Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 1ης Φεβρουαρίου 1996. - Y. M. Posthuma-van Damme κατά Bestuur van de Bedrijfsvereniging voor Detailhandel, Ambachten en Huisvrouwen και N. Oztürk κατά Bestuur van de Nieuwe Algemene Bedrijfsvereniging. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Centrale Raad van Beroep - Κάτω Χώρες. - Ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών - Κοινωνική ασφάλιση - Οδηγία 79/7/ΕΟΚ - Ερμηνεία της αποφάσεως της 24ης Φεβρουαρίου 1994, C-343/92, Roks κ.λπ. - Υπόθεση C-280/94.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-00179
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
1. Κοινωνική πολιτική * Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως * Προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7 * Ενεργός πληθυσμός υπό την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας * Περίπτωση προσώπου το οποίο δεν πραγματοποίησε εισόδημα από επαγγελματική δραστηριότητα πριν από την επέλευση της ανικανότητας προς εργασία
(Οδηγία 79/7 του Συμβουλίου, άρθρο 2)
2. Κοινωνική πολιτική * Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως * Οδηγία 79/7 * Εθνική νομοθεσία εξαρτώσα την χορήγηση παροχής ανικανότητας προς εργασία από την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει πραγματοποιήσει εισόδημα από επαγγελματική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε της επελεύσεως της ανικανότητας * Προϋπόθεση πλήττουσα περισσότερες γυναίκες παρά άνδρες * Αντικειμενική αιτιολογία * Επιτρέπεται * Νομοθεσία καταργούσα προγενέστερο καθεστώς που κάλυπτε μεγαλύτερο αριθμό δικαιούχων * Στοιχείο μη ασκούν επιρροή
(Οδηγία 79/7 του Συμβουλίου, άρθρο 4 PAR 1)
1. Η έννοια του ενεργού πληθυσμού κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 79/7, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, είναι ευρύτατη και καλύπτει όλους τους εργαζομένους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απλώς αναζητούν εργασία, και, συνεπώς, τα πρόσωπα τα οποία, κατά τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε της ενάρξεως της ανικανότητάς τους προς εργασία, δεν πραγματοποίησαν, από επαγγελματική δραστηριότητα ή σε σχέση με μια τέτοια δραστηριότητα, ορισμένο εισόδημα δεν εξαιρούνται αναγκαστικά από το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.
2. Η οδηγία 79/7, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, αφήνει άθικτη την αρμοδιότητα που αναγνωρίζουν τα άρθρα 117 και 118 της Συνθήκης στα κράτη μέλη για να καθορίζουν, με ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, την κοινωνική τους πολιτική στο πλαίσιο της στενής συνεργασίας που προωθεί η Επιτροπή και, επομένως, τη φύση και την έκταση των μέτρων κοινωνικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, καθώς και τον συγκεκριμένο τρόπο για την υλοποίησή τους.
Συνεπώς, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 δεν εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία εξαρτά το δικαίωμα επί παροχής λόγω ανικανότητας προς εργασία από την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει πραγματοποιήσει ορισμένο εισόδημα από επαγγελματική δραστηριότητα ή σε σχέση με μια τέτοια δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε της ενάρξεως της ανικανότητάς του, ακόμα και αν η προϋπόθεση αυτή πλήττει περισσότερες γυναίκες παρά άνδρες. Πράγματι, αφενός, η εξασφάλιση δικαιώματος επί ελαχίστου εισοδήματος σε όσους πραγματοποιούσαν εισόδημα από μια τέτοια δραστηριότητα, την οποία αναγκάστηκαν να παύσουν να ασκούν λόγω ανικανότητας προς εργασία, συνιστά θεμιτό σκοπό κοινωνικής πολιτικής και, αφετέρου, η εξάρτηση του δικαιώματος επί του εν λόγω ελαχίστου εισοδήματος από την προϋπόθεση αυτή συνιστά ένα μέσο το οποίο είναι κατάλληλο για την επίτευξη του σκοπού αυτού και το οποίο ο εθνικός νομοθέτης, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του, μπορεί ευλόγως να θεωρήσει ως αναγκαίο προς τούτο.
ΤΤο γεγονός ότι αυτό το σύστημα αντικαθιστά ένα σύστημα καθαρά λαϊκής ασφαλίσεως και μειώνει τον αριθμό των δικαιούχων σε σχέση με το προηγούμενο σύστημα δεν είναι ικανό να επηρεάσει το συμβατό του συστήματος αυτού με το κοινοτικό δίκαιο. Πράγματι, εφόσον το κοινοτικό δίκαιο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα που έχουν ως αποτέλεσμα την αφαίρεση από ορισμένες κατηγορίες προσώπων του ευεργετήματος παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν αντιτίθενται στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν, στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής τους, νέους κανόνες εφαρμογής που έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του αριθμού των δικαιούχων μιας παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως.
Στην υπόθεση C-280/94,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Centrale Raad van Beroep (Κάτω Χώρες) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ, αφενός,
Y. M. Posthuma-van Damme
και
Bestuur van de Bedrijfsvereniging voor Detailhandel, Ambachten en Huisvrouwen,
και, αφετέρου,
N. Oztuerk
και
Bestuur van de Nieuwe Algemene Bedrijfsvereniging,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους Κ. Ν. Κακούρη, πρόεδρο τμήματος, G. Hirsch, G. F. Mancini, F. A. Schockweiler (εισηγητή) και H. Ragnemalm, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: N. Fennelly
γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
* η Bestuur van de Bedrijfsvereniging voor Detailhandel, Ambachten en Huisvrouwen, εκπροσωπούμενη από την J. R. van Es-de Vries και τον J. van Doorn, νομικούς συνεργάτες,
* η Bestuur van de Nieuwe Algemene Bedrijfsvereniging, εκπροσωπούμενη από τον C. R. J. A. M. Brent, προϊστάμενο του τμήματος διοικήσεως και νομικών υποθέσεων της ενώσεως Gemeenschappelijk Administratiekantoor,
* η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από τον A. Bos, νομικό σύμβουλο του Υπουργείου Εξωτερικών,
* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την M. Wolfcarius και τον B. J. Drijber, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Bestuur van de Bedrijfsvereniging voor Detailhandel, Ambachten en Huisvrouwen, εκπροσωπηθείσας από τον J. van Doorn, της Bestuur van de Nieuwe Algemene Bedrijfsvereniging, εκπροσωπηθείσας από τον F. W. M. Keunen, νομικό συνεργάτη της ενώσεως Gemeenschappelijk Administratiekantoor, της Κυβερνήσεως των Κάτω Χωρών, εκπροσωπηθείσας από τον J. S. van den Oosterkamp, αναπληρωτή νομικό σύμβουλο του Υπουργείου Εξωτερικών, και της Επιτροπής, εκπροσωπηθείσας από τον B. J. Drijber, κατά τη συνεδρίαση της 9ης Νοεμβρίου 1995,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με διάταξη της 7ης Οκτωβρίου 1994, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Οκτωβρίου 1994, το Centrale Raad van Beroep υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160, στο εξής: οδηγία 79/7).
2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο δύο διαφορών μεταξύ, αφενός, της Y. M. Posthuma-van Damme και της Bestuur van de Bedrijfsvereniging voor Detailhandel, Ambachten en Huisvrouwen (διοικήσεως του επαγγελματικού σωματείου λιανικού εμπορίου, χειροτεχνών και οικοκυρών, στο εξής: Detam) και, αφετέρου, του N. Oztuerk και της Bestuur van de Nieuwe Algemene Bedrijfsvereniging (διοικήσεως του νέου γενικού επαγγελματικού σωματείου, στο εξής: ΝΑΒ), σχετικά με την κατάργηση (στην περίπτωση της Posthuma-van Damme) και την άρνηση χορηγήσεως (στην περίπτωση του Oztuerk) παροχής λόγω ανικανότητας προς εργασία βάσει του Algemene Arbeidsongeschiktheidswet (νόμου περί γενικής ρυθμίσεως της ανικανότητας προς εργασία, στο εξής: AAW) της 11ης Δεκεμβρίου 1975.
3 Πρέπει να υπενθυμιστεί η επίμαχη νομοθεσία, η οποία έχει ήδη περιγραφεί στην απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Φεβρουαρίου 1994, C-343/92, Roks κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. Ι-571, σκέψεις 3 έως 8).
4 Αρχικά, ο AAW, ο οποίος άρχισε να ισχύει την 1η Οκτωβρίου 1976, παρείχε στους άνδρες, καθώς και στις άγαμες γυναίκες, μετά από ανικανότητα προς εργασία διαρκείας ενός έτους, δικαίωμα επί παροχής λόγω ανικανότητας προς εργασία, το ύψος της οποίας δεν εξηρτάτο ούτε από άλλα ενδεχόμενα εισοδήματα του δικαιούχου ούτε από την απώλεια εισοδήματος που αυτός υφίστατο.
5 Το δικαίωμα επί παροχής βάσει του AAW επεκτάθηκε στις έγγαμες γυναίκες με τον Wet invoering gelijke uitkeringsrechten voor mannen en vrouwen (νόμο περί ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά το δικαίωμα επί παροχών) της 20ής Δεκεμβρίου 1979. Ο νόμος αυτός εξάρτησε συγχρόνως το δικαίωμα επί της παροχής, ως προς όλους τους ασφαλισμένους πλην ορισμένων κατηγοριών, από την προϋπόθεση ότι ο δικαιούχος έχει αποκτήσει, κατά το έτος που προηγήθηκε της ενάρξεως της ανικανότητάς του προς εργασία, ορισμένο εισόδημα από ή σε σχέση με την άσκηση εργασίας ανώτερο ή ίσο, αρχικώς, προς 3 423,81 ολλανδικά φιορίνια (HFL) (στο εξής: προϋπόθεση εισοδήματος). Αυτή η προϋπόθεση εισοδήματος ίσχυε έναντι όλων των προσώπων των οποίων η ανικανότητα προς εργασία είχε αρχίσει μετά την 1η Ιανουαρίου 1979.
6 Δυνάμει των μεταβατικών διατάξεων του προαναφερθέντος νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 1979, οι άγαμοι άνδρες και οι άγαμες γυναίκες των οποίων η ανικανότητα προς εργασία είχε αρχίσει πριν από την 1η Ιανουαρίου 1979, εξακολουθούσαν να δικαιούνται παροχή χωρίς να χρειάζεται να πληρούν την προϋπόθεση εισοδήματος. Οι έγγαμες γυναίκες των οποίων η ανικανότητα αναγόταν σε χρόνο προγενέστερο της 1ης Οκτωβρίου 1975 δεν είχαν κανένα δικαίωμα επί της παροχής, έστω και αν πληρούσαν την προϋπόθεση εισοδήματος. Εξάλλου, αυτές των οποίων η ανικανότητα είχε αρχίσει μεταξύ της 1ης Οκτωβρίου 1975 και της 1ης Ιανουαρίου 1979 είχαν δικαίωμα επί της παροχής μόνον αν πληρούσαν την προϋπόθεση εισοδήματος.
7 Με διάφορες αποφάσεις της 5ης Ιανουαρίου 1988, το Centrale Raad van Beroep έκρινε ότι οι μεταβατικές αυτές διατάξεις συνιστούσαν διάκριση λόγω φύλου, ασυμβίβαστη προς το άρθρο 26 του Διεθνούς Συμφώνου περί Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, της 19ης Δεκεμβρίου 1966 (Recueil des traites, τόμος 999, σ. 171), και ότι οι έγγαμες γυναίκες των οποίων η ανικανότητα προς εργασία υφίστατο πριν από την 1η Ιανουαρίου 1979 είχαν δικαίωμα, από 1ης Ιανουαρίου 1980, ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 1979, επί παροχής βάσει του AAW υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ίσχυαν για τους άνδρες, ήτοι ανεξάρτητα από την προϋπόθεση εισοδήματος, ακόμη και αν η ανικανότητά τους προς εργασία αναγόταν σε χρόνο προγενέστερο της 1ης Οκτωβρίου 1975.
8 Οι μεταβατικές διατάξεις που κρίθηκαν ότι εισάγουν διάκριση σε βάρος των εγγάμων γυναικών καταργήθηκαν με νόμο της 3ης Μαΐου 1989. Πάντως, το άρθρο ΙΙΙ του νόμου αυτού προέβλεψε ότι τα πρόσωπα των οποίων η ανικανότητα προς εργασία ανάγεται σε χρόνο προγενέστερο της 1ης Ιανουαρίου 1979 και υποβάλλουν αίτηση παροχής βάσει του AAW μετά τις 3 Μαΐου 1989 πρέπει να πληρούν την προϋπόθεση εισοδήματος, το δε άρθρο IV όρισε ότι η παροχή βάσει του AAW παύει να καταβάλλεται στα πρόσωπα των οποίων η ανικανότητα προς εργασία ανάγεται σε χρόνο προγενέστερο της 1ης Ιανουαρίου 1979, αν δεν πληρούν την προϋπόθεση εισοδήματος. Η παύση καταβολής της παροχής, η οποία αρχικά έπρεπε να εφαρμοστεί την 1η Ιουνίου 1990, αναβλήθηκε με μεταγενέστερο νόμο για την 1η Ιουλίου 1991.
9 Με απόφαση της 23ης Ιουνίου 1992, το Centrale Raad van Beroep έκρινε ότι το ύψος του ποσού που αφορά η προϋπόθεση εισοδήματος, το οποίο το 1988 ήταν 4 403,52 HFL ετησίως, συνιστούσε έμμεση δυσμενή διάκριση σε βάρος των γυναικών, αντίθετη προς το άρθρο 26 του προαναφερθέντος Διεθνούς Συμφώνου και προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, καθώς και ότι η προϋπόθεση εισοδήματος έπρεπε να θεωρείται ότι πληρούται όταν ο ασφαλισμένος είχε αποκτήσει, κατά τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε της ενάρξεως της ανικανότητάς του προς εργασία, "κάποιο εισόδημα".
10 Η Y. M. Posthuma-van Damme, η οποία εργάστηκε ως ανεξάρτητη εργαζομένη μαζί με τον σύζυγό της σε πρατήριο βενζίνης, έπαυσε τις δραστηριότητές της κατά τα τέλη του 1974 για λόγους υγείας και αναγνωρίστηκε ως ανίκανη προς εργασία από 1ης Οκτωβρίου 1976. Κατόπιν της εκδόσεως των προαναφερθεισών αποφάσεων του Centrale Raad van Beroep της 5ης Ιανουαρίου 1988, η Detam αποφάσισε, στις 25 Ιουλίου 1989, να της χορηγήσει από τις 14 Απριλίου 1985 παροχή λόγω ανικανότητας προς εργασία βάσει του AAW. Ωστόσο, με απόφαση της 26ης Μαρτίου 1991, η Detam κατάργησε αυτήν την παροχή από 1ης Ιουλίου 1991, κατ' εφαρμογήν του άρθρου IV του νόμου της 3ης Μαΐου 1989, όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως, με την αιτιολογία ότι, κατά τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε της ενάρξεως της ανικανότητάς της προς εργασία, η ενδιαφερομένη δεν πληρούσε την προϋπόθεση εισοδήματος.
11 Ο N. Oztuerk άσκησε διάφορες δραστηριότητες απασχολούμενος σε διάφορους εργοδότες έως το 1988. Στη συνέχεια, εισέπραττε βοήθημα έως τις 17 Απριλίου 1990 βάσει του Rijksgroepsregeling Werkloze Werknemmers (εθνικού κανονισμού υπέρ των ευρισκομένων σε ανεργία εργαζομένων). Αργότερα αναγνωρίστηκε ότι ήταν ανίκανος προς εργασία από 1ης Απριλίου 1989. Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 6 του AAW, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον νόμο της 20ής Δεκεμβρίου 1979, η ΝΑΒ αρνήθηκε, με απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1992, να του χορηγήσει παροχή βάσει του AAW, με την αιτιολογία ότι, κατά τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε της ενάρξεως της ανικανότητάς του προς εργασία, δεν πληρούσε την προϋπόθεση εισοδήματος.
12 Κατόπιν της απορρίψεως, ως αβασίμων, των προσφυγών που άσκησαν η Posthuma-van Damme και ο Oztuerk ενώπιον του Arrondissementsrechtbank te Rotterdam κατά των αποφάσεων, αντιστοίχως, περί καταργήσεως και μη χορηγήσεως παροχής βάσει του AAW, οι ανωτέρω άσκησαν έφεση ενώπιον του Centrale Raad van Beroep, το οποίο αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
"Αν διαπιστώνεται ότι μια προϋπόθεση εισοδήματος, η οποία επιβάλλεται από προβλεπόμενο εκ του νόμου σύστημα που αφορά την ανικανότητα προς εργασία, επηρεάζει περισσότερο τις γυναίκες από ό,τι τους άνδρες:
1) (όσον αφορά την πρώτη υπόθεση) Έχει το κοινοτικό δίκαιο την έννοια ότι απαγορεύει τη διακοπή, κατ' εφαρμογήν του άρθρου IV του νόμου της 3ης Μαΐου 1989, της χορηγήσεως παροχής λόγω ανικανότητας προς εργασία δυνάμει του νόμου AAW, η οποία χορηγήθηκε λόγω ανικανότητας προς εργασία που επήλθε πριν από την 1η Ιανουαρίου 1979, με την αιτιολογία ότι, από 1ης Ιουλίου 1991, ο εν λόγω νόμος εξαρτά τη διατήρηση του δικαιώματος λήψεως παροχών από την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος είχε εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα ή σε σχέση με μια τέτοια δραστηριότητα πριν από την επέλευση της ανικανότητας;
2) (όσον αφορά τη δεύτερη υπόθεση) Έχει το κοινοτικό δίκαιο την έννοια ότι ο οικείος φορέας δεν μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση παροχών λόγω ανικανότητας προς εργασία δυνάμει του AAW κατ' εφαρμογήν του άρθρου 6 του AAW (όπως τροποποιήθηκε από της ενάρξεως της ισχύος του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 1979 και λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως του Centrale Raad van Beroep της 23ης Ιουνίου 1992), που εξαρτά τη χορήγηση της παροχής από την προϋπόθεση ότι ο δικαιούχος είχε εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα ή σε σχέση με μια τέτοια δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε της ημέρας επελεύσεως της ανικανότητας προς εργασία, ήτοι εν προκειμένω της 1ης Απριλίου 1989;"
13 Στη διάταξη περί παραπομπής, το εθνικό δικαστήριο διευκρινίζει ότι, με τα ερωτήματα αυτά, επιδιώκει να πληροφορηθεί αν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο μια προϋπόθεση εισοδήματος περιεχόμενη σε νομοθεσία ασφαλίσεως κατά της ανικανότητας προς εργασία, καθώς και την ακριβή έκταση εφαρμογής, ως προς το θέμα αυτό, των απαντήσεων που έδωσε το Δικαστήριο με την προμνησθείσα απόφαση Roks κ.λπ. Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι, ενόψει όρισμένων εκφράσεών της, η απόφαση αυτή επιδέχεται διάφορες ερμηνείες και διερωτάται, ειδικότερα, μήπως η απάντηση που δόθηκε στο τρίτο ερώτημα υπερέβη το πλαίσιο του υποβληθέντος ερωτήματος, με το οποίο ερωτάτο αν μια διάταξη όπως το άρθρο IV του νόμου της 3ης Μαΐου 1989, η οποία εξαρτά τη διατήρηση του δικαιώματος επί παροχής από πρόσθετη προϋπόθεση αφορώσα την απώλεια εισοδήματος εξ εργασίας κατά τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε της επελεύσεως της ανικανότητας, μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσιονομικής φύσεως.
14 Ενόψει αυτών των αμφιβολιών, πρέπει καταρχάς να υπενθυμιστεί ότι, με την προμνησθείσα απόφαση Roks κ.λπ., το Δικαστήριο, απαντώντας στα ερωτήματα που του είχε υποβάλει το Raad van Beroep te 's-Hertogenbosch, αποφάνθηκε ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν αντιτίθεται στη θέσπιση εθνικής νομοθεσίας η οποία, εξαρτώντας τη διατήρηση του ευεργετήματος της παροχής λόγω ανικανότητας προς εργασία από μία προϋπόθεση που ισχύει εφεξής τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, έχει ως αποτέλεσμα την αφαίρεση από τις γυναίκες, για το μέλλον, των δικαιωμάτων που αντλούσαν από το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 (σημείο 2 του διατακτικού).
15 Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία εξαρτά τη χορήγηση παροχής λόγω ανικανότητας προς εργασία από την προϋπόθεση πραγματοποιήσεως κάποιου εισοδήματος κατά το έτος που προηγήθηκε της ενάρξεως της ανικανότητας, η οποία προϋπόθεση, καίτοι δεν κάνει διάκριση ανάλογα με το φύλο, αφορά πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών παρά ανδρών, ακόμη και όταν η θέσπιση της εθνικής αυτής νομοθεσίας στηρίζεται σε λόγους δημοσιονομικής φύσεως (σημείο 3 του διατακτικού).
16 Πρέπει, στη συνέχεια, να παρατηρηθεί ότι το Δικαστήριο, εξετάζοντας το κατά πόσον το κοινοτικό δίκαιο απαγόρευε τη θέσπιση εθνικής νομοθεσίας, η οποία εξαρτώντας τη διατήρηση του δικαιώματος επί παροχής ανικανότητας προς εργασία από προϋπόθεση η οποία ισχύει εφεξής τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, είχε ως αποτέλεσμα την αφαίρεση από τις γυναίκες, για το μέλλον, των δικαιωμάτων που αντλούσαν από το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, επιφυλάχθηκε ρητώς να εξετάσει κατά πόσον, αυτή καθαυτή, μια προϋπόθεση εισοδήματος, όπως αυτή για την οποία επρόκειτο στην κύρια δίκη, τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών (προμνησθείσα απόφαση Roks κ.λπ., τέλος της σκέψεως 29).
17 Πρέπει, τέλος, να διευκρινιστεί ότι το τρίτο ερώτημα στην προμνησθείσα υπόθεση Roks κ.λπ. αφορούσε αποκλειστικά και μόνο το κατά πόσον μια έμμεση διάκριση λόγω φύλου, απορρέουσα από την εφαρμογή προϋποθέσεως εισοδήματος όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, την οποία το εθνικό δικαστήριο θεωρούσε αποδεδειγμένη, μπορούσε να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσιονομικής φύσεως. Επομένως, η αρνητική απάντηση την οποία έδωσε συναφώς το Δικαστήριο δεν μπορεί να προδικάσει την κρίση όσον αφορά άλλους ενδεχόμενους λόγους.
18 Ενόψει των ανωτέρω, τα προδικαστικά ερωτήματα του Centrale Raad van Beroep πρέπει να εκληφθούν ως αφορώντα το ερώτημα αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία εξαρτά τη χορήγηση παροχής λόγω ανικανότητας προς εργασία από την προϋπόθεση πραγματοποιήσεως ορισμένου εισοδήματος από επαγγελματική δραστηριότητα ή σε σχέση με μια τέτοια δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε της ενάρξεως της ανικανότητας, όταν είναι δεδομένο ότι η προϋπόθεση αυτή θίγει περισσότερο τις γυναίκες παρά τους άνδρες.
19 Δεδομένου ότι η Επιτροπή, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το αν τα πρόσωπα που δεν πληρούν μια τέτοια προϋπόθεση εισοδήματος, δηλαδή τα οποία δεν πραγματοποίησαν, κατά τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε της ενάρξεως της ανικανότητάς τους προς εργασία, ορισμένο εισόδημα από επαγγελματική δραστηριότητα ή σε σχέση με μια τέτοια δραστηριότητα, εμπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7, πρέπει να υπενθυμιστεί, προκαταρκτικώς, ότι η οδηγία, σύμφωνα με το οικείο άρθρο 2, "εφαρμόζεται επί του ενεργού πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων και των ανεξάρτητα εργαζομένων, των εργαζομένων των οποίων η δραστηριότης έχει διακοπεί λόγω ασθενείας, ατυχήματος ή μη ηθελημένης ανεργίας και επί των προσώπων που αναζητούν εργασία, καθώς και επί των συνταξιούχων και των αναπήρων εργαζομένων".
20 Όπως το Δικαστήριο πρόσφατα ακόμα έκρινε με τις αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995 στις υποθέσεις C-317/93, Nolte (απόφαση η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 17), και C-444/93, Megner και Scheffel (απόφαση η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 16), από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η έννοια του ενεργού πληθυσμού είναι ευρύτατη, δεδομένου ότι καλύπτει όλους τους εργαζομένους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απλώς αναζητούν εργασία, δεν έχει όμως εφαρμογή σε πρόσωπα που δεν είχαν ποτέ μετάσχει στην αγορά εργασίας ή που έπαυσαν να μετέχουν, χωρίς αιτία γι' αυτό να αποτελεί η επέλευση ενός από τους κινδύνους που αναφέρονται στην οδηγία (βλ. επίσης απόφαση της 27ης Ιουνίου 1989, 48/88, 106/88 και 107/88, Achterberg-te Riele κ.λπ., Συλλογή 1989, σ. 1963, σκέψη 11).
21 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα πρόσωπα τα οποία, κατά τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε της ενάρξεως της ανικανότητάς τους προς εργασία, δεν πραγματοποίησαν, από επαγγελματική δραστηριότητα ή σε σχέση με μια τέτοια δραστηριότητα, ορισμένο εισόδημα δεν εξαιρούνται αναγκαστικά από το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7.
22 Πρέπει, εξάλλου, να παρατηρηθεί ότι, με τη διάταξη περί παραπομπής, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης και να κρίνει, βάσει αυτών των πραγματικών περιστατικών, αν οι προσφεύγοντες στην κύρια δίκη εμπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7, ρητώς ανέφερε, αφενός, ότι η Posthuma-van Damme έπρεπε να θεωρηθεί ως άτομο το οποίο είχε παύσει τις δραστηριότητές του είτε λόγω ανικανότητας προς εργασία είτε λόγω περιελεύσεως σε ανεργία και, αφετέρου, ότι ο Oztuerk είχε παύσει να εργάζεται, λόγω περιελεύσεως σε ανεργία, πριν από τον Απρίλιο του 1989, οπότε άρχισε η ανικανότητά του προς εργασία.
23 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα, όπως αυτά αναδιατυπώθηκαν ανωτέρω στη σκέψη 18, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 απαγορεύει, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, κάθε διάκριση που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση, κυρίως όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως και των προϋποθέσεων υπαγωγής στα συστήματα αυτά.
24 Κατά πάγια νομολογία, η διάταξη αυτή αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικού μέτρου το οποίο, καίτοι έχει ουδέτερη διατύπωση, θέτει στην πράξη σε δυσμενή μοίρα ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών παρά ανδρών, εκτός αν το μέτρο αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς παράγοντες άσχετους προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου. Αυτό συμβαίνει όταν τα επιλεγέντα μέσα ανταποκρίνονται σε θεμιτό σκοπό της κοινωνικής πολιτικής του κράτους μέλους για τη νομοθεσία του οποίου πρόκειται, είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με τη νομοθεσία αυτή σκοπού και αναγκαία προς τούτο (βλ., ως πλέον πρόσφατες, τις προμνησθείσες αποφάσεις Nolte, σκέψη 28, και Megner και Scheffel, σκέψη 24).
25 Η Detam, η ΝΑΒ και η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών υποστηρίζουν, κατ' ουσίαν, ότι, προσθέτοντας στον AAW την προϋπόθεση εισοδήματος, ο νόμος της 20ής Δεκεμβρίου 1979 μετέβαλε το ολλανδικό σύστημα στον τομέα της ασφαλίσεως της εργασίας από ένα σύστημα καθαρά λαϊκής ασφαλίσεως σε ένα σύστημα ασφαλίσεως κατά της απωλείας εισοδήματος, το οποίο εξασφαλίζει ένα ελάχιστο εισόδημα στους ασφαλισμένους, και ότι, προβλέποντας ότι η προϋπόθεση εισοδήματος ισχύει εφεξής για όλους τους ασφαλισμένους, άνδρες και γυναίκες, έγγαμους και άγαμους, που περιήλθαν σε ανικανότητα προς εργασία πριν από ή μετά την 1η Ιανουαρίου 1979, ο νόμος της 3ης Μαΐου 1989 τόνισε τον χαρακτήρα του εν λόγω συστήματος ως συστήματος ασφαλίσεως κατά της απωλείας του εισοδήματος. Οι ανωτέρω θεωρούν ότι, πράττοντας αυτό, ο Oλλανδός νομοθέτης επεδίωξε έναν θεμιτό σκοπό κοινωνικής πολιτικής, συμφυή με πολλά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, ο οποίος συνίσταται στην πρόβλεψη ενός δικαιώματος επί ορισμένης παροχής μόνον υπέρ των προσώπων που έχουν απολέσει εισοδήματα κατόπιν πραγματοποιήσεως του κινδύνου στην κάλυψη του οποίου αποβλέπει η εν λόγω παροχή.
26 Όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο με την προμνησθείσα απόφαση Roks κ.λπ., σκέψη 28, η οδηγία 79/7 αφήνει άθικτη την αρμοδιότητα που αναγνωρίζουν τα άρθρα 117 και 118 της Συνθήκης EK στα κράτη μέλη για να καθορίζουν την κοινωνική τους πολιτική στο πλαίσιο της στενής συνεργασίας που προωθεί η Επιτροπή και, επομένως, τη φύση και την έκταση των μέτρων κοινωνικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, καθώς και τον συγκεκριμένο τρόπο για την υλοποίησή τους. Κατά την άσκηση αυτής της αρμοδιότητας, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως (βλ. προμνησθείσες αποφάσεις Nolte, σκέψη 33, και Megner και Scheffel, σκέψη 29).
27 Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η εξασφάλιση δικαιώματος επί ελαχίστου εισοδήματος σε όσους πραγματοποιούσαν εισόδημα από επαγγελματική δραστηριότητα ή σε σχέση με μια τέτοια δραστηριότητα, την οποία αναγκάστηκαν να παύσουν να ασκούν λόγω ανικανότητας προς εργασία, συνιστά θεμιτό σκοπό κοινωνικής πολιτικής και ότι η εξάρτηση του δικαιώματος επί του εν λόγω ελαχίστου εισοδήματος από την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος είχε πραγματοποιήσει τέτοιο εισόδημα κατά τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε της ενάρξεως της ανικανότητάς του προς εργασία συνιστά ένα μέσο το οποίο είναι κατάλληλο για την επίτευξη του σκοπού αυτού και το οποίο ο εθνικός νομοθέτης, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του, μπορούσε ευλόγως να θεωρήσει ως αναγκαίο προς τούτο.
28 Το γεγονός ότι αυτό το σύστημα αντικατέστησε ένα σύστημα καθαρά λαϊκής ασφαλίσεως και ότι ο αριθμός των προσώπων που μπορούν να επωφεληθούν από αυτό περιορίστηκε εκ των υστέρων μόνο στα πρόσωπα τα οποία πράγματι απώλεσαν, κατά τον χρόνο επελεύσεως του κινδύνου, εισόδημα το οποίο πραγματοποιούσαν από επαγγελματική δραστηριότητα ή σε σχέση με μια τέτοια δραστηριότητα δεν είναι ικανό να επηρεάσει τη διαπίστωση αυτή.
29 Όντως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία μνημονεύθηκε στη σκέψη 29 της προαναφερθείσας αποφάσεως Roks κ.λπ. και επικυρώθηκε με την απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1995, C-137/94, Richardson (η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 24), προκύπτει ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα που έχουν ως αποτέλεσμα την αφαίρεση από ορισμένες κατηγορίες προσώπων του ευεργετήματος παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν αντιτίθενται στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7. Συνεπώς, με την ίδια αυτή προϋπόθεση, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν, στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής τους, νέους κανόνες εφαρμογής που έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του αριθμού των δικαιούχων μιας παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως.
30 Ενόψει των ανωτέρω σκέψεων, στα ερωτήματα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 δεν εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία εξαρτά το δικαίωμα επί παροχής λόγω ανικανότητας προς εργασία από την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει πραγματοποιήσει ορισμένο εισόδημα από επαγγελματική δραστηριότητα ή σε σχέση με μια τέτοια δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε της ενάρξεως της ανικανότητάς του, ακόμα και αν είναι δεδομένο ότι η προϋπόθεση αυτή πλήττει περισσότερες γυναίκες παρά άνδρες.
Επί των δικαστικών εξόδων
31 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 7ης Οκτωβρίου 1994 το Centrale Raad van Beroep, αποφαίνεται:
Tο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/EOK του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, δεν εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία εξαρτά το δικαίωμα επί παροχής λόγω ανικανότητας προς εργασία από την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει πραγματοποιήσει ορισμένο εισόδημα από επαγγελματική δραστηριότητα ή σε σχέση με μια τέτοια δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε της ενάρξεως της ανικανότητάς του, ακόμα και αν είναι δεδομένο ότι η προϋπόθεση αυτή πλήττει περισσότερες γυναίκες παρά άνδρες.