61992J0315

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 2ΑΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1994. - VERBAND SOZIALER WETTBEWERB EV ΚΑΤΑ CLINIQUE LABORATOIRES SNC ΚΑΙ ΕSTEE LAUDER COSMETICS GMBH. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: LANDGERICHT BERLIN - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ - ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΚΑΛΛΥΝΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ ΕΝΕΧΟΥΣΑ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-315/92.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-00317
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00013
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00013


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Ποσοτικοί περιορισμοί - Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος - Απαγόρευση εισαγωγής ή εμπορίας καλλυντικού προϊόντος που φέρει την ονομασία Clinique - Aπαράδεκτο και ασυμβίβαστο προς την οδηγία 76/768 - Δικαιολογία - Προστασία των καταναλωτών ή της δημόσιας υγείας - Δεν υφίσταται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 30 και 36 οδηγία 76/768 του Συμβουλίου, άρθρο 6 PAR 2)

Περίληψη


Τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης και το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 76/768, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικό μέτρο που απαγορεύει την εισαγωγή και την εμπορία προϊόντος που χαρακτηρίζεται και προσφέρεται ως καλλυντικό, στηρίζει δε την απαγόρευση αυτή στον λόγο ότι το εν λόγω προϊόν φέρει την ονομασία Clinique.

Πράγματι, αυτή η απαγόρευση δεν φαίνεται αναγκαία για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της προστασίας των καταναλωτών ή της υγείας των προσώπων, δεδομένου ότι η νοσοκομειακή ή ιατρική συνεκδοχή του όρου Clinique δεν αρκεί για να προσδώσει στην εν λόγω ονομασία παραπλανητικό αποτέλεσμα δυνάμενο να δικαιολογήσει την απαγόρευση αυτή, εφόσον τα οικεία προϊόντα ούτε διατίθενται στα φαρμακεία ούτε εμφανίζονται ως φάρμακα, επιπλέον δε η εμφάνισή τους δεν σχολιάζεται ενόψει των κανόνων που προβλέπονται για τα καλλυντικά προϊόντα και η χρησιμοποίηση της εν λόγω ονομασίας για την εμπορία τους εντός άλλων χωρών, προφανώς, δεν παραπλανά τους καταναλωτές.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-315/92,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Landgericht Berlin προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Verband Sozialer Wettbewerb eV

και

1) Clinique Laboratories SNC

2) Estee Lauder Cosmetics GmbH,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ, επ' ευκαιρία της απαγορεύσεως χρήσεως της ονομασίας καλλυντικού προϊόντος, ενέχουσας τον κίνδυνο παραπλανήσεως του καταναλωτή,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. C. Moitinho de Almeida, πρόεδρο τμήματος, D. A. O. Edward, R. Joliet, G. C. Rodriguez Iglesias και F. Grevisse (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C. Gulmann

γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Verband Sozialer Wettbewerb eV, ενάγουσα της κύριας δίκης, εκπροσωπουμένη από τον Manfred Burchert, δικηγόρο Βερολίνου,

- οι εταιρίες Clinique Laboratories SNC και Estee Lauder Cosmetics GmbH, εναγόμενες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενες από τον Kay Jacobsen, δικηγόρο Βερολίνου,

- η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπουμένη από τους Alfred Dittrich, Regierungsdirektor του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Δικαιοσύνης, Alexander v. Muehlendahl, Ministerialrat του ιδίου Υπουργείου, και Claus-Dieter Quassowski, Regierungsdirektor του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομίας,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον Richard Wainwright, νομικό σύμβουλο, και την Angela Bardenhewer, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της ενάγουσας της κύριας δίκης, των εναγομένων της κύριας δίκης, της Γερμανικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιουλίου 1993,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Σεπτεμβρίου 1993,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με Διάταξη της 30ής Ιουνίου 1992, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Ιουλίου 1992, το Landgericht Berlin υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης.

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ μιας επαγγελματικής ενώσεως, της Verband Sozialer Wettbewerb eV και των εταιριών Clinique Laboratories SNC και Estee Lauder Cosmetics GmbH, επ' ευκαιρία της χρήσεως της ονομασίας "Clinique" για την εμπορία καλλυντικών προϊόντων στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

3 Οι εταιρίες αυτές είναι η γαλλική και η γερμανική θυγατρική εταιρία της αμερικανικής επιχειρήσεως Estee Lauder, οι οποίες διαθέτουν στο εμπόριο τα καλλυντικά προϊόντα που παρασκευάζονται από την εν λόγω επιχείρηση. Τα προϊόντα αυτά επωλούντο από πολλών ετών με την ονομασία "Clinique", εκτός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας όπου διετίθεντο στο εμπόριο, από τότε που πρωτοκυκλοφόρησαν, το 1972, με την ονομασία "Linique". Προκειμένου να μειωθεί το κόστος συσκευασίας και διαφημίσεως που συνεπάγεται η εν λόγω διαφορά ονομασίας, η επιχείρηση αποφάσισε να πωλεί υπό το σήμα "Clinique" τα προοριζόμενα για τη γερμανική αγορά προϊόντα.

4 Ο Gesetz gegen unlauteren Wettbewerb, της 7ης Ιουνίου 1909, (τροποποιηθείς νόμος περί καταστολής του αθέμιτου ανταγωνισμού, στο εξής: UWG), προβλέπει, στο άρθρο 3, τη δυνατότητα ασκήσεως αγωγής για την παύση της χρήσεως απατηλών ενδείξεων σε ορισμένες κατηγορίες προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του ιδίου νόμου. Εξάλλου, το άρθρο 27 του Lebensmittel- und Bedarfsgegenstaendegesetz, της 15ης Αυγούστου 1974, (τροποποιηθείς νόμος περί τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, στο εξής: LMBG), απαγορεύει την εμπορία καλλυντικών προϊόντων υπό παραπλανητικές ονομασίες ή εμφανίσεις και, ιδίως, την απόδοση στα εν λόγω προϊόντα χαρακτηριστικών που αυτά δεν διαθέτουν.

5 Η ενάγουσα της κύριας δίκης ένωση άσκησε αγωγή στηριζομένη στο άρθρο 3 του UWG και στο άρθρο 27 του LMBG, προκειμένου να επιτύχει την παύση της χρήσεως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας του σήματος "Clinique", το οποίο θα μπορούσε, κατ' αυτή, να δημιουργήσει εσφαλμένως την εντύπωση στους καταναλωτές ότι τα προϊόντα για τα οποία πρόκειται έχουν θεραπευτικά αποτελέσματα.

6 Το επιληφθέν της διαφοράς Landgericht Berlin αποφάσισε τη διεξαγωγή αποδείξεων, δηλαδή την πραγματοποίηση δημοσκοπήσεως προκειμένου να εξακριβωθεί αν αυτή η ονομασία είχε πράγματι παραπλανητικό αποτέλεσμα σε σημαντικό ποσοστό καταναλωτών. Διαπίστωσε όμως ότι το εν λόγω αποδεικτικό μέσο θα ήταν περιττό αν, όπως υποστήριζαν οι εναγόμενες της κύριας δίκης, η απαγόρευση της ονομασίας αυτής αποτελούσε παράνομο περιορισμό του ενδοκοινοτικού εμπορίου. Το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι για το τελευταίο αυτό ερώτημα ήταν αναγκαία η ερμηνεία της Συνθήκης ΕΟΚ και, συνεπώς, υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

"Πρέπει τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν την εφαρμογή εθνικής διατάξεως περί αθεμίτου ανταγωνισμού που επιτρέπει την απαγόρευση της εισαγωγής και της εμπορίας προϊόντος που παρασκευάσθηκε και/ή διατέθηκε στο εμπόριο νομίμως εντός άλλου ευρωπαϊκού κράτους, με τη δικαιολογία ότι η ονομασία του προϊόντος - Clinique - ενέχει τον κίνδυνο παραπλανήσεως των καταναλωτών - καθόσον αυτοί μπορούν να το εκλάβουν ως προϊόν με θεραπευτικό αποτέλεσμα - όταν το προϊόν αυτό διατίθεται στο εμπόριο υπό την αυτή ονομασία νομίμως και ανεμπόδιστα εντός άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας;"

7 Προκαταρκτικά πρέπει να παρατηρηθεί ότι το Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης, να παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών όλα τα στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, μπορεί να υποχρεωθεί να λάβει υπόψη κανόνες του κοινοτικού δικαίου στους οποίους δεν αναφέρθηκε το εθνικό δικαστήριο διατυπώνοντας το ερώτημά του (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1990, C-241/89, SARPP, Συλλογή 1990, σ. Ι-4695, σκέψη 8). Επομένως, πρέπει να καθοριστεί ποιες είναι οι κοινοτικές διατάξεις που έχουν εφαρμογή εν προκειμένω στην κύρια δίκη, προτού εξεταστεί το ερώτημα αν αυτές εμποδίζουν την απαγόρευση της χρήσεως της ονομασίας Clinique υπό τις επακριβώς από το αιτούν δικαστήριο καθοριζόμενες συνθήκες.

8 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι εθνικές διατάξεις για τις οποίες πρόκειται στην κύρια δίκη, δηλαδή το άρθρο 3 του UWG και το άρθρο 27 του LMBG, αντιστοιχούν σε ορισμένες από τις διατάξεις των κοινοτικών οδηγιών για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά την παραπλανητική διαφήμιση και τα καλλυντικά προϊόντα.

9 Η οδηγία 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση (ΕΕ L 250, σ. 17), έχει ως αντικείμενο την προστασία των καταναλωτών, των ανταγωνιστών και του κοινού εν γένει από την παραπλανητική διαφήμιση και τις αθέμιτες συνέπειές της.

10 Η οδηγία αυτή περιορίζεται, όπως επισήμανε το Δικαστήριο, σε μερική εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση, καθορίζοντας αφενός μεν τα ελάχιστα κριτήρια και στόχους βάσει των οποίων μπορεί να κριθεί ότι μια διαφήμιση είναι παραπλανητική, αφετέρου δε τις ελάχιστες προδιαγραφές όσον αφορά τις λεπτομέρειες της προστασίας από αυτή τη διαφήμιση (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1990, C-238/89, Pall, Συλλογή 1990, σ. Ι-4827, σκέψη 22).

11 Η οδηγία 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/004, σ. 145), προέβη, αντιθέτως, όπως έκρινε ήδη το Δικαστήριο, σε πλήρη εναρμόνιση των εθνικών κανόνων περί συσκευασίας και επισημάνσεως των καλλυντικών προϊόντων (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1989, C-150/88, Parfuemerie-Fabrik 4711, Συλλογή 1989, σ. 3891, σκέψη 28).

12 'Οπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, η οδηγία αυτή πρέπει, εντούτοις, όπως κάθε κανονιστική ρύθμιση παραγώγου δικαίου, να ερμηνεύεται υπό το φως των κανόνων της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (βλ., ιδίως, απόφαση της 9ης Ιουνίου 1992, C-47/90, Delhaize et Le Lion, Συλλογή 1992, σ. Ι-3669, σκέψη 26).

13 Προσφάτως, το Δικαστήριο διευκρίνισε συναφώς ότι το άρθρο 30 της Συνθήκης απαγορεύει τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, τα οποία προκύπτουν από κανόνες περί των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούν τα εν λόγω εμπορεύματα (όπως οι προϋποθέσεις που αφορούν την ονομασία τους, το σχήμα τους, τις διαστάσεις τους, το βάρος τους, τη σύνθεσή τους, την παρουσίασή τους, την επισήμανσή τους, τη συσκευασία τους), ακόμη και αν οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται αδιακρίτως σε όλα τα προϊόντα, εφόσον η εν λόγω εφαρμογή δεν δικαιολογείται από ένα σκοπό γενικού συμφέροντος που να δίνει το προβάδισμα στις απαιτήσεις της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1993, C-267/91 και C-268/91, Keck et Mithouard, Συλλογή 1993, σ. Ι-0000, σκέψη 15).

14 Μεταξύ των κανόνων της οδηγίας 76/768 περιλαμβάνεται η υποχρέωση του άρθρου 6, παράγραφος 2, του οποίου η μεταφορά στη γερμανική νομοθεσία διασφαλίστηκε από το προαναφερθέν άρθρο 27 του LMBG και το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν "κάθε πρόσφορο μέτρο ώστε, στην επισήμανση, στην προσφορά προς πώληση και στη διαφήμιση των καλλυντικών προϊόντων, το κείμενο, οι ονομασίες, τα σήματα, οι εικόνες ή τα άλλα σύμβολα παραστατικά ή μη, να μην χρησιμοποιούνται για να αποδώσουν σε αυτά τα προϊόντα χαρακτηριστικά τα οποία δεν έχουν".

15 Το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 2, που απαντά στο πλαίσιο οδηγίας η οποία αποσκοπεί, όπως ιδίως προκύπτει από τη δεύτερη και τρίτη αιτιολογική σκέψη της, στη διασφάλιση της ελευθερίας του εμπορίου καλλυντικών προϊόντων, ορίζει με τον τρόπο αυτό τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν προς το συμφέρον της άμυνας των καταναλωτών και της ευθύτητας των εμπορικών συναλλαγών, τα οποία περιλαμβάνονται μεταξύ των επιτακτικών απαιτήσεων, όπως αυτές διευκρινίζονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, για την εφαρμογή του άρθρου 30 της Συνθήκης. Επιδιώκει επίσης την προστασία της υγείας των προσώπων, κατά την έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης, καθόσον μια παραπλανητική πληροφορία ως προς τα χαρακτηριστικά των εν λόγω προϊόντων θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στη δημόσια υγεία.

16 Εξάλλου, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η κανονιστική ρύθμιση πρέπει να είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (βλ., ιδίως, την απόφαση της 16ης Μαΐου 1989, 382/87, Buet, Συλλογή 1989, σ. 1235, σκέψη 11).

17 Κατά την εφαρμογή της, η γερμανική νομοθεσία, με την οποία μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 76/768 πρέπει να είναι σύμφωνη προς τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης, όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Επομένως, ενόψει των αντλουμένων από την εν λόγω νομολογία κριτηρίων και προκειμένου να δοθεί απάντηση στο εθνικό δικαστήριο, πρέπει να εξεταστεί αν το κοινοτικό δίκαιο αντιτίθεται στην απαγόρευση στην οποία αναφέρεται το προδικαστικό ερώτημα.

18 Το Δικαστήριο έκρινε ήδη ότι η απαγόρευση, δικαιολογουμένη ως προς το άρθρο 3 του UWG, περί θέσεως σε κυκλοφορία στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας των εμπορευμάτων, των οποίων η ονομασία συνοδεύεται από την ένδειξη (R) για να δείχνει ότι πρόκειται για σήμα κατατεθέν, ενώ δεν υφίσταται καμία προστασία του σήματος στο εν λόγω κράτος, μπορεί να εμποδίζει το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Πράγματι, αυτή η απαγόρευση μπορεί να υποχρεώσει τον δικαιούχο σήματος κατατεθέντος σε ένα μόνο κράτος μέλος να κανονίζει διαφορετικά την παρουσίαση των προϊόντων του ανάλογα με τον προβλεπόμενο τόπο εμπορίας και να οργανώνει απομονωμένους διαύλους διανομής ώστε να είναι βέβαιος ότι τα προϊόντα που φέρουν την ένδειξη (R) δεν κυκλοφορούν επί του εδάφους των κρατών που έχουν θεσπίσει την εν λόγω απαγόρευση (προαναφερθείσα απόφαση Pall, σκέψη 13).

19 Η απαγόρευση περί θέσεως σε κυκλοφορία στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας των καλλυντικών προϊόντων υπό την ιδία ονομασία με την οποία διατίθενται στο εμπόριο εντός άλλων κρατών μελών, στηριζομένη στο αυτό άρθρο 3 του UWG, συνιστά, καταρχήν, εμπόδιο αυτού του είδους για το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Το γεγονός ότι, λόγω της απαγορεύσεως αυτής, η οικεία επιχείρηση εξαναγκάζεται να μετέρχεται μόνον εντός αυτού του κράτους μέλους την εμπορία των προϊόντων της υπό άλλη ονομασία και να φέρει επιπλέον τα έξοδα συσκευασίας και διαφημίσεως δείχνει ότι το μέτρο αυτό θίγει την ελευθερία του εμπορίου.

20 Προκειμένου να καθοριστεί αν, αποφεύγοντας την απόδοση στο προϊόν χαρακτηριστικών που αυτό δεν έχει, η απαγόρευση χρησιμοποιήσεως εντός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας της ονομασίας Clinique για την εμπορία των καλλυντικών προϊόντων μπορεί να δικαιολογείται λόγω του σκοπού της προστασίας των καταναλωτών ή της υγείας των προσώπων, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα διάφορα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη Διάταξη περί παραπομπής.

21 Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει, ιδίως, ότι η σειρά των καλλυντικών προϊόντων της επιχειρήσεως Estee Lauder διατίθεται στο εμπόριο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μόνον εντός αρωματοπωλείων ή εντός των τμημάτων καλλυντικών προϊόντων των πολυκαταστημάτων, δηλαδή ότι κανένα από τα προϊόντα αυτά δεν διατίθεται στα φαρμακεία. Δεν αμφισβητείται ότι τα προϊόντα αυτά εμφανίζονται ως καλλυντικά προϊόντα και όχι ως φάρμακα. Δεν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι, ανεξάρτητα από την ονομασία των προϊόντων, η εν λόγω παρουσίαση δεν τηρεί τους κανόνες που εφαρμόζονται συναφώς στα καλλυντικά προϊόντα. Τέλος, κατά το γράμμα του υποβληθέντος ερωτήματος, τα προϊόντα αυτά διατίθενται νομίμως στο εμπόριο εντός των άλλων χωρών υπό την ονομασία Clinique, χωρίς η χρήση αυτής της ονομασίας να παραπλανά προφανώς τους καταναλωτές.

22 Ενόψει των πραγματικών αυτών στοιχείων, η απαγόρευση της χρήσεως της εν λόγω ονομασίας εντός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν φαίνεται αναγκαία για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της προστασίας των καταναλωτών ή της υγείας των προσώπων.

23 Πράγματι, η νοσοκομειακή ή ιατρική συνεκδοχή του όρου Clinique δεν αρκεί για να προσδώσει στην ονομασία αυτή παραπλανητικό αποτέλεσμα δυνάμενο να δικαιολογήσει την απαγόρευσή της όσον αφορά τα προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο υπό τις συνθήκες που μόλις αναφέρθηκαν.

24 Επομένως, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης και το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικό μέτρο που απαγορεύει την εισαγωγή και την εμπορία προϊόντος που χαρακτηρίζεται και προσφέρεται ως καλλυντικό, στηρίζει δε την απαγόρευση αυτή στον λόγο ότι το εν λόγω προϊόν φέρει την ονομασία Clinique.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

25 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με Διάταξη της 30ής Ιουνίου 1992 το Landgericht Berlin, αποφαίνεται:

Τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης και το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικό μέτρο που απαγορεύει την εισαγωγή και την εμπορία προϊόντος που χαρακτηρίζεται και προσφέρεται ως καλλυντικό, στηρίζει δε την απαγόρευση αυτή στον λόγο ότι το εν λόγω προϊόν φέρει την ονομασία Clinique.