61992C0129

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz της 16ης Σεπτεμβρίου 1993. - OWENS BANK LTD ΚΑΤΑ FULVIO BRACCO ΚΑΙ BRACCO INDUSTRIA CHIMICA SPA. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: HOUSE OF LORDS - ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ. - ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ - ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 21, 22 ΚΑΙ 23 - ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΑΝ ΣΕ ΜΗ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΚΡΑΤΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-129/92.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-00117


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

Κύριε Πρόεδρε,

Kύριοι δικαστές,

A - Eισαγωγή

1. Η αιτούσα της κύριας δίκης, η Owens Bank Limited (στο εξής: αιτούσα), εδρεύει στο κράτος του Αγίου Βικεντίου και των Γρεναδίνων (1) και η ίδρυσή της ως εταιρίας και τράπεζας έχει καταχωριστεί στα σχετικά μητρώα του κράτους αυτού.

Η Bracco Industria Chimica SpA είναι φαρμακευτική επιχείρηση που εδρεύει στην Ιταλία. Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της επιχειρήσεως αυτής είναι ο Fulvio Bracco, κάτοικος Ιταλίας. Στη συνέχεια θα αναφέρομαι στον Βracco και στην επιχείρηση που διευθύνει ως "οι καθών".

2. Στις 29 Ιανουαρίου 1988 το High Court of Justice του Αγίου Βικεντίου υποχρέωσε τους καθών σε απόδοση δανείου 9 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων (SFR), το οποίο είχε συναφθεί, κατά την αιτούσα, κατά τα τέλη Ιανουαρίου 1979. Κατά τη δίκη αυτή η αιτούσα στηρίχθηκε κυρίως σε ορισμένα έγγραφα τα οποία έφεραν την υπογραφή του Bracco και στην κατάθεση ενός υπαλλήλου της, ο οποίος βεβαίωσε την καταβολή του ανωτέρω χρηματικού ποσού. Τα έγγραφα αυτά περιείχαν, μεταξύ άλλων, τη ρήτρα ότι αρμόδιο για κάθε διαφορά που θα προέκυπτε τυχόν από τη σύμβαση του δανείου θα ήταν το High Court του Αγίου Βικεντίου.

Κατά τη διάρκεια της δίκης αυτής οι καθών ισχυρίστηκαν ότι τα έγγραφα που είχε προσκομίσει η αιτούσα ήσαν πλαστά και ότι οι καταθέσεις ορισμένων μαρτύρων ήσαν ψευδείς. Το High Court του Αγίου Βικεντίου αποφάνθηκε όμως ότι οι καθών δεν είχαν προτείνει την ένσταση αυτή εμπροθέσμως και δέχθηκε την αγωγή της αιτούσας. Η έφεση που άσκησαν οι καθών κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε από το Court of Appeal του Αγίου Βικεντίου στις 12 Δεκεμβρίου 1989.

3. Στις 11 Ιουλίου 1989 η αιτούσα ζήτησε από ένα δικαστήριο του Μιλάνου να κηρύξει εκτελεστή την απόφαση που είχε εκδοθεί στον 'Αγιο Βικέντιο. Ενώπιον του ιταλικού δικαστηρίου οι καθών υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, ότι η αιτούσα είχε επιτύχει την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως με απατηλά μέσα. Η διαδικασία αυτή (στο εξής: ιταλική διαδικασία εκτελέσεως (2)) δεν είχε ακόμη περατωθεί κατά τον χρόνο της υποβολής από το House of Lords της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Κατά τους καθών, το ιταλικό δικαστήριο έχει εν τω μεταξύ απορρίψει την αίτηση κηρύξεως της αποφάσεως του Αγίου Βικεντίου εκτελεστής (η απόφαση του ιταλικού δικαστηρίου δεν έχει πάντως καταστεί ακόμη τελεσίδικη), χωρίς πάντως να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η αιτούσα πέτυχε την έκδοση της αποφάσεως του Αγίου Βικεντίου με απατηλά μέσα.

4. Οι καθών είχαν ήδη εναγάγει στην Ιταλία, τον Νοέμβριο 1988, την αιτούσα (στο εξής θα χρησιμοποιώ για τη δίκη αυτή τον όρο: ιταλική αστική δίκη) και το αίτημα της αγωγής ήταν, μεταξύ άλλων, να αναγνωριστεί ότι δεν όφειλαν τίποτε στην αιτούσα. Ούτε αυτή η δίκη είχε περατωθεί κατά τον χρόνο της προφορικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

5. Εκτός από τις δίκες αυτές και από τη διαδικασία εκτελέσεως στην Αγγλία, με την οποία θα ασχοληθώ αμέσως κατωτέρω, μεταξύ των καθών και της αιτούσας εκκρεμούν και άλλες δίκες, που ανέκυψαν από την ίδια διαφορά και δεν πρόκειται να εξετασθούν λεπτομερέστερα εν προκειμένω. Πρέπει να αναφερθεί πάντως η απόφαση που εξέδωσε στις 21 Ιουνίου 1991 ένα δικαστήριο του Μιλάνο σε ποινική δίκη κατά των Nano και Layne (3) (η απόφαση αυτή δεν έχει καταστεί ακόμη τελεσίδικη). Η λεπτομερώς και προσεκτικά αιτιολογημένη απόφαση του ιταλικού δικαστηρίου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα έγγραφα που προσκόμισε η αιτούσα ήταν πλαστά.

6. Στις 7 Μαρτίου 1990 η αιτούσα ζήτησε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 9 του Administration of Justice Act του 1920, να κηρυχθεί εκτελεστή στην Αγγλία η απόφαση που είχε εκδοθεί στον 'Αγιο Βικέντιο. Κατά τη διαδικασία αυτή (που θα αποκαλείται στο εξής: αγγλική διαδικασία εκτελέσεως) οι καθών επίσης ισχυρίστηκαν ότι η αιτούσα είχε μετέλθει απάτη για να επιτύχει την έκδοση της προς εκτέλεση αποφάσεως. Ταυτόχρονα οι καθών, επικαλούμενοι τα άρθρα 21 και 22 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), ζήτησαν από το αγγλικό δικαστήριο να αποφανθεί ότι δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία ή να αναστείλει την αγγλική διαδικασία εκτελέσεως μέχρι την περάτωση της ιταλικής διαδικασίας εκτελέσεως. Προς στήριξη του αιτήματός τους αυτού, οι καθών ισχυρίστηκαν ότι το ζήτημα αν η αιτούσα είχε επιτύχει την έκδοση αποφάσεως στον 'Αγιο Βικέντιο με απατηλά μέσα έπρεπε να εξεταστεί τόσο στο πλαίσιο της αγγλικής όσο και στο πλαίσιο της ιταλικής διαδικασίας εκτελέσεως.

7. Το αγγλικό δίκαιο προβλέπει διάφορες δυνατότητες για την αναγνώριση και εκτέλεση στην Αγγλία των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων (δηλαδή των αποφάσεων που δεν έχουν εκδοθεί στην Αγγλία ή την Ουαλλία) (4):

- Κατά το άρθρο 9 του Administration of Justice Act του 1920, οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε ορισμένα κράτη (μεταξύ των οποίων καταλέγεται και ο 'Αγιος Βικέντιος) και με τις οποίες ο εναγόμενος έχει υποχρεωθεί σε καταβολή χρηματικού ποσού μπορούν να αναγνωρίζονται στην Αγγλία, εφόσον καταχωριστούν σε ένα ειδικό μητρώο. Αποτέλεσμα της αναγνωρίσεως αυτής είναι ότι η αλλοδαπή απόφαση μπορεί καταρχήν να εκτελεστεί σαν να ήταν απόφαση εκδοθείσα από αγγλικό δικαστήριο.

Παρόμοιες διατάξεις απαντούν και στον Foreign Judgments (Reciprocal Enforcement) Act του 1933.

- Οι αποφάσεις των δικαστηρίων των κρατών που έχουν συνάψει τη Σύμβαση των Βρυξελλών και οι αποφάσεις των δικαστηρίων των άλλων τμημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου αναγνωρίζονται και εκτελούνται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Civil Jurisdiction and Judgments Act του 1982.

- Κατά το common law, επιτρέπεται σε ορισμένες περιπτώσεις η άσκηση αγωγής στηριζόμενης σε αλλοδαπή δικαστική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για συνήθη αστική δίκη, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οποίας συνίσταται στο ότι η αγωγή δεν βασίζεται στην αρχική αξίωση (π.χ. στην αξίωση αποδόσεως του δανείου), αλλά στην αλλοδαπή απόφαση που υποχρεώνει τον εναγόμενο σε απόδοση του δανείου (5).

8. Η καταχώριση ή η αναγνώριση μιας αλλοδαπής αποφάσεως αποκλείεται, κατά το άρθρο 9 του Administration of Justice Act του 1920, στην περίπτωση (μεταξύ άλλων) κατά την οποία η έκδοση της εν λόγω αποφάσεως επιτεύχθηκε κατόπιν απάτης (6). Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση κατά την οποία η αναγνώριση της αποφάσεως θα αντέβαινε προς την αγγλική δημόσια τάξη (public policy) (7). Αν εντούτοις έχει αναγνωριστεί ήδη η αλλοδαπή απόφαση σε μία από τις περιπτώσεις αυτές, η αναγνώριση αυτή μπορεί να προσβληθεί (8). Το επιλαμβανόμενο δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι οποιοδήποτε ζήτημα (issue) ανακύπτει κατά τη διαδικασία αυτή πρέπει να επιλυθεί στο πλαίσιο κατ' αντιδικία διαδικασίας (trial) (9).

Aκόμη και για την οργάνωση της διαδικασίας επί του παρεμπίπτοντος αυτού ζητήματος το δικαστήριο διαθέτει ορισμένη διακριτική ευχέρεια (10). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απόφαση στην υπόθεση Societe Cooperative Sidmetal κατά Titan International Ltd (11). Αντικείμενο της υποθέσεως εκείνης ήταν η καταχώριση μιας βελγικής αποφάσεως στην Αγγλία. Η βελγική επιχείρηση, η οποία ηττήθηκε στην αρχική δίκη, είχε προσεπικαλέσει στη δίκη αυτή μια αγγλική επιχείρηση (που ήταν ο προμηθευτής της). Ενώπιον του δικαστηρίου του Λονδίνου η αγγλική επιχείρηση ισχυρίστηκε ότι το βελγικό δικαστήριο δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία. Το αγγλικό δικαστήριο αποφάσισε ότι έπρεπε να διεξαχθεί δίκη επί του ζητήματος αυτού, στο πλαίσιο της οποίας η αγγλική επιχείρηση θα είχε τον ρόλο της ενάγουσας.

9. Το High Court (o δικαστής Sheen) εξέδωσε στις 7 Μαρτίου 1990 δύο Διατάξεις. Η πρώτη Διάταξη αφορούσε τη λήψη ενός ασφαλιστικού μέτρου (του λεγομένου Mareva injunction), η οποία διατάχθηκε, αφού η αιτούσα είχε αναλάβει τη δέσμευση να υποβάλει αίτηση υπό τη μορφή που είχε εγκρίνει το High Court. Η αίτηση αυτή, με την οποία ζητούνταν η καταχώριση στην Αγγλία της αποφάσεως του Αγίου Βικεντίου (και ταυτόχρονα η συνέχιση της ισχύος του ασφαλιστικού μέτρου), κατατέθηκε από την αιτούσα στο High Court την ίδια ημέρα.

Με τη δεύτερη Διάταξη (στο εξής: Διάταξη περί καταχωρίσεως) αφενός διατάχθηκε η άμεση καταχώριση, σύμφωνα με τον Administration of Justice Act του 1920, της αποφάσεως που είχε εκδοθεί στον 'Αγιο Βικέντιο, αφετέρου δε δόθηκε στους καθών η δυνατότητα να ζητήσουν την ακύρωση της καταχωρίσεως αυτής, εφόσον είχαν προς τούτο βάσιμους λόγους. Ταυτόχρονα το High Court αποφάνθηκε ότι η κατ' αυτόν τον τρόπο αναγνωρισθείσα απόφαση δεν μπορούσε να εκτελεστεί πριν από την πρώτη συνεδρίαση του δικαστηρίου επί της κυρίας υποθέσεως ή πριν από την έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως που θα υπέβαλαν ενδεχομένως οι καθών προς ακύρωση της καταχωρίσεως.

10. Οι καθών κίνησαν τη διαδικασία αυτή και υπέβαλαν διάφορα αιτήματα, προς στήριξη των οποίων επικαλέστηκαν, όπως αναφέρθηκε ήδη, κυρίως τη Σύμβαση των Βρυξελλών. Στις 19 Ιουλίου 1990 το High Court (ο Sir Peter Pain) αποφάνθηκε ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη υπόθεση (12). Επιπλέον, στις 9 Νοεμβρίου 1990 το High Court διέταξε τη διεξαγωγή κατ' αντιδικία διαδικασίας μεταξύ των διαδίκων σχετικά με το ζήτημα αν έπρεπε να ακυρωθούν η Διάταξη περί καταχωρίσεως και όλες οι συναφείς διαδικαστικές πράξεις, εφόσον αποδεικνυόταν ότι η απόφαση που είχε εκδοθεί στον 'Αγιο Βικέντιο ανήκει στην κατηγορία εκείνη των αποφάσεων των οποίων η καταχώριση στην Αγγλία δεν επιτρέπεται από την παράγραφο 2, στοιχείο d (απάτη), ή από την παράγραφο 2, στοιχείο f (προσβολή της δημόσιας τάξης), του άρθρου 9 του Administration of Justice Act του 1920 (13).

11. Η αιτούσα και οι καθών άσκησαν έφεση κατά των αποφάσεων αυτών (οι καθών κατά της αποφάσεως της 19ης Ιουλίου και η αιτούσα κατά της αποφάσεως της 9ης Νοεμβρίου 1990). Οι εφέσεις αυτές απορρίφθηκαν στις 27 Μαρτίου 1991 από το Court of Appeal (14). Το Court of Appeal αποφάνθηκε ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών δεν έχει εφαρμογή στις διαδικασίες αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αποφάσεων από τρίτα κράτη, και ειδικότερα στις διαδικασίες που προβλέπει ο Administration of Justice Act του 1920. Κατά το Court of Appeal, ακόμη και αν η Σύμβαση των Βρυξελλών είχε εφαρμογή, στην προκειμένη περίπτωση δεν θα είχαν εφαρμογή τα άρθρα 21 και 22.

Το Court of Appeal επιβεβαίωσε επιπλέον ότι το ζήτημα αν η αιτούσα είχε επιτύχει την έκδοση αποφάσεως στον 'Αγιο Βικέντιο κατόπιν απάτης έπρεπε να διευκρινιστεί στο πλαίσιο μιας διαδικασίας κατ' αντιδικία.

12. Η αιτούσα και οι καθών υπέβαλαν στο House of Lords αίτηση αναιρέσεως κατά των κεφαλαίων της αποφάσεως του Court of Appeal που τους έθιγαν. Η αναίρεση της αιτούσας απορρίφθηκε από το House of Lords την 1η Απριλίου 1992 (15). 'Οσον αφορά την αίτηση αναιρέσεως των καθών, το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι ήταν επιβεβλημένη η υποβολή αιτήσεως στο Δικαστήριο για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

13. Κατόπιν αυτού, το House of Lords υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

"1. 'Εχει εφαρμογή η Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Σύμβαση του 1968) επί δικών ή επί ζητημάτων που τίθενται στα πλαίσια δικών οι οποίες αναφύονται σε συμβαλλόμενα κράτη με αντικείμενο την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων που εκδόθηκαν επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων σε κράτη τα οποία δεν έχουν υπογράψει τη Σύμβαση;

2. 'Εχουν τα άρθρα 21, 22 και 23 της Συμβάσεως του 1968, ή κάποιο εξ αυτών, εφαρμογή επί δικών ή επί ζητημάτων που τίθενται στα πλαίσια δικών οι οποίες διεξάγονται ενώπιον δικαστηρίων περισσοτέρων του ενός συμβαλλομένων κρατών και στις οποίες ζητείται η εκτέλεση αποφάσεως που εκδόθηκε σε κράτος το οποίο δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση;

3. Εάν τα δικαστήρια ενός συμβαλλομένου κράτους έχουν την εξουσία να αναστείλουν τη διαδικασία, δυνάμει της Συμβάσεως του 1968, λόγω εκκρεμοδικίας, ποιες είναι οι αρχές του κοινοτικού δικαίου τις οποίες πρέπει να εφαρμόσει το εθνικό δικαστήριο για να κρίνει εάν πρέπει να ανασταλεί η διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου που επιλαμβάνεται δεύτερο κατά σειρά;"

Β - Η γνώμη μου επί της υποθέσεως

Προκαταρκτική παρατήρηση

14. Πριν εξετάσω τα ερωτήματα που υπέβαλε το House of Lords, θα προσπαθήσω να διασαφηνίσω τα προβλήματα που τίθενται εν προκειμένω. Η διασαφήνιση αυτή νομίζω ότι είναι επιβεβλημένη, αφού μάλιστα η εκπρόσωπος των καθών κατηγόρησε, κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, την Επιτροπή και την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου (16) για σοβαρότατες παρανοήσεις και υποστήριξε ότι τα επιχειρήματα αμφοτέρων των ανωτέρω δεν είναι συνεπώς σε καμία περίπτωση κρίσιμα εν προκειμένω.

15. Οι καθών τόνισαν ορθά ότι οι κρίσιμες στην προκειμένη περίπτωση διαδικασίες αποτελούν διαδικασίες που αποσκοπούν στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την αναγκαστική εκτέλεση μιας δικαστικής αποφάσεως που εκδόθηκε σε κράτος που δεν έχει συνυπογράψει τη Σύμβαση των Βρυξελλών (17) (στο εξής: τρίτο κράτος). Με άλλα λόγια, πρόκειται για διαδικασίες στις οποίες ζητείται να κηρυχθεί εκτελεστή εντός κράτους που έχει συνυπογράψει τη Σύμβαση των Βρυξελλών (στο εξής: συμβαλλόμενο κράτος) απόφαση δικαστηρίου τρίτου κράτους (18). Αντίθετα, η προκειμένη περίπτωση δεν αφορά την κατόπιν της κηρύξεως της εκτελεστότητας διεξαγόμενη αναγκαστική εκτέλεση, δηλαδή την εφαρμογή της δικαστικής αποφάσεως με μέσα εξαναγκασμού.

16. Το House of Lords ερωτά καταρχάς αν η Σύμβαση των Βρυξελλών έχει εφαρμογή επί διαδικασιών που αφορούν την κήρυξη ως εκτελεστής εντός συμβαλλομένου κράτους δικαστικής αποφάσεως που έχει εκδοθεί σε τρίτο κράτος (βλ. το πρώτο προδικαστικό ερώτημα). Στη συνέχεια τίθεται περαιτέρω το ερώτημα αν - και ενδεχομένως πώς - μπορούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών περί εκκρεμοδικίας και συνάφειας (άρθρα 21 έως 23), όταν η κήρυξη ως εκτελεστής μιας αποφάσεως τρίτου κράτους ζητείται ταυτόχρονα σε περισσότερα από ένα συμβαλλόμενα κράτη (βλ. το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα).

17. Οι καθών όμως τόνισαν ορθά ότι το περιεχόμενο των προδικαστικών ερωτημάτων δεν εξαντλείται σ' αυτά. Το House of Lords ζητεί επιπλέον από το Δικαστήριο να του απαντήσει στο ερώτημα αν οι διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών (ή ορισμένες από τις διατάξεις αυτές) μπορούν να εφαρμόζονται σε ζητήματα (issues) τα οποία ανακύπτουν στο πλαίσιο διαδικασιών αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δικαστικής αποφάσεως τρίτου κράτους.

Αυτό σημαίνει εν προκειμένω τα εξής: τα αγγλικά δικαστήρια διέταξαν τη διεξαγωγή κατ' αντιδικία διαδικασίας επί του ζητήματος αν η αιτούσα πέτυχε την έκδοση αποφάσεως στον 'Αγιο Βικέντιο μετερχόμενη απάτη (19). Το ζήτημα αυτό απασχολεί και το ιταλικό δικαστήριο, από το οποίο ζητείται να κηρύξει την απόφαση εκτελεστή στην Ιταλία. Σημαίνει τούτο ότι ένα από τα δύο αυτά δικαστήρια πρέπει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 21 έως 23 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο υπέρ του άλλου δικαστηρίου ή έστω να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το άλλο δικαστήριο αποφανθεί επί του τιθεμένου ζητήματος; Στη συνέχεια των προτάσεών μου θα εξετάσω και τις δύο πλευρές των προδικαστικών ερωτημάτων.

18. Με τις έγγραφες παρατηρήσεις τους και κυρίως με την προφορική αγόρευσή τους ενώπιον του Δικαστηρίου, οι καθών ισχυρίστηκαν ότι το ζήτημα της απάτης ανέκυψε και στο πλαίσιο της ιταλικής αστικής δίκης (20). Τον ίδιο ισχυρισμό προέβαλαν οι καθών και κατά τη δίκη ενώπιον του High Court και ενώπιον του Court of Appeal (21).

Στη Διάταξη περί παραπομπής του House of Lords γίνεται συνεχώς λόγος για την "αγγλική διαδικασία εκτελέσεως" και την "ιταλική διαδικασία εκτελέσεως" (22). Επειδή η ιταλική αστική δίκη αναφέρεται μόνο σε ένα σημείο (23), αλλά κατά τα λοιπά δεν αναφέρεται περαιτέρω, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το αιτούν δικαστήριο δεν ζητεί από το Δικαστήριο να εξετάσει αυτή την πλευρά του ζητήματος, προκειμένου να δώσει απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα.

Προτίθεμαι πάντως, χάριν πληρότητας, να εξετάσω με συντομία και αυτή την πλευρά.

19. Τέλος, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι η αγγλική διαδικασία εκτελέσεως αφορά την κήρυξη μιας αποφάσεως ως εκτελεστής κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Administration of Justice Act του 1920. Τα προδικαστικά ερωτήματα του House of Lords αφορούν όμως γενικότατα διαδικασίες που αφορούν "την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων που εκδόθηκαν επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων σε κράτη τα οποία δεν έχουν υπογράψει τη Σύμβαση". Κατά συνέπεια, θα ασχοληθώ καταρχάς με τη συγκεκριμένη εν προκειμένω περίπτωση, αλλά στη συνέχεια θα προτείνω στο Δικαστήριο μια απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που να ισχύει για όλες τις διαδικασίες στις οποίες ζητείται η εκτέλεση εντός συμβαλλομένου κράτους δικαστικής αποφάσεως τρίτου κράτους.

Δυνατότητα εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών

Ανεπίτρεπτη η διπλή περιαφή εκτελεστήριου τύπου

20. 'Ολοι όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο συμφωνούν ότι η απόφαση με την οποία ένα δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους αναγνωρίζει και κηρύσσει εκτελεστή απόφαση που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος δεν επιτρέπεται, κατά τον τίτλο ΙΙΙ της Συμβάσεως των Βρυξελλών, να αναγνωριστεί αυτούσια και να κηρυχθεί εκτελεστή σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος.

21. Τούτο αποτελεί άμεση απόρροια της Συμβάσεως, όταν η αρχική απόφαση έχει εκδοθεί από δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους και εμπίπτει στη Σύμβαση των Βρυξελλών (24). 'Ετσι, η απόφαση π.χ. ενός βελγικού δικαστηρίου με την οποία ο εναγόμενος υποχρεώθηκε να καταβάλει αποζημίωση λόγω μη εκτελέσεως συμβάσεως μπορεί να εκτελεστεί στη Γαλλία, κατά το άρθρο 31 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, "αφού περιβληθεί εκεί τον εκτελεστήριο τύπο". Τα αποτελέσματα της κηρύξεως της εκτελεστότητας περιορίζονται στο κράτος του οποίου τα δικαστήρια κήρυξαν την απόφαση ως εκτελεστή. Αν η απόφαση πρόκειται να εκτελεστεί και στην Ισπανία, τότε πρέπει προηγουμένως να κηρυχθεί εκτελεστή από τα ισπανικά δικαστήρια.

Τούτο προκύπτει τόσο από το γράμμα του άρθρου 31 ("εκεί") όσο και από τη φύση της διαδικασίας αυτής. Η κήρυξη της εκτελεστότητας καθιστά δυνατή την εκτέλεση αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως εντός συγκεκριμένου συμβαλλομένου κράτους. Κατά συνέπεια, αρμόδια για την κήρυξη της εκτελεστότητας είναι μόνο τα όργανα του κράτους εντός του οποίου πρόκειται να εκτελεστεί η απόφαση. Κατά το άρθρο 34, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 27, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, η αίτηση κηρύξεως δικαστικής αποφάσεως ως εκτελεστής μπορεί να απορριφθεί, μεταξύ άλλων, αν η αναγνώριση "αντίκειται στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως". Ως γνωστό, η έννοια δεν έχει κατ' ανάγκη την ίδια σημασία σε όλα τα συμβαλλόμενα κράτη. Συνεπώς, στο προηγούμενο παράδειγμα η απόφαση των γαλλικών δικαστηρίων να κηρύξουν τη βελγική απόφαση εκτελεστή στη Γαλλία δεν μπορεί να δεσμεύσει καθ' οιονδήποτε τρόπο τα ισπανικά δικαστήρια. Αν η απόφαση πρόκειται να εκτελεστεί και στην Ισπανία, τότε ο αντλών συμφέροντα από τη δικαστική αυτή απόφαση πρέπει να υποβάλει αίτηση κηρύξεώς της ως εκτελεστής στο αρμόδιο ισπανικό δικαστήριο. Το δικαστήριο αυτό αποφαίνεται τότε με πλήρη ανεξαρτησία αν επιτρέπεται η εκτέλεση της αποφάσεως στην Ισπανία.

22. Το ίδιο ισχύει και για την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε τρίτα κράτη. Η απόφαση ενός συμβαλλομένου κράτους με την οποία κηρύσσεται εκτελεστή μια απόφαση από τρίτο κράτος παράγει αποτελέσματα μόνο εντός του συμβαλλομένου αυτού κράτους. Αν η απόφαση του τρίτου κράτους πρόκειται να εκτελεστεί και σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, τότε ο νικήσας δανειστής πρέπει να ζητήσει από τα δικαστήρια του συμβαλλομένου αυτού κράτους την κήρυξη της αποφάσεως του τρίτου κράτους εκτελεστής εντός του συμβαλλομένου αυτού κράτους. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για διαδικασίες που διέπονται αποκλειστικά και μόνο από το δίκαιο του οικείου συμβαλλομένου κράτους, περιλαμβανομένων και των συμβάσεων που υφίστανται ενδεχομένως μεταξύ του συμβαλλομένου αυτού κράτους και του τρίτου κράτους. Αντίθετα, ο τίτλος ΙΙΙ της Συμβάσεως των Βρυξελλών δεν έχει εφαρμογή επί των διαδικασιών αυτών. Τούτο σημαίνει κυρίως ότι η απόφαση του συμβαλλομένου κράτους Α, με την οποία κηρύσσεται εκτελεστή εντός του κράτους αυτού μια δικαστική απόφαση τρίτου κράτους, δεν μπορεί να εκτελεστεί στο συμβαλλόμενο κράτος Β, κατ' εφαρμογή των άρθρων 31 επ. της Συμβάσεως.

Αν επιτρεπόταν η "διπλή περιαφή εκτελεστήριου τύπου", θα υπήρχε ο κίνδυνος - όπως τόνισε ορθά η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου - καταστρατηγήσεως, εκ μέρους του νικήσαντος δανειστή, των προϋποθέσεων που θέτει ένα συμβαλλόμενο κράτος για την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων από ένα συγκεκριμένο τρίτο κράτος. Αν π.χ. το συμβαλλόμενο κράτος Α επιβάλλει ορισμένες προϋποθέσεις για την αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων από συγκεκριμένο τρίτο κράτος, ενώ οι αποφάσεις από το ίδιο αυτό τρίτο κράτος κηρύσσονται αυτόματα εκτελεστές στο συμβαλλόμενο κράτος Β, θα μπορούσε ο νικήσας δανειστής να ζητήσει καταρχάς την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου στο συμβαλλόμενο κράτος Β και στη συνέχεια, βασιζόμενος στην απόφαση του συμβαλλομένου κράτους Β, να προβεί στην εκτέλεση εντός του συμβαλλομένου κράτους Α χωρίς καμία περαιτέρω δυσκολία (κατ' εφαρμογή του άρθρου 31 της Συμβάσεως των Βρυξελλών). Συμφωνώ με την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ότι ο σκοπός της συνάψεως της Συμβάσεως των Βρυξελλών δεν ήταν να δοθεί αυτή η απεριόριστη δυνατότητα επιλογής (25).

Με την άποψη ότι η απόφαση ενός συμβαλλομένου κράτους με την οποία κηρύσσεται εκτελεστή η δικαστική απόφαση άλλου κράτους δεν μπορεί να κηρυχθεί η ίδια εκτελεστή εντός άλλου συμβαλλομένου κράτους συμφωνούν εξάλλου όλοι σχεδόν οι θεωρητικοί του δικαίου (26).

23. To ίδιο συμβαίνει, κατά τη γνώμη μου, και στην περίπτωση κατά την οποία η δικαστική απόφαση τρίτου κράτους δεν κηρύσσεται καθαυτή εκτελεστή εντός ενός συμβαλλομένου κράτους, αλλά ανάγεται σε βάση της αγωγής (27). Aκόμη και η απόφαση επί της actio iudicati εξυπηρετεί την εκτέλεση της αποφάσεως του τρίτου κράτους εντός του οικείου συμβαλλομένου κράτους. Αν επιτρεπόταν η κήρυξη της αποφάσεως αυτής ως εκτελεστής εντός άλλου κράτους μέλους βάσει των διατάξεων του τίτλου ΙΙΙ της Συμβάσεως των Βρυξελλών, όχι μόνο θα δίνονταν στον νικήσαντα δανειστή οι ανωτέρω περιγραφείσες δυνατότητες καταστρατηγήσεως των διατάξεων περί αναγνωρίσεως, αλλά θα διασαλευόταν - όπως θα εκθέσω κατωτέρω - το σύστημα διεθνούς δικαιοδοσίας που καθιερώνει η Σύμβαση (28).

Πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών

24. Οι καθών προβάλλουν κυρίως δύο επιχειρήματα στα οποία στηρίζουν την άποψή τους ότι οι διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών έχουν εφαρμογή "επί δικών ή επί ζητημάτων που τίθενται στα πλαίσια δικών οι οποίες αναφύονται σε συμβαλλόμενα κράτη με αντικείμενο την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων που εκδόθηκαν επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων σε κράτη τα οποία δεν έχουν υπογράψει τη Σύμβαση". Οι καθών υποστηρίζουν, πρώτον, ότι τούτο προκύπτει από το άρθρο 1 της Συμβάσεως. Κατά τους καθών, από το άρθρο 16, σημείο 5, αποδεικνύεται επίσης ότι οι διαδικασίες που αφορούν την εκτέλεση αποφάσεων εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Δεύτερον, οι καθών ισχυρίζονται ότι οι αρχές και οι σκοποί της Συμβάσεως επιτάσσουν την ανωτέρω ερμηνεία. Σκοπός της Συμβάσεως είναι να διευκολυνθεί η αναγνώριση και η εκτέλεση των αποφάσεων των δικαστηρίων των συμβαλλομένων κρατών επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων και η ενδυνάμωση της έννομης προστασίας των κατοικούντων εντός της Κοινότητας. Επιπλέον, σκοπός της είναι να συμβάλλει στην εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης εντός της Κοινότητας, μέσω της αποφυγής της διεξαγωγής παράλληλων διαδικασιών ενώπιον των δικαστηρίων διαφόρων συμβαλλομένων κρατών και της ευθύς εξαρχής αποφυγής, κατά το δυνατόν, του κινδύνου που ενέχουν οι παράλληλες αυτές διαδικασίες να μην αναγνωριστεί η απόφαση ενός συμβαλλομένου κράτους σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος λόγω του ότι είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε στο τελευταίο αυτό κράτος μεταξύ των ίδιων διαδίκων.

Οι καθών τονίζουν συναφώς τις δυσμενείς συνέπειες που θα είχε, κατά την άποψή τους, η μη εφαρμογή των διατάξεων της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Τόσο κατά την αγγλική όσο και κατά την ιταλική διαδικασία εκτελέσεως οι καθών προέβαλαν προς άμυνά τους την ένσταση ότι η δικαστική απόφαση που εκδόθηκε στον 'Αγιο Βικέντιο αποτελεί προϊόν απάτης της αιτούσας. Αν δεν είχαν εφαρμογή οι διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών, ιδίως δε οι διατάξεις του τμήματος 8 του τίτλου ΙΙ περί εκκρεμοδικίας και συνάφειας, οι καθών θα διέτρεχαν τον κίνδυνο να κληθούν να αποδείξουν την αλήθεια του ισχυρισμού τους και στις δύο αυτές διαδικασίες εκτελέσεως. Αν η αιτούσα ζητήσει την κήρυξη της αποφάσεώς της ως εκτελεστής και σε ένα άλλο συμβαλλόμενο κράτος, τότε οι καθών θα υποχρεωθούν και πάλι να αποδείξουν στην ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού διαδικασία εκτελέσεως ότι η δικαστική απόφαση του τρίτου κράτους αποτελεί προϊόν απάτης της προσφεύγουσας. Το ίδιο δηλαδή ζήτημα θα έπρεπε να επιλυθεί από περισσότερα του ενός δικαστήρια. Στην περίπτωση αυτή οι καθών θα έπρεπε να υποβληθούν σε σημαντικά επιπλέον δικαστικά έξοδα.

Το γράμμα του άρθρου 1

25. Κατά το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, η Σύμβαση αυτή "εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου". Στη συνέχεια, στο άρθρο 1 απαριθμούνται ορισμένοι τομείς του δικαίου που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως οι τομείς αυτοί δεν έχουν εν προκειμένω καμία σημασία.

26. Οι καθών τονίζουν ότι επιδίωξη των συντακτών της Συμβάσεως των Βρυξελλών ήταν να διαμορφωθεί το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως όσο το δυνατόν ευρύτερα. Συναφώς αναφέρονται τα εξής στην έκθεση Jenard:

"Η παραπάνω λύση έχει ως συνέπεια να περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως όλες οι διαφορές και δικαστικές αποφάσεις που έχουν ως αντικείμενο όλες τις συμβατικές ή εξωσυμβατικές ενοχές που δεν άπτονται είτε της προσωπικής καταστάσεως και της ικανότητας δικαίου και δικαιοπραξίας των προσώπων, είτε της σφαίρας κληρονομικής διαδοχής, διαθηκών και περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, είτε της πτωχεύσεως, είτε της κοινωνικής ασφαλίσεως ως προς τα θέματα αυτά, η σύμβαση πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά." (29)

27. Από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως και το ανωτέρω χωρίο συνάγεται ότι οι προαναφερθείσες διαδικασίες επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων είναι διαδικασίες που αφορούν αξιώσεις του αστικού ή εμπορικού δικαίου (π.χ. αξίωση αποδόσεως δανείου) και όχι διαδικασίες περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων (30). Πάντως είναι αλήθεια ότι το γράμμα του άρθρου 1 επιτρέπει και την ερμηνεία στην οποία προβαίνουν οι καθών. Συναφώς έχει ιδαίτερη σημασία ότι το άρθρο 1 αποτελεί τον τίτλο Ι της Συμβάσεως των Βρυξελλών, στον οποίο ορίζεται το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως. Αφού ο τίτλος ΙΙΙ της Συμβάσεως ρυθμίζει την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων, θα μπορούσε να υποστηριχθεί η άποψη ότι οι διαδικασίες αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως (31).

Η οικονομία και οι σκοποί της Συμβάσεως

28. Κατά τη γνώμη μου, από την όλη οικονομία και τους σκοπούς της Συμβάσεως των Βρυξελλών προκύπτει ότι η Σύμβαση αυτή δεν έχει εφαρμογή σε διαδικασίες σαν την προκειμένη. Στη συνέχεια θα εξετάσω καταρχάς μόνο τις διαδικασίες αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων τρίτων κρατών (32).

29. Νομίζω ότι το πώς μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή και να εκτελεστεί εντός της Κοινότητας μια απόφαση δικαστηρίου τρίτου κράτους ούτε ρυθμίζεται ούτε θα έπρεπε να ρυθμίζεται από τη Σύμβαση των Βρυξελλών.

30. Καταρχάς πρέπει να τονιστεί ότι, κατά το άρθρο 25 της Συμβάσεως, ως "απόφαση" κατά την έννοια της Συμβάσεως νοείται κάθε απόφαση που έχει εκδοθεί από "δικαστήριο συμβαλλόμενου κράτους". Για τη σχέση μεταξύ των αποφάσεων αυτών και των αποφάσεων δικαστηρίων τρίτων κρατών κρίσιμο είναι το σημείο 5 του άρθρου 27. Κατά τη διάταξη αυτή, η απόφαση δικαστηρίου συμβαλλομένου κράτους δεν αναγνωρίζεται σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος,

"αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ίδιων διαδίκων και με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία σε μη συμβαλλόμενο κράτος, εφόσον η απόφαση αυτή συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος αναγνωρίσεως".

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, πρώτον, ότι η ίδια η Σύμβαση δέχεται ότι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες δεν αναγνωρίζεται η εκδοθείσα βάσει της Συμβάσεως απόφαση σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, επειδή η απόφαση αυτή είναι ασυμβίβαση με δικαστική απόφαση τρίτου κράτους. Δεύτερον, το γεγονός ότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώριση στο κράτος αναγνωρίσεως σημαίνει ότι το ζήτημα της αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων τρίτων κρατών διέπεται από το δίκαιο και μόνο του οικείου συμβαλλομένου κράτους. Η Σύμβαση των Βρυξελλών ρυθμίζει μόνο τις συνέπειες που έχει η ύπαρξη μιας αναγνωρισμένης ή δυναμένης να αναγνωριστεί αποφάσεως δικαστηρίου τρίτου κράτους και μιας δικαστικής αποφάσεως συμβαλλομένου κράτους που είναι ασυμβίβαστη με την πρώτη - η σύγκρουση δε αυτή αίρεται υπέρ της χρονικά προγενέστερης δικαστικής αποφάσεως του τρίτου κράτους (33).

31. Επιπλέον, η Επιτροπή τόνισε ορθά ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών δεν θίγει το δικαίωμα των συμβαλλομένων κρατών να συνάπτουν με τρίτα κράτη συμφωνίες για την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων. Το ζήτημα αν τούτο προκύπτει, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, από το άρθρο 57 (34) ή (και) από άλλες διατάξεις και νομικές αρχές μπορεί να μείνει εδώ αναπάντητο (35). Εν πάση περιπτώσει, το τελικό συμπέρασμα είναι ότι η αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων τρίτων κρατών διέπεται από το δίκαιο και μόνο του οικείου συμβαλλομένου κράτους (στο οποίο περιλαμβάνονται υφιστάμενες ενδεχομένως συμφωνίες με τρίτα κράτη).

Η ερμηνεία αυτή ανταποκρίνεται επίσης στον σκοπό της Συμβάσεως, δηλαδή στην απλούστευση των διατυπώσεων για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, όπως διακηρύσσεται στο άρθρο 220 της Συνθήκης ΕΟΚ (που αποτελεί το νόμιμο έρεισμα της Συμβάσεως των Βρυξελλών) και στο προοίμιο της Συμβάσεως. 'Οπως ανέφερα ήδη, οι δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες αναγνωρίζεται και κηρύσσεται εκτελεστή εντός ενός συμβαλλομένου κράτους μια απόφαση δεν μπορούν να κηρυχθούν εκτελεστές σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος. Η εφαρμογή της Συμβάσεως στις διαδικασίες αυτές δεν θα παρουσίαζε συνεπώς κανένα ενδιαφέρον για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού.

32. Αντίθετα, νομίζω ότι η παραπομπή της Επιτροπής στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Hagen ενδιαφέρει ακόμη λιγότερο την προκειμένη υπόθεση. Με την απόφαση εκείνη το Δικαστήριο δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

"Υπογραμμίζεται ότι σκοπός της Συμβάσεως δεν είναι η ενοποίηση των δικονομικών κανόνων, αλλά η κατανομή της διεθνούς δικαιοδοσίας, όσον αφορά την επίλυση των αστικών και εμπορικών διαφορών στις ενδοκοινοτικές σχέσεις (...)" (36).

Καθώς φαίνεται, η Επιτροπή συνάγει από το ανωτέρω χωρίο και από το γράμμα του άρθρου 220 της Συνθήκης ΕΟΚ ότι η Σύμβαση δεν έχει εφαρμογή επί των διαδικασιών που έχουν σχέση προς τρίτα κράτη. Θα δίσταζα πολύ να συμφωνήσω με την άποψη αυτή. Νομίζω όμως ότι δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί εδώ λεπτομερέστερα το ζήτημα αυτό. Πρώτον, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει ο κατά την ανωτέρω άποψη αναγκαίος σύνδεσμος προς την Κοινότητα, αφού η αναγνώριση και εκτέλεση της αποφάσεως του Αγίου Βικεντίου απασχολεί τα δικαστήρια δύο συμβαλλομένων κρατών. Δεύτερον, το ζήτημα αυτό θα εξεταστεί λεπτομερέστερα από το Δικαστήριο στην υπόθεση Harrods, η οποία εκκρεμεί ενώπιόν του (37).

33. Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί η στενή σχέση μεταξύ του τίτλου ΙΙ ("διεθνής δικαιοδοσία") και του τίτλου ΙΙΙ ("αναγνώριση και εκτέλεση") της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Η προβλεπόμενη από τη Σύμβαση απλοποιημένη διαδικασία για την εκτέλεση των αποφάσεων ενός συμβαλλομένου κράτους σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος αποτελεί το "αναγκαίο συμπλήρωμα του τίτλου ΙΙ" (38). Η θέσπιση διατάξεων σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και στη συνέχεια των διαδικαστικών διατάξεων (ιδίως των άρθρων 21 έως 23) αποβλέπει στη διευκόλυνση της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αποφάσεων που εκδίδονται κατόπιν των διαδικασιών αυτών. 'Οπως όμως έχω ήδη αναφέρει, τα αποτελέσματα μιας αποφάσεως συμβαλλομένου κράτους με την οποία κηρύσσεται εκτελεστή δικαστική απόφαση τρίτου κράτους περιορίζονται στο έδαφος του συμβαλλομένου αυτού κράτους. Η απόφαση αυτή περί περιαφής του εκτελεστήριου τύπου δεν μπορεί να κηρυχθεί η ίδια εκτελεστή σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος (39). Κατά συνέπεια, ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει ασυμβίβαστο μεταξύ τέτοιων αποφάσεων σε πλείονα του ενός κράτη μέλη. Αν η δικαστική απόφαση τρίτου κράτους κηρυχθεί εκτελεστή στο συμβαλλόμενο κράτος Α και παράλληλα απορριφθεί η αίτηση κηρύξεώς της ως εκτελεστής στο συμβαλλόμενο κράτος Β, η μόνη συνέπεια είναι ότι η εκτέλεση μπορεί μεν να πραγματοποιηθεί στο συμβαλλόμενο κράτος Α, όχι όμως στο συμβαλλόμενο κράτος Β.

Ασυμβίβαστο μεταξύ αποφάσεων εκδοθεισών σε διάφορα συμβαλλόμενα κράτη θα μπορούσε να προκύψει το πολύ μεταξύ μιας αποφάσεως περί περιαφής εκτελεστήριου τύπου και μιας αποφάσεως που να έχει εκδοθεί βάσει της Συμβάσεως (π.χ. κατόπιν της ιταλικής αστικής δίκης) - (βλ. κατωτέρω σημείο 60).

34. Το σημαντικότερο όμως είναι, κατ' εμέ, ότι στον τίτλο ΙΙ της Συμβάσεως δεν προβλέπεται καμία βάση διεθνούς δικαιοδοσίας για τις παρεμφερείς προς την προκειμένη διαδικασίες. Αν η Σύμβαση των Βρυξελλών εφαρμοζόταν και στις διαδικασίες που αφορούν την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων τρίτων κρατών, τότε, σύμφωνα με τη λογική που τη διέπει, θα είχε προβλέψει και τα δικαστήρια που θα είχαν διεθνή δικαιοδοσία για τις διαδικασίες αυτές.

35. Είναι όμως γεγονός ότι δεν προβλέπεται καμία τέτοια δωσιδικία. Κατά το άρθρο 2 της Συμβάσεως, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους ενάγονται καταρχήν ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού. Είναι προφανές ότι η δωσιδικία αυτή δεν αρμόζει για τις διαδικασίες που εξυπηρετούν την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων από τρίτα κράτη. Αν γινόταν δεκτή η αντίθετη άποψη, τούτο θα σήμαινε ότι η απόφαση αυτή θα μπορούσε καταρχήν να εκτελεστεί μόνο στο κράτος εντός του οποίου κατοικεί ο οφειλέτης. Εντούτοις, ακόμη και οι καθών δεν αμφισβητούν ότι ο δανειστής είναι ελεύθερος να επιλέξει το κράτος εντός του οποίου θα επιδιώξει την εκτέλεση της αποφάσεως της οποίας επέτυχε την έκδοση, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι το κράτος αυτό αναγνωρίζει τη δικαστική αυτή απόφαση. Επιπλέον, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου τόνισε ορθά ότι ενδέχεται να ανακύψουν περιπτώσεις στις οποίες διεξάγεται αναγκαστική εκτέλεση σε πλείονα του ενός κράτη βάσει της ίδιας δικαστικής αποφάσεως (40).

36. Η μόνη άλλη διάταξη της Συμβάσεως που να προβλέπει διεθνή δικαιοδοσία της οποίας μπορεί να τεθεί θέμα εφαρμογής εν προκειμένω είναι το άρθρο 16, σημείο 5 (41). Κατά τη διάταξη αυτή, αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία, έχουν

"σε θέματα αναγκαστικής εκτελέσεως αποφάσεων τα δικαστήρια του συμβαλλόμενου κράτους του τόπου εκτελέσεως".

37. Η πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου που αφορούσε την ερμηνεία της διατάξεως αυτής ήταν η εκδοθείσα στην υπόθεση AS-Autoteile Service κατά Malhe (42). Αντικείμενο της υποθέσεως εκείνης ήταν το ζήτημα αν η ανακοπή εκτελέσεως, την οποία προβλέπει το άρθρο 767 του γερμανικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εμπίπτει στο άρθρο 16, σημείο 5. Στο ζήτημα αυτό το Δικαστήριο έδωσε καταρχήν καταφατική απάντηση.

38. Πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η υπόθεση Reichert και Kockler (43), η οποία αφορούσε την παυλιανή αγωγή του γαλλικού δικαίου. Στην απόφαση του Δικαστηρίου αναφέρονται τα εξής:

"Από την άποψη αυτή, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο ουσιαστικός λόγος της αποκλειστικής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του τόπου εκτελέσεως της αποφάσεως είναι ότι εναπόκειται μόνο στα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ζητείται η αναγκαστική εκτέλεση να εφαρμόζουν τους κανόνες ως προς τη δράση, στο έδαφος αυτό, των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την αναγκαστική εκτέλεση." (44)

Στη συνέχεια το Δικαστήριο παραπέμπει στην έκθεση Jenard, στην οποία αναφέρεται ότι ως "αμφισβητήσεις σχετικές με την εκτέλεση αποφάσεων" νοούνται οι αμφισβητήσεις οι οποίες μπορεί να προκύψουν από τη "χρήση βίας, τη λήψη συντηρητικών μέτρων ή την αποστέρηση κινητών και ακινήτων προκειμένου να εξασφαλιστεί η εφαρμογή των αποφάσεων ή πράξεων (...)" (45).

'Οπως εξέθεσε ο γενικός εισαγγελέας C. Gulmann με τις προτάσεις του στην ανωτέρω υπόθεση, οι υποθέσεις για τις οποίες ισχύει το άρθρο 16, σημείο 5, της Συμβάσεως είναι υποθέσεις που έχουν άμεση σχέση με την αναγκαστική εκτέλεση (46).

39. Οι διαδικασίες που έχουν ως αντικείμενο την κήρυξη δικαστικών αποφάσεων ως εκτελεστών δεν αφορούν όμως - όπως τόνισε ακόμη μία φορά η εκπρόσωπος των καθών κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου - την αναγκαστική εκτέλεση, αλλά τη φάση που προηγείται της αναγκαστικής εκτελέσεως. Κατά συνέπεια, το άρθρο 16, σημείο 5, δεν καλύπτει τις διαδικασίες αυτές (47). Τούτο ανταποκρίνεται επίσης προς τη γενική αρχή ότι οι διατάξεις που αποτελούν εξαίρεση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 2, όπως οι διατάξεις του άρθρου 16, σημείο 5, πρέπει, σε περίπτωση αμφιβολιών, να ερμηνεύονται στενά (48).

40. Ακόμη και αν δεν γινόταν δεκτή η ανωτέρω άποψη και επιλεγόταν, αντίθετα, η ευρεία ερμηνεία της έννοιας "θέματα αναγκαστικής εκτελέσεως αποφάσεων", το άρθρο 16, σημείο 5, δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί εν προκειμένω. Σύμφωνα με τον ορισμό που δίδεται στο άρθρο 25 της ίδιας της Συμβάσεως, ως απόφαση κατά την έννοια της Συμβάσεως νοείται κάθε απόφαση εκδιδόμενη από δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους (49), ενώ στην προκειμένη περίπτωση τίθεται θέμα εκτελέσεως αποφάσεως δικαστηρίου τρίτου κράτους (50).

41. Οι καθών έχουν πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι το σύστημα διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζεται στον τίτλο Ι της Συμβάσεως δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις σαν την προκειμένη. Προκειμένου όμως να καταλήξουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα - ιδίως δε στην εφαρμογή των άρθρων 21 έως 23 της Συμβάσεως - προτείνουν την εξής λύση: στις περιπτώσεις αυτές η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων των συμβαλλομένων κρατών καθορίζεται κατ' αναλογία προς τα άρθρα 57 και 4 της Συμβάσεως (51).

42. Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη θεωρητική αυτή κατασκευή. Στις περιπτώσεις τις οποίες έχει εφαρμογή η Σύμβαση των Βρυξελλών, το ζήτημα ποιο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία ρυθμίζεται από την ίδια τη Σύμβαση. Συναφώς, αναφέρονται τα εξής στην έκθεση Jenard:

"Η Σύμβαση, καθιερώνοντας κοινούς κανόνες δικαιοδοσίας, έχει (...) σαν στόχο να κατοχυρώσει (...), ως προς το θέμα που κλήθηκε να ρυθμίσει, μια πραγματική έννομη τάξη από την οποία πρέπει να προκύπτει η μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Με το πνεύμα αυτό, η κωδικοποίηση των κανόνων δικαιοδοσίας που περιλαμβάνει ο τίτλος ΙΙ, λαμβανομένων υπόψη όλων των υπαρχόντων συμφερόντων, ορίζει ποιο είναι το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο για να επιληφθεί μιας διαφοράς (...)" (52)

'Οπως έχει δεχθεί το Δικαστήριο, ο σκοπός αυτής της Συμβάσεως επιτυγχάνεται με το να προβλέπονται σ' αυτήν ορισμένοι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, οι οποίοι καθορίζουν σε ποιες περιπτώσεις, περιοριστικώς απαριθμούμενες, μπορεί ο εναγόμενος να εναχθεί εκτός του κράτους κατοικίας του (53). Κατά την απόφαση αυτή, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους κατοικίας του εναγομένου (άρθρο 2 της Συμβάσεως) αποτελεί γενική αρχή, αποκλίσεις από την οποία επιτρέπονται μόνο στις ρητά προβλεπόμενες από τη Σύμβαση περιπτώσεις:

"Συνεπώς, οι εισάγοντες εξαίρεση από τη γενική αυτή αρχή κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας δεν είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε ερμηνεία βαίνουσα πέραν των προβλεπομένων από τη Σύμβαση περιπτώσεων." (54)

43. Κατά συνέπεια, η λύση που προτείνουν οι καθών θα ήταν ασυμβίβαστη με τους σκοπούς που επιδιώκει η Σύμβαση των Βρυξελλών, ιδίως δε με τον σκοπό της ασφάλειας δικαίου. Επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι η Σύμβαση δεν περιέχει κανέναν κανόνα περί διεθνούς δικαιοδοσίας σχετικά με τις διαδικασίες αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων τρίτων κρατών (55). Τούτο επιβεβαιώνει το συμπέρασμα ότι η Σύμβαση δεν έχει εφαρμογή επί των διαδικασιών αυτών.

44. Το ίδιο ισχύει, κατά την άποψή μου, στις περιπτώσεις στις οποίες η νομοθεσία ενός συμβαλλομένου κράτους προβλέπει ότι οι δικαστικές αποφάσεις τρίτων κρατών εκτελούνται κατόπιν ασκήσεως actio iudicati. Είναι προφανές ότι ούτε στις περιπτώσεις αυτές προβλέπεται στη Σύμβαση κανείς κανόνας περί διεθνούς δικαιοδοσίας.

45. Επί του ζητήματος αν εντούτοις μπορούν εν προκειμένω να εφαρμοστούν τουλάχιστον τα άρθρα 21, 22 ή 23 της Συμβάσεως και επί των σχετικών επιχειρημάτων θα αναπτύξω τις παρατηρήσεις μου αργότερα (56).

46. Οι ανωτέρω σκέψεις επιβεβαιώνουν, κατά τη γνώμη μου, το συμπέρασμα ότι οι κανόνες της Συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας και ο τίτλος ΙΙ έχουν συνολικά εφαρμογή μόνο επί των "αρχικών" υποθέσεων, επί των οποίων δεν έχει ακόμη εκδοθεί απόφαση, και όχι επί των διαδικασιών που αφορούν την εκτέλεση εκδοθεισών ήδη αποφάσεων (57).

Η μόνη διάταξη που θα μπορούσε να εμποδίσει την ερμηνεία αυτή είναι το άρθρο 16, σημείο 5, του οποίου το περιεχόμενο εξετάστηκε ήδη ανωτέρω. 'Οπως εξέθεσε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η διάταξη αυτή εμφανίζεται ως ξένο σώμα, το οποίο δεν φαίνεται να ταιριάζει απόλυτα με τις λοιπές διατάξεις του τίτλου ΙΙ (58). Εκτός του ότι η διάταξη αυτή αποτελεί μια ουσιαστικά αυτονόητη ρύθμιση (59), η διάταξη αυτή ανήκει, από άποψη περιεχομένου, στον τίτλο ΙΙΙ της Συμβάσεως. Ζήτημα εφαρμογής της διατάξεως αυτής τίθεται μόνο εφόσον έχει ήδη εκδοθεί δικαστική απόφαση, της οποίας πρόκειται να ζητηθεί ή έχει ήδη ζητηθεί η εκτέλεση. Προφανώς, ο μόνος λόγος για τον οποίο η διάταξη αυτή περιελήφθη μεταξύ των διατάξεων του τίτλου ΙΙ ήταν η βούληση των συντακτών της Συμβάσεως να απαριθμήσουν περιοριστικά, στον τίτλο αυτό, όλες τις βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας (60). Η ύπαρξη της διατάξεως αυτής δεν αναιρεί συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, το συμπέρασμα ότι οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που αποτελούν το αντικείμενο του τίτλου ΙΙ της Συμβάσεως αποτελούν - με την εξαίρεση του άρθρου 16, σημείο 5 - κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας για την άσκηση της αρχικής αγωγής.

47. Ας εξετάσουμε τώρα το ζήτημα αν η Σύμβαση των Βρυξελλών έχει εφαρμογή επί των επιμέρους ζητημάτων (issues) που ανακύπτουν κατά τις διαδικασίες αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων τρίτων κρατών. 'Οπως αναφέρθηκε ήδη, το High Court διέταξε, στο πλαίσιο της κύριας υποθέσεως, τη διεξαγωγή κατ' αντιδικία διαδικασίας (trial) επί δύο ζητημάτων που ετίθεντο κατά τη διαδικασία της εκτελέσεως: επί του ζητήματος αν η αιτούσα επέτυχε την έκδοση αποφάσεως στον 'Αγιο Βικέντιο με απατηλά μέσα και επί του ζητήματος αν η αναγνώριση της δικαστικής αυτής αποφάσεως στην Αγγλία αντιβαίνει προς τη δημόσια τάξη.

48. Αν εξεταστούν τα καθαρώς τυπικά στοιχεία, θα μπορούσε να συναχθεί οπωσδήποτε το συμπέρασμα ότι οι παρεμπίπτουσες αυτές διαδικασίες αποτελούν αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, κατά την έννοια του άρθρου 1 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, και ότι συνεπώς θα μπορούσαν να εφαρμοστούν επί των διαδικασιών αυτών οι διατάξεις της Συμβάσεως, περιλαμβανομένων και των άρθρων 21 έως 23.

Την άποψη αυτή υποστήριξε με ιδιαίτερη ευγλωττία η εκπρόσωπος των καθών κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου. Εντούτοις, θεωρώ ότι η άποψη αυτή δεν πρέπει να γίνει δεκτή.

49. Πρέπει καταρχάς να ληφθεί υπόψη ότι η εφαρμογή των διατάξεων της Συμβάσεως των Βρυξελλών περί διεθνούς δικαιοδοσίας επί ορισμένων ζητημάτων ή, ακριβέστερα, επί διαδικασιών που αφορούν επιμέρους ζητήματα θα οδηγούσε σε ανεπιθύμητα αποτελέσματα.

50. Αν οι διαδικασίες αυτές αποτελούσαν διαδικασίες σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, κατά την έννοια του άρθρου 1, τότε οι διατάξεις της Συμβάσεως περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα είχαν εφαρμογή και επί των διαδικασιών αυτών. Στην περίπτωση αυτή, όπως τόνισαν ορθότατα οι καθών με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, θα ετίθετο το πολύ ζήτημα εφαρμογής του κανόνα του άρθρου 2 περί διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους εντός του οποίου κατοικεί ο εναγόμενος. Εν προκειμένω τούτο θα σήμαινε ότι διεθνή δικαιοδοσία για το ζήτημα αν η αιτούσα πέτυχε την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως στο τρίτο κράτος με απατηλά μέσα θα αποκτούσαν τα ιταλικά δικαστήρια. Τα αγγλικά δικαστήρια θα είχαν τότε εξουσία να αποφανθούν επί του ζητήματος αυτού, μόνον εφόσον υπήρχε συμφωνία περί παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας που να τα καθιστά αρμόδια (61). Αυτό θα σήμαινε κατά κανόνα ότι τα δικαστήρια συμβαλλομένου κράτους, εντός του οποίου πρόκειται να εκτελεστεί δικαστική απόφαση τρίτου κράτους, δεν θα ήταν πλέον σε θέση να αποφαίνονται αυτοτελώς επί της εκτελεστότητας, εφόσον ο κατά τη δικαστική απόφαση οφειλέτης κατοικούσε σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος.

Οι συνέπειες όμως αυτές θα ήσαν απαράδεκτες. Αν στα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης επέλθουν ορισμένες ελάχιστες αλλαγές, αποδεικνύεται το παράλογο της λύσεως αυτής. Αν οι καθών είχαν την κατοικία τους ή την έδρα τους όχι στην Ιταλία, αλλά π.χ. στη Γαλλία, τότε επί του εριζομένου ζητήματος θα έπρεπε να αποφασίσουν τα γαλλικά δικαστήρια, μολονότι η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως του τρίτου κράτους πρόκειται να χωρήσει στην Ιταλία και στην Αγγλία.

51. Κυρίως όμως επιβάλλεται η παρατήρηση ότι οι καθών διασπούν αυθαίρετα σε δύο ή και περισσότερα μέρη τη διαδικασία περιαφής του εκτελεστήριου τύπου που κίνησε η αιτούσα και ισχυρίζονται ότι η "trial" την οποία διέταξε το High Court αποτελεί καθ' όλα αυτοτελή διαδικασία. 'Εχω μεγάλες αμφιβολίες αν η αντίληψη αυτή είναι ορθή. Η διαδικασία, τη διεξαγωγή της οποίας διέταξε το High Court, αποβλέπει στη διασαφήνιση ορισμένων αμφισβητουμένων ζητημάτων, τα οποία ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας περιαφής του εκτελεστήριου τύπου, και εντάσσεται στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής. Κατά τη γνώμη μου, είναι επομένως φυσικότερο να γίνεται εδώ λόγος για διαδικασία επί παρεμπίπτοντος ζητήματος (τον όρο αυτό άλλωστε έχω χρησιμοποιήσει μέχρι τώρα). Κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για ενιαία διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει μεν διάφορες φάσεις, αλλά δύσκολα θα μπορούσε να διαιρεθεί σε πλείονες αυτοτελείς διαδικασίες. Εν πάση περιπτώσει, συμφωνώ με την σαφέστατα διατυπωθείσα άποψη του Sir Peter Pain ότι η Σύμβαση δεν έχει εφαρμογή επί της διαδικασίας αυτής (62).

52. Το αν η προκειμένη διαδικασία αποτελεί, κατά το αγγλικό δίκαιο, απλώς τμήμα της διαδικασίας περιαφής του εκτελεστήριου τύπου ή, αντίθετα, αυτοτελή διαδικασία απόκειται φυσικά στην κρίση και μόνο των αγγλικών δικαστηρίων. Στο ζήτημα όμως αν πρόκειται ενδεχομένως για διαδικασία που εμπίπτει στη Σύμβαση πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να δοθεί απάντηση βάσει της Συμβάσεως και μόνο. Σε αντίθετη περίπτωση θα υπήρχε συγκεκριμένα ο κίνδυνος να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το εθνικό δίκαιο το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής της Συμβάσεως. 'Εχει άρα η Σύμβαση εφαρμογή, όταν επί ορισμένου ζητήματος διεξάγεται αυτοτελής διαδικασία, όπως συμβαίνει κατά το αγγλικό δίκαιο, και δεν έχει εφαρμογή όταν, κατά το δίκαιο ενός συμβαλλομένου κράτους, όλα τα ανακύπτοντα ζητήματα πρέπει να διασαφηνιστούν στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας; Αν γινόταν δεκτό ότι ακόμη και στην τελευταία περίπτωση η Σύμβαση μπορεί να έχει εφαρμογή επί των επιμέρους ζητημάτων, θα δημιουργούνταν προβλήματα οριοθετήσεως, που θα ήταν πολύ δύσκολο να επιλυθούν. Ορθώς η Επιτροπή και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υπογράμμισαν τους κινδύνους που θα δημιουργούνταν συναφώς για την ασφάλεια δικαίου.

53. Κατά συνέπεια, νομίζω ότι για τα ζητήματα που ανακύπτουν σε διαδικασίες αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων τρίτων κρατών ισχύει το ίδιο ακριβώς που ισχύει για τις διαδικασίες αυτές: η Σύμβαση των Βρυξελλών δεν έχει εφαρμογή ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίπτωση. Αυτή είναι επίσης η άποψη της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής.

Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

54. Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα το House of Lords ερωτά αν τα άρθρα 21, 22 ή 23 έχουν εφαρμογή επί διαδικασιών σαν την προκειμένη. Για την καλύτερη κατανόηση του ερωτήματος αυτού θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι δικαστικές αποφάσεις που εξέδωσαν επί της ίδιας υποθέσεως το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Τόσο το High Court όσο και το Court of Appeal έκριναν ότι, ακόμη και αν η ίδια η Σύμβαση είχε εφαρμογή εν προκειμένω, δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν τα άρθρα 21 έως 23 της Συμβάσεως.

Απ' όσα εξέθεσα ήδη σχετικά με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα συνάγεται ουσιαστικά και η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα. Εφόσον η ίδια η Σύμβαση δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, το ίδιο ισχύει και για τις διατάξεις της περί εκκρεμοδικίας και συνάφειας.

55. Οι καθών πάντως ισχυρίζονται ότι η ίδια η Σύμβαση πρέπει να εφαρμόζεται ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν έχουν εφαρμογή οι κανόνες της περί διεθνούς δικαιοδοσίας. Οι καθών δηλαδή υποστηρίζουν ότι τα άρθρα 21 έως 23 της Συμβάσεως μπορούν να εφαρμόζονται, ακόμη και αν η διεθνής δικαιοδοσία των επιληφθέντων δικαστηρίων δεν ρυθμίζεται από τις διατάξεις της Συμβάσεως, αλλά από το οικείο εθνικό δίκαιο. Συναφώς οι καθών επικαλούνται κυρίως την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Overseas Union Insurance (63).

56. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε διαφορά που είχε ανακύψει μεταξύ ορισμένων επιχειρήσεων αντασφαλίσεως, που είχαν την έδρα τους στην Κοινότητα, και μιας ασφαλιστικής εταιρίας που είχε την έδρα της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αμερικανική εταιρία ενήγαγε τους αντασφαλιστές ενώπιον του tribunal de commerce του Παρισιού, από το οποίο ζήτησε να τους υποχρεώσει να της καταβάλουν τα ποσά που οφείλονταν βάσει των συμβάσεων αντασφαλίσεως. Οι αντασφαλιστές ισχυρίστηκαν ότι το γαλλικό δικαστήριο δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία. Επιπλέον, οι αντασφαλιστές προσέφυγαν στο High Court στο Λονδίνο, από το οποίο ζήτησαν να αναγνωρίσει ότι δεν υπείχαν καμία υποχρέωση από τις συμβάσεις αντασφαλίσεως. Το High Court ανέστειλε την ενώπιόν του εκκρεμή διαδικασία, κατ' εφαρμογή του άρθρου 21, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως, μέχρις ότου το γαλλικό δικαστήριο αποφανθεί αν είχε διεθνή δικαιοδοσία.

Κατά της αποφάσεως αυτής οι αντασφαλιστές άσκησαν έφεση. Κατόπιν αυτού το Court of Appeal υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ως προς το ζήτημα, μεταξύ άλλων, αν το άρθρο 21 έχει εφαρμογή ανεξαρτήτως της έδρας των διαδίκων. Η αιτία της υποβολής του αιτήματος αυτού ήταν ότι η αμερικανική επιχείρηση είχε την έδρα της εκτός της Κοινότητας και ότι συνεπώς, κατά το άρθρο 4 της Συμβάσεως, το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων έπρεπε να ρυθμιστεί βάσει του αγγλικού δικαίου.

57. Το Δικαστήριο τόνισε ότι το άρθρο 21 δεν αναφέρει την κατοικία των κατοίκων και συνήγαγε τα εξής:

"Επομένως, από το γράμμα του άρθρου 21 προκύπτει ότι η διάταξη αυτή πρέπει να εφαρμόζεται τόσο στην περίπτωση κατά την οποία η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου καθορίζεται από την ίδια τη Σύμβαση όσο και στην περίπτωση κατά την οποία η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από τη νομοθεσία συμβαλλομένου κράτους σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συμβάσεως." (64)

58. Νομίζω όμως ότι η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν ασκεί καμία επιρροή επί της λύσεως που πρέπει να δοθεί στην προκειμένη περίπτωση. Αντίθετα απ' ό,τι υποστηρίζουν οι καθών, η απόφαση στην υπόθεση Overseas Union Insurance αφορούσε ένα σύνολο στοιχείων που δεν είναι συγκρίσιμα με τα στοιχεία της προκειμένης υποθέσεως. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε ρητά στις περιπτώσεις στις οποίες η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων καθορίζεται - κατ' εφαρμογή του άρθρου 4 - από την ίδια τη Σύμβαση. Τούτο όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

59. Το Δικαστήριο πάντως, με την απόφαση εκείνη, αναφέρθηκε επίσης γενικότατα στις διατάξεις αυτές, και συγκεκριμένα στο άρθρο 21, οι δε καθών επικαλούνται το σχετικό χωρίο της αποφάσεως:

"(...) [με το τμήμα αυτό] επιδιώκεται, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης εντός της Κοινότητας, η αποφυγή παραλλήλων διαδικασιών εκκρεμών ενώπιον των δικαστηρίων διαφόρων συμβαλλομένων κρατών και η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από αυτές. Επομένως, με τη ρύθμιση αυτή επιδιώκεται να αποκλειστεί, όσο είναι δυνατό, εξαρχής η δημιουργία μιας καταστάσεως όπως αυτή στην οποία αναφέρεται το άρθρο 27, περίπτωση 3, δηλαδή η μη αναγνώριση αποφάσεως λόγω του ότι είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως. Κατά συνέπεια, προκειμένου να επιτευχθούν αυτοί οι σκοποί, το άρθρο 21 πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως κατά τρόπο που να καλύπτει καταρχήν όλες τις περιπτώσεις εκκρεμοδικίας ενώπιον δικαστηρίων συμβαλλομένων κρατών, ανεξάρτητα από την κατοικία των διαδίκων." (65)

60. Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι υποστηρίζεται από τους θεωρητικούς του δικαίου ότι το άρθρο 21 της Συμβάσεως έχει γενικότατη εφαρμογή, όταν η ίδια υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων συμβαλλομένων κρατών, ανεξάρτητα από το αν η διεθνής δικαιοδοσία των επιληφθέντων δικαστηρίων απορρέει από τις διατάξεις της Συμβάσεως ή από άλλες διατάξεις (66). Θα μπορούσε συνεπώς να υποστηριχθεί ότι τα άρθρα 21 έως 23 της Συμβάσεως των Βρυξελλών έχουν - άμεση ή αναλογική - εφαρμογή επί περιπτώσεων σαν την προκειμένη (67). Ας υποτεθεί λοιπόν ότι ένα από τα ιταλικά δικαστήρια (είτε το δικαστήριο που καλείται να αποφασίσει για την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου στην Ιταλία είτε το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η ιταλική αστική δίκη) διαπιστώσει ότι η αιτούσα μετήλθε απάτη και ας υποτεθεί επιπλέον ότι η απόφαση αυτή μπορούσε καταρχήν να αναγνωριστεί στην Αγγλία (68). Αν εν τω μεταξύ τα αγγλικά δικαστήρια έχουν αποφανθεί ότι επιτρέπεται η εκτέλεση στην Αγγλία της αποφάσεως που εκδόθηκε στον 'Αγιο Βικέντιο, τότε θα πρέπει να αναμένεται ότι η μόλις προαναφερθείσα ιταλική απόφαση δεν θα μπορούσε πλέον να αναγνωριστεί, αφού θα ήταν ασυμβίβαστη με την αγγλική απόφαση περί περιαφής του εκτελεστήριου τύπου. Στην περίπτωση αυτή θα δημιουργούνταν μια από τις καταστάσεις, στην αποφυγή επελεύσεως των οποίων αποβλέπει η Σύμβαση των Βρυξελλών. Για την αποφυγή του κινδύνου αυτού θα μπορούσε πράγματι να τεθεί θέμα (άμεσης ή αναλογικής) εφαρμογής των άρθρων 21 έως 23.

61. Νομίζω ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι διατάξεις των άρθρων 21 έως 23 αποτελούν μια γενική ρύθμιση, η οποία μπορεί να εφαρμόζεται καταρχήν και σε περιπτώσεις στις οποίες τούτο δεν προβλέπεται ρητά από τη Σύμβαση. Προς απόδειξη τούτου, αρκεί η εξέταση του ιστορικού της καθιερώσεως του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως Προσχωρήσεως του 1978 (69). Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι η εξασφάλιση της ομοιόμορφης ερμηνείας του άρθρου 57 (70). Προς τούτο, το άρθρο 25, παράγραφος 2, στοιχείο α', της Συμβάσεως Προσχωρήσεως ορίζει ότι το δικαστήριο το οποίο θεμελιώνει τη διεθνή δικαιοδοσία του, κατ' εφαρμογή του άρθρου 57, σε σύμβαση σχετική με ειδικό θέμα πρέπει οπωσδήποτε να τηρεί το άρθρο 20 της Συμβάσεως των Βρυξελλών (71). Από την έκθεση του καθηγητή Schlosser συνάγεται ότι η μη ρύθμιση του ζητήματος της εφαρμογής του άρθρου 21 ήταν εσκεμμένη, προκειμένου η ρύθμισή του να αφεθεί "στη νομολογία και τη θεωρία" (72).

62. Kατά τη γνώμη μου όμως, στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι αναγκαία η περαιτέρω εξέταση του θεωρητικού εφευρήματος των καθών. Κατά τη γνώμη μου, προκειμένου να είναι καταρχήν δυνατή η εφαρμογή των άρθρων 21 έως 23, πρέπει οπωσδήποτε η σχετική διαδικασία να εμπίπτει, τουλάχιστον κατά το αντικείμενό της, στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, όπως έχω ήδη τονίσει, στην περίπτωση της διαδικασίας περιαφής του εκτελεστήριου τύπου. Η Σύμβαση καταρτίστηκε για να ρυθμίζει τις συνηθισμένες, τις "αρχικές" δίκες. Η Σύμβαση δεν καλύπτει τις διαδικασίες αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων από τρίτα κράτη. 'Οσον αφορά τα επιμέρους ζητήματα που πρέπει να διασαφηνίζονται στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών, τα ζητήματα αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως υποθέσεις εμπίπτουσες στη Σύμβαση, μόνον εφόσον αποσπαστούν από τη διαδικασία εκτελέσεως στην οποία εντάσσονται. Για τους λόγους όμως που ανέφερα ήδη, νομίζω ότι τούτο δεν θα ήταν φρόνιμο.

63. Συνεπώς, στη συνέχεια θα εξετάσω επικουρικά και μόνο το ζήτημα ποιες από τις διατάξεις των άρθρων 22 έως 23 θα ήταν κρίσιμες, αν γινόταν δεκτή, αντίθετα απ' ό,τι υποστηρίζω, η άποψη ότι οι διατάξεις αυτές έχουν καθαυτές εφαρμογή σε περιπτώσεις σαν την προκειμένη. Επ' ευκαιρία της εξετάσεως αυτής θα αποδειχθεί επίσης ότι το κατά την προφορική διαδικασία διατυπωθέν επιχείρημα των καθών ότι, αν γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω, θα δημιουργηθεί "τεράστιο ρήγμα" (gaping hole) στην έννομη προστασία των καθών δεν είναι πειστικό. Οφείλω να συμφωνήσω με τους καθών ότι δεν θα ήταν σωστό να είναι υποχρεωμένοι να αποδεικνύουν ότι η αιτούσα πέτυχε την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως στον 'Αγιο Βικέντιο με απατηλά μέσα σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος στο οποίο η αιτούσα θα επιδίωκε να εκτελέσει τη δικαστική αυτή απόφαση. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου τόνισε όμως σαφώς ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η εφαρμογή των διατάξεων του εθνικού δικονομικού δικαίου μπορεί να εξαλείψει τις αρνητικές αυτές συνέπειες, χωρίς να χρειάζεται η εφαρμογή των διατάξεων της Συμβάσεως περί εκκρεμοδικίας και συνάφειας: νομίζω ότι τούτο συμβαίνει όντως εν προκειμένω.

64. 'Οσον αφορά την ίδια τη διαδικασία περιαφής του εκτελεστήριου τύπου, θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι κρίσιμο το άρθρο 22. Η αγγλική διαδικασία εκτελέσεως αφορά μόνο το ζήτημα αν η δικαστική απόφαση που εκδόθηκε στον 'Αγιο Βικέντιο επιτρέπεται να εκτελεστεί στην Αγγλία. Το ίδιο ισχύει και για την ιταλική διαδικασία εκτελέσεως, στο πλαίσιο της οποίας το δικαστήριο αποφασίζει αν η δικαστική απόφαση μπορεί να εκτελεστεί στην Ιταλία. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν στο άρθρο 21 δοθεί ευρύτατη ερμηνεία, υπέρ της οποίας έχει ταχθεί το Δικαστήριο (73), το επίδικο αντικείμενο δεν είναι το ίδιο. Το ίδιο ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, και για τη σχέση μεταξύ της αγγλικής διαδικασίας εκτελέσεως και της ιταλικής αστικής δίκης: και στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει το ίδιο αντικείμενο, κατά την έννοια του άρθρου 21.

65. Για τον ίδιο λόγο αποκλείεται επίσης η εφαρμογή του άρθρου 23. Είναι βέβαια απόλυτα φυσιολογικό ότι τα αγγλικά δικαστήρια έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία για να αποφανθούν κατά πόσον πρέπει να επιτραπεί η εκτέλεση στην Αγγλία, όπως ακριβώς και τα ιταλικά δικαστήρια έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία για το ζήτημα αν δικαστική απόφαση μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή στην Ιταλία. Είναι επομένως φυσικό ότι η Επιτροπή στηρίζει τους επικουρικούς ισχυρισμούς της στο άρθρο 16, σημείο 5 (74). Το άρθρο 23 φαίνεται όμως να αφορά τις - λίγες οπωσδήποτε - περιπτώσεις στις οποίες τα δικαστήρια διαφόρων συμβαλλομένων κρατών έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία για την επίλυση της ίδιας διαφοράς. Αυτό όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω, αφού η απόφαση για την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου παράγει αποτελέσματα μόνον εντός του οικείου συμβαλλομένου κράτους. Είναι δε προφανές ότι ούτε η εφαρμογή του άρθρου 23 θα ήταν σκόπιμη: αν τα αγγλικά δικαστήρια, τα οποία εν προκειμένω επελήφθησαν δεύτερα κατά σειρά, έπρεπε να κηρυχθούν αναρμόδια υπέρ των ιταλικών δικαστηρίων, τότε η αιτούσα δεν θα είχε - προσωρινά τουλάχιστον - καμία δυνατότητα να επιτύχει την κήρυξη εκτελεστής στην Αγγλία της δικαστικής αποφάσεως που εκδόθηκε υπέρ αυτής.

66. Κατά το άρθρο 22, πρώτη παράγραφος, όταν συναφείς αγωγές έχουν ασκηθεί ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων συμβαλλομένων κρατών, το δικαστήριο που έχει επιληφθεί μεταγενέστερα "μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία", εφόσον οι αγωγές αυτές "είναι εκκρεμείς σε πρώτο βαθμό" (75). Είναι συναφείς, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι αγωγές "που συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά, ώστε να υπάρχει συμφέρον να εξεταστούν και να εκδικασθούν ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα ήταν ασυμβίβαστες, αν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά" (άρθρο 22, τρίτη παράγραφος).

67. Το άρθρο 22 παρέχει συνεπώς στο μεταγενεστέρως επιληφθέν δικαστήριο τη δυνατότητα να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία, χωρίς όμως να το υποχρεώνει προς τούτο (76). Στο ίδιο αποτέλεσμα θα κατέληγε και η εφαρμογή του εθνικού δικονομικού δικαίου αντί του άρθρου 22 της Συμβάσεως.

Ο δικαστής Parker, ο οποίος απήγγειλε την ομόφωνη απόφαση του Court of Appeal στην προκειμένη υπόθεση, τόνισε ότι, κατά το αγγλικό δίκαιο, η απόφαση των ιταλικών δικαστηρίων με την οποία θα διαπιστωνόταν ότι η αιτούσα είχε μετέλθει απάτη θα μπορούσε να έχει σημασία για την αγγλική διαδικασία εκτελέσεως από την άποψη του issue estoppel (77). Το Court of Appeal συνήγαγε ότι τα αγγλικά δικαστήρια είχαν την εξουσία να αναστείλουν την αγγλική διαδικασία επί του ζητήματος της απάτης μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί του ζητήματος αυτού στην Ιταλία (78). Το High Court είχε αποφασίσει, κατόπιν ώριμης σκέψης, να μην αναστείλει την αγγλική διαδικασία εκτελέσεως, επειδή αφενός μεν δεν ήταν βέβαιο ότι τα ιταλικά δικαστήρια θα αποφαίνονταν επί του ζητήματος της απάτης και αφετέρου θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να αναμένεται η έκδοση της αποφάσεως αυτής στο άμεσο μέλλον. Το Court of Appeal επικύρωσε την απόφαση αυτή, μολονότι αναγνώρισε την αξία των επιχειρημάτων που συνηγορούσαν υπέρ της διασαφηνίσεως του επίδικου αυτού ζητήματος από τα ιταλικά δικαστήρια και μολονότι απέδωσε ιδιαίτερο βάρος στα επιχειρήματα αυτά (79).

Στο ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα θα μπορούσε να οδηγήσει η εφαρμογή του άρθρου 22 της Συμβάσεως των Βρυξελλών (80).

68. Κατά τη διατύπωση των επικουρικών αυτών παρατηρήσεων, ας προχωρήσουμε τώρα στην εξέταση του ζητήματος ποιες διατάξεις θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στα επιμέρους επίδικα ζητήματα, τα οποία ανακύπτουν κατά τις διαδικασίες αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων από τρίτα κράτη. Στην προκειμένη περίπτωση θα ετίθετο καταρχήν θέμα εφαρμογής τόσο του άρθρου 21 όσο και του άρθρου 22 (81). Επί του ζητήματος αυτού θα εκφραστώ με συντομία, ειδάλλως θα ήμουν αναγκασμένος να εμπλακώ στη διατύπωση ατέρμονων υποθέσεων. Οι καθών έχουν βέβαια υποστηρίξει επανειλημμένα ότι το ζήτημα κατά πόσον η αιτούσα πέτυχε την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως στον 'Αγιο Βικέντιο με απατηλά μέσα ανακύπτει τόσο στην ιταλική διαδικασία εκτελέσεως όσο και στην ιταλική αστική δίκη. 'Οπως όμως εξέθεσαν ήδη το High Court και το Court of Appeal, δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα ότι τα ιταλικά δικαστήρια θα αποφανθούν επί του ζητήματος αυτού. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί αν στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσε να εφαρμοστεί το άρθρο 21 ή το άρθρο 22. Η μόνη συνεπώς δυνατή διαπίστωση είναι γενικά ότι θα ετίθετο θέμα εφαρμογής του άρθρου 21, αν επρόκειτο για διαδικασίες "με το ίδιο αντικείμενο", ενώ θα είχε εφαρμογή το άρθρο 22, αν επρόκειτο μόνο για συναφείς υποθέσεις.

69. Αν υποτεθεί ότι εν προκειμένω θα μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο το άρθρο 22 (πράγμα που θεωρώ πιθανό), τούτο θα σήμαινε ότι το μεταγενεστέρως επιληφθέν δικαστήριο θα ήταν ελεύθερο να αποφασίσει αν έπρεπε να αναστείλει τη διαδικασία ή όχι. Επ' αυτού επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα θα μπορούσε οπωσδήποτε να επιτευχθεί βάσει των κρίσιμων εθνικών δικονομικών κανόνων.

Το αποτέλεσμα βέβαια θα ήταν διαφορετικό, αν μπορούσε να εφαρμοστεί το άρθρο 21 της Συμβάσεως. Πρέπει δε να τονισθεί ότι το Δικαστήριο, ως γνωστόν, ερμηνεύει τη διάταξη αυτή ευρύτατα. Θα ήθελα συναφώς να υπενθυμίσω κυρίως την απόφαση στην υπόθεση Gubisch (82).

Σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 21, το μεταγενεστέρως επιληφθέν δικαστήριο θα έπρεπε να διαπιστώσει αυτεπάγγελτα την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου.

70. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό θα σήμαινε ότι τα αγγλικά δικαστήρια θα έπρεπε - αναφέρομαι σχετικά μόνο στο ζήτημα της απάτης - να διαπιστώσουν την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας τους υπέρ των ιταλικών δικαστηρίων, αφού τα δικαστήρια αυτά ήταν αναμφισβήτητα τα πρώτα που επελήφθησαν της υποθέσεως. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η λύση αυτή θα κατέληγε σε εύλογα αποτελέσματα. Επί του επιδίκου ζητήματος θα εκδιδόταν απόφαση των ιταλικών δικαστηρίων, τα οποία είναι οπωσδήποτε τα πλέον ενδεδειγμένα προς τούτο: η μητρική γλώσσα των κυριοτέρων διαδίκων και των περισσοτέρων μαρτύρων είναι η ιταλική η κατοικία ή η έδρα των καθών και των περισσοτέρων μαρτύρων βρίσκεται στην Ιταλία όλα σχεδόν τα κρίσιμα έγγραφα έχουν συνταχθεί στα ιταλικά. Τα σημαντικότερα από τα έγγραφα αυτά βρίσκονται στην κατοχή των ιταλικών δικαστηρίων και θα παραμείνουν στην κατοχή τους προφανώς μέχρι το τέλος των ποινικών διαδικασιών. Επιπλέον, οι πραγματογνώμονες που διόρισαν τα ιταλικά δικαστήρια και οι τεχνικοί σύμβουλοι των διαδίκων είναι Ιταλοί και έχουν συντάξει τις εκθέσεις τους στη μητρική τους γλώσσα.

71. Είναι πάντως προφανές ότι το αποτέλεσμα αυτό θα ήταν απόρροια του γεγονότος και μόνο ότι τα πρώτα δικαστήρια που επελήφθησαν της υποθέσεως ήσαν τα ιταλικά. Αν όμως η αιτούσα είχε ζητήσει την αναγνώριση της εκτελεστότητας της αποφάσεως στην Αγγλία ή σε άλλο κράτος μέλος πριν επιληφθούν των ζητημάτων αυτών τα ιταλικά δικαστήρια, τότε διεθνή δικαιοδοσία κατά το άρθρο 21 θα είχαν τα αγγλικά δικαστήρια ή τα δικαστήρια του άλλου κράτους μέλους και όχι τα ιταλικά δικαστήρια, μολονότι τα ιταλικά αυτά δικαστήρια έχουν σαφώς αμεσότερη σχέση με τα προς διευκρίνιση πραγματικά περιστατικά. Η εφαρμογή της Συμβάσεως των Βρυξελλών θα είχε επομένως ως συνέπεια ότι το επίμαχο ζήτημα θα διασαφηνιζόταν μεν από τα δικαστήρια ενός μόνο συμβαλλομένου κράτους, όχι όμως από τα δικαστήρια του κράτους μέλους που, λόγω της αμεσότερης σχέσης του προς τα πραγματικά περιστατικά, θα ήταν ακριβώς το περισσότερο ενδεδειγμένο.

72. 'Οπως αναφέρθηκε ήδη, η Σύμβαση των Βρυξελλών καθορίζει στον τίτλο ΙΙ τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων με βάση το κριτήριο ποια είναι τα δικαστήρια τα οποία, κατόπιν σταθμίσεως όλων των συμφερόντων, είναι τα πλέον ενδεδειγμένα να αποφανθούν επί της διαφοράς (83). Για τον λόγο αυτό το άρθρο 21 της Συμβάσεως αίρει απλούστατα υπέρ του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου τη σύγκρουση που οφείλεται στο ότι έχουν επιληφθεί της ίδιας διαφοράς δύο δικαστήρια, τα οποία έχουν διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου ΙΙ. Αν όμως η διεθνής δικαιοδοσία του ενός από τα δικαστήρια αυτά (ή και των δύο) απορρέει, όπως εν προκειμένω, όχι από τις διατάξεις των άρθρων 2 έως 18 της Συμβάσεως, αλλά απευθείας από το εθνικό δίκαιο, τότε δεν υπάρχει συνάφεια. Η εφαρμογή του άρθρου 21 μπορεί να έχει στην περίπτωση αυτή εύλογα αποτελέσματα, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε τέτοια αποτελέσματα.

Κατά συνέπεια, επιβεβαιώνεται ακόμη μία φορά ότι τα άρθρα 21 έως 23 - καθώς και ολόκληρη η Σύμβαση - αφορούν τη διεθνή δικαιοδοσία στις αρχικές δίκες (original jurisdiction) και δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή ούτε επί των διαδικασιών αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων από τρίτα κράτη ούτε επί των ζητημάτων που ανακύπτουν κατά τις διαδικασίες αυτές.

73. Το στοιχείο που τονίστηκε ιδιαίτερα από τους καθών, δηλαδή ότι τούτο θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια να υποβληθούν, λόγω της πληθώρας των διαδικασιών, σε ιδιαίτερα υψηλά έξοδα, θεωρώ, όπως και η Επιτροπή, ότι δεν είναι πειστικό. Η ύπαρξη ενδεχομένως πληθώρας διαδικασιών οφείλεται στο γεγονός ακριβώς ότι ο νικήσας δανειστής μπορεί να εκτελέσει ή τουλάχιστον να αποπειραθεί να εκτελέσει την υπέρ αυτού εκδοθείσα δικαστική απόφαση σε πλείονα του ενός κράτη.

Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

74. Με το τρίτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά ποιες είναι οι αρχές του κοινοτικού δικαίου που πρέπει να εφαρμόσει το μεταγενεστέρως επιληφθέν δικαστήριο για να κρίνει αν πρέπει να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία. Το ερώτημα αυτό αφορά συνεπώς τα κριτήρια που πρέπει να τηρούνται κατά την εφαρμογή του άρθρου 22 της Συμβάσεως. Κατόπιν της απαντήσεως που πρότεινα στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, θα εξετάσω και τα προβλήματα που θέτει το τρίτο αυτό ερώτημα επικουρικά και μόνο.

75. Η απόφαση που καλείται να λάβει το εθνικό δικαστήριο κατά το άρθρο 22 της Συμβάσεως αποτελεί έκφραση διακριτικής ευχέρειας. Είναι αυτονόητο ότι ιδιαίτερη σημασία έχουν συναφώς οι περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης υποθέσεως. Τα εθνικά δικαστήρια πρέπει συναφώς να λαμβάνουν υπόψη ότι σκοπός της διατάξεως αυτής είναι "η αποφυγή παραλλήλων διαδικασιών εκκρεμών ενώπιον των δικαστηρίων διαφόρων συμβαλλομένων κρατών και η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από αυτές", όπως τόνισε το Δικαστήριο με την απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Overseas Union Insurance (84). Θα ήταν επομένως σκόπιμο να αποφασίζουν τα εθνικά δικαστήρια, σε περίπτωση υπάρξεως αμφιβολιών, την αναστολή της ενώπιόν τους διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 22 (85).

76. Επιπλέον, για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει στα δικαστήρια το άρθρο 22 κρίσιμη σημασία έχουν τρία κυρίως στοιχεία, χωρίς βέβαια να αποκλείεται να έχουν σημασία και ορισμένες άλλες πλευρές:

- ο βαθμός της συνάφειας και του κινδύνου εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων,

- η φάση στην οποία βρίσκεται κάθε διαδικασία και

- η εγγύτητα των δικαστηρίων προς τα πραγματικά περιστατικά.

77. Είναι προφανές ότι η αναστολή της διαδικασίας εκ μέρους του μεταγενεστέρως επιληφθέντος δικαστηρίου είναι τόσο περισσότερο επιβεβλημένη, όσο στενότερη είναι η συνάφεια των διαδικασιών στη συγκεκριμένη περίπτωση. 'Οταν στη διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιον του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου τα κρίσιμα ζητήματα είναι εν μέρει διαφορετικά, τότε ενδέχεται να ενδείκνυται η μη αναστολή της διαδικασίας ενώπιον του μεταγενεστέρως επιληφθέντος δικαστηρίου (86). Η απόφαση π.χ. ενός δικαστηρίου να μην αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία θα μπορούσε να είναι βάσιμη, εφόσον το σκεπτικό του θα ήταν ότι η διαδικασία αυτή αφορά μόνο τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και συνεπώς δεν υφίσταται ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (87). 'Οσο όμως περισσότερο συναφείς είναι οι διαδικασίες και όσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να καταλήξουν τα δικαστήρια σε ασυμβίβαστα μεταξύ τους συμπεράσματα, τόσο πιθανότερο είναι ότι το μεταγενεστέρως επιληφθέν δικαστήριο θα αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 22.

78. Αντίθετα απ' ό,τι υποστηρίζουν οι καθών, είναι επίσης θεμιτό να λαμβάνει υπόψη το μεταγενεστέρως επιληφθέν δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει αν θα αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία, την πρόοδο καθεμιάς από τις παράλληλες διαδικασίες. Η διαδικασία ενώπιον του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου κανονικά θα βρίσκεται σε πιο προχωρημένο στάδιο απ' ό,τι η διαδικασία ενώπιον του μεταγενεστέρως επιληφθέντος δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί συναφής διαδικασία. Αν όμως τούτο δεν συμβαίνει και δεν μπορεί να προβλεφθεί πότε θα εκδοθεί απόφαση επί της πρώτης διαδικασίας, τότε το μεταγενεστέρως επιληφθέν δικαστήριο δεν κωλύεται να λάβει υπόψη του το στοιχείο αυτό, προκειμένου να κρίνει, κατά διακριτική ευχέρεια, αν θα αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία.

79. Τέλος, είναι αυτονόητο ότι, κατά την άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας, μπορεί να εξετάζεται ποιο δικαστήριο είναι το πλέον ενδεδειγμένο για να αποφανθεί επί ορισμένου ζητήματος (88).

Γ - Πρόταση

80. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την εξής απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα του House of Lords:

Η Σύμβαση των Βρυξελλών, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, δεν έχει εφαρμογή επί των διαδικασιών που αφορούν την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων σε τρίτα κράτη ούτε επί των ζητημάτων που ανακύπτουν στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών.

() Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

(1) - Το κράτος αυτό ανήκει στη Βρετανική Κοινοπολιτεία και βρίσκεται, ως γνωστόν, στην Ανατολική Καραϊβική (η κυριότερη νήσος, ο 'Αγιος Βικέντιος, βρίσκεται 160 περίπου χιλιόμετρα δυτικά των Mπαρμπάντος και 130 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Γρενάδας). Το 1990 ο πληθυσμός του ανερχόταν, κατ' εκτίμηση, σε 116 000, η δε συνολική του έκταση ανέρχεται σε 388 τετραγωνικά χιλιόμετρα (Τhe New Encyclopaedia Britannica, Micropaedia, τόμος 10, 15η έκδοση, Σικάγο κ.α. 1992).

(2) - Ως διαδικασία εκτελέσεως νοείται εφεξής η διαδικασία κηρύξεως ως εκτελεστής μιας αποφάσεως που έχει εκδοθεί στην αλλοδαπή και όχι η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, δηλαδή της εφαρμογής μιας δικαστικής αποφάσεως με μέσα εξαναγκασμού (βλ. συναφώς περισσότερες λεπτομέρειες στο σημείο 15 κατωτέρω).

(3) - Ο Νano είναι αυτός που διαπραγματεύθηκε καθ' υπόθεση με τους καθών τη σύμβαση δανείου και κατέβαλε τα χρήματα, ενώ ο Layne είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της αιτούσας.

(4) - Βλ., εκτενέστερα L. Collins κ.λπ. (εκδ.): Dicey and Morris on the Conflict of Laws, ενδέκατη έκδοση, τόμος Ι, Λονδίνο 1987, σ. 425 επ. (Common Law), σ. 477 επ. (Administration of Justice Act 1920) και σ. 490 επ. (Civil Jurisdiction and Judgements Act 1982), καθώς και: P. M. North και J. J. Fawcett (εκδ.): Cheshire and North' s Private International Law, δωδέκατη έκδοση, Λονδίνο/Δουβλίνο/Εδιμβούργο 1992, σ. 345 επ.

(5) - Πρόκειται δηλαδή για μια μορφή της actio iudicati, η οποία απαντούσε ήδη στο ρωμαϊκό δίκαιο και το ius commune.

(6) - 'Αρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο d, του Administration of Justice Act του 1920.

(7) - Βλ. άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο f, του Administration of Justice Act του 1920.

(8) - 'Αρθρο 9, παράγραφος 4, στοιχείο b, του Administration of Justice Act του 1920, σε συνδυασμό με την RSC (Rules of the Supreme Court) Order 71, rule 9.

(9) - RSC Order 71, rule 9 (2): The Court hearing such application may order any issue between the judgment creditor and the judgement debtor to be tried in any manner in which an issue in an action may be ordered to be tried .

(10) - Το Supreme Court Practice (1993), τόμος Ι, μέρος Ι (Λονδίνο 1992), παραπέμπει (αριθ. 71/9/2) στην RSC Οrder 33, rules 3 και 4 (2). Η Οrder 33, rule 3, oρίζει τα εξής: The Court may order any question or issue arising in a cause or matter, whether of fact or law or partly of fact and partly of law, and whether raised by the pleadings or otherwise, to be tried before, at or after the trial of the cause or matter, and may give directions as to the manner in which the question or issue shall be stated. H δεύτερη παράγραφος της Order 33, rule 4, είναι διατυπωμένη ως εξής: In any such action different questions or issues may be ordered to be tried at different places or by different modes of trial and one or more questions or issues may be ordered to be tried before the others.

(11) - [1966] 1 Q.B. 828. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε κατ' εφαρμογή του Foreign Judgments (Reciprocal Enforcement) Act του 1933.

(12) - Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε συνοπτικά στο The Times Law Reports της 29ης Αυγούστου 1990.

(13) - Το κρίσιμο εν προκειμένω χωρίο της Διατάξεως του High Court έχει ως εξής: That issues be tried between the Plaintiff and the Defendants as to whether the Registration Order and all proceedings herein subsequent thereto should be set aside on the grounds that the judgments proposed to be registered fall within one or more of the cases in which a judgment may not be ordered to be registered under Section 9 of the Administration of Justice Act 1920 that is to say the cases set out in Section 9 (2) (d) and 9 (2) (f) thereof.

(14) - [1991] 4 All E.R. 833 [1992] 2 W.L.R. 127.

(15) - [1991] 4 All E.R. 193 [1992] 2 W.L.R. 621.

(16) - Εκτός από τους καθών, στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου μετέσχον μόνο η Επιτροπή και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου.

(17) - Εν προκειμένω εφαρμογή έχει η Σύμβαση των Βρυξελλών όπως είχε διαμορφωθεί μετά τις Συμβάσεις Προσχωρήσεως της 9ης Οκτωβρίου 1978 και της 25ης Οκτωβρίου 1982. Το κείμενο αυτό της Συμβάσεως έχει δημοσιευθεί στην ΕΕ C 97, της 11ης Απριλίου 1983, σ. 2.

(18) - Οι αποφάσεις με τις οποίες κηρύσσονται από τα δικαστήρια ενός κράτους ως εκτελεστές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλο κράτος ονομάζονται επίσης αποφάσεις για την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου.

(19) - 'Οπως είδαμε ανωτέρω, το High Court διέταξε επίσης τη διεξαγωγή χωριστής διαδικασίας επί του παρεμπίπτοντος ζητήματος αν η αναγνώριση της αποφάσεως που εκδόθηκε στον 'Αγιο Βικέντιο αντιβαίνει προς την αγγλική δημόσια τάξη (βλ. ανωτέρω σημείο 10 και υποσημείωση 13).

(20) - Βλ. ανωτέρω σημείο 4.

(21) - Βλ. π.χ. την περίληψη των ισχυρισμών των καθών στην απόφαση του Court of Appeal (Parker L.J.), [1991] 4 All E.R. 833, 840 a.

(22) - Οι έννοιες αυτές ορίζονται στο σημείο 6 και στο σημείο 9 της Διατάξεως περί παραπομπής: καλύπτουν συνεπώς τις διαδικασίες στις οποίες ζητείται η αναγνώριση της εκτελεστότητας της αποφάσεως αφενός στην Αγγλία και αφετέρου στην Ιταλία.

(23) - Σημείο 7 της Διατάξεως περί παραπομπής.

(24) - Βλ. π.χ. Ρ. Schlosser, Doppelexequatur zu Schiedsspruechen und auslaendischen Gerichtsentscheidungen? IPRax 1985, σ. 141 και 143, και J. Kropholler, Europaeisches Zivilprozessrecht, τρίτη έκδοση, Χαϊδελβέργη 1991, άρθρο 25, σημείο 16.

(25) - Βλ., επίσης, G. Droz, Competence judiciaire et effets des jugements dans le marche commun, Παρίσι 1972, σ. 270-271 (παράγραφος 437).

(26) - G. Droz, όπ.π. (υποσημ. 25), σ. 270 (παράγραφος 437) του ίδιου συγγραφέα: Pratique de la Convention de Bruxelles du 27 septembre 1968, Παρίσι 1973, σ. 62 (παράγραφος 138) R. Geimer, Anerkennung gerichtlicher Entscheidungen nach dem EWG-UEbereinkommen vom 27.9.1968, RIW 1976, σ. 139, 145 του ίδιου συγγραφέα: Das Anerkennungsverfahren gemaess Art. 26 Abs. 2 des EWG-UEbereinkommens vom 27. September 1968, JZ 1977, σ. 145, 148 του ίδιου συγγραφέα: Internationales Zivilprozessrecht, Κολωνία 1987, σ. 472 (παράγραφος 2310) R. Geimer/R. Schuetze, Internationale Urteilsanerkennung, τόμος I, 1, Muenchen 1983, σ. 985 D. Martiny, στο Ηandbuch des internationalen Zivilverfahrensrechts, τόμος III/2, Tuebingen 1984, σ. 38 (παράγραφος 64) P. Gothot/D. Holleaux, La Convention de Bruxelles du 27 Septembre 1968, Παρίσι 1985, σ. 134 επ. (παράγραφος 238) S. O' Malley/A. Layton, European Civil Practice, Λονδίνο 1989, σ. 678 (παράγραφος 25.33) J. Kropholler, όπ.π. (υποσημ. 24), σ. 259 (παράγραφος 19) H. Schack, Internationales Zivilverfahrensrecht, Μόναχο 1991, σ. 339 (παράγραφος 936) P. Gottwald, στο: Muenchener Kommentar zur Zivilprozessordnung, τόμος 3, Mόναχο 1992, άρθρο 25, παράγραφος 10. 'Αλλη άποψη υποστηρίζει ο R. Schuetze, Die Doppelexequierung auslaendischer Zivilurteile, ZZP 77 (1964), σ. 287 επ. του ίδιου συγγραφέα: RIW 1984, σ. 734 επ. Αμφιβολίες εκφράζει ο F. Juenger στο La Convention de Bruxelles du 27 septembre 1968 et la courtoisie internationale, Revue critique de droit international prive 1983, σ. 37, 48.

(27) - Βλ. P. Gothot/D. Holleaux, όπ.π. (υποσημ. 26), σ. 135 (παράγραφος 239) J. Kropholler, όπ.π. (υποσημ. 24), σ. 259 (παράγραφος 16) H. Schack, όπ.π. (υποσημ. 26), σ. 340 (παράγραφος 936). Διαφορετική άποψη διατυπώνουν οι S. O' Malley/A. Layton, loc. cit. (υποσημ. 26), σ. 680 (παράγραφος 25.36). Ενδιάμεση άποψη εκφράζει ο G. Droz, όπ.π. (υποσημ. 25), σ. 271 (αριθ. 437), υποσημ. 1 (κατά τον Droz, η απόφαση επί της actio iudicati μπορεί να εκτελεστεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος μόνο εφόσον κατά την έκδοσή της τηρήθηκαν οι κανόνες της Συμβάσεως των Βρυξελλών περί διεθνούς δικαιοδοσίας).

(28) - Βλ. συναφώς κατωτέρω σημεία 34 επ. και 44.

(29) - 'Εκθεση του P. Jenard για τη Σύμβαση των Βρυξελλών, ΕΕ 1986, C 298, σ. 29, και συγκεκριμένα σ. 38. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από την έκθεση του καθηγητή P. Schlosser σχετικά με τη Σύμβαση Προσχωρήσεως της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου (ΑΒl. C 59, της 5ης Μαρτίου 1979, σ. 71, και συγκεκριμένα σ. 82, σημείο 23).

(30) - Βλ. D. Martiny, όπ.π. (υποσημ. 26), ο οποίος θεωρεί - χωρίς πάντως να το αιτιολογεί - ότι οι αποφάσεις των δικαστηρίων κράτους μέλους που αναγνωρίζουν ή κηρύσσουν εκτελεστές αποφάσεις τρίτων κρατών δεν αποτελούν αποφάσεις σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις .

(31) - Συναφώς, βλ. π.χ. την απόφαση του Bundesgerichtshof της 4ης Ιουνίου 1992 (ΝJW 1992, 3096). Στην απόφαση αυτή το ανώτατο γερμανικό αστικό δικαστήριο αναφέρει ότι η διαδικασία για την κήρυξη ως εκτελεστής μιας αλλοδαπής αποφάσεως βάσει του άρθρου 722 του γερμανικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αποτελεί τακτική αστική δίκη , δηλαδή συνήθη αστική διαδικασία (όπ.π., σ. 3097).

(32) - Σχετικά με τα ζητήματα (issues) που ενδέχεται να ανακύπτουν στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών βλ. κατωτέρω σημεία 47 επ.

(33) - Βλ., συναφώς, G. Droz, όπ.π. (υποσημ. 26), σ. 334.

(34) - Κατά το άρθρο 57, η Σύμβαση των Βρυξελλών δεν θίγει τις συμβάσεις που ρυθμίζουν, σε ειδικά θέματα, την αναγνώριση ή την εκτέλεση αποφάσεων.

(35) - Επειδή στο άρθρο 57 γίνεται λόγος για συμβάσεις σε ειδικά θέματα , είναι πιθανό ότι η διάταξη αυτή δεν καλύπτει τις συνθήκες γενικής φύσεως που συνάπτονται μεταξύ δύο κρατών. Από το άρθρο 58 όμως, όπως ίσχυε πριν από τις τροποποιήσεις του, προκύπτει ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών (εκτός από την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 58) δεν θίγει ούτε τις συνθήκες αυτές.

(36) - Απόφαση της 15ης Μαΐου 1990 στην υπόθεση C-365/88, Συλλογή 1990, σ. Ι-1845, σκέψη 17 (η υπογράμμιση δική μου).

(37) - Υπόθεση C-314/92, Ladenimor κατά Intercomfinanz: η έναρξη της διαδικασίας αυτής οφείλεται επίσης σε υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων από το House of Lords.

(38) - 'Εκθεση Jenard, όπ.π, (υποσημ. 29). Συναφώς, βλ. επίσης τις προτάσεις μου στην υπόθεση 220/84, AS-Autoteile Service κατά Malhe (Συλλογή 1985, σ. 2268, και συγκεκριμένα σ. 2270).

(39) - Βλ. ανωτέρω σημεία 20 επ.

(40) - Αν π.χ. η αναγκαστική εκτέλεση στο κράτος Α δεν έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη ικανοποίηση της αξιώσεως του δανειστή, επειδή τα περιουσιακά στοιχεία που διαθέτει ο οφειλέτης στο κράτος αυτό δεν είναι επαρκή, τότε ο δανειστής μπορεί φυσικά να επιδιώξει την αναγκαστική εκτέλεση σε σχέση με το υπόλοιπο ποσό σε άλλο κράτος (εντός του οποίου διαθέτει ο οφειλέτης άλλα περιουσιακά στοιχεία). Σε σχέση με το άρθρο 4, βλ. κατωτέρω σημείο 41 και υποσημείωση 55.

(41) - Eίναι αυτονόητο ότι το άρθρο 18 της Συμβάσεως δεν αποτελεί τον ορθό κανόνα περί δικαιοδοσίας σε περιπτώσεις σαν την προκειμένη. Κατά τη διάταξη αυτή, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί το δικαστήριο ενός συμβαλλομένου κράτους να έχει δικαιοδοσία, εφόσον ο εναγόμενος παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου αυτού. Ο οφειλέτης όμως ο οποίος βρίσκεται σε παρεμφερή κατάσταση όπως οι καθών εν προκειμένω θα αμυνθεί κατά κανόνα κατά της αιτήσεως κηρύξεως της δικαστικής αποφάσεως ως εκτελεστής, αφού, σε αντίθετη περίπτωση, είναι βέβαιο ότι θα γίνει δεκτή η αίτηση και θα χωρήσει αναγκαστική εκτέλεση βάσει της δικαστικής αποφάσεως.

(42) - Aπόφαση της 4ης Ιουλίου 1985, Συλλογή 1985, σ. 2267.

(43) - Απόφαση της 26ης Μαρτίου 1992 στην υπόθεση C-261/90, Συλλογή 1992, σ. Ι-2149.

(44) - 'Οπ.π. (υποσημ. 43), σκέψη 26.

(45) - 'Οπ.π. (υποσημ. 43), σκέψη 27. Βλ. έκθεση Jenard, όπ.π. (υποσημ. 29). Στο σημείο αυτό η έκθεση Jenard παραπέμπει στον Α. Braas, Precis de procedure civile, τόμος Ι, τρίτη έκδοση, Βρυξέλλες/Λιέγη 1944, σ. 422 (παράγραφος 808).

(46) - Συλλογή 1992, σ. Ι-2160, και συγκεκριμένα 2164.

(47) - Βλ., επίσης, το προαναφερθέν έργο του A. Braas, όπ.π. (υποσημ. 45), ο οποίος διακρίνει μεταξύ αναγκαστικής εκτελέσεως και περιαφής του εκτελεστήριου τύπου. Προσεκτικότερα εκφράζεται ο P. Kaye, Civil jurisdiction and enforcement of foreign judgments, Abingdon 1987, σ. 956 επ.

(48) - J. Kropholler, όπ.π. (υποσημ. 24), σ. 156 (παράγραφος 3). Βλ., επίσης, την απόφαση του Δικαστηρίου που παρατίθεται κατωτέρω στο σημείο 42.

(49) - Βλ. ανωτέρω σημείο 30.

(50) - Διαφορετική άποψη υποστηρίζουν φυσικά οι D. Lasok και P. Stone, Conflict of laws in the European Community, Abingdon 1987, σ. 252: κατά τους συγγραφείς αυτούς, το άρθρο 16, σημείο 5, εφαρμόζεται ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η προς εκτέλεση απόφαση έχει εκδοθεί σε τρίτο κράτος.

(51) - Το άρθρο 4 ορίζει ότι, αν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία εντός της Κοινότητας, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος ρυθμίζεται καταρχήν από το δίκαιο του κράτους αυτού.

(52) - 'Οπ.π. (υποσημ. 29), σ. 44.

(53) - Απόφαση της 17ης Ιουνίου 1992 στην υπόθεση C-26/91, Handte (Συλλογή 1992, σ. Ι-3967, σκέψη 13).

(54) - 'Οπ.π. (υποσημ. 53), σκέψη 14 (η υπογράμμιση δική μου).

(55) - 'Ενας τέτοιος κανόνας περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα έπρεπε να ισχύει γενικά για όλες τις περιπτώσεις περιαφής του εκτελεστήριου τύπου σε δικαστικές αποφάσεις τρίτων κρατών. Είναι συνεπώς αυτονόητο ότι το άρθρο 4 της Συμβάσεως, το οποίο ισχύει μόνο για τους εναγομένους που δεν κατοικούν εντός συμβαλλομένου κράτους, δεν μπορεί να επιτελέσει τη λειτουργία αυτή.

(56) - Βλ. κατωτέρω σημεία 54 επ.

(57) - Βλ., επίσης, R. Geimer, EuGVUE und Aufrechnung: Keine Erweiterung der internationalen Entscheidungszustaendigkeit - Aufrechnungsverbot bei Abweisung der Klage wegen internationaler Unzustaendigkeit, IPRax 1986, σ. 208, 209 D. Lasok/P. Stone, όπ.π. (υποσημ. 50), σ. 197.

(58) - Βλ. σημείο 9 των παρατηρήσεων της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου ( a somewhat anomalous provision ) και A. Struycken, The rules of jurisdiction in the EEC Convention on jurisdiction and enforcement of judgments in civil and commercial matters, στο: Netherlands International Law Review 1978, σ. 354, 360 ( Its proper place in the Convention is rather, as an Article 25A, at the beginning of Title III ).

(59) - Βλ. επίσης I. Schwander, Die Gerichtszustaendigkeiten im Lugano-UEbereinkommen, στο: I. Schwander (εκδ.), Das Lugano-UEbereinkommen, σ. 61, και συγκεκριμένα σ. 92 (σχετικά με το άρθρο 16, σημείο 5, της Συμβάσεως του Λουγκάνο, το οποίο έχει ταυτόσημο περιεχόμενο).

(60) - Βλ. G. Droz, όπ.π. (υποσημ. 25), σ. 107 (παράγραφος 162).

(61) - Επί του άρθρου 18, βλ. ανωτέρω υποσημ. 41.

(62) - The answer to this, in my view, is that no provision is made as to such a hybrid creature in the convention (η φράση αυτή διατυπώνεται στο μη δημοσιευθέν κείμενο της αποφάσεως της 19ης Ιουλίου 1990, σ. 10).

(63) - Απόφαση της 27ης Ιουνίου 1991 στην υπόθεση C-351/89 (Συλλογή 1991, σ. Ι-3317).

(64) - 'Οπ.π. (υποσημ. 63), σκέψη 14.

(65) - 'Οπ.π. (υποσημ. 63), σκέψη 16. Βλ. επίσης την απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 1987 στην υπόθεση 144/86, Gubisch Maschinenfabrik κατά Palumbo (Συλλογή 1987, σ. 4861, σκέψη 8), καθώς και την απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 1990 στην υπόθεση C-220/88, Dumez France και Tracoba (Συλλογή 1990, σ. Ι-49, σκέψη 18).

(66) - P. Gothot/D. Holleaux, όπ.π. (υποσημ. 26), σ. 123 (αριθ. 217), G. Mueller, στο: A. Buelow/K.-H. Boeckstiegel/R. Geimer/R. Schuetze, Der internationale Rechtsverkehr in Zivil- und Handelssachen, Mόναχο (ενημέρωση μέχρι το 1991), σ. 606/169, H. Gaudemet-Tallon, Revue critique de droit international prive 1991, σ. 769, και συγκεκριμένα σ. 774.

(67) - Αυτή φαίνεται να είναι επίσης η άποψη του A. Briggs, The Law Quarterly Review 1991, σ. 531, και συγκεκριμένα σ. 534, ο οποίος θεωρεί ότι η ερμηνεία της Συμβάσεως επιβάλλεται να εξυπηρετεί τους σκοπούς της.

(68) - Επειδή η ιταλική απόφαση περί περιαφής του εκτελεστήριου τύπου δεν μπορεί καθαυτή να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί στα άλλα συμβαλλόμενα κράτη, η αναγνώριση αυτή θα αφορούσε, κατά πολύ, σύμφωνα με την υποστηριζόμενη εν προκειμένω άποψη, την απόφαση του ιταλικού δικαστηρίου που εκδίκασε την αστική υπόθεση.

(69) - Η διπάταξη αυτή προστέθηκε στο άρθρο 57, στη θέση της δεύτερης παράγραφου, κατ' εφαρμογή των διατάξεων της Συμβάσεως Προσχωρήσεως της 26ης Μαΐου 1989.

(70) - Επί του άρθρου 57, βλ. ανωτέρω υποσημ. 34.

(71) - Κατά το άρθρο 20, το δικαστήριο διαπιστώνει αυτεπάγγελτα την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, όταν ο εναγόμενος, ο οποίος κατοικεί στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους, δεν παρίσταται ενώπιόν του και η διεθνής δικαιοδοσία του δεν στηρίζεται σε άλλη διάταξη της Συμβάσεως.

(72) - 'Οπ.π. (υποσημ. 29), σ. 140 (αριθ. 240).

(73) - Βλ. την απόφαση στην υπόθεση Gubisch, όπ.π. (υποσημ. 65).

(74) - Παρά την άποψη της Επιτροπής, εμμένω εντούτοις, ακόμη και κατά την εξέταση των επικουρικών αυτών παρατηρήσεων, επί της απόψεώς μου ότι το άρθρο 16, σημείο 5, δεν έχει εφαρμογή επί των διαδικασιών περιαφής του εκτελεστήριου τύπου (βλ. ανωτέρω σημείο 39).

(75) - Κατά το άρθρο 22, δεύτερη παράγραφος, το μεταγενεστέρως επιληφθέν δικαστήριο μπορεί να διαπιστώσει, κατόπιν αιτήσεως ενός από τους διαδίκους, την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, υπό την προϋπόθεση ότι το δίκαιό του επιτρέπει την ένωση συναφών υποθέσεων και ότι το πρώτο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία και για τις δύο αγωγές . Η διάταξη αυτή (της οποίας η κατανόηση δεν είναι τόσο ευχερής) δεν ασκεί καμία επιρροή επί της προκειμένης διαδικασίας (βλ. τη διατύπωση του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος) και δεν χρειάζεται συνεπώς να εξεταστεί ενδελεχέστερα.

(76) - 'Οσον αφορά τις πλευρές του ζητήματος που πρέπει να εξεταστούν συναφώς, βλ. τις προτάσεις μου σχετικά με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

(77) - [1991] 4 Αll Ε. R. σ. 833, και συγκεκριμένα σ. 853 επ. Η ύπαρξη ενός issue estoppel σημαίνει ότι η εκ μέρους αλλοδαπού δικαστηρίου διαπίστωση ορισμένων πραγματικών ή νομικών περιστατικών δεν επιτρέπεται πλέον να αμφισβητηθεί ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων. Βλ. συναφώς γενικώς Dicey and Morris, όπ.π. (υποσημ. 4), σ. 432 επ.

(78) - Κατά συνέπεια, κρίνουμε ότι το αγγλικό δικαστήριο πρέπει να έχει την εξουσία να αναστείλει τη δίκη στην Αγγλία επί του ζητήματος κατά πόσον η έκδοση της αποφάσεως στον 'Αγιο Βικέντιο επιτεύχθηκε με απατηλά μέσα, ενόσω εκκρεμεί η δίκη επί του ίδιου ζητήματος στην Ιταλία. Θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη αδικία η συνέχιση της δίκης στην Αγγλία, όταν η έκδοση αποφάσεως επί του ζητήματος αυτού είναι ευχερέστερη στην Ιταλία και η ιταλική απόφαση μπορεί να είναι κρίσιμη επί του ζητήματος αυτού στο πλαίσιο της αγγλικής δίκης (όπ.π., υποσημ. 77, σ. 855, στοιχεία e και f).

(79) - Κατά την κρίση μας, η εκ μέρους των αγγλικών δικαστηρίων αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού πρέπει να έχει κοινοτικό και όχι εθνικιστικό ή σωβινιστικό χαρακτήρα (όπ.π., υποσημ. 77, σ. 856 επ.

(80) - Βλ. κατωτέρω σημεία 76 επ.

(81) - Είναι προφανές ότι για τη διασαφήνιση των ζητημάτων αυτών δεν υφίστανται εν προκειμένω πλείονες αποκλειστικές διεθνείς δικαιοδοσίες, πράγμα που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 23.

(82) - 'Οπ.π. (υποσημ. 65).

(83) - Βλ. ανωτέρω σημείο 42.

(84) - 'Οπ.π. (υποσημ. 63), σκέψη 16.

(85) - Βλ., συναφώς, την απόφαση του High Court (δικαστής Ognall J.) της 31ης Ιανουαρίου 1990 στην υπόθεση Virgin Aviation Services Limited κατά CAD Aviation Services, [1991] International Litigation Procedure 79. Το δικαστήριο αυτό εκθέτει στην ανωτέρω απόφαση ότι, όταν υποβάλλεται αίτηση αναστολής, υπάρχει ισχυρό τεκμήριο υπέρ της αναστολής [ (...) signifies that the strong presumption where an application is made for a stay, lies in favour of the applicant - όπ.π., σ. 88].

(86) - Βλ., σχετικά, μεταξύ άλλων, την απόφαση του OLG Karlsruhe της 4ης Αυγούστου 1977, RΙW 1977, σ. 718 επ. (= Ευρετήριο της νομολογίας επί του κοινοτικού δικαίου, σειρά Δ, Ι-5.3 - B 8).

(87) - Βλ. την απόφαση του Hof van Beroep te Antwerpen της 18ης Οκτωβρίου 1979, Belgische Rechtspraak in Handelszaken 1980, σ. 181, και συγκεκριμένα σ. 87 (= Ευρετήριο, I-22 - B 2).

(88) - Βλ. την απόφαση του Arrondissementsrechtbank 's-Gravenhage της 1ης Φεβρουαρίου 1985, Schip en Schade 1985, σ. 251, και συγκεκριμένα σ. 254 (= Ευρετήριο, I-22 B 8), και την απόφαση του δανικού Soe- og Handelsretten της 5ης Σεπτεμβρίου 1991, η οποία επικυρώθηκε με την απόφαση του Hoejesteret της 19ης Φεβρουαρίου 1992 (Ugeskrift for Retsvaesen 1992, σ. 403 επ.).