61991J0047(01)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 5ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1994. - ΙΤΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ - ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ - ΕΓΓΡΑΦΟ ΠΕΡΙ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 93, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2, ΠΡΩΤΟ ΕΔΑΦΙΟ, ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ - ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ - ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ: ΝΕΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-47/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-04635
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00145
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00147


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Eνισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη * Γενικό καθεστώς ενισχύσεων εγκεκριμένο από την Επιτροπή * Κοινοποίηση των ατομικών μέτρων εκτελέσεως * Υποχρέωση * Δεν υπάρχει

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 93)

2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη * Γενικό καθεστώς ενισχύσεων εγκεκριμένο από την Επιτροπή * Μεμονωμένη ενίσχυση φερομένη ως εντασσομένη στα πλαίσια της εγκρίσεως * Εξέταση της Επιτροπής * Εκτίμηση κατά προτεραιότητα σε σχέση με την απόφαση εγκρίσεως και μόνον επικουρικώς σε σχέση με το άρθρο 92 της Συνθήκης * Εφαρμογή του καθεστώτος των νέων ενισχύσεων και απαγόρευση της εκτελέσεως πριν από την τελική απόφαση * Προϋποθέσεις

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 92 και 93)

Περίληψη


1. Εφόσον ένα γενικό σύστημα ενισχύσεων έχει εγκριθεί από την Επιτροπή, τα ατομικά μέτρα εκτελέσεως δεν πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή, εκτός αν αυτή το είχε ζητήσει διατυπώνοντας σχετικές επιφυλάξεις στην απόφαση περί εγκρίσεως. Πράγματι, καθώς οι κατ' ιδίαν ενισχύσεις αποτελούν απλά μέτρα εκτελέσεως του γενικού προγράμματος ενισχύσεων, οι παράγοντες που θα έπρεπε να λάβει υπόψη της η Επιτροπή για να τις αξιολογήσει θα είναι λογικά οι ίδιοι με αυτούς που χρησιμοποίησε κατά την εξέταση του γενικού προγράμματος. Παρέλκει επομένως η υποβολή των ατομικών ενισχύσεων στην κρίση της Επιτροπής.

2. Η Επιτροπή, όταν αντιμετωπίζει ενίσχυση η οποία υποστηρίζεται ότι χορηγήθηκε κατ' εφαρμογήν ήδη εγκεκριμένου προγράμματος, δεν μπορεί αμέσως να εξετάσει εάν αυτή είναι σύμφωνη προς τη Συνθήκη. Πρέπει αρχικώς να περιοριστεί, πριν κινήσει οποιαδήποτε διαδικασία, να ελέγξει αν η ενίσχυση καλύπτεται από το γενικό σύστημα και πληροί τις τεθείσες με την απόφαση περί εγκρίσεως του προγράμματος αυτού προϋποθέσεις. Εάν αυτό δεν συνέβαινε, η Επιτροπή θα μπορούσε, κατά την εξέταση κάθε ατομικής ενισχύσεως, να αναθεωρεί την απόφασή της περί εγκρίσεως του προγράμματος ενισχύσεων, η οποία προϋπέθετε ήδη εξέταση του συμβιβαστού προς το άρθρο 92 της Συνθήκης. Οι αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας δικαίου θα βρίσκονταν τότε σε κίνδυνο τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τους επιχειρηματίες, εφόσον ενισχύσεις που ήσαν απολύτως σύμφωνες προς την απόφαση περί εγκρίσεως του προγράμματος ενισχύσεων θα ήταν δυνατόν ανά πάσα στιγμή να επανεξεταστούν από την Επιτροπή.

Αν κατόπιν αυτής της περιορισμένης εξετάσεως, η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η συγκεκριμένη ενίσχυση είναι σύμφωνη προς την απόφασή της περί εγκρίσεως του προγράμματος, τότε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εγκεκριμένη ενίσχυση και επομένως ως υφιστάμενη ενίσχυση. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν θα μπορεί να διατάξει την αναστολή της, εφόσον το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης δεν της παρέχει την εξουσία αυτή παρά μόνον προκειμένου για νέες ενισχύσεις. Αντιστρόφως, στην υποθετική περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η συγκεκριμένη ενίσχυση δεν καλύπτεται από την απόφασή της περί εγκρίσεως του προγράμματος, η ενίσχυση θα πρέπει να θεωρηθεί ως νέα. Αν η ενίσχυση αυτή δεν της κοινοποιηθεί, η Επιτροπή έχει την εξουσία, αφού παράσχει στο οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις του σχετικώς, να το υποχρεώσει με προσωρινή απόφαση, εν αναμονή του πορίσματος της εξετάσεως της ενισχύσεως, να αναστείλει αμέσως την καταβολή της και να παράσχει στην Επιτροπή, εντός της προθεσμίας που αυτή τάσσει, όλα τα έγγραφα, τις πληροφορίες και τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για να εξετάσει αν η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

Αν η Επιτροπή έχει αμφιβολίες περί του αν κάποιες ατομικές ενισχύσεις είναι σύμφωνες προς την απόφασή της περί εγκρίσεως του γενικού προγράμματος, σε αυτήν εναπόκειται να υποδείξει στο οικείο κράτος μέλος να της παράσχει, εντός της προθεσμίας που αυτή του τάσσει, όλα τα έγγραφα, τις πληροφορίες και τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για να εξετάσει αν η επίδικη ενίσχυση είναι σύμφωνη προς την απόφασή της περί εγκρίσεως του προγράμματος ενισχύσεων. Σε περίπτωση που το κράτος μέλος, παρά την υπόδειξη της Επιτροπής, παραλείψει να παράσχει τις αιτούμενες πληροφορίες, τότε αυτή μπορεί να διατάξει την αναστολή της και να εκτιμήσει ευθέως αν είναι σύμφωνη με τη Συνθήκη, ως εάν επρόκειτο για νέα ενίσχυση.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-47/91,

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της Υπηρεσίας Διπλωματικών Διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Pier Giorgio Ferri, avocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ιταλίας, 5, rue Marie-Adelaide,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον Antonio Abate, κύριο νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία της κοινοποιήθηκε με έγγραφο της 23ης Νοεμβρίου 1990, περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης κατά της χορηγήσεως ενισχύσεων εκ μέρους των ιταλικών αρχών προς την εταιρία Italgrani, η οποία απόφαση συνοδευόταν από εντολή αναστολής των ενισχύσεων,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, προεδρεύοντα, J. C. Moitinho de Almeida, Μ. Diez de Velasco και D. A. O. Edward, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliet (εισηγητή), F. A. Schockweiler, G. C. Rodriguez Iglesias, F. Grevisse, M. Zuleeg, P. J. G. Kapteyn και J. L. Murray, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 2ας Φεβρουαρίου 1994,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Μαρτίου 1994,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 31 Ιανουαρίου 1991, η Ιταλική Δημοκρατία ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία της κοινοποιήθηκε με έγγραφο της 23ης Νοεμβρίου 1990, περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ κατά της χορηγήσεως ενισχύσεων εκ μέρους των ιταλικών αρχών προς την εταιρία Italgrani, η οποία απόφαση συνοδευόταν από εντολή αναστολής των ενισχύσεων (στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας). Η απόφαση αυτή δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων C 315 της 14.12.1990, σ. 7 και, σε διορθωμένη μορφή στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων C 11 της 17.1.1991, σ. 32.

2 Από τον φάκελο της υποθέσεως προκύπτει ότι ο ιταλικός νόμος 64, της 1ης Μαρτίου 1986 (στο εξής: νόμος περί ενισχύσεως προς το Mezzogiorno), καθιέρωσε γενικό σύστημα ενισχύσεων υπέρ του Mezzogiorno. Σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, το σύστημα αυτό γνωστοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 2 Μαΐου 1986.

3 Με την απόφαση 88/318/ΕΟΚ της 2ας Μαρτίου 1988 (στο εξής: απόφαση εγκρίσεως του γενικού ιταλικού προγράμματος, ΕΕ 1988, L 143, σ. 37) η Επιτροπή ενέκρινε το γενικό σύστημα ενισχύσεων που καταρτίστηκε υπέρ του Mezzogiorno. Το άρθρο 9 της αποφάσεως ωστόσο επέβαλε στην Ιταλική Δημοκρατία την υποχρέωση να τηρεί τις κοινοτικές διατάξεις και τους κανονισμούς που ίσχυαν ή επρόκειτο να θεσπισθούν αργότερα, σχετικά με τον συντονισμό των διαφόρων τύπων ενισχύσεων στους τομείς της βιομηχανίας, της γεωργίας και της αλιείας.

4 Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, ο Ιταλός Υπουργός Παρεμβάσεων στο Mezzogiorno χορήγησε ενισχύσεις στην Italgrani, επιχείρηση εγκατεστημένη στη Νάπολη, συνάπτοντας με αυτήν "προγραμματική σύμβαση". Η σύμβαση αυτή επικυρώθηκε στις 12 Απριλίου 1990 από την Ιταλική Διυπουργική Επιτροπή Συντονισμού της Βιομηχανικής Πολιτικής (στο εξής: CIPI).

5 Η εν λόγω προγραμματική σύμβαση περιελάμβανε διάφορα σημεία: την κατασκευή βιομηχανικών εγκαταστάσεων προς μεταποίηση πρώτων υλών γεωργικής προελεύσεως (δημητριακών, τεύτλων, σόγιας, φρούτων), μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν εργοστάσιο αμύλου και εργοστάσιο γλυκόζης, την παραγωγή σπορελαίου, σιμιγδαλιού και αλεύρων, τη συγκέντρωση αποθεμάτων γεωργικών προϊόντων, ένα ερευνητικό πρόγραμμα και την εκπαίδευση του προσωπικού της εταιρίας.

6 Στις 26 Ιουλίου 1990, κατόπιν καταγγελίας που της υπέβαλε η Casillo Grani, εταιρία ανταγωνίστρια της Italgrani, η Επιτροπή ζήτησε από τις ιταλικές αρχές να της παράσχουν πληροφορίες σχετικά με τις ενισχύσεις αυτές. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1990, οι ιταλικές αρχές κοινοποίησαν την απόφαση της CIPI περί επικυρώσεως της προγραμματικής συμβάσεως με την Italgrani. Σχετικά με τις ενισχύσεις αυτές παρέσχαν πρόσθετες πληροφορίες κατά τη διάρκεια συναντήσεως τον Σεπτέμβριο του 1990 και με επιστολές κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου του ιδίου έτους.

7 Με έγγραφο της 23ης Νοεμβρίου 1990, η Επιτροπή ανακοίνωσε στην Ιταλική Κυβέρνηση την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης κατά των περισσοτέρων από τις ενισχύσεις προς την Italgrani και της υπέδειξε να αναστείλει τη χορήγησή τους.

8 Στο αιτιολογικό της αποφάσεώς της, η Επιτροπή εξέθεσε τις αμφιβολίες της περί του αν οι ιταλικές αρχές τήρησαν τις δύο προϋποθέσεις που είχε θέσει για την έγκριση του γενικού προγράμματος. Κατά την Επιτροπή, οι αρχές αυτές είχαν αγνοήσει τις κοινοτικές διατάξεις και τους κανονισμούς σχετικά με τον συντονισμό των διαφόρων τύπων ενισχύσεων στους τομείς της γεωργίας, σε αντίθεση προς όσα της επέβαλε το άρθρο 9 της αποφάσεως εγκρίσεως του γενικού προγράμματος. Εξάλλου, η Επιτροπή παρατήρησε ότι οι πληροφορίες που διέθετε δεν της επέτρεπαν να εξετάσει αν είχαν τηρηθεί τα ανώτατα όρια ενισχύσεων που αναφέρονταν, κατ' αυτή, στην απόφαση περί εγκρίσεως του γενικού προγράμματος (σημείο Δ της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας).

9 Κατόπιν εξετάσεως των διαφόρων ενισχύσεων, η Επιτροπή έκρινε ότι οι χορηγηθείσες στην Italgrani ενισχύσεις δεν φαίνονταν ικανές να τύχουν κάποιας παρεκκλίσεως από αυτές που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο α' (ενισχύσεις υπέρ περιοχών που είναι λιγότερο ευνοημένες ή αντιμετωπίζουν δυσκολίες) και στοιχείο γ' (τομεακές ή περιφερειακές ενισχύσεις) της Συνθήκης (σημείο Θ.1 της αποφάσεως). Προσέθεσε ότι, "βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ, τα σχεδιαζόμενα μέτρα δεν δύνανται να εφαρμοσθούν πριν η διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου 2 καταλήξει σε τελική απόφαση" (σημείο Θ.3 της αποφάσεως). Υπενθύμισε ομοίως ότι, αν καταβάλλονταν ενισχύσεις κατά παράβαση του κανόνα αυτού, τότε θα ήταν δυνατό να ζητηθεί από τους δικαιούχους να τις επιστρέψουν και ότι το ΕΓΤΠΕ θα μπορούσε να αρνηθεί να καλύψει τα εκ των ενισχύσεων αυτών κοινοτικά έξοδα (σημείο Θ.4 της αποφάσεως).

10 Κατά της αποφάσεως αυτής στρέφεται η παρούσα προσφυγή.

11 Η Ιταλική Κυβέρνηση προσάπτει στην Επιτροπή ότι θεώρησε τις αρχικώς προβλεφθείσες υπέρ της Italgrani ενισχύσεις ως νέες ενισχύσεις, ήτοι ως μη επιτρεπόμενες ενισχύσεις, και ότι για τον λόγο αυτό διέταξε την αναστολή της καταβολής τους δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, της Συνθήκης.

12 Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, όμως, η "προγραμματική σύμβαση", που συνήφθη με την εταιρία Italgrani και επικυρώθηκε στις 12 Απριλίου 1990 από την CIPI, συνιστά απλώς την εφαρμογή του γενικού ιταλικού προγράμματος ενισχύσεων. Καθώς η Επιτροπή είχε εγκρίνει το σύστημα αυτό με την προαναφερθείσα απόφαση 88/318, χωρίς να επιφυλαχθεί του δικαιώματός της να επανεξετάσει αργότερα τα ατομικά μέτρα εκτελέσεως, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι χορηγηθείσες στην Italgrani ενισχύσεις δεν έπρεπε να κοινοποιηθούν, επειδή είχαν ήδη εγκριθεί και συνεπώς έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως υφιστάμενες ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορούσε να διατάξει την αναστολή τους, εφόσον αυτό προβλέπεται, από το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, της Συνθήκης, μόνο για νέες ενισχύσεις.

13 Σύμφωνα πάντοτε με την Ιταλική Κυβέρνηση, ο μόνος λόγος για τον οποίο η Επιτροπή διέταξε την αναστολή των ενισχύσεων ήταν ότι, μολονότι στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας βεβαιώνει ότι περιορίστηκε να ελέγξει αν οι χορηγηθείσες στην Italgrani ενισχύσεις καλύπτονταν από την απόφαση περί εγκρίσεως του γενικού προγράμματος, στην πραγματικότητα τις έλεγξε ευθέως σε σχέση προς το άρθρο 92 της Συνθήκης. Κατ' αυτόν τον τρόπο, εμμέσως επανεξέτασε την απόφασή της 88/318 της 2ας Μαρτίου 1988, με την οποία είχε κρίνει ότι το γενικό σύστημα συμβιβάζεται με τη Συνθήκη. Αυτό αποτελεί κατ' αυτήν παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

14 Στις 9 Απριλίου 1991, η Επιτροπή προέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου ένσταση απαραδέκτου, καθότι η προσβαλλόμενη πράξη ήταν απλώς προπαρασκευαστική. Το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση χωρίς να εισέλθει στην κατ' ουσίαν εξέταση με απόφαση της 30ής Ιουνίου 1992 (Συλλογή 1992, σ. Ι-4145).

15 Στα υπομνήματα που υπέβαλε μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή διατυπώνει τρεις ακόμη παρατηρήσεις, τις οποίες χαρακτηρίζει προκριματικές.

16 Πρώτον, η Επιτροπή σημειώνει ότι, στις 16 Αυγούστου 1991, τελικώς επέτρεψε τις υπέρ της Italgrani ενισχύσεις με ορισμένες τροποποιήσεις και λεπτομέρειες εφαρμογής τις οποίες προσέθεσαν οι ιταλικές αρχές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξετάσεως (απόφαση 91/474/ΕΟΚ της Επιτροπής, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορήγησε η Ιταλική Κυβέρνηση στην εταιρεία Italgrani SpA για την ίδρυση συγκροτήματος γεωργικών προϊόντων διατροφής στο Mezzogiorno, ΕΕ 1991, L 254, σ. 14). Ισχυρίζεται ότι η ακύρωση της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας στερεί από την τελική απόφαση εγκρίσεως τη νομική της βάση και συνεπώς την καθιστά ανίσχυρη.

17 Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, καθόσον με την προσφυγή δεν τίθενται υπό την κρίση του Δικαστηρίου οι οικονομικές εκτιμήσεις επί των οποίων στηρίζεται η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας και βάλλονται απλώς περιθωριακά σημεία της, δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωσή της.

18 Τρίτον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παράγει πλέον ανασταλτικό αποτέλεσμα μετά την τροποποίηση των αρχικώς προβλεπομένων υπέρ της Italgrani ενισχύσεων εκ μέρους των ιταλικών αρχών, η προσφυγή στερείται πλέον αντικειμένου.

19 Πρέπει να σημειωθεί ότι οι δύο πρώτες παρατηρήσεις της Επιτροπής δεν στηρίζονται επί νομικών και πραγματικών στοιχείων που προέκυψαν μετά τη συζήτηση επί του παραδεκτού της προσφυγής της Ιταλικής Κυβερνήσεως, η οποία περατώθηκε με την προαναφερθείσα απόφαση της 30ής Ιουνίου 1992. Οι παρατηρήσεις αυτές συνεπώς δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη. 'Οσο για την τρίτη παρατήρηση, αρκεί να σημειωθεί ότι η απόφαση περί αναστολής παρήγαγε αποτελέσματα για ορισμένο χρονικό διάστημα.

20 Ως προς την ουσία, πρέπει πρώτον να παρατηρηθεί ότι οι χορηγηθείσες στην Italgrani ενισχύσεις εντάσσονται στο πλαίσιο του γενικού προγράμματος ενισχύσεων που καθιερώνει ο νόμος περί ενισχύσεως προς το Mezzogiorno, όπως αναγνώρισε η ίδια η Επιτροπή (βλ. την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, σημείο Α, πέμπτο εδάφιο, και σημείο Γ, και την τελική απόφαση εγκρίσεως των ενισχύσεων, της 16ης Αυγούστου 1991, σημείο Θ, τρίτο εδάφιο).

21 Πρέπει εν συνεχεία να υπογραμμιστεί ότι, εφόσον ένα γενικό σύστημα ενισχύσεων έχει εγκριθεί, τα ατομικά μέτρα εκτελέσεως δεν πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή, εκτός αν αυτή το είχε ζητήσει διατυπώνοντας σχετικές επιφυλάξεις στην απόφαση περί εγκρίσεως, όπως δέχθηκε η ίδια η Επιτροπή με την δέκατη τέταρτη έκθεσή της επί της πολιτικής ανταγωνισμού (σημείο 203) και στις αποφάσεις Irish Cement κατά Επιτροπής (βλ. τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 166 και 220/86, Συλλογή 1988, σ. 6482). Πράγματι, καθώς οι κατ' ιδίαν ενισχύσεις αποτελούν απλά μέτρα εκτελέσεως του γενικού προγράμματος ενισχύσεων, οι παράγοντες που θα έπρεπε να λάβει υπόψη της η Επιτροπή για να τις αξιολογήσει θα είναι λογικά οι ίδιοι με αυτούς που χρησιμοποίησε κατά την εξέταση του γενικού προγράμματος. Παρέλκει συνεπώς η υποβολή των ατομικών ενισχύσεων στην κρίση της Επιτροπής.

22 Εν προκειμένω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι είχε εκφράσει μια επιφύλαξη κατά την έγκριση του γενικού ιταλικού προγράμματος ενισχύσεων. Στο υπόμνημα αντικρούσεώς της διατείνεται ότι, με τηλετύπημα που απηύθυνε στην Ιταλική Κυβέρνηση στις 14 Νοεμβρίου 1986, είχε επιφυλαχθεί του δικαιώματός της να λάβει αργότερα θέση επί των διατάξεων του νόμου περί ενισχύσεως προς το Mezzogiorno για τα γεωργικά προϊόντα. Υποστηρίζει ότι είχε πληροφορήσει τότε την Ιταλική Κυβέρνηση ότι δεν επρόκειτο να αποφανθεί επί των διατάξεων αυτών, εφόσον δεν της κοινοποιούνται "οι λεπτομέρειες εφαρμογής των ενισχύσεων στους τομείς των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (...), τις οποίες θα καθόριζαν οι διάφορες περιφέρειες του Mezzogiorno στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους". Δεδομένου ότι αυτές οι διατάξεις εφαρμογής ουδέποτε θεσπίστηκαν, οι χορηγηθείσες στην Italgrani ενισχύσεις, οι οποίες αφορούν γεωργικά προϊόντα, δεν τυγχάνουν, κατ' αυτήν, της απαλλαγής από την υποχρέωση κοινοποιήσεως που απορρέει από την απόφαση περί εγκρίσεως του γενικού ιταλικού προγράμματος.

23 Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. 'Οποια έννοια και αν αποδοθεί στο τηλετύπημα αυτό, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν επανέλαβε τα ουσιώδη σημεία του στην απόφαση περί εγκρίσεως του γενικού ιταλικού προγράμματος.

24 Πρέπει εξάλλου να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή, όταν αντιμετωπίζει ενίσχυση η οποία υποστηρίζεται ότι χορηγήθηκε κατ' εφαρμογήν ήδη εγκεκριμένου προγράμματος, δεν μπορεί αμέσως να εξετάσει εάν αυτή είναι σύμφωνη προς τη Συνθήκη. Πρέπει αρχικώς να περιοριστεί, πριν κινήσει οποιαδήποτε διαδικασία, να ελέγξει αν η ενίσχυση καλύπτεται από το γενικό σύστημα και πληροί τις τεθείσες με την απόφαση περί εγκρίσεως του προγράμματος αυτού προϋποθέσεις. Εάν αυτό δεν συνέβαινε, η Επιτροπή θα μπορούσε, κατά την εξέταση κάθε ατομικής ενισχύσεως, να αναθεωρεί την απόφασή της περί εγκρίσεως του προγράμματος ενισχύσεων, η οποία προϋπέθετε ήδη εξέταση του συμβιβαστού προς το άρθρο 92 της Συνθήκης. Οι αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας δικαίου θα βρίσκονταν τότε σε κίνδυνο τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τους επιχειρηματίες, εφόσον ενισχύσεις που ήσαν απολύτως σύμφωνες προς την απόφαση περί εγκρίσεως του προγράμματος ενισχύσεων θα ήταν δυνατόν ανά πάσα στιγμή να επανεξεταστούν από την Επιτροπή.

25 Αν, κατόπιν αυτής της περιορισμένης εξετάσεως, η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η συγκεκριμένη ενίσχυση είναι σύμφωνη προς την απόφασή της περί εγκρίσεως του προγράμματος, τότε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εγκεκριμένη ενίσχυση και επομένως ως υφιστάμενη ενίσχυση. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν θα μπορεί να διατάξει την αναστολή της, εφόσον το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης δεν της παρέχει την εξουσία αυτή παρά μόνον προκειμένου για νέες ενισχύσεις.

26 Αντιστρόφως, στην υποθετική περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η συγκεκριμένη ενίσχυση δεν καλύπτεται από την απόφασή της περί εγκρίσεως του προγράμματος, η ενίσχυση θα πρέπει να θεωρηθεί ως νέα. Αν η ενίσχυση αυτή δεν της κοινοποιηθεί, η Επιτροπή έχει την εξουσία, αφού παράσχει στο οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις του σχετικώς, να το υποχρεώσει με προσωρινή απόφαση, εν αναμονή του πορίσματος της εξετάσεως της ενισχύσεως, να αναστείλει αμέσως την καταβολή της και να παράσχει στην Επιτροπή, εντός της προθεσμίας που αυτή του τάσσει, όλα τα έγγραφα, τις πληροφορίες και τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για να εξετάσει αν η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά (βλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-301/87, Boussac, Συλλογή 1990, σ. Ι-307, σκέψη 19).

27 Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στον βαθμό που προέβλεπε ενισχύσεις της παραγωγής αμύλου, η προγραμματική σύμβαση που συνήφθη με την Italgrani παρέβη την απόφαση περί εγκρίσεως του ιταλικού γενικού προγράμματος κρατικών ενισχύσεων. Το 1987 ανακοίνωσε, σε δημοσίευμα με τον τίτλο "Η πολιτική ανταγωνισμού στη γεωργία", ότι τα κράτη δεν μπορούσαν πλέον να χορηγούν ενισχύσεις στους αποκλειομένους από τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις τομείς. Αυτό συνέβη στην περίπτωση του τομέα του αμύλου: ο κανονισμός (ΕΟΚ) 355/77 του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 1977, περί κοινής δράσεως για τη βελτίωση των συνθηκών μεταποιήσεως και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων (ΕΕ 1977, L 51 σ. 1), έθεσε τέλος στις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις για επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα. Εφόσον το άρθρο 9 της αποφάσεως περί εγκρίσεως επέβαλε στις ιταλικές αρχές την τήρηση των κοινοτικών διατάξεων και κανονισμών σχετικά με τον συντονισμό των διαφόρων τύπων ενισχύσεων στον τομέα της γεωργίας, οι ενισχύσεις που χορήγησε η Ιταλία στην Italgrani πρέπει κατά την Επιτροπή να θεωρηθούν ως απαγορευόμενες από την κοινοτική ρύθμιση και συνεπώς ως μη καλυπτόμενες από την απόφαση περί εγκρίσεως του γενικού προγράμματος. Yπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή νομιμοποιείται να τις θεωρήσει ως νέες ενισχύσεις και να διατάξει την αναστολή τους.

28 Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Από την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας προκύπτει ότι η Επιτροπή έλεγξε ευθέως αν η ενίσχυση προς κατασκευή εργοστασίου αμύλου συμβιβάζεται με το άρθρο 92 της Συνθήκης. Συγκεκριμένα, παρατήρησε ότι, εφόσον οι επενδύσεις που αφορούν το άμυλο αποκλείονται από την κοινοτική χρηματοδότηση, δεν μπορούσε να επιτρέψει κρατικές ενισχύσεις στον τομέα αυτόν παρά μόνον εάν αυτές πληρούν τους όρους του άρθρου 92 της Συνθήκης. Η Επιτροπή έκρινε ότι αυτό δεν συνέβαινε εν προκειμένω: αφενός, ο τομέας του αμύλου χαρακτηριζόταν από σημαντικό πλεόνασμα και, αφετέρου, η δημιουργία μιας επιπλέον μονάδας ικανής να παράγει περίπου 357 000 τόνους * χωρίς μάλιστα να έχουν βρεθεί νέες αγορές προς διάθεση της παραγωγής αυτής * υπήρχε κίνδυνος να προκαλέσει προβλήματα στην αγορά της βιομηχανίας αμύλου (σημείο Ε.1).

29 Από την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή εξέτασε και άλλες προβλεπόμενες υπέρ της Italgrani ενισχύσεις υπό το φως της Συνθήκης και όχι σε σχέση προς την απόφαση περί εγκρίσεως του γενικού προγράμματος. Για παράδειγμα, η Επιτροπή δεν ήταν διατεθειμένη να αναγνωρίσει ότι η ενίσχυση για την παραγωγή σπορελαίου συμβιβάζεται με το άρθρο 92 της Συνθήκης παρά μόνον καθόσον το ύψος της δεν υπερβαίνει το 50 % και που ταυτοχρόνως εγκαταλείπεται ισοδύναμη δυναμικότητα παραγωγής (σημείο Ε.3). 'Οσον αφορά τις ενισχύσεις για την παραγωγή σιμιγδαλιού και αλεύρων, παρατήρησε ότι υπήρχε διαρθρωτικό πλεόνασμα παραγωγής και ότι η χορήγηση ενισχύσεων στον τομέα αυτό υπήρχε κίνδυνος να προκαλέσει προβλήματα στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο (σημείο Ε.4). 'Οσο για τις ενισχύσεις προς την έρευνα, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν διέθετε επαρκείς πληροφορίες για να εκτιμήσει αν συμβιβάζονται με το άρθρο 92 της Συνθήκης (σημείο ΣΤ).

30 Από τις προηγούμενες διαπιστώσεις συνάγεται ότι, διατάσσοντας την αναστολή της καταβολής τους, η Επιτροπή θεώρησε τις ανωτέρω απαριθμούμενες ενισχύσεις ως νέες ενισχύσεις, χωρίς να ερευνήσει αν επιτρέπονταν από την απόφαση περί εγκρίσεως του γενικού προγράμματος.

31 Εξάλλου, από την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας προκύπτει ότι η Επιτροπή καλώς έκρινε ότι η ενίσχυση προς συγκέντρωση αποθεμάτων γεωργικών προϊόντων ήταν αντίθετη προς την απόφαση περί εγκρίσεως του γενικού προγράμματος. Παρατήρησε, πράγματι, ότι οι ιταλικές αρχές είχαν χορηγήσει την ενίσχυση αυτή κατά παραβίαση των κοινών οργανώσεων αγορών, που το άρθρο 9 της αποφάσεως περί εγκρίσεως τους επέβαλλε να τηρούν (σημείο Ζ).

32 Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις της μεταξύ 26ης Ιουλίου και 23ης Νοεμβρίου 1990, η Ιταλική Κυβέρνηση δεν της παρέσχε τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε να διασκεδασθούν οι αμφιβολίες της περί του αν οι χορηγηθείσες στην Italgrani ενισχύσεις ήταν σύμφωνες προς την απόφασή της περί εγκρίσεως του γενικού ιταλικού προγράμματος. Η έλλειψη συνεργασίας των ιταλικών αρχών την υποχρέωσε, επομένως, να κινήσει τη διαδικασία της κατ' αντιμωλίαν εξετάσεως των ενισχύσεων και να διατάξει την αναστολή τους.

33 Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αφού το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διατάξει μόνο την αναστολή της καταβολής νέων ενισχύσεων, δεν αρκεί να έχει απλώς αμφιβολίες περί του αν κάποιες ατομικές ενισχύσεις είναι σύμφωνες προς την απόφασή της περί εγκρίσεως του προγράμματος ενισχύσεων.

34 Αν η Επιτροπή έχει αμφιβολίες περί του αν κάποιες ατομικές ενισχύσεις είναι σύμφωνες προς την απόφασή της περί εγκρίσεως του γενικού προγράμματος, σε αυτήν εναπόκειται να υποδείξει στο οικείο κράτος μέλος να της παράσχει, εντός της προθεσμίας που αυτή του τάσσει, όλα τα έγγραφα, τις πληροφορίες και τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για να εξετάσει αν η επίδικη ενίσχυση είναι σύμφωνη προς την απόφασή της περί εγκρίσεως του προγράμματος ενισχύσεων.

35 Σε περίπτωση που το κράτος μέλος, παρά την υπόδειξη της Επιτροπής, παραλείψει να παράσχει τις αιτούμενες πληροφορίες, τότε αυτή μπορεί, για λόγους αναλόγους προς τους αναφερομένους στην προαναφερθείσα απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1990, Boussac, να διατάξει την αναστολή της και να εκτιμήσει ευθέως αν είναι σύμφωνη με τη Συνθήκη, ως εάν επρόκειτο για νέα ενίσχυση.

36 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας προκύπτει βεβαίως ότι η Επιτροπή έκρινε ότι οι πληροφορίες που είχαν υποβάλει οι ιταλικές αρχές δεν της επέτρεπαν να αποφανθεί επί του αν οι ενισχύσεις για την παραγωγή ισογλυκόζης (σημείο Ε.2, τελευταίο εδάφιο) και αν οι ενισχύσεις για την εκπαίδευση (σημείο Η) συμβιβάζονται με την απόφασή της περί εγκρίσεως του γενικού ιταλικού προγράμματος ενισχύσεων. Η Ιταλική Κυβέρνηση ωστόσο αρνείται διαρρήδην ότι παρέβη το καθήκον της προς συνεργασία. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν προσκόμισε έγγραφο με το οποίο, πριν διατάξει την αναστολή των αρχικώς προβλεπομένων υπέρ της Italgrani ενισχύσεων, υποτίθεται ότι υπέδειξε στις ιταλικές αρχές να της παράσχουν, εντός ορισμένης προθεσμίας, όλα τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για να εξετάσει αν οι ενισχύσεις αυτές ήταν σύμφωνες προς την απόφασή της περί εγκρίσεως του γενικού ιταλικού προγράμματος.

37 Από τις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι η Επιτροπή, διατάσσοντας την αναστολή των ενισχύσεων για την κατασκευή εργοστασίων αμύλου και γλυκόζης, την παραγωγή σπορελαίου, σιμιγδαλιού και αλεύρων, των ενισχύσεων για την έρευνα και την εκπαίδευση, λόγω απλών αμφιβολιών περί του αν είναι σύμφωνες προς την απόφασή της περί εγκρίσεως του γενικού ιταλικού προγράμματος, παρέβη τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 93 της Συνθήκης. Μόνη η υπόδειξη προς αναστολή της ενισχύσεως για τη συγκέντρωση αποθεμάτων γεωργικών προϊόντων εκφεύγει της διαπιστώσεως αυτής, όπως υπογραμμίσθηκε ανωτέρω στη σκέψη 31.

38 Οι επικρίσεις της Ιταλικής Κυβερνήσεως δεν αφορούν παρά τις διατάξεις της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας που αναστέλλουν τη χορήγηση των αρχικώς προβλεπομένων υπέρ της Italgrani ενισχύσεων. Δεδομένου ότι το σημείο αυτό δεν αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της αποφάσεως, πρέπει να ακυρωθούν μόνον τα σημεία Θ.3 και Θ.4 της αποφάσεως, εκτός από τα μέρη τους που αφορούν την ενίσχυση για τη συγκέντρωση αποθεμάτων γεωργικών προϊόντων. Το σημείο Θ.3 διατάσσει την αναστολή της καταβολής των ενισχύσεων και το σημείο Θ.4 υπενθυμίζει ότι, αν καταβληθούν ενισχύσεις παρά την υπόδειξη αυτή, τότε θα είναι δυνατό να ζητηθεί από τους δικαιούχους να τις επιστρέψουν και ότι το ΕΓΤΠΕ θα μπορεί να αρνηθεί να καλύψει τα εξ αυτών κοινοτικά έξοδα.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

39 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Ακυρώνει τα σημεία Θ.3 και Θ.4 της αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Κυβέρνηση με έγγραφο της 23ης Νοεμβρίου 1990, περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης κατά της χορηγήσεως ενισχύσεων εκ μέρους των ιταλικών αρχών προς την εταιρία Italgrani, εκτός από τα μέρη τους που αφορούν την ενίσχυση προς συγκέντρωση αποθεμάτων γεωργικών προϊόντων.

2) Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.