61995J0139

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 30ής Ιανουαρίου 1997. - Livia Balestra κατά Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS). - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Pretura circondariale di Genova - Ιταλία. - Οδηγίες 76/207/ΕΟΚ και 79/7/ΕΟΚ - Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών - Υπολογισμός πιστώσεως συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών εισφορών. - Υπόθεση C-139/95.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-00549


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7 - Παροχές λόγω πρόωρης συνταξιοδοτήσεως - Εμπίπτουν - Πρόωρη συνταξιοδότηση του εργαζομένου λόγω κηρύξεως της επιχειρήσεως στην οποία απησχολείτο ως προβληματικής - Δεν ασκεί επιρροή

(Οδηγία 79/7 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)

2 Κοινωνική πολιτική - Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως - Οδηγία 79/7 - Παρέκκλιση επιτρεπόμενη ως προς τις συνέπειες που είναι δυνατόν να προκύψουν για άλλες παροχές από την ύπαρξη διαφορετικών ορίων ηλικίας συνταξιοδοτήσεως - Έκταση - Περιορίζεται μόνο στις διακρίσεις που τελούν σε αντικειμενική και αναγκαία συνάρτηση προς τη διαφορά της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως - Διάκριση ως προς τη χορήγηση πιστώσεως συμπληρωματικών εισφορών σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδοτήσεως - Επιτρέπεται

(Οδηγία 79/7 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 1, στοιχ. αα)

Περίληψη


3 Οι παροχές λόγω πρόωρης συνταξιοδοτήσεως τελούν σε άμεση και πραγματική συνάρτηση προς την κάλυψη του κινδύνου του γήρατος, ο οποίος κατονομάζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, και άρα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Το γεγονός ότι η πρόωρη συνταξιοδότηση επέρχεται ως άμεση συνέπεια της κρίσεως η οποία πλήττει την επιχείρηση, στην οποία απησχολείτο τελευταία ο εργαζόμενος, δεν αρκεί για να εξομοιωθούν οι παροχές της προς παροχές λόγω απολύσεως, όταν αυτές διέπονται ευθέως από την εθνική νομοθεσία και ισχύουν υποχρεωτικώς για ορισμένες γενικές κατηγορίες εργαζομένων.

4 Αν, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 79/7, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, ένα κράτος μέλος έχει ορίσει διαφορετικές συντάξιμες ηλικίες για τα δύο φύλα, η διάταξη αυτή του επιτρέπει επίσης να προβλέπει ότι οι εργαζόμενοι σε μια επιχείρηση που κηρύσσεται προβληματική δικαιούνται πιστώσεως συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών εισφορών 5 ετών κατ' ανώτατο όριο, αφότου αποχωρούν με πρόωρη συνταξιοδότηση και μέχρι να συμπληρώσουν τη συντάξιμη ηλικία, ήτοι το 55ο έτος για τις γυναίκες και το 60ό για τους άνδρες, διότι η υφιστάμενη διαφορά τρόπου υπολογισμού των παροχών πρόωρης συντάξεως για τα δύο φύλα τελεί σε αντικειμενική και αναγκαία συνάρτηση προς τις διαφορετικές συντάξιμες ηλικίες που ορίζονται για τους άνδρες και για τις γυναίκες.

Η διάκριση αυτή, η οποία τελεί σε αντικειμενική συνάρτηση προς τον ορισμό συντάξιμης ηλικίας διαφορετικής για τις γυναίκες και για τους άνδρες, στο πλαίσιο ενός συστήματος πρόωρης συνταξιοδοτήσεως που επιδιώκει να αποφύγει να πλήξει τον εργαζόμενο ο οποίος αποχωρεί από την αγορά εργασίας πριν συμπληρώσει τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως, χορηγώντας του πλασματικές εισφορές για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της πραγματικής του αποχωρήσεως και της συμπληρώσεως της εν λόγω ηλικίας, υπηρετεί την ανάγκη συνοχής μεταξύ του συστήματος συντάξεων λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου και του εν λόγω συστήματος πρόωρης συνταξιοδοτήσεως, είναι δε αναγκαία προς εξασφάλιση της εν λόγω συνοχής, διότι ενδεχόμενη κατάργησή της θα δημιουργούσε άλλες διακρίσεις.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-139/95,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση της Pretura circondariale di Genova (Ιταλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Livia Balestra

και

Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS),

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 76/207/EOK του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (EE ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70), και της οδηγίας 79/7/EOK του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Sevσn, πρόεδρο του πρώτου τμήματος, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet, P. Jann και M. Wathelet (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. B. Elmer

γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- το INPS, εκπροσωπούμενο από τους Carlo de Angelis και Andrea Barbuto, δικηγόρους Ρώμης,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Enrico Traversa και Marie Wolfcarius, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενους από τον Renzo Morresi, δικηγόρο Bologna,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του INPS και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιουνίου 1996,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Οκτωβρίου 1996,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 19ης Απριλίου 1995, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Μαου 1995, η Pretura circondariale di Genova υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 76/207/EOK του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (EE ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70), και της οδηγίας 79/7/EOK του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Balestra, πρώην εργαζομένης σε επιχείρηση που κηρύχθηκε προβληματική, και του Istituto nazionale della previdenza sociale (Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφαλίσεως, στο εξής: INPS), σχετικά με τον υπολογισμό της πιστώσεως συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών εισφορών, τις οποίες της χορήγησε αυτό κατ' εφαρμογήν του εκ του νόμου προβλεπομένου συστήματος πρόωρης συνταξιοδοτήσεως.

3 Στην Ιταλία, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ίσχυε το ακόλουθο καθεστώς. Η συντάξιμη ηλικία ορίζεται στο άρθρο 9 του νόμου 218, της 4ης Απριλίου 1952 (τακτικό συμπλήρωμα της GURI αριθ. 89 της 15ης Απριλίου 1952). Κατ' εφαρμογήν της διατάξεως αυτής, οι μεν άνδρες εργαζόμενοι δικαιούνται συντάξεως σε ηλικία 60 ετών, οι δε γυναίκες εργαζόμενες σε ηλικία 55 ετών, υπό τον όρον ότι και οι μεν και οι δε έχουν καταβάλει εισφορές επί 15 τουλάχιστον έτη και έχουν πιστωθεί με 180 μηνιαίες ή 780 εβδομαδιαίες εισφορές.

4 Ειδικές διατάξεις ισχύουν επί εργαζομένων σε επιχειρήσεις, τις οποίες έχει κηρύξει προβληματικές - σύμφωνα με τον νόμο 675, της 12ης Αυγούστου 1977 (GURI αριθ. 243) - το Comitato interministeriale per il coordinamento della politica industriale (Διυπουργική Επιτροπή Συντονισμού Βιομηχανικής Πολιτικής, στο εξής: CIPI).

5 Ο νόμος 155, της 23ης Απριλίου 1981 (τακτικό συμπλήρωμα της GURI αριθ. 114 (στο εξής: νόμος 155/1981), παρέχει στους εν λόγω μισθωτούς τη δυνατότητα να επισπεύσουν τη συνταξιοδότησή τους, οι μεν άνδρες σε ηλικία 55, οι δε γυναίκες σε ηλικία 50 ετών. Το άρθρο 16 του νόμου αυτού διευκρινίζει ότι - για τους εργαζομένους σε επιχειρήσεις που κηρύσσονται προβληματικές από το CIPI, «οι οποίοι έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους επί ανδρών και το 50ό επί γυναικών και έχουν συγκεντρώσει 180 μηνιαίες εισφορές γενικής ασφαλίσεως αναπηρίας, γήρατος και επιζώντων» - υπολογίζεται, κατά το εφαρμοστέο συνταξιοδοτικό σύστημα, η πραγματική διάρκεια καταβολής εισφορών τους, προσαυξανόμενη κατά την περίοδο που αρχίζει κατά τη λύση της συμβάσεως εργασίας τους και λήγει όταν συμπληρώσουν οι μεν άνδρες το 60ό, οι δε γυναίκες το 55ο έτος της ηλικίας τους (στο εξής: πίστωση συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών εισφορών).

6 Πρέπει να επισημανθεί ότι, εκτός από τον νόμο 155/1981 και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του, υφίστανται, σχετικά με την πρόωρη συνταξιοδότηση, και ειδικές ρυθμίσεις για τους εργαζομένους ορισμένων κλάδων. Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, έγινε επίκληση της ειδικής ρυθμίσεως που ισχύει για τους εργαζομένους του κλάδου της χαλυβουργίας. Συγκεκριμένα, η Balestra ζήτησε να εφαρμοστούν στην περίπτωσή της κανόνες ανάλογοι με τους ισχύοντες στον κλάδο αυτόν.

7 Για τους εργαζομένους του κλάδου της χαλυβουργίας, ίσχυε, αρχικά, ο κανόνας ότι η ηλικία πρόωρης συνταξιοδοτήσεως των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που κηρύσσονται προβληματικές - την οποία προέβλεπε το άρθρο 16 του νόμου 155/1981 (55ο έτος για τους άνδρες και 50ό για τις γυναίκες) - οριζόταν στο 50ό έτος για όλους τους εργαζομένους, άνδρες και γυναίκες (άρθρο 1 του νόμου 193, της 31ης Μαου 1984, GURI αριθ. 153, της 5ης Ιουνίου 1984).

8 Με την υπ' αριθ. 371 απόφαση της 6ης Ιουλίου 1989 (GURI 1η ειδική σειρά αριθ. 28, της 12ης Ιουλίου 1989), το Corte costituzionale έκρινε αντισυνταγματικές τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 16 του νόμου 155/1981 και 1 του νόμου 193/1984, καθ' όσον δεν επέτρεπαν στις απασχολούμενες στον κλάδο της χαλυβουργίας γυναίκες, σε περίπτωση πρόωρης αποχωρήσεώς τους σε ηλικία 50 ετών, να φτάσουν, χάρη στην πίστωση συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών εισφορών, την ίδια διάρκεια εισφορών με έναν άνδρα εργαζόμενο, για τον οποίον η συντάξιμη ηλικία ορίζεται στο 60ό, ενώ για τις γυναίκες ορίζεται στο 55ο έτος της ηλικίας. Με την απόφαση αυτή, το Corte costituzionale υπέμνησε την αρχή ότι, στην Ιταλία, το όριο ηλικίας ασκήσεως εργασιακής δραστηριότητας ήταν το ίδιο για τις γυναίκες και για τους άνδρες.

9 Στη συνέχεια, θεσπίστηκε ένας νέος ειδικός κανόνας, κατά τον οποίον οι απασχολούμενες στον κλάδο της χαλυβουργίας γυναίκες μπορούσαν να αποχωρήσουν πρόωρα σε ηλικία 47 ετών, εφόσον συγκέντρωναν 300 μηνιαίες εισφορές (άρθρο 5, πέμπτο εδάφιο, του decreto-legge 536, της 30ής Δεκεμβρίου 1987, GURI αριθ. 304, της 31ης Δεκεμβρίου 1987, που κυρώθηκε με τον νόμο 48, της 29ης Φεβρουαρίου 1988, GURI αριθ. 50, της 1ης Μαρτίου 1988), ενώ η ηλικία πρόωρης συνταξιοδοτήσεως των ανδρών παρέμενε το 50ό έτος.

10 Με την υπ' αριθ. 503 απόφαση της 30ής Δεκεμβρίου 1991 (GURI 1η ειδική σειρά αριθ. 2, της 8ης Ιανουαρίου 1992), το Corte costituzionale έκρινε ότι αυτή η δυνατότητα των γυναικών εργαζομένων στον κλάδο της χαλυβουργίας να λαμβάνουν πρόωρη συνταξιοδότηση από την ηλικία των 47 ετών έπρεπε να συνοδεύεται από το δικαίωμά τους να πιστώνονται με συμπληρωματικές συνταξιοδοτικές εισφορές από τη λύση της συμβάσεως εργασίας τους μέχρι την ηλικία των 60 ετών (ηλικία μέχρι την οποία τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες έχουν το δικαίωμα να συνεχίζουν την εργασιακή τους δραστηριότητα), εντός όμως του ίδιου ανωτάτου ορίου των 10 ετών που ισχύει και για τους άνδρες. Πρέπει να σημειωθεί ότι, αν εφαρμοζόταν στον κλάδο της χαλυβουργίας ο κανόνας του άρθρου 16 του νόμου 155/1981, η πίστωση εισφορών θα ήταν 8 ετών κατ' ανώτατο όριο για τις γυναίκες από τη λύση της συμβάσεως εργασίας τους (που ήταν δυνατή από την ηλικία των 47 ετών) μέχρι τη συντάξιμη ηλικία (55ο έτος για τις γυναίκες), ενώ ήταν 10 ετών κατ' ανώτατο όριο για τους άνδρες, από τη λύση της συμβάσεως εργασίας τους (που ήταν δυνατή από την ηλικία των 47 ετών) μέχρι τη συντάξιμη ηλικία (60ό έτος για τους άνδρες)· η διαφορά πιστώσεως εισφορών 2 ετών ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η ηλικία πρόωρης συνταξιοδοτήσεως των γυναικών ήταν κατά 3 μόνον έτη κατώτερη της των ανδρών.

11 Η Balestra εργαζόταν σε επιχείρηση την οποία το CIPI κήρυξε προβληματική. Ως εκ τούτου, υπέβαλε παραίτηση, υπαγόμενη έτσι στις ευεργετικές διατάξεις περί πρόωρης συνταξιοδοτήσεως των γυναικών ηλικίας μεταξύ 50 και 55 ετών.

12 Μετά την παραίτησή της σε ηλικία 54 ετών και 7 μηνών, το INPS την επίστωσε, δυνάμει του άρθρου 16 του νόμου 155/1981, με εισφορές 5 μηνών, όσων της υπολείπονταν μέχρι να συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας της, ηλικία κατά την οποία μια γυναίκα εργαζόμενη, στην Ιταλία, είχε δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως.

13 Στις 13 Απριλίου 1993, η Balestra κατέθεσε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ζητώντας να υποχρεωθεί το INPS να της πιστώσει συμπληρωματικές εισφορές ίσες προς το ανώτατο όριο το οποίο ορίζει ο νόμος 155/1981, ήτοι 5 έτη. Επικαλέστηκε σχετικώς την προπαρατεθείσα νομολογία του Corte costituzionale σχετικά με τους εργαζομένους του κλάδου της χαλυβουργίας.

14 Το INPS απέκρουσε το αίτημα της Balestra, με την αιτιολογία ότι αυτή είχε καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας υποβάλλοντας οικειοθελώς την παραίτησή της και ότι το άρθρο 16 του νόμου 155/1981 προέβλεπε ίσες πιστώσεις εισφορών για άνδρες και γυναίκες· η μόνη διαφορά προέκυπτε από τη διαφορετική ηλικία κατά την οποία οι άνδρες και οι γυναίκες μπορούσαν να αξιώσουν να τους καταβληθεί σύνταξη. Κατά το INPS, συμπληρωματικά συντάξιμα έτη θα μπορούσαν, βάσει της προπαρατεθείσας νομολογίας του Corte costituzionale, να χορηγηθούν στην Balestra, μόνον αν αυτή είχε εργαστεί σε επιχείρηση του κλάδου της χαλυβουργίας, που υπάγεται σε ειδική ρύθμιση.

15 Η Balestra υποστήριξε τότε ότι το άρθρο 16 του νόμου 155/1981 προσέκρουε στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, την οποία διατυπώνουν οι οδηγίες 76/207 και 79/7.

16 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 ορίζει:

«Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην εφαρμογή, εντός των Κρατών μελών, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση [στην] απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης και της επαγγελματικής προωθήσεως, και [στην] επαγγελματική εκπαίδευση, καθώς και τις συνθήκες εργασίας και, υπό τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 2, την κοινωνική ασφάλιση. Η αρχή αυτή καλείται στο εξής "αρχή της ίσης μεταχειρίσεως".»

17 Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας:

«Η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως, συνεπάγεται την εξασφάλιση σε άνδρες και γυναίκες των αυτών όρων, χωρίς διάκριση βασιζόμενη στο φύλο.»

18 Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας προβλέπει ότι:

«Προκειμένου να εξασφαλισθεί η προοδευτική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, το Συμβούλιο θα θεσπίσει, προτάσει της Επιτροπής, διατάξεις, που θα καθορίζουν ιδίως το περιεχόμενο, την έκταση και τους τρόπους εφαρμογής της ανωτέρω αρχής.»

19 Εις εκτέλεση της τελευταίας αυτής διατάξεως, το Συμβούλιο εξέδωσε την οδηγία 79/7, η οποία, κατά το άρθρο 1, αποσκοπεί στην προοδευτική εφαρμογή, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως και των άλλων στοιχείων κοινωνικής προστασίας, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως.

20 Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αα, η οδηγία 79/7 εφαρμόζεται:

«στα [προβλεπόμενα με νόμο] συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία κατά των ακολούθων κινδύνων:

- ασθενείας,

- αναπηρίας,

- γήρατος,

- εργατικού ατυχήματος και επαγγελματικής ασθενείας,

- ανεργίας».

21 Τον σκοπό που εξαγγέλλεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 79/7 εξειδικεύει το άρθρο 4, παράγραφος 1, που ορίζει ότι:

«Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά:

- το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και τους όρους πρόσβασης στα συστήματα αυτά,

- την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό των εισφορών,

- τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευομένου προσώπου και τις προϋποθέσεις διαρκείας και διατηρήσεως του δικαιώματος επί των παροχών.»

22 Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, η οδηγία 79/7:

«(...) δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της:

α) τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για την χορήγηση συντάξεων γήρατος και συντάξεων εν γένει και τις συνέπειες που είναι δυνατό να προκύψουν για άλλες παροχές (...)».

23 Εκτιμώντας ότι η επίλυση της διαφοράς της οποίας επελήφθη απαιτούσε ερμηνεία αυτών των διατάξεων, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε την αναστολή της δίκης και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Συνιστά παράβαση των προαναφερομένων κοινοτικών οδηγιών (άρθρα 1, 2, 3, 4 και 5 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ και άρθρα 1, 2, και 5 της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ) ο καθορισμός ορίων ηλικίας της εργασιακής δραστηριότητας διαφορετικών για τον άνδρα εργαζόμενο και για τη γυναίκα εργαζόμενη, για την πρόωρη συνταξιοδότηση βάσει του άρθρου 16 του νόμου 155/81, τη λύση της εργασιακής σχέσεως και τον υπολογισμό των παροχών πρόωρης συντάξεως;

2) Συνιστά παράβαση των παραπάνω κανόνων των προαναφερομένων κοινοτικών οδηγιών η διαφορετική μεταχείριση (σε επίπεδο ατομικής εργασιακής σχέσεως, αλλά και κοινωνικής ασφαλίσεως) λόγω καθορισμού διαφορετικού ορίου ηλικίας εργασιακής δραστηριότητας, σε μια έννομη τάξη - όπως η ιταλική - όπου το όριο ηλικίας εργασιακής δραστηριότητας (το μόνο όριο ηλικίας που ισχύει για την πρόωρη συνταξιοδότηση) καθορίζεται στο 60ό έτος τόσο για τον άνδρα όσο και για τη γυναίκα;»

24 Επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης διεκδικεί να της πιστωθούν συμπληρωματικές συνταξιοδοτικές εισφορές 5 ετών αφότου απεχώρησε με πρόωρη συνταξιοδότηση, να υπολογιστούν δηλαδή αυτές χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το όριο το οποίο - κατ' εφαρμογήν του άρθρου 16 του νόμου 155/1981 - συνιστά η συντάξιμη ηλικία για τις γυναίκες (55 ετών), επιχειρηματολογώντας ότι, στην Ιταλία, οι γυναίκες έχουν δικαίωμα να εργάζονται, όπως και οι άνδρες, μέχρι την ηλικία των 60 ετών.

25 Το αιτούν δικαστήριο θέλει, δηλαδή, κατ' ουσίαν να πληροφορηθεί αν, σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, μπορούν, κατά τον υπολογισμό των παροχών πρόωρης συντάξεως, να λαμβάνονται υπόψη τα - διαφορετικά για κάθε φύλο - όρια συντάξιμης ηλικίας. Ειδικότερα, θέλει να πληροφορηθεί αν, εφόσον, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 79/7, ένα κράτος μέλος έχει καθορίσει διαφορετική συντάξιμη ηλικία για κάθε φύλο, η διάταξη αυτή του επιτρέπει να προβλέπει περαιτέρω ότι οι εργαζόμενοι σε επιχείρηση που κηρύσσεται προβληματική δικαιούνται πιστώσεως συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών εισφορών 5 έτων κατ' ανώτατο όριο από την αποχώρησή τους με πρόωρη συνταξιοδότηση μέχρι τη συμπλήρωση της συντάξιμης ηλικίας, ήτοι του 55ου έτους για τις γυναίκες και του 60ού για τους άνδρες.

26 Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως που διέπονται από τον νόμο και εφαρμόζονται υποχρεωτικώς σε γενικές κατηγορίες εργαζομένων δεν εμπίπτουν στην έννοια της αμοιβής, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 119, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης (αποφάσεις της 25ης Μαου 1971, υπόθεση 80/70, Defrenne, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 81, σκέψεις 7 και 8· της 17ης Μαου 1990, C-262/88, Barber, Συλλογή 1990, σ. Ι-1889, σκέψεις 22 και 23· και της 17ης Φεβρουαρίου 1993, υπόθεση C-173/91, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1993, σ. Ι-673, σκέψη 14). Αντιθέτως, οι εκ του νόμου προβλεπόμενες παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7.

27 Εν προκειμένω, όμως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται μήπως, δεδομένου ότι το άρθρο 16 του νόμου 155/1981 εφαρμόζεται επί εργασιακών σχέσεων εντός επιχειρήσεων που κηρύσσονται προβληματικές, η πρόωρη συνταξιοδότηση συνιστά για τον εργαζόμενο υποχρέωση μάλλον παρά επιλογή, διότι άλλως θα έχανε και το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα και τη θέση του.

28 Εν τοιαύτη περιπτώσει, η πρόωρη συνταξιοδότηση θα εξομοιούτο προς απόλυση, αν ο όρος αυτός νοηθεί υπό ευρεία έννοια, ως περικλείων τη λύση της εργασιακής σχέσεως ακόμη και όταν αυτή επέρχεται στο πλαίσιο συστήματος πρόωρης συνταξιοδοτήσεως. Εφαρμοστέα θα ήταν τότε η οδηγία 76/207, η οποία, στο άρθρο 5, παράγραφος 1, απαγορεύει τις διακρίσεις που στηρίζονται στο φύλο όσον αφορά τους όρους απολύσεως.

29 Η ανάλυση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, έστω και αν η πρόωρη συνταξιοδότηση επέρχεται ως άμεση συνέπεια της κρίσεως η οποία πλήττει την επιχείρηση, στην οποία απησχολείτο τελευταία ο εργαζόμενος, οι χορηγούμενες παροχές πρόωρης συνταξιοδοτήσεως δεν παύουν να διέπονται από τον νόμο και να ισχύουν υποχρεωτικώς για ορισμένες γενικές κατηγορίες εργαζομένων. Περαιτέρω, οι παροχές αυτές τελούν σε άμεση και πραγματική συνάρτηση προς την προστασία έναντι του κινδύνου του γήρατος, ο οποίος κατονομάζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, εφόσον η χορήγησή τους είναι απόρροια της πρόωρης συνταξιοδοτήσεως (βλ. σχετικώς απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 1982, υπόθεση 19/81, Burton, Συλλογή 1982, σ. 555, σκέψεις 12 έως 15).

30 Όπως, εν πάση περιπτώσει, προκύπτει από τη δικογραφία (πράγμα που δεν αμφισβήτησε και η ενδιαφερόμενη), η αποχώρηση της Balestra από την εργασιακή της δραστηριότητα δεν προήλθε, εν προκειμένω, από την απόλυσή της, αλλ' από την οικειοθελή της παραίτηση, 5 μόλις μήνες πριν από την ηλικία κατά την οποία εδικαιούτο, ούτως ή άλλως, συντάξεως.

31 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η οδηγία 79/7 έχει εφαρμογή.

32 Υπό το πρίσμα της οδηγίας αυτής, μια διάκριση μεταξύ των δύο φύλων, στο πλαίσιο της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, μόνο προσωρινώς μπορεί να δικαιολογηθεί και μόνο βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αα (απόφαση της 1ης Ιουλίου 1993, υπόθεση C-154/92, Van Cant, Συλλογή 1993, σ. I-3811, σκέψη 12). Σε κάθε άλλη περίπτωση, η διάκριση αντιβαίνει προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, το οποίο, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, είναι αρκετά ακριβές και ανεπιφύλακτο, ώστε να μπορούν να το επικαλούνται οι ιδιώτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων για ν' αποκρούσουν την εφαρμογή κάθε εθνικής διατάξεως ασυμβίβαστης προς το εν λόγω άρθρο (αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 1986, υπόθεση 71/85, Nederlandse Vakbeweging, Συλλογή 1986, σ. 3855, σκέψη 21, και της 24ης Μαρτίου 1987, υπόθεση 286/85, McDermott και Cotter, Συλλογή 1987, σ. 1453, σκέψη 14).

33 Κατά πάγια νομολογία, οσάκις, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 79/7, ένα κράτος μέλος προβλέπει διαφορετική ηλικία για τη χορήγηση συντάξεως γήρατος και συντάξεως λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου μεταξύ ανδρών και γυναικών, η έκταση εφαρμογής της παρεκκλίσεως την οποία επιτρέπει η φράση «τις συνέπειες που είναι δυνατόν να προκύψουν για άλλες παροχές», του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αα, περιορίζεται στις διακρίσεις οι οποίες υφίστανται σε άλλα συστήματα παροχών και οι οποίες συνδέονται αναγκαίως και αντικειμενικώς με τη διαφορά της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως (βλ. ιδίως αποφάσεις της 30ής Μαρτίου 1993, υπόθεση C-328/91, Thomas κ.λπ., Συλλογή 1993, σ. 1247, σκέψη 20, και της 11ης Αυγούστου 1995, υπόθεση C-92/94, Graham κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I-2521, σκέψη 11).

34 Γι' αυτό άλλωστε, αν, κατ' εφαρμογήν της εν λόγω διατάξεως, ένα κράτος μέλος ορίζει ως συντάξιμη ηλικία των γυναικών το 55ο και των ανδρών το 60ό έτος, πρέπει να ερευνηθεί αν η διάκριση που υφίσταται εις βάρος των ανδρών ή των γυναικών σε κάποιο άλλο σύστημα παροχών εκτός από το της συντάξεως λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου συνδέεται εξ αντικειμένου και κατ' ανάγκην με αυτή τη διαφορά συντάξιμης ηλικίας.

35 Αυτό συμβαίνει όντως, εάν οι διακρίσεις αυτές είναι αντικειμενικώς αναγκαίες για να αποφευχθεί ο κίνδυνος διαταράξεως της οικονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως ή για να εξασφαλισθεί η συνοχή μεταξύ του συστήματος συντάξεων λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου και του συστήματος των άλλων παροχών (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Thomas κ.λπ., σκέψη 12, και Graham κ.λπ., σκέψη 12).

36 Διαπιστώνεται ότι ένα εκ του νόμου προβλεπόμενο σύστημα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως, όπως το επίδικο στην κύρια δίκη, ενέχει διάκριση εις βάρος των γυναικών ως προς τον τρόπο υπολογισμού των παροχών πρόωρης συντάξεως και, κατά συνέπεια, ως προς το ύψος της συντάξεώς τους.

37 Η δυσμενής αυτή διάκριση έγκειται στο γεγονός ότι, επειδή, κατά τον υπολογισμό των συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών εισφορών, λαμβάνονται υπόψη προϋποθέσεις συντάξιμης ηλικίας διαφορετικές για τα δύο φύλα, η σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου μιας γυναίκας εργαζόμενης ενδέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να είναι κατώτερη από εκείνη την οποία λαμβάνει ο άνδρας εργαζόμενος, αν υποτεθεί ότι οι δύο έχουν καταβάλει πράγματι ίσες εισφορές.

38 Όντως, η γυναίκα που συνταξιοδοτείται σε ηλικία 55 ετών δεν δικαιούται πιστώσεως εισφορών. Κατά συνέπεια, αν ένας άνδρας και μια γυναίκα, αμφότεροι ηλικίας 55 ετών, έχουν διανύσει ίδιες σταδιοδρομίες και έχουν καταβάλει ίσες πραγματικές εισφορές, η παροχή που θα καταβληθεί στον προώρως συνταξιοδοτούμενο άνδρα θα είναι υψηλότερη από εκείνη που θα χορηγηθεί στη συνταξιοδοτούμενη γυναίκα. Με άλλα λόγια, αν οι πράγματι καταβληθείσες εισφορές είναι ίσες, η γυναίκα θα πρέπει να εργασθεί άλλη μία πενταετία (μέχρι το 60ό έτος της ηλικίας της) για να λάβει σύνταξη ισόποση με τον άνδρα που λαμβάνει πρόωρη σύνταξη σε ηλικία 55 ετών.

39 Η απάντηση στο ερώτημα αν η διάκριση αυτή τελεί σε αντικειμενική και αναγκαία συνάρτηση προς τις διαφορετικές συντάξιμες ηλικίες που ορίζονται για τα δύο φύλα είναι της αρμοδιότητας του εθνικού δικαστηρίου. Πάντως, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα απόφαση Thomas κ.λπ., σκέψη 13, το Δικαστήριο, καλούμενο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο λυσιτελείς απαντήσεις, είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο ενδείξεις διευκολύνουσες την απόφασή του.

40 Όσον αφορά την επίμαχη στην κύρια δίκη διάκριση, διαπιστώνεται ότι αυτή τελεί όντως σε αντικειμενική συνάρτηση προς τον ορισμό συντάξιμης ηλικίας διαφορετικής για τις γυναίκες και για τους άνδρες, καθ' όσον αποτελεί άμεση απόρροια του γεγονότος ότι αυτή ορίζεται στο 55ο έτος για τις μεν και στο 60ό για τους δε. Ο δε κανόνας, που ισχύει τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, είναι ότι μπορούν να αξιώσουν πρόωρη συνταξιοδότηση 5 το πολύ έτη πριν φτάσουν στην ηλικία κατά την οποία αποκτούν δικαίωμα συντάξεως λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου και ότι πιστώνονται με συνταξιοδοτικές εισφορές για την περίοδο που μεσολαβεί από την αποχώρησή τους μέχρι την ημέρα κατά την οποία συμπληρώνουν την εν λόγω ηλικία.

41 Όσον αφορά το αν η διάκριση τελεί και σε αναγκαία συνάρτηση προς αυτή τη διαφορά συντάξιμης ηλικίας για τους άνδρες και τις γυναίκες, διαπιστώνεται, κατ' αρχάς, ότι το θεσπιζόμενο με το άρθρο 16 του νόμου 155/1981 σύστημα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως χαρακτηρίζεται από τη χορήγηση στον εργαζόμενο, πριν αυτός φτάσει τη συντάξιμη ηλικία, μιας παροχής που υπολογίζεται βάσει των πράγματι καταβεβλημένων εισφορών και της πλασματικής προσαυξήσεως της περιόδου καταβολής εισφορών επί όσο χρόνο του υπολείπεται μέχρι να φτάσει στη συντάξιμη ηλικία. Επομένως, η παροχή πρόωρης συντάξεως έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει ένα εισόδημα στο πρόσωπο που αποχωρεί από την αγορά εργασίας πριν φτάσει την ηλικία κατά την οποία αποκτά το δικαίωμα να λάβει σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου. Ως εκ τούτου, υφίσταται όντως συνοχή μεταξύ του συστήματος συντάξεων λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου και της επίδικης πρόωρης συνταξιοδοτήσεως.

42 Πρέπει να εξετασθεί, στη συνέχεια, αν η άρνηση χορηγήσεως στις γυναίκες - που έχουν όντως το δικαίωμα να συνεχίσουν να εργάζονται μέχρι το 60ό έτος της ηλικίας τους - του ευεργετήματος της πιστώσεως εισφορών για τον χρόνο που έπεται της συμπληρώσεως του 55ου έτους της ηλικίας τους, οπότε μπορούν να αξιώσουν σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου, είναι αναγκαία προς διαφύλαξη αυτής της συνοχής.

43 Παρατηρείται, συναφώς, ότι οι γυναίκες που αποχωρούν με πρόωρη συνταξιοδότηση σε μια ηλικία μεταξύ 50 και 55 ετών επιστώνοντο με εισφορές 5 ετών, χωρίς η πίστωση αυτή να παύει κατά τη συμπλήρωση της συντάξιμης ηλικίας, όσο ο χρόνος της πρόωρης συνταξιοδοτήσεώς τους θα ήταν εγγύτερος προς τη συντάξιμη ηλικία, τόσο υψηλότερη θα ήταν τελικά η σύνταξη που θα ελάμβαναν αυτές οι γυναίκες εργαζόμενες, σε σύγκριση με τις γυναίκες εργαζόμενες που θα είχαν καταβάλει εισφορές μέχρι την ηλικία των 55 ετών και θα αποχωρούσαν λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου, χωρίς να πιστωθούν με συμπληρωματικές εισφορές.

44 Δεύτερον, επισημαίνεται ότι ένα τέτοιο σύστημα θα γεννούσε δυσμενείς διακρίσεις και εις βάρος των ανδρών εργαζομένων. Ενώ ο άνδρας εργαζόμενος που συνταξιοδοτείται προώρως σε μια ηλικία μεταξύ 55 και 60 ετών δικαιούται πιστώσεως εισφορών μόνο για όσο χρόνο υπολείπεται από την πρόωρη συνταξιοδότησή του μέχρι τη συμπλήρωση συντάξιμης ηλικίας, η γυναίκα εργαζόμενη, που επίσης θα αποχωρούσε με πρόωρη συνταξιοδότηση εντός της πενταετίας που προηγείται της ημερομηνίας κατά την οποία συμπληρώνει συντάξιμη ηλικία, θα εδικαιούτο, ούτως ή άλλως, πιστώσεως εισφορών 5 ετών.

45 Παρατηρείται, κατά συνέπεια, ότι, έστω και αν οι γυναίκες έχουν όντως το δικαίωμα να εργάζονται μέχρι το 60ό έτος της ηλικίας τους, η άρνηση χορηγήσεως του ευεργετήματος της πιστώσεως εισφορών για την περίοδο που έπεται της συμπληρώσεως του 55ου έτους της ηλικίας τους, κατά το οποίο δικαιούνται συντάξεως λόγω συμπληρώσεως συντάξεως χρόνου, είναι όντως αναγκαία χάριν διαφυλάξεως της συνοχής μεταξύ του συστήματος των συντάξεων λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου και του επίδικου συστήματος πρόωρης συνταξιοδοτήσεως.

46 Επομένως, στο αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, αν, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 79/7, ένα κράτος μέλος έχει ορίσει διαφορετικές συνταξίμες ηλικίες για τα δύο φύλα, η διάταξη αυτή του επιτρέπει επίσης να προβλέπει ότι οι εργαζόμενοι σε μια επιχείρηση που κηρύσσεται προβληματική δικαιούνται πιστώσεως συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών εισφορών 5 ετών κατ' ανώτατο όριο, αφότου αποχωρούν με πρόωρη συνταξιοδότηση και μέχρι να συμπληρώσουν τη συντάξιμη ηλικία, ήτοι το 55ο έτος για τις γυναίκες και το 60ό για τους άνδρες, διότι η υφιστάμενη διαφορά τρόπου υπολογισμού των παροχών πρόωρης συντάξεως για τα δύο φύλα τελεί σε αντικειμενική και αναγκαία συνάρτηση προς τις διαφορετικές συντάξιμες ηλικίες που ορίζονται για τους άνδρες και για τις γυναίκες.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

47 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, που κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 19ης Απριλίου 1995 η Pretura circondariale di Genova, αποφαίνεται:

Αν, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αα, της οδηγίας 79/7/EOK του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, ένα κράτος μέλος έχει ορίσει διαφορετικές συνταξίμες ηλικίες για τα δύο φύλα, η διάταξη αυτή του επιτρέπει επίσης να προβλέπει ότι οι εργαζόμενοι σε μια επιχείρηση που κηρύσσεται προβληματική δικαιούνται πιστώσεως συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών εισφορών 5 ετών κατ' ανώτατο όριο, αφότου αποχωρούν με πρόωρη συνταξιοδότηση και μέχρι να συμπληρώσουν τη συντάξιμη ηλικία, ήτοι το 55ο έτος για τις γυναίκες και το 60ό για τους άνδρες, διότι η υφιστάμενη διαφορά τρόπου υπολογισμού των παροχών πρόωρης συντάξεως για τα δύο φύλα τελεί σε αντικειμενική και αναγκαία συνάρτηση προς τις διαφορετικές συντάξιμες ηλικίες που ορίζονται για τους άνδρες και για τις γυναίκες.