Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 12ης Μαΐου 1998. - Landbrugsministeriet - EF-Direktoratet κατά Steff-Houlberg Export I/S, Nowaco A/S, Nowaco Holding A/S και SMC af 31/12-1989 A/S. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Højesteret - Δανία. - Κοινοτικές ενισχύσεις καταβληθείσες χωρίς νόμιμη αιτία - Αναζήτηση - Εφαρμογή του εθνικού δικαίου - Προϋποθέσεις και όρια. - Υπόθεση C-366/95.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-02661
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων - Κοινοτικές ενισχύσεις καταβληθείσες χωρίς νόμιμη αιτία - Αναζήτηση - Εφαρμογή του εθνικού δικαίου - Κανόνας επιτρέπων τη συνεκτίμηση ορισμένων κριτηρίων για τον αποκλεισμό της αναζητήσεως - Επιτρεπτό - Προϋποθέσεις
Tο κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει, κατ' αρχήν, το να επιτρέπει μια εθνική νομοθεσία τον αποκλεισμό της αναζητήσεως κοινοτικών ενισχύσεων που καταβλήθηκαν χωρίς νόμιμη αιτία, λαμβανομένων υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται η καλή πίστη του λαβόντος την ενίσχυση, κριτηρίων όπως η αμελής συμπεριφορά των εθνικών αρχών και η παρέλευση σημαντικού χρονικού διαστήματος από την καταβολή των επιμάχων ενισχύσεων, υπό την επιφύλαξη ωστόσο ότι οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις ταυτίζονται με εκείνες που ισχύουν για την αναζήτηση αμιγώς εθνικών χρηματικών παροχών και ότι λαμβάνεται πλήρως υπόψη το συμφέρον της Κοινότητας. Αντιθέτως, το πταίσμα τρίτου, με τον οποίο ο λαβών την ενίσχυση έχει συμβατικές σχέσεις, συνιστά συνήθη εμπορικό κίνδυνο και αφορά περισσότερο τον λαβόντα την ενίσχυση παρά την Κοινότητα.
Όσον αφορά, ειδικότερα, την προϋπόθεση σχετικά με την καλή πίστη του λαβόντος την ενίσχυση, στην περίπτωση κατά την οποία ένας εξαγωγέας συντάσσει και καταθέτει δήλωση για να λάβει επιστροφές λόγω εξαγωγής η οποία αποδεικνύεται ανακριβής, το γεγονός και μόνον ότι συνέταξε τη δήλωση αυτή δεν μπορεί να του στερήσει την ευχέρεια να προβάλει την καλή πίστη του όταν η δήλωση στηρίζεται αποκλειστικά σε πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχε ένας αντισυμβαλλόμενος και των οποίων την ακρίβεια δεν ήταν σε θέση να ελέγξει. Ομοίως, υπό περιστάσεις κατά τις οποίες η διενέργεια ελέγχου όσον αφορά τη διαδικασία παρασκευής ή τις πρώτες ύλες που χρησιμοποίησε ένας τρίτος προμηθευτής, προκειμένου να ελεγχθεί η ποιότητα του εμπορεύματος, συνιστά δυσανάλογη υποχρέωση σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να εξαρτά τη δυνατότητα του εξαγωγέα να προβάλλει την καλή πίστη του όσον αφορά τη συμφωνία του εμπορεύματος με τη δηλωθείσα περιγραφή, από τη διενέργεια ενός τέτοιου ελέγχου, εκτός αν υπάρχουν ειδικοί λόγοι αμφιβολίας ως προς το αν το περιεχόμενο της δηλώσεως αντιστοιχεί στην πραγματικότητα ή ιδιαίτερες περιστάσεις, όπως είναι οι ασυνήθως χαμηλές τιμές ή το σημαντικό περιθώριο κέρδους των εξαγωγικών επιχειρήσεων.
Στην υπόθεση C-366/95,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Hψjesteret (Δανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Landbrugsministeriet - EF-Direktoratet
και
Steff-Houlberg Export I/S,
Nowaco A/S και Nowaco Holding A/S,
SMC af 31/12-1989 A/S,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των αρχών του κοινοτικού δικαίου που εφαρμόζονται στο πλαίσιο αγωγών που ασκούν οι εθνικές αρχές για να αναζητήσουν επιστροφές λόγω εξαγωγής που καταβλήθηκαν χωρίς νόμιμη αιτία,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους C. Gulmann, πρόεδρο τμήματος, M. Wathelet, J. C. Moitinho de Almeida, P. Jann (εισηγητή) και L. Sevσn, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: A. La Pergola
γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
- το Landbrugsministeriet - EF-Direktoratet, εκπροσωπούμενο από τους Karsten Hagel-Sψrensen και Gregers Larsen, δικηγόρους Κοπεγχάγης,
- οι Steff-Houlberg Export I/S, Nowaco A/S και Nowaco Holding A/S, καθώς και η SMC af 31/12-1989 A/S, εκπροσωπούμενες από τον Martin Beck, δικηγόρο Vejle, καθώς και από τους Jon Stokholm και Henrik Christrup, δικηγόρους Κοπεγχάγης,
- η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ernst Rφder, Ministerialrat στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας,
- η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Claude Chavance, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Frιdιric Pascal, chargι de mission στην ίδια διεύθυνση,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Hans Peter Hartvig, νομικό σύμβουλο, και James Macdonald Flett, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις τoυ Landbrugsministeriet - EF-Direktoratet, εκπροσωπουμένου από τον Karsten Hagel-Sψrensen, της Steff-Houlberg Export I/S, εκπροσωπουμένης από τον Martin Beck, της Nowaco A/S και της Nowaco Holding A/S, εκπροσωπουμένων από τον Jon Stokholm, της SMC af 31/12-1989 A/S, εκπροσωπουμένης από τον Henrik Christrup και τη Lotte Kelstrup, δικηγόρο Κοπεγχάγης, της Γερμανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Bernd Kloke, Oberregierungsrat στο oμοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον Hans Peter Hartvig, κατά τη συνεδρίαση της 20ής Μαρτίου 1997,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Απριλίου 1997,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με διάταξη της 22ας Νοεμβρίου 1995, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Νοεμβρίου 1995, το Hψjesteret υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των αρχών του κοινοτικού δικαίου που εφαρμόζονται στο πλαίσιο αγωγών που ασκούν οι εθνικές αρχές προς αναζήτηση επιστροφών λόγω εξαγωγής που καταβλήθηκαν χωρίς νόμιμη αιτία.
2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο εκδικάσεως διαφοράς μεταξύ του Landbrugsministeriet - EF-Direktoratet (στο εξής: υπουργείο) και των δανικών εταιριών Steff-Houlberg Export I/S, Nowaco A/S και Nowaco Holding A/S, καθώς και της SMC af 31/12-1989 A/S (στο εξής: εξαγωγικές επιχειρήσεις), σε σχέση με πράξη περί αποδόσεως επιστροφών λόγω εξαγωγής οι οποίες καταβλήθηκαν χωρίς νόμιμη αιτία.
3 Οι εξαγωγικές επιχειρήσεις αγόρασαν, κατά τη διάρκεια ορισμένων ετών και μέχρι το 1989, σημαντικές ποσότητες «ground beef» από το σφαγείο Slagtergεrden Bindslev A/S (στο εξής: Slagtergεrden) για εξαγωγή προς τις αραβικές χώρες.
4 Δυνάμει της κοινοτικής νομοθεσίας, ειδικότερα δε του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΟΚ) 805/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 72), του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) 885/68 του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1968, περί θεσπίσεως στον τομέα του βοείου κρέατος των γενικών κανόνων για τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή και των κριτηρίων καθορισμού του ύψους αυτών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 108), καθώς και του κανονισμού (ΕΟΚ) 1315/84 της Επιτροπής, της 11ης Μαου 1984, περί καθορισμού των επιστροφών κατά την εξαγωγή στον τομέα του βοείου κρέατος (ΕΕ L 125, σ. 38), οι εξαγωγικές επιχειρήσεις έλαβαν ποσό περίπου 100 εκατομμυρίων δανικών κορωνών (DKR). Κατά την ισχύουσα νομοθεσία, το ύψος των επιστροφών εξαρτώνταν από την αναλογία βοείου κρέατος στη σύνθεση του προϋόντος, ήτοι, εν προκειμένω, 60 %.
5 Το 1989 το υπουργείο πληροφορήθηκε ότι, σύμφωνα με αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν στη Μέση Ανατολή, προϋόντα βοείου κρέατος καταγωγής Δανίας, προοριζόμενα για τις μουσουλμανικές χώρες, περιείχαν χοίρειο κρέας. Ως εκ τούτου, η δανική φορολογική υπηρεσία προέβη σε ελέγχους στις εγκαταστάσεις παραγωγής του Slagtergεrden. Από τις έρευνες προέκυψε ότι η σύνθεση των προϋόντων που παρασκευάζονταν στο Slagtergεrden διέφερε σημαντικά από εκείνη που είχε γνωστοποιηθεί στους αγοραστές και στις αρχές. ςΕνα τμήμα του κρέατος που παρείχε δικαίωμα επί επιστροφών είχε αντικατασταθεί με άλλα συστατικά μη παρέχοντα τέτοιο δικαίωμα. Συνεπώς, το ποσοστό βοείου κρέατος του προϋόντος, για το οποίο οι εξαγωγικές επιχειρήσεις είχαν ζητήσει και λάβει επιστροφές λόγω εξαγωγής, δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά 28 %, αντί για το απαιτούμενο ποσοστό 60 %.
6 Το υπουργείο προέβη, κατά συνέπεια, στην αναζήτηση των επιστροφών. Εκ παραλλήλου, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του κύριου διαχειριστή του Slagtergεrden.
7 Οι εξαγωγικές επιχειρήσεις αρνήθηκαν την απόδοση που αξίωσε από αυτές το υπουργείο, ισχυριζόμενες ότι δεν μπορούσε να τους καταλογιστεί η επιλήψιμη συμπεριφορά του Slagtergεrden. Ως εμπορικές επιχειρήσεις, δεν είχαν καμία επαφή με το εμπόρευμα και συνεπώς καμία δυνατότητα ελέγχου επ' αυτού. Οι έλεγχοι διενεργούνταν παγίως και αποκλειστικά από τις αρμόδιες αρχές. Εν προκειμένω, παρατηρήθηκαν σοβαρά κενά στο σύστημα ελέγχου του υπουργείου και της διοικήσεως των τελωνείων.
8 Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι οι διάφορες εθνικές αρχές που εμπλέκονται στην υπόθεση της κύριας δίκης, παρά τη διαπίστωση ορισμένων παρατυπιών στις πρακτικές του Slagtergεrden, δεν ενίσχυσαν τους ελέγχους επί του τελευταίου. Η ανεπάρκεια ορισμένων ελέγχων εκ μέρους των κρατικών αρχών, μεταξύ άλλων στη Δανία, προβλήθηκε εξάλλου στην ειδική έκθεση αριθ. 2/90 του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της 5ης Απριλίου 1990, για τη διαχείριση και τον έλεγχο των επιστροφών κατά την εξαγωγή (ΕΕ C 133, σ. 1), κατόπιν της οποίας φαίνεται ότι οι έλεγχοι ενισχύθηκαν.
9 Με απόφαση της 25ης Ιουνίου 1992, το Ψstre Landsret, στο οποίο υποβλήθηκε σε πρώτο βαθμό η υπόθεση, δέχθηκε τα αιτήματα των εξαγωγικών επιχειρήσεων και συνεπώς αποφάνθηκε ότι δεν μπορούσαν να υποχρεωθούν, σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανόνες, να επιστρέψουν τα εισπραχθέντα ποσά. Το δικαστήριο αυτό δέχθηκε ότι οι εξαγωγικές επιχειρήσεις ήσαν καλόπιστες, ότι η χωρίς νόμιμη αιτία καταβολή των επιστροφών οφειλόταν σε ιδιαίτερες περιστάσεις εξαιρετικού χαρακτήρα και ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που προέκυψαν κατά τη δίκη όσον αφορά την οργάνωση του συστήματος ελέγχου των αρχών και την πρακτική εφαρμογή του ελέγχου αυτού, η αρχή που κατέβαλε τις επιστροφές ήταν εκείνη που έπρεπε να φέρει τον σχετικό κίνδυνο.
10 Το υπουργείο άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Hψjesteret. Το τελευταίο αυτό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, 205/82 έως 215/82, Deutsche Milchkontor κ.λπ. (Συλλογή 1983, σ. 2633, στο εξής: απόφαση Deutsche Milchkontor), διατύπωσε ορισμένες αμφιβολίες ως προς το περιεχόμενο, στην υπόθεση που του υποβλήθηκε, των απαιτήσεων του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά την επιστροφή κοινοτικών ενισχύσεων που καταβλήθηκαν χωρίς νόμιμη αιτία.
11 Συνεπώς, το Hψjesteret αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1)α) Εμποδίζουν οι αρχές του κοινοτικού δικαίου, οι οποίες απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά την επιστροφή ενισχύσεων καταβληθεισών χωρίς νόμιμη αιτία και κατά τις οποίες πρέπει να διασφαλίζονται πλήρως τα συμφέροντα της Κοινότητας, να θέτει ένα εθνικό δίκαιο ως κριτήρια αποκλεισμού της αναζητήσεως των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν χωρίς νόμιμη αιτία
- την καλή πίστη των λαβόντων τις ενισχύσεις και επομένως την προστασία της δικαιολογημένης τους εμπιστοσύνης,
- το γεγονός ότι παρήλθαν πέντε έως δέκα έτη από την καταβολή των ποσών των ενισχύσεων, οπότε ενδεχόμενη επιστροφή των ποσών αυτών πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιαίτερα επαχθές μέτρο για τους λαβόντες τις ενισχύσεις,
- το ότι η καταβολή χωρίς νόμιμη αιτία των ποσών των ενισχύσεων οφείλεται σε εξαιρετικές περιστάσεις που σχετίζονται με σοβαρές και αξιόποινες πράξεις απάτης τελεσθείσες από τρίτον,
- το ότι η αρμόδια για τον έλεγχο αρχή πραγματοποιούσε καθημερινούς ελέγχους στον χώρο παραγωγής - πράγμα που γνώριζαν οι εξαγωγικές επιχειρήσεις - χωρίς να ανακαλύψει την απάτη ή/και να λάβει τα προσήκοντα εν προκειμένω μέτρα,
- το ότι η αρχή που κατέβαλε τα ποσά γνώριζε καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου καταβολής ότι η αξιοπιστία του συστήματος ελέγχου εξηρτάτο από την ακρίβεια των στοιχείων που παρείχε η ίδια η ελεγχόμενη επιχείρηση και παρά ταύτα παρέλειψε να ζητήσει να της γνωστοποιηθούν το περιεχόμενο των συνταγών παραγωγής και τα λογιστικά στοιχεία του παραγωγού που αφορούσαν τις αγορές πρώτων υλών,
εάν ληφθεί ως δεδομένο ότι τα ίδια κριτήρια ισχύουν όσον αφορά την αναζήτηση αμιγώς εθνικών ενισχύσεων;
β) Θα πρέπει να δοθεί στο ερώτημα αυτό η ίδια απάντηση, αν κατά το εθνικό δίκαιο λαμβάνεται επίσης υπόψη το ότι δεν υπήρχαν κατά τα λοιπά περιστάσεις συνεπεία των οποίων οι εξαγωγικές επιχειρήσεις θα έπρεπε να έχουν αμφιβολίες ως προς το αν το προϋόν παρείχε δικαίωμα επί επιστροφών;
2) Εμποδίζουν οι αρχές του κοινοτικού δικαίου, οι οποίες απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά την επιστροφή ποσών ενισχύσεων που καταβλήθηκαν χωρίς νόμιμη αιτία και κατά τις οποίες πρέπει να διασφαλίζονται πλήρως τα συμφέροντα της Κοινότητας, να μπορεί να θεωρηθεί μια εξαγωγική επιχείρηση ότι ενεργεί καλοπίστως και, επομένως, απαλλάσσεται της υποχρεώσεως αποδόσεως των ποσών αυτών, εάν ληφθεί ως βάση ότι η εξαγωγική επιχείρηση δεν επιφυλάχθηκε, μέσω συμφωνίας με τον παραγωγό, του δικαιώματος να προβαίνει η ίδια σε ελέγχους επί της παραγωγής στον τόπο παραγωγής προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η σύνθεση των παραγομένων προϋόντων είναι σύμφωνη με τη δήλωση που υπογράφει ο εξαγωγέας και αν ληφθεί ως δεδομένο
- ότι ο παραγωγός είχε άδεια εξαγωγής εκδοθείσα από την αρχή που κατέβαλε τα ποσά,
- ότι η εξαγωγική επιχείρηση ήταν εμπορική επιχείρηση από την οποία δεν διέρχονταν τα εμπορεύματα,
- ότι η εξαγωγική επιχείρηση γνώριζε ότι η ελεγκτική αρχή προέβαινε καθημερινώς σε έλεγχο στον τόπο παραγωγής και
- ότι η τιμή των τελικών προϋόντων του αυτού είδους και της αυτής συνθέσεως ήταν ενιαία για όλους τους παραγωγούς της Δανίας και της αλλοδαπής;
3) Μπορεί τρίτος, ιδίως εκείνος που λαμβάνει την ενίσχυση, να επικαλείται ενδεχόμενες παραλείψεις, τις οποίες η ελεγκτική αρχή θα έπρεπε να αποφύγει, με αποτέλεσμα να αποκλείεται, βάσει της συνολικής εκτιμήσεως της υποθέσεως, η αναζήτηση των ήδη καταβληθεισών επιστροφών;»
12 Στη διάταξη περί παραπομπής, το Hψjesteret αναφέρει ότι επιθυμεί να λάβει διευκρινίσεις όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες η συνεκτίμηση των συμφερόντων της Κοινότητας, που συνιστά ένα από τα ουσιώδη στοιχεία της αποφάσεως Deutsche Milchkontor, αντίκειται προς εθνικούς κανόνες οι οποίοι αφενός προβλέπουν, κατ' αρχήν, την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και αφετέρου επιτρέπουν την απόρριψη αγωγής περί αποδόσεως επιστροφών λόγω εξαγωγής στο μέτρο που οι εξαγωγικές επιχειρήσεις υπέβαλαν καλοπίστως ανακριβείς δηλώσεις σχετικά με τη σύνθεση του προϋόντος. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν ορισμένοι άλλοι παράγοντες, πλέον της καλής πίστεως των εξαγωγικών επιχειρήσεων ως προϋποθέσεως της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, μπορούν να λαμβάνονται επίσης υπόψη προς τούτο. Ειδικότερα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν έχει επίπτωση η ενδεχόμενη απάτη εκ μέρους τρίτου και η αμελής συμπεριφορά των εθνικών αρχών που είναι επιφορτισμένες με τους αναγκαίους ελέγχους, καθώς και λόγοι επιείκειας, ιδίως το σημαντικό χρονικό διάστημα που παρήλθε από της καταβολής των επίμαχων επιστροφών και το αποτέλεσμα που θα έχει η απόδοση επί της οικονομικής καταστάσεως του λαβόντος την επιστροφή.
13 Κατά το Hψjesteret, οι σχετικές αρχές του δανικού δικαίου, αφενός, δεν καθιστούν στην πράξη αδύνατη την απόδοση αχρεωστήτως καταβληθεισών ενισχύσεων και, αφετέρου, εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για απόδοση κοινοτικών ή εθνικών χρηματικών ποσών.
Επί της απαιτουμένης καλής πίστεως ως προϋποθέσεως της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης
14 Πρέπει κατ' αρχάς να υπενθυμιστεί ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΚ, να εξασφαλίζουν στο έδαφός τους την εκτέλεση των κοινοτικών ρυθμίσεων, ιδίως στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής (απόφαση Deutsche Milchkontor, σκέψη 17). Ομοίως, από το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί της χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93), προκύπτει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να ανακτούν τα ποσά που χάνονται λόγω πλημμελειών ή αμελειών (απόφαση Deutsche Milchkontor, σκέψη 18). Κάθε άσκηση εξουσίας εκτιμήσεως ως προς τη σκοπιμότητα της αναζητήσεως ή όχι των κοινοτικών κονδυλίων που χορηγήθηκαν χωρίς νόμιμη αιτία ή όχι συννόμως είναι ασύμβατη προς την υποχρέωση αυτή (απόφαση Deutsche Milchkontor, σκέψη 22).
15 Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι ένδικες διαφορές σχετικά με την αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών βάσει του κοινοτικού κοινοτικού δικαίου πρέπει, ελλείψει κοινοτικών διατάξεων, να επιλύονται από τα εθνικά δικαστήρια, κατ' εφαρμογή του εθνικού τους δικαίου, με την επιφύλαξη των ορίων που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο, υπό την έννοια ότι οι κανόνες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο δεν μπορούν να καταλήγουν στο να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως και ότι η εθνική νομοθεσία πρέπει να εφαρμόζεται κατά τρόπο που να μη συνεπάγεται διακρίσεις σε σχέση με τις διαδικασίες που αποβλέπουν στην επίλυση εθνικών διαφορών του ιδίου τύπου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Deutsche Milchkontor, σκέψη 19, καθώς και, σχετικά με το εθνικό δικονομικό δίκαιο, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-312/93, Peterbroeck, Συλλογή 1995, σ. Ι-4599, σκέψη 12, καθώς και C-430/93 και C-431/93, Van Schijndel και Van Veen, Συλλογή 1995, σ. Ι-4705, σκέψη 17). Αν το εθνικό δίκαιο εξαρτά την ανάκληση πλημμελούς διοικητικής πράξεως από την εκτίμηση των διαφόρων εμπλεκομένων συμφερόντων, ήτοι, αφενός, του γενικού συμφέροντος για την ανάκληση της πράξεως, και, αφετέρου, της προστασίας της εμπιστοσύνης του αποδέκτη της, το συμφέρον της Κοινότητας πρέπει να λαμβάνεται πλήρως υπόψη (απόφαση Deutsche Milchkontor, σκέψη 32).
16 Με την απόφαση αυτή, ενόψει των ως άνω στοιχείων, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο το να λαμβάνεται υπόψη από τη σχετική εθνική νομοθεσία, για να αποκλειστεί η αναζήτηση ενισχύσεων που έχουν καταβληθεί χωρίς νόμιμη αιτία, η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (απόφαση Deutsche Milchkontor, σκέψη 33).
17 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, υπό τις περιστάσεις της εκκρεμούς ενώπιόν του υποθέσεως, αντιβαίνει προς το κοινοτικό δίκαιο το να προβάλλουν οι εξαγωγικές επιχειρήσεις την καλή πίστη τους ως απάντηση σε αίτηση αποδόσεως των επιστροφών. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει συναφώς ότι, με την εφεσιβληθείσα ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου απόφαση, το Ψstre Landsret είχε δεχθεί ότι οι επιχειρήσεις αυτές, υποβάλλοντας ανακριβείς δηλώσεις βάσει των στοιχείων που τους παρέσχε το Slagtergεrden, ήσαν καλόπιστες καθόσον, ως εμπορικές επιχειρήσεις, ουδόλως συμμετέχουν στον κύκλο παρασκευής των προϋόντων και δεν προβαίνουν οι ίδιες στον έλεγχό τους, στο μέτρο που, αφενός, δεν είχαν πρόσβαση στις συνταγές παραγωγής του Slagtergεrden, στα λογιστικά βιβλία παραγωγής και στις παραγωγικές εγκαταστάσεις και, αφετέρου, οι έλεγχοι είχαν διενεργηθεί από διάφορες κρατικές αρχές.
18 Κατά το υπουργείο, οι εξαγωγικές επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να προβάλουν την καλή πίστη τους, δεδομένου ότι είχαν οι ίδιες συντάξει τις επίμαχες δηλώσεις. Συγκεκριμένα, ο επαγγελματίας εξαγωγέας έχει την υποχρέωση, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϋόντα (ΕΕ L 351, σ. 1), να υποβάλει γραπτή δήλωση περιέχουσα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τη φύση και τη σύνθεση του κρέατος, τα οποία είναι αναγκαία για τον υπολογισμό της επιστροφής λόγω εξαγωγής. Ο επαγγελματίας εξαγωγέας είναι συνεπώς υπεύθυνος, ανεξάρτητα από τα σφάλματα που διέπραξε η αρμόδια εθνική αρχή ή τις απατηλές πράξεις τρίτων, για το περιεχόμενο των δηλώσεών του, βάσει μιας τρόπον τινα αντικειμενικής ευθύνης.
19 Η Επιτροπή συμμερίζεται την ανάλυση αυτή και φρονεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη διαμορφώσει, σε τέτοιες καταστάσεις, ένα καθεστώς αντικειμενικής ευθύνης. Η Επιτροπή επικαλείται συναφώς την απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1987, 288/85, Plange (Συλλογή 1987, σ. 611), από την οποία προκύπτει ότι, όταν ένας επιχειρηματίας αναλαμβάνει τη δέσμευση να εξαγάγει προϋόντα τα οποία πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις και τα εν λόγω προϋόντα δεν ανταποκρίνονται σ' αυτές, ο επιχειρηματίας αυτός οφείλει να επιστρέψει αυτομάτως τις εισπραχθείσες επιστροφές λόγω εξαγωγής. Περαιτέρω, το άρθρο 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2945/94 της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ L 310, σ. 57), προβλέπει ρητώς την υποχρέωση επιστροφής των ενισχύσεων οι οποίες, όπως οι επίμαχες στο πλαίσιο της κύριας δίκης, έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως.
20 Αντιθέτως, η Γερμανική Κυβέρνηση φρονεί, όπως και οι εξαγωγικές επιχειρήσεις, ότι δεν υφίσταται, για την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων, καθεστώς αντικειμενικής ευθύνης σε κοινοτικό επίπεδο, το οποίο θα απέκλειε την εφαρμογή του εθνικού δικαίου και θα ανέτρεπε έτσι τις αρχές που συνήχθησαν με την απόφαση Deutsche Milchkontor. Ειδικότερα, ένα τέτοιο καθεστώς δεν μπορεί να συναχθεί από τον κανονισμό 2945/94, ο οποίος δεν έχει εφαρμογή ratione temporis στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης.
21 Συναφώς, πρέπει να τονιστεί, κατ' αρχάς, ότι οι εξαγωγικές επιχειρήσεις είναι σε θέση να αμφισβητήσουν την απόδοση της επιστροφής μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ήσαν καλόπιστες όσον αφορά τη συμφωνία του εμπορεύματος προς τη δήλωση που κατέθεσαν προκειμένου να λάβουν την εν λόγω επιστροφή. Προκειμένου να εξακριβωθεί αν αυτό ευσταθεί, πρέπει να εξεταστεί, αφενός, αν οι εξαγωγικές επιχειρήσεις, παρά το γεγονός ότι συνέταξαν οι ίδιες, για να λάβουν τις επιστροφές, τη δήλωση που περιέχει περιγραφή του εμπορεύματος, μπορούν να προβάλουν την καλή πίστη τους και, αφετέρου, αν όφειλαν, για να είναι καλόπιστες, να προβούν σε ελέγχους του εμπορεύματος ή της διαδικασίας παρασκευής.
22 Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, εν προκειμένω, αντίθετα προς την προπαρατεθείσα απόφαση Plange (βλ., ιδίως, σκέψη 10), καμία κοινοτική διάταξη δεν διέπει την αναζήτηση επιστροφών στην περίπτωση κατά την οποία αυτές καταβλήθηκαν βάσει εγγράφων που αποδείχθηκαν στη συνέχεια ότι δεν συμφωνούν με την πραγματικότητα. Πρέπει να παρατηρηθεί συναφώς ότι ο κανονισμός 2945/94, που επικαλείται η Επιτροπή προς στήριξη της απόψεώς της, δεν εφαρμόζεται ratione temporis στις επίμαχες επιστροφές. Υπό τις περιστάσεις αυτές, στο μέτρο που ένας εξαγωγέας συντάσσει και καταθέτει δήλωση για να λάβει επιστροφές λόγω εξαγωγής, το γεγονός και μόνον ότι συνέταξε τη δήλωση αυτή δεν μπορεί να του στερήσει την ευχέρεια να προβάλει την καλή πίστη του όταν η δήλωση στηρίζεται αποκλειστικά σε πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχε ένας αντισυμβαλλόμενος και των οποίων την ακρίβεια δεν ήταν σε θέση να ελέγξει.
23 Πρέπει να εξεταστεί εν συνεχεία αν, κατά το κοινοτικό δίκαιο, ένας εξαγωγέας που έλαβε επιστροφή λόγω εξαγωγής μπορεί να προβάλει την καλή πίστη του μόνον όταν, προκειμένου να ελέγξει τη συμφωνία του εμπορεύματος προς την αντίστοιχη περιγραφή που περιέχεται στη δήλωση που κατέθεσε στις αρμόδιες εποπτικές αρχές, προέβη σε έλεγχο της συνθέσεως των εμπορευμάτων καθώς και της διαδικασίας παρασκευής και των χρησιμοποιηθεισών πρώτων υλών.
24 Οι εξαγωγικές επιχειρήσεις παρατήρησαν συναφώς ότι δεν διέθεταν άλλο πρακτικό μέσο για να μπορέσουν να εντοπίσουν την απατηλή σύνθεση του κρέατος που τους προμήθευε το σφαγείο, πέραν της ασκήσεως εποπτείας επί της παραγωγικής διαδικασίας. Ωστόσο, δεν ετίθετο το ενδεχόμενο του ελέγχου της εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου εκπληρώσεως των συμβατικών υποχρεώσεών του, δεδομένου ότι η διενέργεια του ελέγχου αυτού είναι τεχνικά δυσχερής και μια τέτοια μέθοδος ελέγχου, που έχει μεγάλο κόστος, δεν συνηθίζεται στον οικείο τομέα.
25 Σε περίπτωση που θα αποδεικνύονταν οι περιστάσεις αυτές, η διενέργεια ενός τέτοιου ελέγχου θα ήταν δαπανηρή και τεχνικώς δυσχερής και θα συνιστούσε ως εκ τούτου δυσανάλογη υποχρέωση σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Επομένως, υπό τέτοιες περιστάσεις, δεν μπορεί το κοινοτικό δίκαιο να εξαρτά τη δυνατότητα του εξαγωγέα να προβάλει την καλή πίστη του, όσον αφορά τη συμφωνία του εμπορεύματος με τη σχετική περιγραφή που περιέχεται στη δήλωση που κατέθεσε προκειμένου να λάβει επιστροφή λόγω εξαγωγής, από τη διενέργεια ελέγχου της διαδικασίας παρασκευής ή των πρώτων υλών που χρησιμοποιεί ο τρίτος προμηθευτής του προκειμένου να εξακριβωθεί η ποιότητα του εν λόγω εμπορεύματος, εκτός αν υπάρχουν ειδικοί λόγοι αμφιβολίας ως προς το αν το περιεχόμενο της δηλώσεως αντιστοιχεί στην πραγματικότητα ή ιδιαίτερες περιστάσεις, όπως είναι οι ασυνήθως χαμηλές τιμές ή το σημαντικό περιθώριο κέρδους των εξαγωγικών επιχειρήσεων.
Επί του πταίσματος τρίτου
26 Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι δηλώσεις που υπέβαλαν οι εξαγωγικές επιχειρήσεις και οι οποίες αφορούν την περιεκτικότητα σε κρέας των εξαχθέντων εμπορευμάτων, που παρέχει δικαίωμα επί των επιστροφών, αποδείχθηκαν ανακριβείς, ειδικότερα λόγω σοβαρών αξιόποινων πράξεων που διαπράχθηκαν από τρίτον, ήτοι τον παραγωγό, και οι οποίες είχαν ως σκοπό και αποτέλεσμα την καταστρατήγηση των κανόνων που είχε καθορίσει το υπουργείο. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το στοιχείο αυτό μπορεί να ληφθεί υπόψη, και, αν ναι, σε ποιο βαθμό.
27 Το υπουργείο και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι, σύμφωνα με την απόφαση της 9ης Αυγούστου 1994, C-347/93, Boterlux (Συλλογή 1994, σ. Ι-3933), η απατηλή συμπεριφορά τρίτου πρέπει να θεωρηθεί συνήθης εμπορικός κίνδυνος για τον λαβόντα την ενίσχυση, με συνέπεια να μην μπορεί να αποκλειστεί η απόδοση για τον λόγο αυτό.
28 Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε με την προπαρατεθείσα απόφαση Boterlux, σκέψη 35, ότι, στο πλαίσιο αιτήσεως επιστροφής λόγω εξαγωγής, διεπομένης από το κοινοτικό δίκαιο, η απάτη τρίτου δεν συνιστά περίπτωση ανωτέρας βίας, αλλά συνήθη εμπορικό κίνδυνο. Μολονότι η απόφαση αυτή δεν εκδόθηκε, όπως εν προκειμένω, στο πλαίσιο αποδόσεως αχρεωστήτων καταβολών διεπομένης από το εθνικό δίκαιο, όταν πρόκειται να σταθμιστούν τα συμφέροντα της Κοινότητας με εκείνα του επιχειρηματία, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι το πταίσμα τρίτου, με τον οποίο ο λαβών την ενίσχυση έχει συμβατικές σχέσεις, αφορά περισσότερο τον λαβόντα την ενίσχυση παρά την Κοινότητα.
Επί της αμέλειας που επέδειξαν οι εθνικές αρχές
29 Σύμφωνα με τα στοιχεία του αιτούντος δικαστηρίου, οι αρμόδιες για τους ελέγχους εθνικές αρχές παρέλειψαν να διενεργήσουν τον κατάλληλο έλεγχο βάσει των στοιχείων που περιείχαν οι συνταγές παραγωγής ή οι λογαριασμοί του παραγωγού όσον αφορά την αγορά των πρώτων υλών και να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα κατά του Slagtergεrden, παρά την ύπαρξη ορισμένων υπονοιών.
30 Φαίνεται ότι, σύμφωνα με το δανικό δίκαιο, υπό περιστάσεις όπως εκείνες της κύριας δίκης, η απερισκεψία ή/και η παθητικότητα των διαφόρων εθνικών αρχών που ήσαν επιφορτισμένες με τους ελέγχους λαμβάνονται υπόψη ως κριτήριο αποκλείον την εκ μέρους του δικαιούχου απόδοση. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει τη συνεκτίμηση των στοιχείων αυτών.
31 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, με την απόφαση Deutsche Milchkontor, σκέψη 31, ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει, σε περίπτωση αιτήσεως αποδόσεως αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, τη συνεκτίμηση λόγων αποκλεισμού της αποδόσεως, οι οποίοι συνδέονται με τη συμπεριφορά της διοικήσεως και τους οποίους συνεπώς αυτή μπορεί να αποφύγει.
32 Συγκεκριμένα, από την αρχή της συνεργασίας που θέτει το άρθρο 5 της Συνθήκης, αλλά και από διατάξεις όπως εκείνες του άρθρου 8 του κανονισμού 729/70, προκύπτει ότι οι εθνικές αρχές υποχρεούνται να εξακριβώνουν, με τους κατάλληλους ελέγχους, αν τα προϋόντα για τα οποία έχουν ζητηθεί κοινοτικές ενισχύσεις είναι σύμφωνα προς τους σχετικούς κανόνες, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι οι ενισχύσεις αυτές δεν θα καταβληθούν για προϋόντα που δεν δικαιούνται ενισχύσεως (απόφαση Deutsche Milchkontor, σκέψη 43). Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει ποιοι ήσαν, ενόψει των περιστατικών της υποθέσεως και των τεχνικών μεθόδων που ήσαν διαθέσιμες κατά την υπό κρίση περίοδο για το επίμαχο προϋόν, οι αναγκαίοι προς τούτο έλεγχοι και, επομένως, η ενδεχόμενη αμέλεια, καθώς και η βαρύτητά της. Αν αποδειχθούν τα περιστατικά που αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, κανένα στοιχείο δεν φαίνεται να απαγορεύει prima facie το να χαρακτηριστεί η συμπεριφορά των εθνικών αρχών αμέλεια δυναμένη να αποκλείσει την απόδοση. Ομοίως, η προβολή της αμελούς συμπεριφοράς των εθνικών αρχών εκ μέρους ενός κοινοτικού οργάνου, όπως το Ελεγκτικό Συνέδριο, αποτελεί ιδιαίτερη σχετική ένδειξη.
Επί του λόγου περί επιεικείας
33 Το αιτούν δικαστήριο ερωτά τέλος αν μπορεί να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι από την καταβολή των ποσών που χορηγήθηκαν ως ενίσχυση παρήλθε χρονικό διάστημα πέντε έως δέκα ετών, οπότε η ενδεχόμενη απόδοση των εν λόγω ποσών πρέπει να θεωρηθεί ιδιαίτερα επαχθές μέτρο για τους λαβόντες την ενίσχυση.
34 Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση Deutsche Milchkontor, σκέψη 33, ότι δεν αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο το να λαμβάνονται υπόψη από τη σχετική εθνική νομοθεσία, για να αποκλειστεί η αναζήτηση ενισχύσεων που έχουν καταβληθεί χωρίς νόμιμη αιτία, κριτήρια όπως η παρέλευση προθεσμίας. Στην υπόθεση εκείνη επρόκειτο για εθνική νομοθεσία η οποία προέβλεπε ότι η ανάκληση πλημμελούς διοικητικής πράξεως έπρεπε να πραγματοποιηθεί εντός προθεσμίας ενός έτους αφότου η διοίκηση είχε λάβει γνώση ορισμένων περιστατικών, στοιχείο το οποίο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο για το οποίο επρόκειτο στην απόφαση εκείνη, συνιστούσε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του δικαιούχου.
35 υΟσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, από τα στοιχεία του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι στη δανική έννομη τάξη οι εθνικές αρχές έχουν τη δυνατότητα να αρνούνται ή να προβαίνουν στην αναζήτηση ενισχύσεως καταβληθείσας χωρίς νόμιμη αιτία, λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την καταβολή των επιστροφών. Το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει τη συνεκτίμηση αυτού του λόγου επιεικείας, υπό την επιφύλαξη ωστόσο ότι πληροί τις προϋποθέσεις της αποφάσεως Deutsche Milchkontor.
36 Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει, κατ' αρχήν, το να επιτρέπει μια εθνική νομοθεσία τον αποκλεισμό της αναζητήσεως κοινοτικών ενισχύσεων που καταβλήθηκαν χωρίς νόμιμη αιτία, λαμβανομένων υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται η καλή πίστη του λαβόντος την ενίσχυση, κριτηρίων όπως η αμελής συμπεριφορά των εθνικών αρχών και η παρέλευση σημαντικού χρονικού διαστήματος από την καταβολή των επιμάχων ενισχύσεων, υπό την επιφύλαξη ωστόσο ότι οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις ταυτίζονται με εκείνες που ισχύουν για την αναζήτηση αμιγώς εθνικών χρηματικών παροχών και ότι λαμβάνεται πλήρως υπόψη το συμφέρον της Κοινότητας.
Επί των δικαστικών εξόδων
37 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(πέμπτο τμήμα),
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 22ας Νοεμβρίου 1995 το Hψjesteret, αποφαίνεται:
Το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει, κατ' αρχήν, το να επιτρέπει μια εθνική νομοθεσία τον αποκλεισμό της αναζητήσεως κοινοτικών ενισχύσεων που καταβλήθηκαν χωρίς νόμιμη αιτία, λαμβανομένων υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται η καλή πίστη του λαβόντος την ενίσχυση, κριτηρίων όπως η αμελής συμπεριφορά των εθνικών αρχών και η παρέλευση σημαντικού χρονικού διαστήματος από την καταβολή των επιμάχων ενισχύσεων, υπό την επιφύλαξη ωστόσο ότι οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις ταυτίζονται με εκείνες που ισχύουν για την αναζήτηση αμιγώς εθνικών χρηματικών παροχών και ότι λαμβάνεται πλήρως υπόψη το συμφέρον της Κοινότητας.