61992J0350

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 13ΗΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1995. - ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ ΚΑΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ. - ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ - ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) 1768/92 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΤΗΣ 18ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1992, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΥ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΑ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-350/92.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1995 σελίδα I-01985


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Προσέγγιση των νομοθεσιών * Ομοιόμορφες νομοθεσίες * Εμπορική και βιομηχανική ιδιοκτησία * Δίκαιο περί ευρεσιτεχνίας * Καθιέρωση συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας για τα φάρμακα * Αρμοδιότητα της Κοινότητας

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 36 και 222 κανονισμός 1768/92 του Συμβουλίου)

2. Προσέγγιση των νομοθεσιών * Μέτρα για την υλοποίηση της κοινής αγοράς * Καθιέρωση συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας για τα φάρμακα με σκοπό να προληφθεί μια ανομοιογενής εξέλιξη των εθνικών νομοθεσιών, δυνάμενη να εμποδίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων * Νομική βάση * 'Αρθρο 100 Α της Συνθήκης

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 100, 100 Α και 235 κανονισμός 1768/92 του Συμβουλίου)

Περίληψη


1. Ούτε το άρθρο 222 ούτε το άρθρο 36 της Συνθήκης επιφυλάσσουν στον εθνικό νομοθέτη ρυθμιστική εξουσία όσον αφορά το ουσιαστικό δίκαιο περί ευρεσιτεχνίας, αποκλείοντας οποιαδήποτε κοινοτική δράση στον τομέα αυτόν.

Πράγματι, αφενός, το άρθρο 222, κατά το οποίο η Συνθήκη δεν προδικάζει με κανέναν τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιφυλάσσει στον εθνικό νομοθέτη την εξουσία να λαμβάνει, στον τομέα της εμπορικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας, μέτρα που θίγουν την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εντός της κοινής αγοράς, όπως η αγορά αυτή προβλέπεται και οργανώνεται από τη Συνθήκη, ούτε υπό την έννοια ότι αποκλείει οποιαδήποτε παρέμβαση του κοινοτικού νομοθέτη στον τομέα αυτόν.

Αφετέρου, το άρθρο 36, σύμφωνα με το οποίο οι διατάξεις των άρθρων 30 έως 34 δεν αντιτίθενται στις απαγορεύσεις ή στους περιορισμούς που δικαιολογούνται από λόγους προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας, δεν έχει ως σκοπό να επιφυλάσσει ορισμένα ζητήματα στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, αλλά δέχεται το να εισάγουν οι εθνικές νομοθεσίες εξαίρεση από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας, κατά το μέτρο που αυτό εξακολουθεί να δικαιολογείται για την επίτευξη των στόχων που επιδιώκει το εν λόγω άρθρο.

Επομένως, η Κοινότητα είχε αρμοδιότητα εκδόσεως του κανονισμού 1768/92, ο οποίος αφορούσε την καθιέρωση συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας για τα φάρμακα και παρέτεινε, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη διάρκεια της προστασίας που παρέχει ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

2. Ο κανονισμός 1768/92 σχετικά με την καθιέρωση συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας για τα φάρμακα, ο οποίος, ενόψει της προθεσμίας που απαιτείται για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας, παρέχει, για τα φάρμακα για τα οποία έχει χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας, τη δυνατότητα να παραταθεί η διάρκεια της προστασίας που παρέχεται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, εκδόθηκε εγκύρως βάσει του άρθρου 100 Α της Συνθήκης πράγμα που συνεπάγεται ότι δεν έπρεπε να εκδοθεί βάσει του άρθρου 100 ή του άρθρου 235.

Πράγματι, η θέσπιση του πιστοποιητικού αυτού τη στιγμή που, όπως καθίστατο φανερό, διάφορα κράτη μέλη έτειναν να ενισχύσουν την προστασία που παρέχει για τα φάρμακα το δίκαιο περί ευρεσιτεχνίας, είχε σκοπό την πρόληψη μια ανομοιογενούς εξελίξεως των εθνικών νομοθεσιών, δυνάμενη να εμποδίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των φαρμάκων στο εσωτερικό της Κοινότητας και να επηρεάσει, για τον λόγο αυτόν, την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η θέσπιση του πιστοποιητικού ενέπιπτε επομένως στο πλαίσιο που ορίζει το άρθρο 100 Α.

Η θέσπιση του πιστοποιητικού, η οποία επιτυγχάνει μια εξισορρόπηση μεταξύ, αφενός, των συμφερόντων των δικαιούχων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και, αφετέρου, των συμφερόντων των καταναλωτών και της βιομηχανίας των φαρμάκων κοινόχρηστης ονομασίας, δεδομένου ότι ενέπιπτε στο άρθρο 100 Α, δεν ενέπιπτε ούτε στο άρθρο 100, από το οποίο ακριβώς παρεκκλίνει το άρθρο 100 Α, ούτε στο άρθρο 235, η χρησιμοποίηση του οποίου ως νομικής βάσεως μιας πράξεως δικαιολογείται μόνον όταν καμία άλλη διάταξη της Συνθήκης δεν παρέχει στα κοινοτικά όργανα αρμοδιότητα για την έκδοση της πράξεως αυτής, πράγμα που θα συνέβαινε αν επρόκειτο για τη δημιουργία νέου δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας, το οποίο όμως δεν δημιουργείται με το επίμαχο συμπληρωματικό πιστοποιητικό.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-350/92,

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον Alberto Navarro Gonzalez, γενικό διευθυντή Νομικού και Θεσμικού Συντονισμού επί κοινοτικών υποθέσεων, και τον Antonio Hierro Hernandez-Mora, abogado del Estado, της Υπηρεσίας Κοινοτικών Διαφορών, ο οποίος αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από την Gloria Calvo Diaz, abogado del Estado, της ίδιας υπηρεσίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ισπανίας, 4-6, boulevard E. Servais,

προσφεύγον,

υποστηριζόμενο από την

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Βασίλειο Κοντόλαιμο, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και την Μαρία Μπασδέκη, δικαστικό αντιπρόσωπο, η οποία αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από τη Β. Πελέκου, δικαστικό αντιπρόσωπο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ελλάδος, 117, Val Ste Croix,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τον Antonio Sacchettini, διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας, καθώς και τους Σοφία Κυριακοπούλου και Ignacio Diez Parra, μέλη της ίδιας υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Bruno Eynard, διευθυντή της Διευθύνσεως Νομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad Adenauer,

καθού,

υποστηριζομένου από την

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Philippe Pouzoulet, υποδιευθυντή της Διευθύνσεως Νομικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και από την Helene Duchene και τον Hubert Renie, γραμματείς εξωτερικών υποθέσεων στο ίδιο υπουργείο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Γαλλίας, 9, boulevard du Prince Henri,

και από την

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Jean Amphoux, κύριο νομικό σύμβουλο, και τους Ricardo Gosalbo Bono και Pieter Van Nuffel, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gόmez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

παρεμβαίνουσες,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1768/92 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, σχετικά με την καθιέρωση συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας για τα φάρμακα,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodriguez Iglesias, Πρόεδρο, F. A. Schockweiler και P. J. G. Kapteyn, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, Κ. Ν. Κακούρη, J. L. Murray, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet, G. Hirsch (εισηγητή δικαστή), H. Ragnemalm, και L. Sevon, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Μαρτίου 1995,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Σεπτεμβρίου 1992, το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1768/92 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, σχετικά με την καθιέρωση συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας για τα φάρμακα (ΕΕ L 182, σ. 1), ο οποίος εκδόθηκε βάσει του άρθρου 100 Α της Συνθήκης.

2 Στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού τονίζεται ότι τα φάρμακα, και ιδίως εκείνα που προκύπτουν από μακροχρόνια και δαπανηρή έρευνα, θα εξακολουθήσουν να αναπτύσσονται στην Κοινότητα και στην Ευρώπη μόνον εάν τύχουν ευνοϊκής νομοθετικής ρυθμίσεως, που να προβλέπει επαρκή προστασία, ώστε να ενθαρρυνθεί μια τέτοια έρευνα. Σύμφωνα με την τρίτη αιτιολογική σκέψη, σήμερα, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της καταθέσεως της αιτήσεως για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας για ένα νέο φάρμακο και της άδειας κυκλοφορίας του εν λόγω φαρμάκου στην αγορά μειώνει τη διάρκεια της πραγματικής προστασίας που παρέχει το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε βαθμό που δεν είναι δυνατή η απόσβεση των επενδύσεων που γίνονται στην έρευνα. Οι συνθήκες αυτές οδηγούν σε ανεπάρκεια της προστασίας, η οποία ζημιώνει τη φαρμακευτική έρευνα (τέταρτη αιτιολογική σκέψη).

3 Σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική σκέψη, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ενιαία λύση σε κοινοτικό επίπεδο και να προληφθεί έτσι η ανομοιογενής εξέλιξη των εθνικών νομοθεσιών, η οποία θα κατέληγε σε νέες διαφορές, που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των φαρμάκων στο εσωτερικό της Κοινότητας και να επηρεάσουν, έτσι, άμεσα την εγκαθίδρυση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Είναι επομένως απαραίτητο, σύμφωνα με την έβδομη αιτιολογική σκέψη, να καθιερωθεί συμπληρωματικό πιστοποιητικό προστασίας για τα φάρμακα, για τα οποία χορηγείται άδεια κυκλοφορίας, το οποίο είναι δυνατό να αποκτάται από τον δικαιούχο εθνικού ή ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας υπό τους ίδιους όρους σε όλα τα κράτη μέλη συνεπώς, ο κανονισμός αποτελεί το πλέον ενδεδειγμένο νομικό μέσο.

4 Το άρθρο 1 ορίζει, μεταξύ άλλων, τους όρους "κύριο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας" και "πιστοποιητικό". Το "κύριο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας" είναι ένα δίπλωμα που προστατεύει το προϊόν, αυτό καθαυτό, τη μέθοδο παραγωγής ενός προϊόντος ή μια χρήση του προϊόντος και το οποίο ο δικαιούχος του προορίζει για τη διαδικασία αποκτήσεως πιστοποιητικού. Ως "πιστοποιητικό" νοείται το συμπληρωματικό πιστοποιητικό προστασίας.

5 Το άρθρο 2 του κανονισμού ορίζει το πεδίο εφαρμογής αυτού ως εξής:

"Κάθε προϊόν που προστατεύεται με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στην επικράτεια ενός κράτους μέλους και υποβάλλεται, ως φάρμακο, πριν από την κυκλοφορία του στην αγορά, σε διοικητική διαδικασία χορηγήσεως άδειας (...) μπορεί (...) να αποτελέσει αντικείμενο πιστοποιητικού."

6 Το άρθρο 3 προβλέπει τέσσερις προϋποθέσεις για την απόκτηση πιστοποιητικού, οι οποίες πρέπει να πληρούνται κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως:

* το προϊόν πρέπει να προστατεύεται με κύριο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ισχύον στο κράτος μέλος όπου υποβάλλεται η αίτηση,

* πρέπει να έχει χορηγηθεί για το προϊόν ισχύουσα άδεια κυκλοφορίας στην αγορά,

* το προϊόν δεν πρέπει να έχει αποτελέσει αντικείμενο πιστοποιητικού,

* η προαναφερθείσα άδεια πρέπει να είναι η πρώτη άδεια κυκλοφορίας του προϊόντος, ως φαρμάκου, στην αγορά.

7 Το άρθρο 4 ορίζει ότι, εντός των ορίων της προστασίας που παρέχει το κύριο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, η παρεχόμενη από το πιστοποιητικό προστασία αφορά αποκλειστικά και μόνον το προϊόν που καλύπτει η άδεια κυκλοφορίας στην αγορά.

8 Σύμφωνα με το άρθρο 5, το πιστοποιητικό παρέχει, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 4, τα ίδια δικαιώματα με το κύριο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και υπόκειται στους ίδιους περιορισμούς και υποχρεώσεις.

9 Το άρθρο 6 ορίζει ότι δικαίωμα για την απόκτηση πιστοποιητικού έχει μόνον ο δικαιούχος του κυρίου διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή ο διάδοχός του.

10 Σύμφωνα με το άρθρο 7, η αίτηση για τη χορήγηση πιστοποιητικού μπορεί να υποβληθεί από την ημερομηνία χορηγήσεως της άδειας κυκλοφορίας του προϊόντος στην αγορά και εντεύθεν.

11 Τέλος, ο κανονισμός προσδίδει ομοιόμορφη διάρκεια στο πιστοποιητικό. Συγκεκριμένα, το άρθρο 13 ορίζει τα εξής:

"1. Το πιστοποιητικό παράγει αποτελέσματα από τη νόμιμη λήξη της ισχύος του κυρίου διπλώματος ευρεσιτεχνίας και για χρονικό διάστημα ίσο με την περίοδο που έχει μεσολαβήσει μεταξύ της ημερομηνίας καταθέσεως της αιτήσεως του κυρίου διπλώματος ευρεσιτεχνίας και της ημερομηνίας εκδόσεως της πρώτης άδειας κυκλοφορίας στην αγορά της Κοινότητας, μειωμένη κατά πέντε έτη.

2. Παρά την παράγραφο 1, η διάρκεια του πιστοποιητικού δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε έτη από την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα."

Επί της αρμοδιότητας της Κοινότητας

12 Το Βασίλειο της Ισπανίας, υποστηριζόμενο από την Ελληνική Δημοκρατία, υποστηρίζει, καταρχάς, ότι στο πλαίσιο της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών, τα κράτη μέλη δεν έχουν μεταβιβάσει την κυριαρχία τους σε θέματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 222 και 36 της Συνθήκης.

13 Παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1966, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 56/64 και 58/64, Consten και Grundig-Verkauf κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 363, και ειδικότερα σ. 377 έως 379 της 29ης Φεβρουαρίου 1968, υπόθεση 24/67, Parke, Davis and Co., Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 687, και ειδικότερα σ. 692 της 8ης Ιουνίου 1971, υπόθεση 78/70, Deutsche Grammophon, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 839, σκέψη 11 της 14ης Μαΐου 1974, υπόθεση 4/73, Nold κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 277, σκέψη 14, και της 18ης Φεβρουαρίου 1992, υπόθεση C-30/90, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1992, σ. Ι-829, σκέψεις 16 και 17), το Βασίλειο της Ισπανίας υπογραμμίζει ότι η Κοινότητα δεν έχει καμία αρμοδιότητα για τη ρύθμιση του ουσιαστικού δικαίου περί ευρεσιτεχνίας και ότι δεν μπορεί να εναρμονίσει παρά μόνον εκείνες τις πτυχές που αφορούν την άσκηση των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας τα οποία μπορούν να ασκήσουν επιρροή στην υλοποίηση των γενικών στόχων που επιδιώκει η Συνθήκη. Όμως, κατά την άποψη του Βασιλείου της Ισπανίας, η ενέργεια αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση ενός νέου δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας, το οποίο, από τη φύση του, το περιεχόμενο και τα αποτελέσματά του, μεταβάλλει τη βασική αντίληψη που επικρατεί, δυνάμει των συστημάτων των εθνικών δικαίων, σε καθένα από τα κράτη μέλη. Ωστόσο, η διάρκεια της ισχύος ενός δικαιώματος απορρέοντος από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας συνιστά το σημαντικότερο στοιχείο, αφού επηρεάζει ουσιωδώς τη διαχρονική ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του κατόχου του, ανεξαρτήτως της νομικής ή οικονομικής φύσεώς τους.

14 Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τη Γαλλική Δημοκρατία και την Επιτροπή, τονίζει, στηριζόμενο στη νομολογία του Δικαστηρίου, ότι το άρθρο 36 της Συνθήκης δεν σκοπεί να επιφυλάξει ορισμένα θέματα στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών. Όσον αφορά το άρθρο 222 της Συνθήκης, μολονότι σκοπός του είναι να διασφαλίσει γενικώς στα κράτη μέλη την ελευθερία οργανώσεως του καθεστώτος ιδιοκτησίας, δεν μπορεί να απαγορεύσει οποιαδήποτε κοινοτική επέμβαση στα υποκειμενικά δικαιώματα ιδιοκτησίας χωρίς να παραλύσουν οι αρμοδιότητες της Κοινότητας.

15 Κατά το Συμβούλιο, η νομολογία του Δικαστηρίου δεν απέκλεισε τη δυνατότητα νομοθετήσεως της Κοινότητας προκειμένου να προσδιορίσει τις προϋποθέσεις και τους τρόπους προστασίας που απονέμουν τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας, εάν αυτό αποδειχθεί αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των στόχων της. Εν πάση περιπτώσει, το Συμβούλιο εκτιμά ότι η καθιέρωση του συμπληρωματικού πιστοποιητικού ουδόλως προσβάλλει την ουσία του δικαιώματος του δικαιούχου του κυρίου διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Πρόκειται για έναν μηχανισμό προς διόρθωση των ανεπαρκειών του συστήματος προστασίας της φαρμακευτικής έρευνας, οι οποίες οφείλονται στην απαίτηση κατοχής άδειας κυκλοφορίας στην αγορά για την εκμετάλλευση των ανακαλύψεων.

16 Εν όψει της επιχειρηματολογίας αυτής, πρέπει να εξεταστεί εάν τα άρθρα 222 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ επιφυλάσσουν στον εθνικό νομοθέτη την εξουσία θεσπίσεως του ουσιαστικού δικαίου περί ευρεσιτεχνίας, αποκλείοντας οποιαδήποτε κοινοτική δράση στον τομέα αυτόν.

17 Συναφώς, το Δικαστήριο διαπίστωσε, με την προαναφερθείσα απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 1992, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (σκέψεις 16 και 17), ότι, κατά το παρόν στάδιο της εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, οι διατάξεις για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας δεν έχουν ακόμα ενοποιηθεί στο πλαίσιο της Κοινότητας ή μιας προσεγγίσεως των νομοθεσιών και ότι, υπ' αυτές τις συνθήκες, στον εθνικό νομοθέτη εναπόκειται να καθορίζει τις προϋποθέσεις και τους τρόπους προστασίας που παρέχει το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

18 Ωστόσο, το Δικαστήριο προσέθεσε ότι οι διατάξεις της Συνθήκης, ειδικότερα δε οι διατάξεις του άρθρου 222, κατά τις οποίες η Συνθήκη δεν προδικάζει με κανέναν τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη, δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιφυλάσσουν στον εθνικό νομοθέτη την εξουσία να λαμβάνει, στον τομέα της εμπορικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας, μέτρα που να θίγουν την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εντός της κοινής αγοράς, όπως η αγορά αυτή προβλέπεται και οργανώνεται από τη Συνθήκη (σκέψη 18 της ίδιας αποφάσεως).

19 Επομένως, το Δικαστήριο ουδόλως δέχθηκε την άποψη ότι οι κανόνες που αφορούν την ίδια την ύπαρξη των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού νομοθέτη. Στην πραγματικότητα, το Δικαστήριο προέβλεψε για το μέλλον την περίπτωση μιας ενοποιήσεως των διατάξεων περί των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ή μιας προσεγγίσεως των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα αυτόν.

20 Το Δικαστήριο ακολούθησε μια ανάλογη συλλογιστική όσον αφορά το άρθρο 36 της Συνθήκης. Η διάταξη αυτή προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι οι διατάξεις των άρθρων 30 έως 34 δεν αντιτίθενται στις απαγορεύσεις ή στους περιορισμούς που δικαιολογούνται από λόγους προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας, αλλά ότι οι εν λόγω απαγορεύσεις ή περιορισμοί δεν δύνανται να αποτελούν ούτε μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

21 Με την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1976, υπόθεση 35/76, Simmenthal (Συλλογή τόμος 1976, σ. 683, σκέψη 24), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 36 δεν είχε ως σκοπό να επιφυλάσσει ορισμένα ζητήματα στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, αλλά δέχεται το να εισάγουν οι εθνικές νομοθεσίες εξαίρεση από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας, κατά το μέτρο που αυτό εξακολουθεί να δικαιολογείται για την επίτευξη των στόχων που επιδιώκει το εν λόγω άρθρο.

22 Επομένως, ούτε το άρθρο 222 ούτε το άρθρο 36 της Συνθήκης επιφυλάσσουν στον εθνικό νομοθέτη ρυθμιστική εξουσία όσον αφορά το ουσιαστικό δίκαιο περί ευρεσιτεχνίας, αποκλείοντας οποιαδήποτε κοινοτική δράση στον τομέα αυτόν.

23 Εξάλλου, με τη γνωμοδότηση 1/94 της 15ης Νοεμβρίου 1994 (Συλλογή 1994, σ. Ι-5267, σκέψη 59), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι, στο επίπεδο της εσωτερικής νομοθεσίας, η Κοινότητα έχει, στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας, αρμοδιότητα εναρμονίσεως των εθνικών νομοθεσιών βάσει των άρθρων 100 και 100 Α και μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 235 για να δημιουργήσει νέα δικαιώματα, που προστίθενται στα δικαιώματα που απορρέουν από τις εθνικές διατάξεις, όπως έπραξε με τον κανονισμό (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11 της 14ης Ιανουαρίου 1994, σ. 1).

24 Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει το Βασίλειο της Ισπανίας πρέπει να απορριφθεί.

Ως προς τη νομική βάση

25 Το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζεται, δεύτερον, ότι στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η Κοινότητα έχει αρμοδιότητα για την έκδοση του επίμαχου κανονισμού, ο κανονισμός θα μπορούσε να είχε εκδοθεί μόνο βάσει των άρθρων 235 και 100 της Συνθήκης, τα οποία, δεδομένου ότι απαιτούν την ομόφωνη απόφαση όλων των κρατών μελών, δεν προσβάλλουν την εθνική τους κυριαρχία. Η χρησιμοποίηση της μιας ή της άλλης από αυτές τις νομικές βάσεις θα προϋπέθετε, εν πάση περιπτώσει, συγκεκριμένη εξουσιοδότηση προς την Κοινότητα, χωρίς να συνεπάγεται μια γενική απονομή αρμοδιότητας σε θέματα ευρεσιτεχνίας.

26 Κατά πάγια νομολογία (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 1987, υπόθεση 45/86, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1493, σκέψη 13), η χρησιμοποίηση του άρθρου 235 της Συνθήκης ως νομικής βάσεως μιας πράξεως δικαιολογείται μόνον όταν καμία άλλη διάταξη της Συνθήκης δεν παρέχει στα κοινοτικά όργανα την αναγκαία αρμοδιότητα για την έκδοση της πράξεως αυτής.

27 Μολονότι το άρθρο 235 μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία νέων δικαιωμάτων, που προστίθενται στα δικαιώματα που απορρέουν από τις εθνικές διατάξεις (βλ., ανωτέρω, σκέψη 23), δεν αμφισβητείται ότι, εν προκειμένω, ο επίμαχος κανονισμός δεν δημιουργεί νέο δικαίωμα.

28 Όσον αφορά το άρθρο 100 της Συνθήκης, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα προς στήριξη του ισχυρισμού ότι το εν λόγω άρθρο συνιστά τη νομική βάση της εκδοθείσας πράξεως.

29 Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 100 Α, αποτελούν τη νομική βάση που έγινε δεκτή από το Συμβούλιο, παρεκκλίνει ρητά από το άρθρο 100. Επομένως, επιβάλλεται να εξακριβωθεί εάν το Συμβούλιο ήταν αρμόδιο για την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού δυνάμει του άρθρου 100 Α της Συνθήκης.

30 Το Βασίλειο της Ισπανίας φρονεί ότι ο κανονισμός δεν σκοπεί στην επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στο άρθρο 8 Α της Συνθήκης ΕΟΚ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 100 Α. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των φαρμάκων, το πιστοποιητικό συμβάλλει, από τη φύση του, στην παράταση της στεγανοποιήσεως της αγοράς πέραν της διάρκειας ισχύος του κυρίου διπλώματος ευρεσιτεχνίας και, επομένως, στον πολλαπλασιασμό των εξαιρέσεων που προβλέπονται από το άρθρο 36 της Συνθήκης, χωρίς ο στόχος τον οποίο επιδιώκει η Κοινότητα να δικαιολογεί τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως αυτής.

31 Το Βασίλειο της Ισπανίας προσθέτει ότι, παρατείνοντας τη διάρκεια του μονοπωλίου της διαθέσεως στο εμπόριο του προϊόντος των επιχειρήσεων που κατέχουν το εκ του διπλώματος ευρεσιτεχνίας δικαίωμα ή των επιχειρήσεων που έχουν λάβει τις αντίστοιχες άδειες εκμεταλλεύσεως, το συμπληρωματικό πιστοποιητικό θα έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίσει τη βιομηχανία φαρμάκων κοινόχρηστης ονομασίας να ανταγωνιστεί ελεύθερα με τις επιχειρήσεις αυτές, προς βλάβη προφανώς των καταναλωτών, οι οποίοι θα μπορούσαν να έχουν στη διάθεσή τους τα φάρμακα σε καλύτερες τιμές αφότου θα έληγε το μονοπωλιακό καθεστώς.

32 Με την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991, υπόθεση C-300/89, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1991, σ. Ι-2867, σκέψη 15), το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι για την υλοποίηση των θεμελιωδών ελευθεριών του άρθρου 8 Α της Συνθήκης ΕΟΚ, οι διαφορές μεταξύ των εννόμων τάξεων των κρατών μελών επιβάλλουν τη λήψη μέτρων εναρμονίσεως στους τομείς όπου υπάρχει κίνδυνος οι διαφορές αυτές να δημιουργήσουν ή να διατηρήσουν νοθευμένους όρους ανταγωνισμού. Για τον λόγο αυτό, το άρθρο 100 Α παρέχει στην Κοινότητα την εξουσία να θεσπίζει, κατά τη διαδικασία που προβλέπει το ίδιο άρθρο, τα μέτρα για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών.

33 Ομοίως, οι διαφορές μεταξύ των εννόμων τάξεων των κρατών μελών επιβάλλουν τη λήψη μέτρων εναρμονίσεως, κατά το μέτρο που υπάρχει κίνδυνος οι διαφορές αυτές να εμποδίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων εντός της Κοινότητας.

34 Εν προκειμένω, το Συμβούλιο υπενθύμισε ότι, κατά τον χρόνο της εκδόσεως του επίμαχου κανονισμού, διατάξεις σχετικά με τη θέσπιση ενός συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας για τα φάρμακα υφίσταντο ήδη σε δύο κράτη μέλη ή σχεδιάζονταν σε ένα άλλο κράτος μέλος. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός καθιερώνει ακριβώς μια ομοιόμορφη λύση στο κοινοτικό επίπεδο, καθόσον θεσπίζει ένα συμπληρωματικό πιστοποιητικό, το οποίο είναι δυνατό να αποκτάται από τον δικαιούχο εθνικού ή ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας υπό τους ίδιους όρους σε όλα τα κράτη μέλη, και καθόσον προβλέπει, μεταξύ άλλων, μια ομοιόμορφη διάρκεια προστασίας (άρθρο 13).

35 Επομένως, σκοπός του κανονισμού είναι να προληφθεί μια ανομοιογενής εξέλιξη των εθνικών νομοθεσιών, η οποία θα κατέληγε σε νέες διαφορές, δυνάμενες να εμποδίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των φαρμάκων στο εσωτερικό της Κοινότητας και να επηρεάσουν, για τον λόγο αυτό, άμεσα την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (έκτη αιτιολογική σκέψη).

36 Ορθώς το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι μια διαφοροποίηση της προστασίας για το ίδιο φάρμακο στο εσωτερικό της Κοινότητας θα οδηγούσε σε κατάτμηση της αγοράς, χαρακτηριστικό της οποίας θα ήταν η ύπαρξη εθνικών αγορών, όπου το φάρμακο θα εξακολουθούσε να προστατεύεται, και αγορών όπου η προστασία αυτή δεν θα υφίστατο πλέον. Αυτή η διαφοροποίηση της προστασίας θα συνεπαγόταν διαφορετικούς όρους διαθέσεως των φαρμάκων στο εμπόριο αναλόγως του κράτους μέλους.

37 Ασφαλώς, βασίμως το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζεται ότι οι στόχοι του άρθρου 8 Α της Συνθήκης ΕΟΚ επιβάλλουν, εν προκειμένω, μια εξισορρόπηση μεταξύ των συμφερόντων των επιχειρήσεων που είναι δικαιούχοι διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και των συμφερόντων των επιχειρήσεων που κατασκευάζουν φάρμακα κοινόχρηστης ονομασίας.

38 Ωστόσο, ο κανονισμός αναγνωρίζει την ανάγκη, σ' έναν τομέα τόσο σύνθετο όπως είναι ο φαρμακευτικός, να λαμβάνονται υπόψη όλα τα συμφέροντα που διακυβεύονται, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων της δημόσιας υγείας (ένατη αιτιολογική σκέψη). Συναφώς, το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού προβλέπει ότι το πιστοποιητικό δεν μπορεί να εκδοθεί για διάρκεια υπερβαίνουσα τα πέντε έτη.

39 Υπ' αυτές τις συνθήκες, δεν προκύπτει ότι το Συμβούλιο παραγνώρισε τα συμφέροντα των καταναλωτών ή της βιομηχανίας των φαρμάκων κοινόχρηστης ονομασίας.

40 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο κανονισμός εκδόθηκε εγκύρως βάσει του άρθρου 100 Α της Συνθήκης και ότι, επομένως, δεν έπρεπε να εκδοθεί βάσει του άρθρου 100 ή του άρθρου 235.

41 Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως περί ελλείψεως νομικής βάσεως είναι αβάσιμος.

42 Δεδομένου ότι δεν έγινε δεκτός κανένας από τους λόγους ακυρώσεως της προσφεύγουσας, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

43 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Το Συμβούλιο ζήτησε την καταδίκη του Βασιλείου της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι το Βασίλειο της Ισπανίας ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Ελληνική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή, οι οποίες παρενέβησαν, θα φέρουν τα δικά τους έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την προσφυγή.

2) Καταδικάζει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

3) Η Ελληνική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.