Διάταξη του Πρωτοδικείου (τρίτο πενταμελές τμήμα) της 17ης Απριλίου 1996. - British Airways κατά Air France. - Ανταγωνισμός - Καθορισμός των δικαστικών εξόδων - Υπόθεση T-2/93 DEPE.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα II-00235
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό
++++
Διαδικασία * Δικαστικά έξοδα * Αίτημα αποδόσεως * Προθεσμία υποβολής * Καθορισμός * Αποδοτέα έξοδα * Έννοια * Στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη
(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρα 91, στοιχ. β', και 92 PAR 1)
Αίτημα περί αποδόσεως των δικαστικών εξόδων που υποβάλλεται μετά ένα περίπου έτος δεν υπερβαίνει το εύλογο όριο πέραν του οποίου θα μπορούσε βασίμως να θεωρηθεί ότι ο δικαιούχος παραιτήθηκε από το δικαίωμά του.
Ελλείψει κοινοτικών διατάξεων περί τιμών, εναπόκειται στον κοινοτικό δικαστή να εκτιμήσει ελεύθερα τα στοιχεία της υποθέσεως κατά τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της από πλευράς κοινοτικού δικαίου, καθώς και τις δυσκολίες της υποθέσεως, την έκταση της εργασίας που κλήθηκαν να εκτελέσουν για τη δίκη οι διορισθέντες εκπρόσωποι ή σύμβουλοι και τα οικονομικά συμφέροντα που αντιπροσώπευσε η διαφορά για τους διαδίκους, χωρίς να λάβει υπόψη ούτε κάποιον εθνικό πίνακα δικηγορικών αμοιβών ούτε ενδεχόμενη σχετική συμφωνία μεταξύ του ενδιαφερομένου διαδίκου και των εκπροσώπων ή συμβούλων του.
Τα έξοδα μεταφράσεων στα οποία υποβάλλεται παρεμβάς διάδικος δεν είναι, γενικά, αναγκαία έξοδα λόγω της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 91, στοιχείο β', του Κανονισμού Διαδικασίας. Ωστόσο, το Πρωτοδικείο μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά αν τα έξοδα μεταφράσεων είχαν ως αντιστάθμισμα τη μείωση του χρόνου τον οποίο αφιέρωσαν στη δικογραφία οι δικηγόροι του παρεμβάντος.
Δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο, καθορίζοντας τα αποδοτέα δικαστικά έξοδα, λαμβάνει υπόψη του όλες τις περιστάσεις της υποθέσεως μέχρι του χρονικού σημείου της αποφάσεώς του, δεν συντρέχει λόγος χωριστής αποφάσεως για τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι στα πλαίσια της διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων.
Στην υπόθεση T-2/93 (92),
Societe anonyme a participation ouvriere Compagnie nationale Air France, εταιρία γαλλικού δικαίου, με έδρα το Παρίσι, εκπροσωπουμένη από τον Eduard Marissens, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Lucy Dupong, 14 A, rue des Bains,
προσφεύγουσα,
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους Francisco Enrique Gonzalez Diaz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και Geraud de Bergues, εθνικό δημόσιο υπάλληλο αποσπασμένο στην Επιτροπή, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,
καθής,
υποστηριζομένης από
το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον John D. Colahan, του Treasury Solicitor' s Department, επικουρούμενο από τον Christopher Vajda, barrister, του δικηγορικού συλλόγου Αγγλίας και Ουαλλίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου, 14, boulevard Roosevelt,
την ΤΑΤ SA, εταιρία γαλλικού δικαίου, με έδρα την Tours (Γαλλία), εκπροσωπουμένη από τον Antoine Winckler, δικηγόρο Παρισίων, και τον Romano Subiotto, solicitor, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο Elvinger & Hoss, 15, Cote d' Eich,
και
την British Airways plc, εταιρία αγγλικού δικαίου, με έδρα το Hounslow (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπουμένη από τους William Allan και James E. Flynn, solicitors, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο Loesch & Wolter, 11, rue Goethe,
παρεμβαίνοντες,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων που πρέπει να καταβάλει η προσφεύγουσα στην παρεμβάσα British Αirways plc, σύμφωνα με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μαΐου 1994 στην υπόθεση Τ-2/93, Air France κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-323),
ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ
(τρίτο πενταμελές τμήμα),
συγκείμενο από τους C. P. Briet, Πρόεδρο, Β. Vesterdorf, P. Lindh, A. Potocki και J. D. Cooke, δικαστές,
γραμματέας: H. Jung
εκδίδει την ακόλουθη
Διάταξη
Η διαδικασία
1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Ιανουαρίου 1993, η societe anonyme a participation ouvriere Compagnie nationale Air France (στο εξής: Air France) άσκησε, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή προς ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 27ης Νοεμβρίου 1992 (IV/M. 259 * British Airways/TAT), σχετικής με διαδικασία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (αναθεωρημένη έκδοση δημοσιευθείσα στην ΕΕ 1990, L 257, σ. 13). Η επίδικη συγκέντρωση μεταξύ επιχειρήσεων αφορούσε την απόκτηση από την British Airways του 49,9 % του κεφαλαίου της εταιρίας TAT European Airlines, ενώ το υπόλοιπο 50,1 % του κεφαλαίου θα παρέμενε στην κατοχή της ΤΑΤ SA (στο εξής: ΤΑΤ).
2 Με διάταξη της 15ης Ιουλίου 1993, το Πρωτοδικείο επέτρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο, την British Airways και την ΤΑΤ να παρέμβουν στην υπόθεση υπέρ της Επιτροπής.
3 Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.
4 Οι εκπρόσωποι των διαδίκων αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τη συνεδρίαση της 23ης Φεβρουαρίου 1994.
5 Με απόφαση της 19ης Μαΐου 1994, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή και καταδίκασε την Air France στα δικαστικά της έξοδα, καθώς και στα έξοδα, μεταξύ άλλων, της παρεμβάσας British Airways.
6 Με επιστολή της 31ης Ιουλίου 1995 απευθυνόμενη στον σύμβουλο της Air France, το δικηγορικό γραφείο που εκπροσώπησε την British Airways ζήτησε από την Air France να του καταβάλει συνολικώς 54 674,98 λίρες στερλίνες (UK ). To ποσό αυτό αντιπροσωπεύει δαπάνες (έξοδα αντικλήτου, μεταφραστικά έξοδα, έξοδα ταξιδίου, τηλεφωνικά τέλη, τηλεομοιοτυπίες, φωτοτυπίες κ.λπ.) συνολικού ύψους 7 820,47 UK και δικηγορική αμοιβή ύψους 46 854,57 UK . Στην ως άνω επιστολή δεν δόθηκε καμία απάντηση μέχρι την ημερομηνία υποβολής της υπό κρίσιν αιτήσεως.
7 Υπ' αυτές τις συνθήκες, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 20 Ιουλίου 1995, η British Airways υπέβαλε αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων, με την οποία ζητεί από το Πρωτοδικείο να καθορίσει τα αποδοτέα δικαστικά έξοδα στο ποσό των 54 674,98 UK .
8 Στις 8 Ιανουαρίου 1996, η Air France κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων. Οι λοιποί διάδικοι δεν κατέθεσαν παρατηρήσεις.
Επί του παραδεκτού
9 H Air France διατείνεται ότι η αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων είναι απαράδεκτη.
10 Προς στήριξη του ισχυρισμού της, η Air France υποστηρίζει, κατ' αρχάς, ότι κάθε αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων πρέπει να υποβάλλεται εντός ευλόγου χρόνου, η πάροδος του οποίου ουδόλως θα πρέπει να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο δικαιούχος έχει παραιτηθεί από τα δικαιώματά του (διάταξη του Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 1979, 126/76, Dietz κατά Επιτροπής, Rec. 1979, σ. 2131). Κατ' αυτήν, λόγω της παρελεύσεως δεκατεσσάρων μηνών μεταξύ της αποφάσεως του Πρωτοδικείου και της αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων της 31ης Ιουλίου 1995, για την οποία δεν δόθηκε καμία εξήγηση, βασίμως μπορεί να θεωρεί ότι η British Airways παραιτήθηκε από το δικαίωμά της να αναζητήσει τα δικαστικά έξοδα. Προσθέτει ότι πρόκειται για δικηγορικές αμοιβές και για έξοδα, το ύψος των οποίων η British Airways γνώριζε ακόμα και πριν από την έκδοση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου.
11 Επιπλέον, η Air France ισχυρίζεται ότι η αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων πρέπει να θεωρηθεί ως πρόωρη διότι, κατά το άρθρο 92 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων μόνο "αν γεννηθεί αμφισβήτηση σχετικά με τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν". Πράγματι, απλώς και μόνον η πάροδος τριμήνου από της αναζητήσεως των εξόδων στις 31 Ιουλίου 1995 δεν αρκεί για να συναχθεί ότι η Air France αμφισβήτησε το ύψος της απαιτήσεως της British Airways.
12 Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η απόφαση επί της διαφοράς της κύριας δίκης δημοσιεύθηκε στις 19 Μαΐου 1994 και ότι, επομένως, η προθεσμία για την άσκηση ενδεχόμενης αναιρέσεως έληξε στις 25 Ιουλίου 1994, συνυπολογιζομένης της παρεκτάσεως λόγω αποστάσεως. Αν και η άσκηση αναιρέσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, το Πρωτοδικείο θεωρεί εύλογο ο διάδικος που δικαιούται αποδόσεως των δικαστικών εξόδων να αναμένει την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως πριν αναζητήσει τα έξοδά του από τον διάδικο που ηττήθηκε κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία. Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι το επιπλέον χρονικό διάστημα ενός έτους, το οποίο η British Airways άφησε να παρέλθει μέχρις ότου απευθύνει στην Air France, με επιστολή της 31ης Ιουλίου 1995, αξίωση αποδόσεως των δικαστικών εξόδων, δεν υπερβαίνει το εύλογο όριο πέραν του οποίου θα μπορούσε βασίμως να θεωρηθεί ότι η εταιρία αυτή παραιτήθηκε από το δικαίωμά της να αναζητήσει τα έξοδα στα οποία είχε υποβληθεί. Επομένως, δεδομένου ότι η υπό κρίσιν αίτηση υποβλήθηκε λίγο μετά την αναζήτηση των δικαστικών εξόδων από την Air France με επιστολή της 31ης Ιουλίου 1995, ο πρώτος λόγος απαραδέκτου τον οποίο προβάλλει η Air France πρέπει να απορριφθεί.
13 Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η υπό κρίσιν αίτηση είναι πρόωρη, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις της, η Air France αμφισβητεί το ύψος της απαιτήσεως της British Airways. Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μεταξύ της επιστολής της 31ης Ιουλίου 1995 και της υποβολής της υπό κρίσιν αιτήσεως δεν της παρείχε τη δυνατότητα να λάβει θέση επί της αμφισβητήσεως του απαιτηθέντος ποσού, εν πάση περιπτώσει, η Air France δεν έχει συμφέρον να προβάλλει ισχυρισμό περί του προώρου χαρακτήρα της υπό κρίσιν αιτήσεως.
14 Κατά συνέπεια, η αίτηση είναι παραδεκτή.
Επί της ουσίας
15 Η British Airways ζητεί από το Πρωτοδικείο να επικυρώσει ολόκληρο το ποσό που ζητεί με την από 31 Ιουλίου 1995 επιστολή της την οποία απέστειλε στον σύμβουλο της Air France.
16 Προς στήριξη του αιτήματός της, η British Airways υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορούσε ουσιώδη οικονομικά της συμφέροντα, πράγμα το οποίο δικαιολογούσε εμπεριστατωμένη εξέταση των ανακυπτόντων ζητημάτων, καθώς και λεπτομερειακή εκπόνηση του υπομνήματος παρεμβάσεώς της. Επιπλέον, η διαφορά της κύριας δίκης αφορούσε δυσχερή και παρουσιαζόμενα για πρώτη φορά ζητήματα κοινοτικού δικαίου, που αφορούσαν τόσο το ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής όσο και το βάσιμό της.
17 Επικαλούμενη τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 8ης Μαρτίου 1995, Τ-2/93 (92), Air France κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-533), σχετικά με τα δικαστικά έξοδα τα οποία εδικαιούτο να αναζητήσει η παρεμβάσα ΤΑΤ SA, η British Airways διατείνεται ότι η περιπλοκότητα της υποθέσεως δικαιολογεί και υψηλά δικηγορικά έξοδα.
18 Όσον αφορά τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε, η British Airways εκθέτει ότι αυτά αποτελούνται, σε μεγάλο βαθμό, από έξοδα μεταφράσεων. Υπενθυμίζει ότι η ίδια είναι αγγλική εταιρία, ότι η συνήθης γλώσσα των δικηγόρων της είναι επίσης η αγγλική και ότι η προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία διεξήχθη στα αγγλικά. Όμως, όσον αφορά την έγγραφη διαδικασία, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο, με διάταξη της 15ης Ιουλίου 1993, απέρριψε αίτημά της περί παρεκκλίσεως από τον κανόνα σχετικά με τη γλώσσα διαδικασίας, η British Airways υποχρεώθηκε να υποβληθεί σε έξοδα μεταφράσεων.
19 Η Air France διατείνεται ότι η British Airways δικαιούται απόδοση των δικηγορικών εξόδων μόνο στο βαθμό που τα έξοδα αυτά αφορούν τα σημεία της διαφοράς ως προς τα οποία η Air France ηττήθηκε. Επί του ζητήματος όμως του παραδεκτού της προσφυγής, η Air France δικαιώθηκε και, επομένως, όσον αφορά τη δικηγορική αμοιβή, η αίτηση της British Airways περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων πρέπει να θεωρηθεί κατά το ήμισυ ως αβάσιμη.
20 Επιπλέον, όσον αφορά τα έξοδα, η Air France εκθέτει ότι αποτελούνται, σε μεγάλο βαθμό, από έξοδα μεταφράσεων. Εντούτοις, αν το Πρωτοδικείο επιδικάσει στην British Airways τα μεταφραστικά έξοδα, τότε θα παραβλέψει την προαναφερθείσα διάταξή του της 15ης Ιουλίου 1993, με την οποία αρνήθηκε να επιτρέψει στην British Airways να προσκομίσει έγγραφα στην αγγλική γλώσσα. Επομένως, υποστηρίζει ότι η British Airways δικαιούται να ζητήσει μόνο την απόδοση των εξόδων ταξιδίου στο Λουξεμβούργο και, ενδεχομένως, των τηλεφωνικών της τελών.
21 Το Πρωτοδικείο σημειώνει, προκαταρκτικώς, ότι, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει κοινοτικών διατάξεων περί τιμών, το Πρωτοδικείο οφείλει να εκτιμά ελεύθερα τα στοιχεία της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της από πλευράς κοινοτικού δικαίου, καθώς και τις δυσκολίες της υποθέσεως, την έκταση της εργασίας που κλήθηκαν να επιτελέσουν οι εκπρόσωποι ή σύμβουλοι στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας και τα οικονομικά συμφέροντα που αντιπροσώπευσε η διαφορά για τους διαδίκους, προς τούτο δε δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη ούτε τον εθνικό πίνακα δικηγορικών αμοιβών ούτε ενδεχόμενη σχετική συμφωνία μεταξύ του διαδίκου και των εκπροσώπων ή συμβούλων του (διάταξη του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1985, 318/82, Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3727, και προαναφερθείσα διάταξη του Πρωτοδικείου της 8ης Μαρτίου 1995, Air France κατά Επιτροπής).
22 To Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, όπως και η ίδια η British Airways υπογράμμισε στο δικόγραφό της, οι δικηγόροι εγνώριζαν το ιστορικό της διαφοράς, καθόσον είχαν συμβουλεύσει την British Airways σχετικά με την πραγματοποίηση επενδύσεως στην ΤΑΤ European Airlines και είχαν διεκπεραιώσει τη σχετική με την επένδυση αυτή διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής.
23 Παρά αυτή την προηγούμενη γνώση της υποθέσεως, η οποία ασφαλώς διευκόλυνε το έργο των συμβούλων της British Airways, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διαφορά είχε αναμφισβήτητη σημασία από απόψεως κοινοτικού δικαίου και ότι, για την υπόθεση αυτή, κατέστη αναγκαία η εξέταση νέων και περίπλοκων οικονομικών και νομικών ζητημάτων. Ακόμη, οι παρατηρήσεις της British Airways, τόσο οι περιλαμβανόμενες στο υπόμνημα παρεμβάσεώς της όσο και οι υποβληθείσες κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ήταν λυσιτελείς και πρωτότυπες σε σχέση με τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι άλλοι διάδικοι της διαφοράς.
24 Επιπλέον, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η φύση της διαφοράς και τα οικονομικά συμφέροντα τα οποία αντιπροσώπευε για τους διαδίκους δικαιολογούν υψηλή δικηγορική αμοιβή (βλ. επ' αυτού την προαναφερθείσα διάταξη του Πρωτοδικείου της 8ης Μαρτίου 1995, Air France κατά Επιτροπής, σκέψη 23).
25 Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο δεν δέχθηκε τα αιτήματα της British Airways επί του παραδεκτού της προσφυγής Τ-2/95 δεν έχει επίπτωση επί του υπολογισμού των δικαστικών εξόδων, άπαξ η προαναφερθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση Τ-2/93 απέκτησε ισχύ δεδικασμένου και η Air France καταδικάστηκε στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της British Airways. Κατά συνέπεια, απλώς και μόνο το γεγονός ότι δεν έγιναν δεκτά τα αιτήματα της British Airways επί του παραδεκτού δεν αποκλείει την απόδοση των εξόδων που συνδέονται με την εργασία που επιτελέστηκε ως προς αυτό.
26 Όσον αφορά τα μεταφραστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η British Airways ως παρεμβαίνουσα, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι τα έξοδα αυτά, γενικά, δεν είναι αναγκαία έξοδα στα οποία υποβάλλονται οι διάδικοι λόγω της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 91, στοιχείο β', του Κανονισμού Διαδικασίας. Ωστόσο, όπως έγινε δεκτό με τις σκέψεις 22 και 23 ανωτέρω, το γεγονός ότι η British Airways εκπροσωπήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου από τους ίδιους δικηγόρους με τους οποίους είχε εκπροσωπηθεί και κατά την ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία διευκόλυνε το έργο των δικηγόρων της British Airways και μείωσε τον χρόνο τον οποίο οι δικηγόροι αυτοί αφιέρωσαν στην υπόθεση. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι τα μεταφραστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η British Airways μπορούν να της αποδοθούν, σύμφωνα με το άρθρο 91, στοιχείο β', του Κανονισμού Διαδικασίας.
27 Ενόψει των ανωτέρω σκέψεων, το συνολικό ποσό των καταβλητέων από την Air France στην British Airways δικαστικών εξόδων, περιλαμβανομένων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι δικηγόροι της British Airways, πρέπει να καθοριστεί σε 29 000 UK .
28 Δεδομένου ότι, για τον καθορισμό των εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν, το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη του όλα τα στοιχεία της υποθέσεως μέχρι του χρονικού σημείου του καθορισμού τους, παρέλκει να αποφανθεί χωριστά επί των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της παρούσας συναφούς διαδικασίας.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)
διατάσσει:
Καθορίζει σε 29 000 λίρες στερλίνες το συνολικό ποσό των δικαστικών εξόδων που η προσφεύγουσα πρέπει να καταβάλει στην παρεμβάσα British Airways plc.
Λουξεμβούργο, 17 Απριλίου 1996.