Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1 Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Σχέδια ενισχύσεων - Εξέταση από την Επιτροπή - Προκαταρκτική φάση και φάση κατ' αντιπαράθεση συζητήσεως - Συμβιβαστό ενισχύσεως με την κοινή αγορά - Δυσχέρειες κατά την εκτίμηση -Υποχρέωση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία κατ' αντιπαράθεση συζητήσεως

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 93 §§ 2 και 3)

2 Προσφυγή ακυρώσεως - Φυσικά ή νομικά πρόσωπα - Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά - Απόφαση της Επιτροπής απευθυνόμενη προς κράτος μέλος, με την οποία διαπιστώνεται ότι μια κρατική ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά - Προσφυγή των ενδιαφερομένων, υπό την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης - Παραδεκτό

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 93 §§ 2 και 3 και 173, εδ. 4)

3 Προσφυγή ακυρώσεως - Πράξεις δεκτικές προσφυγής - Πράξη που μπορεί να προσβληθεί από τον υποβαλόντα καταγγελία αφορώσα κρατική ενίσχυση - Έγγραφο με το οποίο Επιτροπή γνωστοποιεί στον προσφεύγοντα την άρνησή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης - Δεν εμπίπτει

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 93 § 2 και 173)

4 Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Εξέταση των καταγγελιών - Υποχρεώσεις της Επιτροπής - Ενδεχόμενη οργάνωση κατ' αντιπαράθεση συζητήσεως με τον καταγγέλλοντα, ήδη από την προκαταρκτική φάση - Δεν υπάρχει - Αυτεπάγγελτη εξέταση των στοιχείων που δεν επικαλέστηκε ρητώς ο καταγγέλλων - Εκτίμηση

(Συνθήκη ΕΚ. άρθρα 93 και 190)

5 Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Εξέταση των καταγγελιών - Υποχρεώσεις της Επιτροπής - Αιτιολογία - Περιεχόμενο

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 93 § 2 και 190)

Περίληψη

6 Η διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης καθίσταται απαραίτητη από τη στιγμή κατά την οποία η Επιτροπή αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες προκειμένου να κρίνει αν μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Η Επιτροπή δεν μπορεί να αρκεστεί στην προκαταρκτική φάση του άρθρου 93, παράγραφος 3, προκειμένου να λάβει ευνοϋκή απόφαση για κάποια ενίσχυση, παρά μόνον αν είναι σε θέση να σχηματίσει την πεποίθηση, μετά από μια πρώτη εξέταση, ότι η εν λόγω ενίσχυση συμβιβάζεται με τη Συνθήκη. Αντιθέτως, αν, από την πρώτη αυτή εξέταση, η Επιτροπή σχηματίσει αντίθετη γνώμη ή δεν μπορέσει να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την κρίση του συμβιβαστού της εν λόγω ενισχύσεως με την κοινή αγορά, τότε οφείλει να συγκεντρώσει όλες τις αναγκαίες γνώμες και να κινήσει προς τον σκοπό αυτό τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2.

7 Όταν η Επιτροπή, χωρίς να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, διαπιστώνει, βάσει της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, ότι μια κρατική ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, τα πρόσωπα, οι επιχειρήσεις ή οι ενώσεις των οποίων τα συμφέροντα θίγονται, ενδεχομένως, από τη χορήγηση της ενισχύσεως, ιδίως δε οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές οργανώσεις, υπέρ των οποίων, υπό την ιδιότητά τους ως ενδιαφερομένων, έχουν τεθεί διαδικαστικές εγγυήσεις οσάκις εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, πρέπει να έχουν δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά της αποφάσεως που περιλαμβάνει τη διαπίστωση αυτή.

8 Οι αποφάσεις που εκδίδει η Επιτροπή στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων έχουν ως αποδέκτες τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Δεδομένου ότι ούτε η Συνθήκη ούτε η κοινοτική νομοθεσία έχουν καθορίσει το διαδικαστικό καθεστώς των καταγγελιών περί υπάρξεως κρατικών ενισχύσεων, τούτο ισχύει ωσαύτως οσάκις οι αποφάσεις αυτές αφορούν κρατικά μέτρα που αποτελούν αντικείμενο καταγγελιών ως κρατικές ενισχύσεις που αντιβαίνουν στη Συνθήκη, και από τις αποφάσεις αυτές συνάγεται ότι η Επιτροπή αρνείται να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, διότι φρονεί είτε ότι τα καταγγελλόμενα μέτρα δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης, είτε ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Αν η Επιτροπή εκδώσει τέτοιες αποφάσεις και ενημερώσει, σύμφωνα με το καθήκον χρηστής διοικήσεως που υπέχει, τους καταγγέλλοντες για την απόφασή της, αντικείμενο της ενδεχόμενης προσφυγής ακυρώσεως εκ μέρους του καταγγέλλοντος πρέπει να είναι η απόφαση που απευθύνεται στο κράτος μέλος και όχι το απευθυνόμενο στον καταγγέλλοντα έγγραφο που τον πληροφορεί για την απόφαση.

9 Η υποχρέωση της Επιτροπής να αιτιολογεί την απόφαση με την οποία απορρίπτει καταγγελία αφορώσα κρατική ενίσχυση δεν αρκεί για να θεμελιώσει την υποχρέωση της Επιτροπής να προβαίνει σε κατ' αντιπαράθεση συζήτηση με τον καταγγέλλοντα στο πλαίσιο της προκαταρκτικής φάσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Πράγματι, δεδομένου ότι, κατά τη φάση αυτή, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να ακούσει τους καταγγέλλοντες και ότι, κατά της φάση της εξετάσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, η Επιτροπή πρέπει μόνο να παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους, αν επιβληθεί στην Επιτροπή η υποχρέωση να προβαίνει, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής φάσεως, στην ακρόαση αυτή του καταγγέλλοντος, θα μπορούσε να δημιουργηθεί δυσαρμονία μεταξύ του διαδικαστικού συστήματος που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 3, και του προβλεπομένου από το άρθρο 93, παράγραφος 2.

Εξάλλου, δεν υφίσταται ούτε υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τις αιτιάσεις τις οποίες δεν θα παρέλειπε να προβάλει ο καταγγέλλων αν είχε μπορέσει να λάβει γνώση των στοιχείων που η Επιτροπή συνέλεξε στο πλαίσιο της έρευνάς της. Πράγματι, το κριτήριο αυτό, το οποίο υποχρεώνει την Επιτροπή να έρθει στη θέση του προσφεύγοντος, δεν ενδείκνυται για την οριοθέτηση της υποχρεώσεως διερευνήσεως της υποθέσεως την οποία υπέχει η Επιτροπή.

Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν έχει υποχρέωση, ενδεχομένως, να διερευνήσει μια καταγγελία βαίνοντας πέραν της απλής εξετάσεως των πραγματικών και νομικών στοιχείων που της γνωστοποίησε ο καταγγέλλων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υποχρεούται, χάριν της ορθής εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, να προβαίνει σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση της καταγγελίας, πράγμα που μπορεί να επιβάλει την εξέταση στοιχείων τα οποία δεν επικαλέστηκε ρητώς ο καταγγέλλων.

10 H επιβαλλόμενη από το άρθρο 190 της Συνθήκης αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 190 της Συνθήκης πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

Όσον αφορά ειδικότερα μια απόφαση της Επιτροπής που καταλήγει ότι δεν υφίσταται η προσαπτόμενη από καταγγέλλοντα κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή υποχρεούται εν πάση περιπτώσει να εκθέσει επαρκώς στον καταγγέλλοντα τους λόγους για τους οποίους τα προβληθέντα με την καταγγελία πραγματικά και νομικά στοιχεία δεν υπήρξαν επαρκή προς απόδειξη της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί των στοιχείων που είναι προδήλως άσχετα, ασήμαντα ή σαφώς δευτερεύοντα.