61993C0060

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz της 10ης Φεβρουαρίου 1994. - R. L. ALDEWERELD ΚΑΤΑ STAATSSECRETARIS VAN FINANCIEN. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: HOGE RAAD - ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ. - ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) 1408/71 - ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ - ΑΠΟΣΠΑΣΗ ΣΕ ΤΡΙΤΗ ΧΩΡΑ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-60/93.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-02991


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

Α * Εισαγωγή

1. Ο Aldewereld αναιρεσείων στην κύρια δίκη, είναι Ολλανδός υπήκοος. Σύμφωνα με την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, το 1985 άρχισε να εργάζεται σε μια επιχείρηση με έδρα στη Γερμανία, η οποία τον έστειλε αμέσως στην Ταϊλάνδη, όπου εργάστηκε καθ' όλο το 1986. Βάσει αυτής της απασχολήσεως οι γερμανικές αρχές εισέπραξαν ασφαλιστικές εισφορές σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο. Οι αντίστοιχες εισφορές για την ασφάλιση ανεργίας, ασθενείας, συντάξεως και ατυχήματος παρακρατήθηκαν από τον μισθό του Aldewereld. Εν τούτοις, οι γερμανικές αρχές απέρριψαν την αίτησή του για χορήγηση επιδόματος τέκνου (Kindergeld), διότι κατά την άποψή τους δεν πληρούσε τις κατά το γερμανικό δίκαιο απαιτούμενες προϋποθέσεις.

2. Κατά το ολλανδικό δίκαιο, στην καταβολή ασφαλιστικών εισφορών υποχρεούνται τα πρόσωπα που κατοικούν στις Κάτω Χώρες. Σύμφωνα με όσα διαπίστωσε το αιτούν δικαστήριο, ο Aldewereld το 1986 κατοικούσε (κατά την έννοια αυτών των διατάξεων περί κοινωνικής ασφαλίσεως) στις Κάτω Χώρες. Κατά της αποφάσεως των ολλανδικών αρχών, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει εισφορές για το έτος αυτό στο ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, άσκησε ο Aldewereld προσφυγή ενώπιον του Gerechtshof του Arnheim, το οποίο όμως την απέρριψε. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε ο Alderwereld ένδικο μέσο ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden.

3. Το Hoge Raad der Nederlanden υπέβαλε, σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, στο Δικαστήριο, ζητώντας την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το εξής ερώτημα:

Β * Η άποψή μου επί της υποθέσεως

4. Η παρούσα διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά κυρίως το ζήτημα αν το κοινοτικό δίκαιο επιτρέπει να υπόκειται ένα πρόσωπο που βρίσκεται στη θέση του Aldewereld στις διατάξεις περί κοινωνικής ασφαλίσεως περισσοτέρων του ενός κρατών μελών. Είναι εύλογο να αναζητηθεί η απάντηση στο ερώτημα αυτό στον αναφερόμενο στο υποβληθέν ερώτημα κανονισμό (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971 (1), που σκοπεί στην εναρμόνιση των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών (2).

5. Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, ο κανονισμός 1408/71 ισχύει, μεταξύ άλλων, για μισθωτούς που υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσότερων από τα κράτη μέλη και είναι υπήκοοι κράτους μέλους. 'Ολοι οι μετέχοντες στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου * οι Κάτω Χώρες, η Ιταλία, η Επιτροπή και ο Aldewereld * ορθώς συμφωνούν ότι αυτό συμβαίνει εν προκειμένω και ότι ο Aldewereld εμπίπτει επομένως στο πεδίο εφαρμογής ratione personae του κανονισμού. Αποφασιστικής σημασίας είναι ότι στην περίπτωσή του ίσχυαν οι διατάξεις περί κοινωνικής ασφαλίσσεως (τουλάχιστον) ενός κράτους μέλους. Το γεγονός ότι ο Aldewereld κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα εργάσθηκε εκτός Κοινότητας είναι συνεπώς εν προκειμένω άνευ σημασίας (3).

6. Οι διατάξεις περί προσδιορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας βρίσκονται στον τίτλο ΙΙ (άρθρο 13 επ.) του κανονισμού. Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού έχει ως εξής:

"Με την επιφύλαξη του άρθρου 14γ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου." (4)

7. Σημειωτέον ότι ο τίτλος ΙΙ του κανονισμού 1408/71 δεν περιέχει καμία διάταξη που θα μπορούσε άμεσα να εφαρμοστεί στην προκειμένη περίπτωση. Εν προκειμένω λαμβάνω ως δεδομένο ότι οι ασφαλιστικές εισφορές που κατέβαλε ο Aldewereld στη Γερμανία αποτελούν εισφορές στην καταβολή των οποίων υποχρεούτο βάσει των διατάξεων του γερμανικού δικαίου. Αυτό πρέπει να έλαβε ως δεδομένο και το αιτούν δικαστήριο, μολονότι δεν το αναφέρει ρητά στην Διάταξη περί παραπομπής. Οι επόμενες σκέψεις ισχύουν συνεπώς μόνον γι' αυτήν τη συγκεκριμένη περίπτωση.

Ο εκπρόσωπος πάντως της Ολλανδικής Κυβερνήσεως εξέφρασε εμμέσως κατά την προφορική διαδικασία αμφιβολίες ως προς το αν ο Aldewereld ήταν πράγματι υποχρεωμένος εκ του νόμου να καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές στη Γερμανία. Εάν οι αμφιβολίες αυτές είναι βάσιμες, το υπό κρίση ζήτημα θα εμφανιζόταν υπό τελείως διαφορετική οπτική γωνία. Εάν οι καταβληθείσες εισφορές στη Γερμανία ήταν εισφορές σε σύστημα προαιρετικής ασφαλίσεως, η σύγκρουση με την υποχρεωτική ασφάλιση θα έπρεπε να λυθεί σύμφωνα με το ολλανδικό δίκαιο βάσει του κανονισμού 1408/71 (βλ. το άρθρο 15). Εντούτοις, πρόκειται εδώ για πραγματικό ζήτημα, επί του οποίου εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί.

8. Καταρχάς, στην προκειμένη περίπτωση δεν εφαρμόζεται η γενική διάταξη του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο α', κατά την οποία * με την επιφύλαξη των άρθρων 14 έως 17 * ο ασκών έμμισθη δραστηριότητα υπόκειται στην νομοθεσία του κράτους μέλους όπου εργάζεται, ακόμη και αν κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος ή ο εργοδότης του έχει την κατοικία ή την έδρα του σε άλλο κράτος μέλος. Η διάταξη αυτή δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην προκειμένη περίπτωση, διότι ο Aldewereld εργάσθηκε σε τρίτη χώρα.

H συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να υπαχθεί ούτε στους προβλεπόμενους στο άρθρο 14 ειδικούς κανόνες (5). Το άρθρο 14, περίπτωση 1, αφορά καταστάσεις στις οποίες το πρόσωπο που ασκεί έμμισθη δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους αποστέλλεται προσωρινά από τον εργοδότη του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. To άρθρο 14, περίπτωση 2, πριέχει ειδικούς κανόνες για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο μισθωτός εργάζεται κανονικά στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών.

Το άρθρο 17 του κανονισμού προβλέπει ότι δύο ή περισσότερα κράτη μέλη (ή οι αρμόδιες αρχές των κρατών αυτών ή οι οργανισμοί που έχουν ορισθεί από τις αρχές αυτές) μπορούν να συμφωνήσουν εξαιρέσεις από τα άρθρα 13 έως 16 προς το συμφέρον ορισμένων προσώπων ή κατηγοριών προσώπων. Εντούτοις, φαίνεται ότι δεν έχουν συμφωνηθεί τέτοιες εξαιρέσεις που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην προκειμένη περίπτωση.

9. Η Ολλανδική Κυβέρνηση συνάγει από τις περιστάσεις αυτές το συμπέρασμα ότι ο τίτλος ΙΙ του κανονισμού 1408/71 στην προκειμένη περίπτωση ούτε γενικά εφαρμόζεται ούτε τουλάχιστον περιέχει διάταξη για τον προσδιορισμό των εφαρμοστέων νομοθετικών διατάξεων. Σε μια τέτοια περίπτωση εναπόκειται αποκλειστικά στα κράτη μέλη να καθορίσουν αν ένα πρόσωπο όπως ο Aldewereld υπόκειται στα δικά τους συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως. Μολονότι αυτό στην προκειμένη περίπτωση θα οδηγούσε σε διπλή (εν μέρει) ασφάλιση, ο τίτλος ΙΙ δεν παρουσιάζει κανένα νομικό κενό, διότι οι διατάξεις που αποτελούν το έρεισμα του κανονισμού 1408/71 * τα άρθρα 48 έως 51 της Συνθήκης ΕΟΚ * έχουν απλώς σκοπό την πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας εντός της Κοινότητας.

10. Δεν μπορώ να δεχθώ αυτήν την επιχειρηματολογία. Δεν χρειάζεται να εξετασθεί αν το γεγονός ότι ο Aldewereld άρχισε ήδη να εργάζεται σε μια επιχείρηση άλλου κράτους μέλους, η οποία τον έστειλε εν συνεχεία σε τρίτη χώρα, πρέπει να θεωρηθεί ως εφαρμογή του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας που εγγυάται το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΟΚ, όπως υποστήριξε η Ιταλική Κυβέρνηση. Αποφασιστικής σημασίας είναι πάντως ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου οι διατάξεις του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 1408/71 συνιστούν "ένα πλήρες και ομοιόμορφο σύστημα κανόνων άρσεως συγκρούσεως" (6). Οι διατάξεις αυτού του τίτλου αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στο να "υπόκεινται οι ενδιαφερόμενοι στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ενός και μόνο κράτους μέλους, κατά τρόπο ώστε να αποφεύγονται ο σωρεύσεις εφαρμοστέων εθνικών νομοθεσιών και οι εξ αυτών δυνάμενες να προκύψουν περιπλοκές" (7). Εφόσον ο Aldewereld εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, το ίδιο πρέπει να ισχύει και γι' αυτόν. Συνεπώς, ο προσδιορισμός των εφαρμοστέων διατάξεων στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να γίνει επίσης βάσει του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 1408/71.

11. Δεδομένου ότι ο τίτλος αυτός δεν περιέχει καμία διάταξη που θα μπορούσε άμεσα να εφαρμοσθεί στην προκειμένη περίπτωση, τίθεται το ερώτημα αν μπορεί απ' αυτόν να συναχθεί πρακτική λύση μέσω της ερμηνείας. Eν προκειμένω, πρέπει να ληφθεί ως βάση ότι ο κανονισμός 1408/71 προβλέπει κυρίως τρία κριτήρια για τον προσδιορισμό των εφαρμοστέων νομοθετικών διατάξεων * τον σύνδεσμο με το δίκαιο του κράτους μέλους όπου ο εργαζόμενος ασκεί έμμισθη δραστηριότητα (στο εξής: κράτος του τόπου εργασίας), τον σύνδεσμο με το δίκαιο του κράτους μέλους της κατοικίας του μισθωτού (στο εξής: κράτος της κατοικίας) και τον σύνδεσμο με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο ο εργοδότης έχει την κατοικία ή την έδρα του (στο εξής: κράτος της έδρας) (8).

12. Σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο α', σημαντικές κυρίως είναι * όπως ήδη αναφέρθηκε * οι διατάξεις του κράτους του τόπου εργασίας. Αν ο Aldewereld, προτού μεταβεί στην Ταϊλάνδη, είχε εργασθεί πρώτα * έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα * στη Γερμανία, δεν θα υπήρχε σχεδόν καμία αμφιβολία ότι εφαρμοστέες θα ήταν οι διατάξεις του γερμανικού δικαίου περί κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως ορθά εξέθεσε η Επιτροπή. Ενόψει του γεγονότος ότι ο εργοδότης του Aldewereld τον έστειλε αμέσως στην Ταϋλάνδη, το κριτήριο του κράτους του τόπου εργασίας δεν είναι ωστόσο εφαρμόσιμο στην προκειμένη περίπτωση.

13. Η κατάσταση κατά την οποία η εφαρμογή του κριτηρίου του τόπου εργασίας δεν οδηγεί σε εύλογα αποτελέσματα αποτελεί αντικείμενο της ειδικής ρυθμίσεως του άρθρου 14, περίπτωση 2. Η διάταξη αυτή ισχύει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εργαζόμενος ασκεί συνήθως έμμισθη δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών.

Κατά το άρθρο 14, περίπτωση 2, στοιχείο α', στις περιπτώσεις που εμπίπτουν σ' αυτό εφαρμόζονται οι διατάξεις του κράτους της έδρας (9). Αντιθέτως, εφαρμόζονται οι διατάξεις του κράτους της κατοικίας, oσάκις ο μισθωτός απασχολείται κυρίως στο κράτος της κατοικίας του. Η Ιταλική Κυβέρνηση φαίνεται ότι επιχειρεί να συναγάγει από τη διάταξη αυτή ότι σε περίπτωση επιλογής μεταξύ των διατάξεων του κράτους της έδρας και εκείνων του κράτους της κατοικίας πρέπει να εφαρμόζονται κατά προτεραιότητα οι πρώτες.

14. Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 14, περίπτωση 2, στοιχείο α', εφαρμόζεται σε περιορισμένο μόνο κύκλο προσώπων, και συγκεκριμένα σε πρόσωπα που είναι μέλη του ταξιδεύοντος δια ξηράς, θαλάσσης ή αέρος προσωπικού επιχειρήσεως, η οποία διενεργεί διεθνείς σιδηροδρομικές, οδικές, αεροπορικές ή πλωτές μεταφορές επιβατών ή εμπορευμάτων. Για όλα τα άλλα πρόσωπα ισχύει το άρθρο 14, περίπτωση 2, στοιχείο β'. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι εφαρμόζεται η νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, αν ασκεί μέρος της δραστηριότητάς του στο έδαφος αυτό ή αν απασχολείται για λογαριασμό περισσοτέρων επιχειρήσεων ή περισσοτέρων εργοδοτών που έχουν την έδρα ή κατοικία τους στο έδαφος διαφόρων κρατών μελών (άρθρο 14, περίπτωση 2, στοιχείο β', υποπερίπτωση i) αν ο μισθωτός δεν κατοικεί στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη στα οποία εργάζεται, εφαρμόζονται οι διατάξεις του κράτους της έδρας (άρθρο 14, περίπτωση 2, στοιχείο β', υποπερίπτωση ii).

Συνεπώς, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, εφαρμόζονται οι διατάξεις του κράτους της κατοικίας, οσάκις ο μισθωτός απασχολείται σ'αυτό το κράτος μέλος.

15. Κατά τη γνώμη μου, καμία από τις δύο προαναφερθείσες διατάξεις δεν περιέχει ωστόσο πειστική λύση σε περιπτώσεις όπως η παρούσα. Το μόνο που διαπιστώνεται είναι ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εφαρμογή των διατάξεων του κράτους του τόπου εργασίας δεν οδηγεί σε χρήσιμα αποτελέσματα, ο κανονισμός κηρύσσει εφαρμοστέες άλλοτε τις διατάξεις του κράτους της έδρας και άλλοτε τις διατάξεις του κράτους της κατοικίας. Δεν μπορεί να συναχθεί γενική αρχή, σύμφωνα με την οποία το ένα κριτήριο πρέπει καταρχήν να προτιμάται του άλλου.

Στον βαθμό αυτό ο κανονισμός είναι * όπως υποστήριξε η Επιτροπή * στην πραγματικότητα "ουδέτερος". Σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη παρουσιάζει κενό, το οποίο δεν μπορεί να καλυφθεί ικανοποιητικά με ερμηνεία της νομοθετικής ρυθμίσεως. Η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζει ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι που θα επέτρεπαν την προσήκουσα πλήρωση του κενού αυτού. Συνεπώς, εναπόκειται τελικά στον νομοθέτη να ρυθμίσει το ζήτημα αυτό. Η Επιτροπή τόνισε στις γραπτές παρατηρήσεις της ότι έχει επίγνωση του ότι θα πρέπει να επεξεργασθεί για τον σκοπό αυτό σχετική πρόταση.

16. Υπ' αυτές τις συνθήκες, μου φαίνεται ότι η προτεινόμενη από την Επιτροπή λύση να αναγνωρίζεται στον μισθωτό, μέχρι την έναρξη ισχύος της εν λόγω νομοθετικής ρυθμίσεως, δικαίωμα επιλογής μεταξύ της εφαρμογής των διατάξεων του κράτους της έδρας (εν προκειμένω της Γερμανίας) και εκείνων του κράτους της κατοικίας (στην προκειμένη περίπτωση των Κάτω Χωρών) είναι η λογικότερη. Η λύση αυτή εναποθέτει την απόφαση στα χέρια του προσώπου του οποίου τα συμφέροντα θίγονται άμεσα. Συναφώς πρέπει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Aldewereld στις γραπτές παρατηρήσεις του δήλωσε ότι σε περίπτωση επιλογής θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν οι γερμανικές διατάξεις.

'Οπως φαίνεται από το άρθρο 16 (10), η δυνατότητα επιλογής μεταξύ των διατάξεων πρισσοτέρων κρατών μελών δεν είναι καθόλου ξένη προς το σύστημα του κανονισμού 1408/71. Η λύση αυτή έχει επιπλέον το πλεονέκτημα ότι δεν προδικάζει επ' ουδενί τη μελλοντική ρύθμιση από τον νομοθέτη.

Γ * Πρόταση

17. Προτείνω συνεπώς να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα του Hoge Raad der Nederlanden:

"Οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, ειδικότερα δε οι διατάξεις του τίτλου ΙΙ του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 απαγορεύουν να υπόκειται ο κατοικών στο έδαφος ενός κράτους μέλους μισθωτός, ο οποίος εργάζεται σε επιχείρηση εδρεύουσα σε άλλο κράτος μέλος και ασκεί τη δραστηριότητά του αποκλειστικά εκτός Κοινότητας, στις διατάξεις περί κοινωνικής ασφαλίσεως πλέον του ενός των οικείων κρατών μελών. Μέχρις ότου προσδιορισθούν οι εφαρμοστέες διατάξεις από τον κοινοτικό νομοθέτη, μπορεί ο μισθωτός στην περίπτωση αυτή να επιλέγει μεταξύ της εφαρμογής των διατάξεων περί κοινωνικής ασφαλίσεως του ενός ή του άλλου των οικείων κρατών μελών."

(*) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

(1) - Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001) υπό τη νέα του μορφή με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 της 2ας Ιουνίου 1983 ΕΕ L 230, σ. 6.

(2) - Εν προκειμένω πρέπει να ληφθεί ως βάση το κείμενο του κανονισμού που ίσχυε κατά το χρονικό διάστημα (1986) που έχει σημασία εν προκειμένω. Στο μεταξύ ο κανονισμός τροποιήθηκε επανειλημμένα [τελευταία με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1945/93 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1993, ΕΕ L 181, σ. 1]. Οι τροποποιήσεις αυτές όμως για το εδώ εξεταζόμενο ζήτημα είναι άνευ σημασίας.

(3) - Βλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1986 στην υπόθεση 300/84, Van Roosmalen/Bestuur van de Bedrijfsvereniging voor de Gezondheid (Συλλογή 1986, σ. 3097, σκέψη 30).

(4) - Το άρθρο 14γ περιέχει ειδικούς κανόνες (που εν προκειμένω δεν έχουν σημασία) για πρόσωπα που ασκούν ταυτόχρονα έμμισθη και μη έμμισθη δραστηριότητα σε διαφορετικά κράτη μέλη.

(5) - Οι ειδικοί κανόνες για πρόσωπα που ασκούν μη έμμισθη δραστηριότητα (άρθρο 14α) και για τους ναυτικούς (άρθρο 14β) δεν έχουν καμία σημασία στην προκειμένη περίπτωση.

(6) - Απόφαση της 3ης Μαΐου 1990 στην υπόθεση C-2/89, Kits van Heijningen (Συλλογή 1990, σ. Ι-1755, σκέψη 12) απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1991 στην υπόθεση C-196/90, De Paep (Συλλογή 1991, σ. Ι-4815, σκέψη 18).

(7) - Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1986 στην υπόθεση 60/85, Luijten/Raad van Arbeid (Συλλογή 1986, σ. 2365, σκέψη 12).

(8) - 'Αρθρο 16 * ειδικοί κανόνες για το προσωπικό που υπηρετεί στις διπλωματικές αποστολές και τις προξενικές υπηρεσίες καθώς και για το επικουρικό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων * προβλέπει ορισμένα περαιτέρω συνδετικά κριτήρια (π.χ. το δίκαιο του κράτους μέλους, του οποίου την ιθαγένεια έχει ο εργαζόμενος).

(9) - To πρόσωπο που απασχολείται σε υποκαταστήματα ή μόνιμη αντιπροσωπεία που διατηρεί η επιχείρηση αυτή στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο οποίο έχει την έδρα της, υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται το υποκατάστημα αυτό ή η μόνιμη αντιπροσωπεία (άρθρο 14, περίπτωση 2, στοιχείο α', υποπερίπτωση i).

(10) - Βλ. σχετικά τη σημείωση 8.