ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

GIUSEPPE TESAURO

της 26ης Οκτωβρίου 1995 ( *1 )

1. 

Το Tribunal correctionnel d'Arlon ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του αν συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο ορισμένες υποχρεώσεις καταβολής εισφορών που επιβάλλονται από βελγική κανονιστική ρύθμιση, και συγκεκριμένα από συλλογική σύμβαση η οποία έχει καταστεί υποχρεωτική δυνάμει βασιλικού διατάγματος, σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη, εν προκειμένω στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, οι οποίες πραγματοποιούν παροχές υπηρεσιών επί βελγικού εδάφους χρησιμοποιώντας προς τούτο δικούς τους μισθωτούς.

Ζητείται, ως εκ τούτου, να καθοριστεί αν οι όροι που επιβάλλει η χώρα υποδοχής, κατ' εφαρμογήν της εργατικής νομοθεσίας της, έχουν ως αποτέλεσμα την παρακώλυση της δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών που ασκεί η επιχείρηση στην οποία ανήκουν οι εργαζόμενοι, οπότε οι όροι αυτοί αντιβαίνουν στην κοινοτική νομοθεσία περί παροχής υπηρεσιών.

2. 

Το ζήτημα που ανέκυψε αφορά, στην πραγματικότητα, ορισμένες πτυχές της βελγικής νομοθεσίας που διέπει τους όρους αμοιβής των εργαζομένων στον οικοδομικό τομέα, και ειδικότερα όσον αφορά ορισμένες συμπληρωματικές αμοιβές με τις οποί; επιβαρύνονται οι εργοδότες λόγω της ειδικής φύσεως της εν λόγω δραστηριότητας. Η νομοθεσία αυτή μπορεί να περιγραφεί ως εξής:

Το άρθρο 2 της συλλογικής συμβάσεως εργασίας της 28ης Απριλίου 1988 (στο εξής: σύμβαση), η οποία συνήφθη στο πλαίσιο της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως του οικοδομικού τομέα και κατέστη υποχρεωτική με βασιλικό διάταγμα της 15ης Ιουλίου 1988 ( 1 ), επιβάλλει σε όλες τις επιχειρήσεις του τομέα αυτού την υποχρέωση καταβολής στο Ταμείο ασφαλίσεως οικοδόμων (στο εξής: Ταμείο) εισφοράς 9,12 %, από την οποία το μεν 9 % προορίζεται για τους ίδιους τους εργαζόμενους υπό μορφή «ενσήμων πίστεως», το δε 0,12 % για την κάλυψη των εξόδων διαχειρίσεως του Ταμείου. Ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων του εν λόγω τομέα, και συγκεκριμένα οι επιχειρήσεις των οποίων οι εργαζόμενοι διατρέχουν τον κίνδυνο να μη μπορούν να εργαστούν λόγω καιρικών συνθηκών, υποχρεούνται επιπλέον να καταβάλλουν στο Ταμείο, σύμφωνα με το άρθρο 3 της ιδίας συμβάσεως, περαιτέρω εισφορά 2,1 %, από την οποία το 2 % προορίζεται για τους εργαζόμενους υπό μορφή «ενσήμων κακοκαιρίας», το δε 0,1 % για την κάλυψη των εξόδων διαχειρίσεως.

Οι εισφορές που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3, υπολογιζόμενες με βάση το 100 % των ακαθαρίστων αμοιβών κάθε εργαζόμενου (άρθρο 4, σημείο 1, της συμβάσεως), καταβάλλονται από τον εργοδότη στο Office patronal d'organisation et de contrôle des régimes de sécurité d'existence (στο εξής: OPOC), υπηρεσία επιφορτισμένη από το Ταμείο με την είσπραξη και τη συγκέντρωση των εισφορών. Το OPOC χορηγεί, στο τέλος κάθε ετησίας χρήσεως, δελτία με ένσημα στον εργοδότη (άρθρο 14 της συμβάσεως), ο οποίος, με τη σειρά του, παραδίδει ένα αντίτυπο στον εργαζόμενο (άρθρο 15 της συμβάσεως). Ο εργαζόμενος εισπράττει το αντίτιμο των ενσήμων που έχουν επικολληθεί στα δελτία απ' ευθείας από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και το OPOC.

3. 

Για τους σκοπούς της αναλύσεως που ακολουθεί, είναι, εξάλλου, σκόπιμο να υπενθυμίσω προς το παρόν ότι η νομοθεσία του Λουξεμβούργου, ήτοι του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση την οποία αφορά η υπόθεση, δεν είναι μεν ταυτόσημη με τη βελγική νομοθεσία, προβλέπει ωστόσο μηχανισμούς για την προστασία των εργαζομένων στον οικοδομικό τομέα από τον κίνδυνο αδυναμίας προς εργασία λόγω κακοκαιρίας, καθώς επίσης και για την επιβράβευση της πίστης στον τομέα αυτόν. Προς τον σκοπό αυτόν, ο νόμος της 28ης Ιουνίου 1971 ( 2 ) προβλέπει τη χορήγηση αντισταθμιστικού μισθού σε περίπτωση ανεργίας οφειλομένης σε κακοκαιρία κατά το διάστημα από 16 Νοεμβρίου έως 31 Μαρτίου (άρθρο 1). Η αντισταθμιστική αυτή αποζημίωση οφείλεται τόσο σε περίπτωση μεμονωμένων ωρών ανεργίας όσο και σε περίπτωση πλήρων και συνεχών ημερών (άρθρο 5). Η ακαθάριστη αντισταθμιστική αμοιβή την οποία ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο ανέρχεται στο 80 % της κανονικής ακαθάριστης αμοιβής (άρθρο 15).

Εξάλλου, από την 1η Ιανουαρίου 1989, οι εργοδότες υποχρεούνται επιπλέον να καταβάλλουν, μαζί με την αμοιβή του μηνός Δεκεμβρίου, και δώρο τέλους του έτους ανερχόμενο στο 3 % της ακαθάριστης αμοιβής, εφόσον ο εργαζόμενος απασχολείται στην επιχείρηση επί ένα τουλάχιστον έτος ( 3 ). Από την 1η Ιανουαρίου 1993 το δώρο του τέλους του έτους αυξήθηκε στο 4 % της ακαθάριστης αμοιβής ( 4 ).

4. 

Και έρχομαι τώρα στα απλά και αναμφισβήτητα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως. Η Climatec SA, επιχείρηση οικοδομικών εργασιών εγκατεστημένη στο Λουξεμβούργο, πραγματοποίησε, κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο του 1992 έως τον Μάρτιο του 1993, εργασίες στο εργοτάξιο του εργοστασίου Ferrerò στην πόλη Arion του Βελγίου και απασχόλησε προς τον σκοπό αυτό τέσσερις δικούς της εργάτες.

Κατόπιν της αρνήσεως της Climatec να καταβάλει, για τους τέσσερις αποσπασμένους εργάτες, τις εισφορές που επιβάλλει η βελγική νομοθεσία υπό μορφή «ενσήμων πίστεως» και «ενσήμων κακοκαιρίας» και οι οποίες ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 98153 βελγικών φράγκων, η εισαγγελική αρχή κίνησε ποινική διαδικασία κατά του M. Guiot, ως διευθύνοντος συμβούλου της Climatec.

5. 

Στο πλαίσιο αυτής ακριβώς της ποινικής δίκης, το tribunal correctionnel d'Arlon αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο. Το προδικαστικό ερώτημα έχει την ακόλουθη διατύπωση:

«—

Πρέπει τα άρθρα 7, 7 Α, 59 και 60 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση να ερμηνεύονται υπό την έννοιαν ότι το ότι ένα κράτος μέλος καθιστά υποχρεωτική, μέσω συλλογικής συμβάσεως εργασίας (ΣΕΕ) η οποία κατέστη υποχρεωτική με βασιλικό διάταγμα για όλες τις επιχειρήσεις που ασκούν ή έρχονται για να ασκήσουν δραστηριότητα στο έδαφός του δυνάμει του δικαιώματός τους περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, την καταβολή εργοδοτικών εισφορών υπό μορφήν “ενσήμων πίστεως” και “ενσήμων κακοκαιρίας”, υποχρέωση η οποία σωρεύεται με την υποχρέωση που βαρύνει τις επιχειρήσεις αυτές στις χώρες καταγωγής τους να καταβάλλουν ει-σφρσρές οι οποίες καλύπτουν τους ίδιους κινδύνους και έχουν σχεδόν πανομοιότυπο ή παρόμοιο σκοπό, συνιστά παράβαση των προπαρατεθέντων άρθρων, καθ' όσον πρόκειται για μέτρο ενέχον δυσμενή διάκριση, το οποίο συνεπώς αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εντός της Μεγάλης Εσωτερικής Αγοράς χωρίς σύνορα για τον λόγο ότι η εν λόγω υποχρέωση συνεπάγεται ένα πρόσθετο κόστος για τις κοινοτικές επιχειρήσεις, καθιστώντας επομένως αυτές λιγότερο ανταγωνιστικές στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους;

Ειδικότερα, συνάδει προς το άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΟΚ (περιορισμοί της ελεύθερης διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών) η δυνάμει της συλλογικής συμβάσεως εργασίας της 28.4.1988, η οποία κατέστη υποχρεωτική με το Β.Δ. της 15.6.1988, επιβαλλόμενη σε οικοδομική επιχείρηση, εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος και παρέχουσα υπηρεσίες εντός του Βελγίου στον οικοδομικό τομέα, υποχρέωση καταβολής “ενσήμων κακοκαιρίας” και “ενσήμων πίστεως”;»

6. 

Με το ερώτημα αυτό, το οποίο υποδιαιρείται σε δύο σκέλη, ο αιτών δικαστής ερωτά, κατ' ουσίαν, το Δικαστήριο αν τα άρθρα 59 και 60 πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι απαγορεύουν σε ένα κράτος μέλος να επιβάλλει σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος, οι οποίες έρχονται στο έδαφος του πρώτου κράτους προκειμένου να πραγματοποιήσουν παροχή υπηρεσιών χρησιμοποιώντας προς τούτο εργαζομένους εξαρτώμενους από αυτές, την υποχρέωση καταβολής για τους εργαζομένους αυτούς εισφορών που προορίζονται για την αντιστάθμιση της αναγκαστικής αργίας σε περίπτωση κακοκαιρίας, καθώς επίσης και για την επιβράβευση τους με τη χορήγηση βραβείου «πίστεως» στον εν λόγω τομέα.

Προτού ακόμα εξετάσω την ουσία του ζητήματος, ας μου επιτραπεί να επισημάνω ότι το ίδιο το αιτούν δικαστήριο υπογράμμισε (και μάλιστα κατά κυριολεξία), στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος του, ότι η υποχρέωση καταβολής εισφορών που επιβάλλεται στην επιχείρηση από το κράτος μέλος εντός του οποίου πραγματοποιείται η παροχή υπηρεσιών «σωρεύεται με την υποχρέωση» καταβολής εισφορών που βαρύνει την επιχείρηση αυτή στο κράτος μέλος εντός του οποίου είναι εγκατεστημένη: οι επίδικες εισφορές, κατά την άποψη του ίδιου του αιτούντος δικαστηρίου, καλύπτουν στην πραγματικότητα τους ίδιους κινδύνους και επιδιώκουν παρεμφερή, αν όχι ταυτόσημο, σκοπό.

7. 

Δεν αμφισβητείται ότι η περίπτωση που μας απασχολεί αφορά παροχές υπηρεσιών εμπίπτουσες στα άρθρα 59 επ. της Συνθήκης. Η δραστηριότητα περί της οποίας πρόκειται αποτελεί πράγματι οικονομική δραστηριότητα που ασκείται, έναντι αμοιβής, από οικοδομική επιχείρηση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος εντός του οποίου πραγματοποιείται η παροχή υπηρεσιών.

Η ιδιαιτερότητα της υπό κρίση περιπτώσεως έγκειται στο γεγονός ότι η παροχή υπηρεσιών συνοδεύεται από προσωρινή απόσπαση των εργαζομένων στο κράτος μέλος εντός του οποίου πρέπει να πραγματοποιηθεί η παροχή ( 5 ), περίπτωση η οποία, εξάλλου, ήδη έχει εξεταστεί από το Δικαστήριο στο πλαίσιο προγενεστέρων αποφάσεων ( 6 ). Ακριβώς δε λόγω της, έστω και πρόσκαιρης, παρουσίας των εργαζομένων αυτών στο βελγικό έδαφος επιβάλλεται στην επιχείρηση η οποία πραγματοποιεί την παροχή η υποχρέωση καταβολής των επιδίκων εισφορών.

8. 

Τούτου λεχθέντος, υπενθυμίζω καταρχάς ότι η αφορώσα την παροχή υπηρεσιών νομολογία έχει πλέον διευκρινίσει με σαφείς όρους, ακολουθώντας προσέγγιση ανάλογη με εκείνη που έχει καθιερώσει όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, ότι το άρθρο 59 απαιτεί «την κατάργηση κάθε περιορισμού, ακόμη και αν αυτός εφαρμόζεται αδιακρίτως στους ημεδαπούς παρέχοντες υπηρεσίες και σ' αυτούς των άλλων κρατών μελών, οσάκις αυτός μπορεί να διακόψει ή να παρεμποδίσει κατ' άλλον τρόπο τις δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, όπου νομίμως παρέχει τις ανάλογες υπηρεσίες» ( 7 ).

Συνεπώς, ακόμα και εν απουσία εναρμονίσεως στον τομέα αυτόν, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή καθιερού-μενη από τη Συνθήκη, μπορεί να περιοριστεί μόνον από ρυθμίσεις δικαιολογούμενες από το γενικό συμφέρον και έχουσες εφαρμογή σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα στο έδαφος του κράτους όπου παρέχονται οι υπηρεσίες, εφόσον το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από κανόνες στους οποίους ο παρέχων υπηρεσίες υπόκειται εντός του κράτους μέλους όπου έχει την εγκατάσταση του και, ασφαλώς, υπό την προϋπόθεση ότι το ίδιο αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω λιγότερο περιοριστικών κανόνων ( 8 ).

9. 

Είναι προφανές ότι η αμφισβητούμενη εθνική ρύθμιση ( 9 ), καίτοι εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στους ημεδαπούς παρέχοντες υπηρεσίες όσο και σ' αυτούς που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη, περιορίζει στην πράξη την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών εντός της Κοινότητας.

Πράγματι, οι επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε ένα κράτος μέλος και οι οποίες — όπως η Climatec — προτίθενται να πραγματοποιήσουν παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος, μεταφέροντας εκεί προς τον σκοπό αυτόν δικούς τους εργαζομένους, επιβαρύνονται ήδη, εντός της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένες, με τις ασφαλιστικές εισφορές και τα λοιπά συναφή με τη μισθοδοσία βάρη όσον αφορά τους εργαζομένους τους. Εν ολίγοις, πρόκειται για επιχειρήσεις οι οποίες ήδη υποχρεούνται να ανταποκριθούν (και ανταποκρίνονται) στις απαιτήσεις της νομοθεσίας του κράτους εντός του οποίου είναι εγκατεστημένες.

10. 

Είναι αληθές ότι το κοινοτικό δίκαιο, όπως επανειλημμένως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, δεν κωλύει τα κράτη μέλη να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας τους ή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που συνάπτονται από τους κοινωνικούς εταίρους σχετικά με τους κατώτατους μισθούς, σε κάθε πρόσωπο που παρέχει έμμισθη εργασία, έστω και προσωρινού χαρακτήρα, επί του εδάφους τους, ανεξαρτήτως της χώρας εγκαταστάσεως του εργοδότη ομοίως, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν την τήρηση των κανόνων αυτών με τα κατάλληλα μέσα ( 10 ).

Η ανωτέρω διαπίστωση συνεπάγεται, προφανώς, ότι το κοινοτικό δίκαιο αναγνωρίζει ότι μια νομοθεσία περί ελαχίστων κοινωνικών παροχών επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος ο οποίος είναι άξιος προστασίας. Η τήρηση μιας τέτοιας νομοθεσίας, εν απουσία εναρμονίσεως ή έστω συντονισμού στον συγκεκριμένο τομέα ( 11 ), μπορεί συνεπώς να επιβληθεί και στους παρέχοντες υπηρεσία οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη, νομιμοποιώντας έτσι ορισμένους περιορισμούς της εν λόγω ελευθερίας, μόνον όμως με τα κατάλληλα μέσα. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμα και σ' αυτήν την περίπτωση, πρέπει να εξετάζεται το στοιχείο της αναλογικότητας.

11. 

Ειδικότερα, επί του θέματος που μας απασχολεί, το ίδιο το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν αποτελεί «κατάλληλο μέσο μία κανονιστική ρύθμιση ή πρακτική που επιβάλλει πατά γενικό τρόπο μία κοινωνική ή παρακοινωνική επιβάρυνση, που περιορίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, σε όλους τους παρέχοντες υπηρεσίες, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος και χρησιμοποιούν εργαζομένους υπηκόους τρίτων χωρών, ασχέτως εάν έχουν τηρήσει ή όχι την κανονιστική ρύθμιση περί κατωτάτου κοινωνικού μισθού του κράτους μέλους όπου εκτελείται η παροχή, δεδομένου ότι ένα τέτοιο γενικό μέτρο δεν θα ήταν ως εκ της φύσεώς του ικανό να επιτύχει την τήρηση της κανονιστικής αυτής ρυθμίσεως ούτε να ωφελήσει, κατά οιονδήποτε τρόπο, το οικείο εργατικό δυναμικό» ( 12 ).

Ανεξαρτήτως του ελέγχου για τη διαπίστωση του αν, στην περίπτωση που μας απασχολεί, οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι απολαύουν ή όχι στην πράξη ενός πλεονεκτήματος σε αντιστάθμιση των υποχρεώσεων καταβολής εισφορών που επιβάλλονται στον εργοδότη, πράγμα το οποίο αμφισβητεί η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου, γεγονός παραμένει ότι πρόκειται για μια γενική ρύθμιση η οποία, ως τοιαύτη, είναι ακατάλληλη προς διασφάλιση της επιτεύξεως του επιδιωκομένου σκοπού. Είναι, πράγματι, προφανέστατο ότι οι υποχρεώσεις καταβολής εισφοράς οι οποίες επιβάλλονται από τη βελγική νομοθεσία σε όλες τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν παροχή υπηρεσιών στο βελγικό έδαφος, μεταφέροντας προς τον σκοπό αυτόν δικούς τους εργαζομένους, δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη τον ελάχιστο κοινωνικό μισθό που εισπράττουν οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στις επιχειρήσεις αυτές. Με άλλες λέξεις, η αμφισβητούμενη ρύθμιση εφαρμόζεται πάντοτε και σε κάθε περίπτωση, επομένως δε και στην περίπτωση που οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να λάβουν ελάχιστο κοινωνικό μισθό υψηλότερο από εκείνον που εισπράττουν οι εργαζόμενοι που υπάγονται στη νομοθεσία του κράτους εντός του οποίου πραγματοποιείται η παροχή υπηρεσιών.

12. 

Από την οπτική αυτή γωνία, εκείνο που πρέπει να εξεταστεί, υπό το φως της προ-μνησθείσας νομολογίας σύμφωνα με την οποία ο παρέχων υπηρεσίες δεν πρέπει να υπάγεται ήδη σε ανάλογη ρύθμιση στο κράτος εντός του οποίου είναι εγκατεστημένος ( 13 ), είναι το κατά πόσον οι απαιτήσεις της νομοθεσίας του κράτους εγκαταστάσεως, εν προκειμένω του Λουξεμβούργου, είναι ανάλογες ή τουλάχιστον συγκρίσιμες με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας του κράτους εντός του οποίου πραγματοποιείται η παροχή υπηρεσιών, στην υπό κρίση περίπτωση του Βελγίου.

Δεδομένου ότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να προβεί, στο πλαίσιο προδικαστικής διαδικασίας, σε συγκριτική ανάλυση των δύο επιδίκων νομοθεσιών, σκόπιμο είναι να επισημανθεί, για μία ακόμη φορά, ότι το αιτούν δικαστήριο ανέφερε με τη διάταξη περί παραπομπής ότι οι αμφισβητούμενες εισφορές επιβάλλονται σωρευτικώς με τις εισφορές που επιβάλλονται από τη συναφή λουξεμβουργιανή νομοθεσία. Για τους σκοπούς της παρούσας αναλύσεως πρέπει, εξάλλου, να διευκρινιστεί ότι ασφαλώς δεν απαιτείται πλήρης ταυτότητα ή αντιστοιχία μεταξύ των υποχρεώσεων καταβολής εισφορών που επιβάλλονται από τις νομοθεσίες των εν λόγω δύο κρατών: απλούστερα, εκείνο που απαιτείται είναι να πρόκειται για ανάλογες εισφορές και, ειδικότερα, αποβλέπουσες σε παρόμοιους σκοπούς.

13. 

Υπ' αυτήν την έννοια έχει, εξάλλου, αποφανθεί και η συναφής νομολογία. Πράγματι, το Δικαστήριο, σε υπόθεση ανάλογη από ορισμένες πλευρές προς την υπό κρίση, έκρινε ότι η επιβολή, στους παρέχοντες υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος, των ιδίων υποχρεώσεων που βαρύνουν τους ημεδαπούς παρέχοντες υπηρεσίες συνεπάγεται πρόσθετη επιβάρυνση, καταρχήν ασυμβίβαστη με τους κανόνες περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο χαρακτήρισε ως κεκαλυμμένη δυσμενή διάκριση την περίπτωση κατά την οποία «η υποχρέωση καταβολής των εργοδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως που επιβάλλεται σε εκείνους που είναι εγκατεστημένοι στο εθνικό έδαφος επεκτείνεται στους εργοδότες οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος και οφείλουν ήδη παρόμοιες εισφορές για τους ίδιους εργαζομένους και για τις ίδιες περιόδους εργασίες δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους αυτού. Πράγματι, υπό τέτοιες συνθήκες, η κανονιστική ρύθμιση του κράτους όπου εκτελείται η παροχή αποδεικνύεται οικονομικώς ως συμπληρωματική επιβάρυνση για τους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος εργοδότες, οι οποίοι στην πραγματικότητα υφίστανται βαρύτερες επιβαρύνσεις από τους παρέχοντες υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένοι στο εθνικό έδαφος» ( 14 ).

Εκκινώντας από την ίδια διαπίστωση, το Δικαστήριο έκρινε ομοίως ότι επιχειρήσεις παρέχουσες υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος, μετακινώντας επί τόπου δικό τους προσωπικό, δεν υποχρεούνται να απευθύνονται στους οργανισμούς απασχολήσεως εργατικού δυναμικού της χώρας υποδοχής και να υποβάλλονται στις σχετικές διαδικασίες: και αυτό, εξυπακούεται, στο μέτρο που οι επιχειρήσεις αυτές έχουν ήδη τηρήσει, στη χώρα εγκαταστάσεώς τους, τις νόμιμες διαδικασίες για την πρόσληψη προσωπικού (αλλοδαπού ή μη) και έχουν ήδη ανταποκριθεί στις συναφείς διοικητικές και οικονομικές υποχρεώσεις ( 15 ).

14. 

Όπως προκύπτει από τη δικογραφία και καταδείχθηκε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Climatec υπέχει ήδη, εντός του κράτους εγκαταστάσεώς της, υποχρέωση καταβολής εισφορών εχουσών σκοπό παρεμφερή με εκείνον που επιδιώκει η επίδικη βελγική ρύμιση, υποχρεούται δε στην καταβολή των εισφορών αυτών και για τους εργαζόμενους που είναι προσωρινά αποσπασμένοι, και ειδικότερα για τις συγκεκριμένες περιόδους δραστηριότητας των εν λόγω εργαζομένων στο κράτος εντός του οποίου πραγματοποιείται η παροχή υπηρεσιών. Η ίδια η Βελγική Κυβέρνηση, εξάλλου, μολονότι υπογράμμισε τις διαφορές που υφίστανται μεταξύ των δύο σχετικών εθνικών ρυθμίσεων, ουδόλως απέδειξε ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά από πλευράς λειτουργίας καθεστώτα, αναγνωρίζοντας ακόμα και το αναγκαίο της προβλέψεως ενός μηχανισμού για τη λήψη υπόψη των εισφορών οι οποίες ήδη έχουν καταβληθεί από την επιχείρηση, για παρόμοιους σκοπούς, εντός του κράτους εγκαταστάσεως της.

Υπό τις συνθήκες αυτές, οι υποχρεώσεις καταβολής εισφορών που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις οι οποίες πραγματοποιούν παροχή υπηρεσιών στο βελγικό έδαφος συνιστούν πρόσθετη επιβάρυνση, που επιβάλλεται σωρευτικώς με τις εισφορές που ήδη έχουν επιβληθεί και καταβληθεί εντός του κράτους εγκαταστάσεως της επιχειρήσεως και η οποία στερείται παντελώς αιτιολογίας και είναι ικανή να θέσει σε μειονεκτικότερη θέση την εν λόγω επιχείρηση έναντι των ημεδαπών ανταγωνιστριών επιχειρήσεων που παρέχουν υπηρεσίες. Επιπλέον, οι εν λόγω εργαζόμενοι είναι κοινοτικοί υπήκοοι, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι η εφαρμογή του σχετικού καθεστώτος του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου είναι οπωσδήποτε ικανή να προλάβει κινδύνους εκμεταλλεύσεως των εργαζομένων και στρεβλώσεως του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων ( 16 ).

15. 

Τελικά, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η επίδικη ρύθμιση συνιστά, όσον αφορά τις εξετασθείσες πτυχές της, αδικαιολόγητο εμπόδιο για τις επιχειρήσεις οι οποίες πραγματοποιούν παροχές υπηρεσιών στο βελγικό έδαφος: ως τοιαύτη, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στους κανόνες περί παροχής υπηρεσιών και, ειδικότερα, στα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης.

16. 

Συνεπώς, υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο εθνικό δικαστήριο ως εξής:

«Τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν σε κράτος μέλος να επιβάλλει στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος και οι οποίες έρχονται στο έδαφος του πρώτου κράτους προκειμένου να πραγματοποιήσουν παροχές υπηρεσιών την υποχρέωση καταβολής εισφορών υπό μορφή ενσήμων πίστεως και ενσήμων κακοκαιρίας για τους εργαζομένους που αποσπώνται στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών, ενώ οι επιχειρήσεις αυτές υπόκεινται ήδη, για τους ίδιους εργαζομένους και για τις ίδιες περιόδους δραστηριότητας, σε παρόμοιες επιβαρύνσεις εντός του κράτους μέλους εγκαταστάσεως τους.»


( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.

( 1 ) Moniteur belge της 7ης Ιουνίου 1988, σ. 9897.

( 2 ) Mémorial A 1971, α 36.

( 3 ) Κανονιστική απόφαση του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου της 21ης Ιουλίου 1989 (Mémorial Α 1989, σ. 975).

( 4 ) Βλ. άρθρο 18 και παράρτημα IV της κανονιστικής αποφάσεως του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου της 16ης Οκτωβρίου 1993 (Mémorial Α 1993, α 1668).

( 5 ) Σκόπιμο είναι να υπενθυμιστεί ότι η περίπτωση της προσωρινής αποσπάσεως εργαζομένων όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση έχει αντιμετωπισθεί από τον κοινοτικό νομοθέτη, και ειδικότερα από το άρθρο 14, σημείο 1, του κανονισμού (EOK) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας [όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό (EOK) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, ΕΕ L 230, σ, 6]. Ο κανόνας αυτός, ωστόσο, δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση, καθόσον το άρθρο 1, στοιχείο ι', του ιδίου κανονισμού εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του τις συμβατικές ρυθμίσεις, έστω και αν αυτές έχουν καταστεί υποχρεωτικές με νόμο. Εν πάση περιπτώσει, εξάλλου, στην υπό κρίση περίπτωση πρόκειται όχι για εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως αλλά για εισφορές που έχουν ως σκοπό τη συμπλήρωση του μισθού.

( 6 ) Βλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 1982, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 62/81 και 63/81, Seco και Desquenne & Giral (Συλλογή 1982, σ. 223), απόφαση της 27ης Μαρτίου 1990, υπόθεση C-113/89, Rush Portuguesa (Συλλογή 1990, σ. I-1417), καθώς και απόφαση της 9ης Αυγούστου 1994, υπόθεση C-43/93, Vander Elst (Συλλογή 1994, ο. I-3803). Αντίθετα προς την υπό κρίση περίπτωση, στην οποία οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι είναι κοινοτικοί υπήκοοι, στις υποθέσεις που μόλις ανέφερα επρόκειτο για υπηκόους τρίτων χωρών, ή ακόμα για πρόσωπα υπαγόμενα σε μεταβατικό καθεστώς (υπόθεση Rush Portuguesa).

( 7 ) Απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991, υπόθεση C-76/90, Säger (Συλλογή 1991, σ. I-4221, σκέψη 12).

( 8 ) Βλ. π.χ. τις αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1991, υπόθεση C-154/89, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1991, σ. I-659, σκέψεις 14 και 15), υπόθεση C-180/89, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1991, σ. I-709, σκέψεις 17 και 18), και υπόθεση C-198/89, Επιτροπή κατά Ελλάδος (Συλλογή 1991, σ. I-727, σκέψεις 18 και 19).

( 9 ) Υπενθυμίζω, για λόγους πληρότητας της αναλύσεως, ότι η εν λόγω ρύθμιση αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας λόγω παραβάσεως, την οποία έχει κινήσει η Επιτροπή κατά του Βασιλείου του Βελγίου με έγγραφο οχλήσεως της 7ης Ιανουαρίου 1993. Η Επιτροπή, όπως η ίδια διευκρίνισε, ανέστειλε, ωστόσο, τη διαδικασία αυτή λαμβάνοντας υπόψη την εκκρεμή υπό κρίση υπόθεση.

( 10 ) Βλ. υπό το πνεύμα αυτό τις προμνησθείσες αποφάσεις Volder Elst, σκέψη 23, Rush Portuguesa, σκέψη 18, και Seco και Desquenne & Giral, σκέψη 14.

( 11 ) Υπενθυμίζω συναφώς ότι είναι επί του παρόντος υπό συζήτηση μια πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου, την οποία έχει υποβάλει η Επιτροπή και η οποία αφορά ακριβώς την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών (βλ. την τροποποιημένη πρόταση στην ΕΕ 1993, C 187, σ. 5). Αυτή η πρόταση οδηγίας έχει ακριβώς ως σκοπό τον συν-τονισηό των νομοθεσιών των κρατών μελών ώστε να καθοριστεί ένας πυρήνας δεσμευτικών κανόνων για την ελάχιστη προστασία που θα πρέπει να τηρούνται εντός της χώρας υποδοχής από τους εργοδότες οι οποίοι αποσπούν εργαζομένους για την εκτέλεση προσωρινής εργασίας στο έδαφος του κράτους εντός του οποίου παρέχονται οι υπηρεσίες (βλ. 17η αιτιολογική σκέψη της τροποποιημένης προτάσεως).

( 12 ) Προμνησθείσα απόφαση Seco και Desquenne & Girai, σκέψη 14.

( 13 ) Ο όρος αυτός, ο προφανής σκοπός του οποίου είναι η αποφυγή διπλών (άχρηστων) ελέγχων και επικαλύψεις βαρών που παρακωλύουν αδικαιολόγητα την κυκλοφορία των υπηρεσιών, συνιοτά, ακόμα μία φορά, μια (διαφορετική) εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Παραδείγματος χάριν, όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο, η τήρηση της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών απαιτεί από το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχονται οι υπηρεσίες «να λαμβάνει υπόψη του τα δικαιολογητικά και τις εγγυήσεις που έχει ήδη προσκομίσει ο παρέχων την υπηρεσία για την άσκηση της δραστηριότητας του στο κράτος όπου έχει την εγκατάσταση του» (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1981, υπόθεση 279/80, Webb, Συλλογή 1981, σ.3305). Η ίδια λύση δόθηκε και με την απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 1979, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 110/78 και 111/78, Van Wesemael κ.λπ. (Συλλογή τόμος 1979/1, σ. 29), καθώς και με την απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1986, υπόθεση 205/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1986, σ. 3755, σκέψη 27).

( 14 ) Προμνησθείσα απόφαση Seco και Desquenne & Girai, σκέψη 9.

( 15 ) Υπό την έννοια αυτή, βλ. προμνησθείσες αποφάσεις Rush Portuguesa, σκέψη 12, και Vander Elst,, σκέψεις 18 έως 21.

( 16 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, την προμνησθείσα απόφαση Vander Elst, σκέψη 25.