61991J0029

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 19ΗΣ ΜΑΙΟΥ 1992. - DR SOPHIE REDMOND STICHTING ΚΑΤΑ HENDRIKUS BARTOL ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: KANTONRECHTER GRONINGEN - ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ. - ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-29/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-03189
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00087
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00131


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Κοινωνική πολιτική - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Μεταβίβαση επιχειρήσεων - Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων - Οδηγία 77/187 - Πεδίο εφαρμογής - Συμβατική εκχώρηση - 'Εννοια - Μεταβίβαση δραστηριοτήτων μεταξύ δύο φορέων που επιδοτούνται από τη δημόσια αρχή, οφειλόμενη σε μεταβολή της χορηγήσεως των επιδοτήσεων - Περιλαμβάνεται

(Οδηγία 77/187 του Συμβουλίου, άρθρο 1 PAR 1)

2. Κοινωνική πολιτική - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων - Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων - Οδηγία 77/187 - Μεταβίβαση - 'Εννοια

(Οδηγία 77/187 του Συμβουλίου, άρθρο 1 PAR 1)

Περίληψη


1. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187/EOK του Συμβουλίου, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, έχει την έννοια ότι ο όρος "συμβατική εκχώρηση" εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία μια δημόσια αρχή αποφασίζει να σταματήσει τη χορήγηση επιδοτήσεων σ' ένα νομικό πρόσωπο και επιφέρει έτσι την πλήρη και οριστική παύση των δραστηριοτήτων του εν λόγω προσώπου, προκειμένου αυτές να μεταβιβαστούν σε άλλο νομικό πρόσωπο που επιδιώκει ανάλογο σκοπό.

2. Η έννοια "μεταβίβαση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων" που περιέχεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187 αφορά την περίπτωση κατά την οποία η οικεία μονάδα διατηρεί την ταυτότητά της. Για να διορθωθεί η ύπαρξη ή μη μεταβιβάσεως, κατά την προαναφερθείσα έννοια, πρέπει να κριθεί, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την υπό κρίση πράξη, αν οι ασκούμενες δραστηριότητες συνεχίζονται πράγματι ή αρχίζουν εκ νέου από το νέο νομικό πρόσωπο με τις ίδιες ή ανάλογες δραστηριότητες, με τη διευκρίνιση ότι οι δραστηριότητες ειδικής φύσεως που συνιστούν αυτοτελές έργο μπορούν, ενδεχομένως, να εξομοιώνονται προς εγκαταστάσεις ή τμήματα εγκαταστάσεων κατά την έννοια της οδηγίας.

ΡΝ/SΑV

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-29/91,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Kantongerecht te Groningen προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Dr. Sophie Redmond Stichting

και

Hendrikus Bartol κ.λπ.,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, R. Joliet, F. A. Schockweiler και F. Grevisse, προέδρους τμήματος, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodriguez Iglesias και M. Diez de Velasco, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- το ίδρυμα Dr. Sophie Redmond Stichting, εκπροσωπούμενο από τον R. Van Asperen, δικηγόρο Groningen,

- οι Hendrikus Bartol κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τους T. Y. Miedema και G. W. Brouwer, δικηγόρους Groningen,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Β. J. Drijber και την K. Banks, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των εκπροσώπων του Dr. Sophie Redmond Stichting και της Επιτροπής, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Φεβρουαρίου 1992,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Μαρτίου 1992,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με Διάταξη της 21ης Ιανουαρίου 1991, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Ιανουαρίου του ίδιου έτους, ο Kantongerecht te Groningen υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, μια σειρά προδικαστικών ερωτημάτων σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 26, στο εξής: η οδηγία).

2 Τα ερωτήματα αυτά υποβλήθηκαν στο πλαίσιο μιας εκκρεμούς διαφοράς μεταξύ, αφενός μεν, του ιδρύματος Dr Sophie Redmond

(Dr. Sophie Redmond Stichting), αφετέρου δε, των Hendrikus Bartol και οκτώ άλλων προσώπων.

3 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το ενάγον της κύριας δίκης είναι ίδρυμα που ασχολείται ιδίως με την παροχή αρωγής στους τοξικομανείς που ανήκουν σε ορισμένα στρώματα της ολλανδικής κοινωνίας. Οι εναγόμενοι είναι μισθωτοί του εν λόγω ιδρύματος, με το οποίο συνδέονται με συμβάσεις εργασίας για τις οποίες ισχύουν οι διατάξεις του ολλανδικού αστικού κώδικα.

4 Ο Δήμος του Groningen, που παρείχε σ' αυτό το ίδρυμα επιδοτήσεις οι οποίες και αποτελούσαν τα μόνα του έσοδα, έπαυσε τη χορήγηση των επιδοτήσεων αυτών από την 1η Ιανουαρίου 1991 για να τις διαθέσει σ' ένα άλλο ίδρυμα που ασκεί τις δραστηριότητές του στον τομέα της παροχής αρωγής στους τοξικομανείς, δηλαδή το ίδρυμα Sigma.

5 Το ίδρυμα Dr Sophie Redmond, στερηθέν έκτοτε κάθε εσόδου, προσέφυγε στον Kantongerecht te Groningen, βάσει του άρθρου 1639w του αστικού κώδικα, ζητώντας τη λύση των συμβάσεων εργασίας που υφίστανται μεταξύ αυτού και των μελών του προσωπικού του που δεν είχαν αναληφθεί από το ίδρυμα Sigma.

6 Δεδομένου ότι ορισμένοι από τους εναγομένους της κύριας δίκης επικαλέστηκαν τις διατάξεις των άρθρων 1639αα επ., που προστέθηκαν στον ολλανδικό αστικό κώδικα για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, ο Kantongerecht, που αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, αντιμετώπισε πρόβλημα ερμηνείας της εν λόγω οδηγίας και αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία, μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί, μέσω εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, επί των ακολούθων ερωτημάτων:

"α) Αφορά ο όρος 'μεταβιβάσεις επιχειρήσεων (...) σε άλλο επιχειρηματία, οι οποίες προκύπτουν από συμβατική εκχώρηση ή συγχώνευση' κατά την έννοια της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των

νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, και την περίπτωση κατά την οποία η επιδοτούσα αρχή αποφασίζει να σταματήσει την επιδότηση ενός νομικού προσώπου, πράγμα που συνεπάγεται την πλήρη και οριστική παύση των δραστηριοτήτων αυτού του νομικού προσώπου, καθώς και, κατά το ίδιο χρονικό αυτό σημείο, να επιδοτεί ένα άλλο νομικό πρόσωπο με τον ίδιο ή παρόμοιο σκοπό, όταν η πρόθεση και η μεταξύ των δύο αυτών νομικών προσώπων και της χρηματοδοτούσας αρχής συμφωνία δεν συνίστανται μόνο στην κατά το όσο το δυνατό ευρύτερη 'μεταφορά' πελατών/ασθενών από το πρώτο νομικό πρόσωπο προς το δεύτερο, αλλά και στην εκμίσθωση του εκμισθωθέντος από την επιδοτούσα αρχή ακινήτου από το πρώτο νομικό πρόσωπο αποκλειστικά στο δεύτερο και, καθόσον είναι δυνατό (και επιθυμητό) στη χρήση 'γνώσεων και μέσων (π.χ. προσωπικού)' του πρώτου νομικού προσώπου;

β) Διαφέρει η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα λόγω του γεγονότος ότι τα περιουσιακά στοιχεία του πρώτου νομικού προσώπου δεν μεταβιβάστηκαν στο δευτερο;

γ) 'Εχει σημασία για την απάντηση στο ερώτημα αυτό αν τα μη μεταβιβασθέντα περιουσιακά στοιχεία, αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά, αποτελούνται από βοηθητικά μέσα για την προαναφερθείσα διοργάνωση συναντήσεων και ψυχαγωγικών εκδηλώσεων;

δ) Μπορεί να γίνει λόγος για διατήρηση της ταυτότητας του (μεταβιβασθέντος μέρους) της επιχειρήσεως, όταν η προαναφερθείσα διοργάνωση συναντήσεων και ψυχαγωγικών εκδηλώσεων του πρώτου νομικού προσώπου δεν μεταβιβάζεται, μεταβιβάζονται όμως οι δραστηριότητές του που συνίστανται στην παροχή αρωγής;

ε) Διαφέρει η απάντηση στο τελευταίο αυτό ερώτημα αν η διοργάνωση συναντήσεων και ψυχαγωγικών εκδηλώσεων θεωρηθούν ότι αποτελούν αυτοτελή σκοπό ή αποκλειστικά βοηθητικό μέσο για την επίτευξη όσο το δυνατό άριστης παροχής αρωγής;

στ) Τέλος, διαφέρει η απάντηση στα προηγούμενα ερωτήματα λόγω του ότι η (εν λόγω) μεταβίβαση των δραστηριοτήτων του πρώτου νομικού προσώπου προς το δεύτερο δεν οφείλεται κυρίως στην ύπαρξη σχετικής συμφωνίας (σχετικών συμφωνιών) μεταξύ της επιδοτούσας αρχής και των δύο νομικών προσώπων, αλλά σε απόφαση

που στηρίζεται σε μεταβολή της πολιτικής της επιδοτούσας αρχής για την παύση της επιδοτήσεως του πρώτου νομικού προσώπου και τη διάθεσή της στο δεύτερο;"

7 Στην έκθεση ακροατηρίου εκτίθενται διεξοδικώς τα περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

8 Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας:

"Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σ' έναν επιχειρηματία, οι οποίες προκύπτουν από συμβατική εκχώρηση ή συγχώνευση."

9 Τα έξι προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε ο Kantongerecht te Groningen αφορούν, στην πραγματικότητα, δύο διαφορετικά ζητήματα του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 1. Το πρώτο ερώτημα, εν μέρει, και το έκτο ερώτημα αφορούν την ερμηνεία της έννοιας της "συμβατικής εκχωρήσεως", τα δε άλλα την έννοια των "μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων". Για να δοθεί απάντηση στον Kantongerecht πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά οι ερμηνευτικές δυσκολίες που μπορούν να παρουσιάζουν οι δύο αυτές έννοιες σε σχέση με τα προβλήματα που εκθέτει το εθνικό δικαστήριο.

Επί της εννοίας της "συμβατικής εκχωρήσεως"

10 Πρέπει να υπομνηστεί ότι στην απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985, 135/83, Abels (Συλλογή 1985, σ. 469, σκέψεις 11 έως 13), το Δικαστήριο έκρινε ότι η έκταση εφαρμογής της υπό κρίση διατάξεως της οδηγίας δεν μπορούσε να εκτιμηθεί βάσει αποκλειστικά γραμματικής ερμηνείας λόγω των διαφορών που υφίστανται μεταξύ των διαφόρων γλωσσών στις οποίες έχει διατυπωθεί η διάταξη αυτή και των διαφορών

μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών ως προς την έννοια της συμβατικής μεταβιβάσεως.

11 Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο προέβη σε αρκετά ελαστική ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως ώστε να ανταποκρίνεται η ερμηνεία αυτή στον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στην προστασία των μισθωτών σε περίπτωση μεταβιβάσεως της επιχειρήσεώς τους, και έκρινε ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις μεταβολής, στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων, του φυσικού ή νομικού προσώπου που έχει την ευθύνη της εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως και το οποίο συνομολογεί τις υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι των μισθωτών της επιχειρήσεως (βλ., τελευταία, την απόφαση της 15ης Ιουνίου 1988, 101/87, Bork International, Συλλογή 1988, σ. 3057, σκέψη 13).

12 Το Δικαστήριο έκρινε ιδίως ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας η μίσθωση επιχειρήσεως την οποία ακολούθησε καταγγελία της συμβάσεως μισθώσεως, κατόπιν δε ανάληψη της εκμεταλλεύσεως από τον ιδιοκτήτη (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1987, 287/86, Ny Moelle Kro, Συλλογή 1987, σ. 5465), η σύμβαση παραχωρήσεως εκμεταλλεύσεως ενός εστιατορίου, η καταγγελία της σχετικής συμβάσεως και η σύναψη νέας συμβάσεως παραχωρήσεως εκμεταλλεύσεως με τον νέο επιχειρηματία (απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1988, 324/86, Tellerup, η αποκαλούμενη "Daddy' s Dance Hall", Συλλογή 1988, σ. 739), τέλος δε μάλιστα η μεταβίβαση ενός bar-discotheque δυνάμει συμβάσεως μισθώσεως-πωλήσεως και η απόδοση του καταστήματος στον ιδιοκτήτη του με δικαστική απόφαση (απόφαση της 5ης Μαΐου 1988, 144/87 και 145/87, Berg, Συλλογή 1988, σ. 2559).

13 'Οπως τονίζεται στην προαναφερθείσα απόφαση της 15ης Ιουνίου 1988, Bork International, σκέψη 14, όταν ο μισθωτής ο οποίος έχει την ιδιότητα του επικεφαλής της επιχειρήσεως χάνει μετά τη λήξη της συμβάσεως μισθώσεως αυτή την ιδιότητα, την οποία αποκτά αργότερα ένας τρίτος δυνάμει νέας συμβάσεως πωλήσεως συναφθείσας με τον ιδιοκτήτη, η σχετική πράξη μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1. Το γεγονός ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η μεταβίβαση πραγματοποιείται σε δύο φάσεις υπό την έννοια ότι η επιχείρηση αναμεταβιβάζεται σε πρώτο στάδιο, από τον μισθωτή στον ιδιοκτήτη ο οποίος, στη συνέχεια τη μεταβιβάζει στον νέο ιδιοκτήτη, δεν αποκλείει τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας.

14 Η πράξη την οποία αφορούν τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε ο Kantongerecht te Groningen, όπως περιγράφεται στη Διάταξη περί παραπομπής, ανταποκρίνεται σε μια αντίστοιχη συλλογιστική. Πράγματι, πρόκειται για κατάσταση κατά την οποία ο Δήμος που χρηματοδοτεί, με επιδοτήσεις, τις δραστηριότητες ενός ιδρύματος που ασχολείται με την παροχή αρωγής στους τοξικομανείς αποφασίζει να παύσει τη χορήγηση των επιδοτήσεων αυτών και επιφέρει έτσι την παύση των δραστηριοτήτων του ιδρύματος αυτού προκειμένου αυτές να μεταφερθούν σε άλλο ίδρυμα που ασκεί τις ίδιες δραστηριότητες.

15 Είναι αληθές ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, με το έκτο ερώτημά του, αν το γεγονός ότι η απόφαση μεταφοράς που ελήφθη μονομερώς από τον οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως και δεν απορρέει από συμφωνία συναφθείσα μεταξύ αυτού και των επιδοτούμενων οργανισμών καθιστά ενδεχομένως ανεφάρμοστη την οδηγία εν προκειμένω.

16 Στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

17 Πράγματι, υφίσταται μονομερής απόφαση τόσον όταν ο ιδιοκτήτης αποφασίζει να αλλάξει μισθωτή όσο και όταν ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως μεταβάλλει την πολιτική του παροχής επιδοτήσεων. Εν προκειμένω, δεν χρειάζεται να ληφθεί υπόψη η φύση της επιδοτήσεως που χορηγείται με μονομερή πράξη που συνοδεύεται με ορισμένες προϋποθέσεις σε ορισμένα κράτη μέλη ή μέσω συμβάσεων επιδοτήσεως σε άλλα. Σε όλες τις περιπτώσεις, η μεταβολή στο πρόσωπο του επιδοτουμένου συντελείται στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων κατά την έννοια της οδηγίας και της νομολογίας (προαναφερθείσες αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1988, Berg, σκέψη 19, και της 15ης Ιουνίου 1988, Bork International, σκέψεις 13 και 14). Επιπλέον, καίτοι το ίδρυμα Redmond αμφισβητεί, με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου,

ότι είχαν συναφθεί συμφωνίες, ο Kantongerecht τονίζει ρητώς στο σκεπτικό της Διατάξεώς του ότι "τόσο το ενάγον όσο και το ίδρυμα Sigma δήλωσαν ότι είναι έτοιμα να συνεργαστούν ενεργώς στη 'μεταφορά' των πελατών/ασθενών του ενάγοντος προς το ίδρυμα Sigma, προς τον σκοπό δε αυτό δημιουργήθηκε ομάδα εργασίας με την ονομασία 'insluizing werkzaamheden Redmond Stichting in Stichting Sigma (ένταξη δραστηριοτήτων του ιδρύματος Redmond στο ίδρυμα Sigma)' ".

18 Εξάλλου, όπως τονίζει η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της, το γεγονός ότι, εν προκειμένω, η σχετική πράξη ανάγεται στη χορήγηση επιδοτήσεων σε ιδρύματα ή ενώσεις, των οποίων οι υπηρεσίες δεν αμείβονται, δεν αποκλείει την πράξη αυτή από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Πράγματι, η οδηγία αυτή έχει, όπως υπομνήστηκε, σκοπό να διασφαλίσει τα δικαιώματα των εργαζομένων και αφορά όλους τους εργαζομένους που απολαύουν οποιασδήποτε προστασίας, έστω και μειωμένης, έναντι της απολύσεως βάσει του εθνικού δικαίου (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1985, 105/84, Danmols Inventar, Συλλογή 1985, σ. 2639, σκέψη 27, και της 15ης Απριλίου 1986, 237/84, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1986, σ. 1247, σκέψη 13). Κατά τη Διάταξη περί παραπομπής, οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι υπάγονται στις διατάξεις του ολλανδικού αστικού κώδικα.

19 Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ο δικηγόρος του ενάγοντος της κύριας δίκης προέβαλε ένα άλλο επιχείρημα που αντλείται από το γεγονός ότι το ίδρυμα Dr Sophie Redmond βρίσκεται σε κατάσταση που προσομοιάζει με την πτώχευση, κατάσταση που ρητώς αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου λόγω του σοβαρού κινδύνου, σε περίπτωση εφαρμογής της οδηγίας στην πτώχευση, επιδεινώσεως, σε γενικό επίπεδο, των όρων διαβιώσεως και εργασίας του εργατικού δυναμικού, κατ' αντίθεση προς τους κοινωνικούς στόχους της Συνθήκης (προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985, Abels, σκέψη 23).

20 Η νέα αυτή επιχειρηματολογία, η οποία δεν διατυπώθηκε στις γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και η

οποία δεν στηρίζεται σε κανένα στοιχείο της δικογραφίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, από την προαναφερθείσα απόφαση Abels προκύπτει ότι ο αποκλεισμός από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ισχύει μόνο για τις μεταβιβάσεις που αφορούν επιχειρήσεις που έχουν κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως. Ακόμη και αν υποτεθεί, πράγμα που ουδόλως έχει αποδειχθεί, ότι το ίδρυμα Redmond περιήλθε σε δυσκολία τηρήσεως των υποχρεώσεών του κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, αυτό και μόνο το γεγονός δεν αρκεί για να αποκλειστεί η εν λόγω μεταβίβαση από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (βλ. ιδίως την προαναφερθείσα απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, Danmols Inventar, σκέψεις 9 και 10).

21 Επομένως, στα ερωτήματα ή τμήματα των προδικαστικών ερωτημάτων που αφορούν την ερμηνεία της έννοιας "συμβατική εκχώρηση" του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η διάταξη αυτή σημαίνει ότι η εν λόγω έννοια εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία μια δημόσια αρχή αποφασίζει να σταματήσει τη χορήγηση επιδοτήσεων σ' ένα νομικό πρόσωπο και επιφέρει έτσι την πλήρη και οριστική παύση των δραστηριοτήτων του εν λόγω προσώπου, προκειμένου αυτές να μεταβιβαστούν σε άλλο νομικό πρόσωπο που επιδιώκει ανάλογο σκοπό.

Επί της εννοίας της μεταβιβάσεως επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων

22 Με την απόφαση της 18ης Μαρτίου 1986, 24/85, Spijkers (Συλλογή 1986, σ. 1119), το Δικαστήριο διευκρίνισε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να εκτιμούνται οι πραγματικές περιστάσεις βάσει των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται μεταβίβαση επιχειρήσεων κατά την έννοια της οδηγίας. Εν προκειμένω πρέπει να υπομνηστούν τρία σημεία.

23 Πρώτον, το αποφασιστικό κριτήριο για να διαπιστωθεί η ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας είναι αν η εν λόγω μονάδα διατηρεί την ταυτότητά της, πράγμα που προκύπτει ιδίως από το γεγονός ότι η εκμετάλλευσή της πράγματι συνεχίζεται ή αρχίζει εκ νέου

(προαναφερθείσα απόφαση της 18ης Μαρτίου 1986, Spijkers, σκέψεις 11 και 12).

24 Δεύτερον, για να κριθεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να συνεκτιμηθούν όλα τα πραγματικά περιστατικά που χαρακτηρίζουν την υπό κρίση πράξη, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ιδίως ο τύπος της επιχείρησης ή της εγκατάστασης για την οποία πρόκειται, η μεταβίβαση ή μη των υλικών στοιχείων, όπως τα κτίρια και τα κινητά, η αξία των άυλων στοιχείων κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, η ανάληψη ή μη του κύριου μέρους του εργατικού δυναμικού από τον νέο επιχειρηματία, η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, καθώς και ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών. Πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί ότι όλα αυτά τα στοιχεία αποτελούν επί μέρους πλευρές της γενικής αξιολογήσεως που επιβάλλεται να γίνει και δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να εκτιμηθούν μεμονωμένα (προαναφερθείσα απόφαση της 18ης Μαρτίου 1986, Spijkers, σκέψη 13).

25 Τέλος, οι κρίσεις περί των πραγματικών περιστατικών που είναι αναγκαίες για να θεμελιωθεί η ύπαρξη ή μη μεταβιβάσεως κατά την προαναφερθείσα έννοια είναι της αρμοδιότητας του εθνικού δικαστηρίου, το οποίο λαμβάνει υπόψη τα ερμηνευτικά στοιχεία που προσδιορίστηκαν από το Δικαστήριο (προαναφερθείσα απόφαση της 18ης Μαρτίου 1986, Spijkers, σκέψη 14).

26 Εν προκειμένω, στη Διάταξη του αιτούντος δικαστηρίου τονίζεται ότι η μεταφορά των επιδοτήσεων από το ένα ίδρυμα στο άλλο παρουσιάζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: το ίδρυμα Redmond παύει τις δραστηριότητές του, τα δύο ιδρύματα επιδιώκουν τον ίδιο ή ανάλογο σκοπό, το ίδρυμα Sigma απορροφά εν μέρει το ίδρυμα Redmond, τα δύο ιδρύματα συνεργάστηκαν για την κατάρτιση των πράξεων μεταβιβάσεως, συνομολογήθηκε η μεταβίβαση στο Sigma των γνώσεων και των μέσων του Redmond, το ακίνητο που είχε μισθώσει το Redmond εκμισθώθηκε στο

Sigma το οποίο και πρότεινε τη σύναψη νέων συμβάσεων εργασίας σε ορισμένους πρώην μισθωτούς του πρώτου ιδρύματος.

27 'Ολα αυτά τα στοιχεία είναι ουσιώδη, αν μη καθοριστικά, για να προσδιοριστεί μια μεταβίβαση και μπορούν να ληφθούν υπόψη για την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 1 της οδηγίας.

28 Στο δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο ερώτημα, ο Kantongerecht te Groningen αναφέρεται σε ορισμένα περιστατικά που προσιδιάζουν σε ορισμένα αγαθά και ορισμένες δραστηριότητες ως προς τις οποίες διερωτάται αν αυτές μπορούν να επηρεάσουν τον χαρακτηρισμό που πρέπει να δοθεί στα ήδη αναφερθέντα στοιχεία για να προσδιοριστεί η ύπαρξη ή μη μεταβιβάσεως.

29 'Οσον αφορά τα κινητά, η μη μεταβίβαση των οποίων δεν φαίνεται, αυτή καθαυτή, να μπορεί να εμποδίσει την εφαρμογή της οδηγίας, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει τη σημασία που έχουν, εντάσσοντάς τα στο πλαίσιο της συνολικής εκτιμήσεως που πρέπει να γίνει, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 24.

30 Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για τις δραστηριότητες διοργανώσεως συναντήσεων και ψυχαγωγικών εκδηλώσεων με τη διευκρίνιση ότι το γεγονός και μόνο ότι οι δραστηριότητες αυτές συνιστούσαν ένα αυτοτελές έργο δεν αρκεί για να επιφέρει τη μη εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων της οδηγίας, οι οποίες προβλέπονται όχι μόνο για τις μεταβιβάσεις επιχειρήσεων αλλά και για τις μεταβιβάσεις εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, προς τα οποία μπορούν να εξομοιωθούν δραστηριότητες ειδικής φύσεως.

31 Επομένως, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία της έννοιας "μεταβίβαση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων", κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187, είναι ότι η διάταξη αυτή

σημαίνει ότι η εν λόγω έννοια αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία η οικεία μονάδα διατηρεί την ταυτότητά της. Για να διαπιστωθεί η ύπαρξη ή μη μεταβιβάσεως, σε μια περίπτωση όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, πρέπει να κριθεί, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την υπό κρίση πράξη, αν οι ασκούμενες δραστηριότητες συνεχίζονται πράγματι ή αρχίζουν εκ νέου από το νέο νομικό πρόσωπο με τις ίδιες ή ανάλογες δραστηριότητες, με τη διευκρίνιση ότι οι δραστηριότητες ειδικής φύσεως που συνιστούν αυτοτελές έργο μπορούν, ενδεχομένως, να εξομοιώνονται προς εγκαταστάσεις ή τμήματα εγκαταστάσεων κατά την έννοια της οδηγίας.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

32 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε ο Kantongerecht te Groningen, με τη Διάταξη της 21ης Ιανουαρίου 1991, αποφαίνεται:

1) Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, έχει την

έννοια ότι ο όρος "συμβατική εκχώρηση" εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία μια δημόσια αρχή αποφασίζει να σταματήσει τη χορήγηση επιδοτήσεων σ' ένα νομικό πρόσωπο και επιφέρει έτσι την πλήρη και οριστική παύση των δραστηριοτήτων του εν λόγω προσώπου, προκειμένου αυτές να μεταβιβαστούν σε άλλο νομικό πρόσωπο που επιδιώκει ανάλογο σκοπό.

2) Η έννοια "μεταβίβαση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων" που περιέχεται στην ίδια διάταξη αφορά την περίπτωση κατά την οποία η οικεία μονάδα διατηρεί την ταυτότητά της. Για να διαπιστωθεί η ύπαρξη ή μη μεταβιβάσεως, σε μια περίπτωση όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, πρέπει να κριθεί, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την υπό κρίση πράξη, αν οι ασκούμενες δραστηριότητες συνεχίζονται πράγματι ή αρχίζουν εκ νέου από το νέο νομικό πρόσωπο με τις ίδιες ή ανάλογες δραστηριότητες, με τη διευκρίνιση ότι οι δραστηριότητες ειδικής φύσεως που συνιστούν αυτοτελές έργο μπορούν, ενδεχομένως, να εξομοιώνονται προς εγκαταστάσεις ή τμήματα εγκαταστάσεων κατά την έννοια της οδηγίας.