ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 22ΑΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1993. - OFFICE NATIONAL DES PENSIONS ΚΑΤΑ RAFFAELE LEVATINO. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: COUR DE CASSATION - ΒΕΛΓΙΟ. - ΑΡΘΡΑ 46 ΚΑΙ 51 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΟΚ) 1408/71 - ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΓΓΥΗΜΕΝΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-65/92.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-02005
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
1. Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων * Κοινοτική ρύθμιση * Πεδίο εφαρμογής καθ' ύλη * Παροχή καταβαλλόμενη σε ηλικιωμένους κατοίκους ενός κράτους, της οποίας το ποσό κυμαίνεται ανάλογα με τους πόρους του ενδιαφερομένου * Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής αυτό ως παροχή γήρατος, οσάκις καταβάλλεται σε πρόσωπο που έχει υπαχθεί ως εργαζόμενος στη νομοθεσία του χορηγούντος κράτους, δυνάμει της οποίας δικαιούται ήδη συντάξεως
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 51 κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρο 4)
2. Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων * Ασφάλιση γήρατος και θανάτου * Παροχές * Παροχή εξασφαλίζουσα στους δικαιούχους συμπληρωματικούς πόρους, το ποσό των οποίων ισούται προς τη διαφορά μεταξύ του ελαχίστου εγγυημένου από τον νόμο εισοδήματος και ενός μέρους των παντός είδους πόρων τους * Προσαρμογή σε περίπτωση επανεκτιμήσεως αλλοδαπής συντάξεως * Νέος υπολογισμός
(Κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρα 46 και 51)
1. Οι νομοθετικές διατάξεις που εξασφαλίζουν, εντός ορισμένου κράτους μέλους, στο σύνολο των ηλικιωμένων κατοίκων το εννόμως προστατευόμενο δικαίωμα κατωτάτης συντάξεως εμπίπτουν, όσον αφορά τους μισθωτούς ή τους εξομοιουμένους προς μισθωτούς εργαζομένους που έχουν εργαστεί, κατοικούν και συνταξιοδοτούνται σ' αυτό, στο πεδίο της κοινωνικής ασφαλίσεως στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 51 της Συνθήκης, ακόμη και αν οι εν λόγω διατάξεις θα μπορούσαν να μην επιδέχονται τον χαρακτηρισμό αυτό όσον αφορά άλλες κατηγορίες δικαιούχων.
Επομένως, πρέπει να θεωρείται ως "παροχή γήρατος", κατά την έννοια του κανονισμού 1408/71, η παροχή που καταβάλλεται στους ηλικιωμένους κατοίκους οι πόροι των οποίων δεν φθάνουν το ελάχιστο ποσό που εγγυάται ο νόμος και η οποία εξασφαλίζει στους δικαιούχους συμπληρωματικούς πόρους, το ποσό των οποίων ισούται προς τη διαφορά μεταξύ του εν λόγω ελαχίστου ποσού και ενός μέρους των παντός είδους πόρων που τυχόν διαθέτουν.
2. Οι διατάξεις του άρθρου 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 σύμφωνα με τις οποίες δεν χρειάζεται νέος υπολογισμός των παροχών κατά τις διατάξεις του άρθρου 46 του κανονισμού, οσάκις η μεταβολή που επηρεάζει μία από τις καταβαλλόμενες παροχές οφείλεται σε γεγονότα ξένα προς την προσωπική κατάσταση του εργαζομένου και είναι συνέπεια της εξελίξεως της οικονομικής και κοινωνικής καταστάσεως, δεν μπορούν να τυγχάνουν εφαρμογής επί παροχής γήρατος η οποία, δεδομένου ότι αποσκοπεί στην εξασφάλιση ενός ελαχίστου εισοδήματος υπέρ του δικαιούχου της, έχει μεταβλητό χαρακτήρα και το ύψος της ποικίλλει, εξ ορισμού, ανάλογα με την εξέλιξη του ποσού του ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος, που αναπροσαρμόζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, και με την εξέλιξη των πόρων του ενδιαφερομένου.
'Οντως, η εφαρμογή της διατάξεως αυτής αφενός θα είχε ως συνέπεια να μη λαμβάνεται υπόψη η αύξηση των πόρων του ενδιαφερομένου που προκύπτει από αναπροσαρμογή της συντάξεως που του καταβάλλεται δυνάμει δικαιωμάτων κτηθέντων σε άλλο κράτος μέλος και να του εξασφαλίζεται κατά σύστημα εισόδημα μεγαλύτερο από το ελάχιστο εγγυημένο από τον νόμο εισόδημα και αφετέρου δεν θα ευνοούσε απλώς τον διακινούμενο εργαζόμενο, αλλά θα αλλοίωνε τον σκοπό της παροχής και θα διατάρασσε το σύστημα της εθνικής νομοθεσίας.
Επομένως, οι διατάξεις που πρέπει να εφαρμόζονται κατά τον καθορισμό και την αναπροσαρμογή του ποσού παροχής η οποία αποσκοπεί στην εξασφάλιση ορισμένου ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος και καταβάλλεται σε εργαζόμενο που έχει εργαστεί ως μισθωτός σε ορισμένο κράτος μέλος, κατοικεί και λαμβάνει σύνταξη γήρατος σ' αυτό, ενώ λαμβάνει παράλληλα σύνταξη γήρατος και από άλλο κράτος μέλος, είναι οι διατάξεις του άρθρου 51, παράγραφος 2. Η εφαρμογή τους οδηγεί σε νέο υπολογισμό της παροχής σε περίπτωση μεταβολής είτε του ποσού του εγγυημένου εισοδήματος είτε των πόρων του δικαιούχου.
Στην υπόθεση C-65/92,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation του Βελγίου (τρίτο τμήμα) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Office national des pensions (ONP)
και
Raffaele Levatino,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 46 και 51 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας [όπως κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, ΕΕ L 230, σ. 6],
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους G. C. Rodriguez Iglesias, πρόεδρο τμήματος, R. Joliet, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grevisse και D. A. O. Edward, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs
γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
* το Office national des pensions, εκπροσωπούμενο από τον R. Masyn, διευθύνοντα σύμβουλο,
* ο Levatino, εκπροσωπούμενος από τον Jules Raskin, δικηγόρο Λιέγης,
* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Δημήτριο Γκουλούση, νομικό σύμβουλο, και τη Marie Wolfcarius, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Office national des pensions, εκπροσωπουμένου από τον J. P. Lheureux, γραμματέα διοικήσεως, του Levatino και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 17ης Δεκεμβρίου 1992,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Ιανουαρίου 1993,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1992, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Μαρτίου του ιδίου έτους, το Cour de cassation του Βελγίου υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 3, 46 και 51 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 6, στο εξής: κανονισμός).
2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του office national des pensions (στο εξής: ΟΝΡ), του αρμοδίου για την καταβολή παροχών γήρατος βελγικού οργανισμού, και του Levatino, που υπεισήλθε λόγω κληρονομικής διαδοχής στα δικαιώματα της μητέρας του, ονόματι Milazzo, στην κύρια δίκη.
3 Από τη δικογραφία συνάγεται ότι η Milazzo, Ιταλίδα υπήκοος, κατοικούσε στο Βέλγιο. Από 1ης Οκτωβρίου 1967 ελάμβανε σύνταξη γήρατος μισθωτού στο Βέλγιο και, από 1ης Νοεμβρίου 1967, σύνταξη γήρατος στην Ιταλία.
4 Εξάλλου, από 1ης Ιανουαρίου 1973 της καταβαλλόταν το εγγυημένο εισόδημα που προβλέπεται για τους ηλικιωμένους από τον βελγικό νόμο της 1ης Απριλίου 1969, όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: εγγυημένο εισόδημα).
5 Το εγγυημένο εισόδημα αποτελεί παροχή που εξασφαλίζει στους δικαιούχους συμπληρωματικό εισόδημα ίσο προς τη διαφορά μεταξύ του ελαχίστου εισοδήματος που εγγυάται ο νόμος και ενός μέρους των πόρων πάσης φύσεως που τυχόν έχουν.
6 Η παροχή αυτή χορηγείται σε παν πρόσωπο που κατοικεί στο Βέλγιο, έχει ηλικία άνω των 65 ετών, εφόσον πρόκειται για άνδρα, ή άνω των 60 ετών, εφόσον πρόκειται για γυναίκα, και του οποίου οι πόροι δεν φθάνουν το ελάχιστο εγγυημένο από τον νόμο ποσό.
7 Ωστόσο, σύμφωνα με τον βελγικό νόμο, όπως αυτός ίσχυε μετά την έκδοση του νόμου της 8ης Αυγούστου 1980, οπότε εκδόθηκε η απόφαση που οδήγησε στην κυρία δίκη, η καταβολή της παροχής αυτής σε αλλοδαπούς εξηρτάτο είτε από την ύπαρξη συμβάσεως αμοιβαιότητας μεταξύ του κράτους του ενδιαφερομένου αλλοδαπού και του Βελγίου είτε από την ύπαρξη δικαιώματος του ενδιαφερομένου για λήψη συντάξεως γήρατος μισθωτού στο Βέλγιο. Επίσης, ο αλλοδαπός έπρεπε να κατοικεί στο Βέλγιο κατά τη διάρκεια των πέντε τουλάχιστον ετών πριν από την κτήση του δικαιώματος.
8 Κατά το άρθρο 10 του νόμου:
"Το ποσό του εγγυημένου εισοδήματος μειώνεται κατά το ποσό των συντάξεων γήρατος και επιζώντος καθώς και κάθε άλλης παροχής που χορηγείται, στον αιτούντα ή στον/στη σύζυγό του, είτε κατ' εφαρμογήν βελγικού υποχρεωτικού συστήματος συντάξεως, θεσπιζομένου από ή δυνάμει νόμου (...) είτε κατ' εφαρμογήν αλλοδαπού υποχρεωτικού συστήματος συντάξεως (...)
Εξάλλου, για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, λαμβάνεται υπόψη μόνο το πράγματι εκκαθαριζόμενο εισόδημα (...)."
9 Κατ' εφαρμογήν των διατάξεων αυτών, το Caisse de pension de retraite et de survie (Ταμείο Συντάξεων Γήρατος και Επιζώντων), το οποίο αντικαταστάθηκε από το ΟΝΡ το 1987, μείωσε, από 1ης Απριλίου 1984, το ποσό του καταβαλλομένου στη Milazzo εγγυημένου εισοδήματος, προκειμένου να ληφθεί υπόψη το τελευταίο γνωστοποιηθέν ποσό της αλλοδαπής συντάξεώς της. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στη Milazzo στις 6 Μαρτίου 1984.
10 Η Milazzo προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του tribunal du travail de Liege, ισχυριζόμενη ότι το άρθρο 51 του κανονισμού αντέκειτο στην πραγματοποίηση νέου υπολογισμού του εγγυημένου εισοδήματός της προκειμένου να ληφθεί υπόψη η αναπροσαρμογή της ιταλικής συντάξεώς της, που οφειλόταν στην αύξηση του κόστους ζωής.
11 Με απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1987, το tribunal du travail de Liege δέχθηκε την άποψη της προσφεύγουσας και υποχρέωσε το ΟΝΡ να καταβάλει στον Levatino, τον κληρονόμο της, τα καθυστερούμενα ποσά του εγγυημένου εισοδήματος που οφείλονταν στη Milazzo για την περίοδο από 1ης Απριλίου 1984 μέχρι 26ης Αυγούστου 1984, ημερομηνίας θανάτου της Milazzo, "χωρίς οιαδήποτε περικοπή βασιζόμενη στο γεγονός ότι η αρχικώς προσφεύγουσα ελάμβανε αλλοδαπή σύνταξη".
12 Το ΟΝΡ άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του cour du travail de Liege και υποστήριξε ότι το άρθρο 51 του κανονισμού δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση του νέου υπολογισμού του εγγυημένου εισοδήματος, καθότι αφορά μόνο τις εκκαθαρισθείσες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 46 του ιδίου κανονισμού παροχές, πράγμα που δεν ίσχυε για το εγγυημένο εισόδημα.
13 Με απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 1989, το cour du travail de Liege απέρριψε το επιχείρημα αυτό και επικύρωσε την απόφαση που υποχρέωνε το ΟΝΡ να καταβάλει στον Levatino τα καθυστερούμενα ποσά του εγγυημένου εισοδήματος που οφείλονταν στη Milazzo για την περίοδο από 1ης Απριλίου 1984 μέχρι 26ης Αυγούστου 1984, "χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις μεταβολές της ιταλικής συντάξεως που οφείλονται στην αύξηση των τιμών και επομένως στην άνοδο του τιμαρίθμου".
14 Το ΟΝΡ άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Cour de cassation του Βελγίου. Ισχυρίστηκε, κατ' ουσίαν, ότι τα άρθρα 46 και 51 του κανονισμού δεν εφαρμόζονται στον υπολογισμό του εγγυημένου εισοδήματος και ότι η εφαρμογή τους ενδέχεται να αντίκειται στην αρχή της ισότητας που διακηρύσσεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού.
15 Θεωρώντας ότι στο πλαίσιο της διαφοράς ανέκυπταν ζητήματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, το Cour de cassation ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
"'Εχουν τα άρθρα 46 και 51 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 την έννοια ότι εφαρμόζονται σε περίπτωση σωρεύσεως αφενός παροχής γήρατος που έχει εκκαθαριστεί δυνάμει της νομοθεσίας ορισμένου κράτους μέλους και αφετέρου παροχής που είναι συμπληρωματική σε σχέση με παροχή γήρατος μισθωτού εργαζομένου και που εξασφαλίζει στα ηλικιωμένα άτομα εισόδημα ανεξάρτητο της διαρκείας των περιόδων ασφαλίσεως και έχει εκκαθαριστεί δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, έστω και αν η εν λόγω εφαρμογή ενδέχεται να ευνοήσει τον διακινούμενο εργαζόμενο σε σχέση με τον εργαζόμενο που δεν έχει την ιδιότητα αυτή, ενόψει του ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού προβλέπει την ίση μεταχείριση όλων των υπηκόων των κρατών μελών;"
16 Στην έκθεση ακροατηρίου εκτίθενται διεξοδικά τα πραγματικά περιστατικά της κυρίας δίκης, οι εφαρμοστέες διατάξεις, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.
17 Με το προδικαστικό ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν οι διατάξεις των άρθρων 46 και 51 του κανονισμού τυγχάνουν εφαρμογής κατά τον καθορισμό και την αναπροσαρμογή του ποσού παροχής όπως το εγγυημένο εισόδημα, που καταβάλλεται σε εργαζόμενο ο οποίος έχει εργαστεί ως μισθωτός σε ορισμένο κράτος μέλος, κατοικεί στο κράτος αυτό και λαμβάνει συντάξεις γήρατος αφενός από το εν λόγω κράτος και αφετέρου από άλλο κράτος μέλος, έστω και αν η εν λόγω εφαρμογή ενδέχεται να ευνοεί τον διακινούμενο εργαζόμενο έναντι του μη διακινουμένου εργαζομένου.
18 Οι διατάξεις του άρθρου 46 του κανονισμού αφορούν την εκκαθάριση των παροχών γήρατος και οι διατάξεις του άρθρου 51 του κανονισμού καθορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι παροχές "που καθορίστηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 46" πρέπει να αναπροσαρμόζονται ή να υπολογίζονται εκ νέου.
19 Το άρθρο 51 έχει δύο παραγράφους. Στην παράγραφο 1 προβλέπεται ότι, αν οι παροχές των ενδιαφερομένων κρατών τροποποιηθούν κατά ένα ορισμένο ποσοστό ή ποσό, λόγω της αυξήσεως του κόστους ζωής, της διακυμάνσεως του ύψους των μισθών ή άλλων λόγων προσαρμογής, το ποσοστό ή ποσό αυτό εφαρμόζεται απευθείας στο ποσό των παροχών, χωρίς να χρειάζεται νέος υπολογισμός κατά τις διατάξεις του άρθρου 46. Αντίθετα, στην παράγραφο 2 προβλέπεται ότι πραγματοποιείται νέος υπολογισμός σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, σε περίπτωση τροποποιήσεως του τρόπου καθορισμού ή των κανόνων υπολογισμού των παροχών.
20 Κληθέν να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που είχε ανακύψει στο πλαίσιο διαφοράς αφορώσας ακριβώς τη χορήγηση του εγγυημένου εισοδήματος σε ηλικιωμένα άτομα, το οποίο προβλέπεται στον προαναφερθέντα βελγικό νόμο της 1ης Απριλίου 1969, το Δικαστήριο δέχθηκε, με την απόφαση της 22ας Ιουνίου 1972, 1/72, Frilli (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 59, σκέψη 18), ότι, σε σχέση με μισθωτό ή εξομοιούμενο προς μισθωτό εργαζόμενο που έχει εργαστεί σε ορισμένο κράτος μέλος, κατοικεί και συνταξιοδοτείται σ' αυτό, οι νομοθετικές διατάξεις που εξασφαλίζουν στο σύνολο των ηλικιωμένων κατοίκων εννόμως προστατευόμενο δικαίωμα κατωτάτης συντάξεως εμπίπτουν, όσον αφορά τους εν λόγω εργαζομένους, στο πεδίο της κοινωνικής ασφαλίσεως στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 51 της Συνθήκης ΕΟΚ και των διατάξεων που έχουν εκδοθεί κατ' εφαρμογήν του άρθρου αυτού, ακόμη και αν η εν λόγω νομοθεσία μπορεί να μην επιδέχεται τον ίδιο νομικό χαρακτηρισμό όσον αφορά άλλες κατηγορίες δικαιούχων.
21 Κατά συνέπεια, οι παροχές σαν αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της κυρίας δίκης πρέπει να θεωρούνται ως "παροχές γήρατος" κατά την έννοια του κανονισμού. Στην περίπτωση αυτή, τα δικαιώματα του δικαιούχου πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 44, να καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 3 του τίτλου ΙΙΙ του κανονισμού, ήτοι σύμφωνα ιδίως με τις διατάξεις των άρθρων 46 και 51.
22 Το ΟΝΡ υποστηρίζει ότι οι διατάξεις του άρθρου 46 δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση παροχής όπως το εγγυημένο εισόδημα, που αποτελεί παροχή που δεν συναρτάται προς την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών και το ποσό της οποίας εξαρτάται αποκλειστικά από τους πόρους του δικαιούχου.
23 Η επιχειρηματολογία του ΟΝΡ δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
24 Πράγματι, οι διατάξεις του κανονισμού εκφράζουν την πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη να υπαγάγει τις παροχές γήρατος που δεν εξαρτώνται από την καταβολή εισφορών, όπως το εγγυημένο εισόδημα, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 46.
25 Πρώτον, στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού προβλέπεται ρητώς ότι ο κανονισμός εφαρμόζεται επί των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως που αφορούν τις παροχές γήρατος, ανεξαρτήτως του αν τα συστήματα αυτά προβλέπουν την καταβολή εισφορών.
26 Δεύτερον, στην παράγραφο 2, στοιχείο α', του άρθρου 46 του κανονισμού περιέχονται ειδικές διατάξεις ως προς τον καθορισμό του αποκαλουμένου "θεωρητικού" ποσού των μη συναρτωμένων προς εισφορές παροχών.
27 Κατά συνέπεια, και ελλείψει οιασδήποτε ρητής διατάξεως περί του αντιθέτου, το άρθρο 46 εφαρμόζεται προκειμένου για την εκκαθάριση ασφαλιστικών παροχών όπως το εγγυημένο εισόδημα.
28 Ενόψει του ότι το άρθρο 51 του κανονισμού, όπως προκύπτει από την ίδια τη διατύπωσή του, αναφέρεται στην αναπροσαρμογή των παροχών που έχουν καθοριστεί "σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 46", οι διατάξεις του εφαρμόζονται επίσης, καταρχήν, επί παροχών όπως το εγγυημένο εισόδημα.
29 Ωστόσο, οι παροχές όπως το εγγυημένο εισόδημα εμφανίζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Πρέπει επομένως να καθοριστεί αν, ενόψει του περιεχομένου τους, οι διατάξεις του άρθρου 51 συμβιβάζονται με τα χαρακτηριστικά αυτά καθώς και αν η εφαρμογή τους ενδέχεται να διαταράξει το σύστημα της εθνικής νομοθεσίας στο οποίο αναφέρεται η προπαρατεθείσα απόφαση Frilli.
30 Κατά πάγια νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1991, C-227/89, Roenfeldt, Συλλογή 1991, σ. Ι-323, σκέψη 12), σκοπός του κανονισμού είναι μόνο να εξασφαλίσει τον συντονισμό των εθνικών νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως, οι οποίες επομένως εξακολουθούν να υφίστανται με τις διαφορές τους, και δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της εθνικής νομοθεσίας.
31 Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε με την προπαρατεθείσα απόφαση Frilli (σκέψεις 20 και 21) ότι, ενώ οι δυσχέρειες που ενδέχεται να προκαλέσει η εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας επί παροχών όπως το εγγυημένο εισόδημα δεν θίγουν το δικαίωμα και το καθήκον των δικαστηρίων να εξασφαλίζουν την προστασία των διακινουμένων εργαζομένων σε κάθε περίπτωση όπου η προστασία αυτή είναι δυνατή, η εν λόγω προστασία μπορεί και πρέπει να εξασφαλίζεται μόνο καθόσον δεν διαταράσσει το σύστημα που θεσπίζεται από τις οικείες εθνικές νομοθεσίες.
32 Πρέπει επομένως να εξεταστεί καταρχάς αν οι διατάξεις του άρθρου 51, παράγραφος 1, του κανονισμού είναι δυνατόν να εφαρμοστούν προκειμένου για παροχή γήρατος όπως το εγγυημένο εισόδημα.
33 Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Μαρτίου 1991, C-93/90, Cassamali, Συλλογή 1991, σ. Ι-1401, σκέψεις 15 και 16), το άρθρο 51, παράγραφος 1, του κανονισμού έχει την έννοια ότι, χάριν μειώσεως του φόρτου τον οποίο συνεπάγεται για τη διοίκηση η επανεξέταση της καταστάσεως του εργαζομένου κάθε φορά που μεταβάλλονται οι παροχές τις οποίες λαμβάνει, αποκλείεται ο νέος υπολογισμό των παροχών σύμφωνα με το άρθρο 46 του κανονισμού, όταν η μεταβολή που επηρεάζει μία από τις παροχές οφείλεται σε γεγονότα ξένα προς την ατομική κατάσταση του εργαζομένου και είναι συνέπεια της γενικής εξελίξεως της οικονομικής και κοινωνικής καταστάσεως. Νέος υπολογισμός των παροχών γήρατος, δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου 51, χωρεί μόνο σε περίπτωση που η μεταβολή του ύψους της παροχής οφείλεται σε αλλαγή του τρόπου καθορισμού ή των κανόνων υπολογισμού της, ιδίως λόγω μεταβολής της προσωπικής καταστάσεως του εργαζομένου.
34 Σκοπός μιας παροχής όπως το εγγυημένο εισόδημα υπέρ των ηλικιωμένων είναι να αντισταθμίσει την ανεπάρκεια των πόρων του ενδιαφερομένου, ώστε να μπορέσει να φθάσει το ελάχιστο επίπεδο πόρων που εγγυάται ο νόμος, τουλάχιστον όταν κατοικεί στο έδαφος του κράτους το οποίο χορηγεί την παροχή. Για την κτήση του δικαιώματος επί της παροχής δεν επιβάλλεται καμία προϋπόθεση σχετικά με τη διάρκεια της ασφαλίσεως και, για ορισμένους δικαιούχους, καμία προϋπόθεση σχετικά με τη διάρκεια της κατοικίας στο οικείο κράτος. Το ποσό της, ανεξάρτητο από οιαδήποτε διάρκεια ασφαλίσεως ή κατοικίας, ισούται με τη διαφορά μεταξύ, αφενός, του ελαχίστου εισοδήματος που καθορίζεται από την εθνική νομοθεσία και, αφετέρου, ενός μέρους των πόρων του δικαιούχου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι συντάξεις, ημεδαπές ή αλλοδαπές, τις οποίες εισπράττει. Ενόψει του μεταβλητού χαρακτήρα του, το ποσό της εν λόγω παροχής ποικίλλει εξ ορισμού ανάλογα με την εξέλιξη του ποσού του ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος, το οποίο αναπροσαρμόζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, και με την εξέλιξη των πόρων του ενδιαφερομένου.
35 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 51, παράγραφος 1, θα είχε ως συνέπεια να μη λαμβάνεται υπόψη η αύξηση των πόρων του ενδιαφερομένου που προκύπτει από την αναπροσαρμογή της αλλοδαπής συντάξεώς του και να του εξασφαλίζεται κατά σύστημα εισόδημα μεγαλύτερο και, μακροπροθέσμως, αισθητά μεγαλύτερο από το ελάχιστο εισόδημα που εγγυάται ο νόμος.
36 Η εν λόγω εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 51, παράγραφος 1, δεν θα ευνοούσε απλώς τον διακινούμενο εργαζόμενο, αλλά και θα αλλοίωνε τον σκοπό της παροχής του εγγυημένου εισοδήματος και θα διατάρασσε το σύστημα της οικείας εθνικής νομοθεσίας.
37 Πράγματι, αν εμπόδιζε τον συνυπολογισμό των πόρων που κανονικά πρέπει να αφαιρούνται από το ποσό του ελαχίστου εγγυημένου από τον νόμο εισοδήματος, η εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων θα αναιρούσε τον συμπληρωματικό χαρακτήρα μιας παροχής της οποίας το ποσό ποικίλλει ανάλογα με τους πόρους του ενδιαφερομένου, την ανεπάρκεια των οποίων σκοπεί να αντισταθμίσει.
38 Από την άποψη αυτή, μία παροχή όπως το εγγυημένο εισόδημα διαφέρει από τις συντάξεις γήρατος, καθότι η φύση και ο τρόπος καθορισμού των τελευταίων δεν επηρεάζονται, αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει με το εγγυημένο εισόδημα, από την εφαρμογή του άρθρου 51, παράγραφος 1, ακόμη και αν η εφαρμογή αυτή ευνοεί ενδεχομένως τον διακινούμενο εργαζόμενο.
39 Ωστόσο, μολονότι είναι γεγονός ότι η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 51, παράγραφος 1, μπορεί, ενόψει του σκοπού των εν λόγω διατάξεων, να έχει ως συνέπεια τη χορήγηση στον διακινούμενο εργαζόμενο παροχών ποσού ανωτέρου εκείνου το οποίο δικαιούται ο εργαζόμενος δυνάμει της εφαρμογής του άρθρου 46 του κανονισμού, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να διακυβεύει τον ίδιο τον σκοπό της καταβαλλομένης παροχής.
40 Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του άρθρου 51, παράγραφος 1, του κανονισμού δεν μπορούν να τυγχάνουν εφαρμογής επί παροχών όπως το εγγυημένο εισόδημα, σε αντίθεση προς τα υποστηριζόμενα από τον Levatino και την Επιτροπή.
41 Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν εφαρμόζεται επί των παροχών του είδους αυτού το άρθρο 51, παράγραφος 2.
42 Σκοπός των διατάξεων σαν αυτές των άρθρων 8 και 10 του προαναφερθέντος νόμου της 1ης Απριλίου 1969 είναι να εξασφαλιστεί συνολικά ο συνυπολογισμός του συνόλου ή ενός μέρους των πόρων του ενδιαφερομένου κατά τον υπολογισμό της παροχής. Επομένως, οι διατάξεις αυτές συνιστούν κανόνες για τον καθορισμό του ποσού της παροχής και όχι, όπως ισχυρίζονται ο Levatino και η Επιτροπή, διατάξεις αποσκοπούσες σε αποφυγή της σωρεύσεως του εγγυημένου εισοδήματος με άλλες παροχές της ιδίας φύσεως.
43 Υπό τις συνθήκες αυτές, οιαδήποτε μεταβολή στους πόρους του δικαιούχου, ανεξαρτήτως προελεύσεως, επηρεάζει την ατομική του κατάσταση σε σχέση με την εφαρμοστέα νομοθεσία και μεταβάλλει τον τρόπο καθορισμού της παροχής που του καταβάλλεται. Τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος δικαιούται συντάξεως γήρατος από άλλο κράτος μέλος και η σύνταξη αυτή είτε αναπροσαρμόζεται, προκειμένου να ληφθεί ιδίως υπόψη, όπως στην κυρία υπόθεση, η αύξηση του κόστους ζωής, είτε υπολογίζεται εκ νέου.
44 Στο άρθρο 51, παράγραφος 2, προβλέπεται ότι πραγματοποιείται νέος υπολογισμός της παροχής σε περίπτωση τροποποιήσεως του τρόπου καθορισμού ή των κανόνων υπολογισμού της. Η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται στην περίπτωση του εγγυημένου εισοδήματος, ο υπολογισμός του οποίου πρέπει να τροποποιείται, οσάκις μεταβάλλεται το ίδιο το ποσό του εγγυημένου εισοδήματος ή το ποσό των πόρων του δικαιούχου. Επομένως, το ύψος του εγγυημένου εισοδήματος πρέπει να υπολογίζεται εκ νέου, κατ' εφαρμογήν του εν λόγω άρθρου 51, παράγραφος 2.
45 Υπό τις συνθήκες αυτές, σε αντίθεση προς τις διατάξεις της παραγράφου 1, οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 51 δεν επιτρέπουν στον διακινούμενο εργαζόμενο να διαθέτει πόρους κατά πολύ ανώτερους του εγγυημένου από τον νόμο ελαχίστου ποσού, όταν αναπροσαρμόζονται οι παροχές γήρατος που του χορηγούνται από άλλο κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω διατάξεις δεν διαταράσσουν τη λειτουργία της οικείας εθνικής νομοθεσίας και μπορούν να τυγχάνουν εφαρμογής επί παροχών όπως το εγγυημένο εισόδημα.
46 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι μια παροχή όπως το εγγυημένο εισόδημα υπέρ των ηλικιωμένων ατόμων, που καταβάλλεται σε εργαζόμενο ο οποίος έχει εργαστεί ως μισθωτός σε ορισμένο κράτος μέλος, κατοικεί στον κράτος αυτό και λαμβάνει σύνταξη γήρατος από το κράτος αυτό, πρέπει να υπολογίζεται και να αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 46 και 51, παράγραφος 2, του κανονισμού.
47 Τέλος, από τη δικογραφία του εθνικού δικαστηρίου και ιδίως από τα επιχειρήματα του αναιρεσείοντος της κύριας δίκης συνάγεται ότι το ερώτημα αν οι διατάξεις του κανονισμού πρέπει να εφαρμόζονται ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία έχουν ως αποτέλεσμα να ευνοείται ο διακινούμενος εργαζόμενος σε σχέση με τον μη διακινούμενο εργαζόμενο αφορά μόνο τις διατάξεις του άρθρου 51, παράγραφος 1, του κανονισμού, οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν σε πλεονεκτική θέση τη Milazzo και επί των οποίων εξάλλου βασίστηκε ο κληρονόμος της Levatino για να προσβάλει την πραγματοποιηθείσα από το ΟΝΡ μείωση του ποσού του εγγυημένου εισοδήματος που του οφειλόταν.
48 Δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 51, παράγραφος 1, του κανονισμού δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση αναπροσαρμογής παροχής όπως το εγγυημένο εισόδημα, παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα αυτό.
49 Εν πάση περιπτώσει, αρκει να υπομνηστεί ότι, με την απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 1977, 22/77, Mura (Συλλογή τόμος 1977, σ. 491, σκέψεις 9 και 10), το Δικαστήριο διευκρίνισε, αφενός, ότι, και αν ακόμη η εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας έχει ως αποτέλεσμα να ευνοείται ο διακινούμενος έναντι του μη διακινουμένου εργαζομένου, δεν πρέπει να θεωρείται ότι εισάγει διακρίσεις, καθότι η κατάσταση των διακινουμένων εργαζομένων δεν είναι συγκρίσιμη με την κατάσταση των εργαζομένων που ουδέποτε εγκατέλειψαν τη χώρα τους, και, αφετέρου, ότι οι τυχόν αποκλίσεις προς όφελος των διακινουμένων εργαζομένων είναι απόρροια όχι της ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου αλλά της μη υπάρξεως κοινού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως ή της μη εναρμονίσεως των υφισταμένων εθνικών συστημάτων, τις οποίες δεν μπορεί να θεραπεύσει ο απλός συντονισμός που ισχύει επί του παρόντος.
50 Κατά συνέπεια, οι διατάξεις των άρθρων 46 και 51 του κανονισμού εφαρμόζονται ακόμη και αν έχουν ως αποτέλεσμα να ευνοείται ο διακινούμενος έναντι του μη διακινουμένου εργαζομένου.
51 Κατά συνέπεια, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι διατάξεις των άρθρων 46 και 51, παράγραφος 2, του κανονισμού τυγχάνουν εφαρμογής κατά τον καθορισμό και την αναπροσαρμογή του ποσού παροχής όπως το εγγυημένο εισόδημα, που καταβάλλεται σε εργαζόμενο ο οποίος έχει εργαστεί ως μισθωτός σε ορισμένο κράτος μέλος, κατοικεί στο κράτος αυτό και λαμβάνει συντάξεις γήρατος αφενός από το εν λόγω κράτος και αφετέρου από άλλο κράτος μέλος. Αντίθετα, οι διατάξεις του άρθρου 51, παράγραφος 1, δεν εφαρμόζονται κατά την αναπροσαρμογή μιας τέτοιας παροχής.
Επί των δικαστικών εξόδων
52 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1992 το Cour de cassation του Βελγίου, αποφαίνεται:
Οι διατάξεις των άρθρων 46 και 51, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, τυγχάνουν εφαρμογής κατά τον καθορισμό και την αναπροσαρμογή του ποσού παροχής όπως το εγγυημένο εισόδημα, που καταβάλλεται σε εργαζόμενο ο οποίος έχει εργαστεί ως μισθωτός σε ορισμένο κράτος μέλος, κατοικεί στο κράτος αυτό και λαμβάνει συντάξεις γήρατος αφενός από το εν λόγω κράτος και αφετέρου από άλλο κράτος μέλος. Αντίθετα, οι διατάξεις του άρθρου 51, παράγραφος 1, δεν εφαρμόζονται κατά την αναπροσαρμογή μιας τέτοιας παροχής.