ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 28ης Απριλίου 1994

Υπόθεση Τ-35/93

Vincent Cucchiara κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι — Διατιμητές στο γραφείο εκκαθαρίσεως λογαριασμών του κοινού καθεστώτος υγειονομικής ασφαλίσεως για τα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Κατάταξη στην κατηγορία C — Θέσεις υπαγόμενες, κατά τους προσφεύγοντες, στην κατηγορία Β»

Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα   II-413

Αντικείμενο:

Προσφυγή έχουσα ως αντικείμενο την τακτοποίηση της υπηρεσιακής καταστάσεως των διατιμητών που κατετάγησαν στην κατηγορία C και τοποθετήθηκαν σε γραφείο εκκαθαρίσεως λογαριασμών του κοινού καθεστώτος υγειονομικής ασφαλίσεως.

Αποτέλεσμα:

Απόρριψη.

Επιτομή της αποφάσεως

Οι προσφεύγοντες, υπάλληλοι κατηγορίας C της Επιτροπής, είναι διατιμητές σε γραφείο εκκαθαρίσεως λογαριασμών του κοινού καθεστώτος. Υπό την ιδιότητα αυτή προβαίνουν στην εξέταση, τον έλεγχο και τη διατίμηση των αιτήσεων επιστροφής των ιατρικών εξόδων στα οποία υποβάλλονται οι ασφαλισμένοι του κοινού καθεστώτος.

Τα γραφεία εκκαθαρίσεως λογαριασμών έχουν, κυρίως, καθήκον να παραλαμβάνουν και να εκκαθαρίζουν τις αιτήσεις επιστροφής ιατρικών εξόδων και να προβαίνουν στις σχετικές πληρωμές. Τις πληρωμές αυτές εντέλλεται και ελέγχει η Επιτροπή κατά τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ1990, L 70, ο. 1) και του οποίου τα άρθρα 40 έως 46 περιέχουν την ουσία του θέματος.

Κατά το άρθρο 4 των εσωτερικών κανόνων της Επιτροπής σχετικά με την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι υπεξουσιοδοτήσεις σε θέματα εκκαθαρίσεως των δαπανών, εντολών πληρωμής και εκδόσεως ενταλμάτων εισπράξεως δεν μπορούν να χορηγούνται παρά μόνο σε υπαλλήλους ανήκοντες στις κατηγορίες Α και Β.

Κάθε προσφεύγων υποβάλλει στερεότυπη αίτηση υποστηρίζοντας ότι, κατά παράβαση του άρθρου 41 του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 4 των εσωτερικών κανόνων, είναι επιφορτισμένος με καθήκοντα προοριζόμενα αποκλειστικά για υπαλλήλους των κατηγοριών Α και Β. Οι προσφεύγοντες ζητούν να βεβαιωθεί γραπτώς ότι υποχρεούνται να εκτελούν καθήκοντα για τα οποία δεν τους χορηγήθηκε, ούτε μπορούσε νομίμως να τους χορηγηθεί, καμία υπεξουσιοδότηση, να παύσει υφισταμένη η εν λόγω αντικανονική κατάσταση και να προκηρυχθεί εσωτερικός διαγωνισμός για να μεταπηδήσουν από την κατηγορία C στην κατηγορία Β.

Η Επιτροπή απορρίπτει τις αιτήσεις αυτές λόγω του ότι η διατίμηση προετοιμάζει την εκκαθάριση κατά την έννοια του δημοσιονομικού κανονισμού και υπάγεται επομένως στα εκτελεστικά καθήκοντα της κατηγορίας C.

I - Επί του παραδεκτού

1. Ως προς την κανονική εξέλιξη της προ της ασκήσεως Ό]ς προσφυγής διαδικασίας που επιτάσσουν τα άρθρα 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως (ΚΥΚ)

Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής είναι δημοσίας τάξεως, το Πρωτοδικείο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το σημείο αυτό (σκέιρη 15).

Παραπομπή: Δικαστήριο, 16 Δεκεμβρίου 1960, 6/60,1 Iiimblet κατά Βελγικού ΔημοοΙου, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 543. Πρωτοδικείο, 6 Δεκεμβρίου 1990, Τ-130/89, Β. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, α. II-761, σκέψη 13

Κάθε υπάλληλος μπορεί μεν να ζητήσει από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή να λάβει απόφαση περί αυτού, πλην όμως δεν μπορεί να αποφύγει την τήρηση των προβλεπομένων από τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ προθεσμιών, αμφισβητώντας εμμέσως, δι' αιτήσεως του, προγενέστερη απόφαση μη αμφισβητηΟείσα εμπροθέσμως. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν ατη συγκεκριμένη περίπτωση εφόσον οι προσφεύγοντες προτίθενται να επικαλεστούν νέα στοιχεία δυνάμενα να τροποποιήσουν ουσιωδώς τις προϋποθέσεις επί των οποίων στηρίχθηκαν οι αποφάσεις οι σχετικές με τις αρχικές τοποθετήσεις και κατατάξεις τους, δεδομένου ότι παρόμοια στοιχεία μπορούν να δικαιολογήσουν την υποβολή αιτήσεων επανεξετάσεως (σκέψεις 15 και 16).

Παραπομπή: Δικαστήριο, 26 Σεπτεμβρίου 1985, 231/84, Valentini κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3027, σκέψη 14

2. Ως προς το αντικείμενο των αιτημάτων της προσφυγής

Το Πρωτοδικείο απορρίπτει την ένσταση περί απαραδέκτου την οποία η Επιτροπή αντλεί από το αντικείμενο των αιτημάτων της προσφυγής, ισχυριζόμενη ότι το δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να απευθύνει διαταγές στη Διοίκηση. Συγκεκριμένα, εφόσον οι προσφεύγοντες ζήτησαν την ακύρωση της αποφάσεως που απέρριψε την αίτηση τους περί τακτοποιήσεως, η οποία απέβλεπε πράγματι στο να ληφθούν πολλά συγκεκριμένα μέτρα από την Επιτροπή, αυτή οφείλει σε περίπτωση ακυρώσεως, να λάβει όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εκτέλεση της αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 176, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το δικαστήριο, υπερβαίνοντας τις αρμοδιότητες του, δίδει ευθέως διαταγή στο θεσμικό όργανο (σκέψεις 17 και 20).

Παραπομπή: Δικαστήριο, 27 Οκτωβρίου 1977, 121/76, Moli κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1977, σ. 611, σκέψη 24 Δικαστήριο, 9 Ιουνίου 1983, 225/82, Verzyck κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1991, σκέψη 19

3. Ως προς τον μοναδικό λόγο ακυρώσεως της προσφυγής

Κατά το Πρωτοδικείο, η έλλειψη από το δικόγραφο ρητής μνείας της διατάξεως ή της γενικής αρχής του δικαίου των οποίων η παραβίαση συνιστά λόγο ακυρώσεως προβαλλόμενο με την προσφυγή, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν είναι ικανή να καταστήσει απαράδεκτη την προσφυγή εφόσον η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων επιτρέπει στο θεσμικό όργανο να υπερασπίσει αποτελεσματικά τα συμφέροντα του και στο κοινοτικό δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχο του (σκέψη 26).

Παραπομπή: Δικαστήριο, 15 Δεκεμβρίου 1966, 62/65, Serio κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, α 479' Δικαστήριο, 14 Μαίου 1975, 74/74, CNTA κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, α 157, σκέψη 4 Πρωτοδικείο, 7 Μαΐου 1991, Τ-18/90, Jongen κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II-187, σκέψη 13 Πρωτοδικείο, 9 Φεβρουαρίου 1994, Τ-109/92, Lacruz Bassols κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, α II-105, σκέψη 67

Εξάλλου, για να καθοριστεί το επίπεδο των εκτελουμένων από τους προσφεύγοντες καθηκόντων, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλοι οι κρίσιμοι παράγοντες περιλαμβανομένων των διατάξεων του κοινού καθεστώτος, των οποίων γίνεται επίκληση, του δημοσιονομικού κανονισμού και των εσωτερικών κανόνων της Επιτροπής. Ο χαρακτήρας των κανόνων αυτών, επομένως, δεν μπορεί, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, να παρουσιάζεται ως καθαρά εσωτερικός και ξένος προς τις υπαλληλικές ένδικες διαφορές (σκέψη 28).

II - Επί της ουσίας

Εφόσον οι προσφεύγοντες δεν ισχυρίστηκαν ποτέ ότι η συνήθης άσκηση των καθηκόντων τους περιλαμβάνει την έκδοση ενταλμάτων πληρωμής, η οποία υπάγεται στην εντολή πληρωμής υπό την τεχνική έννοια του όρου που του αποδίδουν τα άρθρα 43 και 44 του δημοσιονομικού κανονισμού, ούτε ότι υπέχουν την πειθαρχική και χρηματική ευθύνη που χαρακτηρίζει τη θέση του διατάκτη, το Πρωτοδικείο εξάγει το συμπέρασμα ότι η αξιολόγηση του επιπέδου των καθηκόντων των προσφευγόντων πρέπει να πραγματοποιηθεί λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το έργο της εκδόσεως ενταλμάτων πληρωμής δεν περιλαμβάνεται στα καθήκοντα αυτά (σκέψη 45).

Όσον αφορά τα καθήκοντα εκκαθαρίσεως, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι οι προσφεύγοντες δεν ισχυρίστηκαν ότι προβαίνουν τακτικά, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 40 του δημοσιονομικού κανονισμού, οτον έλεγχο του κατά πόσον υφίστανται τα δικαιώματα περί επιστροφής. Επί πλέον, δυνάμει του άρθρου 41, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού, δίδεται η δυνατότητα στον διατάκτη να αναθέτει την εξέταση των δικαιολογητικών εγγράφων σε άλλους υπαλλήλους τελούντες υπό τη δική του χρηματική και πειθαρχική ευθύνη, υπό την προϋπόθεση να προβαίνει τουλάχιστον σε δειγματοληπτικούς ελέγχους. Μια τέτοια οργάνωση της εργασίας δεν μπορεί επομένως, από μόνη της, να έχει ως αποτέλεσμα να προσδίδει την ιδιότητα του διατάκτη σε εκείνον ο οποίος προβαίνει πράγματι στην εν λόγω εξέταση, ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη αυτονομία που διαθέτει κάθε διατιμητής κατά την άσκηση των καθηκόντων αυτών (σκέψεις 46 και 47).

Η αναλυτική έκθεση που συνετάγη από ιδιωτική εταιρία παροχής συμβουλών διαχειρίσεως και οργανώσεως και την οποία επικαλούνται οι προσφεύγοντες δεν περιέχει διαπιστώσεις πραγμάτων που να επιτρέπουν την εξαγωγή του συμπεράσματος ότι, καθ' υπέρβαση του νομικού πλαισίου που χαράσσει ο δημοσιονομικός κανονισμός, τα καθήκοντα των προσφευγόντων προσέλαβαν τον χαρακτήρα έργων εκκαθαρίσεως και εκδόσεως ενταλμάτων πληρωμής (σκέψη 49).

Το Πρωτοδικείο αρνείται να αναγνωρίσει την αποδεικτική δύναμη την οποία οι προσφεύγοντες προσδίδουν στην έκθεση βαθμολογίας του ενός εξ αυτών. Συγκεκριμένα, η μνεία, η οποία παρεμβλήθηκε στην έκθεση από τον ενδιαφερόμενο, ότι «η ανάληψη των δαπανών, η βεβαίωση των απαιτήσεων και η εκκαθάριση των δαπανών διενεργούνται κατά τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού», αντανακλά την υποκειμενική εκτίμηση του βαθμολογούμενου υπαλλήλου σχετικά με τα καθήκοντα που του ανήκουν και δεν μπορεί να προσλάβει αντικειμενικό χαρακτήρα, ακόμη κι αν δεν αμφισβητήθηκε από τις αρμόδιες αρχές της Επιτροπής (σκέψη 52).

Εφόσον οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι τελούν σε αντικανονική υπηρεσιακή κατάσταση, ο μοναδικός τους λόγος ακυρώσεως πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Διατακτικό:

Η προσφυγή απορρίπτεται.