Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 16ης Ιανουαρίου 1997. - Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) κατά Ευθυμίου Εβρενόπουλου. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Διοικητικό Εφετείο Αθηνών - Ελλάς. - Κοινωνική πολιτική - Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι - Ίση μεταχείριση - Δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ ή της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ - Ασφαλιστικό καθεστώς δημόσιας επιχειρήσεως ηλεκτρισμού - Σύνταξη επιζώντος - Πρωτόκολλο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση - Έννοια της δικαστικής προσφυγής. - Υπόθεση C-147/95.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-02057
1 Η παρούσα υπόθεση, της οποίας επιλαμβάνεται το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, αφορά αίτηση χορηγήσεως συντάξεως χήρου την οποία υπέβαλε ο Ευθύμιος Εβρενόπουλος στη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (στο εξής: ΔΕΗ), πρώην εργοδότη της θανούσας συζύγου του. Ο Ε. Εβρενόπουλος ισχυρίζεται ότι υφίσταται δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, καθόσον δεν λαμβάνει σύνταξη χήρου ανάλογη προς εκείνη την οποία θα εδικαιούτο χήρα ευρισκόμενη στην ίδια κατάσταση με αυτόν. Υποστηρίζει, περαιτέρω, ότι η δυσμενής αυτή διάκριση αντιβαίνει στο άρθρο 119 της Συνθήκης. Η υπό κρίση υπόθεση θέτει, επομένως, και πάλι το ζήτημα του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 119 σε σχέση προς τα εκ της σχέσεως εργασίας απορρέοντα συνταξιοδοτικά δικαιώματα.
2 Κατά το άρθρο 119, το οποίο καθιερώνει την αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία, ως «αμοιβή» νοούνται οι «συνήθεις βασικοί ή ελάχιστοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας».
3 Το 1976, στην υπόθεση Defrenne (1), το Δικαστήριο έκρινε ότι μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής αυτής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Το 1990, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, στην υπόθεση Barber (2), ότι τα συμβατικώς οργανωμένα συστήματα συνταξιοδοτήσεως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 και, επομένως, τυχόν διαφορές ως προς την ηλικία συνταξιοδοτήσεως απαγορεύονται. Τέλος, το 1994, στην υπόθεση Beune (3), την οποία θα εξετάσω αναλυτικότερα κατωτέρω, το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί κατά πόσον το άρθρο 119 έχει εφαρμογή σε εκ του νόμου συνταξιοδοτικό σύστημα δημοσίων υπαλλήλων το οποίο, από ορισμένες πλευρές, προσομοίαζε προς συνταξιοδοτικό σύστημα μισθωτών του ιδιωτικού τομέα.
Το εθνικό δίκαιο
4 Η ΔΕΗ περιγράφεται στη διάταξη περί παραπομπής ως ιδιόμορφο κρατικό νομικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί στις πλείστες των περιπτώσεων - μεταξύ άλλων, όταν ενεργεί υπό την ιδιότητα του εργοδότη - ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Το προσωπικό της είναι ασφαλισμένο στο σύστημα ασφαλίσεως προσωπικού της Δημόσιας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού δυνάμει του νόμου 4491/1966 (4) (στο εξής: νόμος). Σύμφωνα με τον νόμο, η ΔΕΗ αναλαμβάνει και ενεργεί την κοινωνική ασφάλιση του προσωπικού της· υπό την ιδιότητα του φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως, η ΔΕΗ ενεργεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Η διαχείριση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως του προσωπικού ανατίθεται σε ειδική υπηρεσιακή μονάδα, που συνιστάται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΔΕΗ δημοσιευόμενη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στο άρθρο 1 του νόμου, η μονάδα αυτή αποκαλείται «Υπηρεσία Ασφαλίσεως». Όλοι οι συνδεόμενοι με τη ΔΕΗ με σχέση εργασίας ή με σχέση έμμισθης εντολής, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους, υπάγονται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως στο εν λόγω ασφαλιστικό σύστημα (άρθρο 2 του νόμου). Το ασφαλιστικό σύστημα περιλαμβάνει τους κλάδους συντάξεως, υγείας και προνοίας-αντιλήψεως (άρθρο 3). Με τον νόμο συστάθηκε επίσης ενδεκαμελές Συμβούλιο Ασφαλίσεως, το οποίο, μεταξύ άλλων, i) αναγνωρίζει τον χρόνο ασφαλίσεως των ασφαλισμένων, ii) αποφασίζει την παροχή των προβλεπομένων από τον νόμο παροχών και iii) προτείνει στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΔΕΗ τη λήψη κάθε ενδεδειγμένου μέτρου για τη βελτίωση των συνθηκών παροχής της καθοριζόμενης από τον νόμο ασφαλιστικής προστασίας στο προσωπικό της ΔΕΗ (άρθρο 4). Οι πόροι του ασφαλιστικού συστήματος της ΔΕΗ συνίστανται σε εισφορές των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων. Οι πόροι αυτοί «περιέρχονται στη ΔΕΗ, η οποία αναλαμβάνει την πλήρη κάλυψη των δαπανών και των εν γένει υποχρεώσεων της διά του παρόντος νόμου συνιστωμένης ασφαλίσεως» (άρθρο 7). Το ύψος της συντάξεως υπολογίζεται βάσει των αποδοχών του τελευταίου έτους υπηρεσίας και τελεί σε άμεση συνάρτηση με τον χρόνο υπηρεσίας: ο απαιτούμενος χρόνος ασφαλίσεως για τη χορήγηση συντάξεως αντιστοιχεί στον χρόνο υπηρεσίας στη ΔΕΗ (άρθρο 8). Ωστόσο, η Ελληνική Κυβέρνηση αναφέρει με τις γραπτές παρατηρήσεις της ότι λαμβάνεται υπόψη και ο χρόνος ασφαλίσεως σε άλλους φορείς του δημοσίου τομέα (π.χ. ο χρόνος υπηρεσίας στο Δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας).
5 Η υπό κρίση υπόθεση αφορά το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αα, του νόμου. Η διάταξη αυτή προβλέπει τα εξής:
«Εν περιπτώσει θανάτου συνταξιούχου ή ησφαλισμένου (...) δικαιούται συντάξεως η χήρα ή, και επί ησφαλισμένης, ο άπορος και ολικώς ανίκανος προς εργασίαν χήρος, του οποίου η συντήρησις εβάρυνε την θανούσαν καθ' όλην την τελευταίαν προ του θανάτου πενταετίαν.»
Το ιστορικό της κύριας δίκης
6 Ο Ε. Εβρενόπουλος, δικαστικός λειτουργός, με επιστολή της 23ης Ιανουαρίου 1989 την οποία απηύθυνε στον Διευθυντή Ασφαλίσεως Προσωπικού της ΔΕΗ, ζήτησε να του χορηγηθεί σύνταξη χήρου λόγω θανάτου της συζύγου του, η οποία ήταν συνταξιούχος της ΔΕΗ. Η αίτηση αυτή διήλθε από διάφορα διαδικαστικά στάδια, τα οποία πρέπει να περιγράψω κάπως αναλυτικά προκειμένου να εξηγήσω (και να μπορέσω να απαντήσω) ένα από τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο.
7 Αρχικά, στην επιστολή αυτή δεν δόθηκε απάντηση, οπότε, στις 12 Ιουνίου 1989, ο Ε. Εβρενόπουλος προσέφυγε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της σιωπηρής απορρίψεως της αιτήσεώς του. Η προσφυγή αυτή φαίνεται ότι ασκήθηκε εμπροθέσμως. Με απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, η οποία εκδόθηκε ενόσω εκκρεμούσε ακόμα η προσφυγή, ο Διευθυντής Ασφαλίσεως Προσωπικού της ΔΕΗ απέρριψε την αίτηση του Ε. Εβρενόπουλου με την αιτιολογία ότι ο αιτών δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο αα, του νόμου για τη χορήγηση συντάξεως χήρου.
8 Με την απόφαση 8361/90 της 26ης Νοεμβρίου 1990, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε την προσφυγή του Ε. Εβρενόπουλου με την αιτιολογία ότι ο προσφεύγων δεν είχε προηγουμένως υποβάλει ένσταση κατά της αποφάσεως της 21ης Σεπτεμβρίου 1989 ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλίσεως Προσωπικού της ΔΕΗ. Ωστόσο, επειδή ο Διευθυντής Ασφαλίσεως δεν ενημέρωσε τον Ε. Εβρενόπουλο για τη δυνατότητα υποβολής αυτής της ενστάσεως, το εν λόγω δικαστήριο του χορήγησε προθεσμία τριών μηνών, από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της δικαστικής αποφάσεως, για την υποβολή της ενστάσεως. Ο Ε. Εβρενόπουλος υπέβαλε ένσταση ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλίσεως Προσωπικού της ΔΕΗ στις 4 Φεβρουαρίου 1991. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε, με απόφαση της 12ης Μαρτίου 1991, για τους ίδιους λόγους που περιείχε η απόφαση του Διευθυντή Ασφαλίσεως. Με προσφυγή της 2ας Μαου 1991, ο Ε. Εβρενόπουλος προσέβαλε επιτυχώς την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλίσεως Προσωπικού της ΔΕΗ ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε ότι ο Ε. Εβρενόπουλος δικαιούται συντάξεως χήρου δυνάμει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των δύο φύλων, η οποία καθιερώνεται από τα άρθρα 4 και 116 του Ελληνικού Συντάγματος και από το κοινοτικό δίκαιο.
9 Στις 12 Ιουνίου 1992, η ΔΕΗ άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Η εφεσείουσα υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένως δέχθηκε ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αα, του νόμου αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο: η εφεσείουσα επικαλείται, μεταξύ άλλων, την εξαίρεση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γγ, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (5).
10 Ενόψει αυτών των επιχειρημάτων, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο και υπέβαλε τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Το ασφαλιστικό σύστημα της ΔΕΗ, όπως αυτό περιγράφεται στη δεύτερη σκέψη της παρούσας, είναι επαγγελματικό ή νομικό;
2) Έχει εφαρμογή σ' αυτό, και ειδικότερα στις παροχές επιζόντων που προβλέπει, το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ ή η οδηγία 79/7;
3) Η προεκτιθέμενη διάταξη του άρθρου 9, παράγραφος 1, εδάφιο αα, του νόμου 4491/1966 αντίκειται στο άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ;
4) Η διατήρησή της επιτρέπεται από άλλη κοινοτική διάταξη;
5) Έχει εφαρμογή στην κρινόμενη περίπτωση το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ ενόψει του πρωτοκόλλου 2 της Συνθήκης ΕΟΚ και του ότι ο εφεσίβλητος άσκησε μεν αρχική προσφυγή πριν από τις 17 Μαου 1990, δηλαδή στις 12 Ιουνίου 1989, η οποία όμως απορρίφθηκε με την 8361/1990 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, γιατί αυτός δεν είχε καταθέσει ένσταση (ενδικοφανή προσφυγή) κατά της απόφασης του Διευθυντή Ασφάλισης Προσωπικού, και με την οποία απόφαση του χορηγήθηκε τρίμηνη προθεσμία για την κατάθεση τέτοιας ένστασης;
6) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στην 3η και 5η ερώτηση, ο χήρος που δεν παίρνει σύνταξη και άλλες παροχές επιζώντος συζύγου βάσει της διάταξης αυτής (άρθρου 9, παράγραφος 1, εδάφιο αα, του νόμου 4491/1966) δικαιούται σύνταξη και παροχές επιζώντος συζύγου υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τις χήρες;»
11 Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η ΔΕΗ και ο Ε. Εβρενόπουλος, καθώς και η Ελληνική Δημοκρατία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή· άπαντες εκπροσωπήθηκαν και κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση.
Το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα
12 Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα ερωτάται αν ένα συνταξιοδοτικό σύστημα που προβλέπει παροχές επιζώντος, όπως το σύστημα της ΔΕΗ, καλύπτεται από το άρθρο 119 της Συνθήκης ή αν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ (6).
13 Στα ερωτήματα αυτά μπορεί να δοθεί απάντηση στηριζόμενη άμεσα στην υπάρχουσα νομολογία και, ειδικότερα, στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Beune (7). Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο αντιμετώπισε παρόμοιο ζήτημα, το οποίο αφορούσε το εκ του νόμου σύστημα συνταξιοδοτήσεως των δημοσίων υπαλλήλων στις Κάτω Ξώρες. Το Δικαστήριο, ακολουθώντας τις προτάσεις μου, εξέτασε τη σημασία των διαφόρων κριτηρίων προκειμένου να καθορίσει κατά πόσον οι επίδικες παροχές έπρεπε να θεωρηθούν ως «αμοιβή» κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης (8). Το Δικαστήριο έκρινε ότι κριτήρια όπως i) ο νομικός χαρακτήρας του συστήματος, ii) το κατά πόσον το σύστημα βασίζεται σε συμφωνία μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, iii) ο συμπληρωματικός χαρακτήρας των συνταξιοδοτικών παροχών, iv) οι συμφωνίες σχετικά με τη χρηματοδότηση και τη διαχείριση του συστήματος, ή v) το κατά πόσον το σύστημα αφορά ειδική κατηγορία εργαζομένων δεν είναι αποφασιστικής σημασίας προς καθορισμό του κατά πόσον το σύστημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ως εξής:
«Απ' όλα τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι αποφασιστικό κριτήριο εν προκειμένω αποτελεί μόνον η διαπίστωση ότι η σύνταξη καταβάλλεται στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως εργασίας μεταξύ αυτού και του πρώην εργοδότη του, δηλαδή το κριτήριο της σχέσεως εργασίας που συνάγεται από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 119.» (9)
14 Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι ακόμα και το κριτήριο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκές, καθόσον οι συντάξεις που καταβάλλονται δυνάμει των εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως μπορούν να αποτελούν συνάρτηση της αμοιβής που ελάμβανε ο εργαζόμενος όταν τελούσε εν ενεργεία (10). Το Δικαστήριο κατέληξε, πάντως, στα εξής:
«Θεωρήσεις περί κοινωνικής πολιτικής, οργανώσεως του κράτους, ηθικής, ή προβληματισμοί αφορώντες τον προϋπολογισμό, που επηρέασαν ίσως τον νομοθέτη στον καθορισμό ενός συστήματος όπως το επίδικο, δεν ασκούν επιρροή αν η σύνταξη αφορά μόνο μια ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων, αν τελεί σε άμεση συνάρτηση με τον χρόνο υπηρεσίας και αν το ύψος της υπολογίζεται βάσει του τελευταίου μισθού του υπαλλήλου. Στην περίπτωση αυτή, η σύνταξη την οποία καταβάλλει ο εργοδότης του δημοσίου τομέα είναι παρόμοια με αυτή που καταβάλλει ο εργοδότης του ιδιωτικού τομέα στους πρώην μισθωτούς του.» (11)
15 Και εγώ, με τις προτάσεις μου στην υπόθεση Beune, κατέληξα ότι το πραγματικά αποφασιστικό στοιχείο είναι απλώς το γεγονός ότι η αξίωση του υπαλλήλου για σύνταξη πηγάζει από τη σχέση εργασίας και μπορεί να θεωρηθεί ως μέρος της αμοιβής του, καίτοι ετεροχρονισμένο (12).
16 Βάσει της περιγραφής του ασφαλιστικού συστήματος της ΔΕΗ από το αιτούν δικαστήριο, δεν αμφιβάλλω ότι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα του προσωπικού της ΔΕΗ δυνάμει του συστήματος αυτού πηγάζει από τη σχέση εργασίας των υπαλλήλων και ότι, ως εκ τούτου, οι παροχές του εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης. Το ασφαλιστικό αυτό σύστημα, περιλαμβανομένων και των συνταξιοδοτικών παροχών, ισχύει για τους υπαλλήλους της ΔΕΗ και τα μέλη των οικογενειών τους. Συνεπώς, η σύνταξη αφορά μόνο μια ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων. Επιπλέον, τελεί σε άμεση συνάρτηση με τον χρόνο υπηρεσίας, το δε ύψος της υπολογίζεται βάσει του τελευταίου μισθού του υπαλλήλου. Η σύνταξη χρηματοδοτείται από εισφορές των υπαλλήλων και των συνταξιούχων, καθώς και από τον εργοδότη. Συνεπώς, είναι σαφές ότι η σύνταξη πρέπει να θεωρηθεί ως ετεροχρονισμένη αμοιβή.
17 Εν προκειμένω δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι επίδικες παροχές είναι παροχές χηρείας. Το δικαίωμα επί των παροχών αυτών επίσης πηγάζει από τη σχέση εργασίας, όχι μεταξύ του χήρου και του εργοδότη του, αλλά μεταξύ της θανούσας συζύγου του χήρου και του πρώην εργοδότη της. Στην υπόθεση Coloroll Pension Trustees (13), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι μπορούν να επικαλεστούν το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα.
18 Η ΔΕΗ και η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, ωστόσο, την άποψη ότι οι παροχές αυτές δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119. Προς στήριξη της απόψεως αυτής, επικαλούνται διάφορα άλλα κριτήρια, ειδικότερα δε: i) τον χαρακτήρα των παροχών ως ρυθμιζομένων απευθείας από τον νόμο, ii) το γεγονός ότι το ύψος τους δεν καθορίζεται με συμφωνία ή μονομερώς από τον εργοδότη, iii) το γεγονός ότι δεν αποτελούν συμπλήρωμα ενός γενικού συνταξιοδοτικού συστήματος στο πλαίσιο της κοινωνικής ασφαλίσεως και iv) τον τρόπο χρηματοδοτήσεως του συστήματος. Ωστόσο, τα κριτήρια αυτά εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο στην υπόθεση Beune. Πράγματι, η υπό κρίση υπόθεση καταδεικνύει πόσο ορθή ήταν η αντιμετώπιση του ζητήματος από το Δικαστήριο στην απόφαση Beune: αν δεν ληφθεί υπόψη το βασικό κριτήριο της σχέσεως εργασίας, είναι εξαιρετικά δύσκολο - όπως θα ήταν στην περίπτωση της υποθέσεως Beune - να καθοριστεί βάσει των διαφόρων προβαλλομένων κριτηρίων αν οι επίδικες παροχές συνιστούσαν αμοιβή.
19 Εν πάση περιπτώσει, ορισμένα από τα ειδικότερα επιχειρήματα που προβάλλονται στην υπό κρίση υπόθεση δεν είναι πειστικά. Η ΔΕΗ και η Ελληνική Κυβέρνηση τονίζουν ότι το ύψος των συνταξιοδοτικών παροχών δεν καθορίζεται βάσει συμφωνίας μεταξύ της ΔΕΗ και των υπαλλήλων της, αλλά απευθείας από τον νόμο. Αυτό μπορεί μεν να είναι αληθές, εφόσον όμως οι παροχές υπολογίζονται με βάση τις εισφορές στο σύστημα κατά το τελευταίο έτος υπηρεσίας υφίσταται σαφής σχέση μεταξύ αυτών και των εν γένει διαπραγματεύσεων όσον αφορά τους μισθούς: οι εισφορές καθορίζονται ως ποσοστό των αποδοχών του υπαλλήλου και μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εργαζόμενοι έχουν επίγνωση του ότι τυχόν μεταβολή του ύψους των μισθών μπορεί να έχει επίδραση επί των μελλοντικών συνταξιοδοτικών παροχών.
20 Ομοίως, δεν μπορώ να δεχθώ το επιχείρημα ότι το επίδικο σύστημα, στο μέτρο που χρηματοδοτείται από εισφορές των υπαλλήλων, δεν χρηματοδοτείται από τον εργοδότη και δεν συνιστά μέρος των αποδοχών των υπαλλήλων. Εφόσον, η εισφορά του υπαλλήλου καθορίζεται ως ποσοστό των αποδοχών του, τελεί σε συνάρτηση προς τις αποδοχές του και, ως εκ τούτου, εμμέσως αποτελεί μέρος των αποδοχών αυτών. Όταν ένας υπάλληλος της ΔΕΗ λαμβάνει αύξηση, η αύξηση αυτή αντικατοπτρίζεται στις εισφορές τις οποίες καταβάλλει στο συνταξιοδοτικό σύστημα, αν δε αυτός διανύει το τελευταίο έτος υπηρεσίας, η αύξηση αυτή θα επηρεάσει το ύψος της συντάξεώς του.
21 Δεν θεωρώ απαραίτητο να εξετάσω όλα τα άλλα επιχειρήματα που προβλήθηκαν συναφώς, καθόσον, όπως ανέφερε το Ηνωμένο Βασίλειο κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, τα επιχειρήματα αυτά σκοπούν στην επανεξέταση ενός ζητήματος το οποίο έκλεισε με την υπόθεση Beune, η οποία εκδικάστηκε στο πλαίσιο μιας σειράς υποθέσεων που αφορούσαν την εφαρμογή του άρθρου 119 στα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα και επί της οποίας αποφάνθηκε η ολομέλεια του Δικαστηρίου μετά από εμπεριστατωμένη ανάλυση των επιδίκων ζητημάτων. Κατά τη γνώμη μου, η επανεξέταση του ζητήματος δεν είναι απαραίτητη και θα δημιουργούσε νέα νομική αβεβαιότητα.
22 Καταλήγω, συνεπώς, ότι τα συνταξιοδοτικά συστήματα τα οποία προβλέπουν παροχές επιζώντος, όπως αυτό που ισχύει στη ΔΕΗ, πρέπει να θεωρούνται ως εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης.
Το τρίτο, τέταρτο και έκτο ερώτημα
23 Με τα ερωτήματα αυτά, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν, σε περίπτωση που το επίδικο σύστημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119, η διαφορά μεταχειρίσεως μεταξύ χήρου θανούσας πρώην υπαλλήλου και χήρας θανόντος πρώην υπαλλήλου συμβιβάζεται με τη διάταξη αυτή και, αν δεν συμβιβάζεται, κατά πόσον ο χήρος μπορεί να ζητήσει τη χορήγηση συντάξεως και παροχών επιζώντος υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τις χήρες.
24 Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι σαφείς. Όσον αφορά το τρίτο ερώτημα, αποτελεί πάγια νομολογία από την απόφαση Defrenne και εντεύθεν ότι απαγορεύονται όλες οι μορφές αμέσων διακρίσεων, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των διακρίσεων «που έχουν την πηγή τους σε διατάξεις νομοθετικού χαρακτήρα (...) [και οι οποίες] μπορούν να διαπιστωθούν βάσει καθαρώς νομικών αναλύσεων» (14). Η διαφορά μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών που βρίσκονται εν χηρεία, την οποία καθιερώνει το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αα, του νόμου αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας άμεσης διακρίσεως.
25 Περαιτέρω, είναι πρόδηλο, προς απάντηση του τετάρτου ερωτήματος, ότι καμία άλλη κοινοτική διάταξη δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη διατήρηση της επίδικης ρυθμίσεως σε ισχύ. Η Συνθήκη δεν προβλέπει παρεκκλίσεις από το άρθρο 119 που θα μπορούσαν να έχουν τέτοιο αποτέλεσμα, εξυπακούεται δε ότι η κοινοτική νομοθεσία - περιλαμβανομένου και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γγ, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ - δεν μπορεί, εξ ορισμού, να προβλέψει τέτοιες παρεκκλίσεις.
26 Το έκτο ερώτημα (κατά πόσον το άρθρο 119 επιβάλλει τη χορήγηση στους χήρους παροχών υπό τις ίδιες προϋποθέσεις οι οποίες ισχύουν για τις χήρες) φαίνεται να υποβλήθηκε διότι η ΔΕΗ υποστήριξε ότι, σε περίπτωση που η επίδικη διάταξη εισάγει διακρίσεις, τότε η διάταξη αυτή είναι αντισυνταγματική κατά το ελληνικό δίκαιο και ανεφάρμοστη τόσον όσον αφορά τις χήρες όσο και όσον αφορά τους χήρους. Ωστόσο, δεν είναι αυτή η άποψη η οποία επικρατεί στο κοινοτικό δίκαιο. Στην υπόθεση Coloroll, στην οποία το ζήτημα συζητήθηκε κάπως εκτενώς, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, άπαξ διαπιστωθεί δυσμενής διάκριση και επί όσο χρονικό διάστημα δεν έχουν ληφθεί μέτρα προς αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως, «η τήρηση του άρθρου 119 δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά μόνο με τη χορήγηση στα άτομα της κατηγορίας που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση των ιδίων πλεονεκτημάτων που απολαύουν τα άτομα της προνομιούχου κατηγορίας» (15). Υπενθυμίζεται ότι η υπόθεση εκείνη αφορούσε όχι μόνο δικαιώματα των εργαζομένων αλλά και συντάξεις επιζώντος.
27 Συνεπώς, καταλήγω ότι η ενδεδειγμένη απάντηση στο τρίτο, τέταρτο και έκτο ερώτημα είναι η εξής:
i) Διαφορές μεταχειρίσεως μεταξύ εν χηρεία ευρισκομένων ανδρών και γυναικών, όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης, δεν συμβιβάζονται με το άρθρο 119 της Συνθήκης·
ii) η διατήρησή τους σε ισχύ δεν επιτρέπεται από καμία άλλη διάταξη του κοινοτικού δικαίου· και
iii) επί όσο χρονικό διάστημα δεν έχουν ληφθεί μέτρα προς αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως, η τήρηση του άρθρου 119 δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά μόνο με τη χορήγηση στους χήρους συντάξεως και άλλων παροχών επιζώντος υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τις χήρες.
Το πέμπτο ερώτημα
28 Το πέμπτο ερώτημα θέτει ένα δυσκολότερο ζήτημα. Το ζήτημα αυτό πηγάζει από τον γνωστό διαχρονικό περιορισμό που επιβλήθηκε με την απόφαση Barber. Στην υπόθεση Barber, το Δικαστήριο έκρινε για πρώτη φορά ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης οι συντάξεις που καταβάλλονται από τα συμβατικώς οργανωμένα ιδιωτικά επαγγελματικά συστήματα ασφαλίσεως, κατ' εξαίρεση δε, για επιτακτικούς λόγους ασφάλειας δικαίου, περιόρισε τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεώς του ως ακολούθως:
«Κατά συνέπεια, πρέπει να αποφασιστεί ότι το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 της Συνθήκης δεν μπορεί να προβληθεί για να στηρίξει το αίτημα θεμελιώσεως δικαιώματος συντάξεως, αναδρομικώς, σε χρόνο προγενέστερο της εκδόσεως της παρούσας απόφασης, με εξαίρεση την περίπτωση που οι εργαζόμενοι ή οι εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα, πριν από την ημερομηνία αυτή, άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση.» (16)
29 Η ακριβής ερμηνεία αυτού του σημείου της αποφάσεως προκάλεσε έντονες συζητήσεις και διευκρινίστηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Ten Oever (17). Ο κανόνας αυτός περιλαμβάνεται πλέον στο Πρωτόκολλο 2 της Συνθήκης ΕΚ, που προστέθηκε με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϋκή Ένωση και το οποίο προβλέπει τα εξής:
«Για την εφαρμογή του άρθρου 119 της Συνθήκης, οι δυνάμει επαγγελματικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων παροχές δεν θεωρούνται ως αποδοχές εφόσον αντιστοιχούν σε περιόδους απασχόλησης πριν από τις 17 Μαου 1990, με εξαίρεση τους εργαζόμενους ή τους έλκοντες δικαιώματα οι οποίοι, πριν από αυτή την ημερομηνία, είχαν ασκήσει δικαστική προσφυγή ή καταθέσει αντίστοιχη ένσταση σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο.»
30 Στην υπό κρίση περίπτωση, τίθεται θέμα εφαρμογής της εξαιρέσεως από τον διαχρονικό περιορισμό. Από τις αποφάσεις Coloroll και Beune προκύπτει σαφώς ότι, καταρχήν, το Πρωτόκολλο έχει εφαρμογή στις παροχές του είδους εκείνων που ζητεί ο Ε. Εβρενόπουλος. Με την απόφαση Coloroll (18), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι ο διαχρονικός περιορισμός που θέσπισε η απόφαση Barber ισχύει για τις συντάξεις επιζώντος· εξάλλου δε, με την απόφαση Beune, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το Πρωτόκολλο είχε εφαρμογή στην επίδικη τότε σύνταξη δημοσίου υπαλλήλου, η οποία πρέπει να θεωρείται ως παροχή δυνάμει επαγγελματικού συστήματος κατά την έννοια του Πρωτοκόλλου:
«Η παροχή αυτή ρυθμίζεται μεν από τον νόμο, πλην όμως εξασφαλίζει πράγματι στον υπάλληλο προστασία κατά του κινδύνου του γήρατος και αποτελεί πλεονέκτημα που καταβάλλει ο εργοδότης του δημοσίου τομέα στον εργαζόμενο λόγω της εργασίας του, παρόμοιο με αυτό που καταβάλλει ο ιδιώτης εργοδότης στα πλαίσια επαγγελματικού συστήματος.» (19)
Το ίδιο ισχύει, κατά τη γνώμη μου, και όσον αφορά τις συντάξεις χήρου όπως η επίδικη.
31 Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ίσως ότι το ανωτέρω ζήτημα δεν χρειάζεται να εξεταστεί εν προκειμένω, καθόσον, εν πάση περιπτώσει, το αίτημα του Ε. Εβρενόπουλου δεν θα μπορούσε να απορριφθεί βάσει του Πρωτοκόλλου. Ο Ε. Εβρενόπουλος υπέβαλε την αρχική του αίτηση πολύ πριν από τις 17 Μαου 1990: η πρώτη επιστολή του φέρει ημερομηνία 23 Ιανουαρίου 1989 και η προσφυγή ασκήθηκε στις 12 Ιουνίου 1989. Ωστόσο, η προσφυγή του ενώπιον των δικαστηρίων δεν είχε απολύτως ομαλή εξέλιξη, όπως ανέφερα ανωτέρω (20).
32 Ο Ε. Εβρενόπουλος και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι, υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, έχει εφαρμογή η εξαίρεση που προβλέπεται υπέρ όσων έχουν κινήσει σχετική ένδικη διαδικασία πριν από τις 17 Μαου 1990.
33 Ο Ε. Εβρενόπουλος υποστηρίζει την άποψη ότι η προσφυγή την οποία άσκησε στις 12 Ιουνίου 1989 πληρούσε απολύτως, κατά τον χρόνο εκείνο, τους σχετικούς διαδικαστικούς κανόνες. Με την απάντησή του σε γραπτή ερώτηση του Δικαστηρίου, ο Ε. Εβρενόπουλος εκθέτει εκτενώς πώς αντιλαμβάνεται τους κανόνες αυτούς. Εξηγεί ότι, εφόσον ο Διευθυντής Ασφαλίσεως Προσωπικού της ΔΕΗ δεν απάντησε στην από 23 Ιανουαρίου 1989 αρχική επιστολή του, ήταν υποχρεωμένος να ασκήσει ένδικη προσφυγή εντός ορισμένης προθεσμίας, την οποία και τήρησε. Ο Διευθυντής Ασφαλίσεως εξέδωσε τότε απόφαση απορρίπτουσα την αίτηση, ενώ εκκρεμούσε ήδη η προσφυγή. Η απόφαση θεωρήθηκε ως το αντικείμενο της αρχικής προσφυγής, η προσφυγή όμως απορρίφθηκε επειδή ο Ε. Εβρενόπουλος δεν είχε υποβάλει ένσταση κατά της αποφάσεως ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλίσεως Προσωπικού της ΔΕΗ. Ωστόσο, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, εφαρμόζοντας τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, έκρινε ότι ο Διευθυντής Ασφαλίσεως όφειλε να ενημερώσει τον Ε. Εβρενόπουλο για τη δυνατότητα υποβολής ενστάσεως εντός προθεσμίας τριών μηνών και, ως εκ τούτου, παρέσχε στον Ε. Εβρενόπουλο τη δυνατότητα να υποβάλει τέτοια ένσταση εντός τριμήνου από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου. Ο Ε. Εβρενόπουλος έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής και, στις 2 Μαου 1991, άσκησε νέα προσφυγή κατά της απορρίψεως της ενστάσεως αυτής.
34 Ο Ε. Εβρενόπουλος υποστηρίζει κατ' ουσίαν ότι η πρώτη προσφυγή του δεν ήταν απαράδεκτη κατά το ελληνικό δίκαιο και ότι το γεγονός ότι υποχρεώθηκε να ασκήσει τη δεύτερη προσφυγή οφείλεται αποκλειστικά στο ότι η ΔΕΗ εξέδωσε εκπροθέσμως ρητή αρνητική απόφαση. Κατά την άποψή του, ούτε η απόφαση αυτή ούτε η άσκηση της δεύτερης προσφυγής αίρουν τα αποτελέσματα της πρώτης προσφυγής. Ο Ε. Εβρενόπουλος καταλήγει ότι, εφόσον η πρώτη προσφυγή του κρίθηκε παραδεκτή, πρέπει να υπαχθεί στην «εξαίρεση υπέρ των προσώπων που εγκαίρως ανέλαβαν πρωτοβουλίες προς διασφάλιση των δικαιωμάτων τους» (21).
35 Η Επιτροπή υποστηρίζει την άποψη ότι η εξαίρεση έχει εφαρμογή σε όλους τους εργαζομένους ή τους εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα οι οποίοι, πριν από τις 17 Μαου 1990, είχαν, καθ' οιονδήποτε τρόπο (διοικητικώς ή δικαστικώς), προσβάλει την παράβαση του άρθρου 119. Στην υπό κρίση περίπτωση, δεν έχει σημασία το ότι η αρχική προσφυγή απορρίφθηκε για δικονομικούς λόγους. Η προσφυγή του Ε. Εβρενόπουλου τελικώς ευδοκίμησε, και αυτό αρκεί.
36 Η ΔΕΗ και το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζουν, με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, ότι ο Ε. Εβρενόπουλος δεν εμπίπτει στην εξαίρεση που προβλέπεται υπέρ όσων είχαν κινήσει ένδικη διαδικασία πριν από τις 17 Μαου 1990. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε και από την Ελληνική Κυβέρνηση.
37 Η ΔΕΗ υποστηρίζει ότι, εφόσον η προσφυγή που ασκήθηκε στις 12 Ιουνίου 1989 δεν πληρούσε τους σχετικούς διαδικαστικούς κανόνες του ελληνικού δικαίου, ο Ε. Εβρενόπουλος δεν «[άσκησε] δικαστική προσφυγή [ούτε κατέθεσε] αντίστοιχη ένσταση σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο» πριν από τις 17 Μαου 1990.
38 Το Ηνωμένο Βασίλειο ομοίως υποστηρίζει, με τη γραπτές παρατηρήσεις του, ότι η εξαίρεση δεν ισχύει στις περιπτώσεις που η προσφυγή έχει απορριφθεί διότι δεν ασκήθηκε εγκύρως κατά τους εσωτερικούς κανόνες δικονομικού δικαίου. Ο ενδιαφερόμενος ο οποίος δεν άσκησε εγκύρως προσφυγή πριν από τις 17 Μαου 1990 - π.χ. διότι παρέλειψε να τηρήσει την προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά το εσωτερικό δίκαιο - δεν βρίσκεται σε διαφορετική κατάσταση από εκείνον ο οποίος δεν άσκησε καθόλου προσφυγή προς διασφάλιση των δικαιωμάτων του. Ωστόσο, φαίνεται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο κατέθεσε τις παρατηρήσεις του, δεν ήταν πλήρως ενήμερο του όλου ιστορικού της διαφοράς, το οποίο δεν εκτίθετο πλήρως στη διάταξη περί παραπομπής επί της οποίας στηρίχθηκαν οι γραπτές παρατηρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου. Φαινόταν, τότε, ότι η αρχική προσφυγή του Ε. Εβρενόπουλου είχε απορριφθεί ως μη ασκηθείσα εντός της τρίμηνης προθεσμίας που χορηγήθηκε με την απόφαση του Διευθυντή Ασφαλίσεως Προσωπικού της ΔΕΗ.
39 Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, το Ηνωμένο Βασίλειο επιφυλάχθηκε να διατυπώσει τη γνώμη του ενόψει των πληροφοριών όσον αφορά την ακριβή εξέλιξη της δικαστικής διενέξεως, τις οποίες παρέσχε ο Ε. Εβρενόπουλος με την απάντησή του στη γραπτή ερώτηση του Δικαστηρίου και τις οποίες εξέθεσα συνοπτικώς ανωτέρω. Ο εκπρόσωπος του Ηνωμένου Βασιλείου τονίζει ότι ο υποβαλών ένσταση ή ασκήσας ένδικη προσφυγή κατά το εσωτερικό δίκαιο πριν την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Barber δεν δικαιούται, αν οι διαδικασίες αυτές δεν ευδοκιμήσουν, να ασκήσει και νέα προσφυγή μετά την ημερομηνία αυτή. Ο διαχρονικός περιορισμός δεν επιτρέπει σε αξιώσεις που προβλήθηκαν μετά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Barber να παραγάγουν αναδρομικά αποτελέσματα, αυτό δε ισχύει ανεξαρτήτως του αν ο προβάλλων τις αξιώσεις αυτές έχει προηγουμένως ασκήσει ανεπιτυχώς ένδικη προσφυγή. Ωστόσο, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει την άποψη ότι, αν όντως κατά το ελληνικό δίκαιο ο Ε. Εβρενόπουλος ακολούθησε πάντοτε την ενδεδειγμένη διαδικασία, οι επακολουθήσασες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων μπορούν ορθώς να θεωρηθούν όλες ως στάδια μιας δίκης η οποία άρχισε το 1989. Σ' αυτήν την περίπτωση, ο Ε. Εβρενόπουλος δεν εμπίπτει στον διαχρονικό περιορισμό.
40 Κατά τη γνώμη μου, είναι καταρχήν σαφές ότι προσφυγή ασκηθείσα εντελώς αντικανονικά πριν από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Barber, με αποτέλεσμα να πρέπει να ασκηθεί νέα προσφυγή μετά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, δεν μπορεί να υπαχθεί στην εξαίρεση από τον διαχρονικό περιορισμό τον οποίο θεσπίζει η απόφαση Barber. Τόσο η απόφαση Barber όσο και το Πρωτόκολλο αναφέρονται στην άσκηση ένδικης προσφυγής ή υποβολή αντίστοιχης ενστάσεως «σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο». Είναι σαφές ότι αυτές οι προσφυγές ή ενστάσεις πρέπει να έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τους ισχύοντες διαδικαστικούς κανόνες. Όταν το ίδιο το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ιδιαίτερη διαδικασία, οι προσφυγές ή ενστάσεις που στηρίζονται στο κοινοτικό δίκαιο διέπονται από τους συναφείς κανόνες των εθνικών εννόμων τάξεων (υπό την προϋπόθεση ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϋκοί από αυτούς που αφορούν παρόμοια ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου και δεν καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των αντλουμένων από το κοινοτικό δίκαιο δικαιωμάτων) (22). Το γεγονός και μόνον ότι η απόφαση Barber και το Πρωτοκόλλο προβλέπουν την εν λόγω εξαίρεση δεν καθιστά παραδεκτή μια ένσταση ή προσφυγή η οποία άλλως θα ήταν απαράδεκτη κατά το εσωτερικό δίκαιο.
41 Απομένει να εξεταστεί πώς οι αρχές αυτές πρέπει να εφαρμοστούν στην υπό κρίση περίπτωση. Νομίζω ότι η απάντηση εξαρτάται από το κατά πόσον υφίσταται μια τέτοια αλληλουχία γεγονότων ώστε η δίκη που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου να αποτελεί μέρος μιας σειράς ενεργειών η οποία άρχισε με την προσήκουσα προβολή αξιώσεως πριν από τις 17 Μαου 1990.
42 Υπενθυμίζεται (23) ότι το πρωτοβάθμιο εθνικό δικαστήριο απέρριψε μεν την πρώτη προσφυγή του Ε. Εβρενόπουλου, του χορήγησε, ωστόσο, προθεσμία τριών μηνών για την υποβολή ενστάσεως ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλίσεως Προσωπικού της ΔΕΗ - πράγμα το οποίο έπραξε δεόντως ο Ε. Εβρενόπουλος - κατά της αποφάσεως του Διευθυντή Ασφαλίσεως Προσωπικού, με την οποία απορρίφθηκε η αρχική αίτησή του. Με τη δεύτερη προσφυγή του, ο Ε. Εβρενόπουλος προσέβαλε την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλίσεως περί απορρίψεως της ενστάσεώς του. Κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου εθνικού δικαστηρίου έχει ασκηθεί έφεση ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού εφετείου. Στην κατ' έφεση δίκη θα κριθεί τελικά το αίτημα της αρχικής προσφυγής του Ε. Εβρενόπουλου, η οποία ασκήθηκε πριν από την κρίσιμη ημερομηνία της 17ης Μαου 1990. Με άλλα λόγια, η επίδικη εν προκειμένω διοικητική απόφαση είναι η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση του Ε. Εβρενόπουλου κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αρχική αίτησή του. Αυτό αρκεί, κατά τη γνώμη μου, ώστε να θεωρηθεί ότι αντικείμενο της εκκρεμούς δίκης συνιστά αξίωση η οποία προβλήθηκε πριν από τις 17 Μαου 1990.
43 Επιπλέον, ακόμα και αν, όπως ισχυρίζεται η Ελληνική Κυβέρνηση, σημειώθηκε κάποια παρατυπία στη δίκη ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, η παρατυπία αυτή δεν μπορεί, από πλευράς κοινοτικού δικαίου, να επηρεάσει την έκβαση προσφυγής η οποία ασκήθηκε πριν από την κρίσιμη ημερομηνία σε μια υπόθεση στην οποία τα ίδια τα εθνικά δικαστήρια δέχθηκαν ότι η παρατυπία αυτή μπορούσε να θεραπευθεί και είναι διατεθειμένα να εξετάσουν επί της ουσίας το αίτημα της αρχικής προσφυγής.
44 Στην υπό κρίση υπόθεση, υπάρχει ενδεχομένως και το πρόσθετο στοιχείο ότι, σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι ο Ε. Εβρενόπουλος δεν εμπίπτει στην εξαίρεση, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να ωφεληθεί ο εν λόγω συνταξιοδοτικός φορέας από τη δική του παράτυπη συμπεριφορά, καθόσον φαίνεται ότι η ανάγκη ασκήσεως δεύτερης προσφυγής οφείλεται στην παράλειψη του Διευθυντή Ασφαλίσεως να απαντήσει εγγράφως και εμπροθέσμως, καθώς και στην παράλειψή του να ενημερώσει τον Ε. Εβρενόπουλο σχετικά με τη δυνατότητα υποβολής ενστάσεως ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλίσεως. Ακόμη και αν δεν συνέτρεχε η περίσταση αυτή, νομίζω ότι το αίτημα του Ε. Εβρενόπουλου πρέπει να ευδοκιμήσει για τους λοιπούς λόγους που εξέθεσα.
45 Η άποψη αυτή ενισχύεται αν κριθεί - όπως θεωρώ ορθό - ότι η εξαίρεση που προβλέπεται υπέρ όσων έχουν ήδη ασκήσει ένδικη προσφυγή ή υποβάλει ένσταση δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Μάλλον ο διαχρονικός περιορισμός που θεσπίζει η απόφαση Barber είναι εκείνος που θα πρέπει, ως αποκλίνων από τους συνήθεις κανόνες ερμηνείας, να ερμηνεύεται στενά. Δεν νομίζω ότι η ευρεία ερμηνεία της εξαιρέσεως υπέρ όσων είχαν ασκήσει προσφυγή ή υποβάλει ένσταση πριν από την ημερομηνία της δικαστικής αποφάσεως μπορεί να υπονομεύσει τον σκοπό της προασπίσεως της ασφάλειας δικαίου η οποία επιβάλλει «να μην επανεξετάζονται νομικές καταστάσεις που εξάντλησαν στο παρελθόν τα αποτελέσματά τους, ενώ, σε μια τέτοια περίπτωση, θα κινδύνευε να διαταραχθεί αναδρομικά η οικονομική ισορροπία πολλών συμβατικώς οργανωμένων συνταξιοδοτικών συστημάτων» (24). Είναι σαφές ότι ο αριθμός των προσώπων που μπορούν να επωφεληθούν από την εξαίρεση αυτή είναι, εν πάση περιπτώσει, μικρός.
Πρόταση
46 Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, στα ερωτήματα που υπέβαλε το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών προσήκουν οι ακόλουθες απαντήσεις:
1) Οι παροχές που καταβάλλονται στο πλαίσιο συνταξιοδοτικού συστήματος όπως το ασφαλιστικό σύστημα της ΔΕΗ, περιλαμβανομένων και των παροχών επιζώντος που προβλέπει το σύστημα, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης.
2) Διάταξη ενός τέτοιου συνταξιοδοτικού συστήματος προβλέπουσα ότι, επί ασφαλισμένης, ο χήρος δικαιούται συντάξεως χηρείας μόνον αν είναι άπορος και ολικώς ανίκανος προς εργασία, η δε συντήρησή του βάρυνε τη θανούσα καθ' όλη την τελευταία προ του θανάτου πενταετία, ενώ δεν ισχύει ανάλογος περιορισμός όσον αφορά το δικαίωμα της χήρας ασφαλισμένου, είναι ασυμβίβαστη προς το άρθρο 119 της Συνθήκης και δεν επιτρέπεται από καμία άλλη διάταξη του κοινοτικού δικαίου.
3) Επί όσο χρονικό διάστημα δεν έχουν ληφθεί μέτρα προς αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως, οι χήροι δικαιούνται συντάξεως και άλλων παροχών επιζώντος υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τις χήρες.
4) Προς εξασφάλιση ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις συντάξεις επιζώντος στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, σε σχέση προς παροχές καταβλητέες για περιόδους προγενέστερες της 17ης Μαου 1990, μπορούν να επικαλεστούν το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 μόνον εργαζόμενοι ή εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα οι οποίοι, πριν από την ημερομηνία αυτή, είχαν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή υποβάλει αντίστοιχη ένσταση σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο. Όταν μετά την ένσταση που υποβλήθηκε ή την προσφυγή που ασκήθηκε πριν από την ημερομηνία αυτή ακολούθησε δίκη η οποία διακόπηκε και κινήθηκε νέα ένδικη διαδικασία, αρκεί το αντικείμενο της εκκρεμούς δίκης να συνίσταται στην εξέταση του αιτήματος της αρχικής ενστάσεως ή προσφυγής.
(1) - Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Απριλίου 1976, υπόθεση 43/75 (Συλλογή τόμος 1976, σ. 175).
(2) - Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαου 1990, υπόθεση C-262/88 (Συλλογή 1990, σ. Ι-1889).
(3) - Απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, υπόθεση C-7/93 (Συλλογή 1994, σ. 4471).
(4) - Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας Α1.
(5) - ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160.
(6) - Βλ. ανωτέρω υποσημείωση 5.
(7) - Βλ. ανωτέρω υποσημείωση 3.
(8) - Βλ. σκέψη 22 επ. της αποφάσεως και σημεία 22 επ. των προτάσεων.
(9) - Σκέψη 43.
(10) - Σκέψη 44.
(11) - Σκέψη 45.
(12) - Βλ. σημείο 38 των προτάσεών μου.
(13) - Απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, υπόθεση C-200/91 (Συλλογή 1994, σ. Ι-4389, στο εξής: απόφαση Coloroll).
(14) - Βλ. ανωτέρω υποσημείωση 1, σκέψη 21.
(15) - Βλ. ανωτέρω υποσημείωση 13, σκέψη 32.
(16) - Βλ. ανωτέρω υποσημείωση 2, σκέψη 45.
(17) - Απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 1993, υπόθεση C-109/91 (Συλλογή 1993, σ. Ι-4879, σκέψεις 15 έως 20).
(18) - Βλ. ανωτέρω υποσημείωση 13, σκέψεις 51 έως 56.
(19) - Βλ. ανωτέρω υποσημείωση 3, σκέψη 57.
(20) - Βλ. ανωτέρω σημεία 7 έως 9.
(21) - Προμνησθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 2 απόφαση Barber, σκέψη 44.
(22) - Βλ. αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1976 στις υποθέσεις 33/76, Rewe (Συλλογή τόμος 1976, σ. 747), και 45/76, Comet (Συλλογή τόμος 1976, σ. 765).
(23) - Βλ. ανωτέρω σημεία 7 έως 9.
(24) - Προμνησθείσα ανωτέρω στην υποσημείωση 2 απόφαση Barber, σκέψη 44.