122/95

Daniel Chabert

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι — Επίδομα ατέγης — Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων»

Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα   II-63

Αντικείμενο:

Ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 6ης Οκτωβρίου 1994, με την οποία υποχρεώθηκε ο προσφεύγων να επιστρέψει το ποσό των 215354 βελγικών φράγκων (BFR) που είχε εισπράξει χωρίς νόμιμη αιτία ως επίδομα στέγης, και αίτημα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να επιστρέψει τα ποσά που έχει παρακρατήσει από τις αποδοχές του προσφεύγοντος από τον Νοέμβριο του 1994, εντόκως προς 8 % ετησίως.

Αποτέλεσμα:

Απόρριψη.

Επιτομή της αποφάσεως

Ο προσφεύγων ήταν νυμφευμένος με την C, επίσης υπάλληλο της Επιτροπής, από την οποία διεζεύχθη τον Φεβρουάριο του 84.

Με υπηρεσιακό σημείωμα της 1ης Φεβρουαρίου 1984, ο προσφεύγων ζήτησε από τον προϊστάμενο του τμήματος «διοικητικά και χρηματοοικονομικά δικαιώματα» να καταβάλλει στον λογαριασμό της C, από τις 15 Μαρτίου 1984, ένα μέρος του επιδόματος που εισέπραττε ως αρχηγός οικογενείας, και συγκεκριμένα το ποσό που αυτή θα ελάμβανε αν είχε δικαίωμα επί του επιδόματος αυτού, ήτοι το 5 % του βασικού μισθού της, το δε υπόλοιπο του επιδόματος στον προσφεύγοντα.

Η Επιτροπή, από τον Μάρτιο του 1984 και εντεύθεν, κατανέμει το εν λόγω επίδομα στέγης. Σύμφωνα με την κατανομή αυτή, η πρώην σύζυγος του προσφεύγοντος λαμβάνει, από τον Μάρτιο του 1984, επίδομα στέγης ίσο προς το 5 % του βασικού της μισθού, ενώ στον προσφεύγοντα χορηγείται μεν επίδομα στέγης ίσο προς το 5 % του βασικού του μισθού, πλην όμως αφαιρείται απ' αυτό το ποσό που καταβάλλεται στην πρώην σύζυγο του.

Κατά συνέπεια, τα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματα των αποδοχών του προσφεύγοντος περιλαμβάνουν, από τον Μάρτιο του 1984, δύο ειδικές μνείες για το επίδομα στέγης, οι οποίες αφορούν, αφενός, το επίδομα που καταβάλλεται στον δικαιούχο και, αφετέρου, το επίδομα στέγης που καταβάλλεται σε άλλο πρόσωπο, όπου αναφέρεται η μείωση που αντιστοιχεί στο ποσό του επιδόματος που εισπράττει η πρώην σύζυγος του προσφεύγοντος. Από τον Απρίλιο του 1984, το ποσό που αναγραφόταν στην τελευταία αυτή μνεία ήταν 4266 BFR, ποσό το οποίο παρέμεινε αμετάβλητο έως τον Απρίλιο του 1994.

Κατά τη διάρκεια ελέγχου που πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 1994, διαπιστώθηκε ότι το ποσό των 4266 BFR, το οποίο αφαιρείτο χωρίς μεταβολές επί δέκα και πλέον έτη, δεν αντιστοιχούσε στην κράτηση που έπρεπε να γίνεται στο πλαίσιο της μνείας «επίδομα στέγης που καταβάλλεται σε άλλο πρόσωπο». Συγκεκριμένα, το επίδομα στέγης που εισέπραττε η πρώην σύζυγος του προσφεύγοντος είχε αυξηθεί, κατόπιν διαδοχικών αυξήσεων του βασικού της μισθού, από 4266 BFR τον Απρίλιο του 1984 σε 7451 BFR τον Ιανουάριο του 1994. Πραγματοποιήθηκε διορθωτικός υπολογισμός από τον Μάρτιο του 1984, από τον οποίο προκύπτει ότι ο προσφεύγων είχε, χωρίς νόμιμη αιτία, εισπράξει, κατά την εν λόγω περίοδο, συνολικό ποσό 215354 BFR.

Με υπηρεσιακό σημείωμα της 6ης Οκτωβρίου 1994, που είχε ως αντικείμενο την «τακτοποίηση» των επιδομάτων στέγης που καταβάλλονταν σε άλλο πρόσωπο, η Επιτροπή κοινοποίησε στον προσφεύγοντα το αποτέλεσμα του διορθωτικού αυτού υπολογισμού, καθώς και απόφαση περί αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων σύμφωνα με χρονοδιάγραμμα που εκτεινόταν από τον Νοέμβριο του 1994 έως τον Σεπτέμβριο του 1996.

Κατά της αποφάσεως αυτής, ο προσφεύγων υπέβαλε, στις 11 Νοεμβρίου 1994, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΚΥΚ), διοικητική ένσταση, με την οποία αμφισβήτησε ότι γνώριζε την αντικανονικότητα της καταβολής του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού. Στις 22 Φεβρουαρίου 1995, η Επιτροπή αποφάσισε να απορρίψει τη διοικητική αυτή ένσταση.

Επί της ουσίας

Επί του μοναδικού λόγου ακυρώσεως που συνίσταται στην παράβαση του άρθρου 85 του ΚΥΚ

Ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί την αντικανονικότητα των επιδίκων καταβολών, η δε Επιτροπή δεν ισχυρίζεται ότι ο προσφεύγων είχε πράγματι γνώση της αντικανονικότητας αυτής. Κατά συνέπεια, εφόσον πρόκειται για την δεύτερη περίπτωση του άρθρου 85 του ΚΥΚ, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον η αντικανονικότητα των καταβολών προς τον προσφεύγοντα ήταν τόσον εμφανής ώστε ο προσφεύγων δεν ήταν δυνατό να μην την έχει αντιληφθεί. Προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, πρέπει να εξεταστούν οι συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η καταβολή (σκέψη 31).

ΙΙαραπομπή: ΛΗΚ, 27 Ιουνίου 1973, 71/72, Kulli κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 595, σκοψη 11

Το άρθρο 85 του ΚΥΚ έχει την έννοια ότι ο ενδιαφερόμενος δεν απαλλάσσεται από κάθε προσπάθεια σκέψεως ή ελέγχου, αλλά, αντιθέτως, σημαίνει ότι οφείλεται επιστροφή όταν πρόκειται για σφάλμα που δεν διαφεύγει από έναν υπάλληλο που καταβάλλει τη συνήθη επιμέλεια και ο οποίος θεωρείται ότι γνωρίζει τους κανόνες που διέπουν τον μισθό του (σκέψη 32).

Παραπομπή: ΔΕΚ, 11 Ιουλίου 1979, 252/78, Broe κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/11, α 165, σκέιμη 13· ΔΕΚ, 17 Ιανουαρίου 1989, 310/87, Stempels κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 43, σκέψη 10· ΠΕΚ, 13 Μαρτίου 1990, Τ-34/89 και Τ-67/89, Costacurta κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II-93, σκέψη 39· ΠΕΚ, 10 Φεβρουαρίου 1994, Τ-107/92, White κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. II-143, σκέψη 33

Η εκ μέρους της διοικήσεως αμέλεια ή πλάνη κατά τον καθορισμό των χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων ενός υπαλλήλου δεν ασκεί επιρροή ως προς την εφαρμογή του άρθρου 85 του ΚΥΚ, το οποίο προϋποθέτει ακριβώς ότι η διοίκηση πλανήθηκε προβαίνοντας στην αντικανονική καταβολή (σκέψη 34).

Παραπομπή: ΠΕΚ, 24 Φεβρουαρίου 1994, Τ-38/93, Stahlschmidt κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. II-227, σκέψη 23

Δεν είναι απαραίτητο να μπορεί ο υπάλληλος, στο πλαίσιο του καθήκοντος επιμελείας που υπέχει, να καθορίσει με ακρίβεια την έκταση του σφάλματος της διοικήσεως. Αντιθέτως, αρκεί να αμφιβάλει ως προς την κανονικότητα των επίμαχων καταβολών, οπότε είναι υποχρεωμένος να ενημερώσει σχετικά τη διοίκηση ώστε αυτή να προβεί στους αναγκαίους ελέγχους (σκέι|)η 35).

Παραπομπή: Προμνησθείσα απόφαση White κατά Επιτροπής, σκέψη 42

'Εστω και αν ο προσφεύγων δεν μπορούσε να προβεί σε ακριβή αριθμητικό υπολογισμό του διαπραχθέντος σφάλματος, το γεγονός ότι το ποσό που παρακρατούνταν υπό τη μνεία «επίδομα στέγης που καταβάλλεται σε άλλο πρόσωπο» παρέμενε συνεχώς το ίδιο, και τούτο επί χρονικό διάστημα υπερβαίνον τη δεκαετία, έπρεπε να του έχει δημιουργήσει αμφιβολίες και, ενόψει της περιστάσεως αυτής, να τον ωθήσει να ζητήσει από την αρμόδια υπηρεσία να διενεργήσει σχετικό λογιστικό έλεγχο (σκέψη 36).

Ο προσφεύγων όφειλε να γνωρίζει ότι ο μισθός της πρώην συζύγου του, όπως και ο δικός του μισθός, μπορούσε να αυξηθεί με τις ετήσιες αναπροσαρμογές, καθώς και με τις περιοδικές προαγωγές κατά κλιμάκιο και, ενδεχομένως, κατά βαθμό, έστω και αν η πρώην σύζυγος του δεν του παρείχε σχετικές πληροφορίες. Συνεπώς, το γεγονός ότι το ύι|)ος του επιδόματος στέγης που αναγραφόταν στη μνεία «επίδομα στέγης που καταβάλλεται σε άλλο πρόσωπο» παρέμενε σταθερό, ενώ το ύψος του επιδόματος στέγης που εισέπραττε ως δικαιούχος ο προσφεύγων είχε προοδευτικά διπλασιαστεί στο ίδιο χρονικό διάστημα, έπρεπε να του δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς την κανονικότητα των καταβαλλομένων σ' αυτόν ποσών, και τούτο ακόμα και αν δεν είχε ακριβή και λεπτομερή γνώση του ύψους των αποδοχών της πρώην συζύγου του (σκέτρη 37).

Καθοριστικό στοιχείο του εμφανούς της αντικανονικότητας των επιδίκων καταβολών δεν είναι το ύψος των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών αλλά το γεγονός ότι το ποσό που παρακρατούνταν ως «επίδομα στέγης καταβαλλόμενο σε άλλο πρόσωπο» παρέμεινε πάντοτε το ίδιο επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ετών. Επιπλέον, ο προσφεύγων γνώριζε ότι τα ποσά που εισέπραττε ως επίδομα στέγης αποτελούσαν το υπόλοιπο ενός συνολικού ποσού (σκέψη 38).

Τα εκκαθαριστικά σημειώματα των αποδοχών δεν είναι έγγραφα δυσανάγνωστα και ακατάληπτα. Πράγματι, η ανάγνωση αυτών των εκκαθαριστικών σημειωμάτων είναι σχετικά απλή, δεδομένου ότι ο αριθμός των αναγραφομένων ποσών είναι περιορισμένος και οι χαρακτηρισμοί εύκολα κατανοητοί, πράγμα το οποίο, εξάλλου, δεν αμφισβήτησε ο δικηγόρος του προσφεύγοντος κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση (σκέψη 39).

Κατά πάγια νομολογία, όσον αφορά τις νοητικές ικανότητες που μπορούν να απαιτηθούν από έναν υπάλληλο προς τον οποίο έχουν αχρεωστήτως καταβληθεί ορισμένα ποσά, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, η ικανότητα του ενδιαφερομένου υπάλληλου να προβαίνει στις αναγκαίες εξακριβώσεις (σκέψη 40).

Παραπομπή: ΠΒΚ, 10 Μαίου 1990, Τ-117/89, Sens κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Π-185, σκέψη 14· ΠΕΚ, 28 Φεβρουαρίου 1991, Τ-124/89, Kormeier κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, ο. Π-125, σκέψη 18· προμνησθείσα απόφαση Stahlschmidt κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 19

Τα στοιχεία που λαμβάνονται συναφώς υπόψη αφορούν το επίπεδο των ευθυνών του υπαλλήλου, την κατάρτιση του, τον βαθμό και την αρχαιότητα του, καθώς και την επαγγελματική του πείρα στη διαχείριση της κοινοτικής δημόσιας διοικήσεως (σκέψη 40).

Παραπομπή: Προμνησθείσα απόφαση White κατά Επιτροπής, σκέψη 43· ΠΕΚ, 13 Ιουλίου 1995, Τ-545/93, Kschwendt κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. II-565, σκέψη 104

Ο προσφεύγων, ως κύριος βοηθός διοικήσεως βαθμού Β 1, κατέχει σχετικά υψηλή θέση και διαθέτει επίσης σημαντική αρχαιότητα στην υπηρεσία. Εξάλλου, ήδη από την αρχή της σταδιοδρομίας του, η οποία καλύπτει πλέον των τριάντα ετών στην υπηρεσία της κοινοτικής δημοσίας διοικήσεως, ήταν τοποθετημένος σχεδόν αποκλειστικά στις διοικητικές υπηρεσίες της Επιτροπής τις επιφορτισμένες με τη διαχείριση του προσωπικού του καθού οργάνου (σκέψη 41).

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο προσφεύγων ήταν σε θέση, επιδεικνύοντας τη συνήθη επιμέλεια, να αντιληφθεί το σφάλμα της διοικήσεως (σκέψη 42).

Διατακτικό:

Το Πρωτοδικείο απορρίπτει την προσφυγή.