61994B0134

Διάταξη του Πρωτοδικείου (δεύτερο πενταμελές τμήμα) της 19ης Ιουνίου 1996. - NMH Stahlwerke GmbH, Eurofer ASBL, Arbed SA, Cockerill-Sambre SA, Thyssen Stahl AG, Unimétal - Société française des aciers longs SA, Krupp Hoesch Stahl AG, Preussag Stahl AG, British Steel plc, Siderurgica Aristrain Madrid SL και Empresa Nacional Siderurgica SA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Διαδικασία - Άρθρο 23 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) του Δικαστηρίου - Καθού όργανο - Έγγραφα σχετικά με την υπόθεση - Προσκόμιση - Απόρρητο. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-134/94, T-136/94, T-137/94, T-138/94, T-141/94, T-145/94, T-147/94, T-148/94, T-151/94, T-156/94 και T-157/94.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα II-00537


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Διαδικασία - ΕΚΑΞ - Φάκελος που διαβιβάστηκε από κοινοτικό όργανο στο κοινοτικό Δικαστήριο βάσει του άρθρου 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου - Δικαίωμα προσβάσεως - Πρόσβαση στα εσωτερικά έγγραφα

[Οργανισμός (ΕΚΑΞ) του Δικαστηρίου, άρθρο 23]

Περίληψη


Το άρθρο 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΞ) του Δικαστηρίου, που αφορά τη διαβίβαση από όργανο της Κοινότητας προς το κοινοτικό δικαστήριο εγγράφων σχετικών με την υπόθεση που φέρεται ενώπιον αυτού, έχει ως αντικείμενο να δώσει τη δυνατότητα στο κοινοτικό δικαστήριο να ασκήσει τον οικείο έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, με σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και όχι να εξασφαλίσει ανυπέρθετη και απεριόριστη πρόσβαση όλων των διαδίκων στον διοικητικό φάκελο.

Τα σχετικά με την υπόθεση έγγραφα που διαβιβάζονται βάσει του άρθρου 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που είναι τελείως άσχετα προς τη διαδικασία και δεν λαμβάνονται υπόψη από το Πρωτοδικείο για την εκδίκαση της υποθέσεως, πρέπει να διακρίνονται από τη δικογραφία της υποθέσεως, η οποία καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, των εντολών προς τον Γραμματέα του Πρωτοδικείου και στην οποία έχουν πρόσβαση οι διάδικοι υπό τους όρους που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 3, των εν λόγω εντολών.

Ειδικότερα τα εσωτερικά έγγραφα που αφορούν την εξέλιξη της διοικητικής διαδικασίας και την προετοιμασία αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα της εφαρμογής των περί ανταγωνισμού κανόνων της Συνθήκης, κατ' εξαίρεση, δεν περιλαμβάνονται στη δικογραφία και επομένως ο προσφεύγων διάδικος δεν μπορεί να λάβει γνώση αυτών, παρά μόνον αν εκ πρώτης όψεως φαίνονται να περιέχουν λυσιτελή αποδεικτικά στοιχεία, ικανά να ενισχύσουν τις ενδείξεις που έχει ήδη προσκομίσει ο διάδικος αυτός, κατά τρόπο σοβαρό ή αν είναι αναγκαία για να μπορέσει το Πρωτοδικείο, ενδεχομένως, να εξακριβώσει αυτεπαγγέλτως ότι η Επιτροπή δεν παρέβη τις υποχρεώσεις που της επιβάλλει η Συνθήκη. Αυτός ο περιορισμός της προσβάσεως στα εσωτερικά έγγραφα δικαιολογείται από την ανάγκη να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της Επιτροπής στον τομέα της καταστολής των παραβάσεων των περί ανταγωνισμού κανόνων της Συνθήκης.

Ο έλεγχος νομιμότητας του Πρωτοδικείου ασκείται μόνον επί της τελικής διοικητικής πράξεως και όχι επί των σχεδίων ή προπαρασκευαστικών εγγράφων.

Διάδικοι


Στην υπόθεση T-134/94,

NMH Stahlwerke GmbH, με έδρα το Sulzbach-Rosenberg (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους Paul B. Schaeuble, Siegfried Jackermeier και Reinhard E. Ingerl, δικηγόρους Μονάχου, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Ernest Arendt, 8-10, rue Mathias-Hardt,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης, αρχικώς, από τους Julian Currall και Norbert Lorenz, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, καθώς και τον Geraud de Bergues, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην Επιτροπή, και, στη συνέχεια, από τον Julian Currall, επικουρούμενο από τον Heinz-Joachim Freund, δικηγόρο Φραγκφούρτης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

στην υπόθεση T-136/94,

Eurofer ASBL, με έδρα τις Βρυξέλλες, εκπροσωπούμενη από τον Norbert Koch, δικηγόρο Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τα γραφεία της Eurofer ASBL, GISL, 17 έως 25, avenue de la Liberte,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης, αρχικώς, από τους Julian Currall και Norbert Lorenz, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, καθώς και τον Geraud de Bergues, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην Επιτροπή, και, στη συνέχεια, από τον Julian Currall, επικουρούμενο από τον Heinz-Joachim Freund, δικηγόρο Φραγκφούρτης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

στην υπόθεση T-137/94,

ARBED SA, με έδρα το Λουξεμβούργο, εκπροσωπούμενη από τον Alexandre Vandencasteele, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Paul Ehmann, 19, avenue de la Liberte,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Julian Currall, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, καθώς και, αρχικώς, από τον τον Geraud de Bergues και, στη συνέχεια, από τον Guy Charrier, δημοσίους υπαλλήλους κράτους μέλους αποσπασμένους στην Επιτροπή, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

στην υπόθεση T-138/94,

Cockerill-Sambre SA, με έδρα τις Βρυξέλλες, εκπροσωπούμενη από τον Alexandre Vandencasteele, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Ernest Arendt, 8-10, rue Mathias Hardt,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Julian Currall, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, καθώς και, αρχικώς, από τον Geraud de Bergues και, στη συνέχεια, από τον Guy Charrier, δημοσίους υπαλλήλους κράτους μέλους αποσπασμένους στην Επιτροπή, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

στην υπόθεση T-141/94,

Thyssen Stahl AG, με έδρα το Duisburg (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους Joachim Sedemund και Frank Montag, δικηγόρους Κολωνίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Aloyse May, 31, Grand-rue,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης, αρχικώς, από τους Julian Currall και Norbert Lorenz, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, καθώς και τον Geraud de Bergues, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην Επιτροπή, και, στη συνέχεια, από τον Julian Currall, επικουρούμενο από τον Heinz-Joachim Freund, δικηγόρο Φραγκφούρτης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

στην υπόθεση T-145/94,

Unimetal * Societe francaise des aciers longs SA, με έδρα το Rombas (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους Antoine Winckler και Caroline Levi, δικηγόρους, αντιστοίχως, Παρισιού και Βρυξελλών, με αντίκλητους στο Λουξεμβούργο τους δικηγόρους Elvinger & Hoss, 15, Cote d' Eich,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Julian Currall, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και, αρχικώς, από τον Geraud de Bergues και, στη συνέχεια, από τον Guy Charrier, δημόσιους υπαλλήλους κράτους μέλους αποσπασμένους στην Επιτροπή, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

στην υπόθεση T-147/94,

Krupp Hoesch Stahl AG, με έδρα το Dortmund (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους Otfried Lieberknecht, Karlheinz Moosecker, Gerhard Wiedemann και Martin Klusmann, δικηγόρους Ντύσσελντορφ, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Axel Bonn, 62, avenue Guillaume,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης, αρχικώς, από τους Julian Currall και Norbert Lorenz, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, καθώς και τον Geraud de Bergues, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην Επιτροπή, και, στη συνέχεια, από τον Julian Currall, επικουρούμενο από τον Heinz-Joachim Freund, δικηγόρο Φραγκφούρτης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

στην υπόθεση T-148/94,

Preussag Stahl AG, με έδρα το Salzgitter (Γερμανία), εκροσωπούμενη από τους Horst Satzky, Bernhard M. Maassen, Martin Heidenhain, δικηγόρους Βρυξελλών, καθώς και τον Constantin Frick, δικηγόρο Βρέμης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Rene Faltz, 6, rue Heine,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης, αρχικώς, από τους Julian Currall και Norbert Lorenz, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, καθώς και τον Geraud de Bergues, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην Επιτροπή, και, στη συνέχεια, από τον Julian Currall, επικουρούμενο από τον Heinz-Joachim Freund, δικηγόρο Φραγκφούρτης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

στην υπόθεση T-151/94,

British Steel plc, με έδρα το Λονδίνο, εκπροσωπούμενη από τους Philip G. H. Collins και John E. Pheasant, solicitors, Βρυξέλλες, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Marc Loesch, 11, rue Goethe,

προσφεύγουσασ,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τον Julian Currall, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, καθώς και από τον Geraud de Bergues, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην Επιτροπή, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

στην υπόθεση T-156/94,

Siderurgica Aristrain Madrid, SL, με έδρα τη Μαδρίτη, εκπροσωπούμενη από τους Antonio Creus και Xavier Ruiz Calzado, δικηγόρους Βαρκελώνης,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης, αρχικώς, από τους Julian Currall και Francisco Enrique Gonzalez Diaz, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, καθώς και τον Geraud de Bergues, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην Επιτροπή, και, στη συνέχεια, από τον Julian Currall και Francisco Enrique Gonzalez Diaz, επικουρούμενους από τον Ricardo Garcia Vicente, δικηγόρο Μαδρίτης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

και στην υπόθεση T-157/94,

Empresa Nacional Siderurgica, SA (Ensidesa), με έδρα την Aviles (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους Santiago Martinez Lage και Jaime Perez-Bustamante Koester, δικηγόρους Μαδρίτης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Aloyse May, 31, Grand-rue,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης, αρχικώς, από τους Julian Currall και Francisco Enrique Gonzalez Diaz, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, καθώς και τον Geraud de Bergues, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην Επιτροπή, και, στη συνέχεια, από τους Julian Currall και Francisco Enrique Gonzalez Diaz, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως κύριο αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως 94/215/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ όσον αφορά συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που εφήρμοσαν Ευρωπαίοι παραγωγοί δοκών χάλυβα (ΕΕ L 116, σ. 1),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kirschner, Πρόεδρο, B. Vesterdorf, C. W. Bellamy, Α. Καλογερόπουλο και A. Potocki, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με την απόφαση 94/215/ΕΚΑΧ, της 16ης Φεβρουαρίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ όσον αφορά συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που εφάρμοσαν Ευρωπαίοι παραγωγοί δοκών χάλυβα (ΕΕ L 116, σ. 1, στο εξής: Απόφαση), η Επιτροπή διαπίστωσε διάφορες παραβάσεις του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, οι οποίες συνίσταντο, μεταξύ άλλων, στον καθορισμό τιμών, στην κατανομή αγορών και στην ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών και επέβαλε πρόστιμα σε δεκατέσσερις ενεργούς στον τομέα του χάλυβα επιχειρήσεις.

2 Μεταξύ της 31ης Μαρτίου και της 18ης Απριλίου 1994, οι ένδεκα προσφεύγουσες επιχειρήσεις στις υποθέσεις T-134/94 (στο εξής: NMH), T-136/94 (στο εξής: Eurofer), T-137/94 (στο εξής: ARBED), T-138/94 (στο εξής: Cockerill-Sambre), T-141/94 (στο εξής: Thyssen), T-145/94 (στο εξής: Unimetal), T-147/94 (στο εξής: Krupp Hoesch), T-148/94 (στο εξής: Preussag), T-151/94 (στο εξής: British Steel), T-156/94 (στο εξής: Aristrain) και T-157/94 (στο εξής: Ensidesa) άσκησαν, κάθε μία στο μέτρο που την αφορούσε, προσφυγές με τις οποίες ζήτησαν, κατά κύριο λόγο, την ακύρωση της αποφάσεως αυτής.

3 Κατόπιν ορισμένων αιτήσεων που υποβλήθηκαν, κυρίως, με έγγραφα της 7ης Σεπτεμβρίου και της 18ης Οκτωβρίου 1994 της προσφεύγουσας στην υπόθεση T-156/94 Aristrain, η καθής κλήθηκε από το Πρωτοδικείο, με έγγραφο του Γραμματέα της 25ης Οκτωβρίου 1994, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 23 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού (EΚΑΧ) του Δικαστηρίου [στο εξής: άρθρο 23 του Οργανισμού (EΚΑΧ) του Δικαστηρίου]. Η καθής κατέθεσε στη Γραμματεία, με έγγραφο της 24ης Νοεμβρίου 1994, φάκελο ο οποίος αποτελούνταν από 65 μερικότερους φακέλους και περιελάμβανε 10 563 αριθμημένα έγγραφα, καθώς και το κείμενο της αποφάσεως και τη γνωστοποίηση των αιτιάσεων στα διάφορα αυθεντικά γλωσσικά κείμενα (στο εξής: ο διαβιβασθείς στο Πρωτοδικείο φάκελος).

4 Με το έγγραφό της της 24ης Νοεμβρίου 1994, με το οποίο διαβιβάστηκαν τα έγγραφα στο Πρωτοδικείο, η καθής ισχυρίστηκε ότι:

"Ορισμένα από τα έγγραφα αυτά είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν στοιχεία καλυπτόμενα από επαγγελματικό απόρρητο, ενώ άλλα είναι εσωτερικά, κατά την έννοια της νομολογίας του Πρωτοδικείου. Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται, όσον αφορά τα έγγραφα της Επιτροπής που προέρχονται από τις οικείες επιχειρήσεις, για στοιχεία καλυπτόμενα από την προβλεπόμενη από το άρθρο 47 της Συνθήκης ΕΚΑΧ υποχρέωση σεβασμού του απορρήτου. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατή η πρόσβαση, όσον αφορά τα έγγραφα αυτά, σε όλα τα συμμετέχοντα στη διαδικασία μέρη. Η Επιτροπή κατάρτισε, για τον σκοπό της διοικητικής διαδικασιας, έναν * αποκαλούμενο * 'κατάλογο προσβάσεως' στον οποίο ανέφερε ποια ήταν τα έγγραφα ως προς τα οποία ήταν δυνατή, εν όλω ή εν μέρει, και από ποια εμπλεκόμενα μέρη, η πρόσβαση. Ο κατάλογος αυτός, αντίγραφο του οποίου είναι συνημμένο, αφορά όλη την ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία μέχρι τις 11 Ιανουαρίου 1993, ημερομηνία της διοικητικής ακροάσεως."

5 Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64, παράγραφος 2, του Κανονισμού του Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο (τρίτο πενταμελές τμήμα) είχε με τους διαδίκους, στις 14 Μαρτίου 1995, άτυπη συνάντηση κατά τη διάρκεια της οποίας συζητήθηκαν μεταξύ άλλων τα προβλήματα που θέτει, εν προκειμένω, η πρόσβαση που ζητήθηκε από την πλειονότητα των προσφευγουσών στον διαβιβασθέντα στο Πρωτοδικείο φάκελο, και τούτο ενόψει του ενδεχομένως απορρήτου χαρακτήρα ορισμένων από τα περιεχόμενα σ' αυτόν έγγραφα.

6 Μετά το πέρας αυτής της άτυπης συναντήσεως της 14ης Μαρτίου 1995, το Πρωτοδικείο (τρίτο πενταμελές τμήμα) απευθύνθηκε, με έγγραφο του Γραμματέα της 30ής Μαρτίου 1995, στους διαδίκους δηλώνοντας τα εξής:

"1. Όσον αφορά τα προβλήματα που θέτουν, ενόψει του ενδεχόμενου απορρήτου χαρακτήρα ορισμένων εγγράφων, η πρόσβαση στον διαβιβασθέντα από την Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 23 του Οργανισμού ΕΚΑΧ, διοικητικό φάκελο και η χρησιμοποίηση από το Πρωτοδικείο του φακέλου αυτού, στο πλαίσιο της μέριμνας για την πλήρη τήρηση των αρχών της εκατέρωθεν ακροάσεως, της οικονομίας της δίκης και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, καλούνται οι διάδικοι να διασαφηνίσουν εγγράφως, μέχρι τις 31 Μαΐου 1995, συμπεριλαμβανομένης της παρεκτάσεως των προθεσμιών λόγω αποστάσεως, τις θέσεις τους επί των ακολούθων σημείων:

α) Προκειμένου περί των εγγράφων του διοικητικού φακέλου που έχουν χαρακτηριστεί από την Επιτροπή, προς το συμφέρον μιας από τις προσφεύγουσες, ως εμπιστευτικά, καλούνται οι προσφεύγουσες να επιβεβαιώσουν εάν δέχονται, για το σύνολο ή μέρος των εγγράφων, την αμοιβαία άρση του εμπιστευτικού τους χαρακτήρα, οπότε θα καταστεί δυνατό τα έγγραφα αυτά να γνωστοποιηθούν σε όλες τις προσφεύγουσες.

Στην περίπτωση όπου μια από τις προσφεύγουσες θα επιθυμούσε να διατηρηθεί, όσον αφορά τις άλλες προσφεύγουσες, ο εμπιστευτικός χαρακτήρας ορισμένων εγγράφων, αυτή παρακαλείται να αναφέρει ειδικώς το σχετικό έγγραφο ή το στοιχείο που πρέπει να παραμείνει εμπιστευτικό και να αιτιολογήσει αυτήν την αίτηση τηρήσεως απορρήτου.

Για την περίπτωση όπου η Επιτροπή θα έκρινε ότι πρέπει να εκδηλώσει την αντίθεσή της, όσον αφορά ορισμένα από τα έγγραφα αυτά, στην αμοιβαία εκ μέρους των προσφευγουσών άρση του απορρήτου, καλείται το εν λόγω όργανο να αναφέρει ειδικώς τα έγγραφα ή τα περιεχόμενα σ' αυτά στοιχεία που αφορά η αντίθεσή της.

β) Προκειμένου περί των εγγράφων του διοικητικού φακέλου που έχουν χαρακτηριστεί από την Επιτροπή ως εμπιστευτικά προς το συμφέρον τρίτων μη διαδίκων στις ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίες, καλείται η Επιτροπή να επανεξετάσει το βάσιμο του χαρακτηρισμού αυτού και, ενδεχομένως, να έρθει σε επαφή με τα τρίτα αυτά πρόσωπα με σκοπό την ενδεχόμενη άρση, έναντι των προσφευγουσών, του απορρήτου.

Καλείται η Επιτροπή να γνωστοποιήσει στις προσφεύγουσες ποια είναι, μεταξύ των εν λόγω εγγράφων, αυτά τα οποία, κατ' αυτήν, μπορούν να γνωστοποιηθούν και ποια πρέπει, ενδεχομένως, να εξακολουθήσουν να χαρακτηρίζονται ως εμπιστευτικά, διευκρινίζοντας τους προς τούτο λόγους και περιγράφοντας τη φύση και το περιεχόμενο εκάστου των σχετικών εγγράφων.

Ενόψει των ανωτέρω, καλούνται οι προσφεύγουσες να διευκρινίσουν αν εμμένουν στις αιτήσεις τους σχετικά με την πρόσβαση σε ορισμένα από τα έγγραφα αυτά, τα οποία, κατά την Επιτροπή, εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται ως εμπιστευτικά.

Καλούνται η Επιτροπή και οι προσφεύγουσες να δηλώσουν στο Πρωτοδικείο, εντός της ίδιας προθεσμίας, είτε εάν είναι σύμφωνες σχετικά με την έκταση της προσβάσεως των προσφευγουσών στα έγγραφα που έχουν χαρακτηριστεί, προς το συμφέρον τρίτων, ως εμπιστευτικά είτε τα συγκεκριμένα στοιχεία όσον αφορά τυχόν, εισέτι υφιστάμενη, διαφωνία, και τούτο προκειμένου να μπορέσει το Πρωτοδικείο να αποφανθεί σχετικά με τον ασκούντα επιρροή και εμπιστευτικό χαρακτήρα εκάστου των εν λόγω εγγράφων.

γ) Προκειμένου περί των εγγράφων που έχουν χαρακτηριστεί από την Επιτροπή ως εμπιστευτικά λόγω του ότι είναι εσωτερικά, καλείται η Επιτροπή να διαβιβάσει στο Πρωτοδικείο, εντός της ίδιας προθεσμίας, κατάλογο των εσωτερικών εγγράφων με μνεία της φύσεως εκάστου εξ αυτών και σύντομη περιγραφή του περιεχομένου του, η οποία θα πρέπει να είναι αρκούντως λεπτομερής ώστε να καταστεί δυνατό στις προσφεύγουσες να εκτιμήσουν το λυσιτελές μιας αιτήσεως προσβάσεως στα έγγραφα αυτά προκειμένου να διασφαλίσουν την άμυνά τους. Καλείται επίσης η Επιτροπή να αναφέρει αν θεωρεί ότι είναι σε θέση να άρει το απόρρητο όσον αφορά ορισμένα από τα εσωτερικά της έγγραφα.

Εντός της ίδιας προθεσμίας, οι προσφεύγουσες και η Επιτροπή μπορούν να υποβάλουν, εφόσον το επιθυμούν, εγγράφως τις νομικές τους παρατηρήσεις επί των αρχών που διέπουν το απόρρητο των εσωτερικών εγγράφων, και τούτο στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) και της προσβάσεως στη δικογραφία του κοινοτικού δικαστηρίου.

Στη συνέχεια, ο κατάλογος των εσωτερικών εγγράφων που θα έχει διαβιβασθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω από την Επιτροπή θα γωνστοποιηθεί στις προσφεύγουσες προκειμένου αυτές να μπορέσουν να δηλώσουν και να αιτιολογήσουν, εντός προθεσμίας που θα ταχθεί μεταγενέστερα, ποια είναι τα εσωτερικά έγγραφα ως προς τα οποία εμμένουν στην πρόσβαση.

Οι προμνημονευθείσες απόψεις των διαδίκων θα επιτρέψουν στο Πρωτοδικείο να λάβει απόφαση σχετικά με τον τρόπο που θα πρέπει να αντιμετωπίσει όλα τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου των οποίων ο εμπιστευτικός ή λυσιτελής για την άμυνα των προσφευγουσών χαρακτήρας θα εξακολουθούσε να αμφισβητείται. Τα έγγραφα που το Πρωτοδικείο θα αναγνώριζε ως εμπιστευτικού χαρακτήρα θα αποσυρθούν από τον φάκελο του Πρωτοδικείου.

Η Επιτροπή θα κληθεί, ανάλογα με τα αποτελέσματα των διαφόρων φάσεων της προμνημονευθείσας διαδικασίας, να ανασυστήσει τον διοικητικό της φάκελο ώστε να καταστεί δυνατό στο Πρωτοδικείο να επιτρέψει στις προσφεύγουσες την πρόσβαση στον φάκελο που θα χρησιμοποιήσει το Πρωτοδικείο."

7 Στις απαντήσεις τους στο έγγραφο του Πρωτοδικείου της 30ής Μαρτίου 1995, οι προσφεύγουσες και η καθής συμφώνησαν όσον αφορά μια καταρχήν αμοιβαία άρση του απορρήτου των προερχομένων από τις ίδιες τις προσφεύγουσες εγγράφων, και τούτο υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων περί των οποίων θα γίνει λόγος κατωτέρω, εξαιρέσεων που προτάθηκαν είτε από την Επιτροπή είτε από ορισμένες προσφεύγουσες. Εξάλλου, η καθής προσκόμισε έναν πλέον λεπτομερή κατάλογο των εσωτερικών της εγγράφων, ο οποίος διαβιβάστηκε στις προσφεύγουσες μερίμνη της Γραμματείας, επαναλαμβάνοντας, ταυτόχρονα, την αντίθεσή της αρχής στη γνωστοποίηση αυτών των εγγράφων προς τις εν λόγω προσφεύγουσες. Τέλος, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν λεπτομερείς νομικές παρατηρήσεις σχετικά με το περιεχόμενο του άρθρου 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) του Δικαστηρίου και με το δικαίωμά τους προσβάσεως στον διαβιβασθέντα στο Πρωτοδικείο φάκελο, ιδίως όσον αφορά τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής.

8 Ενόψει όλων αυτών των απαντήσεων, το Πρωτοδικείο, με νέο έγγραφο του Γραμματέα της 21ης Ιουλίου 1995 (25 Ιουλίου 1995 όσον αφορά την υπόθεση T-151/94), κάλεσε ειδικότερα τις προσφεύγουσες να εκφράσουν την αιτιολογημένη άποψή τους σχετικά με το αν εμμένουν στην αίτησή τους προσβάσεως, αφενός, στα έγγραφα του φακέλου ως προς τα οποία ζητήθηκε να αντιμετωπισθούν ως εμπιστευτικά είτε από μια από τις ίδιες τις προσφεύγουσες είτε από την Επιτροπή είτε, ακόμη, από τρίτον, και, αφετέρου, στα έγγραφα του εσωτερικού φακέλου της Επιτροπής, προσδιορίζοντας τα έγγραφα που αφορά η αίτηση αυτή και αιτιολογώντας την κατά τρόπο λακωνικό. Οι προσφεύγουσες απάντησαν στην πρόσκληση αυτή με έγγραφα της 6ης Σεπτεμβρίου 1995 (υπόθεση T-157/94), της 11ης Σεπτεμβρίου 1995 (υπόθεση T-156/94), της 13ης Σεπτεμβρίου 1995 (υποθέσεις T-137/94, T-138/94 και T-151/94), της 14ης Σεπτεμβρίου 1995 (υπόθεση T-147/94) και της 15ης Σεπτεμβρίου 1995 (υποθέσεις T-134/94, T-141/94, T-145/94 και T-148/94).

9 Εν τω μεταξύ, η προσφεύγουσα British Steel κατάγγειλε, με το από 14 Ιουλίου 1995 έγγραφο προς τη Γραμματεία το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ήρθε σε επαφή με όλους τους τρίτους των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στον κατάλογο των εγγράφων του φακέλου, και τούτο αντίθετα προς τις δεσμεύσεις που αυτή είχε αναλάβει μετά το πέρας της άτυπης συναντήσεως των διαδίκων της 14ης Μαρτίου 1995. Οι τρίτοι ως προς τους οποίους δεν υπήρξε επαφή είναι, αφενός, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις ή οργανισμοί Centre professionnel des statistiques de l' acier (στο εξής: CPS), Darlington & Simpson, DSRM, Inter Trade, LME, Steelinter, UES και Valor, και, αφετέρου, ορισμένες διοικητικές υπηρεσίες ή αρχές των κρατών μελών ή τρίτων χωρών επιφορτισμένες με υποθέσεις ανταγωνισμού και, ειδικότερα, το Bundeskartellamt, το Office of Fair Trading, η Prisdirektoratet, το US Department of Commerce, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, Καταναλώσεως και Καταστολής Απατών, καθώς και ο μόνιμος αντιπρόσωπος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.

10 Αφού κάλεσε την καθής να σχολιάσει το εν λόγω έγγραφο της 14ης Ιουλίου 1995 της British Steel, πράγμα που αυτή έπραξε με έγγραφο της 7ης Σεπτεμβρίου 1995, το Πρωτοδικείο ζήτησε, με έγγραφο του Γραμματέα της 1ης Απριλίου 1996, από την Επιτροπή να έρθει σε επαφή με τους τρίτους CPS, Darlington & Simpson, DSRM, Inter Trade, LME, Steelinter, UES και Valor προκειμένου να διαπιστώσει αν αυτοί δέχονται την άρση του απορρήτου των εγγράφων που τους αφορούν. Με έγγραφο της 15ης Μαΐου 1996, η καθής επισήμανε ότι οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι δεν ενέμεναν στο αίτημά τους να αντιμετωπισθούν ως εμπιστευτικά, έναντι των προσφευγουσών, τα σχετικά έγγραφα, επισυνάπτοντας αντίγραφο των αντιστοίχων απαντήσεών τους.

Όσον αφορά το δικαίωμα προσβάσεως των προσφευγουσών στον φάκελο που διαβιβάστηκε στο Πρωτοδικείο βάσει του άρθρου 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) του Δικαστηρίου

11 Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στις ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίες βάσει του άρθρου 5 της αποφάσεως 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1988, περί ιδρύσεως Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 319, σ. 1), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την απόφαση 93/350/Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1993 (ΕΕ L 144, σ. 21), και με την απόφαση 94/149/ΕΚΑΧ/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 1994 (ΕΕ L 66, σ. 29), όταν ασκείται προσφυγή κατ' αποφάσεως οργάνου της Κοινότητας, το όργανο αυτό υποχρεούται να διαβιβάσει στο Δικαστήριο όλα τα έγγραφα τα σχετικά με την υπόθεση που φέρεται ενώπιόν του.

12 Ωστόσο πρέπει να απορριφθεί, ευθύς εξαρχής, το επιχείρημα ορισμένων προσφευγουσών ότι το άρθρο 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) του Δικαστηρίου, μαζί με την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως που πρέπει να διέπει τις ενώπιον των δικαστηρίων συζητήσεις, συνεπάγεται ανυπέρθετο και απεριόριστο δικαίωμα προσβάσεως όλων των διαδίκων στον φάκελο που έχει κατ' αυτόν τον τρόπο διαβιβαστεί από το οικείο όργανο στον κοινοτικό δικαστή.

13 Πράγματι, η Συνθήκη ΕΚΑΧ, με το άρθρο της 47, μεριμνά για τη διασφάλιση του απορρήτου των πληροφοριακών στοιχείων τα οποία, ως εκ της φύσεώς τους, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και, ιδίως, από το επιχειρηματικό απόρρητο, πράγμα που αποτελεί την προστασία των εννόμων συμφερόντων των επιχειρήσεων και το αντιστάθμισμα της υποχρεώσεως παροχής πληροφοριακών στοιχείων στην Επιτροπή (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1985, 27/84, Wirtschaftsvereinigung Eisen- und Stahlindustrie κατά Επιτροπής, Συλογή 1985, σ. 2385, σκέψη 15).

14 Κατά συνέπεια, είναι ανάγκη, προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα που έχει ανακύψει στις υπό κρίση προσφυγές, να γίνει στάθμιση των επιταγών του άρθρου 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) του Δικαστηρίου, καθώς και της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως που πρέπει να διέπει τις ενώπιον των δικαστηρίων συζητήσεις με τις επιταγές της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου των κατ' ιδίαν επιχειρήσεων. Επίτευξη μιας τέτοιας ισορροπίας μπορεί να γίνει μόνο με την εξέταση της συγκεκριμένης καταστάσεως κάθε μιας από τις οικείες επιχειρήσεις (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Wirtschaftsvereinigung Eisen- und Stahlindustrie κατά Επιτροπής, σκέψη 16 βλ. επίσης, στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ, τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 15ης Νοεμβρίου 1990, T-1/89, T-2/89, T-3/89, T-4/89 και T-6/89 έως T-15/89, Rhone-Poulenc κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II-637).

15 Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί, ήδη από το στάδιο αυτό, ότι το Δικαστήριο, όταν υποβάλλεται ενώπιόν του αίτηση προσκομίσεως εγγράφων βάσει του άρθρου 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ), έχει αναγνωρίσει στο σχετικό όργανο το δικαίωμα να ζητεί, έστω και κατ' εξαίρεση, την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα ορισμένων στοιχείων που το αφορούν (βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Δεκεμβρίου 1954, 2/54, Ιταλία κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 5).

16 Ενόψει των ανωτέρω, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι πρέπει εν προκειμένω να αποφανθεί επί της αιτήσεως προσβάσεως των προσφευγουσών στον φάκελο που του διαβιβάστηκε, κάνοντας διάκριση μεταξύ των τριών κατηγοριών εγγράφων που μνημονεύονται στα έγγραφα του Γραμματέα της 30ής Μαρτίου 1995 και της 21/25 Ιουλίου 1995, συγκεκριμένα: (i) τα έγγραφα που έχουν χαρακτηριστεί από την Επιτροπή ως εμπιστευτικά προς το συμφέρον μιας των προσφευγουσών (ii) τα έγγραφα που έχουν χαρακτηρισθεί ως εμπιστευτικά από την Επιτροπή προς το συμφέρον τρίτων μη διαδίκων στις παρούσες διαδικασίες, και (iii) τα έγγραφα που έχουν χαρακτηρισθεί από την Επιτροπή ως εμπιστευτικά ως εσωτερικά έγγραφα. Πράγματι, εκάστη των τριών αυτών κατηγοριών θέτει συγκεκριμένα προβλήματα ως προς τον χαρακτηρισμό ενός εγγράφου ως εμπιστευτικού, προβλήματα τα οποία μπορούν να δικαιολογήσουν, ενδεχομένως, ορισμένους περιορισμούς στο δικαίωμα προσβάσεως των προσφευγουσών στον διαβιβασθέντα στο Πρωτοδικείο φάκελο.

Όσον αφορά το δικαίωμα προσβάσεως των προσφευγουσών στα έγγραφα του φακέλου που προέρχονται από τις ίδιες τις προσφεύγουσες και έχουν χαρακτηρισθεί ως εμπιστευτικά για το δικό τους συμφέρον

Οι απόψεις των διαδίκων

17 Οι προσφεύγουσες και η καθής συμφωνούν επί της αρχής της ελεύθερης προσβάσεως των πρώτων στα έγγραφα του διαβιβασθέντος στο Πρωτοδικείο φακέλου που προέρχονται από τις μεν ή από την δε, και τούτο υπό την επιφύλαξη μερικών εξαιρέσεων που προτάθηκαν είτε από την Επιτροπή είτε από ορισμένες προσφεύγουσες.

18 Η καθής αντιτίθεται στη γνωστοποίση προς τις προσφεύγουσες των εγγράφων υπ' αριθ. 5775, 6717 και 6718 (υπόθεση T-148/94), 6789, 6854 και 6855 (υπόθεση T-141/94), 6923 (υπόθεση T-147/94), 6947 και 7022 (υπόθεση T-134/94), 7307 έως 7309, 7322, 7323 και 7337 έως 7339 (υπόθεση T-138/94), 8204, 8345, 8347, 8348 και 8349 (υπόθεση T-137/94), 8777, 8778, 8787 και 8796 (υπόθεση T-151/94), 8860, 9019, 9020, 9021 και 9022 (υπόθεση T-156/94), 9150, 9277 και 9278 (υπόθεση T-157/94), και τούτο για τον λόγο ότι τα εν λόγω έγγραφα περιέχουν στοιχεία επιχειρηματικού απορρήτου, συγκεκριμένα ορισμένα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον κύκλο εργασιών των προσφευγουσών για τα έτη 1986 έως 1990 και το 1993. Η καθής ισχυρίζεται ότι τα έγγραφα αυτά, αντίθετα προς τα λοιπά έγγραφα του φακέλου που χρονολογούνται από την περίοδο κατά την οποία διαπράχθηκαν οι παραβάσεις, προσκομίστηκαν σε ένα προωθημένο στάδιο των διοικητικών διαδικασιών και αφορούν στοιχεία του κύκλου εργασιών σχετικά με το κρίσιμο, εν προκειμένω, προϊόν των προσφευγουσών επιχειρήσεων. Εξάλλου, ο κύκλος εργασιών σχετικά με το κρίσιμο προϊόν όσον αφορά ένα ή περισσότερα από τα προηγούμενα έτη, ειδικότερα εφόσον μνημονεύονται ορισμένα έτη, θα επέτρεπε να δοθεί μια ιδέα του τωρινού ασκούντος επιρροή κύκλου εργασιών, πράγμα που δεν συμβαίνει, κατ' ανάγκη, όσον αφορά άλλα είδη πληροφοριών ιστορικού χαρακτήρα.

19 Η προσφεύγουσα στην υπόθεση T-145/94 Unimetal αντιτίθεται στη γνωστοποίηση προς τις λοιπές προσφεύγουσες των εγγράφων υπ' αριθ. 2519 έως 2522 και 2656 έως 2670 του διοικητικού φακέλου της Επιτροπής, και τούτο για τον λόγο ότι τα έγγραφα αυτά έχουν καθαρώς εσωτερικό για την επιχείρηση χαρακτήρα (σημειώσεις εσωτερικής λειτουργίας ή εσωτερική ανάλυση των αγορών).

20 Η προσφεύγουσα στην υπόθεση Τ-151/94 British Steel αντιτίθεται στη γνωστοποίηση προς τις λοιπές προσφεύγουσες ορισμένων στοιχείων που περιέχονται στα έγγραφα υπ' αριθ. 1894 έως 1900, 1922 έως 1936, 1940 έως 1960, 1990 έως 1992, 2179 έως 2180 και 8787 του διοικητικού φακέλου της Επιτροπής, και τούτο για τον λόγο ότι τα έγγραφα αυτά περιέχουν στοιχεία επιχειρηματικού απορρήτου (ονόματα πραγματικών ή δυνητικών πελατών, η σύναψη εμπορικών σχέσεων με τους οποίους αποτελεί το αντικείμενο έντονου μεταξύ αυτής και των άλλων προσφευγουσών ανταγωνισμού σχεδιαζόμενες εμπορικές στρατηγικές αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον κύκλο εργασιών εξόδου από το εργοστάσιο που πραγματοποιήθηκαν όσον αφορά δοκούς χάλυβα, από Απρίλιο 1986 έως Δεκέμβριο 1993, στο Ηνωμένο Βασίλειο, εντός των άλλων κρατών μελών και εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στο σύνολό της). Η British Steel έχει επισυνάψει, στα από 31 Μαΐου και 15 Σεπτεμβρίου 1995 έγγραφά της προς το Πρωτοδικείο, αφενός, πλήρη αντίγραφα των εν λόγω εγγράφων και, αφετέρου, αντίγραφα μη περιέχοντα τα χωρία που αποτελούν, γι' αυτήν, επιχειρηματικό απόρρητο, παρουσιάζοντας έτσι τα έγγραφα υπό τη μορφή με την οποία θα ήθελε να γνωστοποιηθούν αυτά στους άλλους διαδίκους.

21 Η προσφεύγουσα στην υπόθεση T-156/94 Aristrain αντιτίθεται στη γνωστοποίηση προς τις λοιπές προσφεύγουσες του εγγράφου υπ' αριθ. 8871, και τούτο για τον λόγο ότι το εν λόγω έγγραφο περιλαμβάνει λίαν συγκεκριμένες διασαφηνίσεις σχετικά με ορισμένα στοιχεία του επιχειρηματικού της απορρήτου, οι οποίες καθιστούν δυνατή τη γνωστοποίηση του ότι έχει διεισδύσει σε ορισμένες κοινοτικές αγορές και τον προσδιορισμό του μεριδίου αγοράς που αυτή κατέχει.

22 Η καθής δεν προέβαλε καμία αντίρρηση ως προς τις αιτήσεις των προσφευγουσών Unimetal και Aristrain. Αντιθέτως, αντιτάχθηκε στις αιτήσεις περί σεβασμού του απορρήτου των σχετικών εγγράφων της προσφεύγουσας British Steel, με εξαίρεση τα έγγραφα υπ' αριθ. 1922 έως 1936 του διαβιβασθέντος στο Πρωτοδικείο φακέλου.

Η εκτίμηση του Πρωτοδικείου

23 Προκειμένου, πρώτον, περί εγγράφων ως προς τα οποία ζητείται από την καθής ο σεβασμός του απορρήτου (βλ. ανωτέρω παράγραφο 18), πρέπει να σημειωθεί ότι, με μόνη εξαίρεση το έγγραφο υπ' αριθ. 8787 (βλ. ανωτέρω παράγραφο 20), οι διάδικοι από τους οποίους προέρχονται τα έγγραφα αυτά δεν αντιτίθενται στη γνωστοποίησή τους προς τις προσφεύγουσες, δείχνοντας έτσι ότι δεν τα θεωρούν πλέον ως περιέχοντα επιχειρηματικό απόρρητο.

24 Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι, όπως ορθώς έχουν ισχυρισθεί ορισμένες προσφεύγουσες, η Επιτροπή μπορεί να αντιταχθεί στη γνωστοποίηση των εγγράφων αυτών προς τις προσφεύγουσες μόνον σε περίπτωση όπου μια τέτοια γνωστοποίηση θα συνιστούσε, αυτή καθεαυτή, παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Όμως, η Επιτροπή ούτε απέδειξε ούτε καν υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει εν προκειμένω. Εν πάση περιπτώσει, τέτοιο ενδεχόμενο πρέπει λογικώς να αποκλεισθεί ενόψει της παλαιότητας των πληροφοριακών στοιχείων (βλ. την προπαρατεθείσα διάταξη Rhone-Poulenc κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 23) και του γενικού τους περιεχομένου. Πράγματι, τα στοιχεία αυτά αφορούν κατ' ουσίαν τον κύκλο εργασιών "δοκοί χάλυβα" (όλες μαζί οι κατηγορίες) και "προϊόντα ΕΚΑΧ" των προσφευγουσών, σ' ολόκληρη την Κοινότητα, από το 1986 έως το 1990. Όσον αφορά τα στοιχεία τα σχετικά μ' αυτούς τους συνολικούς κύκλους εργασιών για το έτος 1993, τα εν λόγω στοιχεία, καίτοι πλέον πρόσφατα, αποτελούν απλώς προβλέψεις και όχι οριστικά αποτελέσματα. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι δεν πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της καθής, και τούτο υπό την επιφύλαξη των όσων θα μνημονευθούν στις κατωτέρω σκέψεις 30 και 31 αναφορικά με το έγγραφο υπ' αριθ. 8787.

25 Προκειμένου, δεύτερον, για τα έγγραφα υπ' αριθ. 2519 έως 2522 και 2656 έως 2670, που αφορά η αίτηση της προσφεύγουσας στην υπόθεση T-145/94 Unimetal (βλ. ανωτέρω σκέψη 19), το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι τα έγγραφα αυτά προέρχονται από ασχέτους στην παρούσα διαδικασία, συγκεκριμένα την Usinor Sacilor/Valor και την CPS, που δεν έχουν ζητήσει την τήρηση του σχετικού απορρήτου και τούτο έστω και αν η Επιτροπή προέβη για τον σκοπό αυτόν στη δέουσα επαφή μαζί τους (βλ. ανωτέρω σκέψη 10). Στο μέτρο που αφορούν την Unimetal, τα έγγραφα αυτά δεν φαίνεται να εμπεριέχουν άλλα στοιχεία εκτός από αυτά που είναι διαθέσιμα βάσει των επαγγελματικών και τελωνειακών στατιστικών. Προκειμένου, ειδικότερα, για τα έγγραφα υπ' αριθ. 2656 έως 2668, τις παραδόσεις της Unimetal στη γαλλική αγορά κατά το 1989 και 1990, στις οποίες η προσφεύγουσα αναφέρεται, τα εν λόγω έγγραφα έχουν τώρα προσλάβει ιστορικό χαρακτήρα, πράγμα που δεν επιτρέπει πλέον να θεωρούνται ως στοιχεία του επιχειρηματικού απορρήτου. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι δεν πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση της προσφεύγουσας Unimetal.

26 Προκειμένου, τρίτον, για την αίτηση της προσφεύγουσας στην υπόθεση T-151/94 British Steel (βλ. ανωτέρω σκέψη 20), η αίτηση αυτή αφορά, καταρχάς, τον χαρακτηρισμό ως εμπιστευτικών δύο φράσεων που περιέχονται σ' ένα έγγραφο προς τη Ferdofin της 4ης Ιανουαρίου 1991 (υπ' αριθ. 1894 και 1895 του διαβιβασθέντος στο Πρωτοδικείο φακέλου), όπου περιγράφονται οι σχέσεις που υφίσταντο μεταξύ αυτών των δύο επιχειρήσεων κατά το διάστημα 1990-1991. Η καθής ισχυρίζεται ότι γίνεται επίκληση του εν λόγω εγγράφου στην αιτιολογική σκέψη 176 της προσβαλλομένης Αποφάσεως, ως απόδειξη συμφωνίας κατανομής των αγορών μεταξύ της British Steel και της Ferdofin, και αναφέρει ότι δεν καταλαβαίνει για ποιο λόγο τα στοιχεία αυτά, τα οποία, κατ' αυτήν, αποτελούν το πλαίσιο για τη διαπίστωση παραβάσεως, πρέπει να αποκρυβούν από τις άλλες προσφεύγουσες, καθιστώντας κατ' αυτόν τον τρόπο περίπλοκη τη συνέχιση της διαδικασίας.

27 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η πρώτη από τις δύο φράσεις που αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεως της British Steel, συγκεκριμένα της πρώτης σελίδας του προπαρατεθέντος εγγράφου της προς την Ferdofin της 4ης Ιανουαρίου 1991, έχει ήδη εξαλειφθεί από το κείμενο του εγγράφου αυτού που αποτελεί το έγγραφο υπ' αριθ. 1894 του διαβιβασθέντος στο Πρωτοδικείο φακέλου. Επομένως, η σχετική αίτηση της British Steel είναι άνευ αντικειμένου. Όσον αφορά τη δεύτερη φράση, που υπάρχει στη σελίδα 2 του προπαρατεθέντος εγγράφου (έγγραφο υπ' αριθ. 1895 του φακέλου της Επιτροπής), το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι η φράση αυτή αναφέρεται σε γεγονότα που συνέβησαν προ πέντε και πλέον ετών και τα οποία δεν αποκλείεται να ασκούν κάποια επιρροή στην εκτίμηση της διαλαμβανομένης στην αιτιολογική σκέψη 176 της αποφάσεως παράβαση. Εξάλλου, η εν λόγω φράση επαναλαμβάνεται λέξη προς λέξη στο έγγραφο υπ' αριθ. 1899 του διαβιβασθέντος στο Πρωτοδικείο φακέλου, ως προς το οποίο η British Steel έχει ζητήσει τον σεβασμό του εμπιστευτικού του χαρακτήρα. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι δεν πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση της British Steel.

28 Όσον αφορά το έγγραφο που φέρει τους αριθμούς 1940 έως 1960 του φακέλου, η British Steel ισχυρίζεται ότι σ' αυτό μνημονεύονται τα ονόματα ορισμένων επιχειρήσεων που φέροναι να είναι πελάτες ενός άλλου παραγωγού. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο τα ονόματα αυτά να έχουν ακόμη εμπορική σημασία, και τούτο παρά το γεγονός ότι τα εν λόγω στοιχεία αφορούν τα έτη 1987 και 1988. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τα έγγραφα υπ' αριθ. 1990 έως 1992 καθώς και 2179 και 2180, τα οποία φέρουν τις ημερομηνίες, αντιστοίχως, 5 Δεκεμβρίου 1988 και 8 Σεπτεμβρίου 1989. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η σχετική με τα έγγραφα αυτά αίτηση της British Steel.

29 Ομοίως, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι το έγγραφο που φέρει τους αριθμούς 1922 έως 1936, το οποίο αφορά, κατ' ουσίαν, τις επιχειρηματικές σχέσεις της British Steel και την ανάλυση της εμπορικής της στρατηγικής στη γερμανική αγορά, καίτοι και αυτό ανατρέχει αρκετά έτη πίσω, αναφέρεται σε ορισμένα στοιχεία που θα μπορούσαν ακόμη να θεωρηθούν ως καλυπτόμενα από το επαγγελματικό απόρρητο κατά την έννοια του άρθρου 47, παράγραφος 2, της Συνθήκης EΚAΧ. Δεδομένου ότι η καθής είναι, κατ' ουσίαν, σύμφωνη με την αίτηση να χαρακτηριστούν ως εμπιστευτικά ορισμένα στοιχεία που περιέχονται σ' αυτό το έγγραφο, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι η αίτηση αυτή πρέπει να γίνει δεκτή.

30 Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά το έγγραφο υπ' αριθ. 8787, ως προς το οποίο η British Steel εγκρίνει τον χαρακτηρισμό του ως εμπιστευτικού που έχει ζητηθεί από την Επιτροπή (βλ. το έγγραφό της της 15ης Σεπτεμβρίου 1995, σ. 8), εφόσον το εν λόγω έγγραφο περιέχει, μεταξύ άλλων, στοιχεία σχετικά με τον κύκλο της εργασιών εξόδου από το εργοστάσιο που πραγματοποιήθηκε όσον αφορά τις δοκούς χάλυβα από το 1990 έως το 1993, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στα άλλα κράτη μέλη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της.

31 Δεδομένου ότι η British Steel έχει απευθύνει στη Γραμματεία μία σειρά εγγράφων που φέρουν τους αριθμούς 1922 έως 1936, 1940 έως 1960, 1990 έως 1992, 2179 έως 2180 και 8787, από τα οποία έχουν αφαιρεθεί ορισμένα στοιχεία τα οποία αποτελούν, κατ' αυτήν, επιχειρηματικό απόρρητο, χωρίς να ασκούν επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι οι άλλες προσφεύγουσες πρέπει να έχουν πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα υπ' αυτή τους τη μορφή, εξυπακουομένου ότι η καθής διατηρεί προφανώς, όπως η ίδια έχει επισημάνει, το δικαίωμα επικλήσεως κατά της British Steel, στην υπόθεση T-151/94, του πλήρους κειμένου εκάστου των εγγράφων που αποτελούν τον φάκελό της.

32 Προκειμένου, τέταρτον, περί του εγγράφου υπ' αριθ. 8871 που αφορά η αίτηση της προσφεύγουσας στην υπόθεση T-156/94 Aristrain (βλ. την ανωτέρω σκέψη ), το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι πρόκειται για πίνακα σχετικά με τις προσδοκώμενες ή επιτευχθείσες απ' αυτήν τιμές, κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων τριμήνων του 1989, όσον αφορά διάφορες κατηγορίες προϊόντων χαλυβουργίας, στη γερμανική και γαλλική αγορά. Ενόψει της παλαιότητας των εν λόγω στοιχείων, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι δεν συντρέχει λόγος να απαγορευθεί εν προκειμένω η γνωστοποίησή τους στις άλλες προσφεύγουσες.

Όσον αφορά το δικαίωμα προσβάσεως των προσφευγουσών στα έγγραφα του φακέλου που προέρχονται από τρίτα πρόσωπα σε σχέση με τις παρούσες διαδικασίες και έχουν χαρακτηρισθεί ως εμπιστευτικά προς το συμφέρον αυτών των τρίτων

Οι απόψεις των διαδίκων

33 Η καθής και οι τρίτοι προς τους οποίους αυτή απευθύνθηκε, κατόπιν προσκλήσεως του Πρωτοδικείου, δήλωσαν ότι συμφωνούν επί της αρχής της ελεύθερης προσβάσεως όλων των προσφευγουσών στα έγγραφα του διαβιβασθέντος στο Πρωτοδικείο φακέλου που προέρχονται από οποιονδήποτε από τους τρίτους αυτούς, και τούτο υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων που προτάθηκαν είτε από την Επιτροπή είτε από ορισμένους τρίτους.

34 Η Επιτροπή αντιτίθεται στη γνωστοποίηση προς τις προσφεύγουσες των εγγράφων που φέρουν του αριθμούς 6883 και 6917 (Saarstahl), 7777 έως 7778 και 7782 (Usinor-Sacilor), 7864 έως 7873 και 8001 (Ferdofin), 8013, 8017 και 8028 (Stefana), 9313 (Norsk Jernwerk), 9387 και 9388 (Ovako Profiler AB) και 9461 (Fundia), όπου μνημονεύονται ορισμένα στοιχεία κύκλου εργασιών "δοκοί χάλυβα" για τα έτη 1986 έως 1990 και 1993, και τούτο για λόγους που ταυτίζονται με αυτούς που έχουν εκτεθεί στην ανωτέρω σκέψη 18. Ωστόσο, με την επιφύλαξη του εγγράφου υπ' αριθ. 8028 (βλ. κατωτέρω σκέψη 37), οι τρίτοι δεν αντιτίθενται σε μια τέτοια γνωστοποίηση.

35 Η επιχείρηση Allied Steel and Wire Ltd αντιτίθεται στη γνωστοποίηση προς τις προσφεύγουσες του εγγράφου υπ' αριθ. 5261, και τούτο για τον λόγο ότι τούτο περιλαμβάνει στοιχεία επιχειρηματικού απορρήτου αναφορικά με τις δραστηριότητές της.

36 Η επιχείρηση SSAB Svenskt Staal AB αντιτίθεται στη γνωστοποίηση προς τις προσφεύγουσες των εγγράφων που φέρουν τους αριθμούς 9435, 9440 έως 9455, 9456, 9608 έως 9610 και 9612 έως 9621, και τούτο για τον λόγο ότι πρόκειται για επιστολές που αντηλλάγησαν μεταξύ των δικηγόρων της και της Επιτροπής και από τις οποίες αποκαλύπτεται η διαδικαστική της στρατηγική και/ή περιέχονται λεπτομερή στοιχεία όσον αφορά τις αρχές και τις μεθόδους της εμπορικής της στρατηγικής στην αγορά.

37 Η επιχείρηση Stefana αντιτίθεται στη γνωστοποίηση προς τις προσφεύγουσες των εγγράφων υπ' αριθ. 8027 και 8028, και τούτο για τον λόγον ότι τα έγγραφα αυτά περιέχουν στοιχεία επιχειρηματικού απορρήτου (λεπτομερή στοιχεία κύκλου εργασιών σχετικά με ορισμένα προϊόντα).

38 Η καθής δεν προβάλλει καμιά αντίρρηση κατά των τριών αυτών αιτήσεων. Όσον αφορά τις προσφεύγουσες, ορισμένες απ' αυτές εμμένουν στην αίτησή τους περί προσβάσεως στα εν λόγω έγγραφα ενώ άλλες έχουν παραιτηθεί αυτής.

Η εκτίμηση του Πρωτοδικείου

39 Για λόγους κατ' ουσίαν όμοιους προς αυτούς που έχουν εκτεθεί στις ανωτέρω σκέψεις 23 και 24, το Πρωτοδικείο κρίνει, πρώτον, ότι η Επιτροπή αβασίμως αντιτίθεται στη γνωστοποίηση προς τις προσφεύγουσες των εγγράφων ως προς τα οποία οι τρίτοι, με τους οποίους προέβη προς τούτο στις δέουσες επαφές, δεν ζητούν πλέον να θεωρούνται ως εμπιστευτικά.

40 Προκειμένου, δεύτερον, περί του εγγράφου 5261, το οποίο προέρχεται από την επιχείρηση Allied Steel and Wire Ltd, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι στο εν λόγω έγγραφο απλώς μνημονεύεται η συμμετοχή εκπροσώπων της εν λόγω επιχειρήσεως, οι οποίοι δεν εξατομικεύονται κατ' άλλον τρόπο, σε ορισμένες συναντήσεις, μεταξύ 1987 και 1989, της επιτροπής δοκών χάλυβα, που είχε συσταθεί εντός της προσφεύγουσας Eurofer, ή του ομίλου Eurofer/Scandinavie. Ενόψει της συνήθους συμμετοχής της πλειονότητας των προσφευγουσών στις συναντήσεις αυτές, της σχετικής δημοσιότητας που είχε δοθεί στο γεγονός αυτό, τουλάχιστον στο πλαίσιο του οικείου τομέα, του γεγονότος ότι η Allied Steel and Wire Ltd αποτελούσε μαζί με την British Steel, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ενιαία οικονομική οντότητα και της παλαιότητας των σχετικών στοιχείων, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι το έγγραφο αυτό μπορεί να γνωστοποιηθεί στις προσφεύγουσες χωρίς να υπάρχει παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου.

41 Προκειμένου, τρίτον, περί των εγγράφων υπ' αριθ. 9435, 9440 έως 9455, 9456, 9608 έως 9610 και 9612 έως 9621, που μνημονεύονται στην αίτηση της επιχειρήσεως SSAB Svenskt Staal AB, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι τα έγγραφα αυτά αφορούν, αφενός, τη χωριστή αίτηση ακροάσεως που ζητήθηκε από τον δικηγόρο της επιχειρήσεως αυτής επ' ονόματι της εντολέα του και, αφετέρου, το πρακτικό της εν λόγω ακροάσεως που διενεργήθηκε από τον αρμόδιο σύμβουλο, καθώς και τα προσκομισθέντα με την ευκαιρία εκείνη έγγραφα.

42 Το Πρωτοδικείο επισημαίνει, καταρχάς, ότι τα έγγραφα αυτά δεν περιλαμβάνουν στοιχεία δυνάμενα να θεωρηθούν ως αποτελούντα επιχειρηματικό απόρρητο. Αντιθέτως, στην αιτιολογική σκέψη 296, in fine, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η καθής στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στις δηλώσεις που έγιναν κατά την ακρόαση εκείνη από τον εκπρόσωπο των εταιριών SSAB Svenskt Staal AB και Ovako Profiler AB, και τούτο προκειμένου η καθής να δηλώσει ως αποδειχθείσα, όσον αφορά όλες τις οικείες προσφεύγουσες και όχι μόνον αυτές τις δυό επιχειρήσεις, την παράβαση σχετικά με τον καθορισμό τιμών στο πλαίσιο των συμφωνιών Eurofer/Scandinavie.

43 Εξάλλου, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, κατά τη διάρκεια της εν λόγω ακροάσεως, ο εκπρόσωπος των εταιριών SSAB Svenskt Staal AB και Ovako Profiler AB προέβη, προσκομίζοντας επίσης ένα έγγραφο, σε ορισμένες δηλώσεις, οι οποίες, όπως προδήλως προκύπτει, δεν στερούνται οποιασδήποτε σημασίας για την εκτίμηση του βασίμου ορισμένων λόγων ακυρώσεως που έχουν προβληθεί από τη μια ή την άλλη προσφεύγουσα, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι εταιρίες αυτές ενθαρρύνθηκαν από την κυβέρνησή τους, κατόπιν των επαφών που αυτή είχε με τις Γενικές Διευθύνσεις I και III της Επιτροπής, να συμμετάσχουν στις συμφωνίες ή πρακτικές που σημειώθηκαν στο πλαίσιο των συναντήσεων του ομίλου Eurofer/Scandinavie.

44 Τέλος, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που γνωστοποιήθηκαν επ' ευκαιρία της ακροάσεως αυτής αποτελούν απλώς επανάληψη, κατ' ουσίαν, εκείνων που ήδη είχε το έγγραφο του δικηγόρου της SSAB Svenskt Staal AB προς την Επιτροπή, της 28ής Ιουλίου 1992, σε απάντηση της γνωστοποιήσεως των αιτιάσεων, πράγμα που δεν αποτελεί αντικείμενο της τωρινής αιτήσεως της εταιρίας αυτής για τον χαρακτηρισμό ως εμπιστευτικών ορισμένων εγγράφων της.

45 Ενόψει των ανωτέρω, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι επιβάλλεται, υπό τις υφιστάμενες εν προκειμένω περιστάσεις, να επιτραπεί στις προσφεύγουσες να λάβουν γνώση των εγγράφων που μνημονεύονται στην αίτηση της επιχειρήσεως SSAB Svenskt Staal AB περί του σεβασμού των εν λόγω εγγράφων ως εμπιστευτικών.

46 Προκειμένου, τέταρτον, για τα έγγραφα υπ' αριθ. 8027 και 8028 που μνημονεύονται στην αίτηση της επιχειρήσεως Stefana, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι το έγγραφο υπ' αριθ. 8027 αποτελεί τυποποιημένο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, το οποίο δεν περιλαμβάνει κανένα αριθμητικό στοιχείο σχετικό με την επιχείρηση που είναι ο αποδέκτης του. Αντιθέτως, το έγγραφο υπ' αριθ. 8028, καίτοι λιγότερο λεπτομερές απ' ό,τι το έγγραφο υπ' αριθ. 8787 που προέρχεται από την προσφεύγουσα British Steel και μνημονεύεται στις ανωτέρω σκέψεις 20 και , περιλαμβάνει, ωσαύτως, ορισμένα στοιχεία σχετικά με τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε από την οικεία επιχείρηση το 1993. Προκειμένου για ένα τόσο πρόσφατο έγγραφο, προερχόμενο από τρίτη σε σχέση με την παρούσα διαδικασία επιχείρηση, η οποία έχει ρητώς ζητήσει να θεωρηθεί τούτο ως εμπιστευτικό, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι δεν πρέπει να επιτραπεί η γνωστοποίησή του στις προσφεύγουσες, και τούτο για τον πρόσθετο λόγο ότι το έγγραφο αυτό δεν φαίνεται να ασκεί επιρροή, εκ πρώτης όψεως, στην εξέταση του βασίμου των προσφυγών τους.

Όσον αφορά το δικαίωμα προσβάσεως των προσφευγουσών στα έγγραφα του φακέλου που έχουν χαρακτηρισθεί από την Επιτροπή ως εσωτερικά έγγραφα

Οι απόψεις των διαδίκων

47 Με το από 27/29 Ιουνίου 1995 έγγραφό της προς το Πρωτοδικείο, σε απάντηση στο έγγραφο του Γραμματέα της 30ής Μαρτίου 1995, η καθής επανέλαβε την αντίθεσή της αρχής στη γνωστοποίηση προς τις προσφεύγουσες των εσωτερικών εγγράφων της. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οφείλει, με βάση την υφιστάμενη νομολογία και τη διοικητική της πρακτική, να συνεχίσει να προβάλλει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εν λόγω εγγράφων.

48 Η καθής αντιτάχθηκε επίσης στη γνωστοποίηση προς τις προσφεύγουσες των εγγράφων που έχουν χαρακτηρισθεί ως εμπιστευτικά στον διοικητικό φάκελο και τα οποία προέρχονται από, ή προορίζονται για, ορισμένες διοικητικές υπηρεσίες ή εθνικές αρχές επιφορτισμένες με υποθέσεις ανταγωνισμού, και, ειδικότερα, το Bundeskartellamt, το Office of Fair Trading, την Prisdirektoratet, το US Department of Commerce, τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, Καταναλώσεως και Καταστολής της Απάτης, καθώς και τον Μόνιμο Αντιπρόσωπο του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Αντίθετα προς τις τρίτες σε σχέση με την παρούσα διαδικασία επιχειρήσεις, η Επιτροπή δεν ήρθε σε επαφή με τις αρχές αυτές, θεωρήσασα ότι οι επιστολές που αντηλλάγησαν μ' αυτές πρέπει να θεωρηθούν ως εμπιστευτικές, και τούτο για λόγους ανάλογους προς αυτούς που δικαιολογούν, κατ' αυτήν, τον χαρακτηρισμό ως εμπιστευτικών των εσωτερικών εγγράφων των οργάνων.

49 Η πλειονότητα των προσφευγουσών επικρίνει τον τρόπο, ο οποίος κρίνεται ως λίαν λακωνικός και ανεπαρκής, με τον οποίο η Επιτροπή περιέγραψε το περιεχόμενο των διαφόρων εγγράφων του εσωτερικού της φακέλου. Θεωρούν ότι η περιγραφή αυτή δεν ικανοποιεί ούτε την πρόσκληση του Πρωτοδικείου, όπως αυτή διατυπώθηκε με το έγγραφο της Γραμματείας της 30ής Μαρτίου 1995, ούτε τις απαιτήσεις για ακρίβεια όπως έχει δεχθεί το Πρωτοδικείο με τις αποφάσεις του της 29ης Ιουνίου 1995, T-30/91, Solvay κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II-1775, σκέψη 94), και T-36/91, ICI κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II-1847), και δεν τους επιτρέπει να εκτιμήσουν, κατά περίπτωση, το λυσιτελές μιας αιτήσεως προσβάσεως στα έγγραφα αυτά προς διασφάλιση της άμυνάς τους.

50 Συνεπώς, η πλειονόητα των προσφευγουσών εμμένουν στην αίτησή τους περί προσβάσεως σε ολόκληρο τον εσωτερικό φάκελο της Επιτροπής, αίτηση την οποία θεωρούν βάσιμη σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) του Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως που πρέπει να διέπει τις ενώπιον των δικαστηρίων συζητήσεις. Συναφώς, οι προσφεύγουσες, ή ορισμένες από αυτές, προβάλλουν έξι κύρια επιχειρήματα.

51 Πρώτον, οι προσφεύγουσες στηρίζονται σ' αυτό τούτο το κείμενο του άρθρου 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) του Δικαστηρίου, παρατηρώντας ότι δεν υφίσταται αντίστοιχη διάταξη ούτε στο Πρωτόκολλο περί του Οργανισμού (ΕΟΚ) του Δικαστηρίου ούτε στο Πρωτόκολλο περί του Οργανισμού (ΕΚΑΕ) του Δικαστηρίου. Η διατύπωση του άρθρου αυτού είναι ανεπίδεκτη παρερμηνείας και δεν προβλέπει καμιά εξαίρεση για τα εσωτερικά έγγραφα του οικείου οργάνου, και τούτο σε αντίθεση με ό,τι το άρθρο 47 της Συνθήκης ΕΚΑΧ προβλέπει για τα έγγραφα που περιέχουν στοιχεία καλυπτόμενα από το επαγγελματικό απόρρητο. Εξάλλου, η άποψη των προσφευγουσών έχει επικυρωθεί από το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφασή του Ιταλία κατά Ανωτάτης Αρχής.

52 Δεύτερον, οι προσφεύγουσες στηρίζονται στην αρχή της "διοικητικής διαφάνειας", η οποία διαπνέει το σύνολο της Συνθήκης ΕΚΑΧ, και, ειδικότερα, τους μηχανισμούς δικαστικού ελέγχου που αυτή θεσπίζει. Η προσφεύγουσα Unimetal επικαλείται, υπ' αυτή την έννοια, τη γνώμη του καθηγητή Paul Reuter στο έργο του: La Communaute europeenne charbon acier (Παρίσι, LGJD, 1953, σ. 76 και 77). Σε αντίθεση προς τους άλλους διαδίκους ή τα κράτη μέλη, τα όργανα της Κοινότητας δεν μπορούν να καλύπτονται πίσω από αρχή αντλούμενη από το διοικητικό απόρρητο, πράγμα που δεν υφίσταται στον τομέα αυτόν. Υπ' αυτήν την έννοια, η Συνθήκη ΕΚΑΧ υπήρξε ιδιαιτέρως καινοτόμος και συμβαδίζει με τα πλέον προηγμένα δίκαια των κρατών μελών.

53 Τρίτον, ορισμένες προσφεύγουσες δικαιολογούν το δικαίωμά τους προσβάσεως στον εσωτερικό φάκελο του οικείου οργάνου επικαλούμενες το άρθρο 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) του Δικαστηρίου, και τούτο λόγω του ότι ο φάκελος αυτός αφορά την ένδικη ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία και όχι την ενώπιον της Επιτροπής διοικητική. Καίτοι είναι δυνατόν, κατ' αυτές, να υφίσταται, εν προκειμένω, ένα αρκούντως πρόδηλο δημόσιο συμφέρον για τη διασφάλιση της προστασίας του εμπιστευτικού χαρακτήρα των εγγράφων και της διαδικασίας που οδηγεί στην έκδοση μιας αποφάσεως της Επιτροπής, ιδίως για λόγους διοικητικής αποτελεσματικότητας (βλ. Lenz και Grill: "Zum Recht auf Akteninsicht im EG-Kartellverfahrensrecht", Festschrift fuer Arved Deringer, 1993, σ. 310 και επ., 318), η κατάσταση διαφέρει, μετά την έκδοση της απόφάσεως αυτής, κατά το στάδιο του ελέγχου της νομιμότητάς της από το Δικαστήριο. Κατά το στάδιο αυτό, ο κανόνας του εμπιστευτικού χαρακτήρα των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής δεν αντιστοιχεί πλέον σε κανένα έννομο, σε σχέση με τις εμπλεκόμενες στη διαδικασία επιχειρήσεις, συμφέρον. Αντιθέτως, η ορθή απονομή της δικαιοσύνης και η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των διαδίκων απαιτούν να είναι το Δικαστήριο απολύτως ενημερωμένο σχετικά με όλα τα σχετικά με την υπόθεση περιστατικά και έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή ενός οργάνου και να είναι σε θέση να εξετάσει όλα τα τεθέντα από τους διαδίκους ζητήματα σχετικά με την έκδοση μιας αποφάσεως της Επιτροπής ή την αιτιολογία της. Προορισμός του άρθρου 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) του Δικαστηρίου είναι η επίτευξη του στόχου αυτού.

54 Στην αλληλουχία αυτή, προβάλλεται ότι η νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου στον τομέα της Συνθήκης ΕΚ, σχετικά με περιορισμούς όσον αφορά την πρόσβαση στον εσωτερικό φάκελο της Επιτροπής, αφορά κατ' ουσίαν το στάδιο που προηγείται της εκδόσεως μιας αποφάσεως της Επιτροπής βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), και στηρίζεται κυρίως στην περιγραφή της διοικητικής πρακτικής της Επιτροπής, η οποία περιλαμβάνεται στην παράγραφο 35 της Δωδεκάτης Εκθέσεως επί της πολιτικής ανταγωνισμού (βλ. την απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T-7/89, Hercules κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. ΙI-1711). Αντιθέτως, στο στάδιο της ένδικης διαδικασίας, ο γενικός κανόνας είναι ότι όλα τα εσωτερικά ή άλλα έγγραφα πρέπει, εφόσον ασκούν επιρροή στην επίλυση προβλημάτων της δίκης, να γνωστοποιούνται στο Δικαστήριο και στους προσφεύγοντες.

55 Τέταρτον, ορισμένες προσφεύγουσες συμπληρώνουν το προηγούμενο επιχείρημα με τον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο, όταν επιλαμβάνεται προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας βάσει του άρθρου 36, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, οφείλει να ελέγχει όλες τις πτυχές που αφορούν την εκ μέρους του ενδιαφερομένου οργάνου άσκηση της διακριτικής του εξουσίας και, ιδίως, τον λυσιτελή και δίκαιο χαρακτήρα της ληφθείσας αποφάσεως (Groeben, Thiesing, Ehlermann: Kommentar zum EWG-Vertrag, 4η έκδοση, 1991, άρθρο 172, σημείωση 10). Όμως, τα αναγκαία για τον έλεγχο αυτό στοιχεία βρίσκονται, κυρίως, στα εσωτερικά έγγραφα του οργάνου και ουδείς λόγος συντρέχει εν προκειμένω να προστατεύεται ο προβαλλόμενος εμπιστευτικός τους χαρακτήρας. Εφόσον μια διοικητική αρχή εφαρμόζει αποκλειστικώς τις ισχύουσες σε ένα κράτος δικαίου διαδικασίες καθώς και μια αντικειμενική συλλογιστική, η εν λόγω αρχή δεν πρέπει να φοβάται ότι τα ενδιαφερόμενο μέρη λαμβάνουν γνώση. Σε περίπτωση που μια διοικητική υπηρεσία επρόκειτο να αποστεί από τις αρχές αυτές, θα ήταν προς το γενικό συμφέρον να αποκαλυφθεί η πρακτική αυτή, η δε διοικητική υπηρεσία δεν αξίζει, σ' αυτήν την περίπτωση, καμιάς προστασίας.

56 Συναφώς, προβάλλεται ότι η νομολογία που έχει καθιερωθεί, σ' αυτόν τον τομέα της Συνθήκης ΕΚ, με τη διάταξη του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 1986, 142/84 και 156/84, BAT και Reynolds κατά Επιτροπής (Συλλογή 1986, σ. 1899, σκέψη 11), σύμφωνα με την οποία η εξέταση από το Δικαστήριο του εσωτερικού φακέλου της Επιτροπής αποτελεί αποδεικτικό μέσο εξαιρετικού χαρακτήρα, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής σε μια περίπτωση όπως η προκείμενη, και τούτο εφόσον, στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο δεν είχε να εκδικάσει μια προσφυγή πλήρους δικαιοδοσίας και, όπως το ίδιο το Δικαστήριο επισήμανε, κανείς από τους προσφεύγοντες δεν είχε προβάλει τον λόγο ακυρώσεως περί καταχρήσεως εξουσίας

57 Πέμπτον, ορισμένες προσφεύγουσες δικαιολογούν τον κανόνα του άρθρου 23 επικαλούμενες την ίδια τη δομή και τη λειτουργία της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Η Επιτροπή ασκεί, στο πλαίσιο της Συνθήκης αυτής, τον ρόλο ενός πολιτικού διαχειριστή στον οποίο έχουν παρασχεθεί ευρείες εξουσίες οικονομικής παρεμβάσεως, ρόλο που διαφέρει σημαντικά απ' αυτόν που διαδραματίζει στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ. Τα καθήκοντα και οι εξουσίες διαχειρίσεως στους τομείς του άνθρακα και του χάλυβα, που υλοποιούνται κυρίως με την εφαρμογή των άρθρων 5, 46, 47, 48, 57, 60 και 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, απαιτούν τη θέσπιση ενός συστήματος εκτεταμένου δικαστικού ελέγχου των δραστηριοτήτων της Επιτροπής.

58 Τέλος, έκτον, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα επιχειρήματα, οι προσφεύγουσες επικαλούνται τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας, της αρχής της ισότητας των όπλων καθώς και της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως που πρέπει να διέπει τη διαδικασία, αρχών που συνεπάγονται ότι αναγνωρίζεται σε όλους τους διαδίκους η ισότητα προσβάσεως στον φάκελο του κοινοτικού ένδικου οργάνου, και τούτο προκειμένου να μπορούν να στηρίζουν τα επιχειρήματά τους και να αντικρούουν τα του αντιδίκου τους βάσει της ίδιας ενημέρωσης και των ίδιων εγγράφων με αυτά στα οποία έχουν πρόσβαση το καθού όργανο και το ίδιο το Δικαστήριο. Οι προσφεύγουσες στηρίζονται, μεταξύ άλλων, στην προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 1961, Ιταλία κατά Ανωτάτης Αρχής, καθώς και τις αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 1961, 42/59 και 49/59, Snupat κατά Ανωτάτης Αρχής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 599), και της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 215, σκέψη 9), καθώς και στις προπαρατεθείσες αποφάσεις Solvay κατά Επιτροπής και ICI κατά Επιτροπής.

59 Επικουρικώς, για την περίπτωση όπου το Πρωτοδικείο θα εκτιμούσε, παρά τις διατάξεις του άρθρου 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) του Δικαστηρίου, ότι η γνωστοποίηση των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής είναι δυνατόν, κατ' αρχήν, να αποτελέσει το αντικείμενο ορισμένων περιορισμών λόγω του εμπιστευτικού τους χαρακτήρα, η πλειονότητα των προσφευγουσών υποστηρίζει ότι στην Επιτροπή απόκειται, στην περίπτωση αυτή, να δικαιολογεί, κατά περίπτωση, για ποιο λόγο το δημόσιο συμφέρον προς διατήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των εν λόγω εγγράφων πρέπει να υπερισχύει του συμφέροντος των προσφευγουσών και του Δικαστηρίου για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Συναφώς, όπως προβλήθηκε, επικουρικώς, από ορισμένες προσφεύγουσες, τρεις είναι οι κύριοι τρόποι μετριασμού της ακαμψίας του κανόνα του άρθρου 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) του Δικαστηρίου.

60 Καταρχάς, η προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα ορισμένων εγγράφων είναι δυνατόν να έχει ως αντικείμενο το να καθίσταται δυνατή η ορθή και νομότυπη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας. Ωστόσο, δεδομένου ότι το αντικείμενο αυτό δεν μπορεί πλέον παρά ελάχιστα να επηρεαστεί όταν τερματισθεί η εν λόγω διαδικασία, πρέπει να δίδεται η προτεραιότητα, κατά τη στάθμιση των συμφερόντων, στα θεμελιώδη δικαιώματα της άμυνας. Στην αλληλουχία αυτή, ορισμένες προσφεύγουσες δέχονται ότι θα μπορούσε να διαγραφεί το όνομα των προσώπων που έχουν συντάξει τα εσωτερικά σημειώματα ή γνώμες καθώς και το όνομα των μνημονευομένων σ' αυτά προσώπων. Αυτός ο τρόπος μετριασμού της ακαμψίας χρησιμοποιήθηκε από το Δικαστήριο, κατ' εξαίρεση, στο πλαίσιο της προπαρατεθείσας υποθέσεως Ιταλία κατά Ανωτάτης Αρχής. Κατ' αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η προσωποποίηση των συζητήσεων, χωρίς να θίγονται στην πραγματικότητα τα δικαιώματα των διαδίκων, εφόσον η συζήτηση δεν αφορά τις ενέργειες του ενός ή του άλλου ιδιώτη, αλλά τις του οργάνου. Ωστόσο, μια τέτοια μέθοδος δεν πρέπει να χρησιμοποιείται, όπως το Δικαστήριο έχει επισημάνει στην προπαρατεθείσα απόφαση Ιταλία κατά Ανωτάτης Αρχής, παρά μόνον υπό πράγματι εξαιρετικές περιστάσεις.

61 Ο δεύτερος τρόπος μετριασμού της ακαμψίας του κανόνα του άρθρου 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) του Δικαστηρίου μπορεί να προκύψει από την έμμεση εφαρμογή του άρθρου 47 της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ορισμένες προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, εφόσον ένα παρασχεθέν από τρίτον στοιχείο πρέπει να θεωρηθεί ως καλυπτόμενο από τον κανόνα περί του απορρήτου που θέτει το άρθρο 47, θα ήταν παράλογο να επιτρέπεται η γνωστοποίησή του στις προσφεύγουσες απλώς και μόνον επειδή το στοιχείο αυτό επαναλαμβάνεται σε εσωτερικό έγγραφο της Επιτροπής.

62 Τέλος, ένας τρίτος τρόπος μετριασμού της ακαμψίας μπορεί να συνίσταται, σύμφωνα με ορισμένες προσφεύγουσες, στη μη γνωστοποίηση των προδήλως στερουμένων σημασίας εσωτερικών εγγράφων. Το Δικαστήριο έχει υιοθετήσει την άποψη αυτή με τη διάταξή του της 10ης Μαρτίου 1966, 28/65, Fonzi κατά Επιτροπής EΚΑΕ (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 469), άσχετη * είναι αλήθεια * προς τη Συνθήκη ΕΚΑΧ, αποφασίζοντας να αποσύρει ένα έγγραφο από τις συζητήσεις για τον λόγον ότι η διατήρησή του στο σχετικό φάκελο θα μπορούσε να απολήξει στην παραβίαση του απορρήτου των διασκέψεων της Επιτροπής ΕΚΑΕ, και τούτο εφόσον προέκυπτε ότι το έγγραφο αυτό αφορούσε "θέματα άσχετα" προς την ενώπιόν του διαφορά (βλ. επίσης τη διάταξη του Δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 1989, 352/88, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή). Οι προσφεύγουσες που δέχονται αυτή τη συμβιβαστική άποψη υπογραμμίζουν, ωστόσο, ότι το Πρωτοδικείο πρέπει να αποκλείσει από τον φάκελο μόνο τα έγγραφα τα οποία είναι πρόδηλον, εκ πρώτης όψεως, ότι δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον για την απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί στην ενώπιόν του υπόθεση.

63 Επίσης, επικουρικώς εννέα από τις ένδεκα προσφεύγουσες έχουν επισυνάψει, σε απάντηση προς τις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, κατάλογο των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής που έχουν, κατά τη γνώμη τους ιδιαίτερη σημασία και των οποίων ζητούν τη γνωστοποίηση, στηριζόμενες όχι μόνο στο άρθρο 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) του Δικαστηρίου, αλλά και στη νομολογία του Πρωτοδικείου στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ και, ιδίως, στις προπαρατεθείσες αποφάσεις Solvay κατά Επιτροπής και ICI κατά Επιτροπής. Οι εν λόγω προσφεύγουσες έχουν, στην πλειονότητά τους, ρητώς αιτιολογήσει την αίτησή τους γνωστοποιήσεως των εγγράφων αυτών παραπέμποντας είτε στους διαφόρους λόγους ακυρώσεως που επικαλούνται προς στήριξη των προσφυγών τους είτε σε ορισμένες κρίσεις που έχουν σχηματίσει από την ανάγνωση του καταλόγου των εγγράφων του εσωτερικού φακέλου της Επιτροπής. Η αίτηση αυτή αφορά, κατ' ουσίαν, τα έγγραφα που είναι σχετικά με:

* τις σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ή των Σκανδιναβών παραγωγών δοκών χάλυβα, που θα μπορούσαν να είναι διαφωτιστικές των λόγων για τους οποίους οι τελευταίοι απέφυγαν, σε σημαντικό βαθμό, τις αυστηρές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στις προσφεύγουσες, και τούτο μολονότι η Απόφαση αναγνώρισε τη συμμετοχή τους σε μια τουλάχιστον από τις προβαλλόμενες παραβάσεις. Συναφώς, ορισμένες προσφεύγουσες παρέπεμψαν σε δηλώσεις που έγιναν ενώπιον του αρμοδίου επί των ακροάσεων συμβούλου από ορισμένες σκανδιναβικές επιχειρήσεις, δηλώσεις σύμφωνα με τις οποίες οι επιχειρήσεις αυτές ενθαρρύνθηκαν από την κυβέρνησή τους καθώς και από τη Γενική Διεύθυνση Ι της Επιτροπής να συμμετάσχουν στις συναντήσεις του ομίλου Eurofer/Scandinavie

* την ενδεχόμενη συμμετοχή ορισμένων υπαλλήλων της Γενικής Διευθύνσεως III, καθώς και άλλων γενικών διευθύνσεων της Επιτροπής, στη θέσπιση και διαχείριση ορισμένων μηχανισμών οι οποίοι, όπως έχει διαπιστωθεί στην Απόφαση, αποτελούν συμφωνίες ή πρακτικές περιοριστικές του ανταγωνισμού, και την έρευνα που διενεργήθηκε για τον σκοπό αυτό από τον αρμόδιο επί των ακροάσεων σύμβουλο κατόπιν των διοικητικών ακροάσεων της 11ης, 12ης, 13ης και 14ης Ιανουαρίου 1993

* τις περιστάσεις που προσδιόρισαν το ύψος του ποσού των επιβληθέντων στις προσφεύγουσες προστίμων καθώς και τον τρόπο υπολογισμού των προστίμων αυτών, σε σχέση, ιδίως, με τους λόγους ακυρώσεως που αντλούνται από την προσβολή των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας

* τη φάση της τελικής λήψεως από την καθής της Αποφάσεως στα διάφορα γλωσσικά της κείμενα και την τυχόν παράβαση ουσιωδών τύπων που διεπράχθη με την ευκαιρία αυτή, ως προς την οποία φάση οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι έχουν επισημάνει ορισμένες ενδείξεις βάσει του κειμένου του καταλόγου των εγγράφων του εσωτερικού φακέλου της καθής.

64 Εκτός από αυτές τις κύριες και επικουρικές αιτήσεις, ορισμένες προσφεύγουσες προσάπτουν στην καθής το ότι δεν διαβίβασε στο Πρωτοδικείο το σύνολο των σχετικών με τις υπό κρίση υποθέσεις εγγράφων, και τούτο κατά παράβαση της υποχρεώσεως που υπέχει από το άρθρο 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) του Δικαστηρίου. Οι εν λόγω προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο να διατάξει την προσκόμιση των εγγράφων που λείπουν και να επιτρέψει τη γνωστοποίησή τους στους διαδίκους.

65 Κατ' αυτόν τον τρόπο, ορισμένες προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι ο διαβιβασθείς στο Πρωτοδικείο φάκελος δεν περιλαμβάνει ορισμένα εσωτερικά σημειώματα ή υπομνήματα που αντηλλάγησαν μεταξύ Γενικής Διευθύνσεως ΙΙΙ και της Γενικής Διευθύνσεως ΙV, έγγραφα που είναι ωστόσο συνημμένα στα υπομνήματα αντικρούσεως που έχει καταθέσει η Επιτροπή στις υπό κρίση υποθέσεις. Γενικότερα, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η καθής όφειλε να έχει διαβιβάσει στο Πρωτοδικείο όχι μόνον τον διοικητικό φάκελο της Γενικής Διευθύνσεως ΙV, αλλά και τον της Γενικής Διευθύνσεως ΙΙΙ, οι οποίοι αφορούν τις υπό κρίση υποθέσεις, και, ιδίως, τις εσωτερικές εκθέσεις και σημειώματα που είχαν συνταχθεί από τους υπαλλήλους της Γενικής Διευθύνσεως ΙΙΙ σχετικά με τις επαφές τους με τους παραγωγούς δοκών χάλυβα και με την πολιτική της Επιτροπής στον τομέα αυτόν κατά τη μνημονευομένη στην Απόφαση περίοδο.

66 Άλλες προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ο διαβιβασθείς από το Πρωτοδικείο φάκελος προφανώς δεν περιλαμβάνει ούτε το πρακτικό της συναντήσεως του Σώματος των επιτρόπων της 16ης Φεβρουαρίου 1994, σχετικά με τη λήψη της προσβαλλομένης Αποφάσεως, ούτε το τελικό κείμενο * δεόντως χρονολογημένο και κεκυρωμένο * της εν λόγω αποφάσεως σε όλες της γλωσσικές αποδόσεις όπου τούτο είναι αυθεντικό.

Η εκτίμηση του Πρωτοδικείου

67 Σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) του Δικαστηρίου, όταν ασκείται προσφυγή κατά αποφάσεως οργάνου της Κοινότητας, το όργανο αυτό υποχρεούται να διαβιβάσει στο Δικαστήριο όλα τα σχετικά με την ενώπιόν του υπόθεση έγγραφα.

68 Πρέπει κατ' αρχάς να σημειωθεί ότι η διάταξη αυτή, αντίστοιχη της οποίας δεν υφίσταται ούτε στο Πρωτόκολλο περί του Οργανισμού (EΟΚ) του Δικαστηρίου ούτε στο Πρωτόκολλο περί του Οργανισμού (ΕΚΑΕ) του Δικαστηρίου, αποτελεί δικονομικό κανόνα ειδικώς εφαρμοζόμενο στην ενώπιον του κοινοτικού δικαιοδοτικού οργάνου διαδικασία όταν ασκείται ενώπιόν του προσφυγή κατά αποφάσεως ληφθείσας από όργανο της ΕΚΑΧ.

69 Όπως προκύπτει από την προπαρατεθείσα απόφαση Ιταλία κατά Ανωτάτης Αρχής, η εκπλήρωση από το οικείο όργανο των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) του Δικαστηρίου δεν εξαρτάται από την εκ μέρους του Δικαστηρίου λήψη οποιουδήποτε μέτρου διενεργείας, για τον σκοπό αυτόν, αποδείξεων, επεκτείνεται δε, γενικώς, επί όλων των σχετικών με την υπόθεση εγγράφων, χωρίς να χρειάζεται, στο στάδιο αυτό, η πρόβλεψη εξαιρέσεως αρχής όσον αφορά τα εσωτερικά έγγραφα. Πράγματι, η ίδια η αρχή του δικαστικού ελέγχου των πράξεων της διοικήσεως, στο πλαίσιο μιας Κοινότητας δικαίου, εμποδίζει την εφαρμογή έναντι του Δικαστηρίου του γενικού κανόνα περί του εμπιστευτικού χαρακτήρα ορισμένων διοικητικών εγγράφων.

70 Έχει σημασία εξάλλου να υπογραμμισθεί ότι στα έγγραφα που διαβιβάζονται στο Δικαστήριο και στο Πρωτοδικείο κατ' εφαρμογήν του άρθρου 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) του Δικαστηρίου πρέπει, κατ' αρχήν, να έχουν δυνατότητα προσβάσεως όλοι οι διάδικοι. Πράγματι, θα συνιστούσε προσβολή μιας θεμελιώδους αρχής του δικαίου το να στηριχθεί μια δικαστική απόφαση επί πραγματικών περιστατικών και εγγράφων των οποίων οι διάδικοι, ή ένας εξ αυτών, δεν είχαν λάβει γνώση και επί των οποίων, επομένως, δεν μπόρεσαν να λάβουν θέση (η προπαρατεθείσα απόφαση Snupat κατά Ανωτάτης Αρχής).

71 Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι η καθής αβασίμως επικαλείται απλώς και μόνον είτε τη διοικητική της πρακτική είτε τη νομολογία του Δικαστηρίου, σχετικά με την εκ μέρους του εξέταση του εσωτερικού φακέλου της Επιτροπής στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας μιας διαδικασίας περί εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΚ (βλ. την προπαρατεθείσα διάταξη BAT και Reynolds κατά Επιτροπής, σκέψη 11), προκειμένου να αντιταχθεί, χωρίς άλλη δικαιολόγηση, στο στάδιο αυτό, στη γνωστοποίηση των εσωτερικών της εγγράφων προς τις προσφεύγουσες.

72 Ωστόσο, όπως το Δικαστήριο έκρινε με τη διάταξή του της 6ης Νοεμβρίου 1954, 2/54, Ιταλία κατά Ανωτάτης Αρχής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), "οι διατάξεις της Συνθήκης πρέπει να ερμηνεύονται μόνο υπό την έννοια που είναι η πλέον ευνοϊκή για την εύρυθμη λειτουργία των οργάνων της Κοινότητας". Αυτή η κρίση, η οποία κατά το Δικαστήριο, ισχύει και για το άρθρο 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ), δικαιολογεί, μεταξύ άλλων, να μη γίνει δεκτή αίτηση περί προσκομίσεως εσωτερικών εγγράφων σχετικών με την εκδικαζόμενη υπόθεση όταν τα ήδη προσκομισθέντα έγγραφα αρκούν για να διαφωτισθεί το Δικαστήριο (βλ., εκτός από την προπαρατεθείσα απόφαση Ιταλία κατά Ανωτάτης Αρχής, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Φεβρουαρίου 1955, 3/54, Assider κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 9, και 4/54, ISA κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 11).

73 Ομοίως, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί a priori το ενδεχόμενο προσβολής της εύρυθμης λειτουργίας των οργάνων, πράγμα επιζήμιο για την επίτευξη των στόχων της Συνθήκης ΕΚΑΧ, σε περίπτωση επιπόλαιης γνωστοποιήσεως ορισμένων εγγράφων τα οποία, ως εκ της φύσεως ή του περιεχομένου τους, αξίζουν ιδιαίτερης προστασίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο, π.χ., με την προπαρατεθείσα απόφασή του Ιταλία κατά Ανωτάτης Αρχής, το Δικαστήριο μερίμνησε για τη διασφάλιση της προστασίας του απορρήτου των διασκέψεων της Ανωτάτης Αρχής και της συμβουλευτικής επιτροπής και, στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ, αναγνώρισε, με την απόφασή του της 7ης Νοεμβρίου 1985, 145/83, Adams κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 3539), σχετικά με το οικείο όργανο, την υποχρέωση να κρατηθεί μυστική η ταυτότητα ενός πληροφοριοδότη ο οποίος είχε ζητήσει τη μη αποκάλυψη του ονόματός του.

74 Κατά την εκτίμηση ενός τέτοιου ενδεχομένου, το Πρωτοδικείο καλείται να άρει τη σύγκρουση μεταξύ, αφενός, της αρχής της αποτελεσματικότητας της διοικητικής δράσεως και, αφετέρου, της αρχής του δικαστικού ελέγχου των πράξεων της διοικήσεως, και τούτο στο πλαίσιο του σεβασμού των δικαιωμάτων της άμυνας και της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως που διέπει τη διαδικασία.

75 Λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση όπως αυτή έχει διαμορφωθεί ως προς τις παρούσες διαδικασίες, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι δεν έχει επαρκώς διαφωτισθεί ώστε να άρει αυτή τη σύγκρουση. Πράγματι, καίτοι οι προσφεύγουσες έχουν σαφώς εκθέσει, ενόψει ιδίως των ουσιαστικών τους επιχειρημάτων, τους λόγους για τους οποίους θεωρούν βάσιμες τις αιτήσεις τους προσβάσεως στον εσωτερικό φάκελο της Επιτροπής, και, ειδικότερα, στα μνημονευόμενα στις επικουρικές τους αιτήσεις έγγραφα (βλ. ανωτέρω σκέψεις 51 έως 63), διαπιστώνεται ότι η καθής δεν διασαφήνισε άλλως πως τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται εν προκειμένω η αποδέσμευσή της, κατ' εξαίρεση, από τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 23 του Οργανισμού (ΕΚΑΧ) του Δικαστηρίου.

76 Επομενως, πρέπει να κληθεί η καθής να προσδιορίσει κατά τρόπο συγκεκριμένο, εντός προθεσμίας που θα της ταχθεί προς τούτο, τα έγγραφα του διαβιβασθέντος στο Πρωτοδικείο φακέλου τα οποία αυτή χαρακτηρίζει ως εσωτερικά και τα οποία, λόγω της ειδικής φύσεως ή του περιεχομένου τους, θεωρεί ότι δεν μπορούν να γνωστοποιηθούν στις προσφεύγουσες, και τούτο εκθέτοντας, κατά τρόπο λεπτομερή και συγκεκριμένο, όσον αφορά καθένα από τα έγγραφα αυτά, τους λόγους οι οποίοι δικαιολογούν, κατά τη γνώμη της, αυτήν την κατ' εξαίρεση μεταχείριση και καταθέτοντας, ενδεχομένως, ένα μη εμπιστευτικού χαρακτήρα κείμενο των εγγράφων αυτών. Δεδομένου ότι η καθής έχει υποστηρίξει ότι η αλληλογραφία της με τις εθνικές αρχές πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μεταχειρίσεως ανάλογης προς αυτήν που πρέπει να επιφυλαχθεί στα εσωτερικά της έγγραφα (βλ. ανωτέρω σκέψη 48), σ' αυτήν εναπόκειται να διασαφηνίσει, κατά παρόμοιο τρόπο, τους ειδικούς λόγους για τους οποίους αντιτίθεται, εν προκειμένω, στη γνωστοποίηση προς τις προσφεύγουσες της αλληλογραφίας αυτής.

77 Εν τω μεταξύ, το Πρωτοδικείο πρέπει να επιφυλαχθεί να αποφασίσει επί της αιτήσεως των προσφευγουσών για πρόσβαση στα έγγραφα του διαβιβασθέντος σ' αυτό φακέλου, τα οποία έχουν χαρακτηρισθεί από την Επιτροπή ως εσωτερικά, καθώς και επί των αιτήσεών τους με τις οποίες ζητούν την προσκόμιση εγγράφων μη περιλαμβανομένων στον εν λόγω φάκελο. Ομοίως, το Πρωτοδικείο θα αποφανθεί μεταγενέστερα, ενδεχομένως, ως προς την σκοπιμότητα διεξαγωγής εν προκειμένω αποδείξεων ή οργανώσεως της διαδικασίας σύμφωνα με τα άρθρα 64 και 65 του Κανονισμού Διαδικασίας.

78 Δεδομένου ότι ο διαβιβασθείς στο Πρωτοδικείο φάκελος δεν μπορεί να ανασυσταθεί από την Επιτροπή προκειμένου να τον μελετήσουν οι διάδικοι, σύμφωνα με το σημείο 1, in fine, του εγγράφου της Γραμματείας της 30ής Μαρτίου 1995 προς τους διαδίκους, παρά μόνον αφού το Πρωτοδικείο θα έχει αποφανθεί επί όλων των εκκρεμών εισέτι ζητημάτων, επιβάλλεται επίσης να προβλεφθεί, χάριν της σωστής οργανώσεως της διαδικασίας, ότι οι σχετικές με την πρόσβαση των προσφευγουσών στον φάκελο αυτό λεπτομέρειες θα τους γνωστοποιηθούν μεταγενέστερα από τον Γραμματέα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

διατάσσει:

1) Στα έγγραφα που φέρουν τους αριθμούς 1922 έως 1936, 1940 έως 1960, 1990 έως 1992, 2179, 2180 και 8787 του φακέλου που έχει διαβιβασθεί στο Πρωτοδικείο με έγγραφο της καθής της 24ης Νοεμβρίου 1994 έχουν πρόσβαση, όσον αφορά το πλήρες κείμενό τους, μόνον η προσφεύγουσα στην υπόθεση T-151/94 και η Επιτροπή. Όσον αφορά τις άλλες προσφεύγουσες στις υπό κρίση υποθέσεις, τα εν λόγω έγγραφα αντικαθίστανται από το μη εμπιστευτικού χαρακτήρα κείμενό τους, όπως αυτό εστάλη στο Πρωτοδικείο με έγγραφα της προσφεύγουσας στην υπόθεση T-151/94, χρονολογούμενα, αντιστοίχως, από 31 Μαΐου και 15 Σεπτεμβρίου 1995.

2) Το έγγραφο που προέρχεται από την επιχείρηση Stefana και φέρει τον αριθμό 8028 του διαβιβασθέντος στο Πρωτοδικείο φακέλου αποσύρεται από τον φάκελο.

3) Η καθής θα διευκρινίσει, κατά τρόπο λεπτομερή και συγκεκριμένο, εντός έξι εβδομάδων από την επίδοση της παρούσας διατάξεως, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι ορισμένα από τα έγγραφα που αποτελούν τον διαβιβασθέντα υπ' αυτής στο Πρωτοδικείο φάκελο και έχουν χαρακτηρισθεί απ' αυτήν ως "εσωτερικά" δεν μπορούν, κατ' αυτήν, να γνωστοποιηθούν στις προσφεύγουσες. Ενδεχομένως, η καθής θα διαβιβάσει στο Πρωτοδικείο, εντός της ίδιας προθεσμίας, το μη εμπιστευτικού χαρακτήρα κείμενο των εγγράφων αυτών.

4) Επιφυλάσσεται να αποφανθεί επί της αιτήσεως των προσφευγουσών για πρόσβαση στα έγγραφα του διαβιβασθέντος στο Πρωτοδικείο φακέλου, που έχουν χαρακτηρισθεί από την καθής ως εσωτερικά, καθώς και επί της αιτήσεώς τους για την προσκόμιση εγγράφων που δεν περιλαμβάνονται στον εν λόγω φάκελο.

5) Οι λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο που θα επιτραπεί στους διαδίκους να μελετήσουν, εντός των γραφείων της Γραμματείας, τον διαβιβασθέντα στο Πρωτοδικείο φάκελο θα τους γνωστοποιηθούν μεταγενέστερα από τον Γραμματέα.

6) Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 19 Ιουνίου 1996.