61991J0209

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 12ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1992. - ANNE WATSON RASK ΚΑΙ KIRSTEN CHRISTENSEN ΚΑΤΑ ISS KANTINESERVICE AS. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: SOE- OG HANDELSRETTEN - ΔΑΝΙΑ. - ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-209/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-05755


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Κοινωνική πολιτική * Προσέγγιση των νομοθεσιών * Μεταβίβαση επιχειρήσεων * Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων * Οδηγία 77/187 * Πεδίο εφαρμογής * Μεταβίβαση σε ανεξάρτητο επιχειρηματία της εκμεταλλεύσεως υπηρεσίας παρεχομένης από επιχείρηση υπέρ των εργαζομένων σ' αυτήν * Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας

(Οδηγία 77/187 του Συμβουλίου, άρθρο 1 PAR 1)

2. Κοινωνική πολιτική * Προσέγγιση των νομοθεσιών * Μεταβίβαση επιχειρήσεων * Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων * Οδηγία 77/187 * Τροποποίηση των όρων της συμβάσεως εργασίας που έχουν σχέση με τον μισθό * Απαγορεύεται * Εξαίρεση * Τροποποίηση της συμβάσεως εργασίας που επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο ανεξαρτήτως οποιασδήποτε μεταβιβάσεως

(Οδηγία 77/187 του Συμβουλίου, άρθρο 3)

Περίληψη


1. To άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, έχει την έννοια ότι η εν λόγω οδηγία μπορεί να εφαρμοσθεί σε περίπτωση κατά την οποία ορισμένος επιχειρηματίας αναθέτει, βάσει συμβάσεως, σε άλλον επιχειρηματία την ευθύνη εκμεταλλεύσεως υπηρεσίας προοριζομένης για εξυπηρέτηση των εργαζομένων, την οποία προηγουμένως διαχειριζόταν ο ίδιος, έναντι αντιπαροχής και διαφόρων πλεονεκτημάτων οι λεπτομέρειες των οποίων καθορίζονται στη μεταξύ τους συναφθείσα συμφωνία.

2. To άρθρο 3 της οδηγίας έχει την έννοια ότι, επί μεταβιβάσεως, οι όροι της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας που αφορούν τον μισθό, ιδίως την ημερομηνία καταβολής και τη σύνθεσή του, δεν μπορούν να τροποποιηθούν και αν ακόμη το συνολικό ποσό του μισθού παραμένει αμετάβλητο. Ωστόσο, η οδηγία δεν κωλύει τροποποίηση της σχέσεως εργασίας με τον νέο επιχειρηματία, αν το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο επιτρέπει τέτοιου είδους τροποποίηση εφόσον δεν πρόκειται για μεταβίβαση επιχειρήσεως. Εξάλλου, ο προς ον η μεταβίβαση υποχρεούται να διατηρήσει σε ισχύ τους όρους που έχουν συμφωνηθεί με συλλογική σύμβαση εργασίας στον ίδιο βαθμό που αυτές δεσμεύουν τον μεταβιβάζοντα, μέχρι την ημερομηνία καταγγελίας ή λήξεως της συλλογικής συμβάσεως, θέσεως σε ισχύ ή εφαρμογή άλλης συλλογικής συμβάσεως.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-209/91,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Soe- og Handelsretten i Koebenhavn προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Anne Watson Rask,

Kirsten Christensen

και

ISS Kantineservice A/S,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 1, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Zuleeg, πρόεδρο τμήματος, J. C. Moitinho de Almeida και F. Grevisse, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. van Gerven

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

* οι ενάγοντες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από τον Jens B. Bjoerst, δικηγόρο Κοπεγχάγης

* η εταιρία ISS Kantineservice, εκπροσωπούμενη από τον K. Werner, δικηγόρο Κοπεγχάγης

* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Karen Banks και τον Anders Christian Jessen, μέλη της νομικής υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των εναγόντων της κυρίας δίκης, της εναγομένης της κυρίας δίκης και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 1ης Οκτωβρίου 1992,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Οκτωβρίου 1992,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 30ής Ιουλίου 1991, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Αυγούστου του ιδίου έτους, το Soe- og Handelsretten i Koebenhavn υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 1, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171, στο εξής: οδηγία).

2 Τα εν λόγω ερωτήματα ανέκυψαν στο πλαίσιο δικών μεταξύ, αφενός, της Anne Watson Rask και της εταιρίας ISS Kantineservice (στο εξής: ISS) με κύριο αντικείμενο την ημερομηνία καταβολής του μισθού της και, αφετέρου, μεταξύ των Anne Watson Rask και Kirsten Christensen και της ιδίας εταιρίας, σχετικά με τα απαρτίζοντα τον μισθό τους στοιχεία.

3 Οι ενάγουσες της κυρίας δίκης εργάσθηκαν διαδοχικά ως υπάλληλοι της εταιρίας Philips (στο εξής: Philips), σε μία από τις τέσσερις καντίνες της εν λόγω εταιρίας, κατόπιν δε, από 1ης Ιανουαρίου 1989, απασχολήθηκαν από την ISS, η οποία ανέλαβε από της ημερομηνίας αυτής τη διαχείριση των εν λόγω τεσσάρων εστιατορίων δυνάμει συμφωνίας που συνήψε με τη Philips στις 2 Δεκεμβρίου 1988.

4 Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, η συμφωνία που συνήφθη μεταξύ της Philips και της ISS προέβλεπε ότι η δεύτερη θα ανελάμβανε πλήρως την ευθύνη διαχειρίσεως των εστιατορίων της Philips ιδίως τον προγραμματισμό των γευμάτων, τις αγορές, την προπαρασκευή, τη μεταφορά, τη διοίκηση στο σύνολό της καθώς και τις προσλήψεις και την εκπαίδευση του προσωπικού.

5 Επίσης, η ISS ανελάμβανε την υποχρέωση να προσφέρει, από 1ης Ιανουαρίου 1989, στο μονίμως απασχολούμενο από τη Philips προσωπικό στα εστιατόριά της εργασία, με τους ίδιους όρους μισθοδοσίας και αρχαιότητας. Στο πλαίσιο εκπληρώσεως της εν λόγω υποχρεώσεως η ISS προσέλαβε τις ενάγουσες της κύριας δίκης.

6 Σε αντάλλαγμα, η Philips ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει στην ISS, αφενός, ένα πάγιο μηνιαίο ποσό καλύπτον "όλα τα συνδεόμενα προς την κανονική διαχείριση έξοδα, όπως άμεσες και έμμεσες αμοιβές, ασφάλιση, στολές εργασίας, διαχείριση, καθώς και τα έξοδα ελέγχου και διοικήσεως", και, αφετέρου, το ποσό των εξόδων που αντιστοιχούν σε διάφορα προϊόντα, όπως σκεύη σερβιρίσματος μιας χρήσεως, υλικά συσκευασίας, πετσέτες ή προϊόντα καθαρισμού. Περαιτέρω, η Philips έθετε στη διάθεση της ISS, άνευ αντιπαροχής, τους εγκεκριμένους από την ISS χώρους πωλήσεως και παραγωγής, τον αναγκαίο για τη διαχείριση του εστιατορίου εξοπλισμό, το ηλεκτρικό ρεύμα, το ζεστό νερό και το τηλέφωνο και ανελάμβανε την υποχρέωση να εξασφαλίσει τη γενική συντήρηση των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού καθώς και την αποκομιδή των απορριμμάτων.

7 Αφορμή των κυρίων δικών αποτέλεσε η μονομερής τροποποίηση από την ISS, αφενός, της ημέρας καταβολής των μισθών των υπαχθέντων σ' αυτήν εργαζομένων, η οποία ορίστηκε η τελευταία εργάσιμη μέρα του μήνα αντί της τελευταίας Πέμπτης του μήνα, και, αφετέρου, των απαρτιζόντων τις αποδοχές των εν λόγω εργαζομένων στοιχείων, το συνολικό ποσό της οποίας παρέμεινε ωστόσο αμετάβλητο σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη συμφωνία.

8 Η Anne Watson Rask ζήτησε να της καταβάλλεται ο μισθός της όπως και στο παρελθόν, την τελευταία Πέμπτη του μήνα. Ζήτησε επίσης, όπως και η Kirsten Christensen, την παροχή διαφόρων αποζημιώσεων που τους καταβάλλονταν προηγουμένως από τη Philips. Η ISS αρνήθηκε να ανταποκριθεί στα αιτήματα αυτά και απέλυσε την Anne Watson Rask, κατόπιν αρνήσεως της τελευταίας να συνεχίσει τη σχέση εργασίας της υπό τις συνθήκες αυτές.

9 Ενώπιον του το Soe- og Handelsretten i Koebenhavn, στο οποίο η Anne Watson Rask άσκησε αγωγή αποζημιώσεως για καταχρηστική απόλυση και οι Anne Watson Rask και Kirsten Christensen άσκησαν αγωγές για την καταβολή των επιδίκων αποζημιώσεων, η ISS υποστήριξε ότι, σε αντίθεση προς τα προβαλλόμενα από τις ενάγουσες της κύριας δίκης, η συναφθείσα με τη Philips συμφωνία δεν συνιστούσε μεταβίβαση επιχειρήσεως κατά την έννοια της οδηγίας ή του δανικού νόμου 111 της 21ης Μαρτίου 1979, περί της νομικής καταστάσεως των μισθωτών εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, που θεσπίστηκε κατ' εφαρμογή της οδηγίας, και ότι κατά συνέπεια η ISS δεν ήταν σε καμία περίπτωση υποχρεωμένη να διατηρήσει σε ισχύ όρους μισθοδοσίας αυστηρά πανομοιότυπους με αυτούς της Philips.

10 Θεωρώντας ότι η ερμηνεία της οδηγίας ήταν απαραίτητη για την επίλυση των εν λόγω διαφορών, το Soe- og Handelsretten i Koebenhavn υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

"1) 'Εχει η οδηγία 77/187/ΕΟΚ εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία μία επιχείρηση, η επιχείρηση Α, συμφωνεί να αναλάβει τη διαχείριση του εστιατορίου μιας άλλης επιχειρήσεως, της επιχειρήσεως Β, και:

* η επιχείρηση Α έναντι πάγιας μηνιαίας αμοιβής βαρύνεται με 'το σύνολο των συνήθων εξόδων λειτουργίας, όπως άμεσες ή έμμεσες αμοιβές, ασφάλιση, στολές εργασίας, διοίκηση προσωπικού, έξοδα επιβλέψεως και διοικητικά έξοδα'

* η επιχείρηση Β αναλαμβάνει να θέσει στη διάθεση της επιχειρήσεως Α, χωρίς οικονομική επιβάρυνση, εγκεκριμένες από την τελευταία εγκαταστάσεις πωλήσεως και παραγωγής, ιδίως αποθηκευτικούς χώρους που μπορούν να κλειδώνουν, εξοπλισμό, ηλεκτρικό ρεύμα, ζεστό νερό και τηλέφωνο, καθώς και αποδυτήρια για το προσωπικό του εστιατορίου, αναλαμβάνοντας επίσης την αποκομιδή των απορριμμάτων

* η επιχείρηση Β φέρει το κόστος που αντιστοιχεί στα σκεύη μιας χρήσεως, στα υλικά συσκευασίας, στις πετσέτες και στα προϊόντα καθαρισμού

* η επιχειρηση Α προσφέρει στο προσωπικό του εστιατορίου της επιχειρήσεως Β απασχόληση με τους ίδιους όρους μισθοδοσίας και αρχαιότητα;

2) Επηρεάζεται η απάντηση στο ερώτημα 1 από το γεγονός ότι η λειτουργία του εστιατορίου συνιστά απλώς παροχή υπηρεσιών στους υπαλλήλους της επιχειρήσεως Β και, κατά συνέπεια, δεν έχει σχέση με τη γενική παραγωγή της επιχειρήσεως;

3) Αντίκειται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ η μετακίνηση της ημερομηνίας καταβολής των μισθών στους εργαζομένους και/ή η τροποποίηση της συνθέσεως των εν λόγω μισθών, εξυπακουομένου ότι, κατά τα άλλα, το συνολικό ποσό των αποδοχών παραμένει αμετάβλητο;"

11 Στην έκθεση ακροατηρίου εκτίθενται διεξοδικά τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, η εφαρμοστέα κοινοτική νομοθεσία, τα της ακολουθηθείσας διαδικασίας καθώς και οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος

12 Με τα δύο πρώτα προδικαστικά του ερωτήματα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν εάν το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει την έννοια ότι οι διατάξεις της μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία μία επιχείρηση αναθέτει, μέσω συμβάσεως, σε άλλη επιχείρηση την εκμετάλλευση υπηρεσίας προοριζομένης για τους εργαζομένους, η διαχείριση της οποίας εξασφαλιζόταν προηγουμένως από την πρώτη επιχείρηση, έναντι αντιπαροχής και διαφόρων πλεονεκτημάτων οι λεπτομέρειες των οποίων καθορίζονται στη συναφθείσα μεταξύ των δύο επιχειρήσεων συμφωνία.

13 Η Watson Rask και η Kirsten Christensen καθώς και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στα κατ' αυτόν τον τρόπο αναδιατυπωθέντα ερωτήματα. Ισχυρίζονται ότι δυνάμει μιας τέτοιας συμφωνίας η ευθύνη εκμεταλλεύσεως των οικείων υπηρεσιών μεταβιβάζεται στον αντισυμβαλλόμενο ο οποίος, ως εκ τούτου, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη των μισθωτών που εργάζονται στις εν λόγω υπηρεσίες. Οι ενάγουσες της κυρίας δίκης υποστηρίζουν επίσης ότι πρόκειται για μεταβίβαση "τμήματος εγκαταστάσεων" κατά την έννοια της οδηγίας, δεδομένου ότι οι μεταβιβασθείσες υπηρεσίες συνιστούν αυτόνομη οικονομική οντότητα στο πλαίσιο της μεταβιβάζουσας επιχειρήσεως.

14 Αντίθετα, η εναγομένη της κυρίας δίκης φρονεί ότι συμφωνία όπως αυτή που περιγράφεται από το αιτούν δικαστήριο δεν συνεπάγεται "μεταβίβαση επιχειρήσεως" κατά την έννοια της οδηγίας, εκτός εάν προσδοθεί στην τελευταία υπερβολικά ευρύ πεδίο εφαρμογής. Προβάλλει, αφενός, ότι συμφωνία αυτού του είδους δεν συνεπάγεται καμία μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας, καθότι δεν παρέχει στον αντισυμβαλλόμενο ούτε την πλήρη ευθύνη της εκμεταλλεύσεως, ιδίως όσον αφορά την πελατεία και τον καθορισμό των τιμών, ούτε την κυριότητα των στοιχείων του ενεργητικού που είναι απαραίτητα για την εν λόγω εκμετάλλευση. Προβάλλει, αφετέρου, ότι η εν λόγω συμφωνία αφορά υπηρεσία που δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως "επιχείρηση", κατά την έννοια της οδηγίας, λαμβανομένου υπόψη του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της σε σχέση με τη δραστηριότητα του μεταβιβάζοντος.

15 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 1988, 144/87 και 145/87, Berg, Συλλογή 1988, σ. 2559, σκέψη 17), η οδηγία έχει εφαρμογή σε κάθε περίπτωση αλλαγής, στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων, του φυσικού ή νομικού προσώπου που έχει την ευθύνη εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως και το οποίο, ως εκ τούτου, αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι των εργαζομένων στην επιχείρηση, χωρίς να έχει σημασία αν μεταβιβάζεται η κυριότητα της επιχειρήσεως.

16 Η προβλεπόμενη από την οδηγία προστασία ισχύει ιδίως, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, οσάκις η μεταβίβαση αφορά ορισμένη μόνο εγκατάσταση ή τμήμα εγκαταστάσεως, ήτοι τμήμα της επιχειρήσεως. Στην περίπτωση αυτή αφορά τους υπαγομένους στο τμήμα αυτό της επιχειρήσεως εργαζομένους αφού, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985, 186/83, Botzen (Συλλογή 1985, σ. 519, σκέψη 15), η εργασιακή σχέση χαρακτηρίζεται ουσιαστικά από τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ του εργαζομένου και του τμήματος της επιχείρησης στην οποία τοποθετήθηκε για να ασκεί τα καθήκοντά του.

17 Επομένως, οσάκις ένας επιχειρηματίας αναθέτει, βάσει συμφωνίας, την ευθύνη εκμεταλλεύσεως ορισμένης υπηρεσίας της επιχειρήσεώς του, όπως ένα εστιατόριο, σε έναν άλλο επιχειρηματία που αναλαμβάνει, ως εκ τούτου, τις υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι των υπαγομένων στην εν λόγω υπηρεσία μισθωτών, η προκύπτουσα μονάδα είναι δυνατό να υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο της 1, παράγραφος 1. Το γεγονός ότι, στην περίπτωση αυτή, η μεταβιβαζόμενη δραστηριότητα αποτελεί για τη μεταβιβάζουσα επιχείρηση παρακολουθηματική μόνο δραστηριότητα που δεν έχει κατ' ανάγκη σχέση με τον εταιρικό της σκοπό δεν μπορεί να συνεπάγεται αποκλεισμό της εν λόγω συναλλαγής από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Επίσης, το γεγονός ότι η μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του προς ον η μεταβίβαση συμφωνία αφορά την παροχή υπηρεσιών αποκλειστικά στον μεταβιβάζοντα έναντι αντιπαροχής, οι όροι καταβολής της οποίας καθορίζονται στη συμφωνία, δεν αποκλείει επίσης τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας.

18 Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν, ενόψει του συνόλου των πραγματικών περιστάσεων που περιγράφονται στη διάταξη παραπομπής του, πρόκεται για "μεταβίβαση επιχειρήσεως", κατά την έννοια της οδηγίας. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να του επισημανθεί ότι πρέπει να λάβει υπόψη τα ακόλουθα (βλ., προσφάτως, απόφαση της 19ης Μαΐου 1992, C-29/91, Redmond, Συλλογή 1992, σ. Ι-0000, σκέψεις 23 και 24).

19 Αφενός, το αποφασιστικό κριτήριο προς απόδειξη υπάρξεως μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας είναι αν η οντότητα για την οποία πρόκειται διατηρεί την ταυτότητά της, γεγονός που απορρέει ιδίως από την πραγματική εξακολούθηση της εκμεταλλεύσεως ή από την αναδραστηριοποίησή της.

20 Αφετέρου, προκειμένου να κριθεί αν πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν τη συναλλαγή για την οποία πρόκειται, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ιδίως το είδος της επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως για την οποία πρόκειται, η μεταβίβαση ή όχι των ενσωμάτων στοιχείων, όπως τα κτίρια και τα κινητά αντικείμενα, η αξία των ασωμάτων στοιχείων κατά τη στιγμή της μεταβιβάσεως, η ανάληψη ή όχι ουσιώδους μέρους των στοιχείων του ενεργητικού από τον νέον επικεφαλής της επιχειρήσεως, η μεταβίβαση ή όχι της πελατείας καθώς και ο βαθμός ομοιότητας των ασκουμένων δραστηριοτήτων πριν και μετά τη μεταβίβαση και η διάρκεια τυχόν αναστολής των εν λόγω δραστηριοτήτων. Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινισθεί ότι όλα αυτά τα στοιχεία δεν αποτελούν παρά επί μέρους πτυχές της συνολικής εκτιμήσεως που είναι αναγκαία και δεν θα πρέπει, ως εκ τούτου, να εκτιμώνται μεμονωμένως.

21 Για τους λόγους αυτούς, στα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει την έννοια ότι η εν λόγω οδηγία μπορεί να εφαρμοσθεί σε περίπτωση κατά την οποία ορισμένος επιχειρηματίας αναθέτει, βάσει συμβάσεως, σε άλλον επιχειρηματία την ευθύνη εκμεταλλεύσεως υπηρεσίας προοριζομένης για εξυπηρέτηση των εργαζομένων, την οποία προηγουμένως διαχειριζόταν ο ίδιος, έναντι αντιπαροχής και διαφόρων πλεονεκτημάτων οι λεπτομέρειες των οποίων καθορίζονται στη μεταξύ τους συναφθείσα συμφωνία.

Επί του τρίτου ερωτήματος

22 Με το τρίτο του ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το άρθρο 3 της οδηγίας έχει την έννοια ότι ο προς ον η μεταβίβαση υποχρεούται να διατηρήσει τους συμφωνηθέντες μεταξύ των εργαζομένων και του μεταβιβάζοντος όρους περί μισθοδοσίας, ιδίως δε την ημερομηνία καταβολής του μισθού και τα στοιχεία που τον απαρτίζουν, ακόμη και αν το συνολικό ποσό του μισθού παραμένει αμετάβλητο.

23 Στο άρθρο 3 της οδηγίας ορίζεται ότι:

"1. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που δημιουργούνται για τον εκχωρητή [μεταβιβάζοντα] από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση που υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, μεταβιβάζονται, εξ αιτίας της μεταβιβάσεως αυτής, στον εκδοχέα [προς ον η μεταβίβαση].

Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι ο εκχωρητής παραμένει και μετά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, και παράλληλα προς τον εκδοχέα, υπεύθυνος ως προς τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση.

2. Μετά τη μεταβίβαση, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, ο εκδοχέας διατηρεί τους όρους εργασίας που έχουν συμφωνηθεί από συλλογική σύμβαση κατά το ίδιο μέτρο που αυτοί έχουν προβλεφθεί για τον εκχωρητή, μέχρι την ημερομηνία της καταγγελίας ή λήξεως της συλλογικής συμβάσεως ή της ενάρξεως της ισχύος ή εφαρμογής άλλης συλλογικής συμβάσεως.

Τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίζουν τη διάρκεια διατηρήσεως των όρων εργασίας με την επιφύλαξη ότι δεν θα είναι κατώτερη του έτους."

24 Οι ενάγουσες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι το άρθρο 3 της οδηγίας επιβάλλει στον προς ον η μεταβίβαση την υποχρέωση να διατηρήσει τους όρους εργασίας και μισθοδοσίας που έχουν συμφωνηθεί με τον μεταβιβάζοντα, ιδίως όσον αφορά την ημερομηνία καταβολής των μισθών.

25 Η Επιτροπή και η ISS φρονούν ότι ο προς ον η μεταβίβαση εκδοχέας μπορεί να τροποποιήσει τους όρους που προβλέπονται στη σύμβαση ή στη σχέση εργασίας, καθόσον η εθνική νομοθεσία επιτρέπει μια τέτοια τροποποίηση μη υφισταμένης μεταβιβάσεως.

26 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., ιδίως, απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991, C-362/89, D' Urso κ.λπ., Συλλογή 1991, σ. Ι-4105, σκέψη 9), σκοπός της οδηγίας είναι να διασφαλίσει έναντι των εργαζομένων τους οποίους αφορά η μεταβίβαση επιχειρήσεως τη διατήρηση των δικαιωμάτων τους που απορρέουν από τη σύμβαση και τη σχέση εργασίας τους.

27 Ωστόσο, όπως ήδη έκρινε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 10ης Φεβρουαρίου 1988, 324/86, Daddy' s Dance Hall (Συλλογή 1988, σ. 739, σκέψη 16), η οδηγία δεν επιδιώκει παρά μερική εναρμόνιση του εν λόγω τομέα, επεκτείνοντας, ως προς τα ουσιώδη σημεία, την προστασία που διασφαλίζεται αυτοτελώς για τους εργαζομένους από το δίκαιο των διαφόρων κρατών μελών και στην περίπτωση της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως. Με την οδηγία δεν επιδιώκεται η εγκαθίδρυση ενιαίου επιπέδου προστασίας για το σύνολο της Κοινότητας βάσει κοινών κριτηρίων. Επομένως, μπορεί να γίνει επίκληση των ευεργετικών διατάξεων της οδηγίας μόνο για να διασφαλισθεί ότι ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος προστατεύεται στις σχέσεις του με τον προς ον η μεταβίβαση κατά τον ίδιο τρόπο όπως στις σχέσεις του με τον μεταβιβάζοντα δυνάμει των κανόνων δικαίου του οικείου κράτους μέλους.

28 Κατά συνέπεια, καθόσον το εθνικό δίκαιο επιτρέπει, πέραν της περιπτώσεως μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, τη μεταβολή της σχέσεως εργασίας επί το δυσμενέστερο για τους εργαζομένους, ιδίως όσον αφορά τους όρους μισθοδοσίας, η μεταβολή αυτή δεν αποκλείεται από το γεγονός και μόνον ότι η επιχείρηση εν τω μεταξύ μεταβιβάστηκε και, κατά συνέπεια, η συμφωνία συνήφθη με νέο επιχειρηματία. Πράγματι, η σχέση εργασίας, δεδομένου ότι ο προς ον η μεταβίβαση υποκαθιστά τον μεταβιβάζοντα δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν απ' αυτήν, μπορεί να τροποποιηθεί έναντι του προς ον η μεταβίβαση εντός των ορίων που ίσχυαν έναντι του μεταβιβάζοντος, εξυπακουομένου ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί αυτή καθαυτή η μεταβίβαση επιχειρήσεως να αποτελεί την αιτία αυτής της τροποποιήσεως (απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1988, Daddy' s Dance Hall, προαναφερθείσα, σκέψη 17).

29 Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας, ο προς ον η μεταβίβαση υποχρεούται να διατηρήσει τους όρους εργασίας που έχουν συμφωνηθεί με συλλογική σύμβαση κατά το ίδιο μέτρο που αυτοί δεσμεύουν τον μεταβιβάζοντα, μέχρι την ημερομηνία της καταγγελίας ή λήξεως της συλλογικής συμβάσεως ή της ενάρξεως ισχύος ή εφαρμογής άλλης συλλογικής συμβάσεως. Τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίζουν την εν λόγω περίοδο με την επιφύλαξη ότι αυτή δεν θα είναι κατώτερη του έτους.

30 Στο πλαίσιο των κανόνων αυτών, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει την έκταση των υποχρεώσεων του μεταβιβάζοντος κατά το εθνικό δίκαιο, είτε αυτές απορρέουν από σύμβαση ή σχέση εργασίας είτε από συλλογική σύμβαση.

31 Για τους λόγους αυτούς, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3 της οδηγίας έχει την έννοια ότι, επί μεταβιβάσεως, οι όροι της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας που αφορούν τον μισθό, ιδίως την ημερομηνία καταβολής και τη σύνθεσή του, δεν μπορούν να τροποποιηθούν και αν ακόμη το συνολικό ποσό του μισθού παραμένει αμετάβλητο. Ωστόσο, η οδηγία δεν κωλύει τροποποίηση της σχέσεως εργασίας με τον νέο επιχειρηματία, αν το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο επιτρέπει τέτοιου είδους τροποποίηση εφόσον δεν πρόκειται για μεταβίβαση επιχειρήσεως. Εξάλλου, ο προς ον η μεταβίβαση υποχρεούται να διατηρήσει σε ισχύ τους όρους που έχουν συμφωνηθεί με συλλογική σύμβαση εργασίας στον ίδιο βαθμό που αυτές δεσμεύουν τον μεταβιβάζοντα, μέχρι την ημερομηνία καταγγελίας ή λήξεως της συλλογικής συμβάσεως, θέσεως σε ισχύ ή εφαρμογή άλλης συλλογικής συμβάσεως.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

32 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε, με διάταξη της 30ής Ιουλίου 1991, το Soe- og Handelsretten i Koebenhaven, αποφαίνεται:

1) To άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, έχει την έννοια ότι η εν λόγω οδηγία μπορεί να εφαρμοσθεί σε περίπτωση κατά την οποία ορισμένος επιχειρηματίας αναθέτει, βάσει συμβάσεως, σε άλλον επιχειρηματία την ευθύνη εκμεταλλεύσεως υπηρεσίας προοριζομένης για εξυπηρέτηση των εργαζομένων, την οποία προηγουμένως διαχειριζόταν ο ίδιος, έναντι αντιπαροχής και διαφόρων πλεονεκτημάτων οι λεπτομέρειες των οποίων καθορίζονται στη μεταξύ τους συναφθείσα συμφωνία.

2) To άρθρο 3 της οδηγίας έχει την έννοια ότι, επί μεταβιβάσεως, οι όροι της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας που αφορούν τον μισθό, ιδίως την ημερομηνία καταβολής και τη σύνθεσή του, δεν μπορούν να τροποποιηθούν και αν ακόμη το συνολικό ποσό του μισθού παραμένει αμετάβλητο. Ωστόσο, η οδηγία δεν κωλύει τροποποίηση της σχέσεως εργασίας με τον νέο επιχειρηματία, αν το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο επιτρέπει τέτοιου είδους τροποποίηση εφόσον δεν πρόκειται για μεταβίβαση επιχειρήσεως. Εξάλλου, ο προς ον η μεταβίβαση υποχρεούται να διατηρήσει σε ισχύ τους όρους που έχουν συμφωνηθεί με συλλογική σύμβαση εργασίας στον ίδιο βαθμό που αυτές δεσμεύουν τον μεταβιβάζοντα, μέχρι την ημερομηνία καταγγελίας ή λήξεως της συλλογικής συμβάσεως, θέσεως σε ισχύ ή εφαρμογή άλλης συλλογικής συμβάσεως.