61993C0406

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 9ης Ιουνίου 1994. - ANDRE REICHLING ΚΑΤΑ INSTITUT NATIONAL D'ASSURANCE MALADIE-INVALIDITE. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: TRIBUNAL DU TRAVAIL DE NEUFCHATEAU - ΒΕΛΓΙΟ. - ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ - ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ - ΑΡΘΡΟ 46, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2, ΣΤΟΙΧΕΙΟ Α, ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΟΚ) 1408/71 - ΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΥΠΟΨΗ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΜΟΙΒΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΣΕ ΑΛΛΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-406/93.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-04061


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1. Σε περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με μια εθνική νομοθεσία, το ύψος μιας παροχής αναπηρίας εξαρτάται από τον τελευταίο μισθό που ελάμβανε ο αιτών, υποχρεούται ο αρμόδιος οργανισμός του οικείου κράτους μέλους να λάβει υπόψη τον τελευταίο μισθό που ο αιτών κέρδιζε εντός άλλου κράτους μέλους; Αυτό με λίγα λόγια είναι το πρόβλημα που τίθεται με την υπό κρίση υπόθεση, υπόθεση η οποία παρεπέμφθη στο Δικαστήριο, μέσω αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, από το Tribunal du Travail του Neufchateau.

2. Προσφεύγων στην κύρια διαδικασία είναι ο Reichling, Βέλγος υπήκοος, ο οποίος εργάσθηκε, διαδοχικώς, στο Βέλγιο (για 7 569 συνολικώς ημέρες) και στο Λουξεμβούργο, όπου απασχολήθηκε για 734 ημέρες πριν αναγκαστεί, στις 11 Νοεμβρίου 1989, να παύσει να εργάζεται λόγω ασθενείας. Κατόπιν αιτήσεώς του που υπέβαλε στις 8 Νοεμβρίου 1990, ο Reichling έλαβε σύνταξη αναπηρίας από το καθού στην κύρια διαδικασία, το βελγικό Institut National d' Assurance Maladie-Invalidite (εθνικό οργανισμό ασφαλίσεως υγείας-αναπηρίας) (ΙΝΑΜΙ) με ισχύ από τις 11 Νοεμβρίου 1990.

3. Το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο έχουν διαφορετικές νομοθεσίες σχετικά με παροχές αναπηρίας. Η βελγική νομοθεσία είναι μια "νομοθεσία τύπου Α", βάσει της οποίας το ύψος μιας παροχής αναπηρίας δεν εξαρτάται από τη διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως που έχουν συμπληρωθεί στο Βέλγιο αντιθέτως, εξαρτάται από τον τελευταίο μισθό που ελάμβανε ο αιτών πριν καταστεί ανίκανος προς εργασία. Εξάλλου, βάσει της λουξεμβουργιανής νομοθεσίας ("νομοθεσία τύπου Β"), το ύψος μιας παροχής αναπηρίας εξαρτάται από τον χρόνο που διήρκεσαν οι συμπληρωθείσες περίοδοι ασφαλίσεως. Ο κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΟΚ) 1408/71 περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τον συντονισμό των παροχών αναπηρίας που χορηγούνται σε περίπτωση που ένας διακινούμενος εργαζόμενος υπέκειτο σε συστήματα τόσο του τύπου Α όσο και του τύπου Β (1). Το άρθρο 40, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι σε περίπτωση που ένας απασχολούμενος έχει υπαχθεί, διαδοχικώς ή κατά περιόδους, στις νομοθεσίες δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, εκ των οποίων τουλάχιστον μία δεν είναι του τύπου Α, δικαιούται παροχών σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 3 του κανονισμού (συντάξεις γήρατος και θανάτου), οι οποίες εφαρμόζονται κατ' αναλογία. Το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κεφαλαίου 3 προβλέπει:

"Ο φορέας κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου εξαρτά την κτήση, τη διατήρηση ή την ανάκτηση του δικαιώματος παροχών από τη συμπλήρωση περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας, λαμβάνει υπόψη, κατά το μέτρο που απαιτείται, τις περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους σαν να επρόκειτο για περιόδους που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζεται από τον φορέα αυτόν."

Το ΙΝΑΜΙ αναγνωρίζει ότι, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ο Reichling δικαιούται βελγικής παροχής λόγω αναπηρίας παρά το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο που κατέστη ανίκανος προς εργασία, δεν ήταν ασφαλισμένος στο Βέλγιο αλλά υπαγόταν σε σύστημα άλλου κράτους μέλους.

4. Το άρθρο 46, παράγραφος 2, θεσπίζει τους κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό των παροχών σε περίπτωση που, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη δικαιώματος για παροχές πληρούνται μόνο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 45. Οι κανόνες αυτοί βασίζονται στην αρχή του συνυπολογισμού των περιόδων κατοικίας και ασφαλίσεως που έχουν συμπληρωθεί σε διάφορα κράτη μέλη και στην αρχή της κατανομής μεταξύ των αρμοδίων φορέων του ποσού της προκύπτουσας παροχής. Ο αρμόδιος φορέας κάθε κράτους μέλους οφείλει, καταρχάς, να υπολογίσει το θεωρητικό ποσό της παροχής, δηλαδή το ποσό που ο αιτών θα δικαιούνταν αν είχε συμπληρώσει όλες τις περιόδους του ασφαλίσεως ή κατοικίας στο εν λόγω κράτος μέλος. Στη συνέχεια, ο εν λόγω φορέας προσδιορίζει το πραγματικό ποσό της παροχής κατ' αναλογία των περιόδων ασφαλίσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία όλων των κρατών μελών. Εν προκειμένω, παραπέμπω στην απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-90/91 και C-91/91 (2) όσον αφορά την πλήρη διασαφήνιση των κανόνων υπολογισμού σχετικά με τις παροχές του άρθρου 46.

5. Η υπό κρίση υπόθεση έχει σχέση με την πρώτη φάση του υπολογισμού αυτού, συγκεκριμένα τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού μιας παροχής βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 2, στοιχείο α'. Η διάταξη αυτή έχει ως εξής:

"Ο φορέας υπολογίζει το θεωρητικό ποσό της παροχής την οποία θα ηδύνατο να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος αν όλες οι περίοδοι ασφαλίσεως και κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τις νομοθεσίες των κρατών μελών στις οποίες είχε υπαχθεί ο μισθωτός ή μη μισθωτός είχαν πραγματοποιηθεί στο σχετικό κράτος μέλος και υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζεται από τον εν λόγω φορέα κατά την ημερομηνία εκκαθαρίσεως της παροχής. Αν κατά τη νομοθεσία αυτή το ποσό της παροχής είναι ανεξάρτητο της διάρκειας των περιόδων που πραγματοποιήθηκαν, το ποσό αυτό λαμβάνεται ως το θεωρητικό ποσό που αναφέρεται στην παρούσα περίπτωση."

Εφόσον, σύμφωνα με τη βελγική νομοθεσία, το ύψος της παροχής δεν εξαρτάται από τη διάρκεια των περιόδων που έχουν συμπληρωθεί, εφαρμόζεται η δεύτερη φράση του άρθρου 46, παράγραφος 2, στοιχείο α'. Επομένως, το θεωρητικό ποσό ισούται προς το ποσό της παροχής αναπηρίας που προβλέπεται από τους κανόνες της βελγικής νομοθεσίας.

6. Το πρόβλημα που έχει εν προκειμένω ανακύψει συνίσταται στο ζήτημα ότι, ενώ βάσει της βελγικής νομοθεσίας, μια παροχή αναπηρίας στηρίζεται καταρχήν στον τελευταίο μισθό που ελάμβανε ο αιτών πριν καταστεί ανίκανος προς εργασία, ο ΙΝΑΜΙ υπολόγισε το θεωρητικό ποσό όχι σε αναφορά με τον τελευταίο μισθό του Reichling στο Λουξεμβούργο αλλά με βάση την κατωτάτη αμοιβή που έχει ορισθεί με βελγική συλλογική σύμβαση εργασίας. Η απόφαση του ΙΝΑΜΙ στηρίχθηκε στο άρθρο 28, παράγραφος 1, του βελγικού βασιλικού διατάγματος της 31ης Δεκεμβρίου 1963, σύμφωνα με το οποίο:

"Αν κατά τον χρόνο επελεύσεως της ανικανότητας προς εργασία, ο δικαιούχος έχει παύσει να υπόκειται, από δεκατέσσερις και πλέον ημέρες, στο βελγικό υποχρεωτικό σύστημα ασφαλίσεως υγείας-αναπηρίας, η αμοιβή που θα χρησιμοποιηθεί ως βάση για τον υπολογισμό του επιδόματος αναπηρίας το οποίο καταβάλλεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από αυτό το σύστημα βάσει διεθνούς συμβάσεως ή διακανονισμού σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως είναι αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 27, παράγραφος 2."

Το άρθρο 27, παράγραφος 2, το οποίο, στην πραγματικότητα, αποσκοπεί να καλύψει τις περιπτώσεις όπου ο αιτών δεν είχε εισόδημα, προβλέπει ότι "η απωλεσθείσα αμοιβή είναι ίση προς την κατωτάτη αμοιβή που έχει ορισθεί για την κατηγορία Ι υπαλλήλων από την Commission Paritaire Nationale Auxiliaire pour Employes (επικουρική εθνική επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για εργαζομένους) με βάση την ηλικία του δικαιούχου και την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη αυτός ανίκανος προς εργασία".

7. Ο Reichling προσέφυγε κατά της αποφάσεως αυτής του ΙΝΑΜΙ ενώπιον του Tribunal du Travail του Neufchateau, υποστηρίζοντας ότι ο ΙΝΑΜΙ όφειλε να έχει υπολογίσει την παροχή του αναπηρίας με βάση τον μισθό του στο Λουξεμβούργο. Κατόπιν τούτου, το εν λόγω Tribunal du Travail υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

"Πρέπει το άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο α', τελευταία φράση, του κανονισμού 1408/71 της 14ης Ιουνίου 1971 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το ποσό της παροχής είναι κατ' ανάγκη και αποκλειστικώς αυτό το οποίο ο ενδιαφερόμενος θα μπορούσε να αξιώσει αν όλες οι περίοδοι ασφαλίσεως είχαν πραγματοποιηθεί στο οικείο κράτος μέλος και υπό την εφαρμοστέα κατά την ημερομηνία εκκαθαρίσεως της παροχής νομοθεσία, πράγμα που σημαίνει ότι ο αρμόδιος φορέας δεν θα μπορούσε να επικαλεσθεί διακοπή της υπαγωγής στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του οικείου κράτους προκειμένου να καθορίσει το ποσό της παροχής χωρίς να λάβει υπόψη την τελευταία αμοιβή που καταβαλλόταν στον εργαζόμενο, δηλαδή κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν που εφαρμόζεται στους εργαζομένους που έχουν παύσει να εργάζονται, λόγω ασθενείας, εντός του οικείου κράτους;"

8. Πρέπει να σημειωθεί ότι η βελγική νομοθεσία έχει τροποποιηθεί από την 1η Ιουνίου 1992, κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΟΚ) 1248/92 (3). Το σημείο 9 του παραρτήματος VI A του κανονισμού 1408/71, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 1248/92, ορίζει:

"Για τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού μιας συντάξεως αναπηρίας, που αναφέρεται στο άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού, ο αρμόδιος οργανισμός του Βελγίου βασίζεται στα εισοδήματα από το τελευταίο επάγγελμα που άσκησε ο ενδιαφερόμενος."

Κατά συνέπεια, η σύνταξη του Reichling επανυπολογίσθηκε από τον ΙΝΑΜΙ, με ισχύ από την 1η Ιουνίου 1992, με βάση τον λουξεμβουργιανό του μισθό. Επομένως, η ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διαφωνία περιορίζεται στην περίοδο μεταξύ 11ης Νοεμβρίου 1990 και 31ης Μαΐου 1992.

9. Στις γραπτές του παρατηρήσεις προς το Δικαστήριο, ο Reichling ισχυρίζεται κυρίως ότι ο ΙΝΑΜΙ όφειλε να έχει υπολογίσει την παροχή του βάσει του λουξεμβουργιανού του μισθού. Εν προκειμένω, η Επιτροπή είναι σύμφωνη με τον ισχυρισμό αυτό, η δε επιχειρηματολογία και των δύο είναι περίπου όμοια. Αμφότεροι ισχυρίζονται ότι τα άρθρα 45, 46, παράγραφος 2, και 47 του κανονισμού 1408/71 αποτελούν απλώς εφαρμογή των αρχών που έχουν θεσπιστεί με το άρθρο 51 της Συνθήκης και διατείνονται ότι, βάσει του άρθρου αυτού, η αρχή του συνυπολογισμού ισχύει όχι μόνο για την κτήση και τη διατήρηση του δικαιώματος για παροχές αλλά και για τον υπολογισμό αυτού. Υποστηρίζουν ότι η παροχή ενός διακινουμένου εργαζομένου πρέπει να υπολογίζεται διά της πλασματικής μεταφοράς στο Βέλγιο της ασφαλιστικής καταστάσεώς του σε άλλο κράτος μέλος κατ' αυτόν τον τρόπο, το θεωρητικό ποσό είναι η παροχή που ο εργαζόμενος θα ελάμβανε αν είχε περάσει όλη την ενεργό του επαγγελματική ζωή στο Βέλγιο.

Επικουρικώς, ο Reichling υποστηρίζει ότι ο ΙΝΑΜΙ όφειλε να έχει βασίσει την παροχή στις μέσες βελγικές αποδοχές σύμφωνα με το άρθρο 47 του κανονισμού, εφαρμόζοντας τους κανόνες περί επαναπροσδιορισμού των παροχών σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 2. Η Επιτροπή δεν συμφωνεί μαζί του ως προς τον ισχυρισμό αυτόν.

10. Ο ΙΝΑΜΙ ισχυρίζεται ότι η δεύτερη φράση του άρθρου 46, παράγραφος 2, στοιχείο α', παραπέμπει αναμφιβόλως στην εθνική νομοθεσία. Ο ΙΝΑΜΙ υπελόγισε την παροχή του Reichling βάσει των εθνικών κανόνων οι οποίοι εφαρμόζονται όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τον πραγματικό μισθό. Τούτο δεν συνιστά δυσμενή διάκριση εφόσον η ίδια μέθοδος χρησιμοποιείται και για εργαζομένους οι οποίοι υπόκεινται αποκλειστικώς στη βελγική νομοθεσία. Η αρχή του συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως δεν εφαρμόζεται για τον υπολογισμό παροχών στην περίπτωση νομοθεσίας τύπου Α.

11. Η άποψή μου είναι ότι, όταν σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους, το ύψος μιας παροχής αναπηρίας δεν εξαρτάται από τη διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως που έχουν συμπληρωθεί, η δεύτερη φράση του άρθρου 46, παράγραφος 2, στοιχείο α', επιβάλλει στον αρμόδιο φορέα ενός κράτους μέλους να υπολογίσει το θεωρητικό ποσό της παροχής αναπηρίας όπως ακριβώς θα έπραττε και αν υπελόγιζε μια τέτοια παροχή στο πλαίσιο μιας καθαρώς εγχώριας καταστάσεως. Τούτο επιβάλλεται πρώτα απ' όλα από το γράμμα της διατάξεως, η οποία αναφέρει ότι το θεωρητικό ποσό είναι η παροχή αναπηρίας που πρέπει να καταβληθεί βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αντίθετα προς ό,τι φαίνεται να υποστηρίζει ο ΙΝΑΜΙ, δεν νομίζω ότι η διάταξη αυτή απλώς αναφέρει ότι το θεωρητικό ποσό πρέπει να προσδιορίζεται βάσει της εθνικής νομοθεσίας, αλλά συνδέει το θεωρητικό ποσό με το ύψος της παροχής αναπηρίας που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία. Αν πρόθεση ήταν να καταστεί δυνατό σε ένα κράτος μέλος το οποίο εφαρμόζει νομοθεσία τύπου Α να υπολογίσει το θεωρητικό ποσό της παροχής ενός διακινουμένου εργαζομένου κατά τρόπον ο οποίος να οδηγήσει σε αποτέλεσμα ουσιωδώς διαφορετικό απ' ό,τι θα συνέβαινε με την παροχή που πρέπει κανονικώς να καταβληθεί με βάση τη νομοθεσία του σε πρόσωπο ευρισκόμενο στην κατάσταση του διακινουμένου εργαζομένου, θα έπρεπε να αναμένεται η χρησιμοποίηση διαφορετικής ορολογίας.

12. Η άποψη αυτή ενισχύεται από τους σκοπούς και το σύστημα του κανονισμού. 'Οπως προδήλως προκύπτει από το άρθρο 51 της Συνθήκης, ο κανονισμός 1408/71 προορίζεται να παίξει έναν ρόλο όσον αφορά τη διευκόλυνση της ελευθερίας διακινήσεως των εργαζομένων εξασφαλίζοντας γι' αυτούς και τις οικογένειές τους "τον συνυπολογισμό όλων των περιόδων που λαμβάνονται υπόψη από τις διάφορες εθνικές νομοθεσίες για την κτήση και τη διατήρηση του δικαιώματος προς λήψη παροχής όπως και για τον υπολογισμό του ύψους αυτών". Ο ίδιος σκοπός εκφράζεται κατ' όμοιον τρόπο στο προοίμιο του κανονισμού: βλ. την έκτη αιτιολογική σκέψη. Κατ' αυτόν τον τρόπο, με τον κανονισμό επιδιώκεται να εξασφαλισθεί στους διακινούμενους εργαζομένους ότι ούτε θα χάνουν τα δικαιώματά τους για παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως ούτε θα υφίστανται μείωση του ποσού τέτοιων παροχών λόγω της απασχολήσεώς τους σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη.

13. Πράγματι, σε περίπτωση παροχών αναπηρίας, ο κανονισμός θεσπίζει χωριστούς κανόνες όσον αφορά δύο διαφορετικές καταστάσεις:

α) όταν ο αιτών έχει εργασθεί μόνο σε κράτη μέλη με νομοθεσία τύπου Α (άρθρα 37 έως 39)

β) όταν ο αιτών έχει εργασθεί μόνο σε κράτη μέλη με νομοθεσία τύπου Β ή υπαγόταν τόσο σε νομοθεσία τύπου Α όσο και σε νομοθεσία τύπου Β (άρθρα 40, παράγραφος 1, και 44 έως 51).

14. Η περίπτωση α είναι σχετικώς απλή. Ο βασικός κανόνας είναι ότι ο εργαζόμενος λαμβάνει αποδοχές μόνο από το κράτος του οποίου η νομοθεσία ήταν εφαρμοστέα κατά τον χρόνο επελεύσεως της ανικανότητας η οποία είχε ως επακόλουθο την αναπηρία (άρθρο 39, παράγραφοι 1 και 2). Σύμφωνα με το άρθρο 38, συνυπολογίζονται οι περίοδοι ασφαλίσεως ή κατοικίας σε άλλα κράτη μέλη οσάκις είναι τούτο αναγκαίο, αλλά μόνο για την κτήση, διατήρηση ή ανάκτηση δικαιώματος. Λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με τον υπολογισμό του ύψους μιας παροχής είναι περιττές εφόσον ο εργαζόμενος απλώς λαμβάνει το ενδεδειγμένο ποσό παροχής για πρόσωπο ευρισκόμενο στην κατάστασή του βάσει της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας.

15. Η κατάσταση καθίσταται περισσότερο περίπλοκη στην περίπτωση β. Ο συνυπολογισμός των περιόδων ασφαλίσεως και κατοικίας είναι αναγκαίος όχι μόνο για την κτήση, διατήρηση ή ανάκτηση του δικαιώματος για παροχή αλλά και, σε μερικές περιπτώσεις, για τον υπολογισμό του ύψους της παροχής. Σχετικά με το δικαίωμα, το άρθρο 45, παράγραφος 1, επιβάλλει στα κράτη μέλη * ασχέτως του αν η νομοθεσία τους είναι του τύπου Α ή Β * τα οποία παρέχουν δικαίωμα για παροχή μόνο σε πρόσωπα που είναι ασφαλισμένα ή κατοικούν εντός του εδάφους τους να λαμβάνουν υπόψη, για την κτήση, διατήρηση ή ανάκτηση του δικαιώματος, περιόδους ασφαλίσεως και κατοικίας σε άλλα κράτη μέλη.

16. 'Οσον αφορά τον υπολογισμό της παροχής, είναι αληθές ότι, όπως διατείνεται και ο ΙΝΑΜΙ, ο υπολογισμός του ύψους μιας παροχής δεν στηρίζεται, στην περίπτωση κράτους μέλους με νομοθεσία τύπου Α, στον συνυπολογισμό περιόδων ασφαλίσεως. Ωστόσο, οι σκοποί και η αρχή, επί των οποίων στηρίζεται, είναι οι ίδιοι όσον αφορά και τους δύο τύπους νομοθεσίας. Σύμφωνα με το άρθρο 46, κάθε κράτος υπολογίζει το πλήρες ποσό της οφειλομένης παροχής για ένα πρόσωπο στη θέση του διακινουμένου εργαζομένου βάσει της νομοθεσίας του (το θεωρητικό ποσό) και στη συνέχεια το μειώνει ανάλογα με την περίοδο ασφαλίσεως ή κατοικίας στο έδαφός του (το πραγματικό ποσό). Οι διαφορετικοί υπολογισμοί του θεωρητικού ποσού στο άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο α', απλώς αντικατοπτρίζουν τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των νομοθεσιών τύπου Α και τύπου Β. Το κράτος που εφαρμόζει νομοθεσία τύπου Β υπολογίζει τις παροχές σε αναφορά με τις περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας και, επομένως, πρέπει, κατ' ανάγκη, να προβαίνει σε ένα επί κοινοτικού επιπέδου υπολογισμό. Το κράτος που εφαρμόζει νομοθεσία τύπου Α δεν χρειάζεται να πράττει κάτι τέτοιο. Το θεωρητικό ποσό είναι η παροχή αναπηρίας που καταβάλλεται βάσει των συνήθων κανόνων.

17. Από την ανωτέρω συνοπτική περιγραφή των σχετικών κανόνων καταδεικνύεται ότι το σύστημα του κανονισμού συνίσταται, όπως υποστηρίζουν ο Reichling και η Επιτροπή, στο να απαιτείται από κάθε κράτος μέλος να μεταφέρει την ασφαλιστική θέση του διακινουμένου εργαζομένου στο έδαφός του τόσο όσον αφορά το δικαίωμα όσο και όσον αφορά τον υπολογισμό της παροχής. Στην περίπτωση α, ο εργαζόμενος αποκτά δικαίωμα δυνάμει του κανονισμού για την ενδεδειγμένη παροχή αναπηρίας για πρόσωπο ευρισκόμενο στην κατάστασή του από ένα και μόνο κράτος μέλος. Στην περίπτωση β, το θεωρητικό ύψος της παροχής ομοίως επιδιώκεται να αντιπροσωπεύει το ποσό που ο εργαζόμενος θα δικαιούνταν αν είχε περάσει ολόκληρη την ενεργό επαγγελματική του ζωή εντός του οικείου κράτους μέλους. Επομένως, το ποσό μειούται ανάλογα με τις περιόδους ασφαλίσεως ή κατοικίας εντός του κράτους μέλους ώστε να προκύπτει η πράγματι οφειλομένη παροχή. Οι σκοποί και το σύστημα του κανονισμού θα διακυβεύονταν σοβαρώς αν, στην περίπτωση ενός διακινουμένου εργαζομένου, το κράτος μέλος το οποίο εφαρμόζει νομοθεσία τύπου Α μπορούσε να υποκαθιστά τον συνήθη υπολογισμό με έναν άλλο όλως τεχνητό ο οποίος θα είχε ως αποτέλεσμα ένα θεωρητικό ποσό σαφώς χαμηλότερο από αυτό της παροχής που θα έπρεπε να καταβληθεί σε εργαζόμενο ευρισκόμενο σε αντίστοιχη κατάσταση και ο οποίος θα υπόκεινταν στη νομοθεσία αυτού και μόνο του κράτους. Τούτο ακριβώς συμβαίνει εν προκειμένω. Αντί να υπολογίσει την παροχή του Reichling με βάση τον τελευταίο του μισθό, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση ενός εργαζομένου ο οποίος θα εξακολουθούσε να υπόκειται στη βελγική νομοθεσία, ο ΙΝΑΜΙ εξίσωσε τον Reichling με πρόσωπο στερούμενο εισοδήματος και υπολόγισε την παροχή του σε αναφορά με το κατώτατο ημερομίσθιο που έχει ορισθεί με συλλογική σύμβαση εργασίας.

18. Επιπλέον, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η ανωτέρω ερμηνεία επιρρωννύεται από την τροποποίηση του παραρτήματος VI του κανονισμού που πραγματοποιήθηκε με τον κανονισμό 1248/92. Το συμπέρασμα ότι η τροποποίηση απλώς διασαφηνίζει την υφιστάμενη κατάσταση προκύπτει από το γεγονός ότι, αντίθετα με άλλες τροποποιήσεις του κανονισμού 1408/71, συμπεριλαμβανομένου του παραρτήματος VI, ουδεμία δίδεται εν προκειμένω εξήγηση στο προοίμιο του τροποποιητικού κανονισμού.

19. Προς στήριξη της θέσεώς της η Επιτροπή παραπέμπει σε ορισμένες αποφάσεις του Δικαστηρίου σύμφωνα με τις οποίες γεγονότα ή συμβάντα σε άλλα κράτη μέλη πρέπει να εξομοιώνονται προς εγχώρια γεγονότα ή συμβάντα: βλ., π.χ., την απόφαση Galati (4), όπου το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, όπως στη περίπτωση σχετικά με τη χορήγηση παροχής αναπηρίας, μια μικρότερη του ενός μηνός περίοδος ασφαλίσεως που έχει συμπληρωθεί στη Γερμανία πρέπει βάσει της γερμανικής νομοθεσίας να στρογγυλεύεται στον ένα μήνα, το ίδιο ισχύει και για περιόδους ασφαλίσεως που έχουν συμπληρωθεί βάσει της νομοθεσίας άλλων κρατών μελών βλ. επίσης τις αποφάσεις Bronzino και Gatto (5), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να θεωρηθεί ότι επληρούτο η προϋπόθεση για τη γένεση δικαιώματος για οικογενειακές παροχές στην περίπτωση του τέκνου ενός εργαζομένου το οποίο ενώ έπρεπε να είχε εγγραφεί ως άνεργο στον οργανισμό απασχολήσεως του κράτους μέλους που χορηγεί τις παροχές είχε εγγραφεί στον οργανισμό απασχολήσεως του κράτους μέλους της κατοικίας του.

20. Μεγαλύτερη ίσως αναλογία απαντάται στην υπόθεση Fellinger (6), όπου το Δικαστήριο υποχρέωσε το κράτος κατοικίας ενός μεθοριακού εργαζομένου να βασίσει τον υπολογισμό της παροχής του ανεργίας στον τελευταίο μισθό που αυτός ελάμβανε σε άλλο κράτος μέλος. Δυνάμει του άρθρου 71, παράγραφος 1, στοιχείο α', σημείο ii, του κανονισμού, το κράτος κατοικίας ενός μεθοριακού εργαζομένου είναι και υπεύθυνο για την καταβολή της παροχής. Η πρώτη πρόταση του άρθρου 68, παράγραφος 1, του κανονισμού επιβάλλει στο κράτος κατοικίας, η νομοθεσία του οποίου προβλέπει ότι ο υπολογισμός των παροχών βασίζεται στο ύψος του προηγουμένου μισθού να "λαμβάνει υπόψη αποκλειστικά το μισθό που εισέπραξε ο ενδιαφερόμενος για την τελευταία απασχόληση που άσκησε στο έδαφος του κράτους αυτού". 'Ομως, δυνάμει της δευτέρας προτάσεως, σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος δεν έχει ασκήσει την τελευταία απασχόλησή του στο έδαφος αυτό επί τέσσερις τουλάχιστον εβδομάδες, οι παροχές υπολογίζονται βάσει του συνήθους μισθού που αντιστοιχεί στον τόπο όπου κατοικεί ή διαμένει ο άνεργος, για απασχόληση ισότιμη ή ανάλογη με εκείνη την οποία άσκησε τελευταία στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

21. Παρά το γράμμα της διατάξεως αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι η πρώτη φράση του άρθρου 68, παράγραφος 1, έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στο κράτος κατοικίας να υπολογίζει την παροχή λαμβάνοντας υπόψη τον τελευταίο μισθό που κέρδιζε ο μεθοριακός εργαζόμενος στο κράτος μέλος όπου απασχολήθηκε για τελευταία φορά. Τούτο το αιτιολόγησε από το γεγονός ότι οι διατάξεις του άρθρου 68, παράγραφος 1, δεν αφορούν την περίπτωση μεθοριακών εργαζομένων οι οποίοι, λόγω κατοικίας και απασχολήσεώς τους σε διαφορετικά κράτη μέλη, πάντοτε θα υπάγονται στην εξαίρεση της δευτέρας φράσεως του άρθρου 68, παράγραφος 1, και ουδέποτε θα λαμβάνουν παροχή ανεργίας βάσει του μισθού που κέρδιζαν στην τελευταία τους απασχόληση. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατά γράμμα ερμηνεία της διατάξεως έρχεται σε σύγκρουση με τις απαιτήσεις της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και ότι, επομένως, η διαταξη θα πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως του άρθρου 51 της Συνθήκης και της αποτελούσας το υπόβαθρο του κανονισμού γενικής αρχής.

22. Νομίζω ότι παρόμοιες θεωρήσεις ισχύουν και όσον αφορά την υπό κρίση περίπτωση. Η βελγική νομοθεσία, πριν από την τροποποίησή της, αποτελούσε οπωσδήποτε εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Πράγματι, οι συνέπειές της, όσον αφορά την υπό κρίση περίπτωση, θα ήταν να στερηθεί ο Reichling του δικαιώματος το οποίο άλλως θα είχε για παροχή αναπηρίας με βάση τον τελευταίο του μισθό αποκλειστικώς και μόνο λόγω του ότι πέρασε τα τελευταία έτη της ενεργού επαγγελματικής του ζωής σε άλλο κράτος μέλος. Επιπλέον, καίτοι με την απόφασή του Fellinger, το Δικαστήριο υποχρεώθηκε να προχωρήσει πέραν του γράμματος της σχετικής διατάξεως προκειμένου να πληρώσει ένα κενό της κοινοτικής νομοθεσίας, στην παρούσα διαδικασία η ερμηνεία που προτείνω είναι, όπως έχω ήδη αναφέρει, απολύτως συνεπής με αυτό τούτο το γράμμα της διατάξεως.

23. Τέλος, ας μου επιτραπεί να ασχοληθώ εν συντομία με το επικουρικό επιχείρημα του Reichling το οποίο στηρίζεται στο άρθρο 47 του σχετικού κανονισμού. Το άρθρο 47, παράγραφος 1, ορίζει:

"Για τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού που αναφέρεται στο άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο α', ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες:

α) Ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου προβλέπει ότι ο υπολογισμός των παροχών βασίζεται επί μέσων αποδοχών, μέσης εισφοράς, μέσης προσαυξήσεως ή επί της σχέσεως η οποία υπήρχε κατά τις περιόδους ασφαλίσεως μεταξύ των μεικτών αποδοχών του ενδιαφερομένου και του μέσου όρου των μεικτών αποδοχών όλων των ασφαλισμένων, εξαιρέσει των μαθητευομένων, προσδιορίζει τα μέσα ή τα αναλογικά αυτά ποσά αποκλειστικά βάσει των ασφαλιστικών περιόδων που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία του κράτους αυτού ή των μεικτών αποδοχών που εισέπραξε ο ενδιαφερόμενος κατά τη διάρκεια μόνο των περιόδων αυτών (...)"

Ο Reichling ισχυρίζεται ότι η διάταξη αυτή υποχρεώνει τον ΙΝΑΜΙ να υπολογίσει το θεωρητικό ποσό βάσει της μέσης αμοιβής στο Βέλγιο, δοθέντος ότι τη μέθοδο αυτή προβλέπει η βελγική νομοθεσία.

24. Κατά τη γνώμη μου, από την απόφαση του Δικαστηρίου Weber (7) σαφώς καταφαίνεται ότι το άρθρο 47 του κανονισμού δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε μια περίπτωση όπως η προκείμενη. Η απόφαση Weber αφορούσε την ολλανδική νομοθεσία περί παροχών αναπηρίας η οποία, όπως ακριβώς και η επίμαχη εν προκειμένω βελγική νομοθεσία, ήταν του τύπου Α. Η παροχή αναπηρίας βασιζόταν στο ημερομίσθιο που ο αιτών μπορούσε να λάβει κατά το έτος που ακολούθησε την ημερομηνία της αναπηρίας του, πράγμα που στην περίπτωση μιας και μόνης απασχολήσεως σημαίνει, στην πράξη, το μέσο του ημερομίσθιο κατά το προηγούμενο της αναπηρίας έτος. Ο Weber, ο οποίος είχε προηγουμένως εργασθεί στις Κάτω Χώρες, μετακινήθηκε για επαγγελματικούς λόγους στη Γερμανία, πριν καταστεί ανίκανος προς εργασία. Αντίθετα με τον βελγικό ΙΝΑΜΙ στην υπό κρίση υπόθεση, ο ολλανδικός φορέας υπελόγισε το θεωρητικό ποσό της παροχής του Weber με βάση τον μισθό του σε άλλο κράτος μέλος, συγκεκριμένα τη Γερμανία. Ωστόσο, ο Weber ισχυρίστηκε ότι το θεωρητικό ποσό έπρεπε να είχε υπολογισθεί με βάση τις μέσες αποδοχές του στις Κάτω Χώρες βάσει του άρθρου 47, παράγραφος 1. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 47, παράγραφος 1, δεν περιλαμβάνουν σύστημα παροχών αναπηρίας βάσει του οποίου το ύψος της παροχής δεν εξαρτάται από τη διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως που έχουν συμπληρωθεί και το οποίο, για τον υπολογισμό της απώλειας εισοδήματος, λαμβάνει υπόψη το τελευταίο καθορισμένο ημερομίσθιο που ο ενδιαφερόμενος κέρδιζε από τη συνήθη του απασχόληση πριν καταστεί ανίκανος προς εργασία ή το μέσο ημερομίσθιο που αυτός ελάμβανε για συγκεκριμένη περίοδο όχι μεγαλύτερη των δύο ετών. Νομίζω ότι η απόφαση αυτή ισχύει εξίσου και όσον αφορά τη βελγική νομοθεσία, η οποία υπολογίζει την παροχή αναπηρίας σε αναφορά με τον τελευταίο μισθό του αιτούντος.

Συμπέρασμα

25. Κατόπιν των ανωτέρω, η γνώμη μου είναι ότι στο υποβληθέν από το Tribunal du Travail του Neufchateau προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει ως εξης:

Η τελευταία φράση του άρθρου 46, παράγραφος 2, στοιχείο α', του κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΟΚ) 1408/71 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση που, σύμφωνα με τη νομοθεσία του, ένα κράτος μέλος βασίζει μια παροχή αναπηρίας στον τελευταίο μισθό που ο αιτών ελάμβανε πριν καταστεί ανίκανος προς εργασία, το εν λόγω κράτος πρέπει να υπολογίσει το θεωρητικό ποσό της παροχής ενός διακινουμένου εργαζομένου, ο οποίος, κατά τον χρόνο που κατέστη ανίκανος προς εργασία, δεν υπαγόταν στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους αυτού αλλά εργαζόταν σε άλλο κράτος μέλος, λαμβάνοντας υπόψη τον τελευταίο μισθό που αυτός ελάμβανε στο άλλο κράτος μέλος.

(*) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

(1) * Κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΟΚ) 1408/71, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας: βλ. τον εν λόγω κανονισμό όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα με τον κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΟΚ) 2001/83, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ 1983, L 230, σ. 6). Μολονότι τα άρθρα 40, 45 και 46 του κανονισμού αυτού, που αναφέρονται κατωτέρω, τροποποιήθηκαν στη συνέχεια με τον κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΟΚ) 1248/92, της 30ής Απριλίου 1992 (ΕΕ 1992, L 136, σ. 7), οι τροποποιήσεις αυτές δεν ασκούν επιρροή όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση.

(2) * Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-90/91 και C-91/91, Office National des Pensions κατά Di Crescenzo και Casagrande (Συλλογή 1992, σ. Ι-3851).

(3) * Που έχω παραθέσει στην ανωτέρω υποσημείωση 1.

(4) * Υπόθεση 33/75, Galati κατά Landesversicherungsanstalt Schwaben (Συλλογή τόμος 1975, σ. 403).

(5) * Υπόθεση C-228/88, Bronzino κατά Kindergeldkasse (Συλλογή 1990, σ. Ι-531), και υπόθεση C-12/89, Gatto κατά Bundesanstalt fuer Arbeit (Συλλογή 1990, σ. Ι-557).

(6) * Υπόθεση 67/79, Fellinger κατά Bundesanstalt fuer Arbeit (Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 275).

(7) * Υπόθεση 181/83, Weber κατά Nieuwe Algemene Bedrijfsvereniging (Συλλογή 1984, σ. 4007).