61995J0074

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 12ης Δεκεμβρίου 1996. - Ποινικές δίκες κατά X. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Procura della Repubblica presso la Pretura circondariale di Torino και Pretura circondariale di Torino - Ιταλία. - Οδηγία 90/270/ΕΟΚ σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία σε εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικονίσεως - Έννοια του εργαζομένου - Εξέταση των ματιών και της οράσεως - Έννοια της θέσεως εργασίας κατά τα άρθρα 4 και 5 - Περιεχόμενο των υποχρεώσεων που θεσπίζουν τα άρθρα 4 και 5. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-74/95 και C-129/95.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-06609


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Προδικαστικά ερωτήματα * Υποβολή στο Δικαστήριο * Εθνικό δικαστήριο κατά το άρθρο 177 της Συνθήκης * Έννοια * Procura della Repubblica ενεργούσα ως κατηγορούσα αρχή * Δεν εμπίπτει στην έννοια

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 177)

2. Πράξεις των οργάνων * Οδηγίες * Εκτέλεση από τα κράτη μέλη * Ανάγκη εξασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των οδηγιών * Υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων * Όρια * Αρχή της νομικής προβλέψεως των εγκλημάτων και των ποινών

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 189, εδ. 3)

3. Κοινωνική πολιτική * Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων * Οδηγία 90/270 όσον αφορά την εργασία σε εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικονίσεως * Εργαζόμενος ο οποίος χρησιμοποιεί τακτικά και κατά ένα μη αμελητέο τμήμα της κανονικής του εργασίας τέτοιο εξοπλισμό * Έννοια μη οριζόμενη από την οδηγία * Εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών

(Οδηγία 90/270 του Συμβουλίου, άρθρο 2, στοιχ. γ')

4. Κοινωνική πολιτική * Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων * Οδηγία 90/270 όσον αφορά την εργασία σε εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικονίσεως * Προστασία των ματιών και της οράσεως των εργαζομένων * Περιοδική και οφθαλμολογική εξέταση * Ποιοι δικαιούνται να υποβληθούν σε εξέταση

(Οδηγία 90/270 του Συμβουλίου, άρθρο 9, PAR PAR 1 και 2)

5. Κοινωνική πολιτική * Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων * Οδηγία 90/270 όσον αφορά την εργασία σε εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικονίσεως * Υποχρεώσεις των εργοδοτών * Περιεχόμενο

(Οδηγία 90/270 του Συμβουλίου, άρθρα 2, στοιχ. β' και γ', 4 και 5)

Περίληψη


1. Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης μπορούν να υποβάλλουν στο Δικαστήριο μόνον όργανα τα οποία καλούνται να αποφανθούν, με πλήρη ανεξαρτησία γνώμης, στο πλαίσιο διαδικασίας που πρόκειται να καταλήξει στην έκδοση αποφάσεως δικαιοδοτικού χαρακτήρα.

Συναφώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 177 η "Procura della Repubblica", η οποία έχει ως αποστολή όχι να επιλύσει τη διαφορά με πλήρη ανεξαρτησία γνώμης αλλά να την εισαγάγει, ενδεχομένως, στο αρμόδιο δικαστήριο, μετέχουσα στην ποινική δίκη ως κατηγορούσα αρχή.

2. Η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να εφαρμόζει το εσωτερικό του δίκαιο κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας της οποίας εξασφαλίζει την τήρηση, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης, περιορίζεται, ιδίως, όταν μια τέτοια ερμηνεία οδηγεί, βάσει της οδηγίας και ανεξαρτήτως του νόμου που εκδόθηκε προς εφαρμογήν της, στη θεμελίωση ή την επίταση της ποινικής ευθύνης των ενεργούντων κατά παράβαση των διατάξεών της.

Όταν πρόκειται για τον προσδιορισμό της εκτάσεως της ποινικής ευθύνης που απορρέει από νόμο ειδικώς εκδοθέντα προς εφαρμογήν της οδηγίας, η αρχή που επιβάλλει να μην εφαρμόζονται διασταλτικώς οι ποινικοί νόμοι σε βάρος των διωκομένων, αρχή η οποία συνιστά απόρροια της αρχής της νομικής προβλέψεως των εγκλημάτων και των ποινών και, γενικότερα, της αρχής της ασφάλειας δικαίου, δεν επιτρέπει την κίνηση ποινικής διώξεως για συμπεριφορά το αξιόποινο της οποίας δεν προκύπτει σαφώς από τον νόμο. Η αρχή αυτή, η οποία περιλαμβάνεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου επί των οποίων έχουν θεμελιωθεί οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, καθιερώνεται επίσης με διάφορες διεθνείς συνθήκες και, ιδίως, από το άρθρο 7 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

Συνεπώς, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να διασφαλίζει την τήρηση της αρχής αυτής όταν ερμηνεύει, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, το εθνικό δίκαιο που θεσπίστηκε προς εφαρμογήν της.

3. Η έννοια "εργαζόμενος ο οποίος χρησιμοποιεί τακτικά και κατά ένα μη αμελητέο τμήμα της κανονικής του εργασίας εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικονίσεως", την οποία χρησιμοποιεί η οδηγία 90/270, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία σε εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικονίσεως, προς καθορισμό των εργαζομένων που μπορούν να επωφεληθούν από τα μέτρα προστασίας που προβλέπει η οδηγία αυτή, και δεδομένης της ασάφειας της εν λόγω εκφράσεως, πρέπει να διευκρινίζεται από τα κράτη μέλη, τα οποία διαθέτουν προς τούτο ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τη θέσπιση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

4. Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/270, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία σε εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικονίσεως, έχει την έννοια ότι στην περιοδική εξέταση των ματιών την οποία προβλέπει υποβάλλονται όλοι οι εργαζόμενοι που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, το δε άρθρο 9, παράγραφος 2, της ιδίας οδηγίας έχει την έννοια ότι οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να υποβληθούν σε οφθαλμολογική εξέταση σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η εξέταση των ματιών και της οράσεως που πραγματοποιείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 το καθιστά αναγκαίο.

5. Τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας 90/270, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία σε εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικονίσεως, έχουν την έννοια ότι η υποχρέωση των εργοδοτών να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε οι θέσεις εργασίας να πληρούν τις ελάχιστες προδιαγραφές του παραρτήματος ισχύει για όλες τις θέσεις εργασίας, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2, στοιχείο β', έστω και αν δεν απασχολούνται στις θέσεις αυτές εργαζόμενοι υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γ', και ότι οι θέσεις εργασίας πρέπει να είναι προσαρμοσμένες σε όλες τις ελάχιστες προδιαγραφές του παραρτήματος.

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-74/95 και C-129/95,

που έχουν ως αντικείμενο δύο αιτήσεις, αντιστοίχως, της Procura della Repubblica presso la Pretura circondariale di Torino (Ιταλία) και της Pretura circondariale di Torino προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των ποινικών δικών κατά

Χ,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 90/270/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1990, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία σε εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικονίσεως (πέμπτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ, ΕΕ L 156, σ. 14),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. C. Moitinho de Almeida (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, L. Sevon, D. A. O. Edward, P. Jann και M. Wathelet, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: R. Grass

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

* η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Wolf Okresek, Ministerialrat στο Bundeskanzleramt,

* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις Laura Pignataro και Isabel Martinez del Peral, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, και τον Horstpeter Kreppel, εθνικό δημόσιο υπάλληλο τεθέντα στη διάθεση της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Ιουνίου 1996,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διατάξεις, αντιστοίχως, της 10ης Μαρτίου και της 18ης Απριλίου 1995, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 13 Μαρτίου και στις 20 Απριλίου 1995, η Procura della Repubblica presso la Pretura circondariale di Torino (στο εξής: Procura della Repubblica) (C-74/95) και η Pretura circondariale di Torino (C-129/95) υπέβαλαν, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, διάφορα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 90/270/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1990, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία σε εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικονίσεως (πέμπτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ, ΕΕ L 156, σ. 14, στο εξής: οδηγία).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών κατ' αγνώστων για παράβαση του decreto legislativo (νομοθετικού διατάγματος) 626, της 19ης Σεπτεμβρίου 1994 (GURI αριθ. 265 της 12ης Νοεμβρίου 1994, στο εξής: διάταγμα), και, ειδικότερα, του τίτλου VI ("Χρήση εξοπλισμού με οθόνη οπτικής απεικονίσεως") του διατάγματος, ο οποίος περιλαμβάνει τα μέτρα για τη μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας στο ιταλικό δίκαιο.

3 Στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών, επιθεωρητές της Unita Sanitaria Locale di Torino προέβησαν, κατόπιν αιτήσεως της Procura della Repubblica, σε ανασύνθεση του προγράμματος χρησιμοποιήσεως των οθονών οπτικής απεικονίσεως στην έδρα της εταιρίας Telecom Italia στο Τορίνο. Διαπιστώθηκε τότε ότι ορισμένοι εργαζόμενοι χρησιμοποιούσαν τις οθόνες αυτές περισσότερο από τέσσερις ώρες ημερησίως επί αριθμό ημερών υπολειπόμενο της πλήρους εργάσιμης εβδομάδας, ενώ άλλοι εργαζόμενοι χρησιμοποιούσαν οθόνη οπτικής απεικονίσεως λιγότερο από τέσσερις ώρες ημερησίως καθ' όλη τη διάρκεια της εργάσιμης εβδομάδας.

4 Με την πράξη περί παραπομπής, η Procura della Repubblica παρατηρεί ότι, προκειμένου να κρίνει ως προς τη σκοπιμότητα της λήψεως, στην υπό κρίση περίπτωση, των μέτρων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της, όπως η κλήση προς εμφάνιση ή η κατάσχεση προς αποφυγή της επιτάσεως ή της παρατάσεως των συνεπειών τυχόν εγκλημάτων, οφείλει να εξακριβώσει κατά πόσον στοιχειοθετείται έγκλημα και, ειδικότερα, κατά πόσον υπήρξε παράβαση των άρθρων 50 έως 59 του διατάγματος.

5 Κατά το άρθρο 51 του διατάγματος, ως εργαζόμενος, από πλευράς του τίτλου VI, νοείται "ο συστηματικά και τακτικά χρησιμοποιών εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικονίσεως καθ' όλη την εργάσιμη εβδομάδα και επί τέσσερις τουλάχιστον συνεχείς ώρες ημερησίως, αφαιρουμένων των διαλειμμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 54". Οι λοιπές διατάξεις του τίτλου VI αφορούν τις υποχρεώσεις του εργοδότη, την οργάνωση της εργασίας, τη διαμόρφωση του ημερησίου προγράμματος εργασίας, τις διατάξεις περί ιατρικού ελέγχου, την ενημέρωση και επιμόρφωση των εργαζομένων, τη λήψη της γνώμης τους και τη συμμετοχή τους στα εργασιακά θέματα. Ο τίτλος IX του διατάγματος θεσπίζει σύστημα ποινικών κυρώσεων.

6 Η Procura della Repubblica θεωρεί ότι, προκειμένου να ερμηνευθούν οι συναφείς διατάξεις του διατάγματος, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί πρώτα το περιεχόμενο του ορισμού του "εργαζομένου", κατά την έννοια της οδηγίας, ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, στοιχείο γ', της οδηγίας. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, για τους σκοπούς της οδηγίας νοείται ως:

"γ) εργαζόμενος, κάθε εργαζόμενος κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α', της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ, ο οποίος χρησιμοποιεί τακτικά και κατά ένα μη αμελητέο τμήμα της κανονικής του εργασίας εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικόνισης."

7 Η Procura della Repubblica διερωτάται, ειδικότερα, μήπως ο ορισμός δεν καλύπτει τους εργαζομένους οι οποίοι χρησιμοποιούν οθόνη οπτικής απεικονίσεως όλες τις ημέρες της εργάσιμης εβδομάδας, χωρίς όμως να τη χρησιμοποιούν αναγκαστικά όλες τις ημέρες επί τέσσερις συνεχείς ώρες, καθώς και τους εργαζομένους οι οποίοι χρησιμοποιούν τέτοια οθόνη επί τέσσερις τουλάχιστον συνεχείς ώρες όλες τις ημέρες της εργάσιμης εβδομάδας πλην μιας ημέρας.

8 Η Procura della Repubblica υπενθυμίζει, συναφώς, ότι το άρθρο 51 του διατάγματος για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο ορίζει ως εργαζόμενο "τον συστηματικά και τακτικά χρησιμοποιούντα εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικονίσεως καθ' όλη την εργάσιμη εβδομάδα και επί τέσσερις τουλάχιστον συνεχείς ώρες ημερησίως, αφαιρουμένων των διαλειμμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 54" και ότι τα άρθρα 54 και 55 του διατάγματος επιβάλλουν διακοπή της εργασίας σε οθόνη, με την πραγματοποίηση διαλειμμάτων ή με αλλαγή δραστηριότητας, καθώς και ιατρικό έλεγχο όταν ο ενδιαφερόμενος "εργάζεται επί τουλάχιστον τέσσερις συνεχείς ώρες".

9 Στη συνέχεια, η Procura della Repubblica ζητεί διευκρινίσεις ως προς το περιεχόμενο του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας, σύμφωνα με το οποίο:

"1. Οι εργαζόμενοι δικαιούνται να υποβάλλονται σε κατάλληλη εξέταση των ματιών και της όρασης που διενεργείται από άτομο που έχει τα αναγκαία προσόντα:

* πριν αρχίσουν την εργασία σε οθόνη οπτικής απεικόνισης,

* κατά κανονικά χρονικά διαστήματα μετέπειτα

και

* στην περίπτωση που αισθάνονται ενοχλήσεις στην όραση που μπορεί να οφείλονται στην εργασία σε οθόνη οπτικής απεικόνισης.

2. Οι εργαζόμενοι έχουν το δικαίωμα να περνούν από οφθαλμολογική εξέταση εάν τα αποτελέσματα της εξέτασης της παραγράφου 1 το καθιστούν αναγκαίο."

10 Η Procura della Repubblica διερωτάται, ιδίως, αν η παράγραφος 1 της διατάξεως αυτής επιβάλλει την περιοδική εξέταση των ματιών και της οράσεως για όλους τους εργαζομένους ή περιορίζει την εξετάση αυτή μόνο σε ειδικές κατηγορίες εργαζομένων. Ερωτά ακόμα αν η παράγραφος 2 της ίδιας διατάξεως επιβάλλει να γίνεται οφθαλμολογική εξέταση, πέραν αυτής που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της προληπτικής ιατρικής εξετάσεως, και στο τέλος της περιοδικής ιατρικής εξετάσεως. Παρατηρεί συναφώς ότι, κατά το άρθρο 55 του διατάγματος, η περιοδική ιατρική εξέταση δεν αφορά παρά μόνον τους εργαζομένους που κρίθηκαν υπό όρους ικανοί και αυτούς που έχουν υπερβεί το 45ο έτος της ηλικίας τους εξάλλου, το άρθρο αυτό φαίνεται να επιβάλλει ειδικές εξετάσεις μόνο στο τέλος της προληπτικής ιατρικής εξετάσεως, προβλέπει δε οφθαλμολογική εξέταση μόνον κατ' αίτηση του εργαζομένου, όταν αυτός υποψιάζεται ότι έχει επέλθει μείωση της οράσεώς του και η μείωση αυτή βεβαιώνεται από τον ιατρό.

11 Τέλος, η Procura della Repubblica προβληματίζεται ως προς το περιεχόμενο της υποχρεώσεως των εργοδοτών να προσαρμόσουν τις θέσεις εργασίας στις ελάχιστες προδιαγραφές του παραρτήματος της οδηγίας, δεδομένου ότι η επίδικη έρευνα αποκάλυψε πιθανές περιπτώσεις μη τηρήσεως των προδιαγραφών του σημείου 2 ("Περιβάλλον") του παραρτήματος αυτού. Τα ερωτήματα αυτά αφορούν τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας.

12 Το άρθρο 4 ορίζει ότι "οι εργοδότες οφείλουν να λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα ώστε οι θέσεις εργασίας που τίθενται σε λειτουργία για πρώτη φορά μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1992 να πληρούν τις ελάχιστες προδιαγραφές του παραρτήματος", ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 5, "οι εργοδότες οφείλουν να λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα ώστε οι θέσεις εργασίας που έχουν ήδη τεθεί σε λειτουργία μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου 1992 να προσαρμοστούν προκειμένου να πληρούν τις ελάχιστες προδιαγραφές του παραρτήματος το αργότερο τέσσερα έτη μετά την ημερομηνία αυτή".

13 Καταρχάς, η Procura della Repubblica ερωτά αν οι προπαρατεθείσες διατάξεις εφαρμόζονται μόνον όταν στη "θέση εργασίας", κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας, απασχολείται "εργαζόμενος" κατά την έννοια της ίδιας αυτής διατάξεως. Στη συνέχεια, η Procura della Repubblica διερωτάται αν τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας απαιτούν την προσαρμογή των θέσεων εργασίας μόνο στις ελάχιστες προδιαγραφές του σημείου 1 του παραρτήματος ("Εξοπλισμός") ή πρέπει να ανταποκρίνονται και στις απαιτήσεις των σημείων 2 ("Περιβάλλον") και 3 ("Διασύνδεση ηλεκτρονικού υπολογιστή/ανθρώπου") του παραρτήματος. Τονίζει συναφώς ότι, κατά το άρθρο 58 του διατάγματος, οι θέσεις εργασίας πρέπει να ανταποκρίνονται στις ελάχιστες προδιαγραφές του παραρτήματος VII του διατάγματος, το οποίο αφορά μόνον τον εξοπλισμό.

14 Υπό τις συνθήκες αυτές, η Procura della Repubblica, με απόφαση της 10ης Μαρτίου 1995, αποφάσισε να υποβάλει τα ερωτήματα αυτά στο Δικαστήριο.

15 Η Pretura circondariale di Torino, με απόφαση της 18ης Απριλίου 1995, υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ίδια ερωτήματα, για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν θα αναγνώριζε στην εισαγγελική αρχή δικαίωμα υποβολής αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης.

16 Κατά την Pretura, η εν λόγω αίτηση αφορά ερωτήματα η απάντηση των οποίων είναι απαραίτητη προκειμένου να κρίνει το βάσιμο της αιτήσεως που της απηύθυνε η εισαγγελική αρχή και με την οποία ζητείται να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον τα διαλείμματα που επιτρέπεται να πραγματοποιούν οι εν λόγω εργαζόμενοι είναι επαρκή, κατά πόσον οι ιατρικοί έλεγχοι είναι κατάλληλοι και κατά πόσον οι θέσεις εργασίας ανταποκρίνονται στις ελάχιστες προδιαγραφές. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, προτού διατάξει το μέτρο αυτό, οφείλει να αποφανθεί ειδικότερα επί της υπάρξεως των υποτιθεμένων παραβάσεων των διατάξεων του διατάγματος. Η ερμηνεία, όμως, του διατάγματος, με το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή η οδηγία, εξαρτάται από την απάντηση των προδικαστικών ερωτημάτων.

Υπόθεση C-74/95

17 Η Επιτροπή θεωρεί ότι η αίτηση αυτή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη, καθόσον η Procura della Repubblica δεν αποτελεί δικαστήριο υπό την έννοια του άρθρου 177 της Συνθήκης.

18 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 177 μπορούν να υποβάλλουν στο Δικαστήριο μόνον όργανα τα οποία καλούνται να αποφανθούν, με πλήρη ανεξαρτησία γνώμης, στο πλαίσιο διαδικασίας που πρόκειται να καταλήξει στην έκδοση αποφάσεως δικαιοδοτικού χαρακτήρα (βλ., π.χ., αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 1987, 14/86, Pretore di Salo κατά Χ, Συλλογή 1987, σ. 2545, σκέψη 7, και της 27ης Απριλίου 1994, C-393/92, Almelo κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-1477, σκέψη 21, και διατάξεις της 18ης Ιουνίου 1980, 138/80, Borker, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 315, σκέψη 4, και της 5ης Μαρτίου 1986, 318/85, Greis Unterweger, Συλλογή 1986, σ. 955, σκέψη 4).

19 Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση. Όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 6 έως 9 των προτάσεών του, η Procura della Repubblica έχει, στην περίπτωση που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης, ως αποστολή όχι να επιλύσει μια διαφορά με πλήρη ανεξαρτησία γνώμης αλλά να την εισαγάγει, ενδεχομένως, στο αρμόδιο δικαστήριο, μετέχουσα στην ποινική δίκη ως κατηγορούσα αρχή.

20 Υπό τις συνθήκες αυτές, η Procura della Repubblica δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαστήριο υπό την έννοια του άρθρου 177 της Συνθήκης και τα ερωτήματά της πρέπει να κριθούν απαράδεκτα.

Υπόθεση C-129/95

21 Προκαταρκτικώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης, να αποφανθεί επί του κύρους μέτρου του εσωτερικού δικαίου σε σχέση προς το κοινοτικό δίκαιο, όπως θα είχε τη δυνατότητα να πράξει στο πλαίσιο του άρθρου 169 της Συνθήκης (βλ., π.χ., απόφαση της 15ης Ιουλίου 1964, 6/64, Costa, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1191). Το Δικαστήριο είναι, πάντως, αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που θα του επιτρέψουν να αποφανθεί ως προς το συμβιβαστό της εθνικής νομοθεσίας προς το κοινοτικό δίκαιο, στο πλαίσιο της εκδόσεως αποφάσεως επί της υποθέσεως που του έχει υποβληθεί (βλ., π.χ., απόφαση της 12ης Ιουλίου 1979, 223/78, Grosoli, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 275, σκέψη 3).

22 Από τη διάταξη περί παραπομπής, ωστόσο, προκύπτει ότι, εν προκειμένω, το εθνικό δικαστήριο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας να έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη θεμελίωση ή την επίταση της ποινικής ευθύνης των ενεργούντων κατά παράβαση των διατάξεών της, ενώ δεν προκύπτει ποινική ευθύνη από την ερμηνεία της ρυθμίσεως που θεσπίστηκε ειδικά προς εκτέλεση της οδηγίας.

23 Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία (βλ., π.χ., απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C-168/95, Arcaro, η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 36), μια οδηγία δεν μπορεί, από μόνη της, να δημιουργήσει υποχρεώσεις σε βάρος ιδιώτη και συνεπώς δεν είναι δυνατή η επίκληση αυτών καθεαυτών των διατάξεων μιας οδηγίας κατά ιδιώτη.

24 Ασφαλώς, το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να εφαρμόσει το εσωτερικό του δίκαιο κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης (βλ., π.χ., απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994, C-91/92, Faccini Dori, Συλλογή 1994, σ. Ι-3325, σκέψη 26). Ωστόσο, αυτή η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να αναφέρεται στο περιεχόμενο της οδηγίας όταν ερμηνεύει του σχετικούς κανόνες του εθνικού του δικαίου περιορίζεται, ιδίως, όταν μια τέτοια ερμηνεία οδηγεί, βάσει της οδηγίας και ανεξαρτήτως του νόμου που εκδόθηκε προς εφαρμογήν της, στη θεμελίωση ή την επίταση της ποινικής ευθύνης των ενεργούντων κατά παράβαση των διατάξεών της (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1987, 80/86, Kolpinghuis Nijmegen, Συλλογή 1987, σ. 3969, σκέψη 13).

25 Όσον αφορά ειδικότερα τις περιπτώσεις όπως η υπό κρίση στην κύρια δίκη, η οποία αφορά την έκταση της ποινικής ευθύνης που απορρέει από νόμο ειδικώς εκδοθέντα προς εφαρμογήν της οδηγίας, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η αρχή που επιβάλλει να μην εφαρμόζονται διασταλτικώς οι ποινικοί νόμοι σε βάρος των διωκομένων, αρχή η οποία συνιστά απόρροια της αρχής της νομικής προβλέψεως των εγκλημάτων και των ποινών και, γενικότερα, της αρχής της ασφάλειας δικαίου, δεν επιτρέπει την κίνηση ποινικής διώξεως για συμπεριφορά το αξιόποινο της οποίας δεν προκύπτει σαφώς από τον νόμο. Η αρχή αυτή, η οποία περιλαμβάνεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου επί των οποίων έχουν θεμελιωθεί οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, καθιερώνεται επίσης με διάφορες διεθνείς συνθήκες και, ιδίως, από το άρθρο 7 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της 25ης Μαΐου 1993, Κοκκινάκης, σειρά Α, αριθ. 260-Α, παράγραφος 52, και της 22ας Νοεμβρίου 1995, S. W. κατά Ηνωμένου Βασιλείου και C. R. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σειρά Α, αριθ. 335-Β, παράγραφος 35, και 335-C, παράγραφος 33).

26 Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να διασφαλίσει την τήρηση της αρχής αυτής όταν ερμηνεύσει, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, το εθνικό δίκαιο που θεσπίστηκε προς εφαρμογήν της.

27 Υπό την επιφύλαξη αυτών των παρατηρήσεων, πρέπει να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.

Επί της ερμηνείας του άρθρου 2, στοιχείο γ', της οδηγίας

28 Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η έκφραση "εργαζόμενος ο οποίος χρησιμοποιεί τακτικά και κατά ένα μη αμελητέο τμήμα της κανονικής του εργασίας εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικονίσεως", η οποία περιέχεται στο άρθρο 2, στοιχείο γ', της οδηγίας, έχει την έννοια ότι αναφέρεται, αφενός, στους εργαζομένους που χρησιμοποιούν συνήθως τέτοια οθόνη επί τέσσερις συνεχείς ώρες όλες τις ημέρες της εβδομάδας, πλην μιας ημέρας, και, αφετέρου, στους εργαζομένους που χρησιμοποιούν οθόνη οπτικής απεικονίσεως όλες τις ημέρες της εβδομάδας επί διάστημα βραχύτερο των τεσσάρων συνεχών ωρών.

29 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί, καταρχάς, ότι η οδηγία δεν παρέχει καμία διευκρίνιση ως προς το τι νοείται ως χρησιμοποίηση, "τακτικά και κατά ένα μη αμελητέο τμήμα της κανονικής (...) εργασίας", εξοπλισμού με οθόνη οπτικής απεικονίσεως υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γ'.

30 Από το κείμενο της επίδικης διατάξεως προκύπτει ότι το μη αμελητέον του χρόνου τον οποίο περνά ο εργαζόμενος ενώπιον της οθόνης εργασίας εκτιμάται σε συνάρτηση με την κανονική εργασία του συγκεκριμένου εργαζομένου. Η έκφραση αυτή δεν μπορεί να οριστεί αφηρημένως, στα κράτη μέλη δε εναπόκειται να διευκρινίσουν το περιεχόμενό της όταν θεσπίζουν τα εθνικά μέτρα μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.

31 Δεδομένης της ασάφειας της εν λόγω εκφράσεως, πρέπει να αναγνωριστεί ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν, κατά τη θέσπιση αυτών των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως η οποία, ενόψει της αρχής της νομικής προβλέψεως των εγκλημάτων και των ποινών που μνημονεύεται στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως, εμποδίζει, εν πάση περιπτώσει, τις αρμόδιες εθνικές αρχές να επικαλούνται τις συναφείς διατάξεις της οδηγίας όταν προτίθενται να ασκήσουν ποινική δίωξη στον τομέα που καλύπτεται από την οδηγία.

32 Υπό τις συνθήκες αυτές, και χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστεί το βάσιμο της απόψεως της Αυστριακής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία χρονικό διάστημα των τεσσάρων συνεχών ωρών, το οποίο ο εργαζόμενος περνά συνήθως ενώπιον της οθόνης οπτικής απεικονίσεως όλες τις ημέρες της εβδομάδας πλην μιας, αποτελεί προδήλως για τον εν λόγω εργαζόμενο μη αμελητέο τμήμα του χρόνου εργασίας του υπό την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας, παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα αυτό.

Επί της ερμηνείας του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας

33 Στη συνέχεια, ο αιτών δικαστής ερωτά το Δικαστήριο αν το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει την έννοια ότι επιβάλλει περιοδική εξέταση των ματιών και της οράσεως για όλους τους εργαζομένους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ή η υποχρέωση αυτή αφορά μόνον ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων. Ερωτά, επίσης, αν η παράγραφος 2 της αυτής διατάξεως έχει την έννοια ότι οι εργαζόμενοι υποβάλλονται σε οφθαλμολογική εξέταση σε όλες τις περιπτώσεις που τα αποτελέσματα της εξετάσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 1 το καθιστούν αναγκαίο.

34 Όσον αφορά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας, αρκεί να παρατηρηθεί ότι κανένα στοιχείο του κειμένου της διατάξεως αυτής, η οποία αναφέρεται σε όλους αδιακρίτως τους "εργαζομένους" κατά την έννοια της οδηγίας, δεν επιτρέπει να υποστηριχθεί ότι η δυνατότητα υποβολής σε κατάλληλη εξέταση των ματιών και της οράσεως σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη δεν παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 2, στοιχείο γ', της οδηγίας.

35 Εξάλλου, το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας ορίζει ρητώς ότι οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να υποβληθούν σε οφθαλμολογική εξέταση εφόσον "τα αποτελέσματα της εξέτασης της παραγράφου 1 το καθιστούν αναγκαίο" χωρίς να προβλέπει συναφώς κανέναν περιορισμό. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, που παραπέμπει στην παράγραφο 2, αυτό ισχύει είτε για την εξέταση που προηγείται της αναλήψεως εργασίας σε οθόνη οπτικής απεικονίσεως, είτε για την εξέταση που πραγματοποιείται στη συνέχεια σε τακτά χρονικά διαστήματα, είτε, τέλος, για την εξέταση που πραγματοποιείται όταν υπάρχουν ενοχλήσεις στην όραση οι οποίες μπορεί να οφείλονται στην εργασία σε οθόνη οπτικής απεικονίσεως.

36 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει την έννοια ότι στην περιοδική εξέταση των ματιών την οποία προβλέπει υποβάλλονται όλοι οι εργαζόμενοι που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και ότι το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας έχει την έννοια ότι οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να υποβληθούν σε οφθαλμολογική εξέταση σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η εξέταση των ματιών και της οράσεως που πραγματοποιείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 το καθιστά αναγκαίο.

Επί της ερμηνείας των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας

37 Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, τέλος, αν τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας έχουν την έννοια ότι η υποχρέωση που προβλέπουν ισχύει για όλες τις θέσεις εργασίας, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2, στοιχείο β', της οδηγίας, οι οποίες θα μπορούσαν να καταληφθούν από εργαζομένους υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γ', της οδηγίας, έστω και αν στην πραγματικότητα στις θέσεις αυτές δεν απασχολούνται οι εν λόγω εργαζόμενοι. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να πληροφορηθεί αν τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας έχουν την έννοια ότι οι θέσεις εργασίας πρέπει να είναι προσαρμοσμένες σε όλες τις ελάχιστες προδιαγραφές του παραρτήματος ή αρκεί απλώς να είναι σύμφωνες προς τις προδιαγραφές όσον αφορά τον εξοπλισμό.

38 Πρέπει, καταρχάς, να παρατηρηθεί ότι τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας, τα οποία προβλέπουν υποχρέωση των εργοδοτών να λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα ώστε οι θέσεις εργασίας να πληρούν τις "ελάχιστες προδιαγραφές του παραρτήματος", αναφέρονται αδιακρίτως σε όλες τις προδιαγραφές που περιέχονται και στα τρία μέρη του εν λόγω παραρτήματος, τα οποία τιτλοφορούνται αντιστοίχως "Εξοπλισμός", "Περιβάλλον" και "Διασύνδεση ηλεκτρονικού υπολογιστή/ανθρώπου". Εξάλλου, όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή, οι εν λόγω υποχρεώσεις είναι συμπληρωματικές και σκοπούν στην εξασφάλιση του ότι κάθε συγκεκριμένη θέση εργασίας ανταποκρίνεται σ' ένα ελάχιστο επίπεδο ασφάλειας και προστασίας.

39 Από το γράμμα των άρθρων 4 και 5 προκύπτει επίσης ότι οι διατάξεις αυτές αφορούν όλες τις "θέσεις εργασίας" υπό την έννοια της οδηγίας, ανεξαρτήτως του αν στις θέσεις αυτές απασχολούνται εργαζόμενοι υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γ', της οδηγίας.

40 Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται ιδίως από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, στην οποία αναφέρεται ότι η τήρηση των ελαχίστων προδιαγραφών που προορίζονται να κατοχυρώσουν ένα καλύτερο επίπεδο ασφάλειας των "θέσεων εργασίας" που διαθέτουν οθόνη οπτικής απεικονίσεως είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της ασφάλειας και υγείας "των εργαζομένων", καθώς και από την έβδομη αιτιολογική σκέψη, σύμφωνα με την οποία, για μια "θέση εργασίας" εξοπλισμένη με οθόνες οπτικής απεικονίσεως, τα εργονομικά θέματα παρουσιάζουν ιδιαίτερη σημασία.

41 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας έχουν την έννοια ότι η υποχρέωση που προβλέπουν ισχύει για όλες τις θέσεις εργασίας, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2, στοιχείο β', έστω και αν δεν απασχολούνται στις θέσεις αυτές εργαζόμενοι υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος γ', και ότι οι θέσεις εργασίας πρέπει να είναι προσαρμοσμένες σε όλες τις ελάχιστες προδιαγραφές του παραρτήματος.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

42 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

αποφασίζει:

Τα ερωτήματα που υπέβαλε η Procura della Repubblica presso la Pretura circondariale di Torino είναι απαράδεκτα

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε η Pretura circondariale di Torino με διάταξη της 18ης Απριλίου 1995, αποφαίνεται:

1) Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/270/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1990, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία σε εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικονίσεως (πέμπτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ), έχει την έννοια ότι στην περιοδική εξέταση των ματιών την οποία προβλέπει υποβάλλονται όλοι οι εργαζόμενοι που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, το δε άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 90/270 έχει την έννοια ότι οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να υποβληθούν σε οφθαλμολογική εξέταση σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η εξέταση των ματιών και της οράσεως που πραγματοποιείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 το καθιστά αναγκαίο.

2) Τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας 90/270 έχουν την έννοια ότι η υποχρέωση που προβλέπουν ισχύει για όλες τις θέσεις εργασίας, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2, στοιχείο β', έστω και αν δεν απασχολούνται στις θέσεις αυτές εργαζόμενοι υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος γ', και ότι οι θέσεις εργασίας πρέπει να είναι προσαρμοσμένες σε όλες τις ελάχιστες προδιαγραφές του παραρτήματος.