61991J0015

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 24ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1992. - JOSEF BUCKL & SOEHNE OHG Κ.ΛΠ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΚΟΙΝΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΟΥ ΚΡΕΑΤΟΣ ΠΟΥΛΕΡΙΚΩΝ - ΧΗΝΕΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΕΣ - ΕΙΣΦΟΡΑ ΕΠΙ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΟΥΓΓΑΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΩΝΙΑΣ - ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΩΣ - ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-15/91 ΚΑΙ C-108/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-06061


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Προσφυγή κατά παραλείψεως * Εξαφάνιση της παραλείψεως μετά την άσκηση της προσφυγής * Εξαφάνιση του αντικειμένου της προσφυγής * Παρέλκει η έκδοση αποφάσεως

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 175 και 176)

2. Προσφυγή ακυρώσεως * Φυσικά ή νομικά πρόσωπα * Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά * 'Αρνηση της Επιτροπής να επιβάλει εκ νέου την εισφορά επί της εισαγωγής ορισμένων γεωργικών προϊόντων στα οποία εφαρμόζεται το σύστημα των γενικευμένων προτιμήσεων * 'Αρνηση θεσπίσεως πράξεως γενικής ισχύος * Απαράδεκτο

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 173, εδ. 2)

Περίληψη


1. Το προβλεπόμενο από το άρθρο 175 ένδικο βοήθημα της προσφυγής θεμελιώνεται στην ιδέα ότι αμφισβητηθείσα παράνομη αδράνεια του θεσμικού οργάνου επιτρέπει την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου ώστε αυτό να αποφανθεί ότι η παράλειψη ενεργείας είναι αντίθετη προς τη Συνθήκη, κατά το μέτρο που το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο δεν επανόρθωσε την εν λόγω παράλειψη. Η διαπίστωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα ότι, κατά το άρθρο 176, το καθού θεσμικό όργανο υποχρεούται να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, υπό την επιφύλαξη των αγωγών λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης που μπορούν να ασκηθούν βάσει της ιδίας διαπιστώσεως.

Σε περίπτωση κατά την οποία η πράξη, της οποίας η παράλειψη αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς, εκδόθηκε μετά την κατάθεση της προσφυγής, αλλά πριν από την έκδοση της αποφάσεως, η εκ μέρους του Δικαστηρίου αναγνώριση του παρανόμου χαρακτήρα της αρχικής παραλείψεως δεν μπορεί πλέον να συνεπάγεται τις προβλεπόμενες στο άρθρο 176 της Συνθήκης συνέπειες. Συνεπώς, σ' αυτή την περίπτωση, όπως ακριβώς και σ' εκείνη κατά την οποία το καθού ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση προς ενέργεια εντός της προθεσμίας των δύο μηνών, το αντικείμενο της προσφυγής έχει παύσει να υφίσταται, ώστε παρέλκει πλέον η έκδοση αποφάσεως.

Το γεγονός ότι η εν λόγω θέση του θεσμικού οργάνου δεν ικανοποιεί την προσφεύγουσα δεν έχει εν προκειμένω σημασία, διότι το άρθρο 175 αφορά την παράλειψη που συνίσταται στη μη λήψη αποφάσεως ή υιοθέτηση θέσεως και όχι στην έκδοση πράξεως διαφορετικής από εκείνη που επιθυμούν ή κρίνουν αναγκαία οι προσφεύγοντες.

2. Στο πλαίσιο της εξετάσεως του παραδεκτού προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως θεσμικού οργάνου η οποία έχει αρνητικό χαρακτήρα, η απόφαση αυτή πρέπει να εκτιμάται σε σχέση προς τη φύση της αιτήσεως της οποίας αυτή συνιστά απάντηση.

Η ασκηθείσα από ιδιώτη προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως που έχει αρνητικό χαρακτήρα δεν είναι παραδεκτή εφόσον στρέφεται κατά της αρνήσεως θεσπίσεως κανονισμού γενικής ισχύος.

'Ενας κανονισμός περί της πλήρως εκ νέου επιβολής των εισφορών επί ορισμένων εισαγωγών χηνών και παπιών, στις οποίες εφαρμόζεται το σύστημα των γενικευμένων προτιμήσεων, θα αφορούσε τους εισαγωγείς, τους εκτροφείς, καθώς και όλα τα σφαγεία άνευ διακρίσεως. Επομένως, ένας επιχειρηματίας του εν λόγω τομέα, που δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αυτός ο κανονισμός τον αφορά ατομικά, δεν μπορεί να προσβάλει παραδεκτώς, διά του ενδίκου μέσου της προσφυγής ακυρώσεως, την άρνηση θεσπίσεώς του.

Η εκτίμηση αυτή δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι, στον τομέα των μέτρων άμυνας κατά του ντάμπινγκ, οι καταγγέλλοντες μπορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, παραδεκτώς να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά της αρνήσεως της Επιτροπής να κινήσει διαδικασία αντιντάμπινγκ, διότι το δικαίωμα αυτό τους αναγνωρίζεται μόνον ενόψει της έννομης καταστάσεως που προβλέπεται υπέρ αυτών από τους σχετικούς βασικούς κανονισμούς. 'Ομως, καμία ανάλογη εγγύηση δεν προβλέφθηκε υπέρ των παραγωγών της Κοινότητας στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών.

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-15/91 και C-108/91,

Josef Buckl & Soehne OHG, εταιρία γερμανικού δικαίου, με έδρα το Wassertruedingen (Γερμανία),

Nordmark Gefluegel Erzeugergemeinschaft GmbH, εταιρία γερμανικού δικαίου, με έδρα το Heeslingen (Γερμανία),

Georg Stolle GmbH & Co. KG, εταιρία γερμανικού δικαίου, με έδρα το Visbek (Γερμανία),

Gefluegelzucht Wichmann GmbH & Co. KG Gefluegelschlachterei, εταιρία γερμανικού δικαίου, με έδρα το Wachenroth (Γερμανία),

και οι τέσσερις εκπροσωπούμενες από τον Juergen Guendisch, δικηγόρο Αμβούργου, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Ernest Arendt, 8-10, rue Mathias Hardt,

προσφεύγουσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον Dierk Booss, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, αντιπρόσωπο της νομικής της υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο, αντιστοίχως,

* να αναγνωριστεί ότι η Επιτροπή παρέβη τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2777/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/014, σ. 71), καθώς και τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3899/89 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1989, για τη μείωση των εισφορών κατά το έτος 1990 για ορισμένα γεωργικά προϊόντα καταγωγής αναπτυσσομένων χωρών (ΕΕ L 383, σ. 125), επειδή παρέλειψε να επιβάλει εκ νέου πλήρως τις προβλεπόμενες εισφορές για χήνες και πάπιες προελεύσεως Πολωνίας και Ουγγαρίας, μειωθείσες κατά 50 % με τον κανονισμό 3899/89 του Συμβουλίου

* την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 18ης Ιανουαρίου 1991, με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση των προσφευγουσών, οι οποίες της ζητούσαν να επιβάλει εκ νέου πλήρως τις εισφορές επί της εισαγωγής ορισμένων ποσοτήτων παπιών και χηνών καταγωγής Πολωνίας και Ουγγαρίας, μειωθείσες κατά 50 % με τον κανονισμό 3899/89 του Συμβουλίου,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, Κ. Ν. Κακούρη, G. C. Rodriguez Iglesias, M. Zuleeg και J. L. Murray, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, R. Joliet, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grevisse, M. Diez de Velasco, P. J. G. Kapteyn και D. A. O. Edward, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C. Gulmann

γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 13ης Μαΐου 1992,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Ιουλίου 1992,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Ιανουαρίου 1991, οι Josef Buckl & Soehne OHG, Nordmark Gefluegel Erzeugergemeinschaft GmbH, Georg Stolle GmbH & Co. KG και Gefluegelzucht Wichmann GmbH & Co. KG Gefluegelschlachterei (στο εξής: προσφεύγουσες) άσκησαν προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 175, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητούν να αναγνωριστεί ότι η Επιτροπή παρέβη τη Συνθήκη ΕΟΚ, τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2777/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/014, σ. 71), καθώς και τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3899/89 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1989, για τη μείωση των εισφορών κατά το έτος 1990 για ορισμένα γεωργικά προϊόντα καταγωγής αναπτυσσομένων χωρών (ΕΕ L 383, σ. 125, στο εξής: κανονισμός), επειδή παρέλειψε να επιβάλει εκ νέου πλήρως τις προβλεπόμενες εισφορές για χήνες και πάπιες προελεύσεως Πολωνίας και Ουγγαρίας, μειωθείσες κατά 50 % με τον εν λόγω κανονισμό.

2 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Μαρτίου 1991, οι ίδιες προσφεύγουσες ζήτησαν, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 18ης Ιανουαρίου 1991, με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση των προσφευγουσών, οι οποίες της ζητούσαν να επιβάλει εκ νέου πλήρως τις εισφορές επί της εισαγωγής ορισμένων ποσοτήτων παπιών και χηνών καταγωγής Πολωνίας και Ουγγαρίας, μειωθείσες κατά 50 % με τον κανονισμό.

3 Ο κανονισμός, ο οποίος εκδόθηκε στο πλαίσιο του συστήματος των γενικευμένων προτιμήσεων, έχει ιδίως ως σκοπό να επιταχυνθεί η οικονομική ανάπτυξη της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Προς τούτο, τα άρθρα του 1 και 2 προβλέπουν υπέρ ορισμένων προϊόντων τους, μεταξύ των οποίων οι πάπιες και οι χήνες, μείωση κατά 50 % των εισφορών λόγω εισαγωγής, για περιορισμένες ποσότητες, κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 31ης Δεκεμβρίου 1990.

4 Πάντως, το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει:

"Αν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι τα προϊόντα στα οποία εφαρμόζεται το καθεστώς που προβλέπεται στο άρθρο 1 εισάγονται στην Κοινότητα σε τιμές που προκαλούν ή απειλούν να προκαλέσουν σοβαρή ζημία στους κοινοτικούς παραγωγούς ομοειδών ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων, οι εισφορές που εφαρμόζονται στην Κοινότητα μπορούν να επιβληθούν εκ νέου εν όλω ή εν μέρει για τα εν λόγω προϊόντα έναντι της/των χωρών ή του/των εδαφών που έχουν προκαλέσει τη ζημία. Τα μέτρα αυτά μπορούν επίσης να εφαρμοστούν σε περίπτωση σοβαρής ζημίας ή απειλής σοβαρής ζημίας που περιορίζεται σε μία μόνο περιοχή της Κοινότητας."

5 Προς τούτο, το άρθρο 5 ορίζει ιδίως ότι, "για να εξασφαλιστεί η εφαρμογή του άρθρου 4, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, με κανονισμό, την εκ νέου επιβολή της κανονικής εισφοράς για μια καθορισμένη περίοδο".

6 Οι προσφεύγουσες, οι οποίες εκμεταλλεύονται σφαγεία παπιών και χηνών στη Γερμανία, θεωρούν ότι η μείωση της εισφοράς προκάλεσε, το 1990, πτώση των τιμών των παπιών και των χηνών που εισήχθησαν στη χώρα αυτή και, διά του ανταγωνισμού, πτώση των τιμών των παπιών και των χηνών που εκτρέφονται εκεί. Εξάλλου, η γερμανική παραγωγή κρέατος παπιών είχε επίσης μειωθεί λόγω της μαζικής εισαγωγής σε χαμηλές τιμές προϊόντων καταγωγής Ουγγαρίας και Πολωνίας.

7 Επικαλούμενες ότι υφίσταντο σοβαρή ζημία, οι προσφεύγουσες προέβησαν αρχικά σε διάφορα διαβήματα, τόσον ενώπιον των γερμανικών αρχών όσον και ενώπιον της Επιτροπής. Στη συνέχεια, επικαλούμενες το άρθρο 4 του κανονισμού, ζήτησαν, στις 26 Σεπτεμβρίου 1990, από την Επιτροπή να επιβάλει εκ νέου πλήρως τις εισφορές για τις πάπιες και τις χήνες καταγωγής Ουγγαρίας και Πολωνίας.

8 Επειδή η Επιτροπή δεν αντέδρασε στο έγγραφο αυτό, οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγή κατά παραλείψεως (υπόθεση C-15/91).

9 Δύο ημέρες μετά την άσκηση της προσφυγής αυτής, με έγγραφο της 18ης Ιανουαρίου 1991, ο Γενικός Διευθυντής Γεωργίας απέρριψε την αίτηση της 26ης Σεπτεμβρίου 1990, ισχυριζόμενος ότι η ύφεση της αγοράς των παπιών που διαπιστώθηκε το 1990 στη Γερμανία δεν οφειλόταν στη μείωση των εισφορών που εφαρμόζονταν στις πάπιες και τις χήνες καταγωγής Ουγγαρίας και Πολωνίας αλλά, μεταξύ άλλων, στην αύξηση της κοινοτικής παραγωγής κατά το 1989, στις παραδόσεις που προήρχοντο από τα εδάφη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και στην αύξηση των εισαγωγών από άλλα κράτη μέλη ή από άλλες τρίτες χώρες εκτός της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Επιπλέον, λόγοι εμπορικής πολιτικής απαγόρευαν τη διακοπή των εκχωρουμένων προνομίων προς τις δύο αυτές χώρες.

10 Κατόπιν αυτού, οι προσφεύγουσες άσκησαν, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή ακυρώσεως κατά του τελευταίου αυτού εγγράφου (υπόθεση C-108/91).

11 Η Επιτροπή άσκησε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τόσο κατά της προσφυγής κατά παραλείψεως όσο και κατά της προσφυγής ακυρώσεως, και ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της ενστάσεως αυτής χωρίς να υπεισέλθει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως.

12 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς το κανονιστικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί του παραδεκτού της προσφυγής κατά παραλείψεως (υπόθεση C-15/91)

13 Προς στήριξη της ενστάσεώς της περί απαραδέκτου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού, η εκ νέου εν όλω επιβολή της εισφοράς επί των παπιών και των χηνών καταγωγής Ουγγαρίας και Πολωνίας μπορεί να αποφασιστεί μόνον υπό τη μορφή κανονισμού, αυτός δε ο κανονισμός δεν μπορεί, ούτε λόγω της μορφής του ούτε λόγω της νομικής φύσεώς του, να χαρακτηριστεί ως πράξη που μπορεί να απευθύνεται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 175, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι τα πρόσωπα αυτά τα αφορά άμεσα και ατομικά.

14 Χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί ο ισχυρισμός αυτός, πρέπει να υπομνηστεί ότι, όπως το Δικαστήριο ετόνισε με τις αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1988, 377/87, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1988, σ. 4017, σκέψη 9), και 383/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1988, σ. 4051, σκέψη 9), το προβλεπόμενο από το άρθρο 175 ένδικο βοήθημα της προσφυγής θεμελιώνεται στην ιδέα ότι η αδράνεια του θεσμικού οργάνου επιτρέπει την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου ώστε αυτό να αποφανθεί ότι η παράλειψη ενεργείας είναι αντίθετη προς τη Συνθήκη, κατά το μέτρο που το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο δεν επανόρθωσε την εν λόγω παράλειψη. Η διαπίστωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα ότι, κατά το άρθρο 176, το καθού θεσμικό όργανο υποχρεούται να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, υπό την επιφύλαξη των αγωγών λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης που μπορούν να ασκηθούν βάσει της ιδίας διαπιστώσεως.

15 Σε περίπτωση όπως η προκειμένη, κατά την οποία η πράξη, της οποίας η παράλειψη αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς, εκδόθηκε μετά την κατάθεση της προσφυγής, αλλά πριν από την έκδοση της αποφάσεως, η εκ μέρους του Δικαστηρίου αναγνώριση του παρανόμου χαρακτήρα της αρχικής παραλείψεως δεν μπορεί πλέον να συνεπάγεται τις προβλεπόμενες στο άρθρο 176 της Συνθήκης συνέπειες. Συνεπώς, σ' αυτή την περίπτωση, όπως ακριβώς και σ' εκείνη κατά την οποία το καθού θεσμικό όργανο ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση προς ενέργεια εντός της προθεσμίας των δύο μηνών, το αντικείμενο της προσφυγής έχει παύσει να υφίσταται (βλ. τις προαναφερθείσες αποφάσεις Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, σκέψη 10, και Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψη 10).

16 Το γεγονός ότι η εν λόγω θέση της Επιτροπής δεν ικανοποιεί τις προσφεύγουσες δεν έχει εν προκειμένω σημασία.

17 Πράγματι, από τη νομολογία προκύπτει (βλ., ειδικότερα, απόφαση της 13ης Ιουλίου 1971, 8/71, Deutscher Komponistenverband κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 893, σκέψη 2) ότι το άρθρο 175 αφορά την παράλειψη που συνίσταται στη μη λήψη αποφάσεως ή υιοθέτηση θέσεως και όχι στην έκδοση πράξεως διαφορετικής από εκείνη που επιθυμούν ή κρίνουν αναγκαία οι ενδιαφερόμενοι.

18 Επομένως, διαπιστώνεται ότι δεν συντρέχει πλέον λόγος να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της προσφυγής κατά παραλείψεως.

Επί του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως (υπόθεση C-108/91)

19 Προς στήριξη της ενστάσεώς της περί απαραδέκτου, η Επιτροπή ισχυρίζεται καταρχάς ότι, εφόσον εξακολουθεί να εκκρεμεί προσφυγή κατά παραλείψεως, η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να θεωρηθεί ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν έχουν έννομο συμφέρον, καθόσον χρονικό διάστημα το Δικαστήριο εξετάζει αν είναι βάσιμη η αιτίαση κατά της Επιτροπής ότι δεν αντέδρασε στην αίτησή τους περί της εκ νέου επιβολής των εισφορών.

20 Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός, δεδομένου ότι η Επιτροπή έχει λάβει θέση. Πράγματι, η νομιμότητα της θέσεως αυτής δεν μπορεί να αμφισβητηθεί παρά μόνο στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως.

21 Στη συνέχεια, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η προσφυγή ακυρώσεως είναι απαράδεκτη για τον λόγο ότι η απόφασή της περί της μη εκ νέου επιβολής των επιμάχων εισφορών δεν αφορά τις προσφεύγουσες άμεσα και ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ.

22 Από την απόφαση της 8ης Μαρτίου 1972, 42/71, Nordgetreide κατά Επιτροπής (Rec. 1972, σ. 105, σκέψη 5), προκύπτει ότι, οσάκις μια απόφαση της Επιτροπής έχει αρνητικό χαρακτήρα, πρέπει να εκτιμάται σε σχέση προς τη φύση της αιτήσεως της οποίας αυτή συνιστά απάντηση.

23 Με έγγραφο της 26ης Σεπτεμβρίου 1990, οι προσφεύγουσες ζήτησαν να επιβληθεί εκ νέου πλήρως η προβλεπομένη για τις πάπιες και τις χήνες εισφορά. Το άρθρο 5 του κανονισμού προβλέπει ότι αυτή η εκ νέου επιβολή μπορεί να θεσπιστεί μόνο διά της εκδόσεως κανονισμού.

24 Από την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982, 307/81, Alusuisse κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1982, σ. 3463, σκέψη 8), προκύπτει ότι η ασκηθείσα από ιδιώτη προσφυγή ακυρώσεως δεν είναι παραδεκτή εφόσον στρέφεται κατά κανονισμού γενικής ισχύος κατά την έννοια του άρθρου 189, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ. Το κριτήριο της διακρίσεως μεταξύ κανονισμού και αποφάσεως πρέπει να αναζητείται στη γενική ή μη γενική ισχύ της οικείας πράξεως. Επομένως, πρέπει να εκτιμάται η φύση της προσβαλλομένης πράξεως και ειδικότερα τα έννομα αποτελέσματα που πρόκειται να παράγει ή πράγματι παράγει.

25 Η κανονιστική φύση μιας πράξεως δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση λόγω της δυνατότητας προσδιορισμού του αριθμού ή ακόμη και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου επί των οποίων εφαρμόζεται σε δεδομένη στιγμή, εφόσον είναι βέβαιον ότι η εφαρμογή αυτή πραγματοποιείται βάσει αντικειμενικής νομικής ή πραγματικής καταστάσεως, οριζομένης από την πράξη σε σχέση με τον σκοπό της τελευταίας (απόφαση της 11ης Ιουλίου 1968, 6/68, Zuckerfabrik Watenstedt κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 791).

26 Διαπιστώνεται συναφώς ότι ο κανονισμός που θα επέβαλλε εκ νέου πλήρως τις εισφορές λόγω εισαγωγής θα αφορούσε τους εισαγωγείς παπιών και χηνών, τους εκτροφείς παπιών και χηνών, καθώς και όλα τα σφαγεία πουλερικών άνευ διακρίσεως. Επομένως, οι προσφεύγουσες θίγονται μόνο, σύμφωνα με τον σκοπό του κανονισμού, υπό την αντικειμενική ιδιότητά τους των επιχειρηματιών στον τομέα της σφαγής των παπιών και των χηνών, ακριβώς όπως και κάθε επιχειρηματίας που ασκεί την ίδια δραστηριότητα.

27 Επομένως, είναι βέβαιον ότι το αιτηθέν από τις προσφεύγουσες μέτρο θα αποτελούσε κανονιστική ρύθμιση γενικής ισχύος.

28 Εντούτοις, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι η κατάστασή τους ήταν ανάλογη προς εκείνη του επιχειρηματία έναντι κανονισμού θεσπίζοντος δασμό αντιντάμπινγκ και ότι, στο πλαίσιο των αποφάσεων που εξέδωσε στον τομέα αυτόν, το Δικαστήριο αναγνώρισε στους ιδιώτες τη δυνατότητα να ζητούν την ακύρωση κανονισμών. Ισχυρίστηκαν, ιδίως, ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να προβαίνει σε έρευνες σε θέματα αντιντάμπινγκ αντιστοιχεί στην υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 4 του κανονισμού, η οποία συνίσταται στην εξακρίβωση του εάν οι κοινοτικοί παραγωγοί υφίστανται ή απειλούνται να υποστούν σοβαρή ζημία. Εξήγησαν συναφώς ότι οι ίδιες ανέφεραν στην Επιτροπή τη ζημία που υφίσταντο και ότι, επομένως, αυτή η τελευταία όφειλε, στο πλαίσιο των ερευνών της, να αναφερθεί στις δικές τους τιμές πωλήσεως. Ανέφεραν επίσης ότι τόσον η κανονιστική ρύθμιση περί αντιντάμπινγκ όσον και το προαναφερθέν άρθρο 4 επιβάλλουν στην Επιτροπή να λαμβάνει μέτρα προστασίας έναντι των θιγομένων κοινοτικών παραγωγών. Επομένως, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα θα πρέπει να μπορούν να ασκούν προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της αποφάσεως για τη μη παροχή προστασίας σ' αυτά.

29 Αυτή η συλλογιστική δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Είναι μεν ακριβές ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, το Δικαστήριο δέχθηκε, σε ορισμένες περιπτώσεις, ότι οι καταγγέλλοντες μπορούν παραδεκτώς να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά της αρνήσεως της Επιτροπής να κινήσει διαδικασία αντιντάμπινγκ, αλλά είναι εξίσου αληθές ότι το Δικαστήριο τους αναγνώρισε αυτό το δικαίωμα μόνο ενόψει της έννομης καταστάσεως που προβλέπεται υπέρ αυτών από τους σχετικούς βασικούς κανονισμούς (βλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1983, 191/82, Fediol κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 2913, σκέψη 31). Πρέπει πράγματι να αναφερθεί ότι οι κανονισμοί αυτοί αναγνωρίζουν την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος των παραγωγών της Κοινότητας προς θέσπιση μέτρων αντιντάμπινγκ και ότι καθορίζουν υπέρ αυτών ορισμένα συγκεκριμένα δικαιώματα, δηλαδή το δικαίωμα να υποβάλουν στην Επιτροπή όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που θεωρούν ενδεδειγμένα, να λαμβάνουν γνώση, υπό ορισμένες επιφυλάξεις, των στοιχείων που διαθέτει η Επιτροπή, να τυγχάνουν ακροάσεως κατόπιν αιτήσεώς τους και να έχουν τη δυνατότητα συναντήσεως μετά των λοιπών μερών κατά την ίδια διαδικασία, τέλος δε να ενημερώνονται στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή αποφασίζει να μη δώσει συνέχεια σε μια καταγγελία (προαναφερθείσα απόφαση Fediol κατά Επιτροπής, σκέψη 25).

30 Καμία ανάλογη εγγύηση δεν προβλέφθηκε υπέρ των παραγωγών της Κοινότητας στο πλαίσιο του κανονισμού για τον οποίο πρόκειται στην παρούσα υπόθεση. Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να ζητούν να τύχουν δικαστικής προστασίας ταυτόσημης με αυτήν που παρέχεται στους προβαίνοντες σε καταγγελία στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ.

31 Λαμβάνοντας υπόψη τις προεκτεθείσες σκέψεις, η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

32 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Κατά την παράγραφο 3 της ιδίας αυτής διατάξεως, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι. Τέλος, δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 6, το Δικαστήριο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης.

33 Στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν ως προς τους λόγους που προέβαλαν στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως. Αντιθέτως, μπορεί μεν το Δικαστήριο να έκρινε ότι παρείλκε η έκδοση αποφάσεως στο πλαίσιο της προσφυγής κατά παραλείψεως λόγω της απαντήσεως της Επιτροπής, αλλά πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η απάντηση αυτή επήλθε μόνο μετά την προβλεπομένη από τη Συνθήκη προθεσμία και μετά την άσκηση της προσφυγής και ότι, επομένως, προκάλεσε στις προσφεύγουσες περιττά έξοδα όσον αφορά την προσφυγή αυτή.

34 Επομένως, τα έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν, κάθε δε διάδικος θα φέρει τα δικά του έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής που ασκήθηκε στο πλαίσιο της υποθέσεως C-15/91.

2) Απορρίπτει την προσφυγή στην υπόθεση C-108/91 ως απαράδεκτη.

3) Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.