61995O0293

Διάταξη του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 28ης Νοεμβρίου 1996. - Οδηγήτρια AAE κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αίτηση αναιρέσεως - Εξωσυμβατική ευθύνη - Συμφωνίες αλιείας ΕΟΚ/Σενεγάλη και Γουϊνέα-Μπισάου - Σύλληψη σκάφους - Κοινοτική άδεια. - Υπόθεση C-293/95 P.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-06129


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Αναίρεση * Λόγοι * Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών * Απαράδεκτο * Απόρριψη

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 168 Α Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 51, εδ. 1)

2. Αναίρεση * Λόγοι * Απλή επανάληψη των προβληθέντων ενώπιον του Πρωτοδικείου λόγων και επιχειρημάτων * Απαράδεκτο * Απόρριψη

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 168 Α Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 51 Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 PAR 1, στοιχ. γ')

Περίληψη


1. Η βάσει του άρθρου 168 Α της Συνθήκης αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και ο περιορισμός αυτός συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί συνεπώς να στηρίζεται παρά μόνο σε λόγους που αφορούν παράβαση νομικών κανόνων, αποκλειομένης οποιασδήποτε εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και, συνεπώς, είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό που με το δικόγραφο προσάπτεται στο Πρωτοδικείο ότι αποφάνθηκε κατά παράβαση νομικών κανόνων, την τήρηση των οποίων όφειλε να διασφαλίσει.

2. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 168 Α της Συνθήκης και του άρθρου 51 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ', του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να αναφέρει κατά τρόπο σαφή τα προσβαλλόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η ακύρωση καθώς και τα νομικά επιχειρήματα στα οποία θεμελιώνεται ειδικά το αίτημα αυτό.

Δεν πληρούν την ανωτέρω προϋπόθεση λόγοι που περιορίζονται στο να επαναλάβουν ή να αναπαραγάγουν κατά γράμμα τα ήδη προβληθέντα ενώπιον του Πρωτοδικείου επιχειρήματα, χωρίς να περιέχουν κανένα νομικό επιχείρημα προς στήριξη των αναιρετικών αιτημάτων. Πράγματι, τέτοιοι λόγοι αποβλέπουν, στην πραγματικότητα, στην απλή επανεξέταση του δικογράφου της αγωγής και του υπομνήματος αντικρούσεως που κατατέθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου, με αποτέλεσμα να εκφεύγουν της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-293/95 P,

Οδηγήτρια ΑΑΕ, εταιρία ελληνικού δικαίου, με έδρα την Αθήνα, εκπροσωπούμενη από την Αναστασία Χατζητζανή και τους Γεώργιο Στεφανάκη και Επαμεινώνδα Μαριά, δικηγόρους Αθηνών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τη δικηγόρο Αικατερίνη Thill-Καμιτάκη, 17, boulevard Royal,

αναιρεσείουσα,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 6 Ιουλίου 1995 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πρώτο τμήμα) στην υπόθεση T-572/93, Οδηγήτρια κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2025), και με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,

όπου οι έτεροι διάδικοι είναι:

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τον John Carbery, νομικό σύμβουλο, και τη Σοφία Κυριακοπούλου, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Bruno Eynard, διευθυντή της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad Adenauer,

και

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Μαρία Κοντού-Durande, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και τον Thomas van Rijn, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. Murray, πρόεδρο τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη και P. J. G. Kapteyn (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. B. Elmer

γραμματέας: R. Grass

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Σεπτεμβρίου 1995, η Οδηγήτρια ΑΑΕ άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 6 Ιουλίου 1995 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πρώτο τμήμα) στην υπόθεση Τ-572/93, Οδηγήτρια κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2025, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη η ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ αγωγή, αντικείμενο της οποίας ήταν η αναγνώριση της ευθύνης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας λόγω της ζημίας που υπέστη η αναιρεσείουσα και η αποκατάστασή της υπό μορφή αποζημιώσεως ύψους 102 446 183 δραχμών, εντόκως προς 24 % από της καταθέσεως της αγωγής.

2 Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της ενώπιόν του ασκηθείσας αγωγής, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι:

"1 Η παρούσα δίκη είναι απόρροια διαφοράς μεταξύ της Δημοκρατίας της Σενεγάλης (στο εξής: Σενεγάλη) και της Δημοκρατίας της Γουϊνέας-Μπισάου (στο εξής: Γουϊνέα-Μπισάου) σχετικά με την ακριβή οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών τους. Η διαφορά ανέκυψε λόγω διαφορετικής ερμηνείας μιας μεθοριακής συμφωνίας που είχαν συνάψει το 1960, ήτοι πριν από την ανεξαρτησία των ανωτέρω κρατών, η Γαλλική Δημοκρατία και η Πορτογαλική Δημοκρατία.

2 Το 1985 τα εμπλεκόμενα στη διαφορά αυτή μέρη συμφώνησαν να την υποβάλουν σε διαιτησία. Η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε στις 31 Ιουλίου 1989.

3 Στις 2 Αυγούστου 1989, η Γουϊνέα-Μπισάου αμφισβήτησε, με έγγραφη ανακοίνωση, τη διαιτητική απόφαση και γνωστοποίησε την πρόθεσή της να προσφύγει και πάλι στη δικαιοσύνη. Η Κυβέρνηση της Γουϊνέας-Μπισάου προέβη και στην ακόλουθη δήλωση '(...) η Γουϊνέα-Μπισάου, μεριμνώντας για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του λαού της, προτίθεται να έχει έντονη παρουσία στην περιοχή με σκοπό την εκμετάλλευση των βιολογικών πόρων της και δεν πρόκειται να δεχθεί οποιαδήποτε παρακώλυση της εκμεταλλεύσεως αυτής και του ελέγχου της εκ μέρους των αρμοδίων αρχών' . Η ανωτέρω δήλωση και η ανακοίνωση της 2ας Αυγούστου 1989 διαβιβάστηκαν στις 14 Αυγούστου 1989 στα υπουργεία εξωτερικών των κρατών μελών, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

4 Στη συνέχεια, η Γουϊνέα-Μπισάου προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (στο εξής: ΔΔ) και ζήτησε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Με διάταξη του ΔΔ της 2ας Μαρτίου 1990, η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε. Με απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1991 το ΔΔ επικύρωσε τη διαιτητική απόφαση. Κατόπιν αυτού, οι αρχές της Γουϊνέας-Μπισάου αποφάσισαν να προσφύγουν στο ΔΔ προκειμένου να επιληφθεί της ουσίας της διαφοράς. Εξ όσων γνωρίζει η Επιτροπή, η διαδικασία αυτή δεν έχει περατωθεί εισέτι.

5 Εν τω μεταξύ, στις 15 Ιουνίου 1979, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (στο εξής: ΕΟΚ) συνήψε με την Κυβέρνηση της Σενεγάλης συμφωνία περί αλιείας στα ανοικτά των ακτών της Σενεγάλης. Η εν λόγω συμφωνία εγκρίθηκε εξ ονόματος της ΕΟΚ με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2212/80 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1980, περί συνάψεως συμφωνίας μεταξύ της Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας της Σενεγάλης και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας περί αλιείας στα ανοικτά των ακτών της Σενεγάλης, καθώς και περί του πρωτοκόλλου και της ανταλλαγής επιστολών που αναφέρονται στη συμφωνία αυτή (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/021, σ. 126).

6 Το αντικείμενο της συμφωνίας ορίζεται στο άρθρο 1 αυτής: πρόκειται για τον καθορισμό των αρχών και κανόνων που θα διέπουν στο μέλλον τις προϋποθέσεις ασκήσεως αλιείας από τα σκάφη με σημαία κράτους μέλους της Κοινότητας εντός των υδάτων κυριαρχίας ή δικαιοδοσίας της Δημοκρατίας της Σενεγάλης σε θέματα αλιείας. Το άρθρο 4 της συμφωνίας ορίζει ότι η άσκηση αλιευτικών δραστηριοτήτων εντός της αλιευτικής ζώνης της Σενεγάλης εξαρτάται από την κατοχή αδείας, η οποία χορηγείται, κατόπιν αιτήσεως της Κοινότητας, από τις αρχές της Σενεγάλης. Στο παράρτημα Ι της συμφωνίας, υπό Ε, παρατίθενται οι ζώνες εντός των οποίων ισχύουν οι άδειες, σε συνάρτηση με τη φύση της δραστηριότητας και τον τύπο του σκάφους.

7 Στις 27 Φεβρουαρίου 1980, η ΕΟΚ συνήψε και με τη Γουϊνέα-Μπισάου αλιευτική συμφωνία, η οποία εγκρίθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2213/80 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1980, περί συνάψεως της συμφωνίας μεταξύ της Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας της Γουϊνέας-Μπισάου και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας περί της αλιείας στα ανοικτά των ακτών της Γουϊνέας-Μπισάου και περί των δύο ανταλλαγών επιστολών που αναφέρονται σ' αυτή (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/021, σ. 143).

8 Η συμφωνία με τη Σενεγάλη τροποποιήθηκε επανειλημμένως με νέες συμφωνίες μεταξύ των μερών. Στις 4 Φεβρουαρίου 1991, η ΕΟΚ συνήψε και το Συμβούλιο ενέκρινε, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 420/91, σχετικά με τη σύναψη του πρωτοκόλλου για τον καθορισμό των αλιευτικών δικαιωμάτων και της χρηματικής αντισταθμίσεως που προβλέπει η συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας της Σενεγάλης, όσον αφορά την αλιεία στα ανοικτά των ακτών της Σενεγάλης για την περίοδο από 1ης Μαΐου 1990 έως 30 Απριλίου 1992 (ΕΕ 1991, L 53, σ. 1), πρωτόκολλο, το οποίο προσαρτήθηκε στη συμφωνία με τη Σενεγάλη, για τον καθορισμό των δικαιωμάτων αλιείας και της χρηματικής αντισταθμίσεως (στο εξής: πρωτόκολλο της 4ης Φεβρουαρίου 1991). Το πρωτόκολλο εφαρμόστηκε προσωρινώς μετά από ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των συμβαλλομένων.

9 Ομοίως, στις 25 Απριλίου 1990, η ΕΟΚ συνήψε και το Συμβούλιο ενέκρινε, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1235/90, σχετικά με τη σύναψη πρωτοκόλλου για τον καθορισμό των δυνατοτήτων αλιείας και της χρηματικής αντισταθμίσεως που προβλέπει η συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας της Γουϊνέας-Μπισάου περί της αλιείας στα ανοικτά των ακτών της Γουϊνέας-Μπισάου για την περίοδο από 16 Ιουνίου 1989 έως 15 Ιουνίου 1991 (ΕΕ 1990, L 125, σ. 1), πρωτόκολλο, το οποίο προσαρτήθηκε στη συμφωνία με τη Γουϊνέα-Μπισάου, για τον καθορισμό των δυνατοτήτων αλιείας και της χρηματικής αντισταθμίσεως (στο εξής: πρωτόκολλο της 25ης Απριλίου 1990).

10 Το άρθρο 7 του πρωτοκόλλου της 25ης Απριλίου 1990 κατήργησε το παράρτημα της συμφωνίας που συνήφθη με τη Γουϊνέα-Μπισάου και το αντικατέστησε με νέο παράρτημα, το οποίο ορίζει, υπό Κ, την ακολουθούμενη διαδικασία σε περίπτωση νηοψίας [συλλήψεως]:

' Οι αρχές της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στη Γουϊνέα-Μπισάου ενημερώνονται εντός 48 ωρών για οποιαδήποτε νηοψία [σύλληψη] αλιευτικού σκάφους με σημαία κράτους μέλους της Κοινότητας εντός της αλιευτικής ζώνης της Γουϊνέας-Μπισάου, παράλληλα δε τους υποβάλλεται συνοπτική έκθεση των περιστάσεων και λόγων που οδήγησαν σ' αυτήν.

Σε περίπτωση κατά την οποία η υπόθεση αχθεί ενώπιον της αρμοδίας δικαστικής αρχής, οι αρχές της Γουϊνέας-Μπισάου μπορούν να ορίσουν τραπεζική εγγύηση κατόπιν αιτήσεως της Κοινότητας ή του πλοιοκτήτη.

Στην περίπτωση αυτή, οι αρχές της Γουϊνέας-Μπισάου αναλαμβάνουν την υποχρέωση να ελευθερώσουν το σκάφος εντός 24 ωρών από την κατάθεση της τραπεζικής εγγυήσεως.

Η αρμόδια αρχή αποδεσμεύει την τραπεζική εγγύηση άμα τη αθωώσει του πλοιάρχου του σκάφους με δικαστική απόφαση.

Σε περίπτωση κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους το κρίνει αναγκαίο, μπορεί να ζητήσει κατεπείγουσα διαβούλευση δυνάμει του άρθρου 10 της συμφωνίας.'

11 Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Πρεσβεία της Γουϊνέας-Μπισάου στις Βρυξέλλες διαβίβασε στις 11 Μαΐου 1990 στην Επιτροπή την υπ' αριθ. 447/CIJ/90 ρηματική διακοίνωση, προκειμένου να την 'ενημερώσει σχετικά με την εξέλιξη της καταστάσεως στη θαλάσσια περιοχή έμπροσθεν των ακτών της Γουϊνέας-Μπισάου και της Σενεγάλης' . Στη διακοίνωση αυτή γίνεται λόγος για νέο επεισόδιο που έλαβε χώρα στις 11 Απριλίου και για τη σύλληψη από το ναυτικό της Σενεγάλης σοβιετικού αλιευτικού σκάφους που διέθετε άδεια αλιείας εκδοθείσα από τη Γουϊνέα-Μπισάου και που αλίευε, κατά την εκδοχή της Πρεσβείας, σε μη αμφισβητούμενα ύδατα δικαιοδοσίας της Γουϊνέας-Μπισάου. Εν κατακλείδι, με τη ρηματική διακοίνωση κλήθηκε η Επιτροπή να 'φέρει σε γνώση όλων, όσων θα έκρινε η ίδια σκόπιμο να πληροφορήσει, τα άκρως σοβαρά πληροφοριακά αυτά στοιχεία (...)' . Η ανωτέρω διακοίνωση πρωτοκολλήθηκε στην Επιτροπή στις 28 Μαΐου 1990.

12 Στις 14 Μαΐου 1990, το υπό ελληνική σημαία αλιευτικό σκάφος Θεόδωρος Μ, το οποίο ανήκει στην ενάγουσα και είχε αποπλεύσει από τον λιμένα του Ντακάρ στις 10 Μαΐου, κατείχε δε άδεια αλιείας που του είχαν χορηγήσει οι αρχές της Σενεγάλης, συνελήφθη από περιπολικό σκάφος της Γουϊνέας-Μπισάου εντός των αμφισβητουμένων υδάτων. Μετά τη σύλληψη του σκάφους, οι αρχές της Γουϊνέας-Μπισάου προέβησαν σε κατάσχεσή του και δήμευση του φορτίου του, αποτελουμένου από 6 περίπου τόνους αλιευμάτων, καθώς και σε κατάσχεση των ναυτιλιακών εγγράφων του πλοίου. Το Θεόδωρος Μ είχε λάβει άδεια αλιείας από το Υπουργείο Θαλασσίας Αλιείας της Σενεγάλης, όπως προβλέπουν οι διατάξεις της συμφωνίας μεταξύ Σενεγάλης και Κοινότητας. Η αίτηση για τη χορήγηση της ανωτέρω αδείας είχε υποβληθεί στις αρχές της Σενεγάλης μέσω της Επιτροπής και η άδεια είχε χορηγηθεί στο πλοίο της ενάγουσας μέσω της Αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο Ντακάρ.

13 Ο πλοίαρχος του Θεόδωρος Μ παραπέμφθηκε ενώπιον του Λαϊκού Δικαστηρίου του Μπισάου με την κατηγορία ότι αλίευσε, χωρίς να κατέχει την απαιτούμενη προς τούτο άδεια, εντός των υδάτων κυριαρχίας της Γουϊνέας-Μπισάου. Με απόφαση της 28ης Μαΐου 1990, το Λαϊκό Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο πλοίαρχο και τον καταδίκασε σε χρηματική ποινή 213 519 000 pesos Γουϊνέας. Με την απόφαση διαπιστώνεται ότι ο πλοίαρχος ήταν ενήμερος της διαφοράς μεταξύ των δύο Δημοκρατιών σχετικά με τη ζώνη εντός της οποίας συνελήφθη το σκάφος. Το πλοίο ελευθερώθηκε στις 25 Ιουλίου 1990.

14 Με τηλετύπημα της 21ης Ιουνίου 1990, το ελληνικό Υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Θαλασσίας Αλιείας, συνέστησε στον ελληνικό συνεταιρισμό υπερποντίου αλιείας και στην ένωση υπερποντίου αλιείας γαρίδας να συστήσουν στα μέλη τους "να μην αλιεύουν στην εν λόγω περιοχή, η οποία διεκδικείται από τις δύο χώρες, χωρίς να έχουν εξασφαλίσει προηγουμένως άδεια αλιείας τόσο για την αιγιαλίτιδα ζώνη της Γουϊνέας-Μπισάου όσο και της Σενεγάλης."

3 Υπό τις περιστάσεις αυτές, η αναιρεσείουσα άσκησε στις 6 Δεκεμβρίου 1993 ενώπιον Πρωτοδικείου αγωγή, δυνάμει του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω των πράξεων και παραλείψεων των αναιρεσιβλήτων.

Η προσβαλλόμενη απόφαση

4 Προς στήριξη της ενώπιον του Πρωτοδικείου αγωγής της, η αναιρεσείουσα προέβαλε τέσσερις ισχυρισμούς συνισταμένους, πρώτον, σε πταίσμα κατά τη διαπραγμάτευση και σύναψη με τη Γουϊνέα-Μπισάου και τη Σενεγάλη των πρωτοκόλλων, δεύτερον, στην παράλειψη της Επιτροπής να ενημερώσει την ενάγουσα για τη διαφορά μεταξύ της Γουϊνέας-Μπισάου και της Σενεγάλης, τρίτον, στην παράλειψη της Επιτροπής να έλθει σε διαβουλεύσεις, μετά τη σύλληψη του πλοίου της ενάγουσας, με τις αρχές της Γουϊνέας-Μπισάου, κατ' εφαρμογήν του σημείου Κ του παραρτήματος του πρωτοκόλλου της 25ης Απριλίου 1990 και, τέταρτον, στην παράλειψη της Επιτροπής να ζητήσει τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως κατ' εφαρμογήν της ιδίας διατάξεως (σκέψη 23).

5 Με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη.

6 Επί του δευτέρου ισχυρισμού περί της ευθύνης της Επιτροπής λόγω της παραλείψεώς της να ενημερώσει την ενάγουσα ως προς τη διαφορά, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, κατά πρώτον, ότι ο πλοίαρχος του πλοίου της ενάγουσας ήταν ενήμερος της διαφοράς μεταξύ της Γουϊνέας-Μπισάου και της Σενεγάλης ως προς την επίδικη ζώνη και των κινδύνων που διέτρεχε να συλληφθεί εντός αυτής από τις αρχές εκάτερης των δύο Δημοκρατιών, χωρίς να είναι αναγκαία η αυτεπάγγελτη κλήτευση του πλοιάρχου ως μάρτυρα (σκέψη 69).

7 Ακολούθως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, αν ο πλοίαρχος γνώριζε πράγματι τη διαφορά μεταξύ των δύο Δημοκρατιών για την επίδικη ζώνη, η σύλληψη του πλοίου του δεν μπορούσε να εξηγηθεί παρά είτε από το ότι εσκεμμένα επιδίωξε να αλιεύσει εκεί ιδίω κινδύνω είτε από το ότι εκ λάθους πλεύσεως βρέθηκε να αλιεύει εκεί χωρίς να έχει επίγνωση του γεγονότoς (σκέψη 70).

8 Κατόπιν αυτού, το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι, τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση, η παράλειψη της Επιτροπής, συνιστάμενη στο ότι δεν ενημέρωσε την ενάγουσα ως προς τη μεταξύ των δύο κρατών διαφορά, δεν είχε ως συνέπεια τη φερόμενη ζημία και ότι, επομένως, η ζημία αυτή δεν προκλήθηκε από τη συμπεριφορά της Επιτροπής (σκέψεις 71 και 72).

Η αίτηση αναιρέσεως

9 Με την αίτησή της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο, κατά πρώτον, να εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση, ακολούθως, να αναγνωρίσει, δυνάμει του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, την ευθύνη των αναιρεσιβλήτων για τη ζημία που προξένησαν στην αναιρεσείουσα με την πταισματική συμπεριφορά τους και να υποχρεώσει την Κοινότητα στην αποκατάστασή της με την καταβολή αποζημιώσεως ύψους 102 446 183 δραχμών, εντόκως προς 24 % από της καταθέσεως της αγωγής ενώπιον του Πρωτοδικείου, τέλος δε, να καταδικάσει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα.

10 Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα επικαλείται, πρώτον, την παραβίαση της γενικής δικονομικής αρχής ότι ο προβάλλων ισχυρισμό ή ένσταση βαρύνεται και με την απόδειξή τους, δεύτερον, την ύπαρξη σοβαρών παρατυπιών που χαρακτηρίζουν την απόφαση, τρίτον, την έλλειψη αιτιολογίας της, τέταρτον, την εσφαλμένη εκτίμηση των επιχειρημάτων που προέβαλε η αναιρεσείουσα πρωτοδίκως, πέμπτον, αντιφάσεις στο σκεπτικό της αποφάσεως και, έκτον, δικονομικές και ουσιαστικές πλημμέλειες της αποφάσεως σχετικά με την εκπλήρωση εκ μέρους της Επιτροπής της υποχρεώσεώς της για παροχή διπλωματικής προστασίας.

11 Εξάλλου, η Επιτροπή και το Συμβούλιο εκτιμούν ότι η αναίρεση είναι αβάσιμη.

12 Δυνάμει του άρθρου 119 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί, κατά πάσα στάση της δίκης, να την απορρίψει με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς προφορική διαδικασία.

Επί του πρώτου και δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

13 Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι παραβίασε την αρχή "actore non probante reus absolvitur". Κατ' αυτήν, οι αναιρεσίβλητοι, επικαλούμενοι ότι όπως προέκυπτε, ιδίως από την απόφαση του Λαϊκού Δικαστηρίου του Μπισάου, ο πλοίαρχος ήταν ενήμερος της διαφοράς μεταξύ Γουϊνέας-Μπισάου και Σενεγάλης κατά τον χρόνο συλλήψεως του πλοίου του, ισχυρίστηκαν ότι διακόπηκε ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της φερομένης παραβάσεως του καθήκοντος προς ενημέρωση και της ζημίας. Ερωτώντας την αναιρεσείουσα κατά πόσον ο πλοίαρχος ήταν ενήμερος της διαφοράς μεταξύ των δύο αυτών χωρών και στηριζόμενο αποκλειστικά στις απαντήσεις της για να σχηματίσει την πεποίθηση ότι ήταν ενήμερος, το Πρωτοδικείο αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως.

14 Το σκέλος αυτό του πρώτου λόγου αναιρέσεως αφορά τη σκέψη 66 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ιδίως:

"Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο και η Επιτροπή ισχυρίστηκαν ότι, όπως συναγόταν ιδίως από την απόφαση του Λαϊκού Δικαστηρίου του Μπισάου, ο πλοίαρχος ήταν ενήμερος της διαφοράς μεταξύ Γουϊνέας-Μπισάου και Σενεγάλης κατά τον χρόνο συλλήψεως του πλοίου του. Με το υπόμνημά της απαντήσεως, η ενάγουσα αμφισβήτησε τον ανωτέρω ισχυρισμό, χωρίς, πάντως, να διευκρινίσει συγκεκριμένα τι ακριβώς γνώριζε ο πλοίαρχος. Για τον λόγο αυτό, το Πρωτοδικείο κάλεσε την ενάγουσα, στα πλαίσια των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, να λάβει ακριβή θέση επί των πραγματικών περιστατικών που διαπίστωσε το Λαϊκό Δικαστήριο του Μπισάου σε σχέση με το τι γνώριζε ο πλοίαρχος".

15 Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν αντέστρεψε, με τον τρόπο αυτό, το βάρος αποδείξεως, αλλά κάλεσε την αναιρεσείουσα να λάβει θέση επί των πραγματικών περιστατικών τα οποία είχαν διαπιστωθεί με την απόφαση του Λαϊκού Δικαστηρίου του Μπισάου και τα οποία επικαλέστηκαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή ως αποδεικτικά στοιχεία της ελλείψεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της μη ενημερώσεως της αναιρεσείουσας ως προς την ύπαρξη της διαφοράς μεταξύ των εν λόγω δύο κρατών και της φερομένης ζημίας.

16 Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο, το οποίο διατηρούσε αμφιβολίες, έπρεπε να διατάξει την προσκόμιση επιπλέον αποδεικτικών στοιχείων, και τούτο μερίμνη των αναιρεσιβλήτων που προέβαλαν τον ισχυρισμό σχετικά με τα στοιχεία που γνώριζε ο πλοίαρχος. Συναφώς, η αναιρεσείουσα υπενθυμίζει ότι, με το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης, είχε ζητήσει την εξέταση μαρτύρων.

17 Το δεύτερο αυτό σκέλος του πρώτου λόγου στηρίζεται σε προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Από τις σκέψεις 66 και 67 αυτής προκύπτει όχι ότι το Πρωτοδικείο διατηρούσε αμφιβολίες, αλλά ότι η αναιρεσείουσα, κληθείσα, στα πλαίσια των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, να λάβει ακριβή θέση επί των πραγματικών περιστατικών που διαπίστωσε το Λαϊκό Δικαστήριο του Μπισάου και επικαλέστηκαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή ως αποδεικτικά στοιχεία της ελλείψεως αιτιώδους συνδέσμου, απάντησε κατά τρόπο διφορούμενο. Έτσι, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, στη σκέψη 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι "η ενάγουσα δεν απάντησε, παρ' όλον ότι διατάχθηκε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, μη διευκρινίζοντας τι γνώριζε συγκεκριμένα ο πλοίαρχός της, ενώ δεν πρότεινε μάρτυρες, όπως τον πλοίαρχο, για να ανατρέψει τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, τη στιγμή μάλιστα που οι ισχυρισμοί αυτοί ανάγονται στη σφαίρα δράσεως της ενάγουσας".

18 Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 168 Α της Συνθήκης ΕΚ, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και ο περιορισμός αυτός συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου. Έτσι, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να στηρίζεται παρά μόνο σε λόγους που αφορούν παράβαση νομικών κανόνων, αποκλειομένης οποιασδήποτε εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και, συνεπώς, είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό που με το δικόγραφο προσάπτεται στο Πρωτοδικείο ότι αποφάνθηκε κατά παράβαση νομικών κανόνων, την τήρηση των οποίων όφειλε να διασφαλίσει (βλ. διάταξη της 11ης Ιουλίου 1996 στην υπόθεση C-325/94 P, An Taisce και WWF UK κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 28).

19 Υπό την έννοια αυτή, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι προδήλως απαράδεκτο καθό μέρος αφορά την εκτίμηση των εκ μέρους της αναιρεσείουσας απαντήσεων στις ερωτήσεις επί των πραγματικών περιστατικών που έθεσε το Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

20 Επομένως, το πρώτο και δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν το μεν πρώτο, ως προδήλως αβάσιμο, το δε δεύτερο, ως προδήλως απαράδεκτο.

Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, καθώς και επί του δευτέρου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως

21 Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, χρησιμοποιώντας υποθετικό και αμφίβολο λόγο στη σκέψη 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατέληξε ότι "(έπρεπε) να θεωρηθεί ότι ο πλοίαρχος (...) ήταν ενήμερος της διαφοράς (...) και του κινδύνου (...) να συλληφθεί (το πλοίο)".

22 Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι στη σκέψη 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν διατύπωσε με κατηγορηματικό τρόπο το συμπέρασμα στο οποίο ήχθη. Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν σχημάτισε την αναγκαία δικανική πεποίθηση για να καταλήξει σ' αυτό.

23 Σύμφωνα με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογίας, όσον αφορά το σημείο του ισχυρισμού που προέβαλαν οι αναιρεσίβλητοι σχετικά με τη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου. Συγκεκριμένα, δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα επιμέρους πραγματικά περιστατικά, και τα αποδεικτικά μέσα, που το Πρωτοδικείο δέχθηκε ως αποδειχθέντα και που θα επέτρεπαν να συναχθεί με βεβαιότητα η επίμαχη γνώση του πλοιάρχου.

24 Το σύνολο των ανωτέρω επιχειρημάτων στηρίζονται σε προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

25 Κατά πρώτον, το Πρωτοδικείο στη σκέψη 65 της αποφάσεώς του υπενθύμισε ότι, προκειμένου να αναγνωριστεί ευθύνη δυνάμει του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, έπρεπε να εξετασθεί αν η ζημία ήταν απόρροια ενδεχομένης παραβάσεως του καθήκοντος της Επιτροπής προς ενημέρωση. Ορθώς, επομένως, έκρινε, με την ίδια σκέψη, ότι, αν ο πλοίαρχος ήταν ενήμερος της διαφοράς κατά τον χρόνο συλλήψεως του πλοίου του, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν τον ενημέρωσε επί της διαφοράς δεν μπορούσε να ασκήσει καμία επιρροή στην επέλευση της φερομένης ζημίας.

26 Ακολούθως, στις σκέψεις 66 έως 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εξέθεσε τα πραγματικά στοιχεία και τα επιχειρήματα των αντιδίκων ως προς τα σημεία για τα οποία ήταν ενήμερος ο πλοίαρχος. Όπως προκύπτει με σαφήνεια από τις ανωτέρω σκέψεις, τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας δεν κατέρριψαν εκείνα των αναιρεσιβλήτων και δεν έπεισαν το Πρωτοδικείο.

27 Ομοίως, στις σκέψεις 69 και 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο, διατυπώνοντας με σαφήνεια το συμπέρασμά του ότι ο πλοίαρχος ήταν ενήμερος και εκτιμώντας, συνακόλουθα, ότι η σύλληψη του πλοίου μπορούσε να εξηγηθεί μόνον είτε από το ότι εσκεμμένα επιδίωξε να αλιεύσει εκεί ιδίω κινδύνω είτε από το ότι εκ λάθους πλεύσεως βρέθηκε να αλιεύει εκεί χωρίς να έχει επίγνωση του γεγονότος, δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ως προς τη δικανική πεποίθησή του.

28 Τέλος, το διατυπούμενο στη σκέψη 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως συμπέρασμα του Πρωτοδικείου ότι τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση η παράλειψη της Επιτροπής, συνιστάμενη στο ότι δεν ενημέρωσε την αναιρεσείουσα για τη μεταξύ των δύο κρατών διαφορά, δεν είχε προκαλέσει τη φερόμενη ζημία, διατυπώνεται κατά τρόπο κατηγορηματικό και βέβαιο.

29 Με αυτά τα δεδομένα, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, καθώς και ο δεύτερος και τρίτος λόγος, πρέπει να απορριφθούν ως προδήλως αβάσιμοι.

Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

30 Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αφορά την κακή εκτίμηση και την αλλοίωση του περιεχομένου των επιχειρημάτων που προέβαλε η αναιρεσείουσα σχετικά με την παραβίαση των αρχών της επιμελείας και χρηστής διοικήσεως.

31 Σχετικά με την παραβίαση της αρχής της επιμελείας κατά τη σύναψη διεθνών συμβάσεων, η αναιρεσείουσα παρατηρεί ότι δεν υποστήριξε ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι τα όργανα της Κοινότητας όφειλαν να λάβουν θέση επί της επίδικης διαφοράς, αλλ' ότι όφειλαν είτε να μη συνάψουν ούτε συμφωνία ούτε πρωτόκολλο, είτε να αποκλείσουν την επίδικη ζώνη από τις αλιευτικές εκείνες ζώνες που αφορούσαν οι συναφείς συμφωνίες.

32 Σχετικά με την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, η αναιρεσείουσα υποστήριξε ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι δεν είχε ενημερωθεί επί του κινδύνου συλλήψεως του πλοίου ούτε κατά τον χρόνο της διαβιβάσεως της αδείας αλιείας ούτε μετά τη λήψη της από 11 Μαΐου 1990 ρηματικής διακοινώσεως της Πρεσβείας της Γουϊνέας-Μπισάου.

33 Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, καθό μέρος ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αφορά την κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Πρωτοδικείου, είναι προδήλως απαράδεκτος. Όσον αφορά την αιτίαση περί αλλοιώσεως των επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας, από τη σύγκριση των επιχειρημάτων που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της αγωγής και επαναλαμβάνονται στις σκέψεις 25, 26 και 48 έως 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως και των σκέψεων 38, 39, 62 και 63 της ιδίας αποφάσεως, προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο δεν άλλαξε το περιεχόμενο των επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας.

34 Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι προδήλως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

35 Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως υπάρχουν διάφορες αντιφάσεις. Παρά τα παρατιθέμενα στις σκέψεις 63 και 64 της προσβαλλομένης αποφάσεως στοιχεία, το Πρωτοδικείο δεν διαπίστωσε την εκ μέρους της Επιτροπής παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ασφαλείας δικαίου, εκτιμώντας ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο δεν της είχαν παράσχει καμία διαβεβαίωση ως προς το περιεχόμενο της αλιευτικής συμφωνίας (σκέψεις 41, 44 και 45).

36 Αυτός ο λόγος αναιρέσεως στηρίζεται σε προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

37 Όσον αφορά τη φερόμενη παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ασφαλείας δικαίου, το Πρωτοδικείο έκρινε στις σκέψεις 41 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

"41 Ως προς τη φερόμενη παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, η αιτούμενη προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αποτελεί δικαίωμα κάθε ιδιώτη, ο οποίος ευρίσκεται σε μια κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας η κοινοτική διοίκηση του δημιούργησε βάσιμες ελπίδες παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις (βλ. ιδίως τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Ιουλίου 1994 στην υπόθεση Τ-534/93, Grynberg και Hall κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, Ι-Α-183, σκέψη 51, και της 19ης Μαΐου 1994 στην υπόθεση Τ-465/93, Consorzio gruppo di azione locale 'Murgia Messapica' κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-361, σκέψη 67). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ενάγουσα ούτε διατείνεται αλλ' ούτε απέδειξε ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή της είχαν παράσχει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις ως προς το περιεχόμενο της αλιευτικής συμφωνίας και των πρωτοκόλλων της που συνήψαν η Κοινότητα και η Σενεγάλη. Συνεπώς, δεν μπορεί να προσάπτει στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή ότι, συνάπτοντας την ανωτέρω αλιευτική συμφωνία και τα πρωτόκολλά της, αγνόησαν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της.

42 Επιπροσθέτως, αν υποτεθεί ότι η επιχειρηματολογία της ενάγουσας τείνει προς απόδειξη του ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή, συνάπτοντας την επίδικη αλιευτική συμφωνία και τα πρωτόκολλά της, αγνόησαν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της συνιστάμενη στο ότι η εν λόγω συμφωνία και τα πρωτόκολλά της συνάδουν προς τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και επιμελείας, η επιχειρηματολογία αυτή ταυτίζεται με τα επιχειρήματα που προέβαλε η ενάγουσα ως προς την παραβίαση των ανωτέρω αρχών.

43 Στο μέτρο που η επιχειρηματολογία της ενάγουσας ανάγεται στη δοθείσα στην ίδια άδεια αλιείας, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η επιχειρηματολογία αυτή ταυτίζεται με τον δεύτερο ισχυρισμό της.

44 Όσον αφορά την αρχή της ασφαλείας δικαίου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η διαφορά μεταξύ Γουϊνέας-Μπισάου και Σενεγάλης δημιούργησε όντως στους επιχειρηματίες που αλιεύουν στα αμφισβητούμενα ύδατα κάποια αβεβαιότητα. Πάντως, η αβεβαιότητα αυτή δεν πρέπει να αποδοθεί στις συμφωνίες και στα πρωτόκολλα που συνήψε η Κοινότητα αλλά σε διαφορά για την οποία δεν ευθύνεται η Κοινότητα (βλ. τις σκέψεις 1 έως 4, 37 και 38 της παρούσας αποφάσεως). Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή ότι δεν παραιτήθηκαν των πλεονεκτημάτων που συνεπαγόταν ενδεχομένως για την Κοινότητα η σύναψη των επιδίκων αλιευτικών συμφωνιών, τοσούτω μάλλον καθόσον οι κοινοτικοί αλιείς ήσαν σε θέση να προλάβουν τις επιζήμιες συνέπειες από την ούτως δημιουργηθείσα κατάσταση αβεβαιότητας. Πράγματι, εναπέκειτο στον πλοίαρχο του σκάφους να προσδιορίσει με ακρίβεια το στίγμα του στη θάλασσα. Αν προετίθετο να αλιεύσει εντός των αμφισβητουμένων υδάτων, είχε τη δυνατότητα να ζητήσει προηγουμένως άδεια χωριστά από το καθένα των εμπλεκομένων κρατών, προκειμένου να αποτρέψει το ενδεχόμενο να καταστεί αντικείμενο αντιποίνων εκ μέρους του ενός εξ αυτών, υπό την προϋπόθεση της τηρήσεως, κατά περίπτωση, των διατάξεων που προβλέπουν τα συναφθέντα από την Κοινότητα πρωτόκολλα σχετικά με την απασχόληση ως μελών πληρώματος του πλοίου υπηκόων των ανωτέρω δύο κρατών, διατάξεων που δεν αποτέλεσαν πάντως αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως.

45 Λαμβάνοντας υπόψη τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη σύναψη των επιδίκων συμφωνιών και τις δυνατότητες των επιχειρηματιών να προλάβουν τα εξ αυτής μειονεκτήματα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Κοινότητα δεν παραβίασε την αρχή της ασφαλείας δικαίου."

38 Έτσι, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι αναιρεσίβλητοι, συνάπτοντας την αλιευτική συμφωνία και τα πρωτόκολλά της, δεν παραβίασαν τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ασφαλείας δικαίου.

39 Το Πρωτοδικείο, αφού υπενθύμισε στη σκέψη 62 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η Επιτροπή, διαπραγματευόμενη τη συμφωνία και το συναφές πρωτόκολλο και μη αποκλείοντας από τη συμφωνία και το πρωτόκολλο τα αμφισβητούμενα ύδατα, δεν παρέβη υπέρτερο κανόνα δικαίου, προστατεύοντα τους ιδιώτες, έκρινε στις σκέψεις 63 έως 65 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

"63 Πάντως, πρέπει να εξεταστεί αν από διοικητικής απόψεως η Επιτροπή, μη παρέχοντας προστασία στα αλιεύοντα εντός της επίδικης ζώνης κοινοτικά πλοία, στο πλαίσιο των συμφωνιών που συνήψε η Κοινότητα και βάσει των χορηγουμένων μέσω της Επιτροπής αδειών, υπέπεσε σε πταίσμα ικανό να θεμελιώσει ευθύνη της Κοινότητας. Πράγματι, οι εφοπλιστές ζητούν τις άδειες αλιείας τις οποίες εκδίδει η Σενεγάλη με τη μεσολάβηση της Επιτροπής (βλ. παράρτημα στο πρωτόκολλο της 4ης Φεβρουαρίου 1991 περί των προϋποθέσεων ασκήσεως της αλιείας στην αλιευτική ζώνη της Σενεγάλης για τα πλοία που φέρουν σημαία κράτους μέλους της Κοινότητας, υπό Α). Επομένως, η άδεια στην ενάγουσα χορηγήθηκε με τη μεσολάβηση της Αντιπροσωπείας της Επιτροπής στη Σενεγάλη. Επομένως, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η Αντιπροσωπεία της ήταν σε θέση να επισυνάπτει σε κάθε άδεια που διαβίβαζε έγγραφο προειδοποιήσεως προς τον δικαιούχο της αδείας αυτής επί των κινδύνων που ενείχε η αλιεία στην επίδικη ζώνη. Συναφώς, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι μια τέτοια προειδοποίηση ήταν αδύνατο να διατυπωθεί λόγω της ευαισθησίας που επιδείκνυαν σχετικώς τα δύο ενδιαφερόμενα κράτη. Πράγματι, η Επιτροπή, ως θεσμικό όργανο, ήταν σε θέση να διατυπώσει την προειδοποίηση υπό αρκούντως ουδετέρους και διπλωματικούς όρους, ώστε να αποφύγει να λάβει θέση επί της μεταξύ των δύο αυτών κρατών υφισταμένης διαφοράς.

64 Εξάλλου, ακόμη και αν η Επιτροπή είχε κρίνει ως μη ενδεδειγμένο να επισυνάψει παρόμοια έγγραφα στις άδειες, θα μπορούσε να καλέσει τα κράτη μέλη να ενημερώσουν τα ίδια τους ενδιαφερομένους επί των κινδύνων που ενέχει η αλιεία στα αμφισβητούμενα μεταξύ των δύο χωρών ύδατα, όπως, άλλωστε, έπραξε η Ελληνική Κυβέρνηση μετά τη σύλληψη του πλοίου της ενάγουσας (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω).

65 Αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή παρέβη όντως με τον τρόπο αυτό το καθήκον της προς ενημέρωση, πρέπει να εξεταστεί αν η προκληθείσα ζημία οφείλεται στη συγκεκριμένη παράβαση. Εν προκειμένω, αν ο πλοίαρχος ήταν ενήμερος της διαφοράς κατά τον χρόνο συλλήψεως του πλοίου του, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν τον ενημέρωσε επί της διαφοράς δεν άσκησε καμία επιρροή στην επέλευση της φερομένης ζημίας."

40 Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο, πριν αποφανθεί επί του ζητήματος της παραβάσεως του καθήκοντος της Επιτροπής προς ενημέρωση, εξέτασε αν υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της φερομένης ζημίας και της υποτιθεμένης παραβάσεως. Στη σκέψη 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο, εκτιμώντας ότι η παράλειψη της Επιτροπής, συνιστάμενη στο ότι δεν είχε ενημερωθεί η αναιρεσείουσα ως προς τη μεταξύ των δύο κρατών διαφορά, δεν προκάλεσε τη φερόμενη ζημία, κατέληξε ότι δεν υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος.

41 Επομένως, δεν υπάρχει καμία αντίφαση μεταξύ της συλλογιστικής που ακολούθησε το Πρωτοδικείο ως προς την ευθύνη της Επιτροπής, κατά το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, και της παραβιάσεως των γενικών αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ασφαλείας δικαίου.

42 Επομένως, αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι προδήλως αβάσιμος.

Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως

43 Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου ότι η Επιτροπή εκπλήρωσε το καθήκον της περί παροχής διπλωματικής προστασίας (σκέψη 85).

44 Όπως υπενθύμισε ήδη το Δικαστήριο με τη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 168 Α της Συνθήκης και του άρθρου 51 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, η αναίρεση δεν μπορεί να στηρίζεται παρά μόνο σε λόγους που αφορούν παράβαση νομικών κανόνων, αποκλειομένης οποιασδήποτε εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και, συνεπώς, είναι παραδεκτή μόνο καθό μέρος με το δικόγραφο προσάπτεται στο Πρωτοδικείο ότι αποφάνθηκε κατά παράβαση νομικών κανόνων, την τήρηση των οποίων όφειλε να διασφαλίσει. Στην ίδια λογική ακολουθία, το άρθρο 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ', του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προβλέπει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να περιέχει τους προβαλλόμενους νομικούς λόγους και επιχειρήματα επί των οποίων στηρίζονται τα αιτήματα της αναιρέσεως.

45 Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε επανειλημμένως ότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να αναφέρει κατά τρόπο σαφή τα προσβαλλόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η ακύρωση καθώς και τα νομικά επιχειρήματα στα οποία θεμελιώνεται ειδικά το αίτημα αυτό. Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι δεν πληρούν την ανωτέρω προϋπόθεση λόγοι που περιορίζονται στο να επαναλάβουν ή να αναπαραγάγουν κατά γράμμα τα ήδη προβληθέντα ενώπιον του Πρωτοδικείου επιχειρήματα, χωρίς να περιέχουν κανένα νομικό επιχείρημα προς στήριξη των αναιρετικών αιτημάτων. Πράγματι, τέτοιοι λόγοι αποβλέπουν, στην πραγματικότητα, στην απλή επανεξέταση του δικογράφου της αγωγής και του υπομνήματος αντικρούσεως που κατατέθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου, με αποτέλεσμα να εκφεύγουν της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου (βλ., ιδίως, διάταξη της 7ης Μαρτίου 1994 στην υπόθεση C-338/93 P, De Hoe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-819, σκέψεις 17 έως 19).

46 Πρέπει να επισημανθεί ότι, προς στήριξη του έκτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα επαναλαμβάνει ακριβώς τα επιχειρήματα που είχε προβάλει κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης δίκης, χωρίς να προσθέτει νέα στοιχεία.

47 Επομένως, ο έκτος λόγος αναιρέσεως είναι προδήλως απαράδεκτος.

48 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι οι προβληθέντες από την αναιρεσείουσα, προς στήριξη της αναιρέσεώς της, λόγοι είναι είτε προδήλως απαράδεκτοι είτε προδήλως αβάσιμοι. Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα κατ' εφαρμογήν του άρθρου 119 του Κανονισμού Διαδικασίας.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

49 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε ως προς τους λόγους της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

διατάσσει:

1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2) Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 28 Νοεμβρίου 1996.