61995J0180

Απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Απριλίου 1997. - Nils Draehmpaehl κατά Urania Immobilienservice OHG. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arbeitsgericht Hamburg - Γερμανία. - Κοινωνική πολιτική - Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων - Οδηγία 76/207/ΕΟΚ - Δικαίωμα αποζημιώσεως σε περίπτωση δυσμενούς διακρίσεως κατά την πρόσβαση σε απασχόληση - Επιλογή των κυρώσεων από τα κράτη μέλη - Καθορισμός ανωτάτου ορίου αποζημιώσεως - Καθορισμός ανωτάτου ορίου σωρευτικώς καταβαλλομένων αποζημιώσεων. - Υπόθεση C-180/95.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-02195


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Πρόσβαση σε απασχόληση και συνθήκες εργασίας - Ίση μεταχείρηση - Εφαρμογή εκ μέρους των κρατών μελών - Επιλογή των κυρώσεων για τον κολασμό των διακρίσεων - Ξρησιμοποίηση της αστικής ευθύνης - Μη εφαρμογή των προβλεπομένων στο εθνικό δίκαιο λόγων απαλλαγής - Απαίτηση πταίσματος - Ανεπίτρεπτο

(Οδηγία 76/207 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 1, και άρθρο 3 § 1)

2 Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Πρόσβαση σε απασχόληση και συνθήκες εργασίας - Ίση μεταχείρηση - Εφαρμογή εκ μέρους των κρατών μελών - Επιλογή των κυρώσεων για τον κολασμό των διακρίσεων - Αναγκαιότητα μιας αποτελεσματικής κυρώσεως, αποτρεπτικής και ανάλογης με εκείνες που εφαρμόζονται στις παρόμοιες παραβάσεις του εθνικού δικαίου - Ξορήγηση αποζημιώσεως - Καθορισμός ανωτάτου ορίου για την αποζημίωση που μπορεί να χορηγηθεί σε υποψήφιο υποστάντα δυσμενή διάκριση λόγω του φύλου του κατά την πρόσληψη - Επιτρεπτό μόνο σε περίπτωση διακρίσεως η οποία δεν υπήρξε καθοριστική για την άρνηση προσλήψεως - Καθορισμός ανωτάτου ορίου των σωρευτικώς καταβαλλομένων αποζημιώσεων που μπορούν να χορηγηθούν σε περίπτωση περισσοτέρων υποψηφίων υποστάντων δυσμενή διάκριση - Ανεπίτρεπτο

(Οδηγία 76/207 του Συμβουλίου)

Περίληψη


3 Οσάκις ένα κράτος μέλος επιλέγει να επιβάλει κύρωση για την παραβίαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων, στα πλαίσια συστήματος αστικής ευθύνης του εργοδότη, η παραβίαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων πρέπει να αρκεί για τη γένεση, λόγω αυτής και μόνης, της πλήρους ευθύνης του παραβιάζοντος, χωρίς να μπορούν να ληφθούν υπόψη οι λόγοι απαλλαγής που προβλέπει το εθνικό δίκαιο. Επομένως, η οδηγία 76/207 και, ειδικότερα, τα άρθρα της 2, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 1, απαγορεύουν εθνικές διατάξεις που εξαρτούν από την προϋπόθεση πταίσματος την επανόρθωση της ζημίας που προκλήθηκε από δυσμενή διάκριση στηριζόμενη στο φύλο κατά την πρόσληψη.

4 Αν ένα κράτος μέλος επιλέγει ως κύρωση για την παραβίαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών την καταβολή αποζημιώσεως, η αποζημίωση αυτή πρέπει να εξασφαλίζει πραγματική και αποτελεσματική δικαστική προστασία, να έχει ένα πράγματι αποτρεπτικό αποτέλεσμα έναντι του εργοδότη και να είναι εν πάση περιπτώσει ανάλογη προς την προκληθείσα ζημία.

Ένα τέτοιο καθεστώς αποζημιώσεως πρέπει να επιτρέπει την επιβολή κυρώσεων για την παραβίαση αυτή υπό προϋποθέσεις ουσιαστικές και διαδικαστικές ανάλογες με τις ισχύουσες για τις παρόμοιας φύσης και σημασίας παραβιάσεις του εθνικού δικαίου.

Επομένως

- η οδηγία 76/207 απαγορεύει εθνικές νομοθετικές διατάξεις οι οποίες, αντίθετα προς τις άλλες εθνικές διατάξεις του αστικού και του εργατικού δικαίου, καθορίζουν εκ των προτέρων ένα ανώτατο όριο τριών μηνιαίων μισθών για το ποσό της αποζημιώσεως την οποία μπορεί να αξιώσει ένας υποψήφιος που υπέστη δυσμενή διάκριση λόγω φύλου κατά την πρόσληψη, στην περίπτωση κατά την οποία ο υποψήφιος αυτός θα είχε καταλάβει την προς πλήρωση θέση αν η επιλογή δεν ενείχε διακρίσεις, αλλά δεν απαγορεύει εθνικές νομοθετικές διατάξεις που καθορίζουν εκ των προτέρων ανώτατο όριο τριών μηνιαίων μισθών για το ποσό της αποζημιώσεως την οποία μπορεί να αξιώσει ένας υποψήφιος, οσάκις ο εργοδότης μπορεί να αποδείξει ότι, λόγω των ανώτερων προσόντων του προσληφθέντος υποψηφίου, δεν θα είχε καταλάβει την προς πλήρωση θέση, ακόμη και αν η επιλογή δεν ενείχε διακρίσεις, και

- η οδηγία 76/207 απαγορεύει εθνικές νομοθετικές διατάξεις οι οποίες, αντίθετα προς τις άλλες εθνικές διατάξεις του αστικού και του εργατικού δικαίου, καθορίζουν εκ των προτέρων συνολικό ανώτατο όριο έξι μηνιαίων μισθών για το ποσό των σωρευτικώς καταβαλλομένων αποζημιώσεων τις οποίες μπορούν να αξιώσουν υποψήφιοι οι οποίοι υπέστησαν δυσμενή διάκριση λόγω φύλου κατά την πρόσληψη, στην περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι υποψήφιοι αξιώνουν αποζημίωση.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-180/95,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Arbeitsgericht Hamburg (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Nils Draehmpaehl

και

Urania Immobilienservice OHG,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, G. F. Mancini (εισηγητή), J. C. Moitinho de Almeida και L. Sevσn, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, P. J. G. Kapteyn, C. Gulmann, G. Hirsch, H. Ragnemalm, M. Wathelet και R. Schintgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Lιger

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- ο Ν. Draehmpaehl, εκρποσωπούμενος από τον Klaus Bertelsmann, δικηγόρο Αμβούργου, και τη Heide M. Pfarr, καθηγήτρια,

- η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Ernst Rφder, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, και Gereon Thiele, Assessor στο ίδιο υπουργείο,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Marie Wolfcarius, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και τον Horstpeter Kreppel, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην υπηρεσία αυτή,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Ν. Draehmpaehl, εκπροσωπουμένου από τον Klaus Bertelsmann, της Γερμανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Ernst Rφder, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον Bernhard Jansen, νομικό σύμβουλο, και τη Marie Wolfcarius, κατά τη συνεδρίαση της 26ης Νοεμβρίου 1996,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιανουαρίου 1997,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 22ας Μαου 1995, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Ιουνίου 1995, το Arbeitsgericht Hamburg υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης EΚ, τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 2 και 3 της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70, στο εξής: οδηγία).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Ν. Draehmpaehl και της Urania Immobilienservice OHG (στο εξής: Urania), όσον αφορά την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη ο Ν. Draehmpaehl εξαιτίας δυσμενούς διακρίσεως λόγω φύλου κατά την πρόσληψη.

Επί της οδηγίας

3 Σκοπός της οδηγίας, σύμφωνα με το άρθρο της 1, είναι η εφαρμογή, εντός των κρατών μελών, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής προωθήσεως και της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, καθώς και τις συνθήκες εργασίας.

4 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών συνεπάγεται «την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συνδυασμό, ιδίως, με την οικογενειακή κατάσταση».

5 Βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, η εφαρμογή της αρχής αυτής συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, όσον αφορά τους όρους, περιλαμβανομένων και των κριτηρίων επιλογής, προσβάσεως σε απασχολήσεις ή σε θέσεις εργασίας. Το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αα, ορίζει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταργηθούν οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

6 Τέλος, το άρθρο 6 της οδηγίας επιβάλλει την υποχρέωση στα κράτη μέλη να εισαγάγουν στην εσωτερική έννομη τάξη τους τα αναγκαία μέτρα, προκειμένου να καταστεί δυνατό σε κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από τη μη εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως να διεκδικεί τα δικαιώματά του διά της δικαστικής οδού, αφού, ενδεχομένως, προσφύγει σε άλλα αρμόδια όργανα.

Επί του εθνικού κανονιστικού πλαισίου

7 Οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις περί ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών στον επαγγελματικό βίο, που έχουν εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, περιλαμβάνονται στον Bόrgerliches Gesetzbuch (γερμανικό Αστικό Κώδικα, στο εξής: BGB).

8 Σύμφωνα με το άρθρο 611 a, παράγραφος 1, του BGB, ο εργοδότης δεν μπορεί να μεταχειριστεί δυσμενώς εργαζόμενο λόγω του φύλου του, στα πλαίσια συμβάσεως ή θεσπίσεως διατάξεων, ειδικότερα όσον αφορά τη σύναψη σχέσεως εργασίας, την επαγγελματική προώθηση, παροχή εντολών ή απόλυση. Ωστόσο, επιτρέπεται διαφορετική μεταχείριση λόγω φύλου αν η σύμβαση ή οι θεσπισθείσες διατάξεις αφορούν δραστηριότητα η οποία, λόγω της ειδικής φύσεώς της, δεν μπορεί να ασκηθεί παρά από εργαζομένους του ενός ή του άλλου φύλου. Ο εργοδότης φέρει το βάρος της αποδείξεως ότι η δραστηριότητα δεν μπορούσε να ασκηθεί παρά μόνον από εργαζομένους του ενός ή του άλλου φύλου.

9 Το άρθρο 611 a, παράγραφος 2, του BGB ορίζει ότι, αν κατά τη σύναψη σχέσεως εργασίας προκύψει ευθύνη του εργοδότη ως προς παράβαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων που επιβάλλει η παράγραφος 1, ο θιγείς υποψήφιος μπορεί να ζητήσει προσήκουσα χρηματική αποζημίωση, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μηνιαίους μισθούς. Ο μηνιαίος μισθός αντιστοιχεί στις χρηματικές και σε είδος απολαβές τις οποίες ο υποψήφιος θα εδικαιούτο για κανονική παροχή εργασίας κατά τον μήνα της συνάψεως της σχέσεως εργασίας.

10 Βάσει του άρθρου 611 b του BGB, ο εργοδότης δεν μπορεί να προσφέρει απασχόληση αποκλειστικά σε εργαζομένους του ενός ή του άλλου φύλου, πλην της περιπτώσεως του άρθρου 611 a, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος.

11 Σύμφωνα με το άρθρο 61 b, παράγραφος 2, του Arbeitsgerichtsgesetz (νόμου περί της οργανώσεως των δικαστηρίων εργατικών διαφορών, στο εξής: ArbGG), αν περισσότερα του ενός πρόσωπα που υπέστησαν δυσμενή μεταχείριση στα πλαίσια συνάψεως σχέσεως εργασίας προβάλλουν ενώπιον δικαστηρίου δικαίωμα αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 611 a, παράγραφος 2, του BGB, το ποσό των αποζημιώσεων πρέπει να περιορίζεται, οσάκις αυτό ζητείται από τον εργοδότη, σε μισθούς έξι μηνών ή δώδεκα μηνών, εφόσον για τη σύναψη περισσοτέρων σχέσεων εργασίας είχε οργανωθεί μια ενιαία διαδικασία προσλήψεως. Οσάκις ο εργοδότης έχει ήδη καταβάλει αποζημιώσεις, το ανώτατο ποσό, όπως ορίζεται στην πρώτη περίοδο, μειώνεται ανάλογα. Αν οι σωρευόμενες αποζημιώσεις τις οποίες θα εδικαιούντο οι ενάγοντες υπερβαίνουν συνολικώς αυτό το ανώτατο ποσό, κάθε αποζημίωση μειώνεται αναλογικά με το ποσό αυτό.

Επί του ιστορικού της διαφοράς

12 Από τη δικογραφία της υποθέσεως της κυρίας δίκης προκύπτει ότι με έγγραφο της 17ης Νοεμβρίου 1994 ο Ν. Draehmpaehl υπέβαλε την υποψηφιότητά του σε σχέση με προσφορά εργασίας της Urania που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Hamburger Abendblatt» και η οποία είχε ως εξής:

«Ζητούμε για το κατάστημά μας πεπειραμένη βοηθό για τη διεύθυνση πωλήσεων. Αν μπορείτε να αντιμετωπίζετε τους ακατάστατους συνεργάτες μιας επιχειρήσεως προσανατολισμένης στις πωλήσεις, να τους ψήνετε καφέ, να αρκείστε σε λίγους επαίνους, αλλά να δουλεύετε πολύ, τότε είστε αυτό που χρειαζόμαστε. Θα πρέπει να χειρίζεστε τον υπολογιστή και να επιδεικνύετε πνεύμα συνεργασίας. Αν πράγματι μπορείτε να ανταποκριθείτε, περιμένουμε την αίτηση υποψηφιότητάς σας. Αλλά μη μας πείτε ότι δεν σας προειδοποιήσαμε (...).»

Η Urania δεν απάντησε στο έγγραφο του Ν. Draehmpaehl ούτε του επέστρεψε την αίτηση υποψηφιότητάς του.

13 Ο Ν. Draehmpaehl, ισχυριζόμενος ότι ήταν ο υποψήφιος με τα περισσότερα προσόντα για τη θέση αυτή και ότι είχε υποστεί δυσμενή διάκριση λόγω φύλου κατά την πρόσληψη, άσκησε ενώπιον του Arbeitsgericht Hamburg αγωγή ζητώντας, ως αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, να του καταβληθεί αποζημίωση ποσού ίσου προς τρεισήμισι μηνιαίους μισθούς.

14 Από τη δικογραφία της υποθέσεως της κύριας δίκης προκύπτει επίσης ότι, στα πλαίσια παρόμοιας διαδικασίας ενώπιον άλλου τμήματος του αιτούντος δικαστηρίου, ένας άλλος άρρην υποψήφιος άσκησε επίσης αγωγή αποζημιώσεως κατά της Urania για ανάλογα περιστατικά.

15 Το αιτούν δικαστήριο θεώρησε ότι ο ενάγων της κύριας δίκης είχε υποστεί εκ μέρους της Urania δυσμενή διάκριση λόγω του φύλου του, καθόσον η προσφορά εργασίας της Urania ήταν διατυπωμένη κατά τρόπο ο οποίος δεν ήταν ουδέτερος και απευθυνόταν καταφανώς σε γυναίκες. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν φαίνεται να υφίστανται λόγοι που να δικαιολογούν εξαίρεση, κατά την έννοια του άρθρου 611 a, παράγραφος 1, του BGB, και συνήγαγε από αυτό ότι η Urania όφειλε καταρχήν να αποζημιώσει τον ενάγοντα της κύριας δίκης. Θεωρώντας ωστόσο ότι η έκβαση της δίκης εξαρτάται από την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Arbeitsgericht Hamburg αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Αντιβαίνουν στα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 1, της οδηγίας του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (76/207/ΕΟΚ), εθνικές νομοθετικές διατάξεις που εξαρτούν από πταίσμα του εργοδότη την καταβολή αποζημιώσεως για τη ζημία που προκλήθηκε από δυσμενή διάκριση στηριζόμενη στο φύλο στα πλαίσια προσλήψεως;

2) Αντιβαίνουν στα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 1, της οδηγίας του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (76/207/ΕΟΚ), εθνικές νομοθετικές διατάξεις οι οποίες - αντίθετα προς άλλες εθνικές διατάξεις του αστικού και του εργατικού δικαίου - καθορίζουν εκ των προτέρων ανώτατο όριο τριών μηνιαίων μισθών για το ποσό της αποζημιώσεως που μπορεί να επιδικαστεί, σε περίπτωση δυσμενούς διακρίσεως στηριζομένης στο φύλο στα πλαίσια προσλήψεως, στους υποψηφίους, άνδρες ή γυναίκες, που υπέστησαν δυσμενή διάκριση στα πλαίσια διαδικασίας προσλήψεως, αλλά οι οποίοι, λόγω ανωτέρων προσόντων του προσληφθέντος υποψηφίου, δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν την προς πλήρωση θέση ακόμη και αν δεν σημειώνονταν δυσμενείς διακρίσεις κατά τη διαδικασία επιλογής;

3) Αντιβαίνουν στα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 1, της οδηγίας του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (76/207/ΕΟΚ), εθνικές νομοθετικές διατάξεις οι οποίες - αντίθετα προς άλλες εθνικές διατάξεις του αστικού και του εργατικού δικαίου - καθορίζουν εκ των προτέρων ανώτατο όριο τριών μηνιαίων μισθών για το ποσό της αποζημιώσεως που μπορεί να επιδικαστεί, σε περίπτωση δυσμενούς διακρίσεως στηριζομένης στο φύλο στα πλαίσια προσλήψεως, στους υποψηφίους, άνδρες ή γυναίκες, που υπέστησαν δυσμενή διάκριση στα πλαίσια διαδικασίας προσλήψεως και οι οποίοι θα είχαν καταλάβει την προς πλήρωση θέση αν δεν σημειώνονταν δυσμενείς διακρίσεις κατά τη διαδικασίας επιλογής;

4) Αντιβαίνουν στα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 1, της οδηγίας του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (76/207/ΕΟΚ), εθνικές νομοθετικές διατάξεις οι οποίες - αντίθετα προς άλλες εθνικές διατάξεις του αστικού και του εργατικού δικαίου - καθορίζουν εκ των προτέρων συνολικό ανώτατο όριο έξι μηνιαίων μισθών για το ποσό των αποζημιώσεων που καταβάλλονται σωρευτικώς στο σύνολο των προσώπων που ζημιώθηκαν από δυσμενή διάκριση στηριζομένη στο φύλο στα πλαίσια προσλήψεως, σε περίπτωση που αξιώνουν αποζημίωση περισσότερα του ενός πρόσωπα;»

Επί του πρώτου ερωτήματος

16 Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν η οδηγία και, ειδικότερα, τα άρθρα της 2, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 1, αντίκεινται σε εθνικές νομοθετικές διατάξεις που εξαρτούν από την προϋπόθεση πταίσματος την επανόρθωση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω δυσμενούς διακρίσεως στηριζομένης στο φύλο κατά την πρόσληψη.

17 Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το Δικαστήριο, με την απόφασή του της 8ης Νοεμβρίου 1990, C-177/88, Dekker (Συλλογή 1990, σ. I-3941, σκέψη 22), έκρινε ότι η οδηγία ουδαμώς εξαρτά την ευθύνη του αυτουργού μιας δυσμενούς διακρίσεως από την απόδειξη πταίσματος ή από την απουσία κάθε λόγου απαλλαγής από την ευθύνη.

18 Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης στη σκέψη 25 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Dekker ότι, οσάκις η επιλεγείσα από το κράτος μέλος κύρωση εντάσσεται στο πλαίσιο ενός συστήματος αστικής ευθύνης του εργοδότη, η παραβίαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων πρέπει να αρκεί για τη γένεση, λόγω αυτής και μόνης, της πλήρους ευθύνης του παραβιάζοντος, χωρίς να μπορούν να ληφθούν υπόψη οι λόγοι απαλλαγής που προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

19 Επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι η οδηγία απαγορεύει εθνικές νομοθετικές διατάξεις οι οποίες, όπως το άρθρο 611 a, παράγραφοι 1 και 2, του BGB, εξαρτούν από την προϋπόθεση πταίσματος την επανόρθωση της ζημίας που προκλήθηκε από δυσμενή διάκριση στηριζόμενη στο φύλο κατά την πρόσληψη.

20 Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να αναιρεθεί από το επιχείρημα της Γερμανικής Κυβερνήσεως ότι η απόδειξη ενός τέτοιου πταίσματος είναι εύκολο να προσκομιστεί, καθόσον το πταίσμα, κατά το γερμανικό δίκαιο, συνεπάγεται την ευθύνη του προσώπου για τις πράξεις που διέπραξε με δόλο ή από αμέλεια.

21 Πρέπει συναφώς να υπενθυμιστεί ότι, όπως διαπιστώθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση Dekker, σκέψη 25, η οδηγία δεν προβλέπει κανένα λόγο απαλλαγής από την ευθύνη ο οποίος θα μπορούσε να αναγνωριστεί υπέρ του αυτουργού της δυσμενούς διακρίσεως και δεν εξαρτά την επανόρθωση μιας τέτοιας ζημίας από την ύπαρξη πταίσματος, οσοδήποτε εύκολη και αν είναι η απόδειξή του.

22 Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, οσάκις ένα κράτος μέλος επιλέγει να επιβάλει κύρωση για την παραβίαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων στα πλαίσια συστήματος αστικής ευθύνης, η οδηγία και, ειδικότερα, τα άρθρα της 2, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 1, απαγορεύουν εθνικές νομοθετικές διατάξεις που εξαρτούν από την προϋπόθεση πταίσματος την επανόρθωση της ζημίας που προκλήθηκε από δυσμενή διάκριση στηριζόμενη στο φύλο κατά την πρόσληψη.

Επί του δευτέρου και τρίτου ερωτήματος

23 Με τα ερωτήματα αυτά, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν η οδηγία απαγορεύει εθνικές νομοθετικές διατάξεις που καθορίζουν ανώτατο όριο τριών μηνιαίων μισθών για το ποσό της αποζημιώσεως την οποία μπορούν να αξιώσουν υποψήφιοι οι οποίοι υπέστησαν δυσμενή διάκριση λόγω του φύλου τους κατά την πρόσληψη. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά επιπλέον αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό επιβάλλεται να είναι η ίδια τόσο σε περίπτωση υποψηφίων που υπέστησαν δυσμενή διάκριση στα πλαίσια διαδικασίας προσλήψεως πλην όμως οι οποίοι, λόγω των ανώτερων προσόντων του προσληφθέντος υποψηφίου, δεν θα είχαν καταλάβει τη θέση αυτή ακόμη και αν η επιλογή δεν ενείχε δυσμενείς διακρίσεις, όσο και στην περίπτωση υποψηφίων οι οποίοι υπέστησαν δυσμενή διάκριση κατά την πρόσληψη και οι οποίοι θα είχαν καταλάβει την προς πλήρωση θέση αν η επιλογή δεν ενείχε διακρίσεις.

24 Συναφώς, πρέπει καταρχάς να υπενθυμιστεί ότι, έστω και αν η οδηγία δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη συγκεκριμένη κύρωση, το άρθρο 6 τούς επιβάλλει παρά ταύτα την υποχρέωση να λαμβάνουν μέτρα αρκούντως αποτελεσματικά για την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας και να ενεργούν κατά τρόπον ώστε τα ενδιαφερόμενα άτομα να μπορούν να επικαλούνται λυσιτελώς τα μέτρα αυτά ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (απόφαση της 10ης Απριλίου 1984, 14/83, Von Colson και Kamann, Συλλογή 1984, σ. 1891, σκέψη 18).

25 Περαιτέρω, η οδηγία συνεπάγεται ότι, αν ένα κράτος μέλος επιλέγει ως κύρωση για την παραβίαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων την καταβολή αποζημιώσεως, η αποζημίωση αυτή πρέπει να μπορεί να εξασφαλίζει πραγματική και αποτελεσματική δικαστική προστασία, να έχει ένα πράγματι αποτρεπτικό αποτέλεσμα έναντι του εργοδότη και να είναι εν πάση περιπτώσει ανάλογη προς την προκληθείσα ζημία. Μια αμιγώς συμβολική αποζημίωση δεν μπορεί να είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις της αποτελεσματικής μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο (προπαρατεθείσα υπόθεση Von Colson και Kamann, σκέψεις 23 και 24).

26 Ομοίως, η άποψη της Γερμανικής Κυβερνήσεως ότι η αποζημίωση τριών μηνιαίων μισθών κατ' ανώτατο όριο υπερβαίνει το πλαίσιο της συμβολικής αποζημιώσεως και επιβάλλει στον εργοδότη σημαντική, αισθητή και αποτρεπτική οικονομική επιβάρυνση, παρέχοντας έτσι στον υποστάντα τη δυσμενή διάκριση αξιόλογη αποζημίωση, δεν μπορεί να θεωρηθεί βάσιμη.

27 Συγκεκριμένα, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Von Colson και Kamann, σκέψη 23, σε περίπτωση που τα κράτη μέλη επιλέγουν την καταβολή αποζημιώσεως για τις ζημίες που προκλήθηκαν από δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη από την οδηγία στα πλαίσια συστήματος αστικής ευθύνης του εργοδότη, η αποζημίωση αυτή πρέπει να είναι ανάλογη προς την προκληθείσα ζημία.

28 Επιπλέον, από την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την απάντηση που δόθηκε στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου και τις διευκρινίσεις που έγιναν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι οι διατάξεις του γερμανικού δικαίου που έχουν εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης καθορίζουν ένα ειδικό ανώτατο όριο αποζημιώσεως, το οποίο δεν προβλέπεται από τις άλλες εθνικές διατάξεις του αστικού και του εργατικού δικαίου.

29 Τα κράτη μέλη, επιλέγοντας την κατάλληλη λύση για να διασφαλίζουν τον σκοπό της οδηγίας, πρέπει να μεριμνούν ώστε για τις παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου να επιβάλλονται κυρώσεις υπό προϋποθέσεις ουσιαστικές και διαδικαστικές ανάλογες με τις ισχύουσες για τις παραβιάσεις του εθνικού δικαίου παρόμοιας φύσης και σημασίας (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, 68/88, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1989, σ. 2965, σκέψη 24).

30 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι δεν πληρούν τις συνθήκες αυτές οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις οι οποίες, αντίθετα προς τις άλλες εθνικές διατάξεις του αστικού και του εργατικού δικαίου, καθορίζουν εκ των προτέρων ένα ανώτατο όριο τριών μηνιαίων μισθών για το ποσό της αποζημιώσεως που μπορεί να καταβληθεί σε περίπτωση δυσμενούς διακρίσεως στηριζομένης στο φύλο κατά την πρόσληψη.

31 Επομένως, πρέπει να τεθεί το ερώτημα αν η απάντηση αυτή πρέπει να είναι ίδια τόσο στην περίπτωση των υποψηφίων για πρόσληψη οι οποίοι, λόγω των ανώτερων προσόντων του προσληφθέντος υποψηφίου, δεν θα είχαν καταλάβει τη θέση αυτή, ακόμη και αν η επιλογή δεν ενείχε διακρίσεις, όσο και στην περίπτωση εκείνων οι οποίοι θα είχαν καταλάβει την προς πλήρωση θέση αν η επιλογή δεν ενείχε διακρίσεις.

32 Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, όπως διευκρινίστηκε στις σκέψεις 25 και 27 της παρούσας αποφάσεως, η αποζημίωση πρέπει να είναι ανάλογη της προκληθείσας ζημίας.

33 Ωστόσο, για την αποζημίωση αυτή μπορεί να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, ακόμη και αν η επιλογή δεν ενείχε διακρίσεις, ορισμένοι υποψήφιοι δεν θα είχαν καταλάβει την προς πλήρωση θέση λόγω των ανώτερων προσόντων του προσληφθέντος υποψηφίου. Δεν αμφισβητείται ότι οι υποψήφιοι αυτοί, καθόσον υπέστησαν ζημία απορρέουσα από τον αποκλεισμό τους από τη διαδικασία προσλήψεως, δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι το μέγεθος της ζημίας που υπέστησαν είναι ίδιο με εκείνο των υποψηφίων που θα είχαν καταλάβει την προς πλήρωση θέση αν η επιλογή δεν ενείχε διακρίσεις.

34 Επομένως, ο ανήκων στην πρώτη κατηγορία υποψήφιος, που διαλαμβάνεται στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, υπέστη ζημία αποκλειστικώς απορρέουσα από το ότι η υποψηφιότητά του δεν ελήφθη υπόψη, λόγω δυσμενούς διακρίσεως στηριζομένης στο φύλο, ενώ ο ανήκων στη δεύτερη κατηγορία υποψήφιος υπέστη ζημία απορρέουσα από τη μη πρόσληψή του, λόγω ακριβώς του ότι ο εργοδότης αξιολόγησε την αίτησή του κατά τρόπο αντικειμενικά εσφαλμενο, πράγμα το οποίο οφείλεται σε δυσμενή διάκριση στηριζόμενη στη φύλο.

35 Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεν φαίνεται παράλογο ένα κράτος μέλος να εισάγει νόμιμο τεκμήριο βάσει του οποίου η ζημία που υπέστη ο ανήκων στην πρώτη κατηγορία υποψήφιος δεν μπορεί να υπερβεί ένα ανώτατο όριο τριών μηνιαίων μισθών.

36 Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι εναπόκειται στον εργοδότη, ο οποίος διαθέτει το σύνολο των υποβληθεισών υποψηφιοτήτων, να προσκομίσει την απόδειξη ότι ο υποψήφιος δεν θα είχε καταλάβει την προς πλήρωση θέση, έστω και ελλείψει κάθε δυσμενούς διακρίσεως.

37 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο δεύτερο και τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 76/207 δεν απαγορεύει εθνικές νομοθετικές διατάξεις που καθορίζουν εκ των προτέρων ανώτατο όριο τριών μηνιαίων μισθών για το ποσό της αποζημιώσεως την οποία μπορεί να αξιώσει ένας υποψήφιος, οσάκις ο εργοδότης μπορεί να αποδείξει ότι, λόγω των ανώτερων προσόντων του προσληφθέντος υποψηφίου, δεν θα είχε καταλάβει την προς πλήρωση θέση, ακόμη και αν η επιλογή δεν ενείχε διακρίσεις. Αντιθέτως, η οδηγία απαγορεύει εθνικές νομοθετικές διατάξεις οι οποίες, αντίθετα προς τις άλλες εθνικές διατάξεις του αστικού και του εργατικού δικαίου, καθορίζουν εκ των προτέρων ανώτατο όριο τριών μηνιαίων μισθών για το ποσό της αποζημιώσεως την οποία μπορεί να αξιώσει ένας υποψήφιος που υπέστη δυσμενή διάκριση λόγω φύλου κατά την πρόσληψη, στην περίπτωση κατά την οποία ο υποψήφιος αυτός θα είχε καταλάβει την προς πλήρωση θέση αν η επιλογή δεν ενείχε διακρίσεις.

Επί του τετάρτου ερωτήματος

38 Με το τέταρτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν η οδηγία απαγορεύει εθνικές νομοθετικές διατάξεις προβλέπουσες ανώτατο όριο σε περίπτωση καταβολής αποζημιώσεων σωρευτικώς σε περισσότερους υποψηφίους που υπέστησαν δυσμενή διάκριση λόγω φύλου κατά την πρόσληψη.

39 Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Von Colson και Kamann, σκέψη 23, η οδηγία συνεπάγεται ότι η κύρωση που επιλέγουν τα κράτη μέλη πρέπει να έχει πραγματικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα για τον εργοδότη και πρέπει να είναι ανάλογη προς την προκληθείσα ζημία, προκειμένου να διασφαλίζεται πραγματική και αποτελεσματική δικαστική προστασία.

40 Είναι προφανές ότι από μια διάταξη όπως το άρθρο 61 b, παράγραφος 2, του ArbGG, το οποίο καθορίζει εκ των προτέρων συνολικό ανώτατο όριο έξι μηνιαίων μισθών για το ποσό των σωρευτικώς καταβαλλομένων αποζημιώσεων στο σύνολο των υποψηφίων που υπέστησαν βλάβη λόγω δυσμενούς διακρίσεως στηριζομένης στο φύλο στα πλαίσια προσλήψεως, στην περίπτωση που περισσότεροι υποψήφιοι αξιώνουν αποζημίωση, μπορεί να προκύψει χορήγηση μειωμένων αποζημιώσεων και η διάταξη αυτή μπορεί να έχει ως συνέπεια να αποτρέψει τους ζημιωθέντες υποψηφίους από τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Μια τέτοια συνέπεια δεν αντιστοιχεί στην πραγματική και αποτελεσματική δικαστική προστασία και δεν έχει το πράγματι αποτρεπτικό αποτέλεσμα έναντι του εργοδότη που επιτάσσει η οδηγία.

41 Επιπλέον, από την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την απάντηση που δόθηκε στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου και τις διευκρινίσεις που έγιναν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι παρόμοιος καθορισμός ανωτάτου ορίου για τις σωρευτικώς καταβαλλόμενες αποζημιώσεις δεν προβλέπεται από τις άλλες εθνικές διατάξεις του αστικού και του εργατικού δικαίου.

42 Όπως όμως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, η διαδικασία και οι προϋποθέσεις ενός δικαιώματος αποζημιώσεως στηριζομένου στο κοινοτικό δίκαιο δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϋκές από εκείνες που προβλέπονται στα πλαίσια του αντίστοιχου εθνικού συστήματος (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδος, σκέψη 24).

43 Επομένως, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία απαγορεύει εθνικές νομοθετικές διατάξεις οι οποίες, αντίθετα προς τις άλλες εθνικές διατάξεις του αστικού και του εργατικού δικαίου, καθορίζουν εκ των προτέρων συνολικό ανώτατο όριο έξι μηνιαίων μισθών για το ποσό των σωρευτικώς καταβαλλομένων αποζημιώσεων τις οποίες μπορούν να αξιώσουν υποψήφιοι οι οποίοι υπέστησαν δυσμενή διάκριση λόγω φύλου κατά την πρόσληψη, στην περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι υποψήφιοι αξιώνουν αποζημίωση.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

44 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 22ας Μαου 1995 το Arbeitsgericht Hamburg, αποφαίνεται:

1) Οσάκις ένα κράτος μέλος επιλέγει να επιβάλει κύρωση για την παραβίαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων στα πλαίσια συστήματος αστικής ευθύνης, η οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, και, ειδικότερα, τα άρθρα της 2, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 1, απαγορεύουν εθνικές νομοθετικές διατάξεις που εξαρτούν από την προϋπόθεση πταίσματος την επανόρθωση της ζημίας που προκλήθηκε από δυσμενή διάκριση στηριζόμενη στο φύλο κατά την πρόσληψη.

2) Η οδηγία 76/207 δεν απαγορεύει εθνικές νομοθετικές διατάξεις που καθορίζουν εκ των προτέρων ανώτατο όριο τριών μηνιαίων μισθών για το ποσό της αποζημιώσεως την οποία μπορεί να αξιώσει ένας υποψήφιος, οσάκις ο εργοδότης μπορεί να αποδείξει ότι, λόγω των ανώτερων προσόντων του προσληφθέντος υποψηφίου, δεν θα είχε καταλάβει την προς πλήρωση θέση, ακόμη και αν η επιλογή δεν ενείχε διακρίσεις. Αντιθέτως, η οδηγία απαγορεύει εθνικές νομοθετικές διατάξεις οι οποίες, αντίθετα προς τις άλλες εθνικές διατάξεις του αστικού και του εργατικού δικαίου, καθορίζουν εκ των προτέρων ανώτατο όριο τριών μηνιαίων μισθών για το ποσό της αποζημιώσεως την οποία μπορεί να αξιώσει ένας υποψήφιος που υπέστη δυσμενή διάκριση λόγω φύλου κατά την πρόσληψη, στην περίπτωση κατά την οποία ο υποψήφιος αυτός θα είχε καταλάβει την προς πλήρωση θέση αν η επιλογή δεν ενείχε διακρίσεις.

3) Η οδηγία 76/207 απαγορεύει εθνικές νομοθετικές διατάξεις οι οποίες, αντίθετα προς τις άλλες εθνικές διατάξεις του αστικού και του εργατικού δικαίου, καθορίζουν εκ των προτέρων συνολικό ανώτατο όριο έξι μηνιαίων μισθών για το ποσό των σωρευτικώς καταβαλλομένων αποζημιώσεων τις οποίες μπορούν να αξιώσουν υποψήφιοι οι οποίοι υπέστησαν δυσμενή διάκριση λόγω φύλου κατά την πρόσληψη, στην περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι υποψήφιοι αξιώνουν αποζημίωση.