61993C0470

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 28ης Μαρτίου 1995. - VEREIN GEGEN UNWESEN IN HANDEL UND GEWERBE KOELN E.V. ΚΑΤΑ MARS GMBH. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: LANDGERICHT KOELN - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ - ΜΕΤΡΑ ΙΣΟΔΥΝΑΜΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΜΕ ΠΟΣΟΤΙΚΟΥΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ - ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ ΕΝΕΧΟΥΣΑ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΜΕΤΑΠΩΛΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΕ ΠΛΑΝΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-470/93.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1995 σελίδα I-01923


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

1 Είναι γνωστό ότι μετά την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1993, Keck και Mithouard (1), οι έχουσες αδιακρίτως εφαρμογή εθνικές ρυθμίσεις «(...) που περιορίζουν ή απαγορεύουν ορισμένους τρόπους πωλήσεως (...)» δεν συνιστούν μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος με ποσοτικούς περιορισμούς υπό την έννοια της νομολογίας Dassonville (2), «(...) αρκεί (...) να εφαρμόζονται σε όλους τους επιχειρηματίες που ασκούν τη δραστηριότητά τους στο εθνικό έδαφος και αρκεί να επηρεάζουν κατά τον ίδιο τρόπο, και νομικώς και πραγματικώς, την εμπορία των εθνικών προϋόντων και των προϋόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών» (3). Απεναντίας, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΚ οι ρυθμίσεις που εξαρτούν την εμπορία των εμπορευμάτων από ορισμένους όρους (όπως είναι αυτοί που αφορούν την ονομασία, τη μορφή, τις διαστάσεις, το βάρος, τη σύνθεση, την παρουσίαση, την επισήμανση, τη συσκευασία των εμπορευμάτων) (4).

2 Τι καλύπτει η έννοια του «τρόπου πωλήσεως»;

3 Περιλαμβάνει τις ρυθμίσεις περί διαφημίσεως; Αφορά η ρύθμιση που έχει ως αντικείμενο τη διαφήμιση επί της συσκευασίας του διατιθεμένου στο εμπόριο προϋόντος κάποιο χαρακτηριστικό του προϋόντος που εμπίπτει στη σκέψη 15 της προαναφερθείσας αποφάσεως Keck και Mithouard ή κάποιον τρόπο πωλήσεως υπό την έννοια της σκέψεως 16 της αποφάσεως αυτής;

4 Με τις προτάσεις του στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1993, Hόnermund κ.λπ. (5), ο γενικός εισαγγελέας G. Tesauro είχε προεικάσει ότι από την εφαρμογή της διακρίσεως αυτής στον τομέα της διαφημίσεως θα προέκυπταν ερμηνευτικές δυσχέρειες που δεν θα μπορούσαν να επιλυθούν παρά μόνον κατά περίπτωση (6).

5 Το προδικαστικό ερώτημα που έχει υποβάλει στο Δικαστήριο το Landgericht Kφln αποτελεί απόδειξη των ανωτέρω.

6 Η εταιρία Mars, χρησιμοποιώντας τα σήματα Mars, Snickers, Bounty και Milky Way, εμπορεύεται στη Γερμανία πλάκες σοκολάτας με παγωτό, τις οποίες εισάγει από τη Γαλλία, όπου νομίμως παράγονται και τίθενται εντός ομοιόμορφης συσκευασίας προς διανομή τους σε ολόκληρη την Ευρώπη.

7 Η συσκευασία φέρει την ένδειξη «+ 10 %».

8 Ο Verein gegen Unwesen in Handel und Gewerbe - ένωση για την καταπολέμηση του αθεμίτου ανταγωνισμού - ασκεί κατά της εταιρίας Mars αγωγή επί παραλείψει πράξεως αθεμίτου ανταγωνισμού στηριζομένη στο άρθρο 3 του Gesetz gegen den unlauteren Wettbewerb (νόμου περί αθεμίτου ανταγωνισμού, στο εξής: UWG), το οποίο ορίζει ότι:

«Ο κατά τις εμπορικές συναλλαγές επί σκοπώ ανταγωνισμού παρέχων παραπλανητικές ενδείξεις όσον αφορά τους όρους εμπορίας, ιδίως δε την ποιότητα, την καταγωγή, τον τρόπο παραγωγής, τις τιμές των καθ' έκαστον εμπορευμάτων (...) ή του συνόλου των προσφερομένων εμπορευμάτων ή υπηρεσιών, τους τιμοκαταλόγους, τον τρόπο κτήσεως ή την πηγή των εμπορευμάτων (...) την αιτία ή τον σκοπό της πωλήσεως ή την ποσότητα των διαθεσίμων εμπορευμάτων, δύναται να εναχθεί επί παραλείψει της χρησιμοποιήσεως των ενδείξεων αυτών.»

9 Η ανωτέρω ένωση ζητεί να γίνει δεκτή η αγωγή της για τους ακόλουθους δύο λόγους:

1) η παρουσίαση αυτή περιάγει σε πλάνη τον καταναλωτή, ο οποίος προσδοκά ότι η τιμή στην οποία του προσφέρεται το εμπόρευμα είναι η ίδια με αυτή που είχε το εμπόρευμα υπό την παλαιά του παρουσίαση·

2) η ένδειξη «+ 10 %» δίνει την εντύπωση ότι το προϋόν έχει αυξηθεί κατά ποσότητα αντίστοιχη προς το μέρος της νέας συσκευασίας που έχει χρωματιστεί διαφορετικά. Η επιφάνεια που χρησιμοποιείται για να προβληθεί οπτικώς η ένδειξη «+ 10 %» είναι πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη αύξηση του όγκου του προϋόντος.

10 Το Landgericht Kφln υποβάλλει στο Δικαστήριο το ερώτημα αν, προκειμένου περί των «Ice Cream Snacks», τα οποία νομίμως παράγονται και διατίθενται στο εμπόριο εντός κράτους μέλους υπό την παρουσίαση που περιγράφεται στο εισαγωγικό δικόγραφο της κύριας δίκης, η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων επιτρέπει να απαγορευθεί εντός άλλου κράτους μέλους η εμπορία υπό την παρουσίαση αυτή για τους δύο λόγους που προβάλλει η ενάγουσα της κύριας δίκης ένωση.

11 Θα εξετάσω διαδοχικώς δύο ζητήματα. Συνιστά η απαγόρευση της εμπορίας πλακών σοκολάτας με παγωγό που φέρουν στη συσκευασία τη διαφημιστική ένδειξη «+ 10 % παγωτό κρέμα» εμπόδιο στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης; Αν ναι, μπορούν να δικαιολογήσουν την απαγόρευση αυτή οι λόγοι που προβάλλει η ενάγουσα της κύριας δίκης ένωση;

Ι - Επί του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης

12 Το άρθρο 3 του UWG αποτελεί ρύθμιση έχουσα αδιακρίτως εφαρμογή και αφορώσα εξίσου τα εγχώρια και τα εισαγόμενα προϋόντα. Επιτρέπει να απαγορευθεί η εμπορία στη Γερμανία των πλακών σοκολάτας με παγωτό που φέρουν τις διαφημιστικές ενδείξεις στις οποίες έχω αναφερθεί.

13 Αφορά η απαγόρευση αυτή τα χαρακτηριστικά του προϋόντος υπό την έννοια της σκέψεως 15 της προαναφερθείσας αποφάσεως Keck και Mithouard ή τον τρόπο πωλήσεως υπό την έννοια της σκέψεως 16 της αποφάσεως αυτής;

14 Υπενθυμίζω ότι η πρώτη περίπτωση αφορά τις ρυθμίσεις που, ελλείψει εναρμονίσεως, επιβάλλουν ορισμένη παρουσίαση, ορισμένη σύνθεση ή την ύπαρξη ορισμένων εγγενών ιδιοτήτων του προϋόντος που να διαφέρουν από αυτές που απαιτούνται στο κράτος μέλος καταγωγής.

15 Με το να επιβάλλει την εκ νέου συσκευασία του εισαγομένου προϋόντος ή τη μεταβολή των ουσιωδών ιδιοτήτων του, εν όψει της εμπορίας του εντός του κράτους εισαγωγής, μια τέτοια ρύθμιση αποτελεί εμπόδιο στις συναλλαγές, καθότι υψώνει τις τιμές των εισαγομένων προϋόντων ή καθιστά δυσχερέστερες τις εισαγωγές και, συνεπώς, ευνοεί την εγχώρια βιομηχανία αυτού του κράτους ή της παρέχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

16 Στη δεύτερη περίπτωση, η εθνική ρύθμιση δεν έχει καμία σχέση με τις εισαγωγές και αφορά την εμπορική δραστηριότητα εν γένει. Δεν έχει αποτελέσματα επί των εισαγωγών παρά μόνον εμμέσως, λόγω του ότι μπορεί να οδηγήσει σε μείωση ή συμπίεση των πωλήσεων, αλλά δεν επηρεάζει την εμπορία των προϋόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών διαφορετικά από ό,τι των εγχωρίων προϋόντων. Δεν εμποδίζει την πρόσβασή τους στην αγορά. Δεν θέτει περισσότερα εμπόδια σε αυτά από όσα θέτει στα εγχώρια προϋόντα. Αναφέρομαι, για παράδειγμα, στις ρυθμίσεις της λειτουργίας των καταστημάτων την Κυριακή (7).

17 Τα νομοθετικά κείμενα περί διαφημίσεως εμπίπτουν είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση. Ενώ ορισμένες ρυθμίσεις δεν έχουν παρά μόνον έμμεση σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία και εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης, απεναντίας άλλες ρυθμίσεις είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την παρουσίαση του προϋόντος και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού.

18 Συγκεκριμένα:

19 Ορισμένες ρυθμίσεις διέπουν την εμπορική δραστηριότητα εν γένει και δεν έχουν σχέση με τις εξαγωγές. Δεν εμποδίζουν την εμπορία του προϋόντος υπό ενιαία παρουσίαση και με ενιαία χαρακτηριστικά - την παρουσίαση και τα χαρακτηριστικά που επιβάλλει το κράτος μέλος καταγωγής - σε ολόκληρη την Κοινότητα. Δεν επηρεάζουν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Συνιστούν πολιτική επιλογή: ποια όρια πρέπει να τεθούν στον τομέα της διαφημίσεως;

20 ςΕτσι, μετά την προαναφερθείσα απόφαση Keck και Mithouard, το Δικαστήριο έκρινε, με την προαναφερθείσα απόφαση Hόnermund κ.λπ., ότι το άρθρο 30 της Συνθήκης δεν έχει εφαρμογή επί ενός κανόνα δεοντολογίας που έχει θεσπιστεί από το φαρμακευτικό επιμελητήριο κράτους μέλους και απαγορεύει στους φαρμακοποιούς του εν λόγω κράτους να διαφημίζουν, εκτός του φαρμακείου, φαρμακευτικά προϋόντα. αΕνας τέτοιος κανόνας συνιστά τρόπο πωλήσεως υπό την έννοια της σκέψεως 16 της αποφάσεως Keck και Μithouard, κατά το μέτρο που «(...) η εφαρμογή ρυθμίσεων αυτού του είδους στην πώληση προϋόντων προελεύσεως άλλου κράτους μέλους, τα οποία ανταποκρίνονται στους κανόνες που έχει θεσπίσει το κράτος αυτό, δεν είναι ικανή να παρεμποδίσει την πρόσβασή τους στην αγορά ούτε να τη δυσχεράνει, όπως δεν δυσχεραίνει την πρόσβαση στην αγορά των εθνικών προϋόντων» (8).

21 Ομοίως, το Δικαστήριο δέχτηκε, με το ίδιο σκεπτικό (9), στην απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1995 στην υπόθεση Sociιtι d'importation Ιdouard Leclerc-Siplec (10), ότι το γαλλικό διάταγμα που αποκλείει από την τηλεοπτική διαφήμιση τον τομέα της διανομής «(...) αφορά τον τρόπο πωλήσεως, καθόσον απαγορεύει ορισμένη μορφή προωθήσεως (τηλεοπτική διαφήμιση) ορισμένης μεθόδου εμπορίας (διανομής) των προϋόντων» (11).

22 Απεναντίας, άλλες ρυθμίσεις περί διαφημίσεως επηρεάζουν περισσότερο τις πωλήσεις εισαγομένων προϋόντων από ό,τι τις πωλήσεις εγχωρίων προϋόντων και είναι ικανές να εμποδίσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

23 Αυτή είναι ασφαλώς η περίπτωση της απαγορεύσεως που πλήττει τη διαφήμιση την οποία φέρει η συσκευασία του προϋόντος (12). Αφενός, ο εισαγωγέας θα είναι υποχρεωμένος να αλλάζει την παρουσίαση, τη συσκευασία και τις διαφημιστικές ενδείξεις επί του προϋόντος, προκειμένου να συμμορφώνεται προς τη νομοθεσία του κράτους εισαγωγής, πράγμα που θα του επιβάλλει πρόσθετα έξοδα, που δεν φέρει ο εγχώριος παραγωγός του κράτους αυτού. Αφετέρου, θα είναι υποχρεωμένος να οργανώνει στεγανούς διαύλους διανομής, ώστε να εξασφαλίζει ότι τα προϋόντα που φέρουν την επίμαχη διαφημιστική ένδειξη δεν διατίθενται στο εμπόριο στο έδαφος του κράτους όπου ισχύει η απαγόρευση (13).

24 ΙΗδη η προγενέστερη της προαναφερθείσας αποφάσεως Keck και Mithouard νομολογία του Δικαστηρίου έθετε σαφώς την αρχή ότι η υποχρέωση αναγραφής ορισμένων ενδείξεων επί ενός προϋόντος, κατά το μέτρο που επιβάλλει ενδεχομένως στον κατασκευαστή ή στον εισαγωγέα να μεταβάλλει την παρουσίαση του προϋόντος, είναι ικανή να καταστήσει επαχθέστερη την εμπορία του εν λόγω προϋόντος σε ορισμένα κράτη μέλη και, συνεπώς, έχει περιοριστικό αποτέλεσμα επί των συναλλαγών (14).

25 Με την απόφαση Pall (15), το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η εντός κράτους μέλους απαγόρευση της χρησιμοποιήσεως της ενδείξεως (R) παραπλεύρως του σήματος, η οποία δηλώνει ότι πρόκειται περί κατατεθέντος σήματος, συνιστά εμπόδιο, «(...) διότι μπορεί να αναγκάσει τον δικαιούχο σήματος κατατεθειμένου σε ένα μόνον κράτος μέλος να ρυθμίσει κατά διαφόρους τρόπους την παρουσίαση των προϋόντων του, αναλόγως του τόπου όπου πρόκειται να τεθούν στο εμπόριο, και να οργανώσει στεγανούς διαύλους διανομής, κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίσει τη μη κυκλοφορία προϋόντων που φέρουν την ένδειξη (R) στο έδαφος των κρατών που έχουν θεσπίσει την απαγόρευση» (16).

26 Προσφάτως, με την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1994 στην υπόθεση Verband Sozialer Wettbewerb (17), την αποκαλούμενη απόφαση «Clinique», το Δικαστήριο έκρινε ότι η ονομασία ενός προϋόντος είναι χαρακτηριστικό του προϋόντος αυτού υπό την έννοια της σκέψεως 15 της προαναφερθείσας αποφάσεως Keck και Mithouard. Η απαγόρευση χρησιμοποιήσεως εντός του κράτους εισαγωγής ονομασίας που είναι θεμιτή εντός του κράτους καταγωγής συνιστά εμπόδιο στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Συγκεκριμένα,

«το γεγονός ότι, λόγω της απαγορεύσεως αυτής, η οικεία επιχείρηση εξαναγκάζεται να μετέρχεται μόνον εντός αυτού του κράτους μέλους την εμπορία των προϋόντων της υπό άλλη ονομασία και να φέρει επιπλέον τα έξοδα συσκευασίας και διαφημίσεως δείχνει ότι το μέτρο αυτό θίγει την ελευθερία του εμπορίου» (18).

27 Βάσει των ανωτέρω το Δικαστήριο κατέληξε στο ότι τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ, του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976 (19), αντίκεινται στη θέσπιση εθνικών μέτρων που απαγορεύουν την εισαγωγή και την εμπορία προϋόντος που χαρακτηρίζεται και πωλείται ως καλλυντικό και στηρίζουν την απαγόρευση αυτή στον λόγο ότι το προϋόν αυτό φέρει την ονομασία «Clinique».

28 Οι προαναφερθείσες αποφάσεις Pall και «Clinique» αφορούσαν απαγορεύσεις διανομής - στηριζόμενες, όπως η υπό κρίση υπόθεση, στον UWG - λόγω της διαφορετικής παρουσιάσεως των προϋόντων (20). Τούτο συμβαίνει και στην παρούσα υπόθεση. Η ένδειξη «+ 10 % παγωτό κρέμα» είναι συγχρόνως πληροφοριακή και διαφημιστική. Αναγράφεται στη συσκευασία του ίδιου του προϋόντος. Ορισμένες συσκευασίες που αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς στην κύρια δίκη τυπώνονται σε πέντε γλώσσες. Συνεπώς, δεν υφίσταται ειδική συσκευασία για τη γερμανική αγορά. Ο λόγος για τον οποίο επιβάλλεται ειδική συσκευασία γι' αυτό το κράτος είναι απλώς και μόνον το ότι η γερμανική νομοθεσία απαγορεύει την ένδειξη «+ 10 %» (21). Η απαγόρευση της ενδείξεως αυτής συνεπάγεται την εκ νέου συσκευασία του προϋόντος και τη χρησιμοποίηση ειδικής συσκευασίας και ειδικών διαφημιστικών ενδείξεων για τη Γερμανία. Συνεπώς, είναι βέβαιο ότι υφίσταται εμπόδιο στις συναλλαγές.

29 Είναι φανερό, ότι όλες οι ρυθμίσεις περί διαφημίσεως δεν κατατάσσονται στην κατηγορία των ρυθμίσεων που αφορούν τον τρόπο πωλήσεως. Συνεπώς, γίνεται κατανοητό γιατί η προαναφερθείσα απόφαση Keck και Mithouard αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης μόνον ορισμένους τρόπους πωλήσεως.

30 Πρέπει να πω ότι με τη διάκριση που καθιερώθηκε με την απόφαση Keck και Mithouard απορρίπτεται το κριτήριο που το Δικαστήριο είχε εφαρμόσει σε πληθώρα εθνικών ρυθμίσεων περί διαφημίσεως:

«Το γεγονός ότι ένας συγκεκριμένος επιχειρηματίας αναγκάζεται είτε να ακολουθήσει διαφορετικά συστήματα διαφημίσεως ή προωθήσεως των πωλήσεων αναλόγως των συγκεκριμένων κρατών μελών είτε να εγκαταλείψει ένα σύστημα που θεωρεί ιδιαιτέρως αποτελεσματικό είναι δυνατό να αποτελέσει εμπόδιο στις εισαγωγές ακόμα και αν η σχετική νομοθεσία εφαρμόζεται αδιακρίτως στα εθνικά και στα εισαγόμενα προϋόντα» (22).

31 Λόγω της ευρύτατης αυτής διατυπώσεως υπήχθησαν ασφαλώς στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης ρυθμίσεις περί του τρόπου πωλήσεως οι οποίες, δυνάμει της σκέψεως 16 της αποφάσεως Keck και Mithouard, εκφεύγουν σήμερα του πεδίου εφαρμογής του άρθρου αυτού.

ΙΙ - Οι δικαιολογητικοί λόγοι

32 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου:

«(...) ελλείψει κοινής ρυθμίσεως περί εμπορίας, τα εμπόδια στην ελεύθερη ενδοκοινοτική κυκλοφορία που απορρέουν από διαφορές των εθνικών ρυθμίσεων πρέπει να γίνονται δεκτά, εφόσον η επίμαχη ρύθμιση έχει αδιακρίτως εφαρμογή και επί εγχωρίων και επί εισαγομένων προϋόντων και δικαιολογείται ως αναγκαία για την ικανοποίηση επιτακτικών αναγκών αναγομένων, μεταξύ άλλων, στην προστασία των καταναλωτών ή στην ευθύτητα των εμπορικών συναλλαγών» (23).

33 Αυτές οι επιτακτικές ανάγκες δεν μπορούν να γίνουν δεκτές παρά μόνον υπό τη διττή προϋπόθεση ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις είναι ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (24) και ότι ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με μέτρα που περιορίζουν λιγότερο τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές (25).

34 Η επίμαχη απαγόρευση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί για δύο λόγους.

35 Πρώτον, θα ήταν δυνατόν η παρουσίαση «+ 10 % παγωτό κρέμα» να περιαγάγει σε πλάνη τον καταναλωτή, ο οποίος θα μπορούσε θεμιτώς να πιστεύσει ότι η τιμή παραμένει η ίδια παρά την αύξηση της πωλουμένης ποσότητας, δηλαδή με λίγα λόγια θα μπορούσε να πιστεύσει ότι έχει αλλάξει υπέρ αυτού η σχέση «τιμή/ποσότητα», πράγμα που θα εξηγούσε τη διαφήμιση στην οποία αποδύθηκε η Mars.

36 Δεύτερον, ο καταναλωτής θα μπορούσε να παραπλανηθεί από τις διαστάσεις της ταινίας που φέρει την ένδειξη «+ 10 % παγωτό κρέμα», ταινίας η οποία καταλαμβάνει επί της συσκευασίας επιφάνεια μεγαλύτερη του 10 % της συνολικής επιφανείας.

37 Θα εξετάσω αυτά τα δύο ζητήματα διαδοχικώς.

- Α -

38 Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι αυτού του είδους η διαφημιστική προσφορά έχει νόημα μόνον όταν δεν συνοδεύεται από αύξηση τιμής. Η προσφορά αυτή δεν θα παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον αν η αύξηση του όγκου συνεπαγόταν ανάλογη αύξηση της τιμής: «(...) die nur geringfόgig geδnderte Rezeptur (ist) bei hφherem Preis nichts Besonderes (...)» (26). Η προσφορά έχει νόημα μόνον αν αυξάνει η ποσότητα, ενώ η τιμή παραμένει η ίδια.

39 Δεν αμφισβητείται ότι η εναγομένη εταιρία δεν επωφελήθηκε αυτής της διαφημιστικής εκστρατείας για να αυξήσει την τιμή πωλήσεως (27). Δεν υπάρχει δε καμία ένδειξη για τη στάση που τήρησαν εν προκειμένω οι έμποροι λιανικής πωλήσεως.

40 Εξετάζοντας τον συσχετισμό στον οποίο θα μπορούσε να προβεί ο καταναλωτής μεταξύ της ενδείξεως αυτής - η οποία αφορά μόνον την ποσότητα - και της τιμής, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι ο καταναλωτής προσδοκά ότι η τιμή παραμένει σταθερή. Εξ ού η διάζευξη:

41 Αν ο έμπορος αυξήσει την τιμή, υφίσταται, κατά το αιτούν δικαστήριο, το ενδεχόμενο να καταστεί ο καταναλωτής θύμα παραπλανήσεως υπό την έννοια του άρθρου 3 του UWG.

42 Αν ο έμπορος δεν αυξήσει την τιμή του, η προσφορά είναι σύμφωνη με την προσδοκία του καταναλωτή και δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η ύπαρξη παραπλανήσεως. Εντούτοις, θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί αν έχει εφαρμογή το άρθρο 15 του Gesetz gegen Wettbewerbsbeschrδnkungen (νόμου κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού, στο εξής: GWB), το οποίο απαγορεύει στον κατασκευαστή να επιβάλλει τιμές στους μεταπωλητές. Μια τέτοια έλλειψη ανταγωνισμού στον τομέα των τιμών θα ήταν αντίθετη προς το γερμανικό δίκαιο του ανταγωνισμού.

43 Θα εξετάσω αυτά τα δύο ζητήματα.

44 α) Στην περίπτωση που είτε ο παραγωγός είτε ο έμπορος λιανικής πωλήσεως, επ' ευκαιρία της αυξήσεως της προσφερομένης ποσότητας, αυξάνουν την τιμή, δεν υφίσταται παραπλάνηση ή κίνδυνος παραπλανήσεως παρά μόνον αν η επίμαχη διαφημιστική ένδειξη περιάγει τον καταναλωτή σε πλάνη και επηρεάζει τη συμπεριφορά του. Πρέπει να διαπιστωθεί, εν προκειμένω, ότι η ένδειξη «+ 10 %» υποδεικνύει αύξηση του όγκου σε σχέση με την παλαιά παρουσίαση και δεν δίνει καμία πληροφορία ως προς την τιμή: καθόλου δεν διευκρινίζεται «+ 10 % προϋόντος στην ίδια τιμή με την παλαιά». Δεν αμφισβητείται ότι η εν λόγω διαφημιστική ένδειξη είναι αντικειμενικώς ακριβής. Κατά συνέπεια, δεν διαπιστώνω, εν προκειμένω, ούτε παραπλάνηση ούτε κίνδυνο παραπλανήσεως. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι έχει αποδειχθεί ότι πολλοί από τους καταναλωτές που έλκονται από μια τέτοια προσφορά αγοράζουν μόνον επειδή είναι πεπεισμένοι ότι λαμβάνουν 10 % περισσότερο προϋόν με την ίδια τιμή. Η εξακρίβωση αυτή προϋποθέτει εκτίμηση της συμπεριφοράς των καταναλωτών, εκτίμηση η οποία, κατά την άποψή μου, εμπίπτει στην εξουσία μόνον του εθνικού δικαστηρίου (28).

45 β) Το ζήτημα αν το άρθρο 15 του GWB έχει εφαρμογή εν προκειμένω και αν η πώληση των πλακών σοκολάτας με παγωτό υπό την επίμαχη παρουσίαση συνεπάγεται την υποχρέωση - και όχι απλώς παρότρυνση - του εμπόρου λιανικής πωλήσεως να μη μεταβάλλει τις τιμές του ή αν ισοδυναμεί με συμφωνία που περιορίζει την ελευθερία του εν λόγω εμπόρου να καθορίζει τις τιμές προϋποθέτει την ερμηνεία του εθνικού δικαίου και εμπίπτει αποκλειστικώς στην εκτίμηση του εθνικού δικαστηρίου.

46 Σε περίπτωση που πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτού του νομοθετικού κειμένου, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η στο γερμανικό έδαφος εμπορία πλακών σοκολάτας με παγωτό υπό την επίμαχη παρουσίαση συνιστά παράβαση της καθιερωμένης από το γερμανικό δίκαιο αρχής της ελευθερίας του λιανικού εμπορίου ως προς τον καθορισμό των τιμών.

47 Είναι δυνατόν εν ονόματι αυτής της αρχής - η οποία αποσκοπεί κυρίως να εξασφαλίσει υπέρ του καταναλωτή γνήσιο ανταγωνισμό στον τομέα των τιμών - και, συνεπώς, εν ονόματι της επιτακτικής ανάγκης προστασίας των καταναλωτών να τεθούν εμπόδια στις συναλλαγές;

48 Δεν βλέπω πώς είναι δυνατόν να στηριχθεί στην αρχή αυτή η δικαιολόγηση ενός τέτοιου εμποδίου, όταν η επιβαλλόμενη στον έμπορο λιανικής πωλήσεως υποχρέωση να μη μεταβάλλει τις τιμές του εμποδίζει την αύξηση των εν λόγω τιμών και συνεπώς, εν προκειμένω, ευνοεί τον καταναλωτή.

- Β -

49 Δεύτερον, υποστηρίζεται ότι η απαγόρευση αυτή δικαιολογείται για τον λόγο ότι η ένδειξη «+ 10 % παγωτό κρέμα» - η οποία καταλαμβάνει το ένα τέταρτο της συσκευασίας - περιάγει σε πλάνη τον καταναλωτή, ο οποίος έχει την εντύπωση ότι η αύξηση είναι μεγαλύτερη από αυτή που προβάλλεται.

50 Δεν είμαι πεπεισμένος περί αυτού για τους ακόλουθους λόγους.

51 Πρώτον, η ένδειξη «+ 10 % παγωτό κρέμα» είναι ακριβής. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι απαγορεύοντες την παραπλανητική διαφήμιση εθνικοί κανόνες είναι ασυμβίβαστοι με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων όταν έχουν εφαρμογή επί επακριβών ενδείξεων που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα (29).

52 Δεύτερον, η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η ενάγουσα της κύριας δίκης στηρίζεται στην υπόθεση ότι, λόγω της ενδείξεως αυτής, ο καταναλωτής υπερεκτιμά την πραγματική αύξηση όγκου ή βάρους. Κατά το αιτούν δικαστήριο, «(...) μη αμελητέος αριθμός καταναλωτών θα υποθέτει ότι η χρωματισμένη επιφάνεια που φέρει την ένδειξη "νέο" αντιστοιχεί σε υπεραξία του προϋόντος από άποψη βάρους ή όγκου» (30).

53 ςΟμως, δεν έχει καθόλου αποδειχθεί ότι οι έχοντες συνηθισμένη ενημέρωση καταναλωτές συνδέουν εκ συστήματος το μέγεθος των σχετικών με αύξηση της προσφερομένης ποσότητας διαφημιστικών ενδείξεων με το μέγεθος της αυξήσεως αυτής. Συναφώς, συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής:

«(...) για τον ενημερωμένο καταναλωτή πρέπει να είναι επίσης σαφές ότι κάποια υπερβολή είναι σύμφυτη με οποιαδήποτε προβολή ενός προϋόντος» (31).

54 Εξάλλου, μπορεί να απαιτεί η εθνική ρύθμιση «να μπει σε καλούπι» η ένδειξη αυτή αναλόγως του ακριβούς ποσοστού της αυξήσεως; Πρέπει η ταινία που αναγράφει 10 % αύξηση σε παγωτό κρέμα να έχει πλάτος το 10 % του συνολικού μήκους της ετικέτας; Η άποψη αυτή μου φαίνεται υπερβολική. Αν ωθηθεί στα άκρα, σημαίνει ότι η ένδειξη αυξήσεως κατά 5 % δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει το 5 % του μήκους της ετικέτας και, κατά συνέπεια, θα καθίστατο δυσανάγνωστη.

55 Εν πάση περιπτώσει, η πλήρης απαγόρευση αυτού του είδους της διαφημίσεως είναι δυσανάλογη και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους προστασίας των κατανωλωτών.

56 Τέλος, καίτοι αυτή η ένδειξη «+ 10 %» έχει διαφημιστικό χαρακτήρα, αποτελεί επίσης πληροφορία προοριζομένη για τον καταναλωτή. Με την προαναφερθείσα απόφαση GB-INNO-BM, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, «(...) κατά τις κοινοτικές διατάξεις περί προστασίας των καταναλωτών, η ενημέρωσή τους θεωρείται ως μία από τις κύριες επιταγές. Επομένως, το άρθρο 30 της Συνθήκης δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εθνική νομοθεσία που δεν επιτρέπει την πρόσβαση των καταναλωτών σε ορισμένες πληροφορίες μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικές απαιτήσεις αναγόμενες στην προστασία των καταναλωτών» (32).

57 Θα ήθελα να διατυπώσω μια τελευταία παρατήρηση όσον αφορά την εφαρμογή του παραγώγου δικαίου.

58 Θεωρώ ότι μια απαγόρευση, από τη στιγμή που δεν δικαιολογείται από επιτακτικές ανάγκες αναγόμενες στην προστασία των καταναλωτών και στην ευθύτητα των εμπορικών συναλλαγών, δεν μπορεί να βρει έρεισμα ούτε στην οδηγία 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση (33). Συγκεκριμένα, κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου:

«Η εν λόγω οδηγία περιορίζεται στη μερική εναρμόνιση των εθνικών νομοθετικών ρυθμίσεων περί παραπλανητικής διαφημίσεως, καθορίζοντας αφενός μεν τα ελάχιστα κριτήρια και τους ελάχιστους στόχους βάσει των οποίων μπορεί να κριθεί ότι μια διαφήμιση είναι παραπλανητική, αφετέρου δε τα ελάχιστα προαπαιτούμενα όσον αφορά τις λεπτομέρειες της προστασίας από την παραπλανητική διαφήμιση» (34).

59 Το ίδιο συμβαίνει και με την οδηγία 79/112/ΕΟΚ, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικώς με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή, καθώς και τη διαφήμισή τους (35), της οποίας το άρθρο 2, παράγραφος 1, θέτει τη γενική αρχή ότι απαγορεύεται να περιάγεται ο αγοραστής σε πλάνη ως προς τα χαρακτηριστικά των τροφίμων, μεταξύ άλλων, ως προς την ποσότητα.

60 Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

«Τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπουν την επιβολή, με εθνικά μέτρα, της απαγορεύσεως εισαγωγής και εμπορίας του προϋόντος "Ice Cream Snack" όταν φέρει επί της συσκευασίας του την ένδειξη "+ 10 % παγωτό κρέμα", εκτός αν αποδειχθεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ότι η παρουσίαση αυτή είναι ικανή, εφόσον η τιμή έχει αυξηθεί, να προκαλέσει σύγχυση στον καταναλωτή, ο οποίος προσδοκά ότι η τιμή στην οποία πωλείται το εμπόρευμα είναι η ίδια με την τιμή στην οποία επωλείτο υπό την παλαιά του παρουσίαση.»

(1) - Υποθέσεις C-267/91 και C-268/91 (Συλλογή 1993, σ. Ι-6097).

(2) - Απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974, 8/74 (Συλλογή τόμος 1974, σ. 411).

(3) - Σκέψη 16.

(4) - Σκέψη 15.

(5) - Υπόθεση C-292/92 (Συλλογή 1993, σ. Ι-6787).

(6) - Σημεία 22 και 24 των προτάσεων. Βλ., επίσης, Stuyck, J.: Σχόλιο στην απόφαση Keck και Mithouard, Cahiers de droit europιen, 1994, αρ. 3-4, σ. 431, 451.

(7) - Βλ. την απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994, C-69/93 και C-258/93, Punto Casa και PPV (Συλλογή 1994, σ. Ι-2355).

(8) - Σκέψη 21.

(9) - Σκέψη 21.

(10) - Υπόθεση C-412/93 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

(11) - Σκέψη 22.

(12) - Βλ. το σημείο 20 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Van Gerven στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994, C-401/92 και C-402/92, Tankstation 't Heukske και Boermans (Συλλογή 1994, σ. Ι-2199).

(13) - Βλ., κατ' αναλογίαν, τη σκέψη 13 της αποφάσεως της 13ης Δεκεμβρίου 1990, C-238/89, Pall (Συλλογή 1990, σ. Ι-4827).

(14) - Αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1980, 27/80, Fietje (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 517, σκέψη 10), και της 17ης Μαρτίου 1983, 94/82, De Kikvorsch (Συλλογή 1983, σ. 947, σκέψη 10).

(15) - Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13.

(16) - Σκέψη 13.

(17) - Υπόθεση C-315/92 (Συλλογή 1994, σ. Ι-317).

(18) - Οπ.π., σκέψη 19, η υπογράμμιση δική μου.

(19) - Οδηγία περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϋόντα (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/004, σ. 145).

(20) - Βλ. τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, σ. 7 της γαλλικής μεταφράσεως.

(21) - Επί του σημείου αυτού, βλ. τις παρατηρήσεις της εναγομένης, παράγραφος Ι-1.

(22) - Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1982, 286/81, Oosthoek (Συλλογή 1982, σ. 4575, σκέψη 15), σχετικά με την απαγόρευση των πωλήσεων με προσφορά δώρων. Βλ., επίσης, την απόφαση της 16ης Μαου 1989, 382/87, Buet και EBS (Συλλογή 1989, σ. 1235, σκέψη 7), σχετικά με την απαγόρευση της αναζητήσεως από σπίτι σε σπίτι πελατών για την πώληση διδακτικού υλικού· την απόφαση της 7ης Μαρτίου 1990, 362/88, GB-INNO-BM (Συλλογή 1990, σ. Ι-667, σκέψη 7)· την απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991, C-1/90 και C-176/90, Aragonesa de Publicidad Exterior και Publivνa (Συλλογή 1991, σ. Ι-4151, σκέψη 10), και την απόφαση της 18ης Μαου 1993, C-126/91, Yves Rocher (Συλλογή 1993, σ. Ι-2361, σκέψη 10).

(23) - Προαναφερθείσα στην προηγούμενη υποσημείωση απόφαση Yves Rocher, σκέψη 12. Βλ., επίσης, την απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1979, 120/78, Rewe-Zentral (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 321, σκέψη 8), η οποία αποκαλείται «Cassis de Dijon», και την προαναφερθείσα στην προηγούμενη υποσημείωση απόφαση GB-INNO-BM, σκέψη 10.

(24) - Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 22 απόφαση Buet και EBS, σκέψη 11.

(25) - Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 23 απόφαση «Cassis de Dijon». Βλ. επίσης την προαναφερθείσα απόφαση Pall, σκέψη 12.

(26) - «(...) ο μόνον κατ' ελάχιστον μεταβληθείς όγκος δεν είναι τίποτε το ιδιαίτερο όταν έχει αυξηθεί η τιμή (...)»: διάταξη περί παραπομπής, σ. 4.

(27) - Οπ.π., σ. 13 της γαλλικής μεταφράσεως.

(28) - Βλ., ως παράδειγμα περιπτώσεως όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να αποφανθεί επί ενός ζητήματος, την απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 1992, C-373/90, X (Συλλογή 1992, σ. Ι-131, σκέψη 15).

(29) - Προαναφερθείσα στην προηγούμενη υποσημείωση απόφαση Ξ, σκέψη 17, και προαναφερθείσα απόφαση Yves Rocher, σκέψη 17.

(30) - Διάταξη περί παραπομπής, σ. 16 της γαλλικής μεταφράσεως.

(31) - Παρατηρήσεις της Επιτροπής, σ. 12 της γαλλικής μεταφράσεως.

(32) - Σκέψη 18.

(33) - ΕΕ 1984, L 250, σ. 17.

(34) - Προαναφερθείσες αποφάσεις Pall, σκέψη 22, και «Clinique», σκέψη 10.

(35) - ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 33.