Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1 Διαδικασία - Παρέμβαση - Παραδεκτόν - Εξετάζεται εκ νέου μετά την έκδοση διατάξεως επιτρέπουσας την παρέμβαση

(Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΚ, άρθρο 37, εδ. 2)

2 Διαδικασία - Παρέμβαση - Δικόγραφο με αντικείμενο την υποστήριξη των αιτημάτων ενός των διαδίκων, στο οποίο όμως αναπτύσσεται άλλη επιχειρηματολογία - Παραδεκτό

(Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΚ, άρθρο 37, εδ. 4)

3 Αναίρεση - Λόγοι - Εσφαλμένη εκτίμηση πραγματικών περιστατικών - Αίτηση απαράδεκτη - Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων - Αποκλείεται, εκτός από την περίπτωση παραποιήσεως - ρνηση επαναλήψεως προφορικής διαδικασίας - Εξετάζεται από το Δικαστήριο - Όρια

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 168 Α (νυν άρθρο 225 ΕΚ)· Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΚ, άρθρο 51, εδ. 1]

4 Πράξεις των οργάνων - Τεκμήριο νομιμότητας - Ανυπόστατη πράξη - Έννοια

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 189 (νυν άρθρο 249 ΕΚ)]

5 Πράξεις των οργάνων - Κοινοποίηση - Απόφαση - Πλημμέλειες - Αποτελέσματα

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 191 § 3 (νυν άρθρο 254 § 3)]

6 Αναίρεση - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου - Διεξαγωγή αποδείξεων - Δεν περιλαμβάνεται

(Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΚ, άρθρο 54, εδ 1.· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 113 § 2]

7 Διαδικασία - Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας - Υποβολή αιτήματος μετά το πέρας της προφορικής διαδικασίας - Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 64)

8 Διαδικασία - Αίτημα διεξαγωγής αποδείξεων - Υποβολή του μετά το πέρας της προφορικής διαδικασίας - Αίτημα επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας - Προϋποθέσεις παραδεκτού

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 62)

9 Διαδικασία - Προφορική διαδικασία - Επανάληψη - Υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξετάσεως λόγων απτομένων του νομοτύπου της διαδικασίας εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως - Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 62)

Περίληψη

1 Το γεγονός ότι το Δικαστήριο έχει επιτρέψει, με προηγούμενη διάταξή του, σε ένα πρόσωπο να παρέμβει υπέρ διαδίκου δεν εμποδίζει τη νέα εξέταση του παραδεκτού της παρεμβάσεώς του.

2 Το άρθρο 37, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου δεν εμποδίζει τον παρεμβαίνοντα να προβάλλει επιχειρήματα διαφορετικά από τα επιχειρήματα του διαδίκου τον οποίο υποστηρίζει, αρκεί να σκοπεί στην υποστήριξη των αιτημάτων του διαδίκου αυτού.

3 Δυνάμει των άρθρων 168 Α της Συνθήκης (νυν άρθρου 225 ΕΚ) και 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως μπορεί να στηρίζεται μόνο σε λόγους σχετικούς με την παράβαση κανόνων δικαίου, ενώ αποκλείεται οποιαδήποτε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών. Η εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται ενώπιόν του δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραποιήσεως των στοιχείων αυτών.

Εξ αυτών προκύπτει ότι οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, καθ' όσον αφορούν την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση των στοιχείων που του υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της αιτήσεως επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας, δεν μπορούν να εξετασθούν κατ' αναίρεση.

Αντιθέτως, στο Δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει αν το Πρωτοδικείο, αρνούμενο να επαναλάβει την προφορική διαδικασία και να διατάξει τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και τη διεξαγωγή αποδείξεων κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

4 Υπέρ των πράξεων των κοινοτικών οργάνων ισχύει, κατ' αρχήν, τεκμήριο νομιμότητας, οπότε αυτές παράγουν έννομα αποτελέσματα, έστω και αν πάσχουν πλημμέλειες, εφόσον δεν έχουν ακυρωθεί ή ανακληθεί.

Κατ' εξαίρεσιν όμως από την αρχή αυτή, πράξεις πάσχουσες ελάττωμα του οποίου η σοβαρότητα είναι τόσο πρόδηλη, ώστε να μη μπορεί να γίνεται ανεκτή από την κοινοτική έννομη τάξη, πρέπει να θεωρούνται ότι δεν έχουν παραγάγει κανένα έννομο αποτέλεσμα, ούτε καν προσωρινό, δηλαδή να θεωρούνται νομικώς ανύπαρκτες. Η εξαίρεση αυτή αποβλέπει στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των δύο θεμελιωδών, αλλά ενίοτε ανταγωνιστικών μεταξύ τους, επιταγών, τις οποίες πρέπει να τηρεί μια έννομη τάξη, δηλαδή της σταθερότητας των εννόμων σχέσεων και της τηρήσεως της νομιμότητας.

Εξ αυτών έπεται ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν γνωρίζει ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ της αναγνωρίσεως του ανυποστάτου μιας πράξεως και της ακυρώσεώς της.

5 Δυνάμει του άρθρου 191, παράγραφος 3, της Συνθήκης (νυν άρθρου 254, παράγραφος 3, ΕΚ), οι αποφάσεις αποκτούν ενέργεια από την κοινοποίησή τους. Είναι αστήρικτη η άποψη ότι, χωρίς κοινοποίηση, η απόφαση θα εστερείτο παντός αποτελέσματος. Και τούτο διότι, επί κοινοποιήσεως πράξεως, όπως και επί παντός ουσιώδους τύπου, είτε η πλημμέλεια είναι τόσο σοβαρή και πρόδηλη, ώστε να επισύρει το ανυπόστατον της βαλλομένης πράξεως, είτε συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου, δυνάμενη να επισύρει την ακύρωσή της.

6 Εκφεύγει του πλαισίου της αναιρετικής διαδικασίας, η οποία περιορίζεται μόνο σε νομικά ζητήματα, η αίτηση διαδίκου προς το Δικαστήριο να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων για την εξακρίβωση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες η Επιτροπή εξέδωσε την πράξη που αποτελεί αντικείμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

Πράγματι, αφενός μεν η διεξαγωγή αποδείξεων θα οδηγούσε κατ' ανάγκην το Δικαστήριο να αποφανθεί επί πραγματικών ζητημάτων και θα μετέβαλλε το αντικείμενο της διαφοράς της οποίας επελήφθη το Πρωτοδικείο, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

Αφετέρου δε η αίτηση αναιρέσεως αφορά μόνον την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το δε Δικαστήριο θα μπορεί να αποφανθεί το ίδιο επί της διαφοράς και να εξετάσει ενδεχόμενες πλημμέλειες της προσβληθείσας ενώπιον του Πρωτοδικείου αποφάσεως μόνο σε περίπτωση εξαφανίσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 54, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

7 Ο διάδικος μπορεί να ζητήσει από το Πρωτοδικείο, ως μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, να υποχρεώσει τον αντίδικο να προσκομίσει τα έγγραφα τα οποία έχει στην κατοχή του. Όταν, όμως, μια τέτοια αίτηση υποβάλλεται μετά το πέρας της προφορικής διαδικασίας, το Πρωτοδικείο οφείλει να αποφανθεί επ' αυτής μόνον εφόσον αποφασίσει να επαναλάβει την προφορική διαδικασία.

8 Αίτημα περί διεξαγωγής αποδείξεων προβαλλόμενο μετά το πέρας της προφορικής διαδικασίας μπορεί να γίνει δεκτό μόνον εφόσον αφορά πραγματικά περιστατικά δυνάμενα ν' ασκήσουν αποφασιστική επιρροή στην επίλυση της διαφοράς και τα οποία ο ενδιαφερόμενος δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί πριν από το πέρας της προφορικής διαδικασίας. Η ίδια λύση επιβάλλεται και επί αιτήματος επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας. Ασφαλώς, το Πρωτοδικείο διαθέτει στον τομέα αυτό διακριτική ευχέρεια, δυνάμει του άρθρου 62 του Κανονισμού Διαδικασίας του. Ωστόσο, το Πρωτοδικείο δεν υποχρεούται να δέχεται ένα τέτοιο αίτημα, εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος διάδικος στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά δυνάμενα να ασκήσουν αποφασιστική επιρροή, τα οποία δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί πριν από το πέρας της προφορικής διαδικασίας.

9 Το Πρωτοδικείο δεν υποχρεούται να διατάσσει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, βάσει υποτιθεμένης υποχρεώσεώς του να εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγους απτομένους του νομοτύπου της διαδικασίας εκδόσεως αποφάσεως της Επιτροπής. Πράγματι, τέτοια υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξετάσεως λόγων δημοσίας τάξεως μπορεί ενδεχομένως να υφίσταται μόνο σε συνάρτηση προς πραγματικά στοιχεία που έχουν περιληφθεί στη δικογραφία.