61991J0013

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 4ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1992. - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΚΑΤΑ MICHEL DEBUS. - ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: PRETURA CIRCONDARIALE DI PORDENONE ΚΑΙ PRETURA CIRCONDARIALE DI VIGEVANO - ΙΤΑΛΙΑ. - ΜΕΤΡΟ ΙΣΟΔΥΝΑΜΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ - ΜΠΥΡΑ - ΘΕΙΙΚΟΣ ΑΝΥΔΡΙΤΗΣ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-13/91 ΚΑΙ C-113/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-03617


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Παρεκκλίσεις - Προστασία της δημόσιας υγείας - Κανονιστική ρύθμιση σχετική με τη χρήση συντηρητικών - Δικαιολόγηση - Προϋποθέσεις και όρια - Γενική και απόλυτη απαγόρευση εμπορίας ζύθων που περιέχουν ποσότητα θειώδους ανυδρίτη μεγαλύτερη των 20 mg ανά λίτρο - Δεν επιτρέπεται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 30 και 36)

2. Κοινοτικό δίκαιο - 'Αμεσο αποτέλεσμα - Σύγκρουση μεταξύ κοινοτικού δικαίου και εθνικής νομοθεσίας - Υποχρεώσεις και εξουσίες του επιληφθέντος εθνικού δικαστηρίου - Μη εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερης

Περίληψη


Λαμβάνοντας υπόψη τις αβεβαιότητες στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η επιστημονική έρευνα σχετικά με τις πρόσθετες ουσίες στα είδη διατροφής και την έλλειψη πλήρους εναρμονίσεως των εθνικών νομοθεσιών, τα άρθρα 30 και 36 δεν εμποδίζουν την εφαρμογή εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως που περιορίζει τη χρήση των ουσιών αυτών και καθορίζει ανώτατο όριο στη χρήση μιας πρόσθετης ουσίας για ορισμένα προϊόντα.

Εφαρμόζοντας μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση στα εισαγόμενα προϊόντα που περιέχουν ποσότητα προσθέτων υπερβαίνουσα το όριο που επιτρέπει η κανονιστική ρύθμιση του κράτους μέλους εισαγωγής ενώ μια τέτοια ποσότητα επιτρέπεται στο κράτος μέλος παραγωγής, οι εθνικές αρχές οφείλουν ωστόσο, ενόψει της αρχής της αναλογικότητας στην οποία στηρίζεται η τελευταία φράση του άρθρου 36, να περιορίζονται σε ό,τι είναι πράγματι αναγκαίο για την προστασία της δημόσιας υγείας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η χρησιμοποίηση μιας συγκεκριμένης πρόσθετης ουσίας, που χρησιμοποιείται νομίμως σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να επιτρέπεται στην περίπτωση εισαγομένων προϊόντων από το κράτος αυτό, εφόσον, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των αποτελεσμάτων της διεθνούς επιστημονικής έρευνας και ειδικά των εργασιών της Κοινοτικής Επιστημονικής Επιτροπής Τροφίμων και της επιτροπής του Codex alimentarius του FAO και της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και, αφετέρου, των συνηθειών διατροφής στο κράτος μέλος εισαγωγής, η πρόσθετη αυτή ουσία δεν ενέχει κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και ανταποκρίνεται σε μια πραγματική ανάγκη τεχνολογικής ιδίως φύσεως. Η τελευταία αυτή έννοια πρέπει να αξιολογείται ανάλογα με τις χρησιμοποιούμενες πρώτες ύλες, λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση στην οποία προέβησαν οι αρχές του κράτους μέλους παραγωγής και τα αποτελέσματα της διεθνούς επιστημονικής έρευνας.

Εκ τούτου έπεται ότι τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ παρεμποδίζουν την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας που απαγορεύει, κατά τρόπο γενικό και απόλυτο, την εμπορία ζύθου ο οποίος εισάγεται από άλλο κράτος μέλος και όπου διατίθεται νομίμως στο εμπόριο, όταν ο ζύθος περιέχει ποσότητα θειώδους ανυδρίτη υπερβαίνουσα τα 20 mg/l, εφόσον γίνεται δεκτό ότι η κατανάλωση ορισμένων από τους ζύθους αυτούς δεν συνεπάγεται σοβαρό κίνδυνο υπερβάσεως των ορίων της μεγίστης ημερησίας δόσεως θειώδους ανυδρίτη που θεωρούν ως αποδεκτή ο FAO και η ΠΟΥ, η δε νομοθεσία του κράτους μέλους εισαγωγής δέχεται τη χρήση θειώδους ανυδρίτη σε πολύ υψηλότερα ποσοστά για άλλα ποτά, ένα από τα οποία έχει σημαντικότερη κατανάλωση στο εν λόγω κράτος μέλος απ' ό,τι η κατανάλωση ζύθου.

2. Ο εθνικός δικαστής, στον οποίο έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, να εφαρμόζει τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, έχει την υποχρέωση να εξασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών, αφήνοντας εν ανάγκη, αυτεπαγγέλτως, ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας.

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-13/91 και C-113/91,

που έχουν ως αντικείμενο δύο αιτήσεις της Pretura circondariale di Pordenone (Ιταλία) (στην υπόθεση C-13/91) και της Pretura circondariale di Vigevano (Ιταλία) (στην υπόθεση C-113/91) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών που εκκρεμούν ενώπιον των αιτούντων δικαστηρίων κατά του

Michel Debus, νομίμως εκπροσωπούντος την εταιρία Brasserie Fischer SA,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Joliet, πρόεδρο τμήματος, F. Grevisse, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodriguez Iglesias και M. Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W.Van Gerven

γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. R. Bot, Secretaris-generaal στο Υπουργείο Εξωτερικών,

- η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών στο Υπουργείο Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Ivo M. Braguglia, avvocato dello Stato,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Αntonio Aresu, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Debus, εκπροσωπούμενου από τον Pierre Soler Couteaux, δικηγόρο Στρασβούργου, της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον J. W. De Zwaan, βοηθό νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών, της Ιταλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 13ης Φεβρουαρίου 1992,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Μαρτίου 1992,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με Διατάξεις της 9ης Ιανουαρίου 1991 και της 25ης Μαρτίου 1991, που περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 16 Ιανουαρίου 1991 και τις 12 Απριλίου 1991, αντιστοίχως, η Pretura circondariale di Pordenone (στην υπόθεση C-13/91) και η Pretura circondariale di Vigevano (στην υπόθεση C-113/91) υπέβαλαν, βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ.

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών που κινήθηκαν κατά του Michel Debus, νομίμως εκπροσωπούντος τη γαλλική εταιρία Brasserie Fischer SA.

3 Το άρθρο 4, στοιχείο c, του ιταλικού νόμου 1354/62, της 16ης Αυγούστου 1962 (GURI αριθ. 234, της 17.9.1962), ορίζει ότι η μέγιστη επιτρεπόμενη ποσότητα θειώδους ανυδρίτη στον ζύθο είναι 20 χιλιοστόγραμμα ανά λίτρο (20 mg/l). Το όριο αυτό ισχύει και για τους εισαγόμενους ζύθους, βάσει του άρθρου 19, πρώτο εδάφιο, του ίδιου νόμου, το οποίο ορίζει ότι ο εισαγόμενος ζύθος πρέπει να ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά και να πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται με τον εν λόγω νόμο.

4 Η εταιρία Brasserie Fischer SA παράγει έναν ειδικό ζύθο από φυσικά εκχυλίσματα φυτών, αποκαλούμενο "36,15 Pecheur - La biere amoureuse", που περιέχει, ως πρόσθετο, θειώδη ανυδρίτη σε αναλογία 36,8 mg/l, αυτό δε σύμφωνα με τη σχετική γαλλική νομοθεσία. Ο ζύθος αυτός εισήχθη στην Ιταλία όπου πωλήθηκε ως "αλκοολούχο ποτό με βάση τον ζύθο".

5 Η NAS - Nucleo Antisofisticazioni e Sanita (υπηρεσία καταστολής της νοθείας και προστασίας της υγείας) έλαβε δείγμα από το ποτό αυτό σε κατάστημα ανοικτό για το κοινό που βρίσκεται στο Azzano Decimo. Επειδή η ανάλυση του δείγματος αυτού αποκάλυψε την παρουσία θειώδους ανυδρίτη σε ποσότητα υψηλότερη από αυτή που επιτρέπει η ιταλική νομοθεσία για παρόμοια προϊόντα, η εισαγγελική αρχή άσκησε ποινική δίωξη για νοθεία κατά του Debus.

6 Στο πλαίσιο αυτό, τα εθνικά δικαστήρια υπέβαλαν στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία ταυτίζονται στις δύο υποθέσεις:

"1) Πρέπει τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι είναι ασυμβίβαστη προς αυτά η ιταλική κανονιστική ρύθμιση περί υγειονομικών κανόνων στην παραγωγή και την εμπορία του ζύθου (νόμος 1354/62, της 16ης Αυγούστου 1962, και νόμος 141/89, της 17ης Απριλίου 1989), καθόσον επιτρέπει τη χρήση θειώδους ανυδρίτη μέχρι ποσότητας μη υπερβαίνουσας τα 20 mg ανά λίτρο;

2) Πρέπει η ιταλική κανονιστική ρύθμιση να μην εφαρμοστεί από τον ποινικό δικαστή;

3) Πρέπει να επιτραπεί η ελεύθερη κυκλοφορία του ζύθου του οποίου το ποσοστό σε θειώδη ανυδρίτη υπερβαίνει τα 20 mg ανά λίτρο;"

7 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα περιστατικά των κυρίων δικών, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

8 'Οσον αφορά τις αμφιβολίες που διατύπωσε η Επιτροπή ως προς το παραδεκτό της αιτήσεως περί προδικαστικής ερμηνείας που υποβλήθηκε στην υπόθεση C-113/91 λόγω του ότι η αίτηση αυτή προέρχεται από δικαστήριο το οποίο, δυνάμει της εθνικής ποινικής δικονομίας, είναι αναρμόδιο προς εκδίκαση της κύριας διαφοράς, αρκεί η παρατήρηση ότι, κατ' αρχήν και ελλείψει εξαιρετικών περιστάσεων, το Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να ελέγχει την αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων από πλευράς εθνικών δικονομικών κανόνων.

Επί του πρώτου ερωτήματος

9 Με το πρώτο ερώτημά του, το εθνικό δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί αν τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία απαγορεύει την εμπορία ζύθων που εισάγονται από άλλο κράτος μέλος όπου διατίθενται νομίμως στο εμπόριο, όταν αυτοί περιέχουν ποσότητα θειώδους ανυδρίτη μεγαλύτερη των 20 mg/l.

10 Διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι, βάσει του άρθρου 1 της οδηγίας 64/54/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 1963, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα συντηρητικά που επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 89), τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιτρέπουν, για την προστασία των τροφίμων από τις αλλοιώσεις που προκαλούν μικροοργανισμοί, τη χρήση άλλων συντηρητικών πλην εκείνων που απαριθμούνται στο παράρτημα της οδηγίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ο θειώδης ανυδρίτης.

11 Κατά τις αιτιολογικές της σκέψεις, η οδηγία δεν συνιστά παρά το πρώτο στάδιο προσεγγίσεως των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα αυτό. Στο στάδιο αυτό, επομένως, τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να επιτρέπουν τη χρήση όλων των ουσιών που αναφέρονται στο παράρτημα της οδηγίας. Πάντως, η ελευθερία τους να ορίζουν κανόνες ως προς την προσθήκη συντηρητικών στα τρόφιμα μπορεί να ασκείται υπό τη διττή προϋπόθεση ότι δεν θα επιτρέπεται η χρήση οποιουδήποτε συντηρητικού που δεν αναφέρεται στο παράρτημα της οδηγίας και δεν θα απαγορεύεται απολύτως η χρήση του συντηρητικού που περιλαμβάνεται στο παράρτημα, εκτός, όταν πρόκειται για τρόφιμα που παράγονται και καταναλώνονται στο δικό τους έδαφος, στις ειδικές περιπτώσεις στις οποίες η χρήση ενός τέτοιου συντηρητικού δεν ανταποκρίνεται σε ανάγκη τεχνολογικής φύσεως (βλ. αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 1980, 88/79, Grunert, Racc. 1980, σ. 1827 της 5ης

Φεβρουαρίου 1981, 108/80, Kugelmann, Συλλογή 1981, σ. 433, και της 13ης Δεκεμβρίου 1990, C-42/90, Bellon, Συλλογή 1990, σ. Ι-4863).

12 Εφόσον πρόκειται για προϊόντα τα οποία εισάγονται από άλλο κράτος μέλος, όπου παρασκευάζονται και διατίθενται νομίμως στο εμπόριο, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η εφαρμογή εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως όπως αυτή που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς των κυρίων δικών παρεμποδίζει το ενδοκοινοτικό εμπόριο και ως εκ τούτου συνιστά, κατ' αρχήν, μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό, κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης. Πάντως, εν όψει της κοινοτικής εναρμονίσεως η οποία είναι μόνο μερική στον εξεταζόμενο τομέα, επιβάλλεται να εξεταστεί αν ένα τέτοιο μέτρο μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους προστασίας της υγείας των ανθρώπων, βάσει του άρθρου 36 της Συνθήκης.

13 Επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. ιδίως απόφαση της 14ης Ιουλίου 1983, 174/82, Sandoz, Συλλογή 1983, σ. 2445), κατά το μέτρο που υπάρχουν αβεβαιότητες στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η επιστημονική έρευνα, όσον αφορά το επιβλαβές των πρόσθετων ουσιών στα είδη διατροφής, απόκειται στα κράτη μέλη, ελλείψει πλήρους εναρμονίσεως, να αποφασίσουν σε ποια έκταση προτίθενται να εξασφαλίσουν την προστασία της υγείας και της ζωής των ανθρώπων, λαμβάνοντας όμως υπόψη τις απαιτήσεις της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Κοινότητας.

14 Από τη νομολογία του Δικαστηρίου (και ειδικότερα τις αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1983, Sandoz, προαναφερθείσα της 10ης Δεκεμβρίου 1985, 247/84, Motte, Συλλογή 1985, σ. 3887 της 6ης Μαΐου 1986, 304/84, Μuller, Συλλογή 1986, σ. 1511 και της 12ης Μαρτίου 1987 γνωστής ως "νόμος περί της καθαρότητας του ζύθου", 178/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1987, σ. 1227) προκύπτει επίσης ότι, υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το κοινοτικό δίκαιο δεν εμποδίζει τα

κράτη μέλη να εφαρμόζουν κανονιστική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη χρήση πρόσθετων ουσιών από προηγούμενη άδεια χορηγούμενη με πράξη γενικής ισχύος για συγκεκριμένες πρόσθετες ουσίες, είτε για όλα τα προϊόντα είτε για ορισμένα μόνον απ' αυτά είτε εν όψει ορισμένων χρήσεων. Το ίδιο ισχύει για τον καθορισμό ανωτάτου ορίου στη χρήση μιας πρόσθετης ουσίας για ορισμένα προϊόντα. Κανονιστική ρύθμιση του είδους αυτού ανταποκρίνεται σε θεμιτό στόχο υγειονομικής πολιτικής που συνίσταται στον περιορισμό της ανέλεγκτης καταναλώσεως προσθέτων στα τρόφιμα.

15 Η εφαρμογή στα εισαγόμενα προϊόντα της απαγορεύσεως εμπορίας των προϊόντων που περιέχουν ποσότητα προσθέτων υπερβαίνουσα το όριο που επιτρέπει η κανονιστική ρύθμιση του κράτους μέλους εισαγωγής, ενώ μια τέτοια ποσότητα επιτρέπεται στο κράτος μέλος παραγωγής, δεν μπορεί, πάντως, να γίνει δεκτή παρά μόνον εφόσον είναι σύμφωνη προς τις επιταγές του άρθρου 36 της Συνθήκης, όπως αυτό ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο.

16 Σχετικώς, επιβάλλεται να υπομνηστεί, πρώτον, ότι με τις προαναφερθείσες αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1983, Sandoz, της 10ης Δεκεμβρίου 1985, Motte, της 6ης Μαΐου 1986, Muller, της 12ης Μαρτίου 1987, "νόμος περί της καθαρότητας του ζύθου", και της 13ης Δεκεμβρίου 1990, Bellon, το Δικαστήριο συνήγαγε από την αρχή της αναλογικότητας, στην οποία στηρίζεται η τελευταία φράση του άρθρου 36 της Συνθήκης, ότι οι απαγορεύσεις διαθέσεως στο εμπόριο προϊόντων που περιέχουν πρόσθετες ουσίες επιτρεπόμενες στο κράτος μέλος παραγωγής, απαγορευόμενες όμως στο κράτος μέλος εισαγωγής, πρέπει να περιορίζονται σε ό,τι είναι πράγματι αναγκαίο για τη διασφάλιση της προστασίας της δημόσιας υγείας.

17 Το Δικαστήριο έχει επίσης δεχθεί ότι η χρησιμοποίηση συγκεκριμένης πρόσθετης ουσίας, επιτρεπομένης σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να επιτρέπεται στην περίπτωση εισαγόμενου προϊόντος από το κράτος μέλος αυτό, εφόσον,

λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των αποτελεσμάτων της διεθνούς επιστημονικής έρευνας και ειδικά των εργασιών της Κοινοτικής Επιστημονικής Επιτροπής Τροφίμων και της επιτροπής του Codex alimentarius του FAO και της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ) και, αφετέρου, των συνηθειών διατροφής στο κράτος μέλος εισαγωγής, η πρόσθετη αυτή ουσία δεν ενέχει κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και ανταποκρίνεται σε μια πραγματική ανάγκη τεχνολογικής ιδίως φύσεως.

18 Δεύτερον, πρέπει να υπομνηστεί ότι, όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες αποφάσεις Muller, Επιτροπή κατά Γερμανίας και Bellon, ως και από την απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1983, 227/82, Van Bennekom (Συλλογή 1983, σ. 3883), στις εθνικές αρχές εναπόκειται να αποδεικνύουν ότι η κανονιστική τους ρύθμιση δικαιολογείται από λόγους προστασίας της υγείας του πληθυσμού τους.

19 Σχετικώς, η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει ότι η μικτή επιτροπή εμπειρογνωμόνων FAO/ΠΟΥ και η Επιστημονική Επιτροπή Τροφίμων αναγνώρισαν ότι η υπερβολική χρήση θειώδους ανυδρίτη βλάπτει την ανθρώπινη υγεία, ειδικότερα στην περίπτωση των ανθρώπων που καταναλώνουν μεγάλη ποσότητα ζύθου. Κατά συνέπεια, θεωρεί ότι η πολιτική που αποβλέπει στο να μειωθούν στο ελάχιστο οι ποσότητες θειώδους ανυδρίτη που λαμβάνονται με διαφορετικό τρόπο, πλην της αναπνευστικής οδού, δικαιολογείται από τις ανάγκες της δημόσιας υγείας.

20 Η Ολλανδική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι εναπόκειται κατ' αρχήν σε κάθε κράτος μέλος να εκτιμά αν οι επιταγές της προστασίας της υγείας επιτρέπουν ή όχι τη χρήση ενός συγκεκριμένου συντηρητικού στα είδη διατροφής λαμβάνοντας υπόψη τις συνήθειες διατροφής του πληθυσμού τους. Ισχυρίζεται ότι η ΠΟΥ καθόρισε σε 40 mg/l τη μέγιστη ανεκτή ημερήσια δόση θειώδους ανυδρίτη και ότι,

για να καθοριστεί η ποσότητα θειώδους ανυδρίτη που λαμβάνεται από τους καταναλωτές, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο θειώδης ανυδρίτης προστίθεται, εκτός του ζύθου, σε αρκετά προϊόντα διατροφής.

21 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι γενική απαγόρευση εισαγωγής και εμπορίας των προϊόντων τα οποία διατίθενται νομίμως στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος, για τον λόγο ότι περιέχουν ένα από τα συντηρητικά που αναφέρονται στον πίνακα της οδηγίας 64/54 σε αναλογία υψηλότερη από αυτήν που επιτρέπει η νομοθεσία του κράτους εισαγωγής, είναι υπερβολική όταν η προσθήκη του συντηρητικού παραμένει εντός των παραδεκτών ορίων εν όψει των διεθνών επιστημονικών γνώσεων.

22 'Οσον αφορά ειδικότερα τον θειώδη ανυδρίτη, η Επιτροπή ισχυρίζεται, με βάση τοξικολογικά στοιχεία που επεξεργάστηκε ο FAO και η ΠΟΥ, καθώς και την έκθεση του τεχνικού συμβούλου που ορίστηκε αιτήσει της εισαγγελικής αρχής της Pretura circondariale di Pordenone στο πλαίσιο της διαδικασίας που κινήθηκε κατά του Debus, αποκλείεται ο θειώδης ανυδρίτης που περιέχεται στον γαλλικό ζύθο που υπήρξε αντικείμενο κατασχέσεως να έχει τοξικά αποτελέσματα. Πράγματι, βάσει των τοξικολογικών δεδομένων που επεξεργάστηκαν από κοινού, ο FAO και η ΠΟΥ προτείνουν να γίνεται αποδεκτή η λήψη ημερήσιας δόσεως που δεν υπερβαίνει 0,35 mg/Κg του βάρους του σώματος, πράγμα που για έναν καταναλωτή βάρους 60 Kg ισοδυναμεί με μέγιστη ποσότητα 21 mg ημερησίως. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς στους οποίους προέβη ο εθνικός τεχνικός σύμβουλος, η δόση που λαμβάνει ο ιταλός καταναλωτής ζύθου, όταν πίνει μία μπύρα περιέχουσα 36,8 mg/l θειώδους ανυδρίτη, είναι κατά μέσον όρο 5,5 mg ημερησίως.

23 Διαπιστώνεται ότι η υπό αμφισβήτηση εθνική ρύθμιση οδηγεί σε γενική και απόλυτη απαγόρευση όλων των ζύθων που περιέχουν ποσότητα θειώδους ανυδρίτη μεγαλύτερη των 20 mg/l, χωρίς καμία εξαίρεση.

24 Η αναγκαιότητα μιας τέτοιας απαγορεύσεως για την προστασία της υγείας δεν αποδείχθηκε. Αντιθέτως, κατά τους μη αμφισβητιθέντες ισχυρισμούς της Επιτροπής, η λήψη θειώδους ανυδρίτη λόγω καταναλώσεως μιας μπύρας περιέχουσας 36,8 mg/l αυτής της πρόσθετης ουσίας δεν συνεπάγεται σοβαρό κίνδυνο υπερβάσεως των ορίων της μέγιστης ημερήσιας δόσεως θειώδους ανυδρίτη που θεωρούν ως αποδεκτή ο FAO και η ΠΟΥ.

25 Ο δυσανάλογος χαρακτήρας μιας τέτοιας γενικής και απόλυτης απαγορεύσεως των ζύθων εισαγωγής καθίσταται επίσης προφανής από το γεγονός ότι η νομοθεσία του ίδιου κράτους μέλους δέχεται τη χρήση θειώδους ανυδρίτη σε πολύ υψηλότερα ποσοστά για άλλα ποτά, ιδίως για τον οίνο, του οποίου η κατανάλωση στο εν λόγω κράτος μέλος φαίνεται σημαντικότερη απ' ό,τι η κατανάλωση ζύθου.

26 Η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, ωστόσο, ότι η προσθήκη θειώδους ανυδρίτη δεν είναι καθόλου απαραίτητη για τη διατήρηση του ζύθου, διότι το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί με χρήση άλλων μεθόδων, όπως της παστεριώσεως.

27 Το γεγονός αυτό δεν είναι ικανό να δικαιολογήσει γενική και απόλυτη απαγόρευση, όπως αυτή για την οποία γίνεται λόγος εν προκειμένω.

28 Πράγματι, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα απόφαση "νόμος περί της καθαρότητας του ζύθου", για να αποκλειστεί ότι ορισμένες πρόσθετες ουσίες

μπορούν να ανταποκρίνονται σε τεχνολογική ανάγκη, δεν αρκεί η αναφορά σε άλλη μέθοδο παρασκευής του προϊόντος, χρησιμοποιούμενη από τους ημεδαπούς παραγωγούς, διότι μια τέτοια ερμηνεία της έννοιας της τεχνολογικής ανάγκης, η οποία καταλήγει στο να ευνοεί τις εγχώριες μεθόδους παραγωγής, αποτελεί μέσο συγκεκαλυμμένου περιορισμού του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου.

29 Η έννοια της τεχνολογικής ανάγκης πρέπει να αξιολογείται ανάλογα με τις χρησιμοποιούμενες πρώτες ύλες και λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση στην οποία προέβησαν οι αρχές του κράτους μέλους όπου το προϊόν έχει νομίμως παρασκευαστεί και διατεθεί στο εμπόριο. Πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα της διεθνούς επιστημονικής έρευνας και ειδικότερα τα αποτελέσματα των εργασιών της Κοινοτικής Επιστημονικής Επιτροπής Τροφίμων και της επιτροπής του Codex alimentarius του FAO και της ΠΟΥ (προαναφερθείσα απόφαση "νόμος περί της καθαρότητας του ζύθου").

30 Από το σύνολο των προηγουμένων σκέψεων προκύπτει ότι στο πρώτο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ έχουν την έννοια ότι παρεμποδίζουν την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας που απαγορεύει την εμπορία ζύθου ο οποίος εισάγεται από άλλο κράτος μέλος και όπου διατίθεται νομίμως στο εμπόριο, όταν ο ζύθος περιέχει ποσότητα θειώδους ανυδρίτη υπερβαίνουσα τα 20 mg/l.

Επί του δευτέρου και τρίτου ερωτήματος

31 Με το δεύτερο και τρίτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί αν το εθνικό δικαστήριο πρέπει να απόσχει της εφαρμογής εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως αντίθετης προς το κοινοτικό δίκαιο ή αν πρέπει να

αναμένει έως ότου θεσπιστεί γενική κανονιστική ρύθμιση.

32 Σχετικώς, αρκεί να υπομνηστεί η πάγια νομολογία κατά την οποία ο εθνικός δικαστής, στον οποίο έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, να εφαρμόζει τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, έχει την υποχρέωση να εξασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών, αφήνοντας εν ανάγκη, αυτεπαγγέλτως, ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας (απόφαση της 9ης Μαρτίου 1978, 106/77, Simmenthal, Racc. 1978, σ. 629).

33 Επομένως, στο δεύτερο και τρίτο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να μην εφαρμόσει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

34 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι Κυβερνήσεις της Ιταλικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλαν η Pretura circondariale di Pordenone (στην υπόθεση C-13/91) και η Pretura circondariale di Vigevano (στην υπόθεση C-113/91) αποφαίνεται:

1) Τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ έχουν την έννοια ότι παρεμποδίζουν την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας που απαγορεύει την εμπορία ζύθου ο οποίος εισάγεται από άλλο κράτος μέλος και όπου διατίθεται νομίμως στο εμπόριο, όταν ο ζύθος περιέχει ποσότητα θειώδους ανυδρίτη υπερβαίνουσα τα 20 mg/l.

2) Το εθνικό δικαστήριο οφείλει να μην εφαρμόσει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο.