ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 16ης Οκτωβρίου 1996

Υπόθεση Τ-37/94

Δημήτριος Μπενεκος

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι — Επαναφορά — Διαβάθμιση της θέσεως — Βλαπτική πράξη»

Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα   IΙ-301

Αντικείμενο:

Προσφυγή έχουσα ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής περί κατατάξεως στον βαθμό Α 5 της θέσεως COM/022/93, προϊσταμένου της μονάδας 4 («τεχνική ομάδα υποδομών») της διευθύνσεως Ε («Ανατολική και Μεσημβρινή Αφρική») της Γενικής Διευθύνσεως VIII (Ανάπτυξη) και την ακύρωση όλων των συνακόλουθων αποφάσεων, ήτοι, ειδικότερα, της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος και της αποφάσεως περί διορισμού του G. στην προμνημονευθείσα θέση.

Αποτέλεσμα:

Απόρριψη.

Επιτομή της αποφάσεως

Την 1η Ιανουαρίου 1983 ο προσφεύγων αρχίζει να εργάζεται ως υπάλληλος της Επιτροπής και τοποθετείται στη Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξη (ΓΔ VIII), ως προϊστάμενος τμήματος με τον βαθμό Α 3.

Την 1η Ιουνίου 1989 ο προσφεύγων διακόπτει την άσκηση των καθηκόντων του, επειδή αναλαμβάνει καθήκοντα προϊσταμένου της μονάδας 4 (τεχνική ομάδα υποδομών) της διευθύνσεως Ε («Ανατολική και Μεσημβρινή Αφρική») της ΓΔ VIII (μονάδα VIII.E.4).

Την 1η Σεπτεμβρίου 1992 ο προσφεύγων επανεντάσσεται στην εν λόγω γενική διεύθυνση ως σύμβουλος. Ακολούθως, προβαίνει σε διάφορα διαβήματα προκείμενου να επιτύχει να του ανατεθούν καθήκοντα προϊσταμένου μιας λειτουργικής μονάδας. Όλα τα διαβήματα αυτά αποδεικνύονται ατελέσφορα.

Μετά την αποχώρηση του, την 1η Ιουνίου 1989, η Επιτροπή δημοσιεύει προκήρυξη κενής θέσεως για τη θέση του προϊσταμένου της μονάδας VIII.E.4, υπό την ένδειξη COM/147/90. Κατά τη διάρκεια συνεδριάσεως πραγματοποιηθείσας στις 7 Δεκεμβρίου 1990, η συμβουλευτική επιτροπή διορισμών (στο εξής: ΣΕΔ), συμβουλευτικό όργανο, αρμόδιο να διατυπώσει γνώμη προς την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) σχετικά με την πλήρωση της θέσεως προϊσταμένου μονάδας, δυνάμει της αποφάσεως της 19ης Ιουλίου 1988, περί της πληρώσεως θέσεων ενδιάμεσης διαβαθμίσεως, εξετάζει το επίπεδο διαβαθμίσεως της προς πλήρωση θέσεως και τα προσόντα που απαιτείται να διαθέτει ο κάτοχος της θέσεως. Η ΣΕΔ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «όσον αφορά το επίπεδο της θέσεως προϊσταμένου της μονάδας VIII.E.4 ‘τεχνική ομάδα υποδομών’, η θέση αυτή θα έπρεπε να καλυφθεί στο επίπεδο Α 3».

Στις 31 Οκτωβρίου 1991 η Επιτροπή δημιουργεί θέση βοηθού προϊσταμένου της μονάδας VIII.E.4 και διορίζει στη θέση αυτή τον υπάλληλο ο οποίος ασκούσε επί πολλά έτη καθήκοντα αναπληρωτή του προϊσταμένου της εν λόγω μονάδας.

Στις 25 Μαρτίου 1993 η Επιτροπή δημοσιεύει, βάσει των άρθρων 4 και 29, παράγραφος 1, στοιχείο α', του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), υπό την ένδειξη COM/022/93, την προκήρυξη κενής θέσεως για τη θέση του προϊσταμένου της μονάδας VIII.E.4 (προκήρυξη κενής θέσεως COM/022/93). Στην προκήρυξη αυτή διευκρινίζεται μόνον ότι ο προϊστάμενος της μονάδας VIII.E.4 θα είναι «επιφορτισμένος με τη διεύθυνση και τον συντονισμό των εργασιών».

Ο προσφεύγων υποβάλλει την υποψηφιότητα του εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

Σε συνεδρίαση της 17ης Ιουνίου 1993, η ΣΕΔ καταλήγει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης σπουδαιότητας που έχει η μονάδα λόγω των οικείων καθηκόντων και των διαστάσεων της, η θέση πρέπει να καλυφθεί από υπάλληλο βαθμού Α 5/Α 4. Ακολούθως, η ΣΕΔ πληροφορείται την υποβολή αιτήσεως επαναφοράς του G., υπαλλήλου της Επιτροπής, βαθμού Α 5.

Με τη δημοσίευση του δελτίου Vacances d'emploi υπ' αριθ. 24, της 24ης Ιουνίου 1993, το προσωπικό πληροφορείται την ακύρωση της προκηρύξεως κενής θέσεως COM/022/93. Επιπλέον, στις 29 Ιουνίου 1993 η απόφαση αυτή κοινοποιείται στον προσφεύγοντα με τυποποιημένο έντυπο που αναφέρει τα εξής: «ακύρωση προκηρύξεως κενής θέσεως (βλ. VE υπ' αριθ. 24, της 24ης Ιουνίου 1993)».

Με έγγραφο της 7ης Ιουλίου 1993, ο δικηγόρος του προσφεύγοντος ζητεί από την ΑΔΑ να του γνωστοποιήσει την αιτιολογία της αποφάσεως της Επιτροπής περί ακυρώσεως της προαναφερθείσας προκηρύξεως κενής θέσεως.

Με έγγραφο της 30ής Ιουλίου 1993, ο Γενικός Διευθυντής προσωπικού και διοικήσεως της Επιτροπής απαντά ως εξής:

«Όπως συμβαίνει στην περίπτωση πληρώσεως οποιασδήποτε θέσεως προϊσταμένου μονάδας και σύμφωνα με τα συνήθη κριτήρια, η συμβουλευτική επιτροπή διορισμών (ΣΕΔ) εξέτασε κατ' αρχάς το επίπεδο πληρώσεως της εν λόγω θέσεως και διατύπωσε τη γνώμη ότι η θέση αυτή θα έπρεπε να καλυφθεί στο επίπεδο Α 5/Α 4.

Ενόψει της προτεραιότητας που δίδεται στις αιτήσεις επαναφοράς μετά από άδεια άνευ αποδοχών, η ΣΕΔ έλαβε γνώση της αιτήσεως ενός υπαλλήλου βαθμού Α 5 περί επαναφοράς του στη θέση αυτή και εξέτασε πρωτίστως την υποψηφιότητα του. Κατόπιν της εξετάσεως αυτής, η ΣΕΔ διατύπωσε τη γνώμη ότι ο υπάλληλος διαθέτει όλες τις απαιτούμενες για τη θέση ικανότητες και εισηγήθηκε την επαναφορά του, βάσει του άρθρου 40 του ΚΥΚ. Επομένως, η προκήρυξη κενής θέσεως ακυρώθηκε στο πλαίσιο αυτής της επαναφοράς.

Εξάλλου, είμαι σε θέση να επιβεβαιώσω ότι η Επιτροπή ουδέποτε πρότεινε στον εν λόγω υπάλληλο την επαναφορά του σε θέση της Γενικής Διευθύνσεως XVII (...).»

Με έγγραφο της 14ης Σεπτεμβρίου 1993, ο δικηγόρος του προσφεύγοντος ζητεί από την Επιτροπή να του γνωστοποιήσει την ημερομηνία της συνεδριάσεως της ΣΕΔ, τα κριτήρια που εφαρμόστηκαν για την κατάταξη της επίμαχης θέσεως στον βαθμό Α 5 και την ημερομηνία της συνεδριάσεως κατά την οποία η Επιτροπή επικύρωσε τη γνώμη της ΣΕΔ.

Στις 11 Οκτωβρίου 1993 η Επιτροπή δίδει την ακόλουθη απάντηση:

«Όπως σας είχα επισημάνει με το από 30 Ιουλίου 1993 έγγραφο μου, η ΣΕΔ, κατόπιν της δημοσιεύσεως της εν λόγω προκηρύξεως κενής θέσεως, εξέτασε κατ' αρχάς, κατά τη συνεδρίαση της της 17ης Ιουνίου 1993, το επίπεδο πληρώσεως της εν λόγω θέσεως και διατύπωσε τη γνώμη ότι η θέση αυτή θα έπρεπε να πληρωθεί στο επίπεδο Α 5/Α 4.

Ακολούθως, η ΣΕΔ διαπίστωσε την ύπαρξη αιτήσεως επαναφοράς στη θέση αυτή, υποβληθείσας από υπάλληλο τελούντα σε άδεια άνευ αποδοχών, και διατύπωσε τη γνώμη ότι ο εν λόγω υπάλληλος διέθετε τις απαιτούμενες ικανότητες. Κατά συνέπεια, η ΣΕΔ εισηγήθηκε την επαναφορά του υπαλλήλου αυτού στην εν λόγω θέση και την ακύρωση της προκηρύξεως κενής θέσεως.

Η απόφαση περί πληρώσεως της θέσεως ελήφθη στις 8 Σεπτεμβρίου 1993 από το μέλος της Επιτροπής που είναι αρμόδιο για τα ζητήματα προσωπικού, κατόπιν εφαρμογής της καλούμενης διαδικασίας “των έξι ημερών” (...).»

Στις 24 Σεπτεμβρίου 1993 ο προσφεύγων υποβάλλει στην ΑΔΑ διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της Επιτροπής περί κατατάξεως της θέσεως προϊσταμένου της μονάδας VIII.E.4 στον βαθμό Α 5, κατά της αποφάσεως με την οποία ακυρώθηκε η προκήρυξη κενής θέσεως COM/022/93, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επαναφορά υπαλλήλου βαθμού Α 5 ο οποίος τελούσε σε άδεια άνευ αποδοχών, και κατά όλων των συνακολούθων αποφάσεων της Επιτροπής, στις οποίες περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η απόφαση περί διορισμού του G. στην εν λόγω θέση.

Η εν λόγω διοικητική ένσταση απορρίφθηκε σιωπηρώς με απάντηση της 24ης Ιανουαρίου 1994.

Επί του παραδεκτού

Η απόφαση περί κατατάξεως της θέσεως προϊσταμένου της μονάδας VIII.E.4 στον βαθμό Α 5/Α 4 (στο εξής: επίδικη απόφαση) αποτελεί το κύριο αντικείμενο της παρούσας προσφυγής (σκέψη 30).

Η επίδικη απόφαση εκδόθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1993 και, επομένως, εκτός της διαδικασίας πληρώσεως της θέσεως προϊστάμενου της μονάδας VIILE.4, η οποία είχε κινηθεί, δυνάμει των άρθρων 4 και 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, με τη δημοσίευση της προκηρύξεως κενής θέσεως COM/022/93 και περατώθηκε με την απόφαση περί ακυρώσεως της εν λόγω προκηρύξεως, η οποία δημοσιεύθηκε στις 24 Ιουνίου 1993 στο δελτίο Vacances d'emploi, υπ' αριθ. 24 (σκέψεις 31 και 32).

Ωστόσο, η επίδικη απόφαση θίγει τη νομική και υπηρεσιακή κατάσταση του προσφεύγοντος και συνιστά, κατά συνέπεια, βλαπτική γι' αυτόν πράξη, υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, στο μέτρο που κατέστησε δυνατό, μέσω επαναφοράς κατά προτεραιότητα, τον διορισμό ενός υπαλλήλου βαθμού Α 5, ο οποίος τελούσε σε άδεια άνευ αποδοχών, εμποδίζοντας έτσι τον διορισμό του προσφεύγοντος στην κενή θέση (σκέψη 33).

Επί της ουσίας

Πρώτος λόγος ακυρώσεως παράβαση του άρθρου 25, δεύτερο εδάφια του ΚΥΚ

Η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τις περιστάσεις της οικείας υποθέσεως, ιδίως δε σε σχέση με το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των προβαλλομένων λόγων και το συμφέρον που μπορεί να έχει ο αποδέκτης να λάβει εξηγήσεις (σκέψη 38).

Παραπομπή: ΠΕΚ, 23 Φεβρουαρίου 1994, Τ-18/92 και Τ-68/92, Κουσιος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, α II-171, σκέψη 45

Εν προκειμένω, η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως μπορεί να διευκρινιστεί με παραπομπή στη νομολογία σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων περί προαγωγής, έναντι των μη προαχθέντων υποψηφίων, τούτο δε μολονότι η επίδικη απόφαση δεν εκδόθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας προαγωγής. Συγκεκριμένα, η επίδικη απόφαση αφορά παρόμοια πραγματική κατάσταση, αφού συνεπάγεται τον αποκλεισμό του προσφεύγοντος από τον κύκλο των δυναμένων να διοριστούν στην κενή θέση υποψηφίων. Η ΑΔΑ δεν υποχρεούται να αιτιολογεί τις αποφάσεις περί προαγωγής έναντι των μη προαχθέντων υποψηφίων. Αντιθέτως, υποχρεούται να αιτιολογεί την απόφαση με την οποία απορρίπτει διοικητική ένσταση υποβληθείσα δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ από μη προαχθέντα υποψήφιο, δεδομένου ότι η αιτιολογία της απορριπτικής αυτής αποφάσεως λογίζεται ως συμπίπτουσα με την αιτιολογία της αποφάσεως κατά της οποίας έβαλλε η διοικητική ένσταση (σκέψη 39).

Παραπομπή: Κούσιος κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 69

Επομένως, στην παρούσα υπόθεση, η ΑΔΑ δεν ήταν υποχρεωμένη να αιτιολογήσει την επίδικη απόφαση, ήταν όμως υποχρεωμένη να αιτιολογήσει την απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως που είχε υποβάλει ο προσφεύγων κατά της αποφάσεως αυτής. Η υποβληθείσα στις 24 Σεπτεμβρίου 1993 διοικητική ένσταση δεν αποτέλεσε όμως αντικείμενο ρητής απορριπτικής αποφάσεως, ούτε πριν ούτε μετά από την άσκηση της παρούσας προσφυγής (σκέψη 40).

Ωστόσο, επιβάλλεται να εξεταστεί το ενδεχόμενο να γνωστοποίησε η Επιτροπή στον προσφεύγοντα τους δικαιολογητικούς λόγους της επίδικης αποφάσεως με άλλον τρόπο πλην της ρητής αποφάσεως περί απορρίψεως της από 24 Σεπτεμβρίου 1993 διοικητικής του ενστάσεως (σκέψη 41).

Λαμβανομένων υπόι|)η των εγγράφων που απηύθυνε η Επιτροπή στον προσφεύγοντα στις 30 Ιουλίου 1993 και στις 11 Οκτωβρίου 1993, ο προσφεύγων δεν μπορεί να προβάλει την πλήρη έλλειψη αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως κατά τον χρόνο ασκήσεως της παρούσας προσφυγής, αφού η Επιτροπή του είχε γνωστοποιήσει τα κριτήρια που είχε εφαρμόσει η ΣΕΔ για να σχηματίσει γνώμη σχετικά με τη διαβάθμιση της επίμαχης θέσεως (σκέτμεις 42 έως 44).

Μολονότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή ουδόλως αιτιολόγησε την επίδικη απόφαση, η αιτιολογία που παρέσχε δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής. Συγκεκριμένα, από την αιτιολογία αυτή δεν προκύπτει ο λόγος που οδήγησε σε διαφορετική αξιολόγηση των κριτηρίων δυνάμει των οποίων η θέση είχε προγενέστερα καταταχθεί στον βαθμό Α 3, μολονότι, με την υποβληθείσα στις 24 Σεπτεμβρίου 1993 διοικητική του ένσταση, ο προσφεύγων είχε εγείρει ρητά το ζήτημα αυτό (σκέψη 45).

Κατά συνέπεια, πρέπει να ερευνηθεί εάν προσκομίστηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης συμπληρωματικές διευκρινίσεις, ικανές να καλύψουν την έλλειψη αιτιολογίας. Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε ότι οδηγήθηκε στην έκδοση της επίδικης αποφάσεως από μια νέα προσέγγιση της αναπτυξιακής πολιτικής, η οποία είχε ως συνέπεια μεταβολές της διοικητικής οργανώσεως της μονάδας VIILE.4. Έτσι, ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να ελέγξει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας το βάσιμο της εξηγήσεως αυτής. Η εξήγηση αυτή παρέχει επίσης στο Πρωτοδικείο τη δυνατότητα να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο (σκέψη 46).

Παραπομπή: ΠΕΚ, 3 Μαρτίου 1993, Τ-25/92, Vela Palacios κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1993, σ. II-201, σκέψη 26· ΠΕΚ, 17 Μαΐου 1995, Τ-16/94, Μπενέκος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. Π-335, σκέψη 36

Λεύτερος λόγος ακυρώσεως έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως της 19ης Ιουλίου 1988 και παράβαση των άρθρων 5, παράγραφος 4, και 7, παράγραφος 1, τουΚΥΚ

Η επίδικη απόφαση εκδόθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1993 και, επομένως, εκτός του πλαισίου της διαδικασίας πληρώσεως της θέσεως προϊσταμένου της μονάδας VIII.E.4, η οποία είχε κινηθεί, δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, μέσω της δημοσιεύσεως της προκηρύξεως κενής θέσεως COM/022/93 και είχε περατωθεί με τη δημοσιευθείσα στις 24 Ιουνίου 1993 απόφαση περί ακυρώσεως της προκηρύξεως αυτής (σκέψη 52).

Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι αλυσιτελής, στο μέτρο που βάλλει κατά της παρεχομένης με την απόφαση της 19ης Ιουλίου 1988 δυνατότητας διαβαθμίσεως μιας προς πλήρωση θέσεως σε χρονική στιγμή κατά την οποία η ΑΔΑ γνωρίζει την ταυτότητα και έχει στη διάθεση της τους φακέλους των υποψηφίων, αφού η θέση του προϊσταμένου της μονάδας VIII.E.4 δεν καλύφθηκε διά μεταθέσεως ή προαγωγής (σκέψη 53).

Κατ' αρχάς, πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν η απόφαση της 19ης Ιουλίου 1988 παραβιάζει την αρχή της αντιστοιχίας μεταξύ θέσεως και βαθμού. Συναφώς με την απόφαση Kratz κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο είχε την ευκαιρία να εξηγήσει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος ο οποίος εμποδίζει την πλήρωση θέσεων προϊσταμένων μονάδας στους βαθμούς Α 3, Α 4 ή Α 5, ανάλογα με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην οικεία μονάδα. Πράγματι, το άρθρο 7 του ΚΥΚ και το παράρτημα Ι αυτού δεν απαιτούν να καλύπτονται οι θέσεις προϊσταμένων μονάδας οπωσδήποτε στον βαθμό Α 3 (σκέιμη 54).

Παραπομπή: ΠΕΚ, 17 Μαΐου 1995, Τ-10/94, Kratz κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. II-315, σκέψη 53

Δεύτερον, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι ο προσφεύγων, καθόσον ισχυρίζεται ότι, σε περίπτωση επαναφοράς δυνάμει του άρθρου 40, παράγραφος 4, στοιχείο δ', του ΚΥΚ, η απόφαση περί διαβαθμίσεως της θέσεως πρέπει επίσης να στηρίζεται σε αντικειμενικούς λόγους, ζητεί από το Πρωτοδικείο να ερευνήσει αν η επίδικη απόφαση τηρεί την αρχή της αντιστοιχίας μεταξύ θέσεως και βαθμού, όπως αυτή προκύπτει από τα άρθρα 5, παράγραφος 4, και 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και από τις γενικές αρχές που διέπουν τη δημόσια διοίκηση (σκέψη 55).

Συναφώς, το Πρωτοδικείο οφείλει να εξετάσει αν η επίδικη απόφαση στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η διαβάθμιση της επίδικης θέσεως αντιστοιχεί στη σπουδαιότητα των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην οικεία μονάδα. Ωστόσο, ο έλεγχος μιας αποφάσεως περί διαβαθμίσεως μιας προς πλήρωση θέσεως πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν, λαμβανομένων υπόψη των θεωρήσεων που οδήγησαν ενδεχομένως τη διοίκηση στην εκτίμηση της, η διοίκηση κινήθηκε εντός ευλόγων ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας της κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο (σκέψη 56).

Παραπομπή: ΔΕΚ, 4 Φεβρουαρίου 1987, 324/85, Bouteiller κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 529, σκέψη 6· ΔΕΚ, 12 Φεβρουαρίου 1987, 233/85, Bonino κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, ο. 739, σκέψη 5· ΠΕΚ, 9 Φεβρουαρίου 1994, Τ-82/91, Latham κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, α II-61, σκέψη 47

Εν προκειμένω, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα διάφορα στοιχεία που προβάλλει ο προσφεύγων στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως (σκέψη 57).

Συναφώς, ούτε η απόφαση με την οποία η Επιτροπή είχε προγενέστερα κατατάξει τη θέση προϊστάμενου της μονάδας VIII.E.4 στον βαθμό Α 3 ούτε η απόφαση με την οποία η Επιτροπή είχε προγενέστερα κατατάξει μια παρόμοια θέση στον βαθμό Α 3 αφαιρούν από το όργανο αυτό τη δυνατότητα να επανέλθει αργότερα επί της διαβαθμίσεως των εν λόγω θέσεων, βάσει μιας νέας προσεγγίσεως στηριζομένης, π.χ., σε μια νέα πολιτική διοικήσεως του προσωπικού, στο πλαίσιο της οικείας γενικής διευθύνσεως. Η ύπαρξη προγενέστερης διαφορετικής εκτιμήσεως δεν μπορεί να συνιστά, αφ' εαυτής, απόδειξη υπερβάσεως των ορίων ή προδήλως εσφαλμένης χρήσεως της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει στον τομέα αυτόν η Επιτροπή (σκέψη 58).

Ομοίως, το γεγονός ότι οι λοιποί υπάλληλοι της οικείας μονάδας, πλην ενός, έχουν βαθμό υψηλότερο εκείνου του ιεραρχικώς προϊσταμένου τους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απτή ένδειξη περί του ότι συντρέχει υπέρβαση των ορίων ή προδήλως εσφαλμένη χρήση της εν λόγω ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως (σκέψη 59).

Εν προκειμένω, η επίδικη απόφαση στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία. Ενδεικτικά, η Επιτροπή υποστήριξε ότι μια διαφορετική θεώρηση της αναπτυξιακής πολιτικής, η οποία τείνει να ευνοεί ολοκληρωμένα σχέδια αναπτυξιακής βοήθειας αντί σχεδίων πειμέρους αρωγής, κατέστησε αναγκαία τη διαφορετική διοικητική οργάνωση στο εσωτερικό της εν λόγω γενικής διευθύνσεως. Μια τέτοια αλλαγή της διοικητικής οργανώσεως μπορεί να επηρεάσει τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαβάθμιση της εν λόγω θέσεως, όπως είναι η πολιτική διάσταση της δραστηριότητας της μονάδας VIII.E.4, το επίπεδο των συνεργαζομένων με τη μονάδα αυτή, είτε πρόκειται για μέλη του προσωπικού του εν λόγω θεσμικού οργάνου είτε όχι, το επίπεδο της αναγκαίας πλαισιώσεως των δραστηριοτήτων της, οι διαθέσιμοι δημοσιονομικοί πόροι και οι προτεραιότητες της Επιτροπής (σκέψη 60).

Υπ' αυτές τις συνθήκες, τα στοιχεία που προβάλλει ο προσφεύγων δεν αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή, με την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, άσκησε την εξουσία της κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο (σκέψη 61).

Τρίτος λόγος ακυρώσεως παράβαση των άρθρων 27, 29 και 45 τον ΚΥΚ

Η επίδικη απόφαση δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 27 του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, η διαβάθμιση μιας θέσεως προηγείται της τοποθετήσεως στη θέση αυτή ενός από τους υποψηφίους. Όμως, από το ίδιο το κείμενο του άρθρου 27 του ΚΥΚ προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν αφορά παρά το τελευταίο αυτό στάδιο, δηλαδή την τοποθέτηση ενός από τους υποψηφίους σε μια θέση η οποία έχει ήδη διαβαθμιστεί (σκέψη 68).

Εν προκειμένω, δεν συντρέχει παράβαση ούτε των άρθρων 29 και 45 του ΚΥΚ, αφού η επίδικη απόφαση εκδόθηκε εκτός της διαδικασίας πληρώσεως της θέσεως προϊσταμένου της μονάδας VIII.E.4 (σκέψη 69).

Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό της παραβάσεως του άρθρου 45 του ΚΥΚ, το οποίο καθιερώνει την αρχή της συλλογικότητας των αποφάσεων της Επιτροπής, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι, ήδη με την προαναφερθείσα απόφαση Μπενέκος κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο απέρριψε το επιχείρημα αυτό, υπογραμμίζοντας ότι η καλούμενη διαδικασία «των έξι ημερών» απλώς αντικαθιστά μια έγγραφη διαδικασία με μια προφορική διαδικασία, δεδομένου ότι το σώμα των επιτρόπων το αποφασίζει ομοφώνως και ουδόλως θίγει το δικαίωμα των υπαλλήλων να εξεταστεί ο φάκελος τους από καθένα από τα μέλη της Επιτροπής (σκέψη 71).

Τέταρτος λόγος ακυρώσεως έλλειψη νομιμότητας της προκηρύξεως κενής θέσεως

Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι άνευ αντικειμένου, αφού η επίδικη απόφαση εκδόθηκε εκτός της διαδικασίας πληρώσεως της θέσεως προϊσταμένου της μονάδας VIII.E.4 (σκέψη 75).

Επί των δικαστικών εξόδων

Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η αιτιολογία κατά το στάδιο της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως ήταν ανεπαρκής και δεν συμπληρώθηκε στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας. Η προσφυγή ασκήθηκε λόγω αυτής της ανεπάρκειας της αιτιολογίας. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί και στα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Διατακτικό:

Το Πρωτοδικείο απορρίπτει την προσφυγή.

Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.