ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 6ης Ιουνίου 1996

Υπόθεση Τ-391/94

Jean Baiwir

πατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι — Βλαπτική πράξη — Προθεσμίες που τάσσει ο ΚΥΚ — Απαράδεκτο — Αίτημα αποζημιώσεως ή ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης»

Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα   II-787

Αντικείμενο:

Προσφυγή έχουσα ως αντικείμενο, πρώτον, την ακύρωση του υπηρεσιακού σημειώματος της 12ης Φεβρουαρίου 1993 του προϊσταμένου της διοικητικής μονάδας ΙΧ.Α.6 της Επιτροπής, με την οποία ο προσφεύγων χαρακτηρίστηκε υπάλληλος «πλειόνων κατηγοριών» ενόψει των προαγωγών 1993 εντός της σταδιοδρομίας και, δεύτερον, την αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του ως υπαλλήλου Β 4, κλιμάκιο 2, αναδρομικώς από την 1η Ιανουαρίου 1993 και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του.

Αποτέλεσμα:

Απόρριψη.

Επιτομή της αποφάσεως

Ο προσφεύγων διορίστηκε την 1η Μαΐου 1988 υπάλληλος βαθμού C 5 στην Επιτροπή και, αφού επέτυχε σε εξωτερικό διαγωνισμό, διορίστηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1992 σε θέση υπαλλήλου βαθμού Β 5, βαθμολογικό κλιμάκιο 1, από την 1η Μαρτίου 1992.

Στις 9 Ιουλίου 1992 η Επιτροπή ενέκρινε τη «Νέα μέθοδο υπολογισμού των δεδομένων από τα οποία εξαρτάται η εξέλιξη των σταδιοδρομιών — Κατηγορίες Β, C και D - Προϋπολογισμός λειτουργίας». Κατά την παράγραφο 1, στοιχείο β', της αποφάσεως αυτής, για την ηλικία δίδονται ορισμένες μονάδες αφενός στους προαγώγιμους υπαλλήλους ίδιου βαθμού των οποίων η σταδιοδρομία εξελίχθηκε εντός της ίδιας κατηγορίας (Β, C ή D) και αφετέρου στους προαγώγιμους υπαλλήλους ίδιου βαθμού που διήνυσαν ένα μέρος της σταδιοδρομίας τους σε χαμηλότερη κατηγορία (υπάλληλοι «πλειόνων κατηγοριών»). Χάρη στη διάκριση αυτή μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών υπαλλήλων καθίσταται δυνατό να λαμβάνεται διαφορετικά υπόψη η ηλικία των ανηκόντων στις δύο αυτές κατηγορίες.

Στις 12 Φεβρουαρίου 1993 ο προϊστάμενος της μονάδας 6 («προσωπικό των κατηγοριών Β, C και D») της διευθύνσεως Α («προσωπικό») της Γενικής Διευθύνσεως IX (Προσωπικό και διοίκηση) (μονάδα ΙΧ.Α.6) της Επιτροπής απέστειλε στον προσφεύγοντα υπηρεσιακό σημείωμα με το οποίο τον πληροφορούσε ότι η νέα μέθοδος υπολογισμού των δεδομένων από τα οποία εξαρτάται η εξέλιξη των σταδιοδρομιών θα άρχιζε να ισχύει από την περίοδο προαγωγών του 1993 και ότι η μέθοδος αυτή θα είχε εφαρμογή στην περίπτωση του. Από το υπηρεσιακό αυτό σημείωμα προέκυπτε ότι ο προσφεύγων χαρακτηριζόταν ως υπάλληλος «πλειόνων κατηγοριών» για τον υπολογισμό των μονάδων για την ηλικία του.

Στις 22 Νοεμβρίου 1993 ο προσφεύγων υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), με την οποία ζήτησε να διορθωθεί αναδρομικά η περιγραφή της σταδιοδρομίας του και, σε περίπτωση κατά την οποία χαρακτηριζόταν εκ νέου, μετά την επανεξέταση αυτή, ως υπάλληλος «πλειόνων κατηγοριών», να λάβει λεπτομερή απάντηση επ' αυτού. Το αντικείμενο της αιτήσεως αυτής ορίστηκε ως εξής: «αίτηση ακυρώσεως της περιγραφής της σταδιοδρομίας της 12ης Φεβρουαρίου 1993».

Στις 18 Μαΐου 1994 ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της σιωπηρής απορρίψεως της αιτήσεως που είχε υποβάλει κατά το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε από την Επιτροπή με απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 1994.

Επί του αιτήματος ακυρώσεως

Επί τον παραδεκτού

Μολονότι υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, η αίτηση του προσφεύγοντος αποσκοπεί στην πραγματικότητα στην ακύρωση ή τη διόρθωση της περιγραφής της σταδιοδρομίας του, η οποία παρατίθεται oto υπηρεσιακό σημείωμα της 12ης Φεβρουαρίου 1993. Το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, όπως και το άρθρο 175 της Συνθήκης ΕΚ, αφορά την περίπτωση κατά την οποία δεν έχει εκδοθεί απόφαση ή άλλη πράξη και «όχι την έκδοση διαφορετικής πράξεως απ' ό,τι θα ήθελαν ή θα είχαν κρίνει αναγκαία οι ενδιαφερόμενοι». Η αίτηση του προσφεύγοντος πρέπει συνεπώς να χαρακτηριστεί ως ένσταση υποβληθείσα βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, με την οποία ο προσφεύγων ζήτησε την ακύρωση του υπηρεσιακού σημειώματος της 12ης Φεβρουαρίου 1993 (σκέψη 33).

Παραπομπή: ΙΙΒΚ, 13 Νοεμβρίου 1995, Τ-126/95, Dumez κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, ο. II-2863, σκέψη 43

Η ύπαρξη βλαπτικής πράξεως, υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, και του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε προσφυγής υπαλλήλου κατά του οργάνου oto οποίο υπηρετεί (σκέψη 34).

Παραπομπή: ΠΕΚ, 13 Ιουλίου 1993, Τ-20/92, Moat κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II-799, σκέψη 39

Το υπηρεσιακό σημείωμα της 12ης Φεβρουαρίου 1993 δεν θίγει αμέσως και άμεσα τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατάφωρα τη νομική του κατάσταση, αφού η εφαρμογή της περιγραφόμενης στο σημείωμα αυτό μεθόδου για τον υπολογισμό της εξελίξεως της σταδιοδρομίας του δεν του στερεί τις πιθανότητες να προαχθεί. Η τελική απόφαση περί προαγωγής εκδίδεται κατόπιν συγκρίσεως των προσόντων, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΚΥΚ. Η εξέλιξη της σταδιοδρομίας είναι ένα από τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να έχει το προβάδισμα έναντι των προσόντων των υποψηφίων. Κατά συνέπεια, το υπηρεσιακό σημείωμα της 12ης Φεβρουαρίου 1993 αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη, η οποία δεν μπορεί να επηρεάσει την υπηρεσιακή κατάσταση του προσφεύγοντος ούτε συνεπώς να τον βλάψει (σκέψη 35).

Παραπομπή: ΔΕΚ, 17 Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 23, σκέψη 16· ΠΕΚ, 25 Νοεμβρίου 1993, Τ-89/91, Τ-21/92 και Τ-89/92, Χ κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II-1235, σκέψη 34

Επιπλέον, το γεγονός ότι δεν δίδεται απάντηση σε αίτηση υποβληθείσα βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ σε σχέση με προπαρασκευαστική πράξη δεν μπορεί να στηρίξει την υποβολή ενστάσεως υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ (σκέψη 38).

Αν δηλαδή η πράξη κατά της οποίας προβάλλει αντιρρήσεις ο υπάλληλος αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη, κατά της οποίας συνεπώς δεν μπορεί να υποβληθεί διοικητική ένσταση, η απόρριψη αιτήσεως υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ δεν μπορεί να μεταβάλει την εν λόγω πράξη σε βλαπτική πράξη. Ομοίως, η απόρριψη της αιτήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βλαπτική πράξη κατά της οποίας θα μπορούσε να υποβληθεί ένσταση υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ειδάλλως θα καθίστατο νόμιμη η καταστρατήγηση της διαδικασίας. Θα ήταν δηλαδή δυνατόν, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η αμφισβητούμενης νομιμότητας πράξη αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη, να υποβληθεί αίτηση, υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, και στη συνέχεια να υποβληθεί ένσταση, υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, κατά της ρητής ή σιωπηρής απορρίψεως της ανωτέρω αιτήσεως (σκέψη 39).

Επί του αιτήματος ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης 'Οταν δεν υπάρχει στενή σχέση μεταξύ του αιτήματος ακυρώσεως και του αιτήματος επιδικάσεως αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως, το παραδεκτό του αιτήματος αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως εκτιμάται ανεξαρτήτως του παραδεκτού του αιτήματος ακυρώσεως. Στην περίπτωση αυτή το παραδεκτό του αιτήματος αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως εξαρτάται από το αν η προηγούμενη διοικητική διαδικασία, η οποία προβλέπεται από τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, έχει διεξαχθεί νομότυπα.

'Οταν, όπως εν προκειμένω, ζητείται η ανόρθωση της ζημίας ή η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ο ενδιαφερόμενος ισχυρίζεται ότι υπέστη από ενέργειες οι οποίες, λόγω του ότι δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως βλαπτικές πράξεις, η διοικητική διαδικασία πρέπει να κινηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, με αίτηση του ενδιαφερομένου προς την ΑΔΑ περί ανορθώσεως της ζημίας αυτής ή ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης. Μόνο κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως αυτής μπορεί ο ενδιαφερόμενος να υποβάλει στη διοίκηση ένσταση, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ανωτέρω άρθρου (σκέψη 46).

Παραπομπή: ΠΕΚ, 25 Σεπτεμβρίου 1991, Τ-5/90, Marcato κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, ο. II-731, σκέψεις 49 και 50

Στην προκειμένη περίπτωση όμως ο προσφεύγων δεν υπέβαλε στην ΑΔΑ αίτηση περί ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη (σκέτρη 47).

Διατακτικό:

Το Πρωτοδικείο απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.