61993J0400

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 31ΗΣ ΜΑΪΟΥ 1995. - SPECIALARBEJDERFORBUNDET I DANMARK ΚΑΤΑ DANSK INDUSTRI, ΠΡΩΗΝ INDUSTRIENS ARBEJDSGIVERE, ΕΝΕΡΓΟΥΣΑΣ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ROYAL COPENHAGEN A/S. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: FAGLIGE VOLDGIFTSRET - ΔΑΝΙΑ. - ΙΣΟΤΗΤΑ ΑΜΟΙΒΩΝ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-400/93.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1995 σελίδα I-01275


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Κοινωνική πολιτική * Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Ισότητα αμοιβών * Άρθρο 119 της Συνθήκης και οδηγία 75/117 * Πεδίο εφαρμογής * Σύστημα αμοιβής με το κομμάτι

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 119 οδηγία 75/117 του Συμβουλίου)

2. Κοινωνική πολιτική * Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Ισότητα αμοιβών * Σύστημα αμοιβής με το κομμάτι * Διαπίστωση της υπάρξεως διαφοράς μεταξύ των μέσων αμοιβών δύο κατηγοριών εργαζομένων που επιτελούν εργασία ίσης αξίας, από τις οποίες η μία αποτελείται κυρίως από γυναίκες και η άλλη από άνδρες * Η διαπίστωση αυτή δεν αρκεί για την απόδειξη της υπάρξεως δυσμενούς διακρίσεως * Ασάφεια κατά τον καθορισμό των μεταβλητών στοιχείων της αμοιβής * Βάρος αποδείξεως του ότι δεν υφίσταται διάκριση

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 119 οδηγία 75/117 του Συμβουλίου, άρθρο 1)

3. Κοινωνική πολιτική * Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Ισότητα αμοιβών * Σύστημα αμοιβής με το κομμάτι * Εξακρίβωση της υπάρξεως δυσμενούς διακρίσεως * Μέθοδος συγκρίσεως των μέσων αμοιβών δύο κατηγοριών εργαζομένων

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 119 οδηγία 75/117 του Συμβουλίου)

4. Κοινωνική πολιτική * Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Ισότητα αμοιβών * Σύστημα αμοιβής με το κομμάτι * Εξακρίβωση της υπάρξεως δυσμενούς διακρίσεως * Στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εξακριβωθεί αν διαφορετικές εργασίες έχουν ίση αξία * Παράγοντες που μπορούν να δικαιολογήσουν τις ενδεχομένως υφιστάμενες διαφορές ως προς την αμοιβή

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 119 οδηγία 75/117 του Συμβουλίου)

5. Κοινωνική πολιτική * Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Ισότητα αμοιβών * Πρέπει να τηρείται, όταν οι αμοιβές καθορίζονται κατόπιν συλλογικών διαπραγματεύσεων * Κατά την εξακρίβωση της υπάρξεως διακρίσεως λαμβάνεται υπόψη το ότι έχουν διαταχθεί συλλογικές διαπραγματεύσεις

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 119 οδηγία 75/117 του Συμβουλίου)

Περίληψη


1. Το άρθρο 119 της Συνθήκης και η οδηγία 75/117, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, εφαρμόζονται επί των συστημάτων αμοιβής με το κομμάτι, στα οποία οι αποδοχές αποτελούν πλήρως ή κυρίως συνάρτηση του αποτελέσματος της ατομικής εργασίας κάθε εργαζομένου.

2. Η αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων, η οποία διακηρύσσεται στα άρθρα 119 της Συνθήκης και 1 της οδηγίας 75/117, έχει την έννοια ότι στο πλαίσιο ενός συστήματος αμοιβής με το κομμάτι η διαπίστωση και μόνον ότι η μέση αμοιβή μιας κατηγορίας εργαζομένων που αποτελείται κυρίως από γυναίκες που επιτελούν ορισμένο είδος εργασίας υπολείπεται αισθητά της μέσης αμοιβής μιας κατηγορίας εργαζομένων που αποτελείται κυρίως από άνδρες που επιτελούν άλλο είδος εργασίας, στο οποίο όμως αποδίδεται ίση αξία, δεν αρκεί για τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι υφίσταται διάκριση ως προς την αμοιβή. Εντούτοις, όταν, σ' ένα σύστημα αμοιβής με το κομμάτι, κατά το οποίο οι ατομικές αμοιβές αποτελούνται από ένα μεταβλητό τμήμα, το οποίο αποτελεί συνάρτηση του αποτελέσματος της ατομικής εργασίας κάθε εργαζομένου, και από ένα σταθερό τμήμα, το οποίο διαφέρει ανάλογα με την κατηγορία των ενδιαφερομένων εργαζομένων, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθούν οι παράγοντες στους οποίους προσδόθηκε κρίσιμη σημασία κατά τον καθορισμό των συντελεστών ή των μονάδων μετρήσεως στους οποίους ή στις οποίες στηρίχθηκε ο υπολογισμός του μεταβλητού τμήματος της αμοιβής, ενδέχεται να επιβληθεί στον εργοδότη το βάρος αποδείξεως του ότι οι διαπιστωθείσες διαφορές δεν οφείλονται σε διάκριση λόγω φύλου.

3. Προκειμένου να συγκρίνει, από την άποψη της αρχής της ισότητας αμοιβών ανδρών και γυναικών εργαζομένων, τις μέσες αμοιβές δύο κατηγοριών εργαζομένων που αμείβονται με το κομμάτι, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει ότι καθεμία από τις δύο κατηγορίες καλύπτει το σύνολο των εργαζομένων οι οποίοι, αν ληφθεί υπόψη ένα σύνολο παραγόντων, όπως η φύση της εργασίας, η εκπαίδευση και οι όροι εργασίας, μπορούν να θεωρηθούν ως τελούντες σε παρεμφερείς καταστάσεις και ότι οι κατηγορίες αυτές καλύπτουν σχετικά σημαντικό αριθμό εργαζομένων, ώστε να αποκλείεται το ενδεχόμενο να αποτελούν οι διαπιστούμενες διαφορές την απόρροια καθαρά τυχερών ή συγκυριακών φαινομένων ή να οφείλονται στα διαφορετικά αποτελέσματα της ατομικής εργασίας των ενδιαφερομένων εργαζομένων.

4. Προκειμένου να εξακριβωθεί αν τηρείται η αρχή της ισότητας των αμοιβών ανδρών και γυναικών εργαζομένων, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσον, αν ληφθούν υπόψη ορισμένα στοιχεία όπως, πρώτον, το γεγονός ότι η εργασία που παρέχει η μία από τις ενδιαφερόμενες κατηγορίες εργαζομένων αφορά τη χρήση μηχανών και απαιτεί κυρίως μυϊκή δύναμη, ενώ η εργασία που παρέχει η άλλη κατηγορία είναι εργασία με τα χέρια για την οποία απαιτείται κυρίως επιδεξιότητα και, δεύτερον, το γεγονός ότι υφίστανται διαφορές μεταξύ της εργασίας των δύο κατηγοριών, όσον αφορά τα αμειβόμενα από την επιχείρηση διαλείμματα και την ελευθερία ως προς την οργάνωση της εργασίας, καθώς και ως προς τις ενοχλήσεις που οφείλονται στην εργασία, τα δύο είδη εργασίας έχουν ίση αξία ή κατά πόσον τα στοιχεία αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως αντικειμενικοί παράγοντες που είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου και μπορούν να δικαιολογήσουν τις ενδεχομένως υφιστάμενες διαφορές ως προς την αμοιβή.

5. Η αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων ισχύει και όταν τα στοιχεία της αμοιβής καθορίζονται κατόπιν συλλογικών διαπραγματεύσεων ή διαπραγματεύσεων σε τοπικό επίπεδο, αλλά το εθνικό δικαστήριο μπορεί να λαμβάνει υπόψη το γεγονός αυτό, προκειμένου να εκτιμήσει αν ορισμένες διαφορές μεταξύ των μέσων αμοιβών δύο κατηγοριών εργαζομένων οφείλονται σε αντικειμενικούς παράγοντες που είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-400/93,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του faglige voldgiftsret (Δανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Specialarbejderforbundet i Danmark

και

Dansk Industri, πρώην Industriens Arbejdsgivere, ενεργούσας για λογαριασμό της Royal Copenhagen A/S,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και της οδηγίας 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodriguez Iglesias, Πρόεδρο, F. A. Schockweiler (εισηγητή) και C. Gulmann, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, Κ. Ν. Κακούρη, J. C. Moitinho de Almeida, J. L. Murray, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet, G. Hirsch και L. Sevon, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Leger

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

* το Specialarbejderforbundet i Danmark, εκπροσωπούμενο από τον Ulrik Joergensen, σύμβουλο της Landsorganisationen i Danmark,

* η Dansk Industri, ενεργούσα για λογαριασμό της Royal Copenhagen A/S, εκπροσωπούμενη από τον Niels Overgaard, διευθυντή της Dansk Industri,

* η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Ernst Roeder, Ministerialrat του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, και Bernd Kloke, Regierungsrat zur Anstellung του ίδιου υπουργείου,

* η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Luis Fernandes, διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας της Γενικής Διευθύνσεως Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών, και Fernando Ribeiro Lopes, γενικό διευθυντή του Υπουργείου Απασχολήσεως και Κοινωνικής Ασφαλίσεως που είναι αρμόδιος για τη ρύθμιση των όρων εργασίας,

* η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον John E. Collins, assistant treasury solicitor, επικουρούμενο από τον David Pannick, QC,

* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Hans Peter Hartvig, νομικό σύμβουλο, και τη Marie Wolfcarius, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Specialarbejderforbundet i Danmark, εκπροσωπούμενου από τον Ulrik Joergensen, της Dansk Industri, ενεργούσας για λογαριασμό της Royal Copenhagen A/S, εκπροσωπούμενης από τον Allan K. Larsen, κύριο νομικό σύμβουλο, της Γερμανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον Ernst Roeder, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενης από τους John E. Collins και David Pannick, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον Hans Peter Hartvig και τη Marie Wolfcarius, κατά τη συνεδρίαση της 31ης Ιανουαρίου 1995,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Φεβρουαρίου 1995,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 27ης Αυγούστου 1993, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Αυγούστου 1993, το faglige voldgiftsret (διαιτητικό δικαστήριο εργατικών διαφορών) υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και της οδηγίας 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42, στο εξής: οδηγία).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν κατά την εκδίκαση διαφοράς μεταξύ του Specialarbejderforbundet i Danmark (Σωματείου Ημιειδικευμένων Εργατών Δανίας, στο εξής: Specialarbejderforbundet) και της Dansk Industri (Συνομοσπονδίας Δανών Βιομηχάνων), η οποία ενεργεί για λογαριασμό της Royal Copenhagen A/S (στο εξής: Royal Copenhagen).

3 Η Royal Copenhagen είναι επιχείρηση παραγωγής προϊόντων κεραμικής. Για την παραγωγή των προϊόντων αυτών απασχολεί 1 150 περίπου μισθωτούς, από τους οποίους το 40 % είναι άνδρες και το 60 % γυναίκες. Οι εργαζόμενοι αυτοί ανήκουν σε τρεις κατηγορίες: την κατηγορία των τορνευτών, οι οποίοι μορφοποιούν, χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές μεθόδους, τη μάζα της πορσελάνης, την κατηγορία των ζωγράφων, οι οποίοι διακοσμούν τα προϊόντα, και, τέλος, την κατηγορία των εργατών που ασχολούνται με τη συντήρηση των φούρνων, τη διαλογή, τη λείανση, την εντός της επιχειρήσεως μεταφορά κ.λπ.

4 Η κατηγορία των τορνευτών περιλαμβάνει 200 περίπου άτομα και η κατηγορία των ζωγράφων 453. Οι κατηγορίες αυτές μπορούν να υποδιαιρεθούν επίσης σε πλείονες υποκατηγορίες στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται π.χ. η υποκατηγορία των χειριστών αυτομάτων μηχανών, οι οποίοι χειρίζονται μηχανές που μορφοποιούν αυτόματα τα προϊόντα κεραμικής, και στη δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνεται η υποκατηγορία των ζωγράφων μπλε πορσελάνης, οι οποίοι διακοσμούν τα προϊόντα με πινέλο, και οι ζωγράφοι διακοσμητικών πιάτων, οι οποίοι βάφουν με ψεκαστήρα διακοσμητικά πιάτα επί των οποίων υπάρχει ήδη ένα σχέδιο και στη συνέχεια αφαιρούν το χρώμα από ορισμένα μέρη του σχεδίου, χρησιμοποιώντας σφουγγάρι.

5 Όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι διέπονται από την ίδια συλλογική σύμβαση. Βάσει της συμβάσεως αυτής, αμείβονται κατ' αρχήν με το κομμάτι, δηλαδή λαμβάνουν μισθό του οποίου το ύψος εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από το αποτέλεσμα της εργασίας τους. Μπορούν πάντως να επιλέξουν το σύστημα της σταθερής αμοιβής ανά ώρα, η οποία είναι ενιαία για όλες τις κατηγορίες. Στην πράξη το 70 % περίπου των τορνευτών και το 70 % των ζωγράφων αμείβεται με το κομμάτι: η αμοιβή τους αποτελείται από ένα σταθερό τμήμα, που αντιστοιχεί σ' ένα βασικό κατ' αποκοπήν ποσό αμοιβής ανά ώρα, και ένα μεταβλητό τμήμα, το οποίο καταβάλλεται ανάλογα με τον αριθμό των παραγομένων αντικειμένων.

6 Η υποκατηγορία των αμειβομένων με το κομμάτι χειριστών αυτομάτων μηχανών αποτελείται από 26 άτομα, όλα άνδρες, και αντιπροσωπεύει το 18 % περίπου του συνόλου των τορνευτών που αμείβονται με το κομμάτι. Η υποκατηγορία των ζωγράφων μπλε πορσελάνης που αμείβονται με το κομμάτι αποτελείται από 156 άτομα, 155 γυναίκες και 1 άνδρα, και αντιπροσωπεύει το 49 % περίπου των αμειβομένων με το κομμάτι ζωγράφων. Η υποκατηγορία των ζωγράφων διακοσμητικών πιάτων που αμείβονται με το κομμάτι αποτελείται από 51 άτομα, όλα γυναίκες, και αντιπροσωπεύει το 16 % περίπου των ζωγράφων που αμείβονται με το κομμάτι.

7 Τον Απρίλιο 1990 η μέση ωριαία αμοιβή των χειριστών αυτομάτων μηχανών που αμείβονταν με το κομμάτι ανερχόταν σε 103,93 δανικές κορώνες (DKR), από τις οποίες οι 71,69 DKR αντιπροσώπευαν το σταθερό ποσό, ενώ ο καλύτερα αμειβόμενος χειριστής κέρδιζε 118 DKR ανά ώρα και ο χειρότερα αμειβόμενος 86. Κατά τη διάρκεια του ίδιου μήνα η μέση ωριαία αμοιβή των ζωγράφων μπλε πορσελάνης που αμείβονταν με το κομμάτι ανερχόταν σε 91 DKR, από τις οποίες οι 57 DKR αντιπροσώπευαν το σταθερό τμήμα, ενώ ο καλύτερα αμειβόμενος εργαζόμενος ελάμβανε 125 DKR ανά ώρα και ο χειρότερα αμειβόμενος 72 η μέση ωριαία αμοιβή των ζωγράφων διακοσμητικών πιάτων που αμείβονταν με το κομμάτι ανερχόταν σε 116,20 DKR, από τις οποίες οι 35,85 DKR αντιπροσώπευαν το σταθερό τμήμα, ενώ στον καλύτερα αμειβόμενο εργαζόμενο καταβλήθηκαν 159 DKR ανά ώρα και στον χειρότερα αμειβόμενο 86.

8 Το Specialarbejderforbundet, θεωρώντας ότι η Royal Copenhagen παραβίαζε την αρχή της ισότητας αμοιβών, επειδή η μέση ωριαία αμοιβή των εργαζόμενων με το κομμάτι ζωγράφων μπλε πορσελάνης, δηλαδή της κατηγορίας που αποτελούνταν, με μία μόνον εξαίρεση, αποκλειστικά από γυναίκες, ήταν χαμηλότερη από την αμοιβή των χειριστών αυτομάτων μηχανών, δηλαδή της κατηγορίας που αποτελούνταν αποκλειστικά από άνδρες, προσέφυγε στο faglige voldgiftsret της Κοπεγχάγης, από το οποίο ζήτησε να υποχρεώσει τη Royal Copenhagen αφενός να αναγνωρίσει ότι οι ζωγράφοι μπλε πορσελάνης παρέχουν εργασία ίσης αξίας προς την εργασία των χειριστών αυτομάτων μηχανών και αφετέρου να ευθυγραμμίσει τη μέση ωριαία αμοιβή των αμειβόμενων με το κομμάτι ατόμων της πρώτης κατηγορίας προς την αμοιβή των ατόμων της δεύτερης κατηγορίας.

9 Το faglige voldgiftsret, κρίνοντας ότι η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης και από την οδηγία, αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως. Το δικαστήριο αυτό διευκρινίζει, με τη διάταξη περί παραπομπής, ότι η αίτησή του προς το Δικαστήριο δεν αφορά το ζήτημα της αξίας της εργασίας των διαφόρων κατηγοριών εργαζομένων, αλλά περιλαμβάνει διάφορα ερωτήματα, που οφείλονται στο ότι η κύρια δίκη αφορά την αμοιβή με το κομμάτι, και θέτει επιπλέον το ζήτημα της επιλογής των κατηγοριών εργαζομένων που πρέπει να συγκρίνονται, επιλογής στην οποία προέβη το Specialarbejderforbundet.

10 Κατόπιν των ανωτέρω, το faglige voldgiftsret υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

"1) Εφαρμόζεται το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ καθώς και η οδηγία 75/117/ΕΟΚ, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών ανδρών και γυναικών, σε συστήματα αμοιβών βάσει των οποίων οι αποδοχές αποτελούν πλήρως ή κυρίως συνάρτηση του αποτελέσματος της εργασίας κάθε εργαζομένου (συστήματα αμοιβής με το κομμάτι);

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, ζητείται περαιτέρω να δοθεί απάντηση στα ακόλουθα ερωτήματα:

2) Εφαρμόζονται οι κανόνες περί ισότητας αμοιβών που περιέχονται στο άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και την προαναφερθείσα οδηγία 75/117, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, κατά τη σύγκριση δύο κατηγοριών μισθωτών, όταν οι κατά μέσον όρο ωριαίες αποδοχές της μιας κατηγορίας αμειβομένων με το κομμάτι, η οποία στην πλειονότητά της αποτελείται από γυναίκες που επιτελούν ένα συγκεκριμένο είδος εργασίας, είναι σημαντικά κατώτερες από τις κατά μέσον όρο ωριαίες αποδοχές της δεύτερης κατηγορίας εργαζομένων με το κομμάτι, η οποία στην πλειονότητά της αποτελείται από άνδρες που παρέχουν άλλο είδος εργασίας, εφόσον λαμβάνεται ως δεδομένο ότι η εργασία των γυναικών και των ανδρών μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει την ίδια αξία;

3) Αν ληφθεί ως δεδομένο ότι η μία κατηγορία αποτελείται στη μεγάλη πλειονότητά της από γυναίκες, η δε δεύτερη στη μεγάλη πλειονότητά της από άνδρες, μπορούν να τεθούν προϋποθέσεις ως προς τη σύνθεση των κατηγοριών, π.χ. ως προς τον αριθμό των προσώπων που ανήκουν στη συγκεκριμένη κατηγορία ή την αναλογία της σε σχέση με όλους τους εργαζόμενους της επιχειρήσεως;

Μπορεί σε δεδομένη περίπτωση να εφαρμοσθεί η οδηγία για την επίτευξη ισότητας αμοιβών μεταξύ δύο κατηγοριών π.χ. γυναικών εργαζομένων, κατόπιν συγκρίσεως με μία ενδιάμεση κατηγορία ανδρών εργαζομένων;

Για την καλύτερη κατανόηση του προβλήματος παρατίθεται το εξής παράδειγμα:

Μία κατηγορία που αποτελείται στην πλειονότητά της από άνδρες εργαζομένους και αποκαλείται Α και δύο κατηγορίες που αποτελούνται στην πλειονότητά τους από γυναίκες εργαζόμενες και αποκαλούνται αντιστοίχως Β και Γ παρέχουν ίσης αξίας εργασία, οι δε κατά μέσον όρο αποδοχές, βάσει συστήματος αμοιβής με το κομμάτι, είναι μεγαλύτερες για την κατηγορία Γ, μικρότερες για την κατηγορία Α και ακόμη μικρότερες για την κατηγορία Β. Μπορεί η κατηγορία Β να συγκριθεί με την κατηγορία Α και να ζητήσει αύξηση της αμοιβής της στο επίπεδο της κατηγορίας Α, μπορεί δε στη συνέχεια η κατηγορία Α να ζητήσει να ανέλθει η αμοιβή της στο επίπεδο της κατηγορίας Γ και, τέλος, μπορεί η κατηγορία Β στη συνέχεια να ζητήσει να ανέλθει η αμοιβή της στο (νέο) επίπεδο της κατηγορίας Α, που ισούται πλέον με της κατηγορίας Γ;

4) Επηρεάζεται ενδεχομένως η απάντηση ως προς την ύπαρξη παραβιάσεως της αρχής περί ισότητας αμοιβών από το ότι:

α) στη μία κατηγορία πρόκειται κυρίως για παραγωγή που πραγματοποιείται με τη χρήση μηχανών, ενώ στην άλλη κατηγορία πρόκειται για καθαρά χειρωνακτική εργασία;

β) η αμοιβή με το κομμάτι καθορίζεται κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ των αντιστοίχων οργανώσεων ή κατόπιν διαπραγματεύσεων επί τοπικού επιπέδου;

γ) μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη διαφορών ως προς την επιλογή από τους εργαζομένους του ρυθμού εργασίας τους; Αν ναι, ποιος φέρει το βάρος αποδείξεως της υπάρξεως τέτοιων διαφορών;

δ) υφίστανται σημαντικές διαφορές αμοιβών εντός της μιας ή και των δύο συγκρισίμων κατηγοριών;

ε) είναι το σταθερό ποσό της αμοιβής με το κομμάτι διαφορετικό στις συγκρίσιμες κατηγορίες;

στ) υφίστανται διαφορές μεταξύ των δύο κατηγοριών ως προς τα αμειβόμενα από την επιχείρηση διαλείμματα και την ελευθερία ως προς την οργάνωση της εργασίας;

ζ) δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί ποιοι παράγοντες ήταν αποφασιστικοί για τον καθορισμό του μεγέθους των συντελεστών της αμοιβής με το κομμάτι;

η) απαιτείται σε μία από τις συγκρίσιμες κατηγορίες ιδιαίτερη μυϊκή δύναμη, ενώ στην άλλη απαιτείται ιδιαίτερη επιδεξιότητα;

θ) μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη διαφορών ως προς τις ενοχλήσεις από τις συνθήκες εργασίας λόγω θορύβου, θερμοκρασίας, απλοϊκής ή επαναλαμβανόμενης ή μονότονης εργασίας;"

Επί του πρώτου ερωτήματος

11 Με το πρώτο ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 119 της Συνθήκης και η οδηγία εφαρμόζονται επί των συστημάτων αμοιβής με το κομμάτι, στα οποία οι αποδοχές αποτελούν πλήρως ή κυρίως συνάρτηση του αποτελέσματος της ατομικής εργασίας κάθε εργαζομένου.

12 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ίδιο το άρθρο 119, το οποίο ορίζει ρητά στο στοιχείο α' του τρίτου εδαφίου του ότι η ισότητα αμοιβών χωρίς διακρίσεις φύλου συνεπάγεται ότι η αμοιβή που παρέχεται για όμοια εργασία που αμείβεται κατ' αποκοπήν καθορίζεται με βάση την ίδια μονάδα μετρήσεως, προβλέπει ότι η αρχή της ισότητας αμοιβών εφαρμόζεται στα συστήματα καταβολής αμοιβής "κατ' αποκοπήν" ή με το κομμάτι.

13 Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι το άρθρο 119 απαγορεύει κάθε διάκριση ως προς τις αμοιβές μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων, όποιος και αν είναι ο μηχανισμός στον οποίο οφείλεται η ανισότητα αυτή (απόφαση της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88, Barber, Συλλογή 1990, σ. Ι-1889, σκέψη 32).

14 Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας, κατά το οποίο η αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως βασιζομένης στο φύλο "για το σύνολο των στοιχείων και όρων αμοιβής".

15 Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης και η οδηγία εφαρμόζονται επί των συστημάτων αμοιβής με το κομμάτι, στα οποία οι αποδοχές αποτελούν πλήρως ή κυρίως συνάρτηση του αποτελέσματος της ατομικής εργασίας κάθε εργαζομένου.

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί των λοιπών ερωτημάτων

16 Πριν εξεταστούν τα λοιπά ερωτήματα, πρέπει να τονιστεί ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη αμοιβές δεν αποτελούν αποκλειστικά και μόνο συνάρτηση της ατομικής εργασίας κάθε εργαζομένου, αλλά περιλαμβάνουν ένα σταθερό τμήμα, το οποίο αντιστοιχεί σ' ένα βασικό κατ' αποκοπήν ποσό ωριαίας αμοιβής και το οποίο δεν είναι το ίδιο για όλες τις κατηγορίες των ενδιαφερομένων εργαζομένων.

17 Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει κατά πόσον είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη το στοιχείο αυτό για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

18 Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η εκτίμηση στην οποία θα πρέπει να προβεί το εθνικό δικαστήριο, προς επίλυση της διαφοράς της κυρίας δίκης, σχετικά με το αν υφίσταται διάκριση λόγω φύλου, αντίθετη προς τα άρθρα 119 της Συνθήκης και 1 της οδηγίας, θα πρέπει κατ' ανάγκη να είναι σφαιρική και να στηριχθεί στο σύνολο των σκέψεων που θα διατυπώσει το Δικαστήριο με τις απαντήσεις του στο δεύτερο, στο τρίτο και στο τέταρτο ερώτημα.

Επί του δευτέρου και του τετάρτου ερωτήματος, στοιχεία γ', δ', ε' και ζ'

19 Με το δεύτερο ερώτημα, καθώς και με το τέταρτο ερώτημα, στοιχεία γ', δ', ε' και ζ', τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, το εθνικό δικαστήριο ερωτά, πρώτον, αν η αρχή της ισότητας των αμοιβών, η οποία διακηρύσσεται στα άρθρα 119 της Συνθήκης και 1 της οδηγίας, έχει εφαρμογή όταν, σ' ένα σύστημα καταβολής αμοιβής με το κομμάτι, η μέση αμοιβή μιας κατηγορίας εργαζομένων που αποτελείται κυρίως από γυναίκες που επιτελούν συγκεκριμένο είδος εργασίας υπολείπεται αισθητά της μέσης αμοιβής μιας κατηγορίας εργαζομένων που αποτελείται κυρίως από άνδρες που επιτελούν άλλο είδος εργασίας, στην οποία αποδίδεται ίση αξία, και, δεύτερον, ποια είναι συναφώς η σημασία ορισμένων παραγόντων που μνημονεύονται στα στοιχεία γ', δ', ε' και ζ' του τέταρτου ερωτήματος.

20 Όπως προκύπτει ήδη από τη σκέψη 12 της παρούσας αποφάσεως, η αρχή της ισότητας των αμοιβών απαιτεί, όταν η αμοιβή καταβάλλεται κατ' αποκοπήν ή με το κομμάτι, να καθορίζεται η αμοιβή που καταβάλλεται σε δύο κατηγορίες εργαζομένων, η μία από τις οποίες αποτελείται κυρίως από άνδρες και η άλλη κυρίως από γυναίκες, με βάση την ίδια μονάδα μετρήσεως.

21 Εφόσον η μονάδα μετρήσεως είναι η ίδια για δύο κατηγορίες εργαζομένων που επιτελούν την ίδια εργασία ή είναι αντικειμενικά ικανή να εξασφαλίσει στους εργαζομένους των δύο αυτών κατηγοριών ίδιες συνολικά ατομικές αποδοχές για εργασίες οι οποίες, μολονότι διαφέρουν, θεωρούνται ίσης αξίας, η αρχή της ισότητας των αμοιβών δεν απαγορεύει την καταβολή σε ορισμένους εργαζομένους της μιας ή της άλλης κατηγορίας αμοιβών των οποίων το συνολικό ύψος διαφέρει, εφόσον οι αμοιβές αυτές αποτελούν τη συνέπεια των διαφορετικών αποτελεσμάτων της ατομικής εργασίας των μεν και των δε.

22 Κατά συνέπεια, όταν, σ' ένα σύστημα καταβολής αμοιβών με το κομμάτι, διαπιστώνεται απλώς ότι οι μέσες αμοιβές δύο κατηγοριών εργαζομένων, οι οποίες εξευρίσκονται βάσει των συνολικών ατομικών αμοιβών όλων των εργαζομένων της μιας και της άλλης κατηγορίας, διαφέρουν, τούτο δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υφίσταται διάκριση ως προς τις αμοιβές.

23 Στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά, εναπόκειται να εξακριβώσει αν η μονάδα μετρήσεως που ισχύει για τις εργασίες που επιτελούν οι δύο κατηγορίες εργαζομένων είναι η ίδια ή αν, σε περίπτωση που οι δύο κατηγορίες επιτελούν διαφορετικές εργασίες, στις οποίες όμως αποδίδεται ίση αξία, η μονάδα μετρήσεως είναι αντικειμενικά ικανή να εξασφαλίσει την καταβολή των ίδιων συνολικών αμοιβών. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται επίσης να εξακριβώσει αν η διαφορετική αμοιβή που επικαλείται εργαζόμενος που ανήκει σε κατηγορία αποτελούμενη κυρίως από γυναίκες, προκειμένου να αποδείξει ότι υφίσταται δυσμενή διάκριση λόγω φύλου έναντι εργαζομένου που ανήκει σε κατηγορία που αποτελείται κυρίως από άνδρες, οφείλεται στο ότι διαφέρουν οι μονάδες μετρήσεως που ισχύουν για τη μία και την άλλη κατηγορία ή στο ότι διαφέρουν τα ατομικά αποτελέσματα της εργασίας.

24 Από τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1993, C-127/92, Enderby, Συλλογή 1993, σ. Ι-5535, σκέψεις 13 και 14) προκύπτει πάντως ότι το βάρος αποδείξεως, το οποίο φέρει κατά κανόνα ο εργαζόμενος που προσφεύγει στη δικαιοσύνη κατά του εργοδότη του με αίτημα την εξάλειψη της διακρίσεως που θεωρεί ότι υφίσταται, μπορεί να μετατίθεται, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο, για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να μην έχουν οι εργαζόμενοι που υφίστανται προφανή διάκριση κανένα αποτελεσματικό μέσο εξαναγκασμού των εργοδοτών να τηρούν την αρχή της ισότητας των αμοιβών. Όταν π.χ. μια επιχείρηση εφαρμόζει σύστημα μισθοδοσίας χαρακτηριζόμενο από παντελή έλλειψη διαφάνειας, ο εργοδότης φέρει το βάρος της αποδείξεως του ότι η μισθολογική του πρακτική δεν συνεπάγεται διακρίσεις, εφόσον η εργαζόμενη γυναίκα αποδεικνύει ότι, επί σχετικά σημαντικού αριθμού μισθωτών, η μέση αμοιβή των εργαζομένων γυναικών είναι κατώτερη της αμοιβής των εργαζομένων ανδρών (απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 1989, 109/88, Handels- og Kontorfunktionaerernes Forbund i Danmark, Συλλογή 1989, σ. 3199, σκέψη 16, η λεγόμενη απόφαση Danfoss). Ομοίως, όταν από εκτενείς στατιστικές προκύπτει αισθητή διαφορά αμοιβών μεταξύ δύο εργασιών ίσης αξίας, η μία από τις οποίες παρέχεται σχεδόν αποκλειστικά από γυναίκες και η άλλη κυρίως από άνδρες, πράγμα που αποτελεί ένδειξη για ύπαρξη διακρίσεως λόγω φύλου, το άρθρο 119 της Συνθήκης επιβάλλει στον εργοδότη την υποχρέωση να δικαιολογήσει τη διαφορά αυτή βάσει αντικειμενικών παραγόντων που είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου (προπαρατεθείσα απόφαση Εnderby, σκέψεις 16 και 19).

25 Είναι αλήθεια ότι, σ' ένα σύστημα αμοιβής με το κομμάτι, δεν υφίσταται προφανής διάκριση για τον λόγο και μόνον ότι από εκτενείς στατιστικές προκύπτουν αισθητές διαφορές μεταξύ των μέσων αμοιβών δύο κατηγοριών εργαζομένων, δεδομένου ότι οι διαφορές αυτές ενδέχεται να οφείλονται σε διαφορές μεταξύ των ατομικών αποτελεσμάτων της εργασίας των εργαζομένων που αποτελούν τις δύο αυτές κατηγορίες.

26 Εντούτοις, αν σ' ένα σύστημα όπως το σύστημα που αφορά η κύρια υπόθεση, στο οποίο οι ατομικές αμοιβές που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των μέσων αμοιβών των δύο κατηγοριών εργαζομένων αποτελούνται από ένα μεταβλητό τμήμα, το οποίο αποτελεί συνάρτηση του αποτελέσματος της ατομικής εργασίας κάθε εργαζομένου, και από ένα σταθερό τμήμα, το οποίο διαφέρει ανάλογα με την κατηγορία των ενδιαφερομένων εργαζομένων (τέταρτο ερώτημα, στοιχείο ε'), δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθούν οι παράγοντες στους οποίους προσδόθηκε κρίσιμη σημασία κατά τον καθορισμό των συντελεστών ή των μονάδων μετρήσεως στους οποίους ή στις οποίες στηρίχθηκε ο υπολογισμός του μεταβλητού τμήματος της αμοιβής (τέταρτο ερώτημα, στοιχείο ζ'), ενδέχεται να είναι αναγκαίο, προκειμένου να μη στερούνται οι εργαζόμενοι κάθε αποτελεσματικό μέσο εξαναγκασμού του εργοδότη να τηρεί την αρχή της ισότητας των αμοιβών, να επιβληθεί στον εργοδότη το βάρος της αποδείξεως του ότι οι διαπιστωθείσες διαφορές δεν οφείλονται σε διάκριση λόγω φύλου.

27 Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν συντρέχουν στην υπόθεση της κύριας δίκης οι προϋποθέσεις για την αντιστροφή αυτή του βάρους αποδείξεως, εφόσον ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, οι προαναφερθέντες παράγοντες και το μέγεθος των διαφορών μεταξύ των μέσων αμοιβών των δύο κατηγοριών εργαζομένων. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ο εργοδότης θα πρέπει π.χ. να αποδείξει ότι οι διαφορές αμοιβών οφείλονται στις διαφορετικές επιλογές στις οποίες έχουν προβεί οι ενδιαφερόμενοι ως προς τον ρυθμό εργασίας τους (τέταρτο ερώτημα, στοιχείο γ') και να επισημάνει την ύπαρξη σημαντικών διαφορών μεταξύ των συνολικών ατομικών αμοιβών εντός καθεμίας από τις δύο αυτές κατηγορίες (τέταρτο ερώτημα, στοιχείο δ').

28 Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα, συνδυαζόμενο με το τέταρτο ερώτημα, στοιχεία γ', δ', ε' και ζ', πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της ισότητας των αμοιβών, η οποία διακηρύσσεται στα άρθρα 119 της Συνθήκης και 1 της οδηγίας, έχει την έννοια ότι στο πλαίσιο ενός συστήματος αμοιβής με το κομμάτι η διαπίστωση και μόνον ότι η μέση αμοιβή μιας κατηγορίας εργαζομένων που αποτελείται κυρίως από γυναίκες που επιτελούν ορισμένο είδος εργασίας υπολείπεται αισθητά της μέσης αμοιβής μιας κατηγορίας εργαζομένων που αποτελείται κυρίως από άνδρες που επιτελούν άλλο είδος εργασίας, στο οποίο όμως αποδίδεται ίση αξία, δεν αρκεί για τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι υφίσταται διάκριση ως προς την αμοιβή. Εντούτοις, όταν, σ' ένα σύστημα αμοιβής με το κομμάτι, κατά το οποίο οι ατομικές αμοιβές αποτελούνται από ένα μεταβλητό τμήμα, το οποίο αποτελεί συνάρτηση του αποτελέσματος της ατομικής εργασίας κάθε εργαζομένου, και από ένα σταθερό τμήμα, το οποίο διαφέρει ανάλογα με την κατηγορία των ενδιαφερομένων εργαζομένων, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθούν οι παράγοντες στους οποίους προσδόθηκε κρίσιμη σημασία κατά τον καθορισμό των συντελεστών ή των μονάδων μετρήσεως στους οποίους ή στις οποίες στηρίχθηκε ο υπολογισμός του μεταβλητού τμήματος της αμοιβής, ενδέχεται να επιβληθεί στον εργοδότη το βάρος αποδείξεως του ότι οι διαπιστωθείσες διαφορές δεν οφείλονται σε διάκριση λόγω φύλου.

Επί του τρίτου ερωτήματος

29 Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, το τρίτο ερώτημα, το οποίο έχει δύο σκέλη, υποβάλλεται για τον λόγο ότι η διάκριση ως προς τις αμοιβές, κατά της οποίας βάλλει το ενάγον της κύριας δίκης, αφορά την κατηγορία των χειριστών αυτομάτων μηχανών και την κατηγορία των ζωγράφων μπλε πορσελάνης, οι οποίες στην πραγματικότητα αποτελούν απλώς υποκατηγορίες δύο ευρύτερων κατηγοριών, της κατηγορίας των τορνευτών και της κατηγορίας των ζωγράφων. Ως δικαιολογητικό λόγο της επιλογής δύο σχετικά περιορισμένων κατηγοριών το ενάγον προβάλλει την ανάγκη συγκρίσεως των αμοιβών ομοιογενών κατηγοριών, ιδίως δε από την άποψη της εκπαιδεύσεως των εργαζομένων που ανήκουν στις κατηγορίες αυτές. Για τον λόγο αυτό, το ενάγον θεωρεί ότι είναι θεμιτή η διάκριση, εντός της κατηγορίας των ζωγράφων, μεταξύ των ζωγράφων μπλε πορσελάνης, η εκπαίδευση των οποίων διαρκεί ενάμισι έτος, και των ζωγράφων διακοσμητικών πιάτων, των οποίων η εκπαίδευση διαρκεί τρεις μήνες. Διαπιστώνοντας εξάλλου ότι το επίπεδο εκπαιδεύσεως των ζωγράφων μπλε πορσελάνης είναι υψηλότερο απ' ό,τι των χειριστών αυτομάτων μηχανών, των οποίων η εκπαίδευση, αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει με τους άλλους τορνευτές, διαρκεί από έναν έως τέσσερις μήνες, ανάλογα με τα αντικείμενα που θα παράγουν, το ενάγον ισχυρίζεται ότι, αν γίνει δεκτό ότι η εργασία τους είναι ίσης αξίας, η αμοιβή των πρώτων θα έπρεπε να υπερβαίνει την αμοιβή των δεύτερων. Τέλος, το ενάγον θεωρεί ότι το γεγονός ότι οι συνθήκες εργασίας των ζωγράφων μπλε πορσελάνης διαφέρουν από τις συνθήκες εργασίας των χειριστών αυτόματων μηχανών δεν σημαίνει ότι η διαπιστωθείσα διαφορά αμοιβών δεν συνιστά δυσμενή διάκριση, αφού η μυϊκή δύναμη που απαιτείται από τους χειριστές αυτομάτων μηχανών αντισταθμίζεται από την ανάγκη επιδεξιότητας που απαιτείται από τους ζωγράφους μπλε πορσελάνης, ενώ στις ενοχλήσεις που υφίστανται οι πρώτοι από τον θόρυβο και την υψηλή θερμοκρασία αντιστοιχούν τα εργονομικά προβλήματα που συνεπάγεται η καθιστική και μονότονη εργασία των δεύτερων.

30 Ομοίως, κατά τη διάταξη περί παραπομπής, ενώ η κατηγορία των χειριστών αυτομάτων μηχανών που αμείβονται με το κομμάτι, στην οποία ανήκουν 26 μόνον άτομα, αποτελείται αποκλειστικά από άνδρες, η κατηγορία των τορνευτών που αμείβονται με το κομμάτι, στην οποία ανήκουν 143 άτομα, αποτελείται κατά 70 % από άνδρες και κατά 30 % από γυναίκες. Επιπλέον, ενώ η κατηγορία των ζωγράφων μπλε πορσελάνης που αμείβονται με το κομμάτι αποτελείται από 155 γυναίκες και 1 άνδρα και η κατηγορία των ζωγράφων διακοσμητικών πιάτων που αμείβονται με το κομμάτι από 51 γυναίκες, η κατηγορία των ζωγράφων που αμείβονται με το κομμάτι περιλαμβάνει 317 άτομα και αποτελείται κατά 95 % από γυναίκες και κατά 5 % από άνδρες. Τέλος, μολονότι η μέση αμοιβή της κατηγορίας των χειριστών αυτομάτων μηχανών που αμείβονται με το κομμάτι, η οποία αποτελείται αποκλειστικά από άνδρες, είναι υψηλότερη από την αμοιβή της κατηγορίας των ζωγράφων μπλε πορσελάνης που αμείβονται με το κομμάτι, στην οποία ανήκουν, πλην μιας εξαιρέσεως, αποκλειστικά και μόνον γυναίκες, εντούτοις είναι χαμηλότερη της αμοιβής της κατηγορίας των ζωγράφων διακοσμητικών πιάτων που αμείβονται με το κομμάτι, η οποία αποτελείται αποκλειστικά από γυναίκες.

31 Υπό τις περιστάσεις αυτές, αν το τρίτο ερώτημα θεωρηθεί στο σύνολό του, συνάγεται ότι το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν, στο πλαίσιο συστήματος αμοιβής με το κομμάτι, οι κατηγορίες εργαζομένων των οποίων οι μέσες αμοιβές πρέπει να συγκριθούν, προκειμένου να εξακριβωθεί αν υφίσταται διάκριση λόγω φύλου, πρέπει να προσδιορίζονται βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, τα οποία να αφορούν, μεταξύ άλλων, τον αριθμό των εργαζομένων που ανήκουν στις κατηγορίες αυτές και την αναλογία τους επί του συνόλου των εργαζομένων, ή αν για τον προσδιορισμό των κατηγοριών αυτών επιτρέπεται η εφαρμογή αυθαιρέτως επιλεγομένων κριτηρίων, ώστε οι κατηγορίες αυτές να αποτελούνται αποκλειστικά από άνδρες ή γυναίκες και να επιτυγχάνεται ενδεχομένως, μέσω συγκρίσεως μεταξύ δύο κατηγοριών εργαζομένων οι οποίες αποτελούνται αφενός από άνδρες και αφετέρου από γυναίκες, η ισότητα αμοιβών μεταξύ δύο κατηγοριών εργαζομένων γυναικών, στη μία από τις οποίες καταβάλλεται μέση αμοιβή χαμηλότερη της μέσης αμοιβής της κατηγορίας εργαζομένων που αποτελείται από άνδρες, ενώ στην άλλη καταβάλλεται υψηλότερη αμοιβή απ' ό,τι στην κατηγορία των εργαζομένων ανδρών.

32 Συναφώς διαπιστώνεται ότι η εξέταση της τηρήσεως της αρχής της ισότητας των αμοιβών συνεπάγεται σύγκριση των αμοιβών που καταβάλλονται σε εργαζομένους διαφορετικού φύλου για την ίδια εργασία ή για εργασίες στις οποίες αποδίδεται ίση αξία.

33 Όταν η σύγκριση αυτή γίνεται μεταξύ των μέσων αμοιβών δύο κατηγοριών εργαζομένων που αμείβονται με το κομμάτι, πρέπει να αφορά, για να είναι λυσιτελής, κατηγορίες από τις οποίες κάθε μια να καλύπτει όλους τους εργαζομένους οι οποίοι μπορούν, αν ληφθεί υπόψη ένα σύνολο παραγόντων, όπως η φύση της εργασίας, η εκπαίδευση και οι όροι εργασίας, να θεωρηθούν ως τελούντες σε παρεμφερείς καταστάσεις.

34 Επιπλέον, η σύγκριση πρέπει να αφορά ένα σχετικά σημαντικό αριθμό εργαζομένων, προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να αποτελούν οι διαπιστούμενες διαφορές την απόρροια καθαρά τυχερών ή συγκυριακών φαινομένων ή να οφείλονται στα διαφορετικά αποτελέσματα της ατομικής εργασίας των ενδιαφερομένων εργαζομένων.

35 Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στις αναγκαίες εκτιμήσεις των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης βάσει των προαναφερθέντων κριτηρίων.

36 Εντούτοις από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η σύγκριση δεν είναι λυσιτελής όταν αφορά κατηγορίες που προσδιορίζονται αυθαίρετα, ώστε η μία απ' αυτές να αποτελείται κυρίως από γυναίκες και η άλλη κυρίως από άνδρες, και μάλιστα όταν σκοπός του προσδιορισμού αυτού είναι η επίτευξη, μέσω διαδοχικών συγκρίσεων, της ευθυγραμμίσεως των αμοιβών της κατηγορίας που αποτελείται κυρίως από γυναίκες προς τις αμοιβές μιας άλλης κατηγορίας, η οποία επίσης έχει προσδιοριστεί αυθαίρετα, ώστε να περιλαμβάνει κυρίως γυναίκες.

37 Ενδέχεται να αποτελεί ένδειξη αυθαίρετου προσδιορισμού των προς σύγκριση κατηγοριών το γεγονός ότι εντός μιας ευρύτερης κατηγορίας, η οποία αποτελείται κυρίως από γυναίκες, γίνεται διάκριση μεταξύ δύο υποκατηγοριών σε συνάρτηση με τη διαφορετική εκπαίδευσή τους και ότι στη συνέχεια δεν επιλέγεται μεταξύ των δύο αυτών υποκατηγοριών, για τη σύγκριση των αμοιβών με μια κατηγορία που αποτελείται κυρίως από άνδρες, η υποκατηγορία εκείνη που έχει τα περισσότερα κοινά σημεία, όσον αφορά την εκπαίδευση, με την κατηγορία που αποτελείται κυρίως από άνδρες.

38 Κατά συνέπεια, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, προκειμένου να συγκρίνει τις μέσες αμοιβές δύο κατηγοριών εργαζομένων που αμείβονται με το κομμάτι, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει ότι κάθε μια από τις δύο κατηγορίες καλύπτει το σύνολο των εργαζομένων οι οποίοι, αν ληφθεί υπόψη ένα σύνολο παραγόντων, όπως η φύση της εργασίας, η εκπαίδευση και οι όροι εργασίας, μπορούν να θεωρηθούν ως τελούντες σε παρεμφερείς καταστάσεις και ότι οι κατηγορίες αυτές καλύπτουν σχετικά σημαντικό αριθμό εργαζομένων, ώστε να αποκλείεται το ενδεχόμενο να αποτελούν οι διαπιστούμενες διαφορές την απόρροια καθαρά τυχερών ή συγκυριακών φαινομένων ή να οφείλονται στα διαφορετικά αποτελέσματα της ατομικής εργασίας των ενδιαφερομένων εργαζομένων.

Επί του τετάρτου ερωτήματος, στοιχεία α', στ', η' και θ'

39 Με το τέταρτο ερώτημα, στοιχεία α', στ', η' και θ', το εθνικό δικαστήριο ερωτά ποια είναι η σημασία που πρέπει να προσδίδεται, κατά την διερεύνησή του αν τηρείται η αρχή της ισότητας των αμοιβών, σε ορισμένα στοιχεία, όπως είναι, πρώτον, το γεγονός ότι η εργασία που παρέχει η μία από τις ενδιαφερόμενες κατηγορίες εργαζομένων αφορά τη χρήση μηχανών και απαιτεί κυρίως μυϊκή δύναμη, ενώ η εργασία που παρέχει η άλλη κατηγορία είναι εργασία με τα χέρια για την οποία απαιτείται κυρίως επιδεξιότητα και, δεύτερον, το γεγονός ότι υφίστανται διαφορές μεταξύ της εργασίας των δύο κατηγοριών, όσον αφορά τα αμειβόμενα από την επιχείρηση διαλείμματα και την ελευθερία ως προς την οργάνωση της εργασίας, καθώς και ως προς τις ενοχλήσεις που οφείλονται στην εργασία.

40 Κατ' αρχάς πρέπει να τονιστεί ότι μπορεί να υφίσταται διάκριση λόγω φύλου μεταξύ δύο κατηγοριών εργαζομένων μόνον εφόσον οι δύο κατηγορίες παρέχουν, αν όχι την ίδια εργασία, τουλάχιστον εργασία στην οποία αποδίδεται ίση αξία.

41 Στη συνέχεια, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι οι διαφορές ως προς την αμοιβή μεταξύ δύο κατηγοριών εργαζομένων δεν αποτελούν δυσμενή διάκριση αντίθετη προς το άρθρο 119 της Συνθήκης και προς την οδηγία, αν εξηγούνται από παράγοντες που δικαιολογούνται αντικειμενικά και είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Μαΐου 1986, 170/84, Βilka, Συλλογή 1986, σ. 1607, σκέψη 30).

42 Κατά συνέπεια, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά, πρέπει να εξακριβώσει αν, ενόψει των πραγματικών στοιχείων που αφορούν τη φύση της εργασίας που παρέχει κάθε κατηγορία και τους όρους υπό τους οποίους παρέχεται η εργασία αυτή, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι δύο κατηγορίες παρέχουν εργασία ίσης αξίας ή αν τα στοιχεία αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως αντικειμενικοί παράγοντες που είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου και μπορούν να δικαιολογήσουν τις ενδεχομένως υφιστάμενες διαφορές ως προς την αμοιβή.

43 Κατά συνέπεια, στο τέταρτο ερώτημα, στοιχεία α', στ', η' και θ', πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τηρείται η αρχή της ισότητας των αμοιβών, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσον, αν ληφθούν υπόψη ορισμένα στοιχεία όπως, πρώτον, το γεγονός ότι η εργασία που παρέχει η μία από τις ενδιαφερόμενες κατηγορίες εργαζομένων αφορά τη χρήση μηχανών και απαιτεί κυρίως μυϊκή δύναμη, ενώ η εργασία που παρέχει η άλλη κατηγορία είναι εργασία με τα χέρια για την οποία απαιτείται κυρίως επιδεξιότητα και, δεύτερον, το γεγονός ότι υφίστανται διαφορές μεταξύ της εργασίας των δύο κατηγοριών, όσον αφορά τα αμειβόμενα από την επιχείρηση διαλείμματα και την ελευθερία ως προς την οργάνωση της εργασίας, καθώς και ως προς τις ενοχλήσεις που οφείλονται στην εργασία, τα δύο είδη εργασίας έχουν ίση αξία ή κατά πόσον τα στοιχεία αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως αντικειμενικοί παράγοντες που είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου και μπορούν να δικαιολογήσουν τις ενδεχομένως υφιστάμενες διαφορές ως προς την αμοιβή.

Επί του τετάρτου ερωτήματος, στοιχείο β'

44 Με το τέταρτο ερώτημα, στοιχείο β', το εθνικό δικαστήριο ερωτά ποια είναι η σημασία που πρέπει να προσδίδεται, όσον αφορά την ισότητα αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων, στο γεγονός ότι τα στοιχεία της αμοιβής καθορίζονται κατόπιν συλλογικών διαπραγματεύσεων ή διαπραγματεύσεων σε τοπικό επίπεδο.

45 Συναφώς επιβάλλεται να υπενθυμιστεί ότι, αφού το άρθρο 119 της Συνθήκης έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, η απαγόρευση των διακρίσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων ισχύει όχι μόνο για τις ενέργειες των δημοσίων αρχών, αλλά και για όλες τις συμβάσεις που αποσκοπούν στη συλλογική ρύθμιση της εξαρτημένης εργασίας, καθώς και για τις συμβάσεις μεταξύ ιδιωτών (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, 43/75, Defrenne, Συλλογή τόμος 1976, σ. 175, σκέψη 39).

46 Το γεγονός πάντως ότι τα στοιχεία της αμοιβής έχουν καθοριστεί κατόπιν συλλογικών διαπραγματεύσεων ή διαπραγματεύσεων σε τοπικό επίπεδο μπορεί να λαμβάνεται υπόψη από το εθνικό δικαστήριο ως στοιχείο εκτιμήσεως του κατά πόσον οι διαφορές μεταξύ των μέσων αμοιβών δύο κατηγοριών εργαζομένων οφείλονται σε αντικειμενικούς παράγοντες που είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου.

47 Κατά συνέπεια, στο τέταρτο ερώτημα, στοιχείο β', πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων ισχύει και όταν τα στοιχεία της αμοιβής καθορίζονται κατόπιν συλλογικών διαπραγματεύσεων ή διαπραγματεύσεων σε τοπικό επίπεδο, αλλ' ότι το εθνικό δικαστήριο μπορεί να λαμβάνει υπόψη το γεγονός αυτό, προκειμένου να εκτιμήσει αν ορισμένες διαφορές μεταξύ των μέσων αμοιβών δύο κατηγοριών εργαζομένων οφείλονται σε αντικειμενικούς παράγοντες που είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

48 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική, η Πορτογαλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με διάταξη της 27ης Αυγούστου 1993, το faglige voldgiftsret, αποφαίνεται:

1) Το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και η οδηγία 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, εφαρμόζονται επί των συστημάτων αμοιβής με το κομμάτι, στα οποία οι αποδοχές αποτελούν πλήρως ή κυρίως συνάρτηση του αποτελέσματος της ατομικής εργασίας κάθε εργαζομένου.

2) Η αρχή της ισότητας των αμοιβών, η οποία διακηρύσσεται στα άρθρα 119 της Συνθήκης και 1 της οδηγίας 75/117, έχει την έννοια ότι στο πλαίσιο ενός συστήματος αμοιβής με το κομμάτι η διαπίστωση και μόνον ότι η μέση αμοιβή μιας κατηγορίας εργαζομένων που αποτελείται κυρίως από γυναίκες που επιτελούν ορισμένο είδος εργασίας υπολείπεται αισθητά της μέσης αμοιβής μιας κατηγορίας εργαζομένων που αποτελείται κυρίως από άνδρες που επιτελούν άλλο είδος εργασίας, στο οποίο όμως αποδίδεται ίση αξία, δεν αρκεί για τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι υφίσταται διάκριση ως προς την αμοιβή. Εντούτοις, όταν, σ' ένα σύστημα αμοιβής με το κομμάτι, κατά το οποίο οι ατομικές αμοιβές αποτελούνται από ένα μεταβλητό τμήμα, το οποίο αποτελεί συνάρτηση του αποτελέσματος της ατομικής εργασίας κάθε εργαζομένου, και από ένα σταθερό τμήμα, το οποίο διαφέρει ανάλογα με την κατηγορία των ενδιαφερομένων εργαζομένων, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθούν οι παράγοντες στους οποίους προσδόθηκε κρίσιμη σημασία κατά τον καθορισμό των συντελεστών ή των μονάδων μετρήσεως στους οποίους ή στις οποίες στηρίχθηκε ο υπολογισμός του μεταβλητού τμήματος της αμοιβής, ενδέχεται να επιβληθεί στον εργοδότη το βάρος αποδείξεως του ότι οι διαπιστωθείσες διαφορές δεν οφείλονται σε διάκριση λόγω φύλου.

3) Προκειμένου να συγκρίνει τις μέσες αμοιβές δύο κατηγοριών εργαζομένων που αμείβονται με το κομμάτι, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει ότι κάθε μια από τις δύο κατηγορίες καλύπτει το σύνολο των εργαζομένων οι οποίοι, αν ληφθεί υπόψη ένα σύνολο παραγόντων, όπως η φύση της εργασίας, η εκπαίδευση και οι όροι εργασίας, μπορούν να θεωρηθούν ως τελούντες σε παρεμφερείς καταστάσεις και ότι οι κατηγορίες αυτές καλύπτουν σχετικά σημαντικό αριθμό εργαζομένων, ώστε να αποκλείεται το ενδεχόμενο να αποτελούν οι διαπιστούμενες διαφορές την απόρροια καθαρά τυχερών ή συγκυριακών φαινομένων ή να οφείλονται στα διαφορετικά αποτελέσματα της ατομικής εργασίας των ενδιαφερομένων εργαζομένων.

4) Προκειμένου να εξακριβωθεί αν τηρείται η αρχή της ισότητας των αμοιβών, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσον, αν ληφθούν υπόψη ορισμένα στοιχεία όπως, πρώτον, το γεγονός ότι η εργασία που παρέχει η μία από τις ενδιαφερόμενες κατηγορίες εργαζομένων αφορά τη χρήση μηχανών και απαιτεί κυρίως μυϊκή δύναμη, ενώ η εργασία που παρέχει η άλλη κατηγορία είναι εργασία με τα χέρια για την οποία απαιτείται κυρίως επιδεξιότητα και, δεύτερον, το γεγονός ότι υφίστανται διαφορές μεταξύ της εργασίας των δύο κατηγοριών, όσον αφορά τα αμειβόμενα από την επιχείρηση διαλείμματα και την ελευθερία ως προς την οργάνωση της εργασίας, καθώς και ως προς τις ενοχλήσεις που οφείλονται στην εργασία, τα δύο είδη εργασίας έχουν ίση αξία ή κατά πόσον τα στοιχεία αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως αντικειμενικοί παράγοντες που είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου και μπορούν να δικαιολογήσουν τις ενδεχομένως υφιστάμενες διαφορές ως προς την αμοιβή.

5) Η αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων ισχύει και όταν τα στοιχεία της αμοιβής καθορίζονται κατόπιν συλλογικών διαπραγματεύσεων ή διαπραγματεύσεων σε τοπικό επίπεδο, αλλά το εθνικό δικαστήριο μπορεί να λαμβάνει υπόψη το γεγονός αυτό, προκειμένου να εκτιμήσει αν ορισμένες διαφορές μεταξύ των μέσων αμοιβών δύο κατηγοριών εργαζομένων οφείλονται σε αντικειμενικούς παράγοντες που είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου.