Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Van Gerven της 23ης Φεβρουαρίου 1994. - CHRISTEL SCHMIDT ΚΑΤΑ SPAR- UND LEIHKASSE DER FRUEHEREN AEMTER BORDESHOLM, KIEL UND CRONSHAGEN. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: LANDESARBEITSGERICHT SCHLESWIG-HOLSTEIN - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-392/92.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-01311
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00081
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00111
++++
Κύριε Πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
1. Στην παρούσα υπόθεση το Landesarbeitsgericht Schleswig-Holstein έχει υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων (1):
1) Μπορούν να εξομοιωθούν με τμήμα εγκαταστάσεως, κατά την έννοια της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, οι εργασίες καθαριότητας μιας εγκαταστάσεως επιχειρήσεως των οποίων η εκτέλεση ανατίθεται πλέον, βάσει συμβάσεως, σε άλλη επιχείρηση;
2) Σε περίπτωση καταφατικής καταρχήν απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Η εξομοίωση αυτή είναι δυνατή ακόμη και όταν τις εργασίες καθαριότητας εκτελούσε μέχρι τη νέα ανάθεσή τους μία και μόνο εργαζόμενη;
Θα ήθελα καταρχάς να εκθέσω με συντομία το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης.
2. Η Christel Schmidt εργαζόταν ως καθαρίστρια στο Spar- und Leihkasse der frueheren AEmter Bordesholm, Kiel und Cronshagen (στο εξής: Sparkasse), οι δε τελευταίες καθαρές μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονταν σε 413,40 γερμανικά μάρκα (DM). Η Schmidt καθάριζε μόνη της τους χώρους ενός ταμιευτηρίου στο Wacken, τη διαχείριση του οποίου ανέλαβε την 1η Ιουλίου 1990 το Sparkasse.
Τον Φεβρουάριο 1992 το Sparkasse κατάγγειλε τη σύμβαση εργασίας της Schmidt, επειδή, κατόπιν της αλλαγής της διαρρυθμίσεως και της επεκτάσεως του υποκαταστήματος στο Wacken, χρειαζόταν πλέον για την καθαριότητα του νέου κτιρίου πολύ περισσότερος χρόνος απ' ό,τι είχε συμφωνηθεί με τη Schmidt. Επιπλέον, το Sparkasse ζήτησε από την επιχείρηση Spiegelblank, η οποία ήταν υπεύθυνη ήδη για την καθαριότητα των άλλων καταστημάτων του, να αναλάβει στο μέλλον την καθαριότητα και του υποκαταστήματός του στο Wacken.
Στις 21 Φεβρουαρίου 1992 η επιχείρηση Spiegelblank πρότεινε στην Schmidt να την προσλάβει έναντι μηνιαίων καθαρών αποδοχών 520 DM (οι οποίες συνεπώς υπερέβαιναν τον μέχρι τότε μισθό της). Η Schmidt δεν ήταν όμως διατεθειμένη να εργαστεί έναντι του μισθού αυτού στην εταιρία Spiegelblank, επειδή υπολόγισε ότι στην πραγματικότητα θα της καταβαλλόταν χαμηλότερη ωριαία αμοιβή, αφού η επιφάνεια που θα έπρεπε να καθαρίζει ήταν μεγαλύτερη.
3. Κατόπιν της απολύσεώς της, η Schmidt άσκησε, κατά το άρθρο 1 του Kuendigungsschutzgesetz (γερμανικού νόμου για την προστασία από τις απολύσεις), αγωγή, επειδή έκρινε ότι η απόλυσή της ήταν κοινωνικά άδικη, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Το Arbeitsgericht Elmshorn απέρριψε την αγωγή, με το σκεπτικό ότι οι λόγοι που προβάλλει το Sparkasse για την απόλυση ανάγονται στην επιχειρηματική δραστηριότητά του: η αλλαγή διαρρυθμίσεως του υποκαταστήματος στο Wacken και η συνακόλουθη επέκταση των επιφανειών που πρέπει να καθαρίζονται οδήγησαν το Sparkasse να λάβει μια απόφαση επιχειρηματικής πολιτικής, και συγκεκριμένα την απόφαση να μην εκτελούνται πλέον οι εργασίες καθαριότητας από το προσωπικό του, αλλά από μια επιχείρηση καθαριότητας κτιρίων. Το Arbeitsgericht μπορεί να ελέγξει μόνο αν η απόφαση αυτή είναι προδήλως αδικαιολόγητη ή αυθαίρετη, πράγμα όμως που δεν αποδείχθηκε ότι συμβαίνει εν προκειμένω.
Κατά της αποφάσεως αυτής του Arbeitsgericht η Schmidt άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
Επί των απαντήσεων που πρέπει να δοθούν στα προδικαστικά ερωτήματα
4. Με τα ερωτήματά του το Landesarbeitsgericht ζητεί να μάθει αν η προκειμένη περίπτωση συνιστά μεταβίβαση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων , κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187 και αν συνεπώς έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της οδηγίας αυτής. 'Οπως είναι γνωστό, το ανωτέρω άρθρο 1, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:
Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σε άλλον επιχειρηματία, οι οποίες προκύπτουν από συμβατική εκχώρηση ή συγχώνευση.
Στη Διάταξη περί παραπομπής το Landesarbeitsgericht εκθέτει ότι τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αποτελούν κατά κάποιο τρόπο τη συνέχεια της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Sophie Redmond Stichting (2). Κατά το Landesarbeitsgericht, το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν οι εργασίες καθαριότητας αποτελούν επίσης δραστηριότητες ειδικής φύσεως που συνιστούν αυτοτελές έργο , κατά την έννοια της νομολογίας αυτής (βλ. κατωτέρω σημείο 10), και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν το γεγονός ότι αυτές οι εργασίες καθαριότητας εκτελούνται από έναν μόνο εργαζόμενο αποκλείει την εξομοίωση με τμήμα εγκαταστάσεως. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα και αρνητικής στο δεύτερο, πρέπει να εφαρμοστεί κατ' αναλογία το άρθρο 613a, παράγραφος 4, του BGB (γερμανικού Αστικού Κώδικα). Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί μέρος της γερμανικής νομοθεσίας για τη μεταφορά της οδηγίας 77/187 στο γερμανικό δίκαιο, ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ενός εργαζομένου από τον μέχρι τούδε εργοδότη λόγω μεταβιβάσεως τμήματος εγκαταστάσεως είναι ανίσχυρη. Επομένως, η κατ' αναλογία εφαρμογή της διατάξεως αυτής θα είχε ως συνέπεια, στην υπό κρίση περίπτωση, να αναγνωριστεί η εκ μέρους του Sparkasse καταγγελία ως ανίσχυρη.
5. Κατά την άποψη του Sparkasse, της Γερμανικής Κυβερνήσεως και της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, η προκειμένη περίπτωση δεν αποτελεί μεταβίβαση τμήματος εγκαταστάσεως επιχειρήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187.
Το Sparkasse υποστηρίζει ότι η εκτέλεση των επίμαχων εργασιών καθαριότητας δεν αποτελεί ούτε το κύριο ούτε δευτερεύον έργο του. Η ανάθεση της εκτελέσεως ενός πολύ μικρού μέρους των εργασιών καθαριότητας δεν μπορεί να συνιστά μεταβίβαση τμήματος εγκαταστάσεως, κατά την έννοια της οδηγίας 77/187, ούτε να εξομοιωθεί κατ' αναλογία προς τέτοια μεταβίβαση.
Η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας είναι λεπτομερέστερη: η Κυβέρνηση αυτή υποστηρίζει ότι η έννοια της οικονομικής μονάδας , η οποία χρησιμοποιείται στη νομολογία του Δικαστηρίου από την απόφαση Spijkers (3) και εντεύθεν, προϋποθέτει την επιδίωξη ορισμένου οικονομικού σκοπού εντός ενός αυτοτελούς οργανωτικού πλαισίου (το οποίο ενδέχεται να είναι τμήμα ενός μεγαλύτερου οργανωτικού συνόλου). Κατά συνέπεια, αποκλείεται να χαρακτηριστεί π.χ. η μεταβίβαση ενός μόνο αντικειμένου, για παράδειγμα μιας μηχανής ή ενός ακινήτου, ως μεταβίβαση τμήματος εγκαταστάσεως επιχειρήσεως κατά την έννοια της οδηγίας. Αντίθετα, ο ανωτέρω ορισμός της οικονομικής μονάδας καλύπτει τις μονάδες παραγωγής και τις μονάδες παροχής υπηρεσιών υπό ευρύτατη έννοια. Στην παρούσα περίπτωση όμως δεν πρόκειται για μεταβίβαση οικονομικής μονάδας , αλλ' απλώς για την απόφαση μιας επιχειρήσεως να μην εκτελούνται πλέον οι εργασίες καθαριότητας από μισθωτή της επιχειρήσεως αυτής, αλλά από μια άλλη επιχείρηση.
6. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι μια επιχείρηση διακόπτει ορισμένη δραστηριότητα, όπως είναι οι εργασίες καθαριότητας των χώρων της επιχειρήσεως αυτής, και καταβάλλει σε άλλη επιχείρηση αμοιβή για την εκτέλεση των εργασιών αυτών δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι πρόκειται για μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου παραπέμπει στα κριτήρια που έχουν διαμορφωθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου και υποστηρίζει ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρξε ούτε μεταβίβαση οικονομικής μονάδας ούτε μεταβίβαση ακινήτων ή περιουσιακών στοιχείων. Μολονότι δεν υπάρχει κανείς λόγος να εξαιρεθούν οι εργασίες καθαριότητας από τις δραστηριότητες που μπορούν να μεταβιβάζονται, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, δεν επιτρέπεται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η σύμβαση με την οποία ένας τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση παροχής της υπηρεσίας αυτής εξομοιώνεται άνευ ετέρου με μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως.
7. Η άποψη της Επιτροπής είναι κάπως διαφορετική. Κατά την Επιτροπή, η απάντηση στο τιθέμενο ερώτημα εξαρτάται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις υπό τις οποίες εκτελούνται οι επίμαχες εργασίες καθαριότητας. Αν οι εργασίες αυτές εκτελούνται από το προσωπικό της επιχειρήσεως εντός του επιχειρηματικού πλαισίου και με τη χρησιμοποίηση των μέσων της επιχειρήσεως, οι εργασίες καθαριότητας μπορούν να εξομοιωθούν από νομική άποψη με τη λειτουργία εστιατορίου που ανήκει στην ίδια την επιχείρηση, σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Watson Rask (4). Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για υπηρεσία την οποία διαχειρίζεται άμεσα η ίδια η επιχείρηση και το γεγονός ότι η εν λόγω δραστηριότητα αποτελεί απλώς παρακολουθηματική δραστηριότητα και δεν έχει κατ' ανάγκη σχέση με τον εταιρικό σκοπό της επιχειρήσεως δεν έχει ως αποτέλεσμα την εξαίρεση της δραστηριότητας αυτής από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 77/187.
Σε περίπτωση όμως που οι εργασίες καθαριότητας ανατίθενται σε ξένη επιχείρηση, η δραστηριότητα αυτή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τμήμα εγκαταστάσεως, κατά την έννοια της ανωτέρω οδηγίας. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για υπηρεσίες που παρέχονται προς την επιχείρηση βάσει συμβάσεως, επειδή η εν λόγω επιχείρηση δεν μπορεί ή δεν θέλει να εκτελεί τις εργασίες αυτές χρησιμοποιώντας το προσωπικό της ή τα υλικά μέσα που διαθέτει. Η επίλυση του ζητήματος κατά πόσον οι εργασίες καθαριότητας στην προκειμένη υπόθεση εμπίπτουν στην πρώτη περίπτωση εναπόκειται στο δικαστήριο της κύριας δίκης.
8. Θα ήθελα ευθύς εξ αρχής να καταστήσω σαφές ότι συμφωνώ με την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και την Επιτροπή ότι δεν υπάρχει κανείς λόγος να εξαιρεθούν οι εργασίες καθαριότητας από τις δραστηριότητες εκείνες που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας. Το κριτήριο για το αν ορισμένη δραστηριότητα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας είναι - σύμφωνα με το άρθρο 100 της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο αποτελεί το νόμιμο έρεισμα της οδηγίας 77/187 - μόνο το αν η δραστηριότητα αυτή αποτελεί οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 2 της Συνθήκης (5). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εργασίες καθαριότητας αποτελούν τέτοιες οικονομικές δραστηριότητες.
Δεν είναι όμως αυτό το πρόβλημα που τίθεται στην προκειμένη υπόθεση. Το κύριο ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν η κατάργηση ενός ολόκληρου τομέα δραστηριοτήτων εντός μιας επιχειρήσεως και η ανάθεση των δραστηριοτήτων του τομέα αυτού σε άλλη επιχείρηση πρέπει να θεωρηθεί ως μεταβίβαση τμήματος εγκαταστάσεως κατά την έννοια της οδηγίας.
9. Η δυνατότητα αυτή, όπως διαπίστωσε και το Landesarbeitsgericht, δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ των προτέρων, αν ληφθεί υπόψη η πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα οι αποφάσεις του στις υποθέσεις Sophie Redmond και Watson Rask.
Με την απόφαση Sophie Redmond το Δικαστήριο τόνισε ότι η εκ μέρους μιας επιχειρήσεως - στην υπόθεση εκείνη επρόκειτο για ένα ολλανδικό ίδρυμα παροχής αρωγής στους τοξικομανείς - ανάθεση ενός μόνο μέρους των δραστηριοτήτων της (και συγκεκριμένα των βοηθητικών μόνο δραστηριοτήτων για την παροχή της αρωγής αυτής και όχι των αναγκαίων για τη διοργάνωση των συναντήσεων και των ψυχαγωγικών εκδηλώσεων δραστηριοτήτων) σε άλλη επιχείρηση δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι δεν επιτρέπεται να εφαρμοστεί η οδηγία: το Δικαστήριο τόνισε ότι το γεγονός και μόνο ότι οι δραστηριότητες διοργανώσεως συναντήσεων και ψυχαγωγικών εκδηλώσεων
συνιστούσαν ένα αυτοτελές έργο δεν αρκεί για να επιφέρει τη μη εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων της οδηγίας, οι οποίες προβλέπονται όχι μόνο για τις μεταβιβάσεις επιχειρήσεων αλλά και για τις μεταβιβάσεις εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, προς τα οποία μπορούν να εξομοιωθούν δραστηριότητες ειδικής φύσεως (6).
10. Η απόφαση Watson Rask δημοσιεύθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1992 - δηλαδή μετά τη Διάταξη με την οποία υποβλήθηκαν τα προδικαστικά ερωτήματα στην παρούσα υπόθεση και η οποία φέρει ημερομηνία 27 Οκτωβρίου 1992 - και αφορούσε την επιχείρηση Philips, η οποία είχε αναθέσει, κατόπιν συμβάσεως, τη διαχείριση των τεσσάρων εστιατορίων για τους υπαλλήλους της σε μια επιχείρηση τροφοδοσίας, την ISS. Συναφώς η ISS είχε αναλάβει την υποχρέωση να επαναπροσλάβει τους (δέκα περίπου) υπαλλήλους της Philips που εργάζονταν στα εστιατόρια αυτά και να τους προσφέρει τους ίδιους όρους εργασίας, ενώ η Philips θα της κατέβαλλε ένα πάγιο μηνιαίο ποσό και ορισμένη αμοιβή σε είδος. Αυτή η αμοιβή σε είδος σήμαινε ότι η Philips έθετε στη διάθεση της ISS ορισμένους χώρους και εξοπλισμό, ηλεκτρικό ρεύμα, θέρμανση, τηλεφωνική εγκατάσταση, αποδυτήρια και εξασφάλιζε την αποκομιδή των απορριμμάτων, της παρέδιδε δε ορισμένα καταναλωτικά αγαθά σε τιμές χονδρικού εμπορίου. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 77/187 είχε εφαρμογή επί της ανωτέρω περιπτώσεως και δέχθηκε συγκεκριμένα τα εξής:
Οσάκις ένας επιχερηματίας αναθέτει, βάσει συμφωνίας, την ευθύνη εκμεταλλεύσεως ορισμένης υπηρεσίας της επιχειρήσεώς του, όπως ένα εστιατόριο, σε έναν άλλο επιχειρηματία, που αναλαμβάνει, ως εκ τούτου, τις υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι των υπαγομένων στην εν λόγω υπηρεσία μισθωτών, η προκύπτουσα μονάδα είναι δυνατό να υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο της 1, παράγραφος 1. Το γεγονός ότι, στην περίπτωση αυτή, η μεταβιβαζόμενη δραστηριότητα αποτελεί για τη μεταβιβάζουσα επιχείρηση παρακολουθηματική μόνο δραστηριότητα που δεν έχει κατ' ανάγκη σχέση με τον εταιρικό της σκοπό δεν μπορεί να συνεπάγεται αποκλεισμό της εν λόγω συναλλαγής από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (7).
11. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η επίλυση του ζητήματος αν η οδηγία έχει πράγματι εφαρμογή εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο πρέπει να λάβει υπόψη τις πραγματικές περιστάσεις που απαρίθμησε το Δικαστήριο στη σκέψη 13 της αποφάσεως Spijkers:
Για να κριθεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, πρέπει να συνεκτιμηθούν όλες οι πραγματικές περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την υπό κρίση συναλλαγή, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ιδίως ο τύπος της επιχείρησης ή της εγκατάστασης για την οποία πρόκειται, η μεταβίβαση ή μη των υλικών στοιχείων, όπως τα κτίρια και τα κινητά, η αξία των άυλων στοιχείων κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, η ανάληψη ή μη του κύριου μέρους του εργατικού δυναμικού από τον νέο επιχειρηματία, η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, καθώς και ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και η διάρκεια της ενδεχόμενης αναστολής των δραστηριοτήτων αυτών. Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί ότι όλα αυτά τα στοιχεία αποτελούν επιμέρους πλευρές της γενικής αξιολόγησης που επιβάλλεται να γίνει και δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να εκτιμηθούν μεμονωμένα. (8)
12. Στην προκειμένη όμως περίπτωση επιβάλλεται μια συμπληρωματική διασαφήνιση. Πρόκειται συγκεκριμένα για το ζήτημα αν η μεταβίβαση απλώς και μόνο ενός τομέα δραστηριοτήτων σε τρίτον (contracting out) - έστω και αν στην προκειμένη περίπτωση δεν μεταβιβάστηκε ούτε άμεσα ούτε έμμεσα κανένα σημαντικό υλικό ή άυλο αγαθό και απλώς απέκτησε νέο εργοδότη ένας υπάλληλος της επιχειρήσεως - μπορεί να θεωρηθεί ως μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας.
13. Η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα πρέπει να βασιστεί στις σκέψεις 11 και 12 της αποφάσεως Spijkers (οι οποίες προηγούνται της ανωτέρω προεκτεθείσας σκέψεως):
Πράγματι, όπως προκύπτει τόσο από την όλη οικονομία όσο και από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187, επιδιώκεται με αυτή να εξασφαλιστεί η συνέχεια των σχέσεων εργασίας που υφίστανται στο πλαίσιο μιας οικονομικής μονάδας, ανεξάρτητα από τη μεταβολή του κυρίου. Επομένως, το αποφασιστικό κριτήριο για το αν υπάρχει μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας αυτής είναι το αν η εν λόγω μονάδα διατηρεί την ταυτότητά της.
Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεμελιωθεί η ύπαρξη μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως εκ του λόγου και μόνον ότι εκποιήθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία που την αποτελούν. Αντιθέτως, σε μια περίπτωση σαν την υπό κρίση, πρέπει να εκτιμηθεί αν πρόκειται για εκποίηση οικονομικής μονάδας που εξακολουθεί να υφίσταται, πράγμα που προκύπτει ιδίως από το γεγονός ότι η εκμετάλλευσή της πράγματι συνεχίζεται ή αρχίζει εκ νέου από τον νέο επιχειρηματία, με τις ίδιες ή με ανάλογες οικονομικές δραστηριότητες.
14. Από το ανωτέρω χωρίο προκύπτει ότι το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι τρεις έννοιες επιχείρηση , εγκατάσταση και τμήμα εγκαταστάσεως στηρίζονται σε μια κοινή έννοια, και συγκεκριμένα την έννοια της οικονομικής μονάδας (9) η έννοια αυτή δηλώνει, κατά τη γνώμη μου, μια μονάδα με ορισμένη τουλάχιστον οργανωτική αυτοτέλεια, η οποία ενδέχεται είτε να είναι αυθυπόστατη είτε να αποτελεί τμήμα μιας μεγαλύτερης επιχειρήσεως. Με την απόφαση Botzen, η οποία εκδόθηκε πριν από την απόφαση Spijkers, το Δικαστήριο είχε ήδη επιβεβαιώσει ότι το μόνο καθοριστικό κριτήριο για τη μεταβίβαση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων [των εργαζομένων] συνίσταται στο ερώτημα κατά πόσον μεταβιβάζεται ή όχι η υπηρεσία στην οποία ήταν τοποθετημένοι οι εργαζόμενοι και στο πλαίσιο της οποίας συγκεκριμενοποιήθηκε από οργανωτική άποψη η εργασιακή τους σχέση (10).
15. Με την απόφαση Spijkers το Δικαστήριο διευκρίνισε ταυτόχρονα ότι το γεγονός και μόνο της μεταβιβάσεως στοιχείων του ενεργητικού δεν αρκεί για να υπάρχει μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως. Ορθώς επίσης τονίζει η Γερμανική Κυβέρνηση ότι η μεταβίβαση και μόνο ενός ακινήτου π.χ. ή μιας μηχανής δεν εμπίπτει στην οδηγία. Το εθνικό δικαστήριο πρέπει μάλλον να λαμβάνει υπόψη, όπως προκύπτει από την απαρίθμηση στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο, ορισμένα στοιχεία, όπως τη μεταβίβαση των υλικών στοιχείων, όπως είναι τα κτίρια και τα κινητά , και των άυλων στοιχείων και την ανάληψη του κύριου μέρους του εργατικού δυναμικού .
Από όλα τα ανωτέρω καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι έννοιες επιχείρηση, εγκατάσταση ή τμήμα εγκαταστάσεως , όπως χρησιμοποιούνται στην οδηγία 77/187, βασίζονται στην έννοια της οικονομικής μονάδας, η οποία δηλώνει ένα οργανωμένο σύνολο προσώπων και (υλικών και/ή άυλων) περιουσιακών στοιχείων, με τη βοήθεια των οποίων αναπτύσσεται ορισμένη οικονομική δραστηριότητα με συγκεκριμένο σκοπό, ο οποίος ενδέχεται να είναι δευτερεύων σε σχέση με τον εταιρικό σκοπό το σύνολο αυτό μπορεί εξάλλου να αποτελεί τμήμα ενός μεγαλύτερου επιχειρηματικού συνόλου (11).
16. Στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να εφαρμόζουν σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση τον ανωτέρω ορισμό, λαμβάνοντας υπόψη τις προαναφερθείσες (στο σημείο 11 ανωτέρω) πραγματικές περιστάσεις . 'Οσον αφορά το δεύτερο ερώτημα του Landesarbeitsgericht, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να υπάρχει ένα αυστηρά ποσοτικό κριτήριο, προκειμένου να οροθετηθεί το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 77/187, το γεγονός όμως ότι την επίμαχη οικονομική δραστηριότητα ασκεί ένας μόνο εργαζόμενος ή μία μόνο εργαζομένη αποτελεί μία από τις περιστάσεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη, προκειμένου να κριθεί αν υπάρχει ενιαία οργανωτική μονάδα.
Πρόταση
17. Συνεπώς προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την εξής απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα του Landesarbeitsgericht:
Οι εργασίες καθαριότητας αποτελούν οικονομική δραστηριότητα που ενδέχεται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ. Το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει αν η οδηγία αυτή έχει πράγματι εφαρμογή σε μία περίπτωση στην οποία η επιχείρηση αναθέτει με σύμβαση σε άλλη επιχείρηση τις εργασίες καθαριότητας που μέχρι τότε εκτελούσε το προσωπικό της, πρέπει να εξετάσει, λαμβάνοντας υπόψη τα ερμηνευτικά κριτήρια που έχουν διαμορφωθεί στην πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, αν πρόκειται για μεταβίβαση οικονομικής μονάδας, δηλαδή ενός οργανωμένου συνόλου προσώπων και (υλικών και/ή άυλων) περιουσιακών στοιχείων, με τη βοήθεια των οποίων αναπτύσσεται οικονομική δραστηριότητα με την οποία επιδιώκεται συγκεκριμένος - έστω και δευτερεύων - σκοπός.
(*) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ολλανδική.
(1) - Οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171).
(2) - Απόφαση της 19ης Μαΐου 1992 στην υπόθεση C-29/91 (Συλλογή 1992, σ. Ι-3189).
(3) - Απόφαση της 18ης Μαρτίου 1986 στην υπόθεση C-24/85 (Συλλογή 1986, σ. 1119, και συγκεκριμένα σκέψη 11).
(4) - Απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1992 στην υπόθεση C-209/92 (Συλλογή 1992, σ. Ι-5755).
(5) - Το ότι η έννοια οικονομικές δραστηριότητες του άρθρου 2 της Συνθήκης καλύπτει κάθε παροχή εργασίας ή παροχή υπηρεσιών έγινε δεκτό από το Δικαστήριο με την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1976 στην υπόθεση 13/76, Dona (Jurispr. 1976, σ. 1333, σκέψη 12), και επιβεβαιώθηκε τελευταία με την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988 στην υπόθεση 196/87, Steymann (Συλλογή 1988, σ. 6159, σκέψη 10).
(6) - Απόφαση Sophie Redmond, σκέψη 30 (η υπογράμμιση δική μου).
(7) - Απόφαση Watson Rask, σκέψη 17 (η υπογράμμιση δική μου).
(8) - Απόφαση Spijkers, σκέψη 13 βλ. επίσης απόφαση Sophie Redmond, σκέψη 24, και απόφαση Watson Rask, σκέψη 20.
(9) - Οικονομική μονάδα είναι η έκφραση που χρησιμοποιείται στα περισσότερα από τα κείμενα της αποφάσεως στις διάφορες γλώσσες, και συγκεκριμένα στα δανικά (oekonomisk enhed), στα γερμανικά (wirtschaftliche Einheit), στα γαλλικά (entite economique), στα ιταλικά (entita economica), στα πορτογαλικά (uma entidade economica) και στα ισπανικά (una entidad economica). Στο αγγλικό και το ολλανδικό κείμενο της αποφάσεως χρησιμοποιούνται οι εκφράσεις business και bedrijf αντίστοιχα.
(10) - Απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985 στην υπόθεση 186/83, Botzen (Συλλογή 1985, σ. 519, σκέψη 14 η υπογράμμιση δική μου).
(11) - Βλ. τον ορισμό που έδωσε το Δικαστήριο (σχετικά με άλλη πάντως ρύθμιση) στην έννοια τομέας δραστηριότητας του άρθρου 7 της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ, περί των εμμέσων φόρων και των συγκεντρώσεων κεφαλαίων (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 20): η έννοια αυτή περιλαμβάνει κάθε τμήμα επιχειρήσεως, οσάκις αυτό συνιστά οργανωμένο σύνολο περιουσιακών στοιχείων και προσώπων ικανών να συμβάλουν στην άσκηση συγκεκριμένης δραστηριότητας (απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 1992 στην υπόθεση C-50/91, Commerz-Credit Bank, Συλλογή 1992, σ. Ι-5225, σκέψη 12).