ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 2ΑΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1994. - PUNTO CASA SPA ΚΑΤΑ SINDACO DEL COMUNE DI CAPENA ΚΑΙ COMUNE DI CAPENA ΚΑΙ PROMOZIONI POLIVALENTI VENETE SOC. COOP. ARL (PPV) ΚΑΤΑ SINDACO DEL COMUNE DI TORRI DI QUARTESOLO ΚΑΙ COMUNE DI TORRI DI QUARTESOLO. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: PRETURA CIRCONDARIALE DI ROMA - ΙΤΑΛΙΑ. - ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 30 ΚΑΙ 36 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ - ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-69/93 ΚΑΙ C-258/93.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-02355
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων * Ποσοτικοί περιορισμοί * Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος * 'Εννοια * Εμπόδια που προκύπτουν από εθνικές διατάξεις ρυθμίζουσες κατά τρόπο που δεν συνιστά δυσμενή διάκριση τις μεθόδους πωλήσεως * Ανεφάρμοστο του άρθρου 30 της Συνθήκης * Ρύθμιση σχετικά με τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 30)
Δεν μπορεί να εμποδίσει άμεσα ή έμμεσα, πράγματι ή δυνάμει, το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, η εφαρμογή σε προϊόντα προερχόμενα από άλλα κράτη μέλη εθνικών διατάξεων που περιορίζουν ή απαγορεύουν ορισμένες μεθόδους πωλήσεως, εφόσον οι διατάξεις αυτές ισχύουν για όλους τους οικείους επιχειρηματίες που ασκούν τις δραστηριότητές τους στο εθνικό έδαφος και εφόσον αφορούν κατά τον ίδιο τρόπο, τόσο νομικώς όσο και πραγματικώς, την εμπορία των εγχωρίων προϊόντων και των προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη. Πράγματι, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, η εφαρμογή ρυθμίσεων αυτού του είδους ως προς την πώληση των προϊόντων που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος και ανταποκρίνονται στους κανόνες που έχει θεσπίσει αυτό το κράτος δεν μπορεί να εμποδίσει τη διάθεσή τους στην αγορά ή να την καταστήσει περισσότερο δυσχερή από ό,τι των εγχωρίων προϊόντων. Οι ρυθμίσεις αυτές διαφεύγουν επομένως του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης.
Κατά συνέπεια, το άρθρο 30 της Συνθήκης έχει την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή επί εθνικής ρυθμίσεως περί απαγορεύσεως λειτουργίας των καταστημάτων που ισχύει για όλους τους επιχειρηματίες που ασκούν δραστηριότητες επί του εθνικού εδάφους και αφορά κατά τον ίδιο τρόπο, τόσο νομικώς όσο και πραγματικώς, την εμπορία των εγχωρίων προϊόντων και την εμπορία των προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-69/93 και C-258/93,
που έχουν ως αντικείμενο δύο αιτήσεις της Pretura circondariale di Roma, sezione distaccata di Castelnuovo di Porto (Ιταλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Punto Casa SpA
και
Sindaco del Comune di Capena,
Comune di Capena,
και μεταξύ
Promozioni Polivalenti Venete Soc. coop. arl (PPV)
και
Sindaco del Comune di Torri di Quartesolo,
Comune di Torri di Quartesolo,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, M. Diez de Velasco (εισηγητή), Κ. Ν. Κακούρη, F. A. Schockweiler και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven
γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
* οι αιτούσες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενες από τους Franco Di Maria, Gianfranco Maestosi και Federico Tedeschini, δικηγόρους Ρώμης,
* η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Βασίλειο Κοντόλαιμο, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και τη Χριστίνα Σιταρά, δικαστική αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
* η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την S. L. Hudson, του Treasury Solicitor' s Department, και τον M. N. Paines, barrister,
* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον A. Aresu, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των αιτουσών της κύριας δίκης, της Ελληνικής Κυβερνήσεως, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 24ης Φεβρουαρίου 1994,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Μαρτίου 1994,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με Διατάξεις της 16ης Δεκεμβρίου 1992 και της 22ας Μαρτίου 1993, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο αντιστοίχως στις 15 Μαρτίου και 27 Απριλίου του ίδιου έτους, η Pretura circondariale di Roma, sezione distaccata di Castelnuovo di Porto, υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης, προκειμένου να αποφανθεί, ενόψει των διατάξεων αυτών, επί της ιταλικής ρυθμίσεως που αφορά την απαγόρευση λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων λιανικής πωλήσεως την Κυριακή.
2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσια μέτρων της δημοσίας αρχής που ελήφθησαν για παράβαση της εν λόγω ρυθμίσεως κατά των επιχειρηματιών που εκμεταλλεύονται δύο υπεραγορές.
3 Ο ιταλικός νόμος 558 της 28ης Ιουλίου 1971 ρυθμίζει τις ώρες λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων και τις δραστηριότητες λιανικής πωλήσεως. Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο α', αυτού του νόμου προβλέπει την απαγόρευση λειτουργίας των καταστημάτων κατά τις Κυριακές και τις αργίες, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων που προβλέπονται από τον ίδιο νόμο.
4 Το άρθρο 10 του νόμου προβλέπει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεως. Οι διατάξεις που ρυθμίζουν ειδικότερα τις ώρες λειτουργίας καθορίζονται από τις περιφέρειες. Ο έλεγχος της τηρήσεως των ισχυουσών διατάξεων έχει ανατεθεί στους οικείους δημάρχους και προέδρους κοινότητας που μπορούν να επιβάλλουν κυρώσεις.
5 Οι αιτούσες της κύριας δίκης εκμεταλλεύονται αντιστοίχως μια υπεραγορά που βρίσκεται στην περιοχή της κοινότητας της Capena και ένα εμπορικό κέντρο που βρίσκεται στην περιοχή της κοινότητας του Torri di Quartesolo. Δεδομένου ότι τα εμπορικά συγκροτήματα για τα οποία πρόκειται παρέμεναν ανοιχτά επί πολλές Κυριακές και αργίες, οι πρόεδροι των δύο κοινοτήτων επέβαλαν διοικητικές κυρώσεις στους επιχειρηματίες που εκμεταλλεύονταν τα εν λόγω εμπορικά συγκροτήματα.
6 Οι αιτούσες της κύριας δίκης προσέφυγαν τότε ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου. Προέβαλαν ότι σημαντικό μέρος του κύκλου εργασιών που πραγματοποιείται στα εν λόγω εμπορικά συγκροτήματα αφορά προϊόντα που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη της Κοινότητας. Επομένως, κατά τη γνώμη τους, οι επίμαχες εθνικές διατάξεις δεν συμβιβάζονται προς το άρθρο 30 της Συνθήκης.
7 Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Pretura circondariale di Roma, sezione distaccata di Castelnuovo di Porto, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε, στο πλαίσιο της υποθέσεως C-69/93, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
1) Διάταξη εθνικού δικαίου - η οποία επιβάλλει (με εξαίρεση για ορισμένα προϊόντα) το κλείσιμο των καταστημάτων λιανικής πωλήσεως την Κυριακή, όχι όμως την απαγόρευση εργασίας κατά την ημέρα αυτή, και επιβάλλει την ποινή της υποχρεωτικής παύσεως λειτουργίας των καταστημάτων που παραβιάζουν την εν λόγω απαγόρευση, προκαλώντας έτσι αισθητή μείωση στις πωλήσεις που πραγματοποιούν τα καταστήματα αυτά, περιλαμβανομένων και των πωλήσεων εμπορευμάτων που παράγονται στα άλλα κράτη της Κοινότητας, με συνέπεια τη μείωση του όγκου των εισαγωγών από τα εν λόγω κράτη - συνιστά:
α) μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς περιορισμό επί των εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης της Ρώμης και των συνακολούθων κανονιστικών ρυθμίσεων που θεσπίστηκαν κατ' εφαρμογή των αρχών που διακηρύσσονται με αυτήν
β) ή μέτρο αυθαίρετης διακρίσεως ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών
γ) ή μέτρο δυσανάλογο ή απρόσφορο για τον σκοπό που επιδιώκει η διάταξη του εθνικού δικαίου
δεδομένου ότι:
* τα μεγάλα καταστήματα πωλούν, κατά μέσον όρο, μεγαλύτερη ποσότητα προϊόντων που εισάγονται από άλλες κοινοτικές χώρες από την ποσότητα που πωλούν τα μικρά και μεσαία καταστήματα
* ο κύκλος εργασιών που τα μεγάλα καταστήματα πραγματοποιούν κατά την Κυριακή δεν μπορεί να συμψηφιστεί από τις αγορές τις οποίες είναι δυνατό να πραγματοποιούν οι πελάτες κατά τις άλλες ημέρες της εβδομάδας, αγορές οι οποίες ως εκ τούτου προσανατολίζονται προς ένα εμπορικό δίκτυο το οποίο προμηθεύεται, στο σύνολό του, από τους εγχώριους παραγωγούς;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, το μέτρο που θεσπίζεται με την εν λόγω διάταξη εθνικού δικαίου εμπίπτει στις παρεκκλίσεις από το άρθρο 30 που προβλέπονται στο άρθρο 36 της Συνθήκης της Ρώμης ή σε άλλες παρεκκλίσεις που προβλέπονται στις κοινοτικές κανονιστικές ρυθμίσεις;
8 Ταυτόσημα κατ' ουσίαν ερωτήματα υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο και στο πλαίσιο της υποθέσεως C-258/93.
Επί του πρώτου ερωτήματος
9 Το πρώτο ερώτημα αφορά το ζήτημα αν μια εθνική νομοθεσία όπως η υπό κρίση στην κύρια δίκη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης.
10 Πρέπει εκ προοιμίου να υπομνηστεί ότι κατά το άρθρο 30 της Συνθήκης απαγορεύονται μεταξύ κρατών μελών οι ποσοτικοί περιορισμοί επί των εισαγωγών, καθώς και κάθε μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος.
11 Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί καταρχάς ότι, κατά πάγια νομολογία, αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κάθε μέτρο που είναι ικανό να εμποδίσει, άμεσα ή έμμεσα, πράγματι ή δυνάμει το ενδοκοινοτικό εμπόριο (απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974, 8/74, Dassonville, Racc. 1974, σ. 837, σκέψη 5).
12 Πρέπει ομοίως να υπομνησθεί ότι δεν μπορεί να εμποδίσει άμεσα ή έμμεσα, πράγματι ή δυνάμει, το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, κατά την έννοια της προαναφερθείσας αποφάσεως Dassonville, η εφαρμογή σε προϊόντα προερχόμενα από άλλα κράτη μέλη εθνικών διατάξεων που περιορίζουν ή απαγορεύουν ορισμένες μεθόδους πωλήσεως, εφόσον οι διατάξεις αυτές ισχύουν για όλους τους οικείους επιχειρηματίες που ασκούν τις δραστηριότητές τους στο εθνικό έδαφος και εφόσον αφορούν κατά τον ίδιο τρόπο, τόσο νομικώς όσο και πραγματικώς, την εμπορία των εγχωρίων προϊόντων και των προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη. Πράγματι, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, η εφαρμογή ρυθμίσεων αυτού του είδους ως προς την πώληση των προϊόντων που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος και ανταποκρίνονται στους κανόνες που έχει θεσπίσει αυτό το κράτος δεν μπορεί να εμποδίσει τη διάθεσή τους στην αγορά ή να την καταστήσει περισσότερο δυσχερή από ό,τι των εγχωρίων προϊόντων. Οι ρυθμίσεις αυτές διαφεύγουν επομένως του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης (βλ. την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1993, C-267/91 και C-268/91, Keck και Mithouard, Συλλογή 1993, σ. Ι-6097, σκέψεις 16 και 17).
13 Προκειμένου περί ρυθμίσεως όπως η επίμαχη που αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες τα εμπορεύματα μπορούν να πωλούνται στους καταναλωτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που διατυπώνονται στην ως άνω απόφαση.
14 Πράγματι, η ρύθμιση περί της οποίας πρόκειται ισχύει, χωρίς διάκριση ανάλογα με την καταγωγή των σχετικών προϊόντων, για όλους τους οικείους επιχειρηματίες και δεν θίγει την εμπορία των προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη κατά διαφορετικό τρόπο από ό,τι των εγχωρίων προϊόντων.
15 Κατά συνέπεια, στο εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 30 της Συνθήκης έχει την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή επί εθνικής ρυθμίσεως περί απαγορεύσεως λειτουργίας των καταστημάτων που ισχύει για όλους τους επιχειρηματίες που ασκούν δραστηριότητες επί του εθνικού εδάφους και αφορά κατά τον ίδιο τρόπο, τόσο νομικώς όσο και πραγματικώς, την εμπορία των εγχωρίων προϊόντων και την εμπορία των προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
16 Ενόψει της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
17 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ελληνική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με Διατάξεις της 16ης Δεκεμβρίου 1992 και 22ας Μαΐου 1993, η Pretura circondariale di Roma, sezione distaccata di Castelnuovo di Porto, αποφαίνεται:
Το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ έχει την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή επί εθνικής ρυθμίσεως περί απαγορεύσεως λειτουργίας των καταστημάτων που ισχύει για όλους τους επιχειρηματίες που ασκούν δραστηριότητες επί του εθνικού εδάφους και αφορά κατά τον ίδιο τρόπο, τόσο νομικώς όσο και πραγματικώς, την εμπορία των εγχωρίων προϊόντων και την εμπορία των προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.