61992J0116

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 15ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1993. - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ ΚΑΤΑ KEVIN ALBERT CHARLTON, JAMES HUYTON ΚΑΙ RAYMOND EDWARD WILLIAM WILSON. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: MANCHESTER CROWN COURT - ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ. - ΟΔΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ - ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΟΔΗΓΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑΤΑ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-116/92.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-06755


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Μεταφορές * Οδικές μεταφορές * Κοινωνικές διατάξεις * Απαγόρευση οδηγήσεως χωρίς διακοπή επί διάστημα μεγαλύτερο των τεσσερισήμισι ωρών * Τρόπος υπολογισμού της διάρκειας των διαλειμμάτων

(Κανονισμός 3820/85 του Συμβουλίου, άρθρο 7 PAR PAR 1 και 2)

Περίληψη


Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 3820/85, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών, έχει την έννοια ότι απαγορεύει στους οδηγούς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού να οδηγούν χωρίς διακοπή επί διάστημα μεγαλύτερο των τεσσερισήμισι ωρών. Ωστόσο, όταν ο οδηγός συμπληρώνει διάλειμμα 45 λεπτών, είτε διαμιάς είτε πραγματοποιώντας περισσότερα δεκαπεντάλεπτα τουλάχιστον διαλείμματα εντός μιας περιόδου τεσσερισήμισι ωρών ή στο τέλος αυτής, ο υπολογισμός που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αρχίζει από την αρχή, μη λαμβανομένων υπόψη του χρόνου οδηγήσεως και των διαλειμμάτων που έχουν πραγματοποιηθεί προηγουμένως από τον εν λόγω οδηγό.

Ο χρόνος ενάρξεως του υπολογισμού που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 3820/85 συμπίπτει με τη στιγμή κατά την οποία ο οδηγός θέτει σε λειτουργία τη συσκευή ελέγχου που προβλέπεται από τον κανονισμό 3821/85 και αρχίζει να οδηγεί το όχημα.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-116/92,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Manchester Crown Court (Ηνωμένο Βασίλειο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά

Kevin Albert Charlton,

James Huyton,

Raymond Edward William Wilson,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3820/85 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών (ΕΕ L 370, σ. 1),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Diez de Velasco, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, F. A. Schockweiler, M. Zuleeg, P. J. G. Kapteyn και J. L. Murray, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

* οι Kevin Albert Charlton, James Huyton και Raymond Edward William Wilson, εκπροσωπούμενοι από τον J. Anderson Backhouse, solicitor,

* η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. Belliard, αναπληρωτή διευθυντή της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών,

* η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από τον B. R. Bot, γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών,

* η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την S. Lucinda Hudson, του Treasury Solicitor' s Department, επικουρούμενη από τον Daniel Bethlehem, barrister,

* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Xavier Lewis και Vittorio Di Bucci, μέλη της νομικής της υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του K. A. Charlton κ.λπ., της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά τη συνεδρίαση της 1ης Ιουλίου 1993,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1993,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 7ης Απριλίου 1992, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Απριλίου 1992, το Manchester Crown Court (Ηνωμένο Βασίλειο) υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3820/85 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών (ΕΕ L 370, σ. 1, στο εξής: κανονισμός).

2 Το Manchester Crown Court (στο εξής: αιτούν δικαστήριο) έχει επιληφθεί εφέσεως κατά ποινικής αποφάσεως των Heywood Magistrates. Με την απόφαση αυτή καταδικάστηκαν οι Charlton, Huyton και Wilson για διάφορες παραβάσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, 7, παράγραφοι 1 και 2, και 8, παράγραφος 1 του κανονισμού καθώς και των διατάξεων του Transport Act (βρετανικού νόμου περί μεταφορών, του 1968), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, καθώς και του Drivers' Hours (harmonization with Community Rules) Regulation 1986 (κανονισμού του 1986 για την εναρμόνιση της περί των ωρών οδηγήσεως ρυθμίσεως προς το κοινοτικό δίκαιο).

3 Στο πλαίσιο αυτής της δίκης, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

"1) Πρέπει οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3820/85, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών, να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ο κανονισμός θεσπίζει χωριστές περιόδους οδηγήσεως συνολικής διάρκειας τεσσερισήμισι ωρών, μετά ή κατά τις οποίες πρέπει να τηρείται διάλειμμα 45 τουλάχιστον λεπτών εφόσον δεν ακολουθεί αμέσως περίοδος ημερησίας ή εβδομαδιαίας αναπαύσεως για τον οδηγό;

2) Σε ποιο χρονικό σημείο κατά τη διάρκεια της ημερησίας περιόδου οδηγήσεως αρχίζει ο υπολογισμός της περιόδου των τεσσερισήμισι ωρών;

3) Τελειώνει η περίοδος αυτή και αρχίζει νέα περίοδος τεσσερισήμισι ωρών:

α) μόλις συμπληρωθούν συνολικά 45 λεπτά αναπαύσεως

ή

β) με τη λήξη συνολικής περιόδου οδηγήσεως τεσσερισήμισι ωρών

ή

γ) συνεχόμενα, οποτεδήποτε ο οδηγός συμπληρώσει τουλάχιστον τεσσερισήμισι ώρες οδηγήσεως χωρίς να πραγματοποιήσει κατά την περίοδο αυτή διάλειμμα διαρκείας τουλάχιστον 45 λεπτών;"

4 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί του πρώτου και του τρίτου ερωτήματος

5 Δεδομένου ότι το πρώτο και το τρίτο ερώτημα αναφέρονται στο ίδιο ζήτημα, πρέπει να εξεταστούν μαζί.

6 Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, τα προδικαστικά ερωτήματα θέτουν το καίριο ζήτημα της ερμηνείας του όρου "[περίοδος] τεσσερισήμισι ωρών" του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού, καθώς και της σχέσεως της εν λόγω χρονικής περιόδου με την ημερήσια περίοδο οδηγήσεως που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού.

7 Το άρθρο 7, η ερμηνεία του οποίου ζητείται από το αιτούν δικαστήριο, έχει ως εξής:

"1. Μετά από οδήγηση 4 1/2 ωρών, θα πρέπει να γίνεται διάλειμμα 45 τουλάχιστον λεπτών, εκτός αν ακολουθεί περίοδος ανάπαυσης για τον οδηγό.

2. Το διάλειμμα αυτό μπορεί να αντικαθίσταται από διαλείμματα 15 τουλάχιστον λεπτών το καθένα, τα οποία θα κατανέμονται κατά τέτοιο τρόπο κατά την περίοδο οδήγησης ή αμέσως μετά από αυτή, ώστε να τηρούνται οι διατάξεις της παραγράφου 1."

8 Ο κανονισμός 3820/85 αποβλέπει στην εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών. Καταργεί και αντικαθιστά τον κανονισμό (ΕΟΚ) 543/69 του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 1969, περί εναρμονίσεως ορισμένων κοινωνικών διατάξεων που αφορούν τις οδικές μεταφορές (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 47). Όπως προκύπτει από την πρώτη αιτιολογική σκέψη, ο κανονισμός αποσκοπεί στη διαφύλαξη των προόδων που έχουν σημειωθεί στον τομέα αυτό, καθιστώντας ωστόσο ελαστικότερες τις διατάξεις του καταργηθέντος κανονισμού, χωρίς πάντως να θίγει τους στόχους του. Επιδιώκει τρεις κυρίως στόχους, ήτοι την εξάλειψη των διαφορών που είναι ικανές να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, τη διατήρηση της ασφάλειας των οδικών μεταφορών και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας των οδηγών. Ο κανονισμός αντικαθιστά την κινητή εβδομάδα με την εβδομάδα καθορισμένης διάρκειας (άρθρο 1, σημείο 4).

9 Όσον αφορά τις περιόδους οδηγήσεως, ο κανονισμός εμμένει στην αρχή του περιορισμού του χρόνου συνεχούς οδηγήσεως (άρθρο 7, παράγραφος 1) και της ημερησίας περιόδου οδηγήσεως (άρθρο 6, παράγραφος 1), επικηκύνοντας ωστόσο τους χρόνους αυτούς σε σχέση προς τον κανονισμό 543/69. Παράλληλα, αναπροσαρμόζονται οι περίοδοι μη οδηγήσεως προκειμένου να ληφθεί υπόψη η επιμήκυνση του ημερησίου χρόνου οδηγήσεως. Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 11 του κανονισμού επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν αυστηρότερες διατάξεις όσον αφορά τους χρόνους οδηγήσεως. Εξάλλου, το άρθρο 12 του κανονισμού επιτρέπει στους οδηγούς, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται η οδική ασφάλεια, να παρεκκλίνουν από τον κανονισμό, στο μέτρο που αυτό είναι απαραίτητο για την ασφάλεια των προσώπων, του οχήματος και του φορτίου του, για να μπορέσουν να φθάσουν σε κατάλληλη τοποθεσία σταθμεύσεως.

10 Οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης, επικαλούμενοι τον διφορούμενο χαρακτήρα αυτών των διατάξεων, προτείνουν την υιοθέτηση της λιγότερο αυστηρής ερμηνείας κατ' εφαρμογήν των γενικών αρχών του δικαίου και, ιδίως, της αρχής της προκρίσεως της πλέον ευνοϊκής για τον κατηγορούμενο ερμηνείας στις ποινικές υποθέσεις και της αρχής της προκρίσεως της πλέον φιλελεύθερης ερμηνείας που παρέχει στους ιδιώτες την μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία και τους επιτρέπει να ασκούν τις δρστηριότητές τους κατά το δοκούν. Έτσι, θεωρούν ότι η ημερήσια περίοδος οδηγήσεως περιλαμβάνει δύο περιόδους των τεσσερισήμισι ωρών, κατά τη διάρκεια ή στο τέλος των οποίων ο οδηγός οφείλει να πραγματοποιήσει διάλειμμα 45 λεπτών ή πολλά, δεκαπεντάλεπτα τουλάχιστον, διαλείμματα μέχρι ότου καλύψει συνολικό χρόνο αναπαύσεως 45 λεπτών. Εφόσον η ανάπαυση που αντιστοιχεί στη δεύτερη περίοδο τεσσερισήμισι ωρών μπορεί να πραγματοποιηθεί στο τέλος της περιόδου αυτής, ο κανονισμός επιτρέπει, κατά τους κατηγορουμένους, στον οδηγό να οδηγεί επί 9 ώρες ημερησίως σταματώντας μόνο επί 45 λεπτά οποτεδήποτε εντός ή στο τέλος της πρώτης περιόδου των τεσσερισήμισι ωρών (θεωρία της μηδενίσεως κατά τη λήξη μιας περιόδου οδηγήσεως τεσσερισήμισι ωρών).

11 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει την αντίθετη άποψη. Κατ' αυτήν, η ερμηνεία που προτείνουν οι κατηγορούμενοι επιτρέπει στον οδηγό που θα πραγματοποιήσει στην αρχή της ημέρας τις παύσεις που αντιστοιχούν στην πρώτη περίοδο τεσσερισήμισι ωρών να οδηγήσει χωρίς διακοπή επί όλη σχεδόν την ημέρα. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι αντίθετο προς τον κανονισμό, ο οποίος δεν επιτρέπει σε καμία περίπτωση στον οδηγό να οδηγήσει επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσερισήμισι ωρών χωρίς να πραγματοποιήσει διάλειμμα 45 λεπτών, άπαξ ή διακεκομμένα. Συνεπώς, εντός της εννεάωρης κατ' ανώτατο όριο ημερήσιας περιόδου οδηγήσεως, ο οδηγός οφείλει, για να συμμορφωθεί προς το άρθρο 7 του κανονισμού, να λαμβάνει υπόψη, σε κάθε στιγμή, όχι μόνο επί πόσο χρόνο προτίθεται ακόμα να οδηγήσει αλλά και τον χρόνο τον οποίο έχει ήδη σημπληρώσει στο τιμόνι χωρίς να πραγματοποιήσει μία ή περισσότερες παύσεις συνολικής διάρκειας τουλάχιστον 45 λεπτών, ούτως ώστε, κατά το τέλος της εννεάωρης ημερησίας περιόδου οδηγήσεως, να μην έχει υπάρξει καμία περίοδος εντός της οποίας ο χρόνος οδηγήσεως να έχει υπερβεί τις τεσσερισήμισι ώρες (θεωρία της συνεχούς περιόδου οδηγήσεως).

12 Τέλος, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει μια ενδιάμεση λύση. Προτείνει μια ερμηνεία του άρθρου 7 του κανονισμού σύμφωνα με την οποία, μετά από διακοπή 45 λεπτών, περιλαμβάνουσα όλες τις δεκαπεντάλεπτες τουλάχιστον παύσεις εντός μιας περιόδου οδηγήσεως τεσσερισήμισι ωρών, ο υπολογισμός που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αρχίζει από την αρχή χωρίς να λαμβάνεται του λοιπού καθόλου υπόψη η προηγούμενη περίοδος.

13 Σύμφωνα με το Ηνωμένου Βασιλείου και τη Γαλλική Δημοκρατία, η ημερήσια περίοδος οδηγήσεως που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού δεν αποτελείται από δύο περιόδους τεσσερισήμισι ωρών, όπως διατείνονται οι κατηγορούμενοι. Κατά την ερμηνεία που προτείνει το Ηνωμένο Βασίλειο, το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού προβλέπει απλώς υποχρέωση πραγματοποιήσεως διακοπών οποτεδήποτε εντός της ημερήσιας περιόδου οδηγήσεως. Όσο για την άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ο υπολογισμός της περιόδου των τεσσερισήμισι ωρών, που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού, να αρχίσει επανειλημμένως από την αρχή κατά τη διάρκεια της ημερήσιας περιόδου οδηγήσεως.

14 Όπως επανειλημμένως έχει πει το Δικαστήριο (βλ. αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 1979, 47/79, Nehlsen, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 727, και της 11ης Ιουλίου 1984, 133/83, Scott, Συλλογή 1984, σ. 2863), όταν μία διάταξη δεν είναι επαρκώς σαφής και ρητή, το περιεχόμενό της πρέπει να καθορίζεται λαμβανομένων υπόψη των σκοπών του νομοθετήματος και του νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το νομοθέτημα αυτό.

15 Από τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού προκύπτει ότι ο περιορισμός του χρόνου οδηγήσεως υπαγορεύεται από λόγους οδικής ασφάλειας. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται και από το προαναφερθέν άρθρο 12, το οποίο παρέχει στον οδηγό τη δυνατότητα να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του κανονισμού, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 7, για να μπορέσει να φθάσει σε κατάλληλη τοποθεσία σταθμεύσεως, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα θιγεί η οδική ασφάλεια.

16 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 3820/85 επουδενί μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στους οδηγούς να οδηγούν χωρίς διακοπή επί χρόνο υπερβαίνοντα τις τεσσερισήμισι ώρες.

17 Συνεπώς, η ερμηνεία που προτείνουν οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης πρέπει να απορριφθεί, καθόσον δεν είναι σύμφωνη προς τους σκοπούς επιτεύξεως οδικής ασφάλειας στην οποία αποβλέπει ο κανονισμός.

18 Υπενθυμίζεται επίσης ότι, σύμφωνα με την πρώτη αιτιολογική σκέψη, ο κανονισμός κατέστησε ελαστικότερες τις διατάξεις του προαναφερθέντος κανονισμού 543/69, συμπεριλαμβανομένων των ανωτάτων επιτρεπομένων χρόνων ημερησίας και εβδομαδιαίας οδηγήσεως, καθώς και των χρόνων αναπαύσεως (βλ. απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 1991, C-8/90, Kennes και Verkooyen, Συλλογή 1991, σ. Ι-4391, σκέψη 3).

19 Έτσι, επιμηκύνθηκε η διάρκεια των περιόδων οδηγήσεως που προβλέπονται από τα άρθρα 6, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1. Ωστόσο, επιμηκύνθηκε σε σντιστάθμισμα η διάρκεια του διαλείμματος που προβλέπουν οι παράγραφοι 1 και 2 του εν λόγω άρθρου 7.

20 Ενόψει ενός τέτοιου πλαισίου, μια αυστηρότερη ρύθμιση σχετικά με τον ανώτατο επιτρεπόμενο χρόνο οδηγήσεως πρέπει να θεωρηθεί ως εξαίρεση από τον γενικό σκοπό του μετριασμού της αυστηρότητας των ρυθμίσεων, τον οποίο επιδιώκει ο κανονισμός, και, κατά συνέπεια, να αποτελέσει αντικείμενο στενής ερμηνείας.

21 Η ερμηνεία που προτείνει το Ηνωμένο Βασίλειο αντιβαίνει στον σκοπό του μετριασμού της αυστηρότητας των διατάξεων του ως άνω κανονισμού 543/69, όπως αυτός διευκρινίζεται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, δεδομένου ότι ο υπολογισμός που προτείνει το κράτος αυτό για τα διαλείμματα παύει μόνο στο τέλος της ημερήσιας περιόδου οδηγήσεως ή όταν ο οδηγός πραγματοποιεί διάλειμμα τουλάχιστον 45 λεπτών. Η ερμηνεία αυτή συνεπάγεται, στην πράξη, ότι η ίδια περίοδος οδηγήσεως λαμβάνεται υπόψη δύο φορές στην περίπτωση που ο οδηγός κατανέμει τον χρόνο του υποχρεωτικού διαλείμματος. Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή δεν είναι σύμφωνη προς το ίδιο το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 2, το οποίο προβλέπει ρητώς ότι η σαρανταπεντάλεπτη περίοδος αναπαύσεως που επιβάλλεται, σύμφωνα με την παράγραφο 1, στο τέλος μιας περιόδου οδηγήσεως τεσσερισήμισι ωρών μπορεί να αντικαθίσταται με διαλείμματα 15 τουλάχιστον λεπτών το καθένα, πραγματοποιούμενα εντός της περιόδου οδηγήσεως ή αμέσως μετά από την περίοδο αυτή.

22 Κατά συνέπεια, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, όταν ο οδηγός συμπληρώνει διάλειμμα 45 λεπτών, είτε διαμιάς είτε πραγματοποιώντας περισσότερα δεκαπεντάλεπτα τουλάχιστον διαλείμματα εντός μιας περιόδου τεσσερισήμισι ωρών ή στο τέλος αυτής, ο υπολογισμός που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αρχίζει από την αρχή, μη λαμβανομένων υπόψη του χρόνου οδηγήσεως και των διαλειμμάτων που έχουν πραγματοποιηθεί προηγουμένως από τον εν λόγω οδηγό.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

23 Όσον αφορά το ζήτημα του χρόνου ενάρξεως της περιόδου οδηγήσεως, πρέπει να τονιστεί ότι ένας από τους σκοπούς που επιδιώχθηκαν με την αντικατάσταση του κανονισμού 543/69 από τον κανονισμό 3820/85 συνίστατο, σύμφωνα με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, στη βελτίωση του ελέγχου της εργασίας των οδηγών.

24 Το σύστημα που επελέγη για την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας αυτού του ελέγχου θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3821/85 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, σχετικά με τη συσκευή ελέγχου στον τομέα των οδικών μεταφορών. Η τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού αναφέρει ότι ο μόνος αποτελεσματικός έλεγχος των χρόνων οδηγήσεως και των διαλειμμάτων που προβλέπονται από το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 3820/85 είναι ο έλεγχος που πραγματοποιείται με τη συσκευή ελέγχου την οποία προβλέπει ο κανονισμός 3821/85.

25 Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι ο χρόνος ενάρξεως του υπολογισμού που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 3820/85 συμπίπτει με τη στιγμή κατά την οποία ο οδηγός θέτει σε λειτουργία τη συσκευή ελέγχου που προβλεπεται από τον κανονισμό 3821/85 και αρχίζει να οδηγεί το όχημα.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

26 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 7ης Απριλίου 1992 το Manchester Crown Court (Ηνωμένο Βασίλειο), αποφαίνεται:

1) Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3820/85 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών, έχει την έννοια ότι απαγορεύει στους οδηγούς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού να οδηγούν χωρίς διακοπή επί διάστημα μεγαλύτερο των τεσσερισήμισι ωρών. Ωστόσο, όταν ο οδηγός συμπληρώνει διάλειμμα 45 λεπτών, είτε διαμιάς είτε πραγματοποιώντας περισσότερα δεκαπεντάλεπτα τουλάχιστον διαλείμματα εντός μιας περιόδου τεσσερισήμισι ωρών ή στο τέλος αυτής, ο υπολογισμός που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αρχίζει από την αρχή, μη λαμβανομένων υπόψη του χρόνου οδηγήσεως και των διαλειμμάτων που έχουν πραγματοποιηθεί προηγουμένως από τον εν λόγω οδηγό.

2) Ο χρόνος ενάρξεως του υπολογισμού που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 3820/85 συμπίπτει με τη στιγμή κατά την οποία ο οδηγός θέτει σε λειτουργία τη συσκευή ελέγχου που προβλεπεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3821/85 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, σχετικά με τη συσκευή ελέγχου στον τομεά των οδικών μεταφορών, και αρχίζει να οδηγεί το όχημα.